Oι κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης
Διάγραμμα
α. Κανονιστική αρμοδιότητα εκ του Συντάγματος
β. Νομοθετική εξουσιοδότηση
αα. Ειδική
ββ. Γενική
γγ. Κύρωση κανονιστικής πράξης
δδ. Τυπική ισχύς κανονιστικής πράξης
εε. Τρόπος άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας
στστ. Υπεξουσιοδότηση
ζζ. Αντικείμενο της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης
1. Μεγάλο μέρος των κανόνων που συνθέτουν το πλέγμα της νομιμότητας θεσπίζεται με κανονιστικές πράξεις που εκδίδουν διάφορα διοικητικά όργανα. Εκτός, δηλαδή, από τη γενική αρμοδιότητα της Διοίκησης να εκτελεί με νομικές πράξεις και υλικές ενέργειες τους κανόνες δικαίου που έχουν θεσπισθεί από το νομοθετικό όργανο (άρθρα 26 παρ. 2, 43 παρ. 1 και 50 Σ), ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει και την εξουσία της να θεσπίζει κανόνες δικαίου, δηλαδή να καθορίζει αυτό που πρέπει να ισχύει σε κάθε πραγματική κατάσταση που συγκεντρώνει χαρακτηριστικά γνωρίσματα γενικώς προσδιοριζόμενα. Η κανονιστική αρμοδιότητα παρέχεται στα διοικητικά όργανα είτε απευθείας από το Σύνταγμα (α) είτε με πράξεις του νομοθετικού οργάνου, δηλαδή με νομοθετική εξουσιοδότηση (β).
α. Κανονιστική αρμοδιότητα εκ του Συντάγματος
2. Απευθείας από το Σύνταγμα παρέχεται κανονιστική αρμοδιότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με το άρθρο 43 παρ. 1 του Συντάγματος, προς έκδοση των διαταγμάτων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων. Η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, τα οποία ονομάζονται εκτελεστικά, δυνάμει του άρθρου 43 παρ. 1 του Συντάγματος προϋποθέτει την ύπαρξη νομοθετικής πράξης και την ανάγκη θέσπισης λεπτομερέστερων κανόνων που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή της εν λόγω πράξης. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της ως άνω διάταξης μπορούν να θεσπίζουν μόνο δευτερεύοντες κανόνες δικαίου, σε σχέση με τους κανόνες της νομοθετικής πράξης προς εκτέλεση της οποίας εκδίδονται, σε καμία δε περίπτωση πρωτεύοντες, νέους κανόνες, οι οποίοι ιδρύουν νέες επιπλέον υποχρεώσεις προς τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται. Πρόκειται για μη αυτοτελείς κανόνες, οι οποίοι θεσπίζουν ρύθμιση παρακολουθηματική της ρύθμισης του νόμου. Η τυπική ισχύς των κανόνων που θεσπίζονται με τα εκτελεστικά κανονιστικά διατάγματα είναι κατώτερη εκείνης των κανόνων των νομοθετικών πράξεων ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται βάσει νομοθετικής εξουσιόδοτησης (βλ. ΣτΕ 3354, 3355/1988: κρίθηκε ως εκτελεστικό ΠΔ το διάταγμα που προέβλεπε τη συγχώνευση των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων των περιοχών που ορίζονται σε αυτό με τα αντίστοιχα επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια των ίδιων περιοχών και το οποίο προβαίνει στη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τα συγχωνευόμενα νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή υφίστατο ανάγκη έκδοσης εκτελεστικού ΠΔ, διότι ο νόμος δεν συγχώνευε ο ίδιος με ρητή διάταξή του τα επιμελητήρια ούτε παρείχε σχετική εξουσιοδότηση για τον σκοπό αυτόν. Επέτρεπε όμως για το μέλλον τη λειτουργία ενός μόνο επιμελητηρίου σε κάθε νομό. Κρίθηκε, λοιπόν, ότι επέτασσε σαφώς τη συγχώνευση των τυχόν υπαρχόντων περισσοτέρων επιμελητηρίων τάσσοντας και σχετική προθεσμία για την έκδοση σχετικής πράξης συγχώνευσης, εφόσον συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις).
3. Περαιτέρω, το άρθρο 54 παρ. 2 του Συντάγματος παρέχει απευθείας αρμοδιότητα για την έκδοση κανονιστικού διατάγματος με το οποίο καθορίζεται ο αριθμός των βουλευτών κάθε βουλευτικής περιφέρειας, βάσει του νόμιμου πληθυσμού της. Τέλος, το άρθρο 83 του Συντάγματος παρέχει απευθείας κανονιστική αρμοδιότητα στον πρωθυπουργό για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων που ασκούνται από τους υπουργούς άνευ χαρτοφυλακίου και στον πρωθυπουργό και τον υπουργό που είναι επικεφαλής υπουργείου στο οποίο διορίζονται υφυπουργοί, για τον καθορισμό με κοινή απόφασή τους των αρμοδιοτήτων που μπορεί να ασκεί ο υφυπουργός. Τούτο σημαίνει ότι τα ανωτέρω θέματα έχουν εξαιρεθεί από τη γενική αρμοδιότητα του νομοθετικού οργάνου.
β. Νομοθετική εξουσιοδότηση
4. Άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης σημαίνει ότι το νομοθετικό όργανο αναθέτει με πράξη του, δηλαδή με νόμο, σε ορισμένο διοικητικό όργανο την αρμοδιότητα να θεσπίζει με κανονιστικές πράξεις του πρωτεύοντες κανόνες δικαίου, που ιδρύουν νέες υποχρεώσεις ή νέα δικαιώματα για τους διοικουμένους, και τους οποίους διαφορετικά θα θέσπιζε το ίδιο το νομοθετικό όργανο ως αποκλειστικά αρμόδιο. Η εξουσιοδότηση συνεπάγεται μετακίνηση αρμοδιότητας στο εξουσιοδοτούμενο όργανο, του οποίου οι αρμοδιότητες διευρύνονται κατά την έκταση και το περιεχόμενο. Με την εξουσιοδότηση, το εξουσιοδοτούμενο όργανο ασκεί την αρμοδιότητα ως δική του. Η νομοθετική εξουσιοδότηση ρυθμίζεται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 43 του Συντάγματος, διακρίνεται δε σε ειδική και γενική.
αα. Ειδική
5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 43 αφοrά την ειδική εξουσιοδότηση. Το πρώτο εδάφιο της διάταξης ορίζει ότι, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού, επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Η εξουσιοδότηση αυτή παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για να είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ειδική είναι η εξουσιοδότηση όταν προσδιορίζει καθ’ύλην το αντικείμενό της, δηλαδή καθορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα θέματα που μπορούν να ρυθμιστούν με τις κανονιστικές πράξεις που θα εκδοθούν. Η ευρύτητα της εξουσιόδοτησης, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς, δεν επηρεάζει το κύρος της εφόσον τα θέματα είναι επαρκώς καθορισμένα (ΣτΕ Ολ. 2150, 2148, 2090/2015, 3405, 3299, 3013/2014). Η νομοθετική εξουσιοδότηση είναι ορισμένη όταν υπάρχουν επαρκή κριτήρια, γενικές αρχές, διδάγματα της κοινής πείρας και κατευθύνσεις που καθορίζουν κατά βάση το πλαίσιο της ρύθμισης των θεμάτων που αφορά [ΣτΕ 2574/2009: «…ο ορισμένος χαρακτήρας της [νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρέχεται από το άρθρο 18 παρ. 1 περιπτώσεις (α) και (β) του ν. 3475/2006, «Οργάνωση και λειτουργία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης» (Α΄ 146)] προκύπτει από τους σκοπούς και τις περιεχόμενες στο νόμο γενικές κατευθύνσεις και γραμμές…»˙ ΣτΕ 4044/2008: «…[η εξουσιοδοτική διάταξη] είναι … και ορισμένη, αφενός διότι στον ίδιο τον νόμο περιέχεται ήδη η ουσιαστική ρύθμιση των θεμάτων … που ρυθμίζονται με τα άρθρα 7 και 12 του πδ/τος 77/2003 … και αφετέρου διότι, ανεξαρτήτως του ότι για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται, οπωσδήποτε, να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου τις βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών … πάντως, εν προκειμένω, με τη διάταξη αυτή αλλά και τον Ν. 2338/1995 στο σύνολό του, παρέχονται οι γενικές κατευθύνσεις και αρχές για το περιεχόμενο των κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται, προς εκπλήρωση των σκοπών του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος για εξασφάλιση, πλην άλλων, της υψηλής ποιοτικής στάθμης των τηλεοπτικών προγραμμάτων και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου»]. Δεν απαιτείται όμως η εξουσιοδοτική διάταξη να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές το πλαίσιο των οποίων οφείλει να ακολουθήσει η Διοίκηση (βλ. ΣτΕ Ολ 3404 – 05/2014, Ολ 2304/1995, Ολ 1466/1995, 1337/2013 7μ., 3748/2008 7μ., 966/2008, 2166/2002 7μ., 1667 – 1672/2002 7μ., 3722 – 3724/2000 7μ. κ.ά., πρβλ., όμως, και ΣτΕ Ολ 478 – 80/1989, 2573/2015, ΠΕ 6/2007). Η νομοθετική εξουσιοδότηση είναι αντισυνταγματική όταν κρίνεται γενική και αόριστη, δηλαδή προβαίνει μόνο σε γενικό καθορισμό των αντικειμένων που μπορούν να μεταβιβαστούν χωρίς να προσδιορίζει την έκτασή τους, με συνέπεια να αφίεται παντελώς στην κρίση της Διοίκησης η επιλογή των αντικειμένων αυτών, οι δε κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει αυτής πάσχουν ακυρότητα [βλ. ΣτΕ Ολ 720/2008: Περαιτέρω, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών. Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, όπως γενικότερα ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου γίνεται ενόψει των περιστατικών της υποθέσεως, λόγω του χαρακτήρα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ως παρεμπίπτοντος και επομένως αναφέρεται στη διάταξη του νόμου που αποτελεί τη συγκεκριμένη εξουσιοδότηση επί της οποίας στηρίζεται η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση (ΣτΕ Ολ 1466/1995…)]. Βλ. και ΣτΕ 3051/2014: η νομοθετική εξουσιοδότηση για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Επομένως, η εξουσιοδοτική διάταξη δεν πρέπει να είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα, συνεπώς, της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της (ΣτΕ 2267, 2325/2013, Ολ 1210/2010, 11/1999, Ολ 1466/1995).
6. Το δεύτερο εδάφιο επιτρέπει, κατ’εξαίρεση, την παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης και σε άλλα όργανα της Διοίκησης, υποδεέστερα του Προέδρου της Δημοκρατίας (Υπουργικό Συμβούλιο, Πρωθυπουργό, Υπουργό, Δημοτικό Συμβούλιο, Σύγκλητο ΑΕΙ κ.λπ.). Εν προκειμένω, το Σύνταγμα τάσσει αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς το εύρος της εξουσιοδότησης, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό τα όργανα της Διοίκησης, που μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένα από την πηγή της λαϊκής κυριαρχίας, περιβάλλονται με νομοθετικές, κατ’ουσία, αρμοδιότητες. Η κανονιστική αυτή αρμοδιότητα αφορά τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων, η θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
7. Ερμηνεύοντας τους ανωτέρω όρους, η νομολογία δέχεται ότι ειδικότερα είναι τα θέματα που αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί κύριο αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης ή έχει λεπτομερειακό χαρακτήρα σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στον νόμο. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά, επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμιση του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (βλ. ενδ. ΣτΕ Ολ 1749/2016, 2150, 2148, 2090, 520, 148-150/2015, 3299, 3013/2014, 2186/2013, 235/2012, 1297-1300, 738/2011, 3427, 1210/2010, Ολ 2815/2004, Ολ 1101/2002, καθώς επίσης και ΣτΕ Ολ. 2113/2014, 3220/2010, 3489/2008, 1776/2007). Η ανωτέρω ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ Ολ 1804/2017, 1749/2016, 520/2015, 3013/2014, 2186/2013, 1210/2010). Τέλος, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές και κατευθύνσεις στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών.
8. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ειδικότερων θεμάτων είναι ο προσδιορισμός του χρόνου προβολής των πολιτικών κομμάτων από τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα κατά την προεκλογική περίοδο (ΣτΕ Ολ 3427/2010 (μειοψ.), ΣτΕ 4331/1996) και ο καθορισμός της τιμής εισιτηρίων στα καζίνα (ΣτΕ Ολ 4027/1998) που έχουν έχουν χαρακτήρα ειδικότερου θέματος. Η επιβολή στα μέλη των δικηγορικών συλλόγων εισφορών προς χάρη της εξυπηρέτηση σκοπών για τους οποίους έχουν συσταθεί ως νπδδ, με απόφαση της οικείας Γενικής Συνέλευσης ρυθμίζει ειδικότερο θέμα των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου από την ίδια την Γενική Συνέλευση του Συλλόγου (ΣτΕ Ολ 4430/1984, 2274/1985). Βλ. αναλυτικά ΣτΕ 2536/2011: «Ειδικότερο … θέμα δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτελέσει, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ο καθορισμός των εγγράφων που αποδεικνύουν τις γενικές εμπορικές ή επαγγελματικές γνώσεις των «συνδεδεμένων αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών», δεδομένου ότι η έννοια αυτή δεν καθορίζεται ούτε στο π.δ. 190/2006 ούτε στην Οδηγία 2002/1992, αλλά μνημονεύεται απλώς ως όρος, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό, για πρώτη φορά στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 β΄ του ν. 3557/2007. Συνεπώς, εφ΄ όσον για το θέμα αυτό δεν υπάρχει αρχική ρύθμιση ούτε στην οδηγία ούτε στο νόμο ή στο διάταγμα, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει … αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης μόνο προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Ομοίως, με την ΣτΕ Ολ 1749/2016 κρίθηκαν τα εξής: “η βασική εξουσιοδοτική διάταξη του εδ. Β΄ της παρ. 5 άρθρου 21 του ν. 4052/2014, επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, παρέχει τη δυνατότητα στον Υπουργό Υγείας να θεσπίζει όρια και ελέγχους συνταγογραφήσεως από τους ιατρούς του ΕΟΠΥΥ και ιδίως «κλειστούς προϋπολογισμούς», οικονομικούς ή άλλους στόχους και όρια (πλαφόν), περιορισμούς και προϋποθέσεις στη συνταγογράφηση φαρμάκων και λοιπά αναγκαία μέτρα ελέγχου της συνταγογράφησης. Με το περιεχόμενο αυτό η εξουσιοδοτική διάταξη δεν δύναται να θεωρηθεί, κατά τα παγίως κριθέντα, ότι περιέχει την βασική ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, του οποίου η ειδικότερη-μερική ρύθμιση επιχειρείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, το θέμα αυτό θα μπορούσε, επιτρεπτώς, να ρυθμισθεί μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, μετά από επεξεργασία αυτού από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επομένως δε, η προπαρατεθείσα εξουσιοδοτική διάταξη είναι αντίθετη προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά τη [μειοψηφούσα] γνώμη, όμως, …., με τη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη προσδιορίζεται, σε γενικό πλαίσιο, το αντικείμενο των κανόνων που μπορεί να θεσπίσει η Διοίκηση, προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος της συνταγογραφήσεως φαρμάκων από κάθε ιατρό που συνταγογραφεί σε ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, με τον καθορισμό των κριτηρίων, ανάλογα με τα οποία μπορούν να διαφοροποιούνται τα όρια, οι περιορισμοί, ο προϋποθέσεις και τα άλλα μέτρα ελέγχου της συνταγογραφήσεως των φαρμάκων. Ως τέτοια δε κριτήρια αναφέρονται «η ειδικότητα του ιατρού, ο αριθμός των ασθενών που θεραπεύει, τα χαρακτηριστικά και οι παθήσεις αυτών, η γεωγραφική περιοχή και τα δημογραφικά δεδομένα της, ο μήνας του έτους, οι μεταβολές των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων, η εισαγωγή νέων φαρμάκων στο θετικό κατάλογο συνταγογραφήσεως και η εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης σε σχέση με τους εκάστοτε στόχους». Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος και εγκύρως παρέχεται η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Υγείας, δηλαδή σε όργανο της Διοικήσεως άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να ρυθμισθούν, ως ειδικότερο θέμα με πτυχές τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα, τα συγκεκριμένα όρια (πλαφόν) φαρμακευτικής δαπάνης κάθε ιατρού, καθώς και τα αναγκαία μέτρα προωθήσεως φαρμάκων δραστικών ουσιών εκτός προστασίας και γενοσήμων, τα οποία (όρια και μέτρα) μπορούν μάλιστα να μεταβάλλονται στο χρόνο, ανάλογα με τις μεταβολές των ως άνω ρυθμιστικών παραγόντων”.
9. Βλ. την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 705/2020 σχετικά με την ανέγερση πολυώροφων οικοδομών γύρω από την Ακρόπολη στην περιοχή του Μακρυγιάννη: “το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται στον κοινό νομοθέτη να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προσδιορίζει συγκεκριμένως το αντικείμενό της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 2 του άρθρου 43 επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοικήσεως, προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως «ειδικότερα θέματα» νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο των ουσιαστικών ρυθμίσεων του εξουσιοδοτικού νόμου, καθώς και της λοιπής σχετικής νομοθεσίας (ΣΕ 1210/2010, 1749/2016 Ολομ., 2151/2017 7μ. κ.ά.)”. … Με την παρατεθείσα (σκ. 7) διάταξη του άρθρου 6 παρ. 7 του ν. 4067/2012 επιτρέπεται, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, να αναστέλλεται σε περιοχές εντός ή εκτός οικισμών ή ως προς μεμονωμένα ακίνητα η έκδοση αδειών δόμησης και η εκτέλεση πάσης φύσεως οικοδομικών εργασιών, ή να επιβάλλονται όροι για την εκτέλεση αυτών, με σκοπό τη σύνταξη πολεοδομικής μελέτης ή και ειδικού κανονισμού δόμησης για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με το περιεχόμενο αυτό, η εξουσιοδοτική διάταξη προσδιορίζει συγκεκριμένως τα ρυθμιστέα θέματα και τα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, στον δε Υπουργό Περιβάλλοντος αναθέτει την επιλογή των κατά περίπτωση κατάλληλων εξ αυτών και τον καθορισμό της περιοχής όπου θα επιβληθούν τα μέτρα, με γνώμονα την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Εν όψει τούτων, η ανωτέρω εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. Δεδομένου δε ότι το αντικείμενο, τα κριτήρια και ο ανώτατος χρόνος της ρυθμίσεως καθορίζονται στον νόμο, η αρμοδιότητα λήψεως του μέτρου θεμιτώς ανατίθεται στον Υπουργό Περιβάλλοντος, διότι αποτελεί «ειδικότερο θέμα» εν σχέσει προς τη ρύθμιση του νόμου, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως. Συνεπώς η εξουσιοδοτική διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και από την άποψη αυτή (πρβλ. ΣΕ 465/2019, 1228/2014, 3947/2013, 1356/2010, 3348/2009, 1288/2008, 2674/2007 κ.ά.), όλοι δε οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.”
10. Βλ. και την απόφαση ΣτΕ 780/2014 για τη δερματοστιξία ως λόγο αποκλεισμού υποψηφίου από τον διαγωνισμό για την πρόσληψη ειδικών φρουρών: “η νομοθετική εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999, κατά το μέρος που αναθέτει τον καθορισμό «των λοιπών απαιτουμένων προσόντων» για την πλήρωση θέσεων ειδικών φρουρών στον Υπουργό Δημόσιας Τάξεως, είναι ειδική και ορισμένη, καθόσον καθορίζονται με αυτή, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τα θέματα τα οποία είναι δυνατόν να ρυθμισθούν (πρβλ. ΣτΕ 2116/2009). Περαιτέρω ο καθορισμός των εν λόγω «λοιπών απαιτουμένων προσόντων» αποτελεί ειδικότερο θέμα που σύμφωνα προς την αναφερθείσα συνταγματική διάταξη μπορεί να ανατίθεται σε άλλο εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανο της Διοικήσεως, δεδομένου ότι η ουσιαστική ρύθμιση του θέματος των προσόντων των ειδικών φρουρών περιέχεται κατά βάση στις αναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 5 του ν. 2734/1999 όπως ισχύει, η θέσπιση δε λοιπών προσόντων τους εν όψει των ειδικών καθηκόντων τους αποτελεί μερικότερο θέμα”. Τέλος βλ. ΣτΕ Ολ 2404/2014: “από την διατύπωση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθ. 31α του ν. 2160/1993, επιτρέπεται η επιβολή επί τη βάσει αυτής, τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (Μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της παρεμβαίνουσας εταιρείας «Μαρίνα Ζέας», που εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Η παρεχόμενη προς τούτο με την ως άνω διάταξη νομοθετική εξουσιοδότηση, κατά την έννοια της οποίας το ύψος των λιμενικών τελών καθορίζεται με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λαμβανομένου όμως υπόψη και του κατά τα προαναφερόμενα δημόσιου σκοπού, στον οποίο αποβλέπουν οι διατάξεις αυτές, είναι ειδική και ορισμένη, δεν είναι δε αναγκαία για την πληρότητά της η πρόβλεψη συγκεκριμένων κριτηρίων, τρόπου υπολογισμού και λοιπών λεπτομερειών επιβολής των τελών εφ’ όσον, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες”.
11. Η κατά νομοθετική εξουσιοδότηση ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την οργάνωση και την άσκηση ενός ατομικού δικαιώματος, όπως η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος που ανάγεται στην οικονομική ελευθερία μπορεί να είναι αντικείμενο διατάγματος και όχι υπουργικών αποφάσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι, όπως επισήμανε το ΣτΕ με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1804/2017, “ενώ αρχικώς εγένετο δεκτό από την νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ρύθμιση της οργανώσεως επαγγέλματος ή της ασκήσεως οικονομικής ελευθερίας ή ατομικού δικαιώματος εν γένει πρέπει καταρχήν να γίνεται με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα (βλ. ΣτΕ Ολ 3671/2006, Ολ 2815/2004 και ΣτΕ 3257/2004 7μ., 4176/2001 7μ., 4167/2001 7μ.), μεταγενεστέρως με αποφάσεις επίσης της Ολομελείας του Δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ Ολ. 2186/2013, 3220/2010, 3489/2008, 1776/2007) κρίθηκε ότι τα εν λόγω ζητήματα μπορούν τελικώς να ρυθμισθούν ειδικότερα και με υπουργική απόφαση, εφόσον, όμως, η ουσιαστική ρύθμιση του θέματος διαγράφεται, έστω σε γενικές γραμμές, στην εξουσιοδοτική ή σε άλλη διάταξη (βλ. και ΣτΕ 780/2014, 2059, 1634/2009, 3976/2000 7μ., 2272/2000 7μ., καθώς επίσης και 2396/2007 7μ.). Εν προκειμένω, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 2 παρ. Δ υποπαρ. Δ12 στοιχείο 18 του Ν. 4336/2015 [η οποία αντικατέστησε τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1963/1991] επί της οποίας στηρίχθηκε η υπουργική απόφαση υπ’ αριθμ. Γ.5(β)/Γ.Π.οικ.36277/20.5.2016 των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης & Τουρισμού και Υγείας με τίτλο «Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού – Ίδρυση φαρμακείου» (Β΄ 1445/23.5.2016) παρέχει, στους Υπουργούς Οικονομίας, Ανάπτυξης, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Υγείας την εξουσία να καθορίσουν με απόφασή τους τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και κάθε άλλο θέμα σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη – πέραν του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδική κατά το μέρος που αναφέρεται στη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, αφού τα θέματα αυτά δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο – δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιέχει τη βασική ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, ώστε αυτό να μπορεί να ρυθμισθεί με υπουργική απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα. Ειδικότερα, η νομοθεσία που διέπει την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος και τη λειτουργία των φαρμακείων εν γένει διαλαμβάνει μεν διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, πλην μετά την αντικατάσταση, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη, των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 1963/1991, με τις οποίες καθορίζονταν οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, καθώς και με την κατάργηση με το στοιχείο 17 της υποπαραγράφου Δ12 της ίδιας εξουσιοδοτικής διατάξεως, του άρθρου 6 του ν. 328/1976, ουδεμία νομοθετική διάταξη καταλείπεται, η οποία να ρυθμίζει, σε γενικό, έστω, πλαίσιο το θέμα αυτό. Το θέμα δε αυτό, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αφού, όπως έχει γίνει δεκτό, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας- όπως είναι και η άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού- επιτρέπεται μόνον σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει, σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, ότι είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ 1790/2016, 1634/2009, 2267/2005 επταμ) ενόψει και του ότι τα φαρμακεία αποτελούν ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η εμπορική εκμετάλλευση με την υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα (ΣτΕ 228-29, 420-24/2014 Ολομ.). Εξ άλλου, από την νομοθεσία [περί φαρμακείων] προκύπτει ότι τα της ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, καθώς και τα ζητήματα λειτουργίας και δεοντολογίας ρυθμίζονταν με τυπικούς νόμους ή το πολύ με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα κατ’εξουσιοδότηση νόμου. Συνεπώς, το θέμα αυτό δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως με υπουργική απόφαση, διότι δεν παρέχεται προς τούτο νόμιμη εξουσιοδότηση από την διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος Δ υποπαράγραφος Δ12, στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 ή από άλλη διάταξη νόμου που να ρυθμίζει το θέμα αυτό έστω και σε γενικό πλαίσιο και, κατ’ ακολουθίαν, το θέμα τούτο ρυθμιζόμενο πριν με διάταξη νόμου (το αντικατασταθέν άρθρο 1 του ν. 1963/1991 και το καταργηθέν άρθρο 6 του ν. 328/1976) θα μπορούσε, επιτρεπτώς, να ρυθμισθεί μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, ερειδόμενο επί νομίμου, κατά τα προεκτεθέντα νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και μετά από επεξεργασία αυτού από το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1749/2016). Δεν μπορεί δε, τέλος, να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της υπουργικής αυτής αποφάσεως το άρθρο 3 του ίδιου νόμου 4336/2015, με το οποίο κυρώνεται η Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των δανειστών, όπου προβλέπεται ρητή υποχρέωση της Χώρας να καταργήσει το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων, διότι με την διάταξη αυτή απλώς αναλαμβάνεται υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων ρυθμίσεων, οι οποίες όμως πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους κανόνες νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που προβλέπει το Σύνταγμα, αφού η ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων από την Χώρα δεν αναιρεί και την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών κανόνων περί νομοθετήσεως, ούτε μπορεί να καταστεί συγκεκριμένη η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη με παραπομπή σε συνοδευτικά του εξουσιοδοτικού νομοθετήματος κείμενα. Κατόπιν τούτου η κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. Δ υποπαρ. Δ12 στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 προσβαλλόμενη απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υγείας είναι ανίσχυρη, διότι έχει εκδοθεί από αναρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο. Για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει, μάλιστα του ότι το αντικείμενο της ρυθμίσεως αναφέρεται στους όρους ασκήσεως επαγγέλματος, οι οποίοι δεν θα πρέπει να παραμένουν επί μακρόν σε εκκρεμότητα προς βλάβη των ενδιαφερομένων, αλλά και των πολιτών για τους οποίους υπάρχει υποχρέωση παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας, όπως αναφέρεται ανωτέρω δεν είναι δυνατή η εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 3 α του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) περί μη ακυρώσεως της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως και χορηγήσεως στην Διοίκηση προθεσμίας προς έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος
12. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθετη μειοψηφία: Kατά την γνώμη των Συμβούλων Κ. Κουσούλη και Μ. Πικραμένου στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτήθηκε στον N. 3845/2010 (Α΄ 65), προβλέφθηκε ότι “Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, θα απελευθερωθούν κλειστά επαγγέλματα με την μείωση των καθορισμένων αμοιβών και άλλων περιορισμών για τους δικηγόρους, τα φαρμακεία, τους συμβολαιογράφους, τους μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες, τις οδικές μεταφορές και τους λογιστές “(Κεφάλαιο ΙΙΙ, γ, στοιχείο 22). Περαιτέρω, στο προσαρτημένο στον ίδιο νόμο, από 3.5.2010 Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προυποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής αναφέρεται ότι “ Η κυβέρνηση θα προτείνει νομοθεσία για την άρση των περιορισμών σε κλειστά επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένων … του φαρμακευτικού επαγγέλματος, σχετικά με τον περιορισμό του αριθμού των φαρμακείων και το ελάχιστο περιθώριο κέρδους… “(παρ. 3, ιιι). Στη συνέχεια στην από 12.7.2015 Δήλωση της Συνόδου για το Ευρώ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα δεσμεύεται μέχρι 22.7.2015 “να προχωρήσει σε πιό φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προιόντων με σαφές χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση όλων των συστάσεων της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ 1, μεταξύ άλλων για την λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων την Κυριακή, τις περιόδους εκπτώσεων, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, το γάλα και τα αρτοποιεία, εκτός από τις συστάσεις για τα μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φαρμακευτικά προιόντα, οι οποίες θα εφαρμοστούν σε επόμενο στάδιο… “Ειδικότερα, στην ανωτέρω εργαλειοθήκη (Toolkit) προτείνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής, σε σχέση με τα φαρμακεία “Προτείνουμε την κατάργηση των διατάξεων για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων. Η ελληνική νομοθεσία περί φαρμακείων θέτει ως στόχο της την προστασία των καταναλωτών από την ανεξέλεγκτη διαθεσιμότητα των φαρμάκων. Για το λόγο αυτό οι φαρμακοποιοί εξουσιοδοτούνται να παρέχουν ένα εύρος υπηρεσιών, που περιλαμβάνει την χορήγηση συνταγογραφούμενων φαρμάκων, την ασφαλή και προστατευμένη αποθήκευση των φαρμάκων, καθώς επίσης και την παροχή συμβουλών για τη σωστή χρήση των φαρμάκων. Η παροχή των ανωτέρω συμβουλών θεωρείται σημαντική προυπόθεση για την φαρμακευτική θεραπεία των ασθενών, ιδιαίτερα επειδή στις αραιοκατοικημένες περιοχές οι φαρμακοποιοί αποτελούν το πρώτο σημείο επαφής με τους ασθενείς. Ο σκοπός του νόμου μπορεί να επιτευχθεί με την απαίτηση η διάθεση των φαρμάκων να γίνεται από φαρμακοποιό. Αυτή η προϋπόθεση μπορεί να ικανοποιηθεί ανεξάρτητα από τη ιδιοκτησία του φαρμακείου. Η κατάργηση των διατάξεων περί ιδιοκτησίας θα επιτρέψει την ανάπτυξη φαρμακευτικών αλυσίδων λιανικής πώλησης που δεν θα ανήκουν ιδιοκτησιακά ή δεν θα διοικούνται από φαρμακοποιούς. Οι μη φαρμακοποιοί πωλητές λιανικής μπορεί να αναμένεται να προκαλέσουν αύξηση του ανταγωνισμού ως προς την διαθεσιμότητα και την τιμή (κυρίως σε μη φαρμακευτικά προϊόντα) μέσω της διάθεσης μιας πιό διευρυμένης γκάμας συμπληρωματικών προϊόντων, όπως συμπληρωμάτων διατροφής, καλλυντικών και βρεφικών προϊόντων. Οι αλυσίδες φαρμακείων αναμένεται να λειτουργήσουν κυρίως σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Τα ζητήματα δημόσιας υγείας πρέπει να θεωρηθούν αμελητέα, καθώς οι προσλαμβανόμενοι φαρμακοποιοί θα επιβλέπουν την διάθεση των φαρμάκων. Επιπλέον θα προκύψουν ευκαιρίες απασχόλησης, δεδομένου ότι οι αλυσίδες φαρμακείων έχουν την δυνατότητα να προσλαμβάνουν μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού σε σύγκριση με ένα μικρό ή μεσαίου μεγέθους φαρμακείο. Τέλος, οι αλυσίδες φαρμακείων μπορούν να αξιοποιήσουν οικονομίες κλίμακας, οι οποίες μπορούν να έχουν επίπτωση σε προϊόντα, των οποίων η τιμή δεν είναι ρυθμιζόμενη, και είναι σε θέση να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματική διαχείριση των αποθεμάτων τους σε σχέση με ένα ανεξάρτητο, από άποψη ιδιοκτησίας, φαρμακείο. Προτείνουμε να καταργηθεί η διάταξη του νόμου, σύμφωνα με την οποία η ιδιοκτησία του φαρμακείου περιορίζεται μόνο σε φαρμακοποιούς. Εν τούτοις για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας ο νόμος πρέπει να διευκρινίζει ότι φαρμακοποιός ή φαρμακοποιοί θα έχει/ έχουν την ευθύνη για την χορήγηση φαρμάκων ως εποπτεύων/ εποπτεύοντες. Ως εκ τούτου, πρέπει επίσης να καταργηθούν όλες οι διατάξεις του νόμου που αφορούν την εταιρική συνεργασία μεταξύ φαρμακοποιών… “(OECD Competition Assesment Reviews Greece, OECD 2014, σελ.113, σε απόδοση στην ελληνική). Ακολούθως στην Σύμβαση Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαικό Μηχανισμό Σταθερότητας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρ 3 του ν.4336/2015, προσαρτήθηκε ως αναπόσπαστο τμήμα της (παράγραφος Γ άρθρου 3) η Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Στη Συμφωνία αυτή (στοιχείο 4. Διαρθρωτικές πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. 4.2. Αγορές προιόντων και επιχειρηματικό περιβάλλον) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι “Ως προαπαιτούμενα, οι (ελληνικές) αρχές θα θεσπίσουν νομοθεσία με σκοπό i. να υλοποιήσουν όλες τις εκκρεμείς συστάσεις της εργαλειοθήκης ανταγωνισμού Ι του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση τα μη συνταγογραφούμενα φαρμακευτικά προιόντα, τη λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων την Κυριακή, τα υλικά οικοδομών και μία διάταξη για τα τρόφιμα και σημαντικό αριθμό συστάσεων της εργαλειοθήκης ΙΙ του ΟΟΣΑ σχετικά με τα ποτά και τα προιόντα πετρελαίου… Έως τον Δεκέμβριο του 2015, οι αρχές θα θεσπίσουν νομοθεσία για να εφαρμόσουν την σύσταση του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνεται στην εργαλειοθήκη για τον ανταγωνισμό Ι όσον αφορά τα φαρμακευτικά προϊόντα, με ισχύ από τον Ιούνιο του 2016 (βασικό παραδοτέο). ”Σε συνάφεια προς τα ανωτέρω, στην Έκθεση Συνεπειών Ρύθμισης επί του σχεδίου του νόμου 4336/2015 (ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α3 ΡΥΘΜΙΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, 3) διαλαμβάνονται τα εξής, τα οποία, αδιαμφισβητήτως στοιχούν στις ρυθμίσεις που επιχειρούνται με τις διατάξεις των στοιχείων 17 και 18 της παρ. Δ υποπαρ. Δ12 του ν. 4336/2015 “3. Με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργείται η υποχρέωση κατοχής πτυχίου φαρμακοποιού και άδειας άσκησης επαγγέλματος, καθώς και οποιουδήποτε άλλου περιορισμού, πλην του σχετικού με τα πληθυσμιακά όρια, ως προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων, με σκοπό την ένταση του ανταγωνισμού και την αύξηση της διάθεσης των φαρμάκων, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της τιμής των προιόντων. Εξάλλου, οι διατάξεις περί χορήγησης συνταγογραφούμενων φαρμάκων από πτυχιούχους φαρμακοποιούς διατηρούνται σε ισχύ (βλ. Άρθρο 4 ν. 1963/1991), διασφαλίζοντας την δημόσια υγεία και το συμφέρον του πολίτη. Με την ως άνω αύξηση των φαρμακείων αλυσίδων αναμένεται η αύξηση ζήτησης φαρμακοποιών και η καταπολέμηση της ανεργίας στον κλάδο“. Υπό τα δεδομένα αυτά, το γενικό πλαίσιο των ουσιαστικών ρυθμίσεων, οι οποίες επιχειρήθηκαν με την προσβαλλόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση ως προς τα ζητήματα άδειας λειτουργίας των φαρμακείων, περιέχεται με επαρκή σαφήνεια στις διατάξεις του άρθρου 3 του N. 4336/2015 και ειδικότερα στην κυρούμενη με αυτόν Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, όπως άλλωστε σαφώς παρατίθεται στην οικεία Έκθεση Συνεπειών Ρύθμισης που κατατέθηκε στη Βουλή. Επομένως, η παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη και πληροί τις προυποθέσεις που τίθενται από τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος Δ, υποπαράγραφος Δ12 στοιχείο 18 του ν. 4336/2015, επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, είναι αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, και το Δικαστήριο οφείλει να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Εξ άλλου, κατά την ίδια γνώμη, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι η παρασχεθείσα εξουσιοδότηση είναι αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, το Δικαστήριο οφείλει, σταθμίζοντας αφ’ ενός τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος και αφ’ ετέρου το μείζον δημόσιο συμφέρον, συνιστάμενο στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο διεθνούς σύμβασης για την οικονομική ενίσχυση της χώρας, κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 50 παρ. 3α του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να μην ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, πριν να παρασχεθεί στη Διοίκηση προθεσμία έξη μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης για να εισαγάγει τις προσβαλλόμενες ρυθμίσεις με προεδρικό διάταγμα (πρβλ. ΣτΕ 1602, 645/2016, 3959, 642, 534/2015, 4003/2014 Ολομ., 3937/2014).].
13. Τοπικά είναι τα θέματα που συνδέονται με ορισμένη τοπική κοινωνία. Έχει, συναφώς πάντως, κριθεί ότι θέματα σχετικά με την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν έχουν τοπικό χαρακτήρα, όπως και η έγκριση πολεοδομικών σχεδίων, εκτός εάν πρόκειται για εντοπισμένες τροποποιήσεις [ΣτΕ Ολ 38/2013, 1731, 1732, 2101, 2102, 4065/2012, 2381, 4619/2011, 843/2009, Ολ 3661/2005: «…σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να επιβάλλονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος…]. Δεν έχουν επίσης τοπικό χαρακτήρα η ίδρυση, η κατάργηση ή η συγχώνευση περισσοτέρων ΟΤΑ [ΣτΕ Ολ 38/2013].
14. Τεχνικό θέμα είναι ο καθορισμός των συχνοτήτων των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και οι τεχνικές προδιαγραφές τους [ΣτΕ 2501/2004, στην οποία διευκρινίζεται ότι ενόψει του ότι η επίμαχη εξουσιοδότηση αναφέρεται σε ρύθμιση τεχνικών θεμάτων, δεν απαιτείται, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να διαγράφεται στον νόμο, έστω και σε γενικές γραμμές, η εν λόγω ρύθμιση (όπως στην περίπτωση των ειδικοτέρων θεμάτων)], ο καθορισμός ανώτατων ορίων διακύμανσης των τιμών των μετοχών που είναι εισηγμένες στην κύρια ή παράλληλη αγορά του χρηματιστηρίου, ο οποίος γίνεται ανά μετοχή ή κατηγορία μετοχών με βάση το μέγεθος της εταιρίας και τον όγκο των συναλλαγών κάθε μετοχής [ΣτΕ 3495/2006].
15. Τα θέματα έχουν λεπτομερειακό χαρακτήρα, όταν για τη ρύθμισή τους αρκεί η θέσπιση δευτερευόντων κανόνων δικαίου [ΣτΕ 1283/2012]. Βλ. και ΣτΕ Ολ 2307/2014: “δεδομένου ότι τα αποσπάσματα των Μνημονίων, στα οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012, αποτελούν διατάξεις τυπικού νόμου και ρυθμίζουν (με υψηλό βαθμό πληρότητας, όπως προκύπτει και από όσα εκτίθενται στις επόμενες σκέψεις) συγκεκριμένα ζητήματα εργασιακών σχέσεων και συλλογικής αυτονομίας, η παρεχόμενη με το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής εξουσιοδότηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, έχουσα προφανώς την έννοια ότι το τελευταίο καλείται να ρυθμίσει τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, είναι ορισμένη και εγκύρως, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, παρέχεται σε διοικητικό όργανο άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας”.
16. Ενδιαφέρουσα είναι συναφώς η απόφαση ΣτΕ 4555/2013, με την οποία το Β΄Τμήμα του ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση της ΡΑΕ σχετικά με τις αριθμητικές τιμές των συντελεστών της μεθοδολογίας επιμερισμού του Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) ως ερειδόμενη σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου. Το ΕΤΜΕΑΡ αποτελεί φόρο και δεν έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 143 παρ. 2 περ. γ΄ του Ν. 4001/2011, η οποία, αφενός, αναθέτει στον Υπουργό ΠΕΚΑ να ορίσει τη μεθοδολογία διαμόρφωσης του ύψους του και, αφετέρου, παρέχει εξουσιοδότηση στη ΡΑΕ να καθορίσει τον συντελεστή του ανά κατηγορία βαρυνομένων, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος (παραπομπή στην Ολομέλεια κατά το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος) [Βλ. ΘΠΔΔ 1/2014, σ. 58, με σχόλιο Αικ. Ηλιάδου].
17. Ειδικότερο θέμα αποτελεί και η ενεργοποίηση ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης: η ενεργοποίηση μιας ουσιαστικής ρύθμισης που περιέχεται στο ίδιο το νομοθετικό κείμενο αποτελεί «ειδικότερο», κατά την έννοια τού άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, θέμα γιά την ρύθμιση του οποίου επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης προς άλλα όργανα της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον με το αρθ. 3 παρ. 4 περ. γ (τελευταίο εδάφιο) του ν.2343/1995, το αρθ. 10 παρ. 20 του ν. 2753/1999 και το αρθ. 10 παρ. 3 του ν. 2771/1999 επετράπη η επέκταση των αρμοδιοτήτων των Ελεγκτικών Κέντρων και στην έκδοση των φύλλων ελέγχου, των πράξεων προσδιορισμού φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και εξουσιοδοτήθηκε η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να ενεργοποιήσει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τη ρύθμιση αυτή, θεμιτώς από απόψεως τηρήσεως των όρων της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος εκδόθηκε η 1017350/5552/ΔΕ-Β/6.3.2001 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, με την οποία ενεργοποιήθηκε η ανωτέρω ευχέρεια (ΣτΕ 1536/2015, 63/2012). Βλ. και τις αποφάσεις ΣτΕ 1675-180/2019, όπου έχουμε συνδυασμό των εννοιών του ειδικότερου και του τεχνικού θέματος: Η εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση της τιμής των μεταβιβαζόμενων ακινήτων έχει επιτρεπτώς χορηγηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, σε διαφορετικό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όργανο της Διοίκησης (ήτοι στον Υπουργό Οικονομικών), δεδομένου ότι αφορά, αφενός, στη ρύθμιση ουσιώδους έκφανσης του “ειδικότερου”, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διάταξης, ζητήματος του προσδιορισμού των τιμών εκκίνησης των ακινήτων και, αφετέρου, σε “τεχνικό” ζήτημα, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, δεδομένου ότι ο καθορισμός της εν λόγω μεθοδολογίας προϋποθέτει την εφαρμογή εξειδικευμένων αρχών και κριτηρίων της επιστήμης (όπως των επιστημονικών κλάδων των οικονομικών και των εφαρμοσμένων μαθηματικών, συμπεριλαμβανομένης της στατιστικής και της οικονομετρίας).
18. Με την απόφαση ΣτΕ 4568/2015 κρίθηκε ότι ο λόγος ακύρωσης ότι η επιλογή τoυ κανονιστικού νομοθέτη να προβεί, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, σε υπερβολικά λεπτομερειακές ρυθμίσεις, καθορίζοντας εξαντλητικώς το περιεχόμενο του συμβατικού κειμένου και το ποσοστό της προκαταβολής καθώς και της αποζημίωσης της επιχείρησης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον καταναλωτή, συνιστά υπέρβαση των ορίων της δοθείσης νομοθετικής εξουσιοδότησης, με την οποία χορηγήθηκε στη Διοίκηση η αρμοδιότητα να προσδιορίσει τις γενικές μόνο κατευθύνσεις των όρων των σχετικών συμβάσεων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις εμπίπτουν στο νοηματικό περιεχόμενο του αντικειμένου της εξουσιοδότησης («τύπος και όροι των συμβάσεων»), ενώ άλλωστε το γεγονός ότι οι σχετικές ρυθμίσεις είναι λεπτομερειακές είναι συμβατό τόσο με τη φύση της κατά την παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος αρμοδιότητας της Διοίκησης να θέτει πρωτοτύπως, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, κανόνες δικαίου, όσο και με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης εξουσιοδότησης της παρ. 9 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994, όπου ρητώς αναφέρεται ότι με την οικεία υπουργική απόφαση μπορεί να ρυθμιστεί «και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια». Περαιτέρω, ο λόγος ακύρωσης ότι τα εν λόγω θέματα δεν συνιστούν πάντως περιεχόμενο της οδηγίας 2005/29/ΕΚ που μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τον ν. 3587/2007 είναι απορριπτέος, καθώς οι διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελούν ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 931/2010), οι οποίες δεν επαναλαμβάνουν της ρυθμίσεις της οδηγίας, δεδομένου άλλωστε ότι η εν λόγω οδηγία δεν εμποδίζει τον εσωτερικό νομοθέτη να θεσπίσει για τα ζητήματα αυτά επιπλέον αυστηρότερες διατάξεις.
ββ. Γενική
19. Η παράγραφος 4 του άρθρου 43 προβλέπει την παροχή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκτεταμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης με νόμους που καθορίζουν σε γενικό πλαίσιο τα θέματα τα οποία θα ρυθμιστούν με κανονιστικά διατάγματα [“Με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ’ αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Με τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης.” ]. Στην περίπτωση αυτή, ο εξουσιοδοτικός νόμος, που ονομάζεται νόμος-πλαίσιο, προέρχεται από την Ολομέλεια της Βουλής και πρέπει να καθορίζει τις γενικές γραμμές και κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει η Διοίκηση κατά τη ρύθμιση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στην εξουσιοδότηση καθώς και τα χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης [ΣτΕ 3947/2002. Μετά την πάροδο του χρονικού ορίου που προβλέπεται στον εξουσιοδοτικό νόμο-πλαίσιο δεν είναι πλέον δυνατή η χρήση της νομοθετικής εξουσιοδότησης ούτε για την τροποποίηση διατάξεων προεδρικού διατάγματος που έχει εκδοθεί δυνάμει αυτής. Η τροποποίηση είναι δυνατή είτε με τυπικό νόμο είτε με διάταγμα εκδιδόμενο δυνάμει νεότερης νομοθετικής εξουσιοδότησης (βλ. ΠΕ 606/1982)], δηλαδή για την έκδοση των σχετικών κανονιστικών πράξεων. Σε αντιδιαστολή προς τη γενική εξουσιοδότηση της παραγράφου 4, για την εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 δεν απαιτείται χρονικός περιορισμός, εκτός εάν αυτός είναι αναγκαίο στοιχείο για να θεωρηθεί η εξουσιοδότηση ορισμένη. Βλ. ΣτΕ 3790/1990: “Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 43 παρ. 4 του Συντάγματος, εάν έχει ψηφισθεί νόμος περιέχων τα ανωτέρω εξουσιοδοτικά στοιχεία και μεταγενεστέρως εξέπνευσαν τα από τον ίδιο τεθέντα για την χρήση του χρονικά όρια, τα στοιχεία αυτά είναι δυνατόν να αναβιώσουν με την ψήφιση νεοτέρου νόμου περιέχοντος διάταξη περί αναβιώσεως μόνο των ανωτέρω χρονικών ορίων, χωρίς να απαιτείται και η επανάληψη των λοιπών και περιεχομένων ήδη στον αρχικό νόμο εξουσιοδοτικών στοιχείων”. Η επιλογή από το νομοθέτη της μορφής εξουσιοδοτήσεως παρεχομένης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για θέσπιση κανόνων δικαίου, δηλαδή η κρίση σχετικά με το ζήτημα αν θα ανατεθεί στην εκτελεστική λειτουργία κανονιστική αρμοδιότητα βάσει της παραγράφου 4 ή της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (ΣτΕ 3748/2008).
γγ. Κύρωση κανονιστικής πράξης
20. Οι κανόνες που θέτει η Διοίκηση βάσει της κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστικής της αρμοδιότητας πρέπει να βρίσκονται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης. Τούτο σημαίνει, αφενός, ότι καλύπτουν μόνο τα θέματα για τα οποία παρεσχέθη κανονιστική αρμοδιότητα και, αφετέρου, ότι βρίσκονται σε αρμονία με τους κανόνες του εξουσιοδοτικού νόμου. Σε περίπτωση παράβασης της πρώτης υποχρέωσης συντρέχει υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Γίνεται δεκτό συναφώς ότι ο νόμος που κυρώνει αναδρομικά κανονιστική διοικητική πράξη η οποία εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή καθ’υπέρβαση αυτής είναι ανίσχυρος καθό μέρος ισχυροποιεί αναδρομικά τον κανόνα δικαίου που αυτή έθεσε κατά παράβαση του Συντάγματος, ενώ δεν θίγεται η ισχύς του νόμου για το μέλλον. Επομένως, η κυρούμενη πράξη παραμένει διοικητική μέχρι την έναρξη ισχύος του κυρωτικού νόμου και υπόκειται στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ 3268, 2138/2001, 543/1999, Ολ 3596, 3597/1991. Βλ. συναφώς Ε. Βενιζέλου, Η στροφή της νομολογίας στο ζήτημα της νομοθετικής κύρωσης παράνομων κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 3596/91), ΤοΣ 1992, σ. 39, Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Η παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στις ακυρωτικές διοικητικές διαφορές, μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων (η εξέλιξη της νομολογίας του ΣτΕ), εις Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου/Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 171, Ο. Παπαδοπούλου, Νομοθετική κύρωση κανονιστικών πράξεων: το χρονικό της νομολογιακής μεταστροφής, ΤοΣ 1992, σ. 51]. Εάν οι διατάξεις της κανονιστικής πράξης θεσπισθούν κατά παράβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης, είναι ακυρωτέες. Η νομολογία δέχεται συναφώς ότι ο νόμος που κυρώνει αναδρομικά κανονιστική απόφαση που έχει μεν εκδοθεί εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης αλλά κατά παράβαση αυτής είναι, κατ’ αρχήν, ισχυρός και ως προς την αναδρομική του ισχύ, που ανατρέχει στον χρόνο δημοσίευσης της κυρουμένης απόφασης. Η αναδρομική όμως αυτή ισχύς δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς δίκες, στις οποίες το κύρος της εν λόγω απόφασης ελέγχεται είτε ευθέως είτε παρεμπιπτόντως, επ’ ευκαιρία προσβολής ατομικής πράξης στηριζομένης σε αυτήν, διότι αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη στις δίκες, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος [ΣτΕ Ολ 3633/2004, ΣτΕ 338/2010].
δδ. Τυπική ισχύς
21. Από άποψη τυπικής ισχύος, οι κανόνες που θεσπίζονται με τις κανονιστικές πράξεις είναι ισοδύναμες προς τους κανόνες που θεσπίζει ο κοινός νομοθέτης. Είναι μάλιστα δυνατόν, όταν αυτό προβλέπεται ρητώς από την εξουσιοδοτική διάταξη ή συνάγεται σαφώς από αυτή, οι κανονιστικές πράξεις να τροποποιούν ή να καταργούν ευθέως ή εμμέσως, δηλαδή με ρύθμιση διαφορετικού περιεχομένου, νομοθετικές διατάξεις. Περαιτέρω, είναι δυνατόν να θεσπίζουν αποκλίσεις από γενικές αρχές του δικαίου και να έχουν αναδρομική ισχύ, εάν αυτό επιτρέπεται ρητώς από την εξουσιοδοτική διάταξη. Οι κανόνες που θεσπίζονται με κανονιστική πράξη μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν μόνον από διατάξεις νεότερων ομοίων πράξεων, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται η σχετική κανονιστική αρμοδιότητα [Κατά τον Ε. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, όπ.π., αρ. περ. 173, η κατάργηση των κανονιστικών πράξεων επιτρέπεται ελεύθερα εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η νομοθετική εξουσιοδότηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η καταργούμενη πράξη ή βάσει νεότερης νομοθετικής εξουσιοδότησης], ή από διατάξεις νεότερων νομοθετικών πράξεων [βλ. το άρθρο 12 του Ν. 4014/2011, Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 55 παρ. 3 του Ν. 4042/2012 (ΦΕΚ Α΄ 24). Επίσης άρθρο 2 του Ν. 3895/2010, Κατάργηση-συγχώνευση υπηρεσιών, οργανισμών και φορέων του δημόσιου τομέα (ΦΕΚ Α΄ 206), με το οποίο καταργείται το π.δ. 189/1996 (ΦΕΚ Α΄ 152) σχετικά με τη σύσταση και λειτουργία της Εταιρείας Διαχείρισης και Ανάπτυξης Τεχνολογικού Πάρκου Αττικής “Λεύκιππος Α.Ε.”, καθώς και το άρθρο 8 του ιδίου νόμου, με το οποίο καταργούνται το π.δ. 89/2004 (ΦΕΚ Α΄ 68) και οι υπουργικές αποφάσεις 397741/27.9.2001 (ΦΕΚ Β΄ 1289), 273789/27.7.2004 (ΦΕΚ Β΄ 1191) και 265249/17.3.2006 (ΦΕΚ Β΄ 390)] ή κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει νεότερης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η απλή κατάργηση της εξουσιοδοτικής διάταξης τυπικού νόμου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την κατάργηση των κανονιστικών πράξεων που εκδοθηκαν βάσει αυτής, εάν δεν προκύπτει σαφής περί τούτου βούληση του νεότερου νομοθέτη [ΣτΕ 2., 2361/2011, 1965/2010, 3893/2007, 2260/2005, 3881/2004, ΓΝΜΔ ΝΣΚ 141/2012].
εε. Τρόπος άσκησης
22. Η εξουσιοδοτική διάταξη μπορεί να προβλέπει εφάπαξ άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι δυνατή η τροποποίηση ή κατάργηση των διατάξεων που εκδόθηκαν βάσει της ίδιας νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εάν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στην εξουσιοδοτική διάταξη, η κανονιστική αρμοδιότητα μπορεί να ασκηθεί κατ’επανάληψη. Περαιτέρω, η χρήση της νομοθετικής εξουσιοδότησης απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εξουσιοδοτούμενου οργάνου, το οποίο και μόνο μπορεί να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα της έκδοσης των κανονιστικών πράξεων. Εξαίρεση από την αρχή της διακριτικής ευχέρειας υπάρχει σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, όταν η εξουσιοδοτική διάταξη επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση έκδοσης της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει ευθέως και αμέσως ένα δικαίωμα των πολιτών, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος [ΣτΕ 211/2006. Η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση δεν επιτρέπεται να ματαιώνει το δικαίωμα αυτό, είτε με ρητές πράξεις της είτε με παράλειψη έκδοσης πράξεων. Η σχετική περί τούτου υποχρέωση της Διοικήσεως προκύπτει πέραν των ανωτέρω και από την διατύπωση των σχετικών εξουσιοδοτικών διατάξεων, στις οποίες χρησιμοποιείται η οριστική των ρηματικών τύπων (π.χ. «καθορίζονται» ), σε αντίθεση με τη διατύπωση που ακολουθείται σε άλλες εξουσιοδοτικές διατάξεις (όπου χρησιμοποιείται η φράση «δύναται να…»)]. Δεύτερον, όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, της οικονομικής ελευθερίας ή των επαγγελματικών δικαιωμάτων (ΣτΕ Ολ 3749 (ΣτΕ 3749/2013 Ολομ., 1849/2009 Ολομ., 1430/1981 Ολομ.). Ειδικότερη περίπτωση της πρώτης εξαίρεσης αποτελεί η μη έκδοση της κανονιστικής απόφασης, όταν αυτή οδηγεί ουσιαστικά στην αδρανοποίηση της σαφώς εκπεφρασμένης στο νόμο βούλησης του νομοθέτη να ρυθμίσει ένα συγκεκριμένο ζήτημα, η ρύθμιση του οποίου μόνο με την έκδοση της εν λόγω κανονιστικής πράξης μπορεί να ολοκληρωθεί, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα, για τη λειτουργία του οποίου δεσμεύθηκε ο νομοθέτης. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη δε της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι μη νόμιμη (ΣτΕ 303/2017).
στστ. Υπεξουσιοδότηση
23. Η ανάθεση από το εξουσιοδοτούμενο όργανο σε άλλο διοικητικό όργανο της άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας που του έχει χορηγηθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση απαγορεύεται, εκτός εάν υπάρχει ρητή πρόβλεψη περί του αντιθέτου στον εξουσιοδοτικό νόμο. Δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση η ανάθεση, από την κανονιστική πράξη, σε άλλα όργανα της ρύθμισης επουσιωδών θεμάτων, θεμάτων τοπικού ενδιαφέροντος και εντελώς λεπτομερειακού χαρακτήρα [ΣτΕ 686/2009: η πράξη του αιρετού Νομάρχη με την οποία καθορίζεται περιοχή κοινής λειτουργίας επιβατηγών δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτων δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 5 περ. γ΄ του πδ 244/1997, φέρει χαρακτήρα κανονιστικό και εκδίδεται κατ’ επιτρεπτή υπεξουσιοδότηση που παρέχεται με την ανωτέρω διάταξη. Βλ. και ΣτΕ 2415/2007, 959/2003, ΣτΕ 4199/1997], καθώς και θεμάτων εσωτερικής φύσης, όπως η διάρθρωση των υπηρεσιακών μονάδων σε γραφεία και ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτά ρυθμίζονται κατά βάση με την κανονιστική πράξη. Βλ. και ΣτΕ Ολ 2148/2015: με τη διάταξη της παραγράφου 7 της προσβαλλόμενης πράξης [ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 178/19.2.2002), η οποία τιτλοφορείται «Οργάνωση και Λειτουργία Ειδικών Λογαριασμών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ σύμφωνα με τον Ν. 2817/2000» και με την οποία ρυθμίζεται η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης στον οικείο ειδικό λογαριασμό των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. των κρατήσεων με τις οποίες επιβαρύνονται οι αμοιβές των μελών ΔΕΠ των Α.Ε.Ι. πλήρους απασχόλησης και των μελών ΕΠ των Τ.Ε.Ι. πλήρους απασχόλησης] παρέχεται αρμοδιότητα στην Επιτροπή Διαχείρισης του οικείου ΕΛΚΕ για τον καθορισμό του χρόνου απόδοσης των κρατήσεων, χωρίς να προβλέπεται από τη νομοθετική εξουσιοδότηση η δυνατότητα παροχής υπεξουσιοδότησης σε άλλο όργανο της Διοίκησης για την έκδοση κανονιστικής πράξης. Δεδομένου, όμως, ότι με την ανωτέρω διάταξη (παρ. 7) καθορίζεται το χρονικό διάστημα απόδοσης του ποσοστού των κρατήσεων στον οικείο ΕΛΚΕ υπό μορφή πλαισίου, με ανώτατο όριο το εξάμηνο (βλ. σκέψη 7), ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου τούτου κατά ΑΕΙ αποτελεί, πράγματι, λεπτομερειακό ζήτημα της διαδικασίας είσπραξης των κρατήσεων. Συνεπώς, η ανάθεση στην Επιτροπή Διαχείρισης του οικείου ΕΛΚΕ της αρμοδιότητας να εκδώσει απόφαση για τον προσδιορισμό του πιο πάνω χρόνου δεν συνιστά ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση (πρβλ. ΠΕ 132/2008, 151/2007).
ζζ. Αντικείμενο της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης
24. Αντικείμενο της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης αποτελεί κάθε θέμα το οποίο μπορεί να ρυθμιστεί με πράξη του νομοθετικού οργάνου, όπως η πρόβλεψη εγκλημάτων και ποινών, εκτός από εκείνα που εξαιρούνται από τη νομοθετική εξουσιοδότηση με ρητή συνταγματική διάταξη ή των οποίων η εξαίρεση προκύπτει σαφώς από τις συνταγματικές διατάξεις. Τέτοιες εξαιρέσεις προβλέπονται στα άρθρα 27 (μεταβολή των ορίων της επικράτειας και παρουσία ξένης στρατιωτικής δύναμης στην επικράτεια), 28 παρ. 2 και 3 (αναγνώριση αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών και περιορισμοί στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας), 33 παρ. 3 (καθορισμός της χορηγίας προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας), 36 παρ. 2 και 4 (κύρωση των διεθνών συνθηκών), 47 παρ. 3 (παροχή αμνηστίας), 51 παρ. 1 (αριθμός των βουλευτών), 54 παρ. 1 (εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες), 77 παρ. 1 (αυθεντική ερμηνεία των νόμων), 78 (φορολογία, φορολογικές απαλλαγές και απονομή συντάξεων) και 79 (ψήφιση του προϋπολογισμού). Τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της εκτεταμένης εξουσιοδότησης του άρθρου 43 παρ. 4, αλλά μόνο της ειδικής εξουσιοδότησης της παραγράφου 2.
Βλ., ενδεικτικά, Χρ. Μουκίου, Η κανονιστική αρμοδιότητα της διοίκησης. Υπό το πρίσμα νεότερων νομολογιακών εξελίξεων, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004. Ε. Μουργιά, Σκέψεις για τον κανόνα δικαίου ως γνώρισμα της κανονιστικής διοικητικής πράξης. Με αφορμή δύο περιπτώσεις από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΤιμΤομ ΣτΕ 75 Χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σ. 727