Συνταγματικώς ανεκτές οι διατάξεις του Ν. 4178/2013 για την αυθαίρετη δόμηση (ΣτΕ Ολ 1858/2015)
1. Με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1858/2015 [ΣτΕ Ολ 1858.2015], το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε στη συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν. 4178/2013 για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης. Η απόφαση αποτελεί συνέχεια της ΣτΕ Ολ 3341/2013, με την οποία κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου άρθρου 24 του Ν. 4014/2011, Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΕΚΑ (ΦΕΚ 209/Α΄) –ανεξαρτήτως του αν αναφέρονται σε αναστολή επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από τις παγίως ισχύουσες γενικές διατάξεις για την αυθαίρετη δόμηση και όχι σε νομιμοποίηση ή σε εξαίρεση από την κατεδάφιση, με τις οποίες επιτρέπεται η επί μακρόν διατήρηση κατασκευών και χρήσεων που παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η αναστολή δε αυτή έχει εφαρμογή και σε κατασκευές μεταγενέστερες του ν. 1337/1983– έχουν ως συνέπεια να ανατρέπεται, και σε κάθε περίπτωση να νοθεύεται, ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 24 του Συντάγματος ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός και να επέρχεται αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικισμών και επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, δεδομένου ότι η αναστολή αυτή επέρχεται με μόνη την υποβολή αίτησης του ενδιαφερομένου και των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του οριζόμενου στο νόμο ποσού ειδικού προστίμου, χωρίς την ειδική για κάθε αυθαίρετο κρίση αρμόδιου οργάνου της διοίκησης, ύστερα από εκτίμηση πολεοδομικών και κτιριολογικών κριτηρίων, που εξαρτώνται από το μέγεθος, τη χρήση, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και από τις επιπτώσεις της στο χώρο που την περιβάλλει, τη συνολική δηλαδή επιβάρυνση της περιοχής (σκέψη 18 της απόφασης ΣτΕ Ολ 3341/2013). Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το γεγονός ότι, σε ειδικότερη γνώμη της Ολομέλειας, διατυπώνονται «συστάσεις» προς τον νομοθέτη, προκειμένου να ψηφίσει νομοθέτημα που θα καταλήξει σε συνταγματικώς ανεκτή εφάπαξ ρύθμιση του ζητήματος, προβλέπουσα ακόμη και αθρόα νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών, με την εξαίρεση, βεβαίως, εκείνων που, κατά την υποκείμενη σε οριακό δικαστικό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, πλήττουν σε τέτοιο βαθμό το οικιστικό, φυσικό ή πολιτιστικό περιβάλλον, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η διατήρησή τους. Στο πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης, απαριθμούνται διεξοδικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί το μελλοντικό νομοθέτημα. Με άλλα λόγια, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 24 του Ν. 40104/2011 δεν αντιβαίνει στις συνταγματικές διατάξεις διότι προβαίνει σε αθρόα νομιμοποίηση των αυθαιρέτων αλλά διότι, προβαίνοντας στη νομιμοποίηση αυτή, δεν την συνοδεύει με τα ανωτέρω υποδεικνυόμενα μέτρα και ρυθμίσεις. Η συμμόρφωση του νομοθέτη με τις ως άνω υποδείξεις θα επιφέρει, κατά τη γνώμη αυτή, μεταστροφή της μέχρι τώρα νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία θα εξυπηρετήσει καλύτερα τους θαλπόμενους από το άρθρο 24 του Συντάγματος σκοπούς και θα βοηθήσει στην εν γένει εμπέδωση του Κράτους δικαίου (σκέψη 18).
2. Τα θέματα της αυθαίρετης δόμησης ρυθμίστηκαν εκ νέου με τον Ν. 4178/2013, Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης – Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄174). Στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης κατά υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού και προβαίνουν σε εξειδίκευση και ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015, περί της συνταγματικότητας και των σχετικών διατάξεων. Αφού ανέλυσε τις νέες διατάξεις (σκέψεις 16-20 της απόφασης), το Δικαστήριο κατέληξε ότι οφείλει, «χωρίς να αναιρεί τη βασική γραμμή της νομολογίας, η οποία απαιτεί ως αναγκαία συνταγματική προϋπόθεση της δομήσεως τον σχεδιασμό, ….να λάβει υπ’ όψιν του το πασίδηλο γεγονός, το οποίο εκίνησε τον νομοθέτη στις λύσεις και στα μέτρα του ν. 4178/2013, τ.ε. αφ’ ενός το ανενεργό του μέτρου της κατεδαφίσεως επί σειρά δεκαετιών με τα αντίστοιχα αποτελέσματα και αφ’ ετέρου την μαθηματικώς διαπιστωμένη αντικειμενική αδυναμία υλοποιήσεως του μέτρου αυτού σήμερα, σε αναφορά με όγκο και επιφάνειες….». Εκκινώντας από τη βασική αυτή παραδοχή και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δέσμη μέτρων που θεσμοθετούνται προς αποτροπή συνεχίσεως της άνομης οικοδομικής δραστηριότητος για το μέλλον, το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου, που αναφέρονται στα αυθαίρετα του παρελθόντος είναι συνταγματικώς ανεκτές». Σημαντική μειοψηφία πάντως έκρινε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του Ν. 4178/2013 παρουσιάζουν την αυτή ουσιώδη πλημμέλεια με τις διατάξεις των ν. 720/1977 (Α΄ 297), 3044/2002 (Α΄ 197) και 4014/2011 (Α΄ 209), που αποδοκιμάσθηκαν παγίως από το Δικαστήριο: εξαιρούν από την κατεδάφιση «συλλήβδην» αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις με μόνη την υποβολή δήλωσης και επιβολή προστίμων, με κριτήριο το συμπτωματικό γεγονός της ύπαρξης της αυθαίρετης κατασκευής και χρήσης σε ορισμένη χρονική στιγμή (28.7.2011), χωρίς προηγούμενη κρίση της διοίκησης που να διαμορφώνεται βάσει πολεοδομικών κριτηρίων συνδεομένων με το μέγεθος, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και με τη συνολική επιβάρυνση της περιοχής (σκέψη 24 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1858/2015). Ειδικότερη μειοψηφούσα γνώμη επανέλαβε τη διατυπωθείσα και στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3341/2013 άποψη ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, πέραν της αντίθεσής τους στο άρθρο 24 του Συντάγματος, αντίκεινται προεχόντως στις συνταγματικές αρχές του Κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1) και της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1).
3. Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι η Ολομέλεια έκρινε αντισυνταγματική την παρέμβαση του νομοθέτη στα έργα της δικαστικής εξουσίας, η οποία συνίστατο εν προκειμένω στη θέσπιση κανόνων δικαίου με αναδρομική ισχύ, με τη βούληση αυτοί να καταλάβουν δικαιώματα, σχέσεις ή καταστάσεις που έχουν ήδη κριθεί από τα δικαστήρια. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι διατάξεις του Ν. 4178/2013 (άρθρο 23 παρ. 6), κατά τις οποίες «στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου υπάγονται και κτίσματα που έχουν ανεγερθεί με άδεια που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή και η οποία μεταγενέστερα ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, εκτός εάν η ανάκληση ή η ακύρωση οφείλεται σε υποβολή αναληθών στοιχείων ή ανακριβείς αποτυπώσεις της υπάρχουσας κατάστασης κατά την έκδοσή τους» είναι ανίσχυρες, κατά το μέρος τους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις αδειών που ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, διότι έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος). (βλ. συναφώς www.prevedourou.gr Συνταγματικότητα αναδρομικής ρύθμισης (Εμβάθυνση Δημ. Δικαίου. Συμπλ. στη θεματική της «παρέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής εξουσίας» [ΣτΕ 3613/2013]). Είναι ενδιαφέρον ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων με μια λακωνική σκέψη, χωρίς να επικαλεσθεί την ΕΣΔΑ (ούτε επικουρικώς) και χωρίς παραπομπή σε προηγούμενη νομολογία του (σκέψη 26 της απόφασης.
4. Εκτός από τη συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν. 4178/2013, η Ολομέλεια χρειάστηκε να αποφανθεί και επί της συνταγματικότητας αμιγώς δικονομικών διατάξεων. Πρόκειται για τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013) που ορίζουν ότι ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων …. και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης …. υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, … οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/2001. Εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπομένης από την παρ. 1 του ιδίου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Η Ολομέλεια παρέπεμψε στην πάγια νομολογία (ΑΕΔ 27/2004, ΣτΕ Ολ 777, 1375 – 76/2013, 601, 1619/2012, 3087 – 88/2011, πρβλ. ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ 1852/2009, 3029/2008, 603/2002), κατά την οποία τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Σημειώνεται ότι η απόφαση αναδεικνύει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου συνταγματικότητας, αφού η συγκλίνουσα γνώμη δύο συμβούλων τονίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση προκαταβολής των επίμαχων εισφορών δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια ώστε να προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, εφόσον η μη προκαταβολή δεν συνεπάγεται, πάντως, το απαράδεκτο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μόνον της παράστασης του δεύτερου και της τρίτης αιτούσας και, συνεπώς, δεν επάγεται κατάλυση του δικαιώματός τους προς παροχή έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. αναλυτικά για το θέμα, Β. Τσιγαρίδα, Ο συγκεκριμένος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στο ελληνικό σύστημα, 2014, διπλωματική εργασία στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου, http://search.lib.auth.gr/Record/ikee-135769).
5. Πάντως, δύο μειοψηφούσες γνώμες τάχθηκαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων, επικαλούμενες την απόφαση ΑΕΔ 33/1995, με την οποία είχε κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 6 του νδ 3026/1954, η οποία προέβλεπε την προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής κατά το άρθρο 96 του ΝΔ 3026/1954 και όριζε ως συνέπεια της μη κατάθεσης στο Δικαστήριο γραμματίου καταβολής δικηγορικής της αμοιβής την ερημοδικία του διαδίκου, ήταν αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ανίσχυρη, αφού η ερημοδικία του μη καταθέσαντος το σχετικό γραμμάτιο διαδίκου δεν συνάπτεται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων ούτε προς την απονομή της δικαιοσύνης. Με τα ανωτέρω δεν συνάπτεται επίσης η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών ή η περιστολή της φοροδιαφυγής των δικηγόρων, σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής. Κατά την πρώτη μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015, οι διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 4 δεν έχουν εφαρμογή ως ερχόμενες σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι, ενώ με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που μπορεί να θεωρηθούν ότι συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης (η κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η διασφάλιση της είσπραξης πόρων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης των δικηγόρων (ΤΕΑΚ, Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείου Αλληλοβοήθειας ή ΛΕΑΔ) και η οικονομική ενίσχυση των νέων δικηγόρων), η προβλεπόμενη, σε περίπτωση μη κατάθεσης του γραμματίου προκαταβολής των ανωτέρω δικηγορικών εισφορών, ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης πλήττει τον διάδικο και μάλιστα υπέρμετρα, δεδομένου ότι μπορεί να επιφέρει, σε περίπτωση που καθίσταται άκυρη η κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ακόμη και την κατάλυση του δικαιώματός του προς παροχή δικαστικής προστασίας. Κατά τη δεύτερη γνώμη, με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων επιδιώκεται η είσπραξη μέρους της δικηγορικής αμοιβής, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η κάλυψη λειτουργικών δαπανών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σκοποί δηλαδή που δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, οπότε η προβλεπόμενη δυσμενής για τον διάδικο συνέπεια συνιστά μη ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.