Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου – Ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας και αίτηση ακύρωσης – Κατάργηση δίκης (ΣτΕ 1294/2020, 9-11-2020)
Θα αναλυθεί η απόφαση ΣτΕ 1294/2020, που εντάσσεται στη νομολογία της υγειονομικής κρίσης, διότι εκδόθηκε με αφορμή κανονιστικές ρυθμίσεις (Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις) σχετικές με τη λειτουργία των χώρων θρησκευτικής λατρείας, οι οποίες θεσπίσθηκαν κατ’ επίκληση του άρθρου πρώτου (παρ. 2 περ. στ΄ και παρ. 4 περ. δ΄) της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας περί λήψεως κατεπειγόντων μέτρων για την αποφυγή και τον περιορισμό της διαδόσεως της επιδημίας κορωνοϊού “covid-19”. Οι περιορισμοί στην ελευθερία της λατρείας επιβλήθηκαν αρχικά με την 2867/Υ1/16-3-2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας, με τίτλο “Επιβολή του μέτρου της προσωρινής απαγόρευσης της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας από 16-3-2020 έως 30-3-2020” (Β΄ 872/16-3-2020) και με την Δ1α/ΓΠ.οικ. 21285/28-3-2020 κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών (Β΄ 1082/29-3-2020), με την οποία η ισχύς της προηγούμενης πράξης παρατάθηκε έως τις 11-4-2020. Στη συνέχεια, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου (26.5.2020), εκδόθηκαν και άλλες κοινές αποφάσεις των ίδιων Υπουργών για το ίδιο αντικείμενο, όχι όμως και με το ίδιο περιεχόμενο. Η απόφαση ΣτΕ 1294/2020 επιλύει δύο δικονομικά ζητήματα.
Ι) Το πρώτο θέμα αφορά το αντικείμενο του νέου ενδίκου βοηθήματος (πλήρους δικαιοδοσίας) των «αντιρρήσεων» που προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου πρώτου της από 25-2-2020 ΠΝΠ και ασκείται ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου. Το Δικαστήριο αναδεικνύει εν προκειμένω τη διάκριση μεταξύ διαφορών ουσίας και ακυρωτικών, επισημαίνοντας ότι η ευθεία προσβολή κανονιστικής πράξης γεννά μόνον ακυρωτική διαφορά.
ΙΙ) Το δεύτερο δικονομικό θέμα αφορά την κατάργηση της δίκης και την ερμηνεία του άρθρου 32 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 18/1989, λόγω της διαδοχικής έκδοσης κανονιστικών αποφάσεων για τη ρύθμιση των χώρων θρησκευτικής λατρείας κατά την περίοδο της πανδημίας. Το Δικαστήριο εξετάζει την έννοια του ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης (32 παρ. 2) και την έκδοση νεότερης πράξης ομοίου περιεχομένου με την προσβαλλόμενη πράξη, της οποίας η ισχύς έληξε (32 παρ. 3).
ΣτΕ 1294/2020 (ΤΜΗΜΑ Δ΄)
….
Προσβαλλόμενη πράξη
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο …, ζητείται η ακύρωση: α) της 2867/Υ1/16-3-2020 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας, με τίτλο “Επιβολή του μέτρου της προσωρινής απαγόρευσης της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας από 16-3-2020 έως 30-3-2020” (Β΄ 872/16-3-2020), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου πρώτου (παρ. 2 περ. στ΄ και παρ. 4 περ. δ΄) της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας περί λήψεως κατεπειγόντων μέτρων για την αποφυγή και τον περιορισμό της διαδόσεως της επιδημίας κορωνοϊού “covid-19” (εφεξής: “επιδημία κορωνοϊού” ή “επιδημία”)· και β) της Δ1α/ΓΠ.οικ. 21285/28-3-2020 κοινής αποφάσεως των ίδιων Υπουργών (Β΄ 1082/29-3-2020), με την οποία η ισχύς της υπό στοιχείο α΄ πράξεως παρατάθηκε έως τις 11-4-2020.
Νομιμοποίηση πληρεξουσίου
2. Επειδή η συζήτηση της υποθέσεως εχώρησε παραδεκτώς, χωρίς την εμφάνιση των διαδίκων, για την παράσταση των οποίων κατατέθηκαν χωριστές δηλώσεις των πληρεξουσίων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου δευτέρου παρ. 2 περ. α΄ της Δ1α/ΓΠ.οικ.30340/15-5-2020 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Ανάπτυξης, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Εργασίας, Υγείας, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών (Β΄ 1857/15-5-2020), του άρθρου 33 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, και του άρθρου τριακοστού τρίτου παρ. 1 περ. α΄ και παρ. 2 της από 1-5-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου της Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 90/1-5-2020). Οι αιτούντες νομιμοποίησαν τον δικηγόρο που υπογράφει την αίτηση με συμβολαιογραφικές πράξεις παροχής πληρεξουσιότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, και το άρθρο τριακοστό τρίτο παρ. 1 της από 1-5-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, πλην των αιτούντων που αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως με τους αριθμούς 7, 10-12, 16-24, 26-28, 30-33 και 35-38, ως προς τους οποίους δεν κατατέθηκε εντός των νομίμων προθεσμιών συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο. Ως προς τους αιτούντες αυτούς η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΠΝΠ με τίτλο “Μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης και περιορισμού της διάδοσης της νόσου” (Α΄ 42/25-2-2020), κυρωθείσα με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76/3-4-2020), ορίζει (υπό τον τίτλο)
3. Επειδή το άρθρο πρώτο της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 42/25-2-2020), η οποία κυρώθηκε από τη δημοσίευσή της με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76/3-4-2020), ορίζει (υπό τον τίτλο “Μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης και περιορισμού της διάδοσης της νόσου”) τα εξής: “1. Προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορωνοϊού που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλονται μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου. 2. Τα μέτρα αυτά συνίστανται: (α) στην υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο, (β) στην επιβολή κλινικών και εργαστηριακών ιατρικών ελέγχων, καθώς και μέτρων προληπτικής υγειονομικής παρακολούθησης, εμβολιασμού, φαρμακευτικής αγωγής και προληπτικής νοσηλείας προσώπων που προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου, (γ) στην επιβολή προληπτικών ελέγχων υγειονομικής φύσεως και κλινικών ή εργαστηριακών ελέγχων σε όλα ή επιμέρους σημεία εισόδου και εξόδου από τη χώρα μέσω αεροπορικών, θαλάσσιων, σιδηροδρομικών ή και οδικών συνδέσεων με χώρες μεγάλης διάδοσης της νόσου, (δ) στον προσωρινό περιορισμό, εν όλω ή εν μέρει, των αεροπορικών, θαλάσσιων, σιδηροδρομικών ή και οδικών συνδέσεων με χώρες μεγάλης διάδοσης της νόσου, (ε) στον προσωρινό περιορισμό προσώπων των περιπτώσεων (α) και (β) υπό συνθήκες που αποτρέπουν την επαφή με τρίτα πρόσωπα, από την οποία θα μπορούσε να προκληθεί μετάδοση της νόσου. Το μέτρο του προσωρινού περιορισμού δύναται να υλοποιείται σε κατάλληλο χώρο νοσοκομείου, υγειονομικής δομής, θεραπευτικού ιδρύματος, σε κατάλληλες δημόσιες ή ιδιωτικές εγκαταστάσεις προσωρινής διαμονής, ή και κατ’ οίκον, ανάλογα με την απόφαση του αρμόδιου κάθε φορά οργάνου, (στ) στην προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας σχολικών μονάδων και πάσης φύσεως εκπαιδευτικών δομών, φορέων και ιδρυμάτων, δημοσίων και ιδιωτικών, κάθε τύπου και βαθμού, χώρων θρησκευτικής λατρείας, καθώς και στην προσωρινή απαγόρευση και αναστολή μετακινήσεων για οποιονδήποτε λόγο του εκπαιδευτικού και λοιπού προσωπικού και μαθητών, σπουδαστών, φοιτητών οποιωνδήποτε εκ των ανωτέρω σχολικών μονάδων, εκπαιδευτικών δομών, φορέων και ιδρυμάτων, (ζ) στην προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας θεάτρων, κινηματογράφων, χώρων αθλητικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδιωτικών επιχειρήσεων, δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών, καθώς και γενικά χώρων συνάθροισης κοινού, (η) στην προσωρινή επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας μέσων μεταφοράς εντός της επικράτειας, (θ) στην προσωρινή επιβολή περιορισμού κατ’ οίκον σε ομάδες προσώπων προς αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη διάδοση της νόσου. Το μέτρο του προσωρινού περιορισμού ευρύτερων ομάδων προσώπων δύναται να προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Στα πρόσωπα της περίπτωσης αυτής δύνανται να επιβάλλονται και τα υπό περιπτώσεις (α) και (β) μέτρα. Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. 3. Η εκτέλεση των μέτρων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου γίνεται από ιατρικό, νοσηλευτικό ή υγειονομικό προσωπικό σε κατάλληλους χώρους ή καταστήματα και τα μέτρα περιορίζονται, κατά το περιεχόμενο και κατά τη διάρκειά τους, στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διαμόρφωση ασφαλούς κρίσεως για την κατάσταση της υγείας των προσώπων στα οποία επιβάλλονται, τη λήψη των κατάλληλων προληπτικών ή θεραπευτικών μέτρων και την αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της νόσου. Οι δαπάνες λήψης των ίδιων μέτρων βαρύνουν τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό και αν δεν υπάρχει τέτοιος, εφαρμόζεται η νομοθεσία για την κάλυψη των ανασφάλιστων. 4. Τα μέτρα της παραγράφου 3 του παρόντος [ο αριθμός “3” ανεγράφη εκ παραδρομής, αντί του ορθού “2”, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της παρ. 4, οι ρυθμίσεις της οποίας αναφέρονται στα μέτρα των περιπτώσεων (α) έως (θ) της παρ. 2] επιβάλλονται και εξειδικεύονται ανά περίπτωση, δυνάμει απόφασης: α) του Υπουργού Υγείας για τα μέτρα των περιπτώσεων (α) και (β) μετά από γνώμη του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), β) του Υπουργού Υγείας και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για τα μέτρα των περιπτώσεων (γ) και (δ) μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, γ) του Υπουργού Υγείας για το μέτρο της περίπτωσης (ε) μετά από εισήγηση του ΕΟΔΥ, στην περίπτωση της επιβολής προσωρινού περιορισμού μεμονωμένων προσώπων, ή μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 σε κάθε άλλη περίπτωση, δ) των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας για την επιβολή του μέτρου της περίπτωσης (στ) μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη για ζητήματα διαχείρισης απουσιών, προθεσμιών, εξετάσεων, υποχρεώσεων υποβολής συναφών δηλώσεων και λοιπών ζητημάτων των φορέων και νομικών προσώπων που τίθενται σε καθεστώς προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας, ε) των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας, Εσωτερικών και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, για την επιβολή των μέτρων των περιπτώσεων (ζ) και (η), στ) των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Εσωτερικών, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, για την επιβολή των μέτρων της περίπτωσης (θ). Καθεμία εκ των ανωτέρω αποφάσεων εκτός από το επιβαλλόμενο μέτρο, πρέπει να αναφέρει ρητά τη συγκεκριμένη ανάγκη δημόσιας υγείας που επιβάλλει τη λήψη του και να ορίζει τη διάρκεια ισχύος του, τα όργανα επιβολής του, τυχόν χώρους και καταστήματα υλοποίησης, τον τρόπο γνωστοποίησής της, καθώς και κάθε σχετική και αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίησή της. Στις ίδιες αποφάσεις δύναται να ορίζεται και κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη και ρύθμιση για το σύνολο των θεμάτων διαχείρισης υποχρεώσεων των φορέων ή και φυσικών προσώπων που τίθενται, αντιστοίχως, σε καθεστώς προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας ή προσωρινού περιορισμού, όπως ρυθμίσεις για την αναστολή προθεσμιών υπόχρεων, για τυχόν μερική ή πλήρη αναστολή εργασιακών υποχρεώσεων, αναστολή υποχρεώσεων έναντι τρίτων και κάθε συναφές ζήτημα. Με όμοιες αποφάσεις δύναται να αποφασίζεται παράταση της ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων. Οι αποφάσεις επιβολής των ανωτέρω μέτρων ισχύουν από την υπογραφή τους και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τηρουμένων πάντως των κείμενων διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. 5. Κάθε πρόσωπο που θίγεται από τα μέτρα του παρόντος άρθρου έχει δικαίωμα να υποβάλει ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου λαμβάνεται το μέτρο, αντιρρήσεις κατά του μέτρου. Η εκδίκαση των αντιρρήσεων γίνεται με ή χωρίς την παρουσία του αντιλέγοντος, εφόσον αυτός τελεί υπό περιορισμό, ο οποίος μπορεί να εκπροσωπείται από δικηγόρο ή άλλο πρόσωπο. Ο Πρόεδρος αποφαίνεται αμετάκλητα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. 6. Όποιος δεν συμμορφώνεται με τα μέτρα του παρόντος άρθρου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) ετών, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.”
Εκδίκαση “αντιρρήσεων” από τον πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου
4. Επειδή, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου πρώτου της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, η αρμοδιότητα του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου για την εκδίκαση “αντιρρήσεων”, δηλαδή ενδίκου βοηθήματος πλήρους δικαιοδοσίας επί του οποίου εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αφορά την εφαρμογή σε ατομικές περιπτώσεις των κατά το ως άνω άρθρο υγειονομικών μέτρων και όχι την ευθεία προσβολή των κανονιστικών πράξεων με τις οποίες θεσπίζονται τα μέτρα αυτά. Οι εν λόγω πράξεις – οι οποίες ως κανονιστικές δεν μπορούν, ενόψει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών, να ελεγχθούν δικαστικώς κατά πλήρη δικαιοδοσία (βλ. ΣτΕ 3919/2010 Ολ.) – υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρ. 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έκθεση απόψεων του Υπουργού Παιδείας, κατά τα οποία αρμόδιος για την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως είναι ο πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου πρώτου της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Άρθρο 32 του π.δ. 18/1989
5. Επειδή το άρθρο 32 του π.δ. 18/1989, όπως συμπληρώθηκε με την προσθήκη παραγράφου 3 με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), ορίζει τα εξής: “1 … 2. Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης … 3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο …”.
Μεταγενέστερες της προσβαλλόμενης ΚΥΑ
6. Επειδή μετά την άσκηση της αιτήσεως εκδόθηκαν κατ’ επίκληση της ίδιας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο πρώτο παρ. 2 περ. στ΄ και 4 περ. δ΄ της από 25-2-2020 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου) οι εξής κοινές αποφάσεις των Υπουργών Παιδείας και Υγείας: i) Η Δ1α/ΓΠ.οικ. 23093/6-4-2020 κ.υ.α. (Β΄ 1178/6-4-2020), με την οποία επιβλήθηκε όμοιο απαγορευτικό μέτρο για την χρονική περίοδο από 12-4-2020 έως 20-4-2020. Η ισχύς της ανωτέρω κ.υ.α. παρατάθηκε έως τις 28-4-2020 με την Δ1α/ΓΠ. οικ. 25763/16-4-2020 κ.υ.α. (Β΄ 1471/16-4-2020) και έως τις 3-5-2020 με την Δ1α/ΓΠ.οικ. 27283/28-4-2020 κ.υ.α. (Β΄ 1628/28-4-2020). ii) Η Δ1α/ΓΠ.οικ. 27807/2-5-2020 κ.υ.α. (Β΄ 1643/2-5-2020) περί επιβολής ομοίου απαγορευτικού μέτρου με χρονική ισχύ από 4-5-2020 έως 16-5-2020. iii) Η Δ1α/ΓΠ.οικ. 29519/12-5-2020 κ.υ.α. (Β΄ 1816/12-5-2020), ισχύουσα για το χρονικό διάστημα από 17-5-2020 έως 5-6-2020, με την οποία επιτράπηκε η τέλεση λειτουργιών και κάθε είδους θρησκευτικών τελετών υπό όρους, οι οποίοι αφορούν κυρίως τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να συμμετέχουν σε λατρευτικές πράξεις εντός των θρησκευτικών χώρων.
Πρόσθετοι λόγοι αίτησης ακύρωσης
7. Επειδή οι αιτούντες ζητούν με το από 6-5-2020 δικόγραφο, το οποίο φέρει τον τίτλο “ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ”, να ακυρωθεί, πέραν των προσβαλλόμενων με το εισαγωγικό δικόγραφο πράξεων (υπό στοιχεία α΄ και β΄ στη σκέψη 1), και η αναφερόμενη στη σκέψη 6 υπό στοιχείο ii κοινή υπουργική απόφαση με χρονική διάρκεια από 4-5-2020 έως 16-5-2020. Το ως άνω δικόγραφο, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, πρέπει να θεωρηθεί ως δικόγραφο συνεχίσεως της δίκης ως προς την ανωτέρω πράξη κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω, με το από 14-5-2020 δικόγραφο, το οποίο φέρει τον τίτλο “ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ (άρθρο 32 παρ. 2 και 3 του π.δ. 18/1989)”, οι αιτούντες προβάλλουν ότι συντρέχουν λόγοι συνεχίσεως της δίκης τόσο κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, όσον αφορά τις κ.υ.α. που προσεβλήθησαν με το αρχικό δικόγραφο (πράξεις υπό στοιχεία α΄ και β΄ στη σκέψη 1) και το δικόγραφο “προσθέτων λόγων” (πράξη υπό στοιχείο ii στη σκέψη 6), η ισχύς των οποίων έληξε πριν τη συζήτηση της υποθέσεως, όσο και κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όσον αφορά την κ.υ.α. που αναφέρεται υπό το στοιχείο iii στη σκέψη 6, η οποία εξακολουθεί να ισχύει. Οι αιτούντες προβάλλουν, ειδικότερα, ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, το οποίο συνίσταται στην “ηθική βλάβη” που τους έχουν προξενήσει οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, πλήττοντας τον πυρήνα του δικαιώματός τους στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας/λατρείας. Η ηθική αυτή βλάβη, όπως περαιτέρω ισχυρίζονται, προκλήθηκε εξ αιτίας της έντονης ψυχικής και συναισθηματικής δοκιμασίας που υπέστησαν λόγω της αποκοπής τους από τη λατρευτική κοινότητα και δεν μπορεί να αποκατασταθεί από τη Διοίκηση ή στο πλαίσιο άλλης δίκης, διότι “μόνο με τη ρητή και πανηγυρική ακύρωση της προσβαλλομένης … ικανοποιείται το συνταγματικό δικαίωμα [των αιτούντων] – που απορρέει από τον συνδυασμό των άρθρων 2, 13 και 20 του Συντάγματος – να [αξιώσουν] την “επανόρθωση” της ηθικής [τους] βλάβης”. Ακόμη, οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης δεν μπορεί να είναι πλήρης με την άσκηση αγωγής στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ώστε να αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 13 της ΕΣΔΑ, καθόσον με αυτήν δεν επέρχεται ακύρωση της πράξεως ούτε μπορεί να αξιωθεί η καταδίκη του εναγομένου σε παράλειψη της ίδιας προσβολής στο μέλλον. Τέλος, ως προς την ισχύουσα κ.υ.α. (πράξη υπό στοιχείο iii στη σκέψη 6) οι αιτούντες προβάλλουν ότι έχει όμοιο, κατά τα ουσιώδη σημεία της, περιεχόμενο με τις αρχικώς προσβληθείσες, το οποίο εξακολουθεί να είναι δυσμενές γι’ αυτούς.
Ερμηνεία του άρθρου 32 παρ. 2 του πδ 18/1989 : έννοια ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος
8. Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία μέχρι τον χρόνο εκδικάσεως της αιτήσεως ακυρώσεως παύει να ισχύει η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη, συγχωρείται η συνέχιση της δίκης, εφόσον ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς αποτροπή δυσμενών για το μέλλον συνεπειών της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, οι οποίες δεν μπορούν να αρθούν παρά μόνο με την έκδοση ακυρωτικής αποφάσεως. Τέτοιο ιδιαίτερο έννομο συμφέρον δεν στοιχειοθετείται λόγω της τυχόν προκληθείσης στον αιτούντα ζημίας, περιουσιακής ή μη, δεδομένου ότι η ανόρθωση τόσο της περιουσιακής ζημίας, όσο και της ηθικής βλάβης, εφόσον με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη δεν του αποδίδεται ηθική απαξία, μπορεί να επιδιωχθεί και να αποκατασταθεί πλήρως με την άσκηση των κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία κρίνουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξεως ή παραλείψεως που φέρεται να έχει προκαλέσει τη ζημία ή την ηθική βλάβη (βλ. ΣτΕ 101/2020, 4206/2014, 4255/2013 Ολ., 3986/2004 ετπ., 363/1992 Ολ. κ.ά.). Ιδιαίτερο έννομο συμφέρον υπό την ανωτέρω έννοια δεν συνιστά ούτε η αποτροπή της τυχόν εκδόσεως στο μέλλον ομοίου περιεχομένου διοικητικών πράξεων, προσβλητών, άλλωστε, και αυτοτελώς ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (ΣτΕ 2049/2017). Όπως, εξ άλλου, παγίως έχει κριθεί, η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 είναι συμβατή με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), τα οποία κατοχυρώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία σε συγκεκριμένη διαφορά και όχι την επίλυση με γνωμοδοτικό χαρακτήρα νομικών ζητημάτων, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους αιτούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (ΣτΕ 1303/2019 Ολ., 1740/2015 Ολ. κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν συντρέχει, ενόψει και του κανονιστικού χαρακτήρα των προσβαλλόμενων πράξεων, περίπτωση αποδόσεως ηθικής απαξίας στο πρόσωπο των αιτούντων, η δε τυχόν ηθική βλάβη τους δύναται να αποκατασταθεί πλήρως με την άσκηση σχετικής αγωγής, οι ισχυρισμοί που προβάλλουν για συνέχιση της δίκης λόγω συνδρομής ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Συνεπώς, η δίκη πρέπει να καταργηθεί ως προς τις προσβαλλόμενες πράξεις οι οποίες έχουν παύσει να ισχύουν (υπό στοιχεία α΄ και β΄ στη σκέψη 1 και υπό στοιχείο ii στη σκέψη 6).
Ερμηνεία του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989: έκδοση νεώτερης πράξης ομοίου περιεχομένου προς την προσβαλλομένη
9. Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 θεσπίσθηκε ειδική περίπτωση συνεχίσεως της ακυρωτικής δίκης, εφόσον η παύση ισχύος, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία διαφορετικά θα συνέχιζε να ισχύει, τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με νεότερη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Η εν λόγω, πάντως, ειδική περίπτωση συνεχίσεως της δίκης δεν συντρέχει κατά την έννοια του νόμου, όταν η νεότερη πράξη διαφέρει ουσιωδώς από την πράξη που έπαυσε να ισχύει, διότι στην περίπτωση αυτή εισάγεται εντελώς διαφορετικό, από νομική ή πραγματική άποψη, αντικείμενο δίκης και δεν έχει εφαρμογή η ανωτέρω εξαιρετική περίπτωση διευρύνσεως του αντικειμένου αυτού, η οποία αποσκοπεί στην αποτροπή κινήσεως διαδοχικών δικών με όμοιο, ως προς τα βασικά στοιχεία του, αντικείμενο (πρβλ. ΣτΕ 1075/2019 επτ., 2049/2017, 1970-1/2016 επτ., 1982/2015 επτ.).
Υπαγωγή
10. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η δίκη δεν μπορεί να συνεχισθεί κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 ως προς την κοινή υπουργική απόφαση που αναφέρεται υπό το στοιχείο iii στη σκέψη 6, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή, η οποία ισχύει από 17-5-2020 έως 5-6-2020 και δεν συνιστά αντικατάσταση ή τροποποίηση της αμέσως προηγούμενης πράξεως, η ισχύς της οποίας είχε λήξει στις 16-5-2020, διαφέρει, εν πάση περιπτώσει, ουσιωδώς κατά περιεχόμενο από τις προηγούμενες αποφάσεις, καθόσον δεν απαγορεύει τη λειτουργία των θρησκευτικών χώρων, αλλά την επιτρέπει υπό όρους σχετικούς, κυρίως, με τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να εισέρχονται και να παραμένουν στους χώρους λατρείας κατά τη λειτουργία τους, με συνέπεια το αντικείμενο της δίκης να διαφοροποιείται ουσιωδώς από το αρχικό ως προς τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις του. Μειοψήφησαν η Σύμβουλος Μ. Παπαδοπούλου και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, οι οποίοι υποστήριξαν τα ακόλουθα: Η από 25-2-2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέπει προς τον σκοπό αντιμετώπισης της πανδημίας τα μέτρα αυτά, που έχουν ως στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας από την συγκεκριμένη πανδημία, η δε χρονική τους διάρκεια, καθώς και η ένταση των περιορισμών που εισάγουν, εξαρτώνται από την εκάστοτε μεταβαλλόμενη κατάσταση που χρήζει προστασίας. Εν όψει αυτών τα εν λόγω μέτρα υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση, με αποτέλεσμα, κάθε πράξη της οποίας η ισχύς λήγει, είτε να παρατείνεται είτε – στο πλαίσιο της ίδιας ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας – να αντικαθίσταται από άλλη πράξη που επιβάλλει διαφορετικά μέτρα. Εφόσον δε τα μέτρα αυτά, έστω και ηπιότερου χαρακτήρα, εξακολουθούν να είναι δυσμενή για τους αιτούντες, πρέπει να θεωρηθεί ότι η νέα πράξη εκδίδεται σε αντικατάσταση της προηγουμένης που έληξε, με συνέπεια να μπορεί να συνεχισθεί η δίκη κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989.
11. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη σε βάρος των αιτούντων ως προς τους οποίους η αίτηση είναι απορριπτέα (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989), ενώ καθό μέρος η δίκη καταργείται, δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη (άρθρο 39 παρ. 2 π.δ. 18/1989).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους αιτούντες που αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως με τους αριθμούς 7, 10-12, 16-24, 26-28, 30-33 και 35-38.
Καταργεί τη δίκη ως προς τους λοιπούς.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Βλ. και ΣτΕ 161/2020 (εν συμβουλίω)
(άρθρο 34 Α του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει)
προσβαλλόμενη πράξη
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται χωρίς καταβολή παραβόλου λόγω χορήγησης στον αιτούντα ευεργετήματος πενίας …, ζητείται η ακύρωση της Δ1α/ΓΠ.οικ.29519/12-5-2020 κοινής απόφασης των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας, με τίτλο “Επιβολή προσωρινών μέτρων στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας για την προστασία της δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, για το χρονικό διάστημα από 17.5.2020 έως και 5.6.2020″ (Β΄ 1816/12-5-2020). Η ακύρωση της απόφασης ζητείται καθό μέρος, όπως προβάλλει ο αιτών, “αίρει την απαγόρευση της μεταλήψεως ή επιτρέπει την μετάληψη της Θείας Κοινωνίας στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς και παρεκκλήσια”.
2. Επειδή με την από 25-2-2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 42/25-2-2020), η οποία κυρώθηκε από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76/3-4-2020), προβλέφθηκε (άρθρο πρώτο παρ. 1) ότι προς το σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή διάδοσης της επιδημίας κορωνοϊού COVID-19 (εφεξής: “επιδημία κορωνοϊού” ή “επιδημία”) μπορεί να επιβάλλονται μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου. Κατά την παρ. 2 περ. στ΄ του άρθρου πρώτου της από 25-2-2020 π.ν.π., τα εν λόγω μέτρα συνίστανται, μεταξύ άλλων, “στην προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας … χώρων θρησκευτικής λατρείας”, κατά την επιβολή δε των μέτρων αυτών “επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας”. Σύμφωνα, περαιτέρω, με την παρ. 4 του ως άνω άρθρου τα μέτρα “επιβάλλονται και εξειδικεύονται … δυνάμει απόφασης … δ) των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων για την επιβολή του μέτρου της περίπτωσης (στ) μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19” και “[καθεμία] εκ των ανωτέρω αποφάσεων εκτός από το επιβαλλόμενο μέτρο, πρέπει να αναφέρει ρητά τη συγκεκριμένη ανάγκη δημόσιας υγείας που επιβάλλει τη λήψη του και να ορίζει τη διάρκεια του […]”. Κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδότησης εκδόθηκε σειρά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Παιδείας και Υγείας με συνολικό χρόνο ισχύος από 16-3-2020 έως και 16-5-2020, ο οποίος έληξε (οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Β΄, με αριθ. φύλλου 872/16-3-2020, 1082/29-3-2020, 1178/6-4-2020, 1471/16-4-2020, 1628/28-4-2020, 1643/2-5-2020). Με τις ως άνω αποφάσεις είχε απαγορευθεί προσωρινά η τέλεση λειτουργιών και ιεροπραξιών σε όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας, με εξαιρέσεις που προβλέφθηκαν κατά περίπτωση (ατομική λατρεία, λειτουργίες χωρίς παρουσία πιστών κ.ά.). Με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία ρυθμίστηκε η λειτουργία των θρησκευτικών χώρων για τη χρονική περίοδο από 17-5-2020 έως 5-6-2020, επιτράπηκε η τέλεση λειτουργιών, λατρευτικών συνάξεων, ιεροπραξιών κλπ. σε όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας με την επιβολή όρων και περιορισμών, που αφορούν κυρίως τον μέγιστο αριθμό προσώπων που μπορούν να παρίστανται ταυτόχρονα στους χώρους λατρείας, καθώς και τις ελάχιστες αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται μεταξύ αυτών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν “ήρε” απαγόρευση λειτουργίας θρησκευτικών χώρων και τέλεσης λατρείας, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα εξακολουθούσε να ισχύει, αλλά θέσπισε για το μέλλον υγειονομικό μέτρο περιορισμένης χρονικής ισχύος με διαφορετικό περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης συνίσταται στην παράλειψη της Διοίκησης να επανεπιβάλει την ως άνω απαγόρευση κατά το χρόνο ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στην αμφισβήτηση της επιλογής μέτρου διαφορετικού περιεχομένου από την προηγούμενη απαγόρευση.
Έλεγχος κανονιστικών πραξεων
3. Επειδή, όπως παγίως έχει κριθεί, οι κανονιστικές πράξεις ελέγχονται μόνο από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της, ενώ η ουσιαστική ορθότητα των επιλογών του κανονιστικού νομοθέτη, εφόσον οι πράξεις του δεν παραβιάζουν τους όρους της εξουσιοδότησης, εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου (βλ. ΣτΕ 163/2020, 2315/2018 Ολ., 669/2016 7μ. κ.ά.). Περαιτέρω, όπως παγίως επίσης γίνεται δεκτό, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας δεν στοιχειοθετείται κατ’ αρχήν, όταν ο νόμος παρέχει την εξουσία στη Διοίκηση να ρυθμίζει ζήτημα με κανονιστική πράξη, δοθέντος ότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση ή μη τέτοιας πράξης, καθώς και για το χρόνο έκδοσής της ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, η οποία δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Κατ’ εξαίρεση στοιχειοθετείται τέτοια παράλειψη, όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να εκδώσει κανονιστική πράξη ή η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται ευθέως από το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 177/2019 7μ., 4446/2015 Ολ. κ.ά.).
4. Επειδή με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 2 εξουσιοδότηση προβλέφθηκε η δυνατότητα έκδοσης κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση του κινδύνου εξάπλωσης της επιδημίας κορωνοϊού. Κατ’ επίκληση της εν λόγω εξουσιοδότησης εκδόθηκαν οι μνημονευθείσες αποφάσεις, με τις οποίες απαγορεύθηκε έως τις 16-5-2020 η λειτουργία θρησκευτικών χώρων με συλλογική παρουσία πιστών. Στη συνέχεια ο κανονιστικός νομοθέτης, εν όψει και της κατά το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1) και τον εξουσιοδοτικό νόμο (άρθρο πρώτο παρ. 2 και 4) υποχρέωσής του να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, μετά από αιτιολογημένη εισήγηση ειδικής επιστημονικής επιτροπής, τα θεσπιζόμενα για τον πιο πάνω λόγο μέτρα να είναι τα ηπιότερα δυνατά, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία δεν επανέλαβε την προηγούμενη απαγόρευση, αλλά επέλεξε μέτρα ηπιότερου χαρακτήρα (τήρηση αποστάσεων, μέγιστος αριθμός παρευρισκομένων στους χώρους λατρείας κ.ά.), τα οποία θεώρησε, στη δεδομένη στιγμή, πρόσφορα και αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας. Κατά την άσκηση, εξ άλλου, της κανονιστικής αυτής αρμοδιότητας οι αρμόδιοι Υπουργοί έχουν, υπό τους εκτεθέντες όρους, διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν κατά περίπτωση τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα και όχι υποχρέωση να επιβάλουν απαγόρευση των σχετικών δραστηριοτήτων. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, καθό μέρος στρέφεται κατά της παράλειψης των ως άνω Υπουργών να θεσπίσουν απαγόρευση λειτουργίας θρησκευτικών χώρων ή και συγκεκριμένων λατρευτικών πράξεων, όπως η Θεία Ευχαριστία, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, απορριπτέα ως προδήλως απαράδεκτη. Περαιτέρω, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ρύθμιση είναι ακυρωτέα, διότι με αυτήν παραβιάζονται οι διατάξεις του άρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος (σχετικά με τη μέριμνα της πολιτείας για την υγεία των πολιτών) και του άρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (σχετικά με την προστασία της ζωής), καθόσον, παρά τη συνεχιζόμενη εξάπλωση της επιδημίας και τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δεν επαναλήφθηκε το μέτρο της απαγόρευσης της τέλεσης θρησκευτικών λειτουργιών και ιδίως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, με συνέπεια την επιδείνωση των συνθηκών προστασίας της δημόσιας υγείας, είναι απορριπτέοι, πέραν της αοριστίας τους, επίσης ως προδήλως απαράδεκτοι. Και τούτο διότι, με το περιεχόμενο αυτό, πλήττουν ευθέως την ορθότητα των ουσιαστικών εκτιμήσεων του κανονιστικού νομοθέτη αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου στη δεδομένη χρονική στιγμή μέτρου αντιμετώπισης της επιδημίας, οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτες.
5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η ισχύς της προσβαλλόμενης απόφασης έχει λήξει, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη με απόφαση που εκδίδεται σε συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 34Α παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147). Κατόπιν αυτού, πρέπει να απορριφθεί και η ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναστολής. Η τελευταία, άλλωστε, θα ήταν και αυτοτελώς απορριπτέα, διότι, πέραν του προδήλως απαραδέκτου της αίτησης ακυρώσεως (άρθρο 52 παρ. 7 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει) και της λήξης ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν πιθανολογείται σοβαρά βλάβη του αιτούντος ή ειδικός κίνδυνος για την υγεία του από τη λειτουργία θρησκευτικών χώρων σύμφωνα με την απόφαση αυτή.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως και την αίτηση αναστολής κατά το αιτιολογικό.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2020 και η απόφαση εκδόθηκε στις 15 του ίδιου μήνα και έτους.
Για τις παραπάνω αποφάσεις βλ. Β. Καψάλη, Προσωρινά μέτρα στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας – Προστασία δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID 19 (ΣτΕ 162/2020 [σε συμβ.]), ΘΠΔΔ 7/2020, σ. 631 και της ίδιας, Λειτουργία των θρησκευτικών χώρων – Περιορισμένος αριθμός εισερχομένων (ΣτΕ 1294/2020), ΘΠΔΔ 8-9/2020, σ. 755