Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης
Σε μια σειρά πρόσφατων αποφάσεων το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να συνοψίσει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων (άρθρο 267 ΣΛΕΕ). Η πρώτη διάταξη αφορά τις υποχρεώσεις του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά τον προσδιορισμό του πραγματικού και του κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει, η δεύτερη απόφαση διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων που αφορούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και η τρίτη τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου για την ερμηνεία διεθνών συνθηκών [βλ. συναφώς Wegener, in Calliess/Ruffert, EUV/AEUV, 4. Auflage 2011, AEUV Art. 267 (ex-Art. 234 EGV), αρ. περ. 3 επ.· Karpenstein, in Grabitz/Hilf/Nettesheim, Das Recht der Europäischen Union, 53. Ergänzungslieferung 2014, AEUV Art. 267, αρ. περ. 19 επ.].
Ι. Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2014, C-19/14, Ana-Maria Talasca και Angelina Marita Talasca κατά Stadt Kevelaer.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 53, παράγραφος 2, και 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος – Προδήλως απαράδεκτο.
16. Κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί της συμβατότητας εθνικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης, ώστε να έχει το τελευταίο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να αποφανθεί επί της ενώπιόν του υποθέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Fendt Italiana, C‑145/06 και C‑146/06, EU:C:2007:411, σκέψη 30, και KGH Belgium, C‑351/11, EU:C:2012:699, σκέψη 17, καθώς και διάταξη Mlamali, C‑257/13, EU:C:2013:763, σκέψη 17).
17. Πρέπει ωστόσο να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267ΣΛΕΕ, η ανάγκη τελέσφορης για το εθνικό δικαστήριο ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει τον εκ μέρους του προσδιορισμό του πραγματικού και του κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, τη διευκρίνιση των περιστατικών με τα οποία συναρτώνται τα ερωτήματα αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Centro Europa 7, C‑380/05, EU:C:2008:59, σκέψη 57, και Mora IPR, C‑79/12, EU:C:2013:98, σκέψη 35, καθώς και διατάξεις Augustus, C‑627/11, EU:C:2012:754, σκέψη 8, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 18).
18. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει πραγματικών περιστατικών που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο (βλ. απόφαση Eckelkamp κ.λπ., C‑11/07, EU:C:2008:489, σκέψη 52, καθώς και διατάξεις SKP, C‑433/11, EU:C:2012:702, σκέψη 24, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 19).
19. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει περαιτέρω τη σημασία της μνείας, από το εθνικό δικαστήριο, των συγκεκριμένων λόγων που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει ως απαραίτητη την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 46, και Mora IPR, EU:C:2013:98, σκέψη 36, καθώς και διάταξη Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 20).
20. Πράγματι, δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της προδικαστικής διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασαφηνίζει, με την ίδια την απόφαση περί παραπομπής, το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να επεξηγεί στοιχειωδώς τους λόγους για τους οποίους ζητεί την ερμηνεία των συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας η οποία έχει εφαρμογή στη διαφορά που έχει υποβληθεί στην κρίση του (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Asemfo, C‑295/05, EU:C:2007:227, σκέψη 33, και Mora IPR, EU:C:2013:98, σκέψη 37, καθώς και διατάξεις Laguillaumie, C‑116/00, EU:C:2000:350, σκέψεις 23 και 24, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 21).
21. Οι απαιτήσεις αυτές σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267ΣΛΕΕ.
22. Πρέπει, επίσης, να υπομνηστεί ότι το άρθρο 267ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και ότι δεν αρκεί, επομένως, να υποστηριχθεί από ένα διάδικο ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ώστε να υποχρεούται το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανέκυψε ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 267ΣΛΕΕ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ύπαρξη αμφισβητήσεως του εθνικού δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία πράξεως της Ένωσης δεν αρκεί, αυτή καθαυτήν, για τη δικαιολόγηση προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 28, καθώς και Ascafor και Asidac, C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 33· διατάξεις Adiamix, C‑368/12, EU:C:2013:257, σκέψη 17, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 23).
23. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί συναφώς ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνον στο Δικαστήριο να δίνει λυσιτελείς απαντήσεις, αλλά και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς μετέχοντες να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους διαδίκους (βλ., μεταξύ άλλων, Holdijk κ.λπ., 141/81 έως 143/81,EU:C:1982:122, σκέψη 6· διατάξεις Laguillaumie, EU:C:2000:350, σκέψη 14· Augustus, EU:C:2012:754, σκέψη 10, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 24).
24. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση απόφαση περί παραπομπής δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 16 έως 22 της παρούσας διατάξεως.
…
30. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα εμπίπτουν πράγματι στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, του οποίου ζητείται η ερμηνεία, ούτε, γενικότερα, να απαντήσει κατά λυσιτελή και αξιόπιστο τρόπο στα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ. διατάξεις Augustus, EU:C:2012:754, σκέψη 14, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 32).
ΙΙ. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013, C-313/12, Giuseppa Romeo κατά Regione Siciliana
Εθνική διοικητική διαδικασία – Κατάσταση αμιγώς εσωτερικής φύσεως – Διοικητικές πράξεις – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δυνατότητα καλύψεως της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια δίκης κινηθείσας κατά της διοικητικής πράξεως – Ερμηνεία των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
…
19. Επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη σε μια κατάσταση που, κατά το ίδιο το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, είναι αμιγώς εσωτερικής φύσεως.
20. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο πρέπει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει αν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑245/09, Omalet, Συλλογή 2010, σ. Ι‑13771, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
21. Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων που αφορούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αλλά το εθνικό δίκαιο παραπέμπει στο περιεχόμενο των διατάξεων αυτών της Ένωσης προς καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων σε μια αμιγώς εσωτερικής φύσεως κατάσταση για το οικείο κράτος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering, Συλλογή 2006, σ. I‑2505, σκέψη 15· της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ΕΤΙ κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψεις 22 και 26· της 2ας Μαρτίου 2010, C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. Ι-1493, σκέψη 48· προαναφερθείσα απόφαση Cicala, σκέψη 17, καθώς και απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, C-583/10, Nolan, σκέψη 45).
22. Πράγματι, υφίσταται συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία διατάξεων και εννοιών του δικαίου της Ένωσης, ώστε να αποφεύγονται ερμηνευτικές αποκλίσεις στο μέλλον, σε περιπτώσεις που η εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις προβλεπόμενες λύσεις για καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οικείας ρυθμίσεως της Ένωσης προς τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές από την εν λόγω ρύθμιση, για να εξασφαλισθεί ομοιόμορφη μεταχείριση τόσο των εσωτερικών όσο και των διεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεων, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις και οι έννοιες του δικαίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψη 48· απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, C-602/10, SC Volksbank România, σκέψεις 87 και 88· προαναφερθείσα απόφαση Nolan, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία καθώς και απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, C-32/11, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψεις 20 και 21).
23. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει την ευθεία και άνευ επιφυλάξεων εφαρμογή, σε τέτοιες καταστάσεις, των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Cicala, σκέψη 19, και Nolan, σκέψη 47).
24. Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, το Δικαστήριο, επί ερωτημάτων ταυτόσημων προς το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα της υπό κρίση υποθέσεως τα οποία του είχε θέσει το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana σε παρόμοια υπόθεση, έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα αν το άρθρο 1 του νόμου 241/1990 παραπέμπει στο δίκαιο της Ένωσης, υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου, ώστε να μπορεί αυτό να αποφανθεί επί ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο αμιγώς εσωτερικών δικαστικών διαφορών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Cicala).
25. Το Δικαστήριο, στην απόφαση που εξέδωσε επί της ανωτέρω υποθέσεως, βάσει των στοιχειών που παρέσχε η απόφαση περί παραπομπής καθώς και των γραπτών παρατηρήσεων που υπέβαλε ενώπιόν του η Regione Siciliana, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έκρινε, ειδικότερα, ότι ο νόμος 241/1990 δεν περιλαμβάνει αρκούντως σαφείς ενδείξεις από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο εθνικός νομοθέτης, με την παραπομπή του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, θέλησε να παραπέμψει, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, στο περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ή ακόμη στο περιεχόμενο άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων, ώστε να αντιμετωπίζονται κατά όμοιο τρόπο οι εσωτερικές και οι διεπόμενες από το δίκαιο αυτό καταστάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana.
26. Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 23 έως 25 της προαναφερθείσας αποφάσεως Cicala το Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι ο νόμος 241/1990 όπως επίσης και ο περιφερειακός νόμος της Σικελίας 10/1991 περιλαμβάνουν ειδικούς κανόνες για την υποχρέωση αιτιολογήσεως των διοικητικών πράξεων και την παράβαση της υποχρεώσεως αυτής και, αφετέρου, ότι το άρθρο 1 του νόμου 241/1990 παραπέμπει γενικώς στις «αρχές που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη» και όχι ειδικώς στα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη, στα οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα ή ακόμη σε άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικούς με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων.
27. Το Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω το συμπέρασμα, στις σκέψεις 26 και 27 της ανωτέρω αποφάσεως, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ιταλικό δίκαιο προβλέπει ευθέως και άνευ επιφυλάξεων την εφαρμογή των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη, ώστε να αντιμετωπίζονται κατά όμοιο τρόπο οι εσωτερικές και οι διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις.
28. Στη σκέψη 28 της ίδιας αποφάσεως το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana, δεν ανέφερε ότι η παραπομπή του άρθρου 1 του νόμου 241/1994 στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα την μη εφαρμογή των σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως εθνικών διατάξεων και την αντ’ αυτών εφαρμογή των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη.
29. Στην παρούσα υπόθεση, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές της παρατηρήσεις, το αιτούν δικαστήριο δεν παραθέτει λόγους ικανούς να κλονίσουν το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των τεθέντων ερωτημάτων.
30. Δεν ασκεί, συνεπώς, επιρροή η αναφορά που κάνει η απόφαση περί παραπομπής στην απόφαση του Consiglio di Stato. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αφορά ζητήματα και κανόνες του ιταλικού δικαίου διαφορετικά από αυτά της κύριας δίκης, χωρίς να ασχολείται με το ζήτημα αν το άρθρο 1 του νόμου 241/1990 περιλαμβάνει παραπομπή, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, στα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη.
31. Εξάλλου, από την αιτιολογία που παραθέτει το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana προς στήριξη της αποφάσεώς του να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ίδια ερωτήματα με τα υποβληθέντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Cicala δεν προκύπτει ότι η παραπομπή του άρθρου 1 του νόμου 241/1990 στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης σκοπεί πράγματι στη διασφάλιση όμοιας μεταχειρίσεως μεταξύ των εσωτερικών και των διεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεων.
32. Σύμφωνα, όμως, με τις εκτιμήσεις που παρατίθενται ιδίως στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, εφόσον για τη ρύθμιση της οικείας εσωτερικής καταστάσεως εφαρμόζονται διατάξεις εθνικής νομοθεσίας, όπως οι επίμαχοι ειδικοί κανόνες του ιταλικού δικαίου για την υποχρέωση αιτιολογήσεως και τις συνέπειες παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής, είναι προφανές ότι διάταξη της ίδιας εθνικής ρυθμίσεως η οποία παραπέμπει στο δίκαιο της Ένωσης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη, δεν σκοπεί στη διασφάλιση μιας τέτοιας όμοιας μεταχειρίσεως.
33. Συγκεκριμένα, όμοια μεταχείριση διασφαλίζεται μόνο αν η παραπομπή που κάνει το εθνικό δίκαιο στους κανόνες της Ένωσης γίνεται ευθέως και άνευ επιφυλάξεων, χωρίς να μπορούν διατάξεις του εθνικού δικαίου να αποστούν από τους κανόνες αυτούς, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1995, C-346/93, Kleinwort Benson, Συλλογή 1995, σ. Ι‑615, σκέψη 16, και προαναφερθείσες αποφάσεις Poseidon Chartering, σκέψεις 17 και 18, ETI κ.λπ., σκέψη 25, καθώς και Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψη 21).
34. Συνεπώς, όταν σε εθνική ρύθμιση συνυπάρχουν ειδικοί κανόνες, όπως αυτοί που παρατίθενται στις σκέψεις 4 έως 7 της παρούσας αποφάσεως σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, για την επίλυση ζητήματος που άπτεται του εσωτερικού δικαίου, με διάταξη που παραπέμπει στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως συμβαίνει με την κρίσιμη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από την εν λόγω εθνική νομοθεσία ότι για την επίλυση του ίδιου ζητήματος του εσωτερικού δικαίου δεν πρέπει να εφαρμοστούν οι εθνικοί ειδικοί κανόνες αλλά οι αρχές του δικαίου της Ένωσης.
35. Εν προκειμένω, από τις εκτιμήσεις του Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana στην απόφαση περί παραπομπής, δεν προκύπτει ότι ο Ιταλός νομοθέτης θέλησε για θέματα σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως οι καταστάσεις αμιγώς εσωτερικής φύσεως να διέπονται από τα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη, και όχι από τους ειδικούς κανόνες του ιταλικού δικαίου για την υποχρέωση αιτιολογήσεως και τις συνέπειες παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής.
36. Εξάλλου, το Corte dei conti, sezione giurisdizionale per la Regione Siciliana δεν αναφέρθηκε σε στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι η παραπομπή του άρθρου 1 του νόμου 241/1990 στις αρχές που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης πράγματι αναφέρεται στο περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ή ακόμη άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων.
37. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι με το άρθρο 1 του νόμου 241/1991 ορίστηκαν ως εφαρμοστέα, αυτά καθ’ εαυτά, τα άρθρα 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ή ακόμη άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικές με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων κατά τρόπο ευθύ και ανεπιφύλακτο, για να υπάρξει όμοια μεταχείριση των εσωτερικών και των διεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεων. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω κάποιο συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθεί ομοιόμορφη ερμηνεία διατάξεων και εννοιών του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής.
38. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.
ΙΙΙ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2014, Υπόθεση C-481/13,
Ποινική δίκη κατά Mohammad Ferooz Qurbani.
Προδικαστική παραπομπή – Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων – Άρθρο 31 – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος εισήλθε σε κράτος μέλος έχοντας διέλθει από άλλο κράτος μέλος – Χρήση των υπηρεσιών διακινητών – Παράνομη είσοδος και διαμονή – Επίδειξη πλαστογραφημένου διαβατηρίου – Ποινικές κυρώσεις – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 31 της Συμβάσεως περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ.150, αριθ. 2545 (1954), στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης], όπως συμπληρώθηκε από το πρωτόκολλο το σχετικό προς το καθεστώς των προσφύγων της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά Αφγανού υπηκόου για τα αδικήματα της πλαστογραφίας, παράνομης εισόδου, παράνομης διαμονής και παράνομης διαμονής άνευ διαβατηρίου.
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
17. Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει, αφενός, τη δυνατότητα ποινικού κολασμού ενός προσώπου, στο κράτος μέλος στο οποίο ζητεί άσυλο, για αδικήματα που συνδέονται με την παράνομη είσοδό του σε αυτό το κράτος μέλος, όπως είναι μεταξύ άλλων η παράνομη είσοδος με τη βοήθεια διακινητών και η χρήση πλαστογραφημένου εγγράφου πιστοποίησης ταυτότητας και, αφετέρου, τη δυνατότητα του προσώπου αυτού να επικαλεσθεί την προβλεπόμενη στο ως άνω άρθρο απαλλαγή από την ποινή στο μέτρο που το οικείο πρόσωπο εισήλθε στο εν λόγω κράτος μέλος έχοντας διέλθει από άλλο κράτος μέλος της Ένωσης.
18. Επισημαίνεται καταρχάς ότι στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τίθεται το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
19. Συναφώς, η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλουν αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα αυτά καθεαυτά, με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο η απευθείας ερμηνεία του άρθρου 31 της Συμβάσεως της Γενεύης.
20. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η Σύμβαση της Γενεύης δεν περιέχει ρήτρα που να του απονέμει αρμοδιότητα, δεν δύναται να παράσχει τη ζητηθείσα ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Συμβάσεως, εν προκειμένω ειδικότερα του άρθρου 31 αυτής, παρά μόνον αν μια τέτοια άσκηση των καθηκόντων του εμπίπτει στο άρθρο 267ΣΛΕΕ (απόφαση TNT Express Nederland, C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 58).
21. Κατά πάγια νομολογία όμως, η εξουσία του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ερμηνεία με προδικαστικές αποφάσεις, όπως απορρέει από την τελευταία διάταξη, καλύπτει μόνον τους κανόνες που ανήκουν στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση TNT Express Nederland, EU:C:2010:243, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
22. Όσον αφορά τις διεθνείς συμφωνίες, δεν αμφισβητείται ότι οι συμφωνίες τις οποίες συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδιο να ερμηνεύσει, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, διεθνείς συμφωνίες συναφθείσες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών (απόφαση TNT Express Nederland, EU:C:2010:243, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
23. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει διεθνή σύμβαση η οποία δεν συνήφθη από την Ένωση μόνον οσάκις και στο μέτρο που η Ένωση ανέλαβε τις αρμοδιότητες που ασκούσαν προηγουμένως τα κράτη μέλη στον τομέα εφαρμογής της διεθνούς αυτής συμβάσεως και εφόσον, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να δεσμεύουν την Ένωση (απόφαση TNT Express Nederland, EU:C:2010:243, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
24. Εν προκειμένω, ασφαλώς μεν στο πλαίσιο της εισαγωγής ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου έχουν θεσπιστεί, στον τομέα της εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης, διάφορα νομοθετήματα της Ένωσης, πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι τα κράτη μέλη έχουν διατηρήσει κάποιες αρμοδιότητες στον εν λόγω τομέα, μεταξύ άλλων όσον αφορά το αντικείμενο το οποίο καλύπτει το άρθρο 31 της ως άνω συμβάσεως. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύσει απευθείας το άρθρο 31 της ως άνω συμβάσεως ή οποιοδήποτε άλλο άρθρο αυτής.
25. Το γεγονός ότι το άρθρο 78ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι η κοινή πολιτική ασύλου πρέπει να συνάδει προς τη Σύμβαση της Γενεύης και ότι το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζει ότι το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένης της ως άνω συμβάσεως και του πρωτοκόλλου του σχετικού προς το καθεστώς των προσφύγων της 31ης Ιανουαρίου 1967 δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου που γίνεται στην προηγούμενη σκέψη.
26. Εξάλλου, όπως κρίθηκε στη σκέψη 71 της αποφάσεως B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661), μολονότι υφίσταται βεβαίως οπωσδήποτε συμφέρον της Ένωσης να ερμηνεύονται ομοιόμορφα οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που έχουν συμπεριληφθεί στο εθνικό δίκαιο και στο δίκαιο της Ένωσης, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης δεν έχει περιληφθεί σε νομοθέτημα της Ένωσης, έστω και αν διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης παραπέμπουν στο ως άνω άρθρο.
27. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/83 παραπέμπει στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης.
28. Μολονότι όμως στις αποφάσεις Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351) και Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826), το Δικαστήριο δέχθηκε την αρμοδιότητά του να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Συμβάσεως της Γενεύης στις οποίες παρέπεμπαν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν γίνεται μνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που να παραπέμπει στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης και ιδίως καμία μνεία του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/83. Υπογραμμίζεται εξάλλου ότι στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχονται στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι το ως άνω άρθρο 14, παράγραφος 6, ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.
29. Από το σύνολο των ως άνω στοιχείων προκύπτει ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν στοιχειοθετείται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης.
30. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Bamberg.