Στο τέταρτο φροντιστήριο για το μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου, την Παρασκευή, 1η Απριλίου 2016, ο κ. Αναστάσιος Παυλόπουλος, Υπ. Διδ. του ΑΠΘ, ανέλυσε τα ακόλοΠρακτικά Σύνθεσης Β Τμήμα 2 Ανακοπή-Περιβάλλον-Αιτηση ακυρωσηςυθα θέματα:
Θέμα 1ο:
Με την υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αθηνών επεβλήθη εις χείρας του Ι.Κ.Α. ως τρίτου, αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου επί της υπ’ αυτού χορηγουμένης στον Α μηνιαίας συντάξεως, για την ικανοποίηση απαιτήσεων του Δημοσίου.
Το Ι.Κ.Α. δια της υπ’ αρ. 7908/07.09.2006 δηλώσεώς του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών γνωστοποίησε την απόφασή του να προβεί δυνάμει του προαναφερομένου κατασχετηρίου εγγράφου στην παρακράτηση ποσοστού της μηνιαίας συντάξεως λόγω γήρατος του Α για το συνολικό ποσό των 565.392,73 ευρώ, το οποίο είχε βεβαιωθεί στο όνομα αυτού με αντίστοιχες πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως. Στη συνέχεια, ο Α άσκησε ένδικο βοήθημα, δια του οποίου ζήτησε την ακύρωσή της κατάσχεσης, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι εξ αιτίας της μη κοινοποίησης σε αυτόν του κατασχετηρίου εγγράφου, του οποίου έλαβε γνώση τυχαίως μετά την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα στις 06/05/2007, όταν μετέβη στην τράπεζα Χ, όπου διατηρούσε λογαριασμό συντάξεώς του από το Ι.Κ.Α., προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, απώλεσε στάδιο δικονομικής προστασίας.
Σημειωτέον, ότι το άρθρο 30 του ν.δ/τος 356/1974 περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) ορίζει τα εξής: «Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε : α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ` αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των εν άρθροις 14 -19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα…..3……4……5……6…..»
Κατόπιν τούτων, ΕΡΩΤΑΣΘΕ:
1) Ποιο ένδικο βοήθημα άσκησε ο Α, κατά ποιας πράξης και ενώπιον ποίου αρμοδίου δικαστηρίου (καθ’ υλην και κατά τόπο); 2) Ποια είναι τα διάδικα μέρη στην ανοιγείσα δίκη; 3) Ποιον ισχυρισμό προέβαλε ο Α ενώπιον του Δικαστηρίου και τί πιστεύετε ότι θα αποφασίσει το δικαστήριο επί του αυτού, 4) Ο ως άνω ισχυρισμός προβάλλεται στο πλαίσιο ελέγχου νομιμότητας ή συνταγματικότητας; Μέχρι ποιο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να προβληθεί; Θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο; 5) Έστω ότι το χρέος του Α προέρχεται από την επιβολή προστίμου λόγω εικονικών φορολογικών στοιχείων. Ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Α, θα τον συμβουλεύατε στην προκείμενη δίκη να ισχυριστεί παρανομία της καταλογιστικής του προστίμου πράξης; Τι πιθανότητες ευδοκίμησης θα είχε ο ισχυρισμός αυτός;
[Βλ. ΣτΕ 2080/2014 (επταμ): «Η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός επληροφορείτο την επικειμένη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σ’ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια, βεβαίως, να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου. Κατά παρόμοιο, άλλωστε, τρόπο οργανώνεται στον ΚΕΔΕ και η διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας του ιδίου του οφειλέτη (άρθρα 10 και επόμενα ΚΕΔΕ), αφού η κατάσχεση αυτή διενεργείται από δικαστικό επιμελητή, δυνάμενο να εισέρχεται και στην οικία του οφειλέτη (άρθρο 11), χωρίς να προηγείται νέα κοινοποίηση σ’ αυτόν για την επικειμένη κατάσχεση, για τον αυτό, προδήλως, λόγο. Βεβαίως, ο οφειλέτης δεν παραμένει ούτε κατά το στάδιο αυτό απροστάτευτος, αφού δύναται να ασκεί κατά των πράξεων της διαδικασίας κατασχέσεως, τις οποίες εκ των υστέρων πληροφορείται, την ανακοπή που προβλέπει το άρθρο 217 του Κ. Δ. Δ. και το άρθρο 73 παρ. 2 του ΚΕΔΕ για την περίπτωση αρξαμένης ήδη εκτελέσεως. Εξ άλλου, με το άρθρο 228 του Κ. Δ. Δ. οργανώνεται σύστημα αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας στην κατηγορία αυτή διαφορών, αφού παρέχεται, με τις εκτιθέμενες στο νόμο προϋποθέσεις, η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως από δικαστήριο των πράξεων της εν λόγω διαδικασίας. Το όλο αυτό σύστημα διατηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην αξίωση του Δημοσίου να μπορεί να εισπράττει τα οφειλόμενα σε αυτό ποσά με αποτελεσματικό τρόπο και στην αξίωση του οφειλέτη για παροχή έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά την κατάσχεση των οφειλομένων εις χείρας τρίτου. Συνεπώς, η μη πρόβλεψη στο νόμο και πρόσθετης υποχρεώσεως για μία τρίτη, ενδιάμεση, κοινοποίηση προς τον οφειλέτη πριν από την ενεργοποίηση του δικαιώματος του Δημοσίου να λάβει εις βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις ούτε, ειδικώτερον, την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού καθιδρύεται, πάντως, στο νόμο πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας του οφειλέτη του Δημοσίου». Αντίθετη η παραπεμπτική ΣτΕ 366/2014: Εκ της προαναφερθείσης διατάξεως συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου. Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως».]
Θέμα 2ο (= Θέμα Ιουν.2013):
Με την υπ’ αριθμ. 56807/2009 απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος κατά τις τότε ισχύουσες διατάξεις αποτελούσε όργανο της αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης, εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία αιολικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 36 ΜW, ο οποίος αποτελείται από 12 ανεμογεννήτριες ισχύος 3 MW η καθεμία και οικίσκο ελέγχου 120 τ.μ. εντός αναδασωτέας εκτάσεως από την εταιρία Α στην περιοχή «Μελίσσι» Βοιωτίας. ΜΕ την ίδια πάντοτε απόφαση ορίστηκε ότι θα διανοιχτεί εσωτερική οδοποιία για τη διασύνδεση των ανεμογεννητριών συνολικού μήκους 4,7 χλμ περίπου. Ας σημειωθεί ότι η ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας επιβάλλεται από τον Ν. 3468/2006, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία. Περίοικοι της εν λόγω περιοχής και ο Δήμαρχος αντιτίθενται στην εγκατάσταση του αιολικού σταθμού. Ερωτάται: α) ενώπιον ποιου Δικαστηρίου και με ποιο ένδικο βοήθημα είναι δυνατή η έννομη προστασία ;, β) ποιοι θα είναι οι εν δυνάμει διάδικοι στην ανοιγείσα δίκη; γ) ποιες θα είναι οι αιτιάσεις τους και δ) ποια η απόφαση του Δικαστηρίου;
[βλ. ΣτΕ 2499/2012: «κατά τα προκύπτοντα από τις συζητήσεις κατά τη διαδικασία ψηφίσεως του Συντάγματος, τόσο στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή επί του Συντάγματος, όσο και στην ολομέλεια της Βουλής, η υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέων των δημοσίων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή αποψιλώνονται από οποιαδήποτε αιτία και το αυστηρό καθεστώς που προβλέπονται με την ανωτέρω διάταξη για τις αναδασωτέες εκτάσεις, θεσπίσθηκε προκειμένου να προστατευθούν πολύτιμοι θύλακες δασικών οικοσυστημάτων από την οικοπεδοποίηση. Όπως συνάγεται δε από τα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων, η ανάγκη της ανωτέρω ρύθμισης ανακύπτει κυρίως για περιοχές, στις οποίες παρουσιάζονται έντονες οικιστικές πιέσεις με αποτέλεσμα να επέρχεται σημαντική αύξηση της αξίας γης και στις οποίες εμφανίζεται το φαινόμενο της καταστροφής από πυρκαγιές ευρείας έκτασης δασικών οικοσυστημάτων. Κατά την έννοια όμως της συνταγματικής διάταξης, παρά την απόλυτη διατύπωσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις θα είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών, λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε, με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Ως εκ τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος, με την οποία συμπληρώνεται η ρύθμιση για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων που εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και η οποία, ως εκ τούτου, αν και θεσπίζει αυστηρό καθεστώς προστασίας για τις αναδασωτέες εκτάσεις, είναι ερμηνευτέα στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη ρυθμίσεως, δια της οποίας παρέχεται η δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εγκριθεί επέμβαση σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, ακόμη και πριν ανακτήσει τη δασική μορφή της, προκειμένου να εκτελεστεί έργο, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, αν η εκτέλεση του έργου στην έκταση αυτή είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική, στο μέτρο που η παρέλευση του απαιτούμενου για την πραγματοποίηση της αναδάσωσης χρονικού διαστήματος θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού. ….. Οι διατάξεις αυτές, κατά την έννοια των οποίων η επέμβαση περιορίζεται στα τμήματα μόνο της εκτάσεως που είναι αναγκαία για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών και των συνοδών έργων, η δε υπόλοιπη έκταση διατίθεται για την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης, είναι συνταγματικά ανεκτές, κατά το μέρος που επιτρέπουν την επέμβαση αυτή, ενόψει της κατά τα ήδη εκτεθέντα εξαιρετικής σημασίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, και ειδικότερα τη διασφάλιση της επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και κυρίως την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, …].
Θέμα 3ο (= Θέμα Σεπτ. 2013):
Ο δικηγόρος Α παρέλειψε να εκδώσει απόδειξη για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου και τιμωρήθηκε για τον λόγο αυτό από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων με την ποινή της εξάμηνης παύσης, με απόφαση που του κοινοποιήθηκε στις 12.05.2012. Κατά της απόφασης αυτής ο Α άσκηση αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως για τους εξής λόγους: 1. Απαραδέκτως ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης, δεδομένου ότι εν προκειμένω δημιουργείται διαφορά ουσίας και ο Α όφειλε να ασκήσει προσφυγή ουσίας στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. 2. Σε κάθε περίπτωση, το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 36 ΠΔ 18/1989, διότι δεν καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο των 150 € Στον δεύτερο αυτό ισχυρισμό ο Α απάντησε ότι η διάταξη περί επιβολής παραβόλου αντίκειται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ιδίως διότι η μη καταβολή ενός σχετικά χαμηλού ποσού δεν επιτρέπεται να οδηγεί στο απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος.
Απαντήστε στα ακόλουθα ερωτήματα: α) ποια είναι η δικονομική αποστολή του παραβόλου στις διοικητικές διαφορές; β) Ευσταθεί ο ισχυρισμός του Δημοσίου, ενόψει και της αντίκρουσης από τον Α; γ) Ο Α επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον νόμο το παράβολο βαρύνει μόνος τους ιδιώτες διαδίκους, ενώ το δημόσιο και τα ΝΠΔΔ απαλλάσσονται από την καταβολή του παραβόλου. Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως με βάση το Σύνταγμα, να οδηγήσει στην απαλλαγή του Α από το παράβολο; δ) Πρόκειται πράγματι για ακυρωτική διαφορά;
[Βλ. ΣτΕ 3319/2010: «Μπορεί, ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., να κρίνει επί των τελευταίων αυτών διαφορών και δικαστήριο, που δεν εκδικάζει τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές ως δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά ως ακυρωτικό δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας και μόνο των ενώπιόν του προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, αν το διοικητικό (ή πάντως το μη δικαστικό) όργανο, που εξέδωσε την πράξη, η αμφισβήτηση της οποίας προκάλεσε την δικαστική διαφορά, παρέχει αυτό το ίδιο, ως εκ των όρων της λειτουργίας του, ορισμένες εγγυήσεις, τέτοιες που να επιτρέπουν να μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστήριο» για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Οι εγγυήσεις αυτές είναι ο πάγιος χαρακτήρας του οργάνου αυτού, η αμεροληψία και ανεξαρτησία των μελών του, η εκ μέρους του έκδοση δεσμευτικών για την οικεία έννομη τάξη αποφάσεων, και η δημοσιότητα της ενώπιόν του διαδικασίας, κατά τα, με τρόπο ειδικότερο, εκτεθέντα ανωτέρω».
ΣτΕ 601/2012: «Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ιδιώτου, αποβλέπει στην αποτροπή της ασκήσεως απερισκέπτων και αστηρίκτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι’ αυτό και η τύχη του (κατάπτωση, διπλασιασμός ή απόδοση στον καταβαλόντα) συναρτάται με την έκβαση και τις εν γένει περιστάσεις της δίκης»
ΣτΕ 189/2007: τα πειθαρχικά Συμβούλια Δικηγόρων, δεν συνιστούν δικαστήρια και δεν αποτελούν όργανα, εντεταγμένα εις την δικαστικήν οργάνωσιν του Κράτους, ανεξαρτήτως της προβλεπομένης από τον νόμον συμμετοχής εις το πενταμελές Ανωτάτον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων εις αυτό δικηγόρων, αλλά αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, αι αποφάσεις των οποίων, υπόκεινται, εις δικαστικόν έλεγχον […]η διάταξις, της παρ. 3 του άρθρου 78 του Κώδικος περί Δικηγόρων, δια της οποίας, αποκλείεται, κατά την αδιάστικτον διατύπωσίν της, η άσκησις του συνταγματικώς κατοχυρωμένου (βλ. άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παράγραφος 1 (εδαφ. α΄) και 3 του Συντάγματος) ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως κατά όλων, αδιακρίτως, των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγόρων, αντίκειται εις το Σύνταγμα και δεν είναι εφαρμοστέα
Πάγια θέση νομολογίας: Το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας]