Περιβάλλον-Δικαίωμα πρόσβασης στον δικαστή (ΔΕΕ της 7ης Νοεμβρίου 2013, C-72/12, Gemeinde Altrip κ.λπ. κατά Land Rheinland-Pfalz)
Παροχή διευκρινίσεων ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος κατά απόφασης σχετικής με σχέδιο έργου που έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις
1. Στο πλαίσιο της απόφασης της 7ης Νοεμβρίου 2013, C-72/12, Gemeinde Altrip κ.λπ. [C.72.12.Gemeinde Altrip], το Δικαστήριο εξέτασε αν το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337- το οποίο ορίζει ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού: α) που έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά, β) που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου…, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού» – έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό νομολογία των εθνικών δικαστηρίων [εν προκειμένω των γερμανικών] η οποία εξαρτά το παραδεκτό ενδίκων βοηθημάτων από τη συνδρομή σωρευτικών προϋποθέσεων, καθόσον απαιτείται από τον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι προσβλήθηκε δικαίωμά του κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, να αποδείξει, αφενός, ότι η διαδικαστική πλημμέλεια την οποία επικαλείται είναι τέτοια που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να εκδιδόταν απόφαση διαφορετική από την προσβαλλόμενη αν δεν είχε υπάρξει η εν λόγω πλημμέλεια και, αφετέρου, ότι θίγεται εξ αυτού του λόγου μια ουσιαστική έννομη κατάσταση.
2.Πράγματι, σε αντιδιαστολή προς το γαλλικό ή το ελληνικό δίκαιο, που εξαρτούν το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης [βλ., αντί πολλών, Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2013, αρ. περ. 694], το ισχύον στη Γερμανία δικονομικό σύστημα απαιτεί από τον προσφεύγοντα να αποδείξει την προσβολή δικαιώματος, δηλαδή να αποδείξει ότι η πλημμέλεια που επικαλείται επηρέασε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (κριτήριο της αιτιώδους συνάφειας) και ότι θίγεται με τον τρόπο αυτόν μια ουσιαστική έννομη κατάσταση του προσφεύγοντος [βλ. την ανάλυση των κρίσιμων γερμανικών δικονομικών διατάξεων σχετικά με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού στις αποφάσεις ΔΕΕ της 7ης Νοεμβρίου, C-72/12 και της 12ης Μαΐου 2011, C-115/09. Βλ. και Fr. Hufen, Verwaltungsprozessrecht, C. H. Beck, 2011, σ. 129 επ.]. Η διαφορετική αυτή δικονομική προσέγγιση των εθνικών εννόμων τάξεων ελήφθη υπόψη από το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337 για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων και σχεδίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/35/ΕΚ. Το άρθρο 10α, που επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν στο κοινό δικαίωμα αποτελεσματικής έννομης προστασίας προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, προβλέπει ότι πρόκειται για κοινό που α) που έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά, β) που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος.
3.Το περιεχόμενο της ως άνω διάταξης αποτέλεσε τον πυρήνα της διαφοράς που κατέληξε στην απόφαση Gemeinde Altrip κ.λπ., της 7ης Νοεμβρίου 2013. Ειδικότερα, ο Δήμος Altrip και άλλοι προσφεύγοντες που έχουν είτε την κυριότητα είτε την εκμετάλλευση γεωτεμαχίων που βρίσκονται εντός της εμβέλειας σχεδιαζόμενου έργου, άσκησαν ενώπιον του Verwaltungsgericht (διοικητικού πρωτοδικείου) προσφυγή ακύρωσης (Anfechtungsklage) κατά της απόφασης της περιφερειακής αρχής να εγκρίνει το σχέδιο κατασκευής του οικείου έργου. Προσέβαλαν την απόφαση αυτή με το επιχείρημα ότι η προηγηθείσα εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν υπήρξε επαρκής. Κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής τους, άσκησαν έφεση ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Rheinland‑Pfalz (διοικητικού εφετείου του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου). Σημειώνεται εν προκειμένω ότι στην ελληνική ή τη γαλλική έννομη τάξη το σχετικό ένδικο βοήθημα θα είχε κριθεί παραδεκτό, εφόσον οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον λόγω της σχέσης τους με τα γεωτεμάχια που αφορά το σχεδιαζόμενο έργο. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την έφεση και διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής και για τον λόγο ότι το άρθρο 4 παρ. 3 του UmwRG [νόμου για τις συμπληρωματικές διατάξεις ως προς τα ένδικα βοηθήματα σε υποθέσεις που αφορούν το περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 2003/35/ΕΚ (Gesetz über ergänzende Vorschriften zu Rechtsbehelfen in Umweltangelegenheiten nach der EG-Richtlinie 2003/35/EG, στο εξής: UmwRG) μεταφέρει το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337 στη γερμανική έννομη τάξη] προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου βοηθήματος μόνο σε περίπτωση παράλειψης της διενέργειας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οπότε δεν ισχύει όταν προβάλλονται απλώς και μόνον πλημμέλειες κατά τη διενέργεια της σχετικής εκτίμησης. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου). Εκτός από ένα ερώτημα σχετικά με την αναδρομική ισχύ του άρθρου 5 παρ. 1 του UmwRG υπό την έννοια ότι αποκλείεται η εφαρμογή του εν λόγω νόμου επί διοικητικής διαδικασίας που έχει κινηθεί πριν από τις 25 Ιουνίου 2005, ακόμη και αν η απόφαση με την οποία περατώθηκε η διαδικασία εκδόθηκε, όπως εν προκειμένω, μετά την ως άνω ημερομηνία, το αιτούν δικαστήριο ρώτησε επίσης αν το άρθρο 4 παρ. 3 του UmwRG, το οποίο προβλέπει δικαίωμα άσκησης ενδίκου βοηθήματος μόνο για την περίπτωση όπου η διενέργεια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων παραλείφθηκε εντελώς, μεταφέρει ορθώς στο γερμανικό δίκαιο το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, το οποίο απαιτεί να εξασφαλίζεται η δυνατότητα προσβολής της νομιμότητας αποφάσεων που ενέχουν διαδικαστικές πλημμέλειες. Ρώτησε, τέλος, αν εξακολουθεί να είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με την οποία συντρέχει περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων προσώπου που θίγεται από σχέδιο υποκείμενο σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οικείας διαδικαστικής πλημμέλειας και του τελικού αποτελέσματος της έγκρισης του σχεδίου που έχει δυσμενείς συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο.
4. Με την απόφαση Gemeinde Altrip κ.λπ., το ΔΕΕ δεν συγκρούεται μετωπικά με την εν λόγω νομολογιακή πρακτική. Υπενθυμίζει ότι απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ρυθμίσει, στην εσωτερική του έννομη τάξη, τις δικονομικές λεπτομέρειες των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, αρκεί οι οικείοι κανόνες να μην είναι, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που ισχύουν για παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εθνικού δικαίου και να μην καθιστούν, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει η οδηγία 85/337 και αποσκοπούν ακριβώς στο να διασφαλίσουν στο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη ώστε να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. [βλ., υπό την έννοια αυτή, για το δικαίωμα έννομης προστασίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων, ΔΕΕ της 12ης Μαΐου 2011, C-119/09, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein‑Westfalen, Συλλογή 2011, σ. I‑3673, σκέψη 37˙ AJDA 2011, σ. 1614, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat˙ RFDA 2011, σ. 1225, chron. L. Clément-Wiltz/F. Martucci/C. Mayeur-Carpentier] Υπό το πρίσμα αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν δικαστικώς την ουσιαστική ή την τυπική νομιμότητα των αποφάσεων, των πράξεων και των παραλείψεων οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 85/337, επ’ ουδενί περιόρισε τους λόγους που επιτρέπεται να προβληθούν προς στήριξη του σχετικού ενδίκου βοηθήματος. Εν πάση περιπτώσει, δεν θέλησε να εξαρτήσει τη δυνατότητα επίκλησης διαδικαστικής πλημμέλειας από την προϋπόθεση ότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια πρέπει να έχει επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης τελικής απόφασης. Επιπλέον, δεδομένου ότι σκοπός της οδηγίας 85/337 είναι, μεταξύ άλλων, να θέσει δικονομικές εγγυήσεις ιδίως προς εξασφάλιση της πληρέστερης ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού στο πλαίσιο της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δημοσίων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στον έλεγχο της τήρησης των σχετικών δικονομικών κανόνων. Όπως, λοιπόν, επιτάσσει ο σκοπός της εξασφάλισης της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης του ενδιαφερόμενου κοινού στη δικαιοσύνη, πρέπει να παρέχεται, κατ’ αρχήν, στο κοινό αυτό η δυνατότητα να επικαλείται οποιαδήποτε διαδικαστική πλημμέλεια προς στήριξη των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται στο πλαίσιο της αμφισβήτηση της νομιμότητας των αποφάσεων στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω οδηγία.
5. Όπως επισημαίνουν οι Γάλλοι σχολιαστές της απόφασης M. Aubert/E.Broussy/E. Cassagnabère, [AJDA 6/2014, σ. 336, 344] η προσέγγιση αυτή θυμίζει τη γνωστή πλέον γαλλική νομολογία Danthony (CE 23 décembre 2011, n° 335033, AJDA 2012, σ. 195, chron. X. Domino/A. Bretonneau˙ RFDA 2012, 284, concl. G. Dumortier], στο πλαίσιο της οποίας κρίθηκε ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης για τυπικές πλημμέλειες επέρχεται μόνο για την παράβαση τύπου ο οποίος επηρέασε, στην υπό κρίση υπόθεση, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, χαιρετίσθηκε δε ως σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη του ρόλου του διοικητικού δικαστή [D. Labetoulle, Le vice de procédure, parent pauvre de l’évolution du pouvoir d’appréciation du juge de l’annulation in Terres du droit. Mélanges en l’honneur d’Yves Jégouzo : Dalloz 2009, σ. 479] και στον εκσυγχρονισμό των νομολογιακών προτύπων σχετικά με τις συνέπειες της εξωτερικής παρανομίας. Ο κανόνας αυτός συνοδεύεται από δύο εξαιρέσεις: δεν εφαρμόζεται, αφενός, όταν η προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια στέρησε τον ενδιαφερόμενο από κάποια εγγύηση (πράγμα που συμβαίνει σε περίπτωση προσβολής είτε των δικαιωμάτων άμυνας, όπως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, είτε του δικαιώματος συμμετοχής στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης, όπως η συμμετοχή του προσωπικού στον καθορισμό των συνθηκών εργασίας μέσω της νομότυπης διεξαγωγής γνωμοδοτικής διαδικασίας) και, αφετέρου, όταν επηρεάζει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Ακόμη και αν παρουσιάζει κάποιες πρακτικές δυσχέρειες εφαρμογής, ο νομολογιακός αυτός κανόνας προάγει την ασφάλεια δικαίου ή ακριβέστερα την αναζήτηση της σταθερότητας των νομικών καταστάσεων, η οποία κατισχύει της μηχανικής εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας [C. Broyelle, L’impact du vice de procédure sur la légalité de l’acte administratif, La Semaine Juridique Administrations et Collectivités territoriales n° 13, 2 Avril 2012, σ. 2089˙ F. Melleray, Précisions sur la neutralisation de certains vices de procédure, n° 3, Mars 2012, comm. 22].
6. Και το ΔΕΕ στηρίζει την κρίση του στην ιδέα ότι δεν έχουν όλες οι διαδικαστικές πλημμέλειες την ιδια σημασία, επομένως δεν είναι δυνατόν να έχουν και τις ίδιες συνέπειες. Υπό το πρίσμα αυτό αντιμετώπισε το ζήτημα των συνεπειών των πλημμελειών αυτών επί του βασίμου των αιτήσεων ακύρωσης κατά αποφάσεων περί κράτησης αλλοδαπών [ΔΕΕ της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, C-383/13 PPU, M.G και N.R. Βλ. συναφώς Ε. Πρεβεδούρου, Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης στη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, ΘΠΔΔ 10/2013, σ. 918, 925, και E. Bülow, Die Relativierung von Verfahrensfehlern im europäischen Verwaltungsverfahren und nach §§ 45, 46 VwVfG, Nomos, Baden-Baden, 2007]. Στην υπόθεση Gemeinde Altrip κ.λπ., πάντως, τούτο γίνεται στο στάδιο της εκτίμησης των προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων. Το ΔΕΕ στηρίζει την κρίση του στην εκτίμηση ότι δεν είναι κάθε διαδικαστική πλημμέλεια κατ’ ανάγκην ικανή να επηρεάσει το περιεχόμενο μιας απόφασης που λαμβάνεται στο πλαίσιο της οδηγίας 85/337, οπότε, σε περίπτωση που στερείται συνεπειών ως προς την ουσιαστική έκβαση της διαδικασίας, η οικεία πλημμέλεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττει τα δικαιώματα του προσώπου το οποίο την επικαλείται. Στην περίπτωση αυτή, ο επιδιωκόμενος με την οδηγία 85/337 σκοπός της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης του ενδιαφερόμενου κοινού στη δικαιοσύνη μάλλον δεν θα θιγόταν αν το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους προέβλεπε ότι, όταν προβάλλεται τέτοιου είδους διαδικαστική πλημμέλεια προς στήριξη ενδίκου βοηθήματος, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα του προσώπου που το άσκησε και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να προσβληθεί παραδεκτώς η σχετική απόφαση. Λαμβανομένου, μάλιστα υπόψη ότι το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337 καταλείπει στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας της προσβολής δικαιώματος, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται να μην αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο την ύπαρξη προσβολής δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 10α, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337 στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν αποκλείεται η προσβαλλόμενη απόφαση να ήταν ίδια ακόμη και χωρίς την προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια.
7. Πάντως, η ανωτέρω, κατ’αρχήν, παραδοχή σχετικοποιείται με τον αυστηρό έλεγχο που άσκησε εν προκειμένω το ΔΕΕ στους κανόνες του βάρους απόδειξης που απορρέουν από την εφαρμογή του κριτηρίου της αιτιώδους συναφείας στην επίμαχη εθνική νομολογιακή πρακτική. Πράγματι, κατά την πρακτική αυτή, απόκειται γενικώς στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι προσβλήθηκε δικαίωμά του, να αποδείξει ότι, βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα μπορούσε να έχει εκδοθεί διαφορετική απόφαση αν δεν υπήρχε η προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια. Το γεγονός όμως ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, φέρει ο ενδιαφερόμενος το βάρος απόδειξης ως προς τη συνδρομή του κριτηρίου της αιτιώδους συνάφειας μπορεί να καταστήσει εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχει η οδηγία 85/337, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της πολυπλοκότητας των οικείων διαδικασιών και της τεχνικής φύσης της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ΔΕΕ έκρινε συναφώς ότι, βάσει των νέων απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενδεχόμενο να υπάρχει προσβολή δικαιώματος μπορεί να αποκλειστεί μόνον αν, υπό το πρίσμα του κριτηρίου της αιτιώδους συνάφειας, το οικείο δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο είναι σε θέση, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να φέρει επ’ ουδενί το σχετικό βάρος απόδειξης, να καταλήξει, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα από τον κύριο του έργου ή από τις αρμόδιες αρχές, και γενικότερα το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που έχει υποβληθεί ενώπιόν του, στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν η ίδια ακόμη και χωρίς τη διαδικαστική πλημμέλεια την οποία επικαλείται ο ενδιαφερόμενος. Ειδικότερα, απόκειται στο οικείο δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο να λάβει υπόψη ιδίως τη σοβαρότητα της προβαλλόμενης διαδικαστικής πλημμέλειας και να ελέγξει πιο συγκεκριμένα αν, λόγω αυτής, το ενδιαφερόμενο κοινό στερήθηκε κάποια εκ των εγγυήσεων οι οποίες έχουν θεσπιστεί, σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας 85/337, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την πρόσβασή του στις πληροφορίες και τη συμμετοχή του στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
8. Με τον τρόπο αυτόν, χωρίς να θέτει εν αμφιβόλω έναν από τους βασικούς άξονες της γερμανικής διοικητικής δικονομίας, τον οποίο ο ίδιος ο ενωσιακός νομοθέτης έλαβε υπόψη κατά τη σύνταξη του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, η απόφαση Gemeinde Altrip κ.λπ. κατατείνει, σύμφωνα με τους σκοπούς της ερμηνευόμενης διάταξης, στη διευκόλυνση της πρόσβασης στο δικαστήριο για τους υποκείμενους στο γερμανικό διικονομικό δίκαιο προσφεύγοντες, ελαφρύνοντας το βάρος απόδειξης στο στάδιο του ελέγχου του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος. Εντάσσοντας τον έλεγχο αυτό στο ανακριτικό σύστημα της διοικητικής δίκης [βλ. αντί πολλών Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ.π., αρ. περ. 533], το ΔΕΕ επανατοποθετεί τον δικαστή στο επίκεντρο της διαδικασίας διήθησης των ενδίκων βοηθημάτων. Όπως παρατηρούν εύστοχα οι εισηγητές των Γάλλων Δικαστών στα δικαστήρια της Ένωσης που σχολιάζουν την απόφαση (M. Aubert/E.Broussy/E. Cassagnabère, AJDA 6/2014, σ. 345), η παροχή στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρείας πρόσβασης στη δικαιοσύνη, κατά τις επιταγές της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, λαμβανομένων υπόψη, όπως και στο πλαίσιο της ίδιας της οδηγίας, των εθνικών πρακτικών που καθορίζουν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, αποτελεί μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας την οποία μόνον ο δικαστής μπορεί να επιτελέσει αποτελεσματικά [βλ. και V. Michel, Droit d’accès au juge, Europe, janvier 2014, n° 41].