Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Ο χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης στο δίκαιο της Ένωσης (CE ass. 19 juillet 2017, ANODE)

Ο χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης στο δίκαιο της Ένωσης (G. Odinet/S. Roussel, La modulation dans le temps des effets de l’annulation d’un acte contraire au droit de l’Union, AJDA 2017, σ. 1879. CE ass. 19 juillet 2017, ANODE)

1.H αξιοποίηση από τον εθνικό δικαστή της εξουσίας περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης που οφείλεται στην αντίθεση της προσβαλλόμενης πράξης προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείωσε εξαιρετική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, ευνοώντας τον δυναμικό και γόνιμο διάλογο των εθνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ. Αδιανόητη  μέχρι πριν λίγο λόγω των στρεβλώσεων που θα μπορούσε να προκαλέσει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και στην επιταγή της ομοιόμορφης εφαρμογής του, η ευχέρεια αυτή αναγνωρίστηκε από το ίδιο το ΔΕΕ, με την ευκαιρία σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων των κρατών μελών, όλως κατ’εξαίρεση και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις Winner Wetten [1]. Το Conseil d’Etat έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής, με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Association nationale des opérateurs détaillants en énergie (ANODE), της Ολομέλειάς του. Αφού διαπίστωσε ότι η νομική βάση του διατάγματος 2013-400 της 6ης Μαΐου 2013 σχετικά με τα προκαθορισμένα τιμολόγια πώλησης φυσικού αερίου ήταν ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ [2], το Conseil d’Etat ακύρωσε το επίδικο διάταγμα κρίνοντας οριστικά, με την επιφύλαξη των ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν κατά την ημερομηνία της απόφασής του, τα προηγούμενα αποτελέσματα που αυτό παρήγαγε, χωρίς να υποβάλει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα ως προς τη χρήση της εν λόγω εξουσίας χρονικού περιορισμού αποτελεσμάτων της ακυρωτικής του απόφασης. Όπως επισημάνθηκε, φαίνεται ότι η σιωπή του ΔΕΕ ως προς το ζήτημα του  περιορισμού εξομοιώνεται, κατά το Conseil d’Etat, με σιωπηρή άδεια να προβεί στον περιορισμό [3].

Ι. Αντίθεση της προσβαλλόμενης πράξης προς το δίκαιο της Ένωσης

 Α. Τα προκαθορισμένα τιμολόγια πώλησης φυσικού αερίου

2. Χάρη στη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς λιανικής πώλησης του αερίου που πραγματοποιήθηκε με τις οδηγίες 98/30/ΕΚ της 22ας Ιουνίου 1998 και 2003/55/ΕΚ της 26ης Ιουνίου 2003, οι Γάλλοι καταναλωτές είναι ελεύθεροι, από την 1η Ιουλίου 2007, να επιλέξουν τον προμηθευτή φυσικού αερίου της αρεσκείας τους (Κώδικας ενέργειας [Code de l’ énergie], άρθρο L. 441-1). Ο νομοθέτης θέλησε, πάντως, να διατηρήσει την εφαρμογή των προκαθορισμένων τιμολογίων πώλησης φυσικού αερίου, τα οποία οι ιστορικοί προμηθευτές έχουν την υποχρέωση να προτείνουν στους  καταναλωτές στις ζώνες που εξυπηρετούν. Τα άρθρα L. 445-1 επ. του Κώδικα ενέργειας ορίζουν συναφώς τις πρακτικές λεπτομέρειες. Αυτές εξειδικεύθηκαν με αποφάσεις των αρμοδίων υπουργών (οικονομίας και ενέργειας) κατόπιν γνώμης της Commission de régulation de l’énergie (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, άρθρο L. 445-2) και καλύπτουν το σύνολο των δαπανών οι οποίες συνδέονται με την προμήθεια και τις οποίες φέρουν οι ιστορικοί παραγωγοί αερίου, έχουν δε εναρμονιστεί στις αντίστοιχες ζώνες εξυπηρέτησης  των διαφόρων διαχειριστών δικτύων διανομής (άρθρο L. 445-3). Το διάταγμα 2009-1603 της 18ης Δεκεμβρίου 2009, τροποποιηθέν με το διάταγμα 2013-400 της 16ης Μαΐου 2013, διευκρινίζει τους κανόνες καθορισμού των τιμολογίων αυτών, ιδίως τη δαπάνη που υφίστανται οι ιστορικοί προμηθευτές και την οποία πρέπει να καλύψουν.

3.Συνήθης διάδικος στις διαφορές που ανακύπτουν στον τομέα των τιμών του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, η Association nationale des opérateurs en énergie (ANODE), επαγγελματική συνδικαλιστική ένωση που εκπροσωπεί τους εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας, προσέφυγε στο Conseil dEtat με αίτηση ακύρωσης κατά του ως άνω διατάγματος. Το πρώτο από τα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η Ολομέλεια (assemblée du contentieux) στο πλαίσιο της διαφοράς αφορούσε τη συμβατότητα των άρθρων L. 445-1 έως L. 445-4 του Κώδικα ενέργειας, πυλώνα του γαλλικού συστήματος προκαθορισμένων τιμολογίων πώλησης φυσικού αερίου, προς τον σκοπό της απελευθέρωσης της αγοράς αερίου που θέτει η οδηγία 2009/73/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ. Αν και το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής δεν αποκλείει κάθε κρατική επέμβαση στην αγορά, εφεξής ανταγωνιστική, του φυσικού αερίου, οι προϋποθέσεις της επέμβασης αυτής οριοθετούνται πολύ αυστηρά: η παράγραφος 2 δέχεται ότι μπορούν να επιβληθούν στις επιχειρήσεις που λειτουργούν στον τομέα του αερίου, προς το γενικό συμφέρον, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, οι οποίες μπορούν να αφορούν, μεταξύ άλλων, τις τιμές παροχής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές ορίζονται σαφώς, είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές.

4. Παραδόξως, η ANODE δεν είχε ποτέ μέχρι τότε, στις συστηματικές ένδικες διαφορές με αντικείμενο τις ετήσιες υπουργικές αποφάσεις που καθορίζουν τα τιμολόγια, εντάξει τη διαφορά στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, παρά τις επισημάνσεις ως προς τη συμβατότητα του γαλλικού συστήματος προς το ευρωπαϊκό (βλ. ιδίως την γνώμη της Autorité de la concurrence n° 13-A-09 της 25ης Μαρτίου 2013 που αφορούσε ακριβώς το σχέδιο διατάγματος που προσέβαλε η ANODE). Ο πρώτος δικαστικός έλεγχος της διαφοράς, το 2014, κατέληξε στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ [4]: το 9ο και το 10ο τμήμα του Conseil d’Etat, δικάζοντας από κοινού, έκριναν ότι δεν έχουν διαφωτιστεί επαρκώς από την απόφαση του τμήματος μείζονος σύνθεσης του ΔΕΕ στην υπόθεση Federutility [5], που εκδόθηκε επί προδικαστικής παραπομπής ιταλικού δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ. Έτσι, με την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016 [6], το ΔΕΕ έκρινε, ότι το άρθρο 3 παρ. 2 της οδηγίας 2009/73, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 14 και 106 ΣΛΕΕ καθώς και του πρωτοκόλλου 26, έχει την έννοια ότι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκτιμούν αν, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, πρέπει να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στον τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας όσον αφορά την τιμή παροχής φυσικού αερίου προκειμένου, μεταξύ άλλων, να κατοχυρώσουν την ασφάλεια του εφοδιασμού και την εδαφική συνοχή, με την επιφύλαξη ότι, αφενός, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 της εν λόγω οδηγίας και, ιδίως, η προϋπόθεση οι υποχρεώσεις αυτές να μην εισάγουν διακρίσεις και, αφετέρου, η επιβολή των υποχρεώσεων αυτών τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Το άρθρο 3 παρ. 2 της οδηγίας 2009/73 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο αυτό μέθοδος καθορισμού της τιμής στηριζόμενη στη συνεκτίμηση του κόστους, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή της μεθόδου αυτής δεν έχει ως συνέπεια να βαίνει η κρατική παρέμβαση πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών γενικού οικονομικού συμφέροντος που επιδιώκει. Η πρωτοβουλία ανήκει στο εξής στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έπρεπε να λάβει οριστικά θέση ως προς το μέλλον των προκαθορισμένων τιμολογίων πώλησης φυσικού αερίου à la française.

Β. Σκοπός γενικού οικονομικού συμφέροντος;

5. Με τις αποφάσεις Federutility και ANODE, στις οποίες παραπέμπει η απόφαση του Conseil d’Etat της 17ης Ιουλίου 2017 (σκέψεις 7 έως 9), το ΔΕΕ έκρινε ότι ένα σύστημα όπως το ισχύον στη Γαλλία, συνιστά από τη φύση του εμπόδιο στη δημιουργία ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου. Αποδέχεται, πάντως, τη ρύθμιση των τιμών προμήθειας του αερίου, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεν θίγει τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών παρά μόνο στο αναγκαίο μέτρο για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού και, ιδίως, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, προβλέπει υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές. Επιλαμβανόμενο εκ νέου, κατόπιν της απόφασης του ΔΕΕ, το Conseil d’Etat διαπίστωσε ότι η πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις δεν συντρέχει. Παρά τη διεύρυνση των σκοπών γενικού οικονομικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν κρατική επέμβαση στις τιμές προμήθειας του αερίου –διατήρηση της τιμής σε λογικό επίπεδο για τον καταναλωτή στην απόφαση Federutility του 2010– στους οποίους το ΔΕΕ ενέταξε, αφού το Conseil d’Etat το κάλεσε ρητώς με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το 2014, την ασφάλεια του εφοδιασμού και την εδαφική συνοχή, από κανένα σημείο της επιχειρηματολογίας της Γαλλικής Κυβέρνησης δεν συνάγεται ότι η γαλλική νομοθεσία επιδιώκει πράγματι έναν από τους τρεις ως άνω σκοπούς: ο μηχανισμός ρύθμισης των τιμολογίων που ίσχυε κατά την ημερομηνία του προσβαλλομένου διατάγματος δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την ασφάλεια του εφοδιασμού με την οποία ουδόλως συνδέεται. Δεν έχει οργανωθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει την εναρμόνιση των τιμών μεταξύ των ζωνών που εξυπηρετούν οι διάφοροι προμηθευτές αερίου, το οποίο δεν συνιστά άλλωστε αγαθό πρώτης ανάγκης (σκέψη 13 της απόφασης του Conseil d’Etat) και δεν εξυπηρετεί, κατά συνέπεια, τον σκοπό εδαφικής συνοχής. Διαμορφωμένος βάσει του κόστους των ιστορικών προμηθευτών, ανεξαρτήτως του επιπέδου του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει τη δυνατότητα διασφάλισης εύλογης τιμής για τον καταναλωτή. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πρώτο τέστ διεξήχθη με επιτυχία, η Ολομέλεια θα προσέκρουε, όπως η rapporteur public Marie-Astrid Nicolazo de Barmon, στην τήρηση των άλλων προϋποθέσεων συμβατότητας που έθεσε η απόφαση ANODE του ΔΕΕ, της 7ης Σεπτεμβρίου 2016. Ενώ το ΔΕΕ δέχεται επέμβαση στις τιμές προμήθειας αερίου μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα και μόνο στο εντελώς αναγκαίο μέτρο, η γαλλική διάταξη έχει μόνιμο χαρακτήρα και περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της, τουλάχιστον μέχρι το 2013, το σύνολο των πελατών, επαγγελματιών και ιδιωτών, ενώ η απόφαση Federutility επιβάλλει να ληφθεί υπόψη η διαφορά μεταξύ επιχειρήσεων και οικιακών καταναλωτών. Όσον αφορά τις λοιπές πτυχές του ελέγχου αναλογικότητας και της εξακρίβωσης του αν υπάρχουν άλλα μέτρα λιγότερο δεσμευτικά που επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται με τη ρύθμιση των τιμολογίων προμήθειας αερίου –ασφάλεια εφοδιασμού, εδαφική συνοχή, εγγύηση εύλογης τιμής του αερίου– και εδώ οι επιλογές του Γάλλου νομοθέτη, επιβίωση του παρελθόντος, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους προς το δίκαιο της Ένωσης. Φαίνεται ότι η απόφαση της Ολομέλειας του Conseil d’Etat δεν καταδικάζει κατ’αρχήν – ούτε και η οδηγία 2009/73/CE όπως ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ– κάθε κρατική επέμβαση ως προς τις τιμές προμήθειας του αερίου. Αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωση μόνο ένα σύστημα του οποίου ο ιστορικός λόγος ύπαρξης –αποφυγή υπερβολικής χρέωσης της προμήθειας αερίου σε σχέση με το κόστος και ρύθμιση του μονοπωλίου– είχε χάσει το αντικείμενό του για να καταστεί, εν τοις πράγμασι, πρόσοδος. Τίποτε δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να σχεδιάσει μηχανισμό που προστατεύει τους καταναλωτές από την υπερβολική άνοδο των τιμών του αερίου, καθιστώντας έτσι δυνατή την εξασφάλιση της  προμήθειας αερίου σε λογική τιμή, αρκεί, πάντως, να τηρούνται οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει το ΔΕΕ.

ΙΙ. Περιορισμός των ακυρωτικών αποτελεσμάτων

6. Η αντίθεση των άρθρων L. 445-1 έως L. 445-4 του Κώδικα ενέργειας, νομική βάση του προσβαλλομένου διατάγματος, προς την οδηγία 2009/73/EΚ, είχε ως συνέπεια την εκ νέου ισχύ, στην αρχική του εκδοχή, του διατάγματος της 18ης Δεκεμβρίου 2009, πριν τροποποιηθεί από το προσβαλλόμενο διάταγμα της 16ης Μαΐου 2013. Η διάρκεια των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης αυτής ήταν, πάντως, σχετικά περιορισμένη, λόγω της κατάργησης, από την 1η Ιανουαρίου 2016, του προσβαλλόμενου διατάγματος στο πλαίσιο της κωδικοποίησης του κανονιστικού μέρους του Κώδικα ενέργειας, ενώ τα καταργηθέντα άρθρα επανελήφθησαν στα άρθρα R. 445-1 επ. του εν λόγω Κώδικα. Δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν προσέβαλαν εντός της προθεσμίας και τα κωδικοποιηθέντα άρθρα, η ακύρωση είχε ως συνέπεια, εν τοις πράγμασι, να θέτει εν αμφιβόλω τα τιμολόγια μόνο για τον χρόνο από 18 Μαΐου 2013, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του επίδικου διατάγματος, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, ημερομηνία της κατάργησής του [7]. Η ουσιαστική έκταση των αποτελεσμάτων ήταν, αντιθέτως, εντυπωσιακή, διότι η ακύρωση έθετε αναδρομικά εν αμφιβόλω το κύρος εκατομμυρίων συμβάσεων προμήθειας αερίου, των οποίων το τίμημα, οριζόμενο βάσει των προκαθορισμένων  τιμολογίων πώλησης, δεν μπορούσε πλέον να οριστεί. Μπροστά στο εύρος των συνεπειών της ακύρωσης αυτής, οι καθών, αλλά και οι αιτούντες, ζητούσαν, σε περίπτωση ακύρωσης, μετάθεση της ισχύος της ακύρωσης τουλάχιστον για δύο έτη και κατοχύρωση των παρελθόντων αποτελεσμάτων του διατάγματος, επικαλούμενοι τη νομολογία AC ! [8]. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό η διαφορετική προσέγγιση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση ΣτΕ 519/2017 δέχθηκε ότι «… η ακύρωση … νεώτερης αποφάσεως και του εγκριθέντος με αυτήν νέου Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό με την απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου δεν έχει ως συνέπεια την αναβίωση της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως και του εγκριθέντος με αυτήν Πλαισίου. Η Διοίκηση, δηλαδή, με την έκδοση, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, της νεώτερης πράξεως, εξεδήλωσε την βούλησή της, ενόψει και της διαπιστωθείσης από αυτήν ουσιώδους μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, να ρυθμίζεται, πλέον, το εν λόγω ζήτημα κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε προβλεφθεί με την προσβαλλόμενη πράξη, της οποίας δεν ανέχεται, συνεπώς, την αναβίωση, ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως, για οποιοδήποτε λόγο, της νεώτερης πράξεως. Το γεγονός δε ότι η ακύρωση της νεώτερης αποφάσεως δεν έχει ως συνέπεια την αναβίωση, ούτε προσωρινώς, της ήδη προσβαλλομένης αποφάσεως και του εγκριθέντος με αυτήν Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, αλλά την υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε έγκριση νέου Ειδικού Πλαισίου μετά από τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, συνάγεται και από το ότι με την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση της Ολομελείας (ΣτΕ 3632/2016, σκέψη 16) η υπόθεση αναπέμφθηκε στην Διοίκηση, προκειμένου να τηρηθεί κατά νόμιμο τρόπο ο παραλειφθείς τύπος».

Α. Οι σταθμίσεις

7. Εφόσον αμφισβητείται η νομιμότητα πράξης που εκδόθηκε για την ενσωμάτωση του δικαίου της ΄Ενωσης στην εθνική έννομη τάξη, η χρονική μετάθεση των ακυρωτικών αποτελεσμάτων που ζητήθηκε δεν μπορούσε  να στηριχθεί μόνο στη στάθμιση στην οποία στηρίζεται η νομολογία AC! μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Θα έπρεπε προηγουμένως να διερευνηθεί η κατανομή αρμοδιότητας μεταξύ εθνικού δικαστηρίου και ΔΕΕ [9]. Το ζήτημα του περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης τέθηκε επανειλημμένως στον Γάλλο διοικητικό δικαστή πολύ σύντομα μετά την απόφαση AC ! του 2004. Για να μη θίξει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, το Conseil d’Etat ενήργησε συναφώς με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Στις περιπτώσεις που ο περιορισμός είχε ως συνέπεια τη διασφάλιση καλύτερης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Conseil d’Etat δεν δίστασε να κάνει χρήση της εξουσίας αυτής. Με την απόφαση France Télécom [10]  το Conseil d’Etat στήριξε ρητώς την εξουσία του να περιορίζει τα αναδρομικά αποτελέσματα της ακύρωσης στο γεγονός ότι η αναδρομική εξαφάνιση των επίδικων διατάξεων θα έθιγε υπέρμετρα την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Πλέον πρόσφατα, το Conseil d’Etat μετέθεσε κατά έξη μήνες το αποτέλεσμα της ακύρωσης με το αιτιολογικό ότι η σοβαρότητα της παράβασης των επιταγών του δικαίου της Ένωσης που χαρακτήριζε τις προηγούμενες της επίδικης πράξεις, η αναβίωση των οποίων αποτελούσε συνέπεια της ακύρωσης, ήταν μεγαλύτερη από αυτή που φέρει η ακυρωθείσα πράξη και συνιστούσε, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης, επιτακτική ανάγκη που δικαιολογούσε την εξουσία περιορισμού [11]. Στις περιπτώσεις, αντιθέτως, που η αναδρομικότητα εξυπηρετούσε την επιτακτική ανάγκη αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, το Conseil d’Etat υιοθέτησε διαφορετική προσέγγιση. Με την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2005, Association pour la transparence et la moralité des marchés publics (ATMMP) et autres[12], η οποία ακυρώνει ορισμένα άρθρα του code des marchés publics που κρίθηκαν αντίθετα στο δίκαιο της Ένωσης, το Conseil d’Etat έκρινε ότι παρέλκει ο διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της απόφασής του, χωρίς να αναφέρει, πάντως, στο αιτιολογικό αν ο λόγος είναι ότι οι  προϋποθέσεις που καθορίζει η απόφαση AC ! δεν συνέτρεχαν ή αν ο περιορισμός αυτός ήταν, αντίθετα προς τις προφητικές  προτάσεις του Didier Casas, αδιανόητος όταν τίθεται εν αμφιβόλω η τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Το 2014 [13], το Conseil d’Etat, υπό το πρόσχημα της νομολογίας Vassilikiotis [14] και των διαδικαστικών λεπτομερειών εκτέλεσης της απόφασής του, υιοθέτησε λίαν πρωτότυπη λύση. Αντικείμενο της διαφοράς ήταν, εν προκειμένω, απόφαση του γενικού διευθυντή της Agence française de sécurité sanitaire et des produits de santé (Εθνικού Οργανισμού Ασφάλειας Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας της Γαλλίας, AFSSAPS) σχετικά με τον κατάλογο των ασταθών παραγώγων αίματος, η οποία κρίθηκε ασύμβατη προς τον κοινοτικό κώδικα φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση, καθόσον απαγόρευε να χαρακτηρισθούν ως φάρμακα ορισμένοι τύποι πλάσματος. Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού γενικού συμφέροντος να προληφθεί κάθε κατάσταση διακοπής του εφοδιασμού στον θεραπευτικό τομέα, το Conseil d’Etat δέχθηκε ότι η ακυρωθείσα απόφαση μπορεί να συνεχίσει να εκτελείται από τον αρμόδιο γαλλικό φορέα κατά τον αναγκαίο χρόνο για την τροποποίηση του νομικού πλαισίου. Αντιθέτως, αρνήθηκε, επισημαίνοντας την έλλειψη κινδύνου για τη δημόσια υγεία, αλλά και το γεγονός ότι διακυβευόταν η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, να μεταθέσει χρονικά τις συνέπειες της ακύρωσης έναντι των εταιριών που επιθυμούσαν να διαθέσουν στο εμπόριο τα επίμαχα προϊόντα.

Β. Το μονοπώλιο του Δικαστηρίου

8. Προσφάτως, κατόπιν πρόσκλησης των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο προδικαστικών ερωτημάτων, το ζήτημα αυτό διευκρινίστηκε σε ενωσιακό επίπεδο και το ΔΕΕ δέχθηκε να μοιραστεί την εξουσία που το άρθρο 174 δεύτερο εδάφιο της ΣυνθΕΟΚ του αναγνώρισε αρχικά στο πλαίσιο των προσφυγών ακύρωσης κατά κανονισμών και, πραιτωρικά, επέκτεινε όχι μόνο και στις άλλες πράξεις της Ένωσης [15] αλλά και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν επί προδικαστικής παραπομπής [16]. Το 2010, το ΔΕΕ ανέφερε υποθετικά, για να την αποκλείσει αμέσως, ελλείψει, «εν προκειμένω», επιτακτικών λόγων ασφάλειας δικαίου, ικανών να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της [17], τη δυνατότητα του εθνικού δικαστή να περιορίσει την αναδρομική εφαρμογή των αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης του εθνικού δικαίου αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης [18]. Τελικά, το ΔΕΕ δέχθηκε τη δυνατότητα αυτή ρητά το 2012 στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος με την απόφαση Inter-environnement Wallonie ASBL [19] υπό την εποπτεία του και υπό αυστηρά οριοθετημένες προϋποθέσεις [20].  Με προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε με την απόφαση CE 26 juin 2015, n° 360212, Association France Nature Environnement, το Conseil d’Etat ζήτησε από το ΔΕΕ να διευκρινίσει αν η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση Inter-environnement Wallonie ASBL, κατά την οποία «το αιτούν δικαστήριο θα μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να κάνει χρήση της εθνικής του διάταξης που του επιτρέπει να διατηρεί σε ισχύ ορισμένα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης», έπρεπε να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιλαμβάνεται στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής του ερωτήματος αν πρέπει να διατηρηθούν προσωρινά σε ισχύ εθνικές διατάξεις που κρίθηκαν αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης. Η απάντηση του ΔΕΕ με την απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, C-379-15, Association France nature environnement [21] φαίνεται πιο ανοικτή από ό,τι θα μπορούσε να υποτεθεί λόγω της διατύπωσης της απόφασης Inter-environnement Wallonie: εφαρμόζοντας στον περιορισμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης και τις αρχές της απόφασης Cilfit [22], το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα υποχρεούται καταρχήν να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ώστε αυτό να εκτιμήσει αν, κατ’ εξαίρεση, η ισχύς διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που έχουν κριθεί αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί προσωρινώς να διατηρηθεί βάσει επιτακτικού λόγου αναγόμενου στην προστασία του περιβάλλοντος και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο αυτό. Το εν λόγω εθνικό δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνον εφόσον έχει σχηματίσει την πεποίθηση –πράγμα που οφείλει να αποδείξει με εμπεριστατωμένο τρόπο– ότι δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων που προκύπτουν από την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne.

9. Πάντως, η εν λόγω, άκρως οριοθετημένη, μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στα εθνικά δικαστήρια, κατά μια λογική που εμπνέεται από την αρχή της επικουρικότητας, δεν είναι πλήρης. Πράγματι, μόνο στον τομέα της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, όπου άλλωστε οι εθνικοί δικαστές λειτουργούν ως οι κατά το κοινό δίκαιο ερμηνευτές και εφαρμοστές του δικαίου της Ένωσης, το ΔΕΕ δέχθηκε ότι ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί, με δική του πρωτοβουλία, αφενός, να διατηρήσει τα ήδη επελθόντα αποτελέσματα εθνικής πράξης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να μεταφέρει στο μέλλον τα αποτελέσματα της ακύρωσης. Όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι η ακύρωση ή η εκτίμηση του κύρους πράξης της Ένωσης, αντιθέτως, το μονοπώλιο της αρμοδιότητας του οποίου απολαύουν το ΓεΔΕΕ και το ΔΕΕ εκτείνεται και  στην εξουσία διαχρονικού περιορισμού των συνεπειών της απόφασής τους (δεδομένου ότι η ακύρωση και ο περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων της συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους). Άλλωστε, αν το ΔΕΕ αποφανθεί ρητώς ως προς τη σκοπιμότητα διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της νομολογίας του, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλίνει από την εκτίμηση του ΔΕΕ [23].

Γ. Οι πρωτοβουλίες του Conseil d’Etat

10.Διατηρώντας σε ισχύ τα αποτελέσματα του διατάγματος της 16ης Μαΐου 2013 χωρίς να συμβουλευθεί προηγουμένως το ΔΕΕ, η Ολομέλεια του Conseil d’Etat αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες που παρέχει η νομολογία France nature environnement [FNE], ενώ ανέπτυξε και δύο πρωτοβουλίες σε σχέση με το ανωτέρω πλαίσιο, τη μία στο πεδίο των αρχών και την άλλη στο πεδίο των πραγματικών περιστατικών.

11. Η πρώτη πρωτοβουλία έγκειται στο ότι το Conseil d’Etat εξήλθε του πεδίου προστασίας του περιβάλλοντος, που είναι ο κατ’ εξοχήν τομέας της νομολογίας Inter-environnement Wallonie και FNE. Πράγματι, σε καμία από τις δύο αυτές αποφάσεις το ΔΕΕ δεν διατύπωσε με τόσο γενικούς όρους όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στη σκέψη 16 της υπό εξέταση απόφασης του Conseil d’Etat [24] την εν λόγω εξουσία περιορισμού. Η απόφαση FNE συνδέεται (σκέψη 35) με το πρωτογενές δίκαιο, αφού το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι δυνάμει του άρθρου 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ και του άρθρου 191 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ, η Ένωση καλείται να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Πάντως, η απόφαση Winner Wetten, η οποία σηματοδοτεί την πρώτη και λίαν διακριτική υποχώρηση του ΔΕΕ ως προς το ζήτημα του διαχρονικού περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης, δεν αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά την οργάνωση στοιχημάτων υπό το πρίσμα των αρχών της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Eφόσον βρίσκεται εκτός του πεδίου της προστασίας του περιβάλλοντος, η Ολομέλεια του Conseil d’Etat απαλλάσσεται των δεσμεύσεων που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις Inter-environnement Wallonie και FNE, οι οποίες εστιάζουν στην προστασία του περιβάλλοντος και δυσχερώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, χωρίς άκρως διασταλτική ερμηνεία, στην εν λόγω διαφορά. Καθίσταται, για παράδειγμα, αλυσιτελής η προϋπόθεση ότι η εθνική πράξη πρέπει να συνιστά μέτρο ορθής μεταφοράς του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Στις αποφάσεις Inter-environnement Wallonie και FNE, η μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου αφορούσε διαδικαστικού χαρακτήρα προϋπόθεση, τη σύσταση ανεξάρτητης περιβαλλοντικής αρχής που εκδίδει γνώμη πριν από την υιοθέτηση σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην υπό εξέταση υπόθεση ANODE, όπου η αντίθεση προς το δίκαιο της Ένωσης αφορούσε ζήτημα ουσίας. Επομένως καθίσταντο αλυσιτελείς οι προϋποθέσεις ότι, όσον αφορά τα επελθόντα αποτελέσματα, η έναρξη της ισχύος νέων διατάξεων δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που θα είχε για το περιβάλλον η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης και, όσον αφορά τα μελλοντικά αποτελέσματα, η ακύρωση της εθνικής πράξης πρέπει να δημιουργεί νομικό κενό που προξενεί στο περιβάλλον μεγαλύτερη βλάβη από την προσωρινή διατήρησή της. Εν προκειμένω, η διατήρηση των αποτελεσμάτων του διατάγματος της 16ης Μαΐου 2013 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την εσωτερική αγορά αερίου, σκοπό που επιδιώκει η οδηγία, ούτε τα συμφέροντα των καταναλωτών. Η απόφαση της Ολομέλειας τοποθετείται χρονικά πριν από τις προϋποθέσεις που έθεσε η νομολογία Inter-environnement Wallonie και FNE, τις οποίες εκλαμβάνει εμμέσως ως ιδιαίτερες για το δίκαιο του περιβάλλοντος, και, κατά συνέπεια, ακολουθώντας τη σκέψη 33 της απόφασης FNE, κρίνει ότι ο περιορισμός αυτός είναι δυνατός μόνο κατ’εξαίρεση (η διευκρίνιση που περιλαμβανόταν στη βασική σκέψη της απόφασης AC !, εξαφανίσθηκε το 2013 για να ληφθεί υπόψη η πρακτική που είχε ακολουθηθεί κατά το διάστημα που διέρρευσε από την εν λόγω εξουσία περιορισμού), όταν συντρέχει επιτακτική ανάγκη –η οποία πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών της υπόθεσης– και όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων που τάσσει η νομολογία του ΔΕΕ στον περιορισμό αυτό, πράγμα που το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αποδείξει τεκμηριωμένα.

12. Η δεύτερη πρωτοβουλία που έλαβε σε σχέση με το πλαίσιο που διαμόρφωσε το ΔΕΕ αφορά ακριβώς την τελευταία προϋπόθεση έλλειψης εύλογης αμφιβολίας. Σε δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν πρόσφατα στον τομέα της ενέργειας, το ΔΕΕ αρνήθηκε να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεών του, παρόλο που τέθηκε δυνητικά εν αμφιβόλω και μάλιστα αναδρομικά, η ισχύς εκατομμυρίων συμβάσεων προμήθειας [25]. Οι αποφάσεις αυτές θα μπορούσαν να πείσουν την Ολομέλεια για την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας που δικαιολογεί νέα προδικαστική προσφυγή στο ΔΕΕ, είτε ως προς ζήτημα του χρονικού περιορισμού, είτε ως προς τις προϋποθέσεις που απαιτεί το ΔΕΕ για να περιοριστούν διαχρονικά τα ακυρωτικά αποτελέσματα.

13. Δεν είναι βέβαιο ότι η πρώτη από τις λύσεις αυτές, δηλαδή η νέα προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ με αντικείμενο μόνο τη δυνατότητα περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης της αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής πράξης, είναι εφικτή. Σε αντίθεση προς τον Γάλλο διοικητικό δικαστή [26], το ΔΕΕ περιορίζει τα αποτελέσματα της νομολογίας του με την ίδια απόφαση που αποφαίνεται επί της ερμηνείας [27]. Πάντως, με την απόφασή του ANODE του 2016, το ΔΕΕ –στο οποίο δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, αλλά μπορεί να κάνει αυτεπαγγέλτως χρήση της εξουσίας περιορισμού– δεν έκρινε χρήσιμο να περιορίσει χρονικά τις συνέπειες της απόφασής του. Ωστόσο, το ζήτημα του αναδρομικού αποτελέσματος της ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης που έδωσε το ΔΕΕ και του αναδρομικού αποτελέσματος της ακύρωσης πράξης του εθνικού δικαίου αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης όπως ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ είναι δύο διαφορετικά ζητήματα.

14. Η Ολομέλεια επέλεξε να μην ακολουθήσει τη δεύτερη λύση που πρότεινε ο δημόσιος εισηγητής και θα συνίστατο στο να κρίνει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις χρονικού περιορισμού της ακύρωσης του διατάγματος της 16ης Μαΐου 2013. Ο δικαιοδοτικός σχηματισμός θεώρησε ότι δεν δεσμεύεται από τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του ΔΕΕ για τρεις λόγους. Κατ’αρχάς, η εκτίμηση των συνεπειών της ακύρωσης μιας πράξης είναι υπόθεση συγκεκριμένου χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών –λόγος άλλωστε που προβλήθηκε στην υπόθεση RWE Vertrieb για την απόρριψη του αιτήματος περί χρονικού περιορισμού– και, κατά συνέπεια, υπόθεση του εθνικού δικαστή, όπως υπενθυμίζει το ΔΕΕ το οποίο, παραπέμποντας στην ευθύνη του εθνικού δικαστή ως ενωσιακού δικαστή του κοινού δικαίου, υπογραμμίζει τακτικά στις αποφάσεις του –και ιδίως στην απόφαση ANODE του 2016 – ότι ο ρόλος του δεν είναι, στο πλαίσιο των αποφάσεων που εκδόθηκαν επί της προδικαστικής παραπομπής, να κρίνει τη νομιμότητα των εθνικών πράξεων που προσβλήθηκαν στο πλαίσιο των διαφορών της κύριας δίκης. Επιπλέον, εκτός του σημαντικού αριθμού των αποδυναμωμένων συμβάσεων, ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να αποκατασταθεί αναδρομικά, για την κρίσιμη περίοδο, η συμπεριφορά της αγοράς ώστε να καθοριστεί η τιμή της προμήθειας του αερίου την οποία οι συμβάσεις προέβλεπαν ότι έπρεπε να καθοριστεί με αναφορά στην ακυρωθείσα προκαθορισμένη τιμή του αερίου (tarif réglementé). Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι ακυρώσεις που απαγγέλθηκαν στο πλαίσιο των ενδίκων βοηθημάτων που άσκησε η ANODE κατά των ετήσιων αποφάσεων περί καθορισμού των τιμών δεν περιορίστηκαν χρονικά. Δόθηκε, απλώς, εντολή στους υπουργούς, ως απάντηση στα αιτήματα περί εντολής (conclusions à fin d’injonction), να εκδόσουν απόφαση με αναδρομική ισχύ για τη ρύθμιση της σύντομης περιόδου που αφορούσε η ένδικη διαφορά [28]. Τέλος, εν προκειμένω δεν ετίθετο θέμα καθυστέρησης της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης με μετάθεση της ακύρωσης αλλά μόνο κατοχύρωσης των παρελθόντων αποτελεσμάτων της  ακυρωθείσας πράξης.

 Προοπτικές

15. Με την απόφαση ANODE, το Conseil d’Etat έκανε ένα περαιτέρω βήμα στο ζήτημα του περιορισμού των συνεπειών της ακύρωσης εθνικής πράξης αντίθετης στο δίκαιο της Ένωσης. Οι έγκριτοι σχολιαστές της απόφασης διατυπώνουν συναφώς τρεις παρατηρήσεις:

16. Πρώτον, δεν αποκλείεται τα ΤΔΔ να κάνουν χρήση, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις, της δυνατότητας περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακύρωσης που αναγνώρισε το ΔΕΕ στα εθνικά δικαστήρια. Η απόφαση FNE του Conseil d’Etat της 3ης Νοεμβρίου 2016 [29], που εκδόθηκε μετά την απάντηση του ΔΕΕ, τείνει προς την κατεύθυνση αυτή, εφόσον έκρινε, όσον αφορά το διάταγμα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, του οποίου οι διαδικαστικές διατάξεις δεν έχουν επιπτώσεις στην προστασία του περιβάλλοντος, ότι στα διοικητικά δικαστήρια που είναι αρμόδια για την αίτηση ακύρωσης κατά των σχεδίων και προγραμμάτων που εκδόθηκαν κατ’εφαρμογή του διατάγματος ή κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει ενός εκ των σχεδίων αυτών απόκειται να εκτιμήσουν, υπό τον έλεγχο του αναιρετικού δικαστή, εμπεριστατωμένα τις προϋποθέσεις που θέτουν οι αποφάσεις του ΔΕΕ Inter-environnement Wallonie και FNE.

17. Δεύτερον, εάν ο περιορισμός που αποφάσισε το Conseil d’Etat φαίνεται ενδεχομένως τολμηρός, πρέπει να τονιστεί ότι η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με τη χρήση της εξουσίας περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων από τον εθνικό δικαστή, που θα έδινε βέβαια την εντύπωση της απόλυτης προσήλωσης στην αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, έχει εν τοις πράγμασι τα ίδια αποτελέσματα με τη μετάθεση της ακύρωσης χωρίς να υπάρχει εγγύηση ότι η διάρκεια της προδικαστικής διαδικασίας –ανάλογα με τον χρόνο εκδίκασης της προδικαστικής παραπομπής από το ΔΕΕ– αντιστοιχεί στον αυστηρώς αναγκαίο χρόνο για τη λήψη των μέτρων που επιτρέπουν τη θεραπεία της διαπιστωθείσας παρανομίας. Δεν θα ήταν επίσης σκόπιμο να ληφθεί μέτρο νομοθετικής κύρωσης για τη διατήρηση της σταθερότητας των νομικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί επί τη βάσει της ακυρωθείσας απόφασης.

18. Τέλος, η εν λόγω εξουσία περιορισμού, εάν χρησιμοποιείται λελογισμένα από τα εθνικά δικαστήρια, μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, καθόσον αποτρέπει το ενδεχόμενο, ο δικαστής, προκαταλαμβάνοντας τα λίαν αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα μιας ακύρωσης, να προτιμήσει να την αποφύγει. H ακύρωση στην οποία προέβη το Conseil d’Etat με την απόφαση ANODE είναι παράδειγμα θετικής προσέγγισης. Συνολικά, η σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται ότι αποτυπώνει καθεμιά από τις κατηγορίες του διαλόγου που συστηματοποίησαν οι G. Odinet/S. Roussel, Renvoi préjudiciel : le dialogue des juges décomplexé, AJDA 2017, σ. 740: «προδραστικός» συνομιλητής όσον αφορά τη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων όταν πρόκειται για το ζήτημα των τιμών του αερίου, το Conseil d’Etat λειτουργεί ως «ένθερμος» συνομιλητής όταν εφαρμόζει την ερμηνεία του ΔΕΕ στην ουσία της υπόθεσης, ενώ επιδεικνύει αυτονομία ως προς το ζήτημα του διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της δικής του απόφασης οικειοποιούμενο τη συλλογιστική του ΔΕΕ σε αντίστοιχες περιπτώσεις [30]. Ενώ το ΔΕΕ στηρίζει τον περιορισμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης στην αποτελεσματικότητα της ενωσιακής πολιτικής περιβάλλοντος την οποία αφορούσε η σχετική νομολογία, το Conseil d’Etat αντιλαμβάνεται τον περιορισμό ως μέσον ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου. Αξιοποιεί δηλαδή τα προνόμια που του παρέχει η ιδιότητα του δικαστή του ενωσιακού δικαίου σε έναν τομέα, εν προκειμένω τη ρύθμιση των τιμών στην αγορά ενέργειας, στον οποίο δεν έχει αποφανθεί για το συγκεκριμένο θέμα το ΔΕΕ  [31].

[1] ΔΕΚ της 8.9.2010, C-409/06, Winner Wetten, EU:C:2010:503, AJDA 2010, σ. 2305, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat.

[2] ΕΕ 2009, L 211, σ. 94.

[3] L. Coutron, Limitation des effets dans le temps d’un arrêt préudiciel: un monopole menacé de la Cour de justice?, RTDeur 2017, σ. 400.

[4] CE 15 déc. 2014, n° 370321, ANODE.

[5] ΔΕΕ της 20ής Απριλίου 2010, C-265/08, Federutility, Assogas, Libarna Gas SpA, Collino Comercio SpA, Sadori Gas Srl, Egea Commerciale Srl, E.On Vendita Srl, Sorgenia SpA c/ Autorità per l’energia elettrica e il gas [AEEG], AJDA 2010, σ. 1578, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat, Les Etats membres peuvent réglementer le prix de fourniture de gaz au consommateur final.

[6] C-121/15, ANODE c/ Premier ministre, Ministre de l’économie, de l’industrie et du numérique et Commission de régulation de l’énergie et ENGIE, AJDA 2016, σ. 1600.

[7] Βλ. την αντίθετη περίπτωση, όπου οι αιτούντες είχαν προσβάλει εμπροθέσμως τα κωδικοποιηθέντα άρθρα, CE 16 janv. 2006, n° 274686, ration bancaire française.

[8] CE, ass., 11 mai 2004, n° 255886, Association AC !, C. Landais/F. Lenica, La modulation des effets dans le temps d’une annulation pour excès de pouvoir – Conseil d’Etat 11 mai 2004 – AJDA 2004, σ. 1183, RFDA 2004. 438, note J.-H. Stahl/Α. Courrèges, 454, concl. C. Devys, CE, ass., 23 déc. 2013, n° 363702, Métropole Télévision [M6], Télévision Française 1 [TF1.

[9] H. Cassagnabère, Le juge du droit de l’Union et la modulation dans le temps, in Nouv. Cah. Cons. const. 2017, n° 54.

[10] CE, sect., 25 févr. 2005, n° 247866, AJDA 2005, σ. 997, chron. C. Landais/F. Lenica, Modulation dans le temps des effets de l’annulation d’une décision de l’Autorité de régulation des télécommunications – Conseil d’Etat 25 février 2005, RFDA 2005, σ. 802, concl. E. Prada-Bordenave, RTD eur. 2006, σ. 301, chron. D. Ritleng.

[11] CE 17 juin 2011, n° 324816, Canal + Distribution, Canal + Terminaux, Motorola SAS, Simavelec, Société Rue du commerce, RTD eur. 2011, σ. 888, παρατηρήσεις D. Ritleng.

[12] Ν° 264712, AJDA 2005, σ. 668, note J.-D. Dreyfus, RFDA 2005, σ. 483, concl. D. Casas, RTD eur. 2006, σ. 301, chron. D. Ritleng, Rev. UE 2015, σ. 434, étude P. Bourdon.

[13] CE 23 juill. 2014, n° 349717, Société Octapharma France, AJDA 2014, σ. 2315, note O. Mamoudy, RDSS 2014, σ. 1110, note J. Peigné, RTD eur. 2015, σ. 436, obs. Muller.

[14] CE, ass., 29 juin 2001, n° 213229, AJDA 2001. 1051 και 1046, chron. M. Guyomar/P. Collin.

[15] ΔΕΚ 3 Ιουλίου 1986, 34/86, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, προκειμένου για τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων˙ ΔΕΚ της 7ης Ιουλίου 1992, C-295/90, AJDA 1993, σ. 247, chron. J.-D. Combrexelle/E. Honorat/C. Soulard, προκειμένου για οδηγία˙ ΔΕΚ της 28ης Μαΐου 1998, C-22/96, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όσον αφορά απόφαση του Συμβουλίου˙ ΔΕΚ της 12ης Μαΐου 1998, C-106/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, AJDA 1998, σ. 801, chron. H. Chavrier/H. Legal/G. de Bergues, προκειμένου για απόφαση της Επιτροπής.

[16] ΔΕΚ 8 Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne κατά Sabena.

[17] ΔΕΕ, τμήμα μείζονος σύνθεσης, 8 Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, Winner Wetten GmbH, σκέψεις 66, 67, AJDA 2010, σ. 2305, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat, Rev. UE 2015, σ. 562, étude S. Van Raepenbusch.

[18] «66. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων μιας πράξεως της Ένωσης που ακυρώθηκε ή κηρύχθηκε ανίσχυρη, σκοπός της οποίας είναι να μη δημιουργηθεί νομικό κενό έως ότου μια νέα πράξη αντικαταστήσει την ακυρωθείσα ή κηρυχθείσα ανίσχυρη πράξη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑157/02, Rieser Internationale Transporte, Συλλογή 2004, σ. I‑1477, σκέψη 60), μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου αναγόμενους στο σύνολο των διακυβευομένων συμφερόντων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημοσίων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Régie Networks, σκέψη 122 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για να θεραπευθεί η εν λόγω παρανομία (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 375, καθώς και Régie Networks, σκέψη 126). 67. Συναφώς, αρκεί πάντως η παρατήρηση ότι έστω και αν υποτεθεί ότι λόγοι παρόμοιοι προς εκείνους που ενέπνευσαν την εν λόγω νομολογία, η οποία αναπτύχθηκε σχετικά με τις πράξεις της Ένωσης, δύνανται να οδηγήσουν, κατ’ αναλογία και κατ’ εξαίρεση, σε προσωρινή αναστολή του αποτελέσματος του εξοβελισμού που έχει ο άμεσα εφαρμοστέος κανόνας δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει σε αυτόν, εντούτοις η ως άνω αναστολή, οι προϋποθέσεις της οποίας καθορίζονται μόνον από το Δικαστήριο, εν προκειμένω αποκλείεται εξαρχής, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας επιτακτικών λόγων ασφάλειας δικαίου ικανών να τη δικαιολογήσουν.»

[19] ΔΕΕ 28 Φεβρουαρίου 2012, C-41/11, Inter-environnement Wallonie ASBL, AJDA 2012, σ. 995, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat, RFDA 2012, σ. 961, chron. C. Mayeur-Carpentier/L. Clément-Wilz/F. Martucci. (CE 26 juin 2015, n° 360212, Association France nature environnement, AJDA 2015, σ. 1293, RTD eur. 2015, σ. 856, obs. E. Muller.

[20] «63…το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της υποθέσεως της κύριας δίκης, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να κάνει χρήση εθνικής διατάξεως που του παρέχει την εξουσία να διατηρήσει ορισμένα από τα έννομα αποτελέσματα ακυρωθείσας [λόγω αντιθέσεως προς το δίκαιο της Ένωσης] εθνικής πράξεως υπό τον όρο ότι: – η εν λόγω εθνική πράξη αποτελεί μέτρο για την ορθή μεταφορά της οδηγίας 91/676, – η έκδοση και η εφαρμογή της νέας εθνικής πράξεως, η οποία περιλαμβάνει το πρόγραμμα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής, δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που θα είχε για το περιβάλλον η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, – η ακύρωση της ως άνω προσβαλλομένης πράξεως έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κενού δικαίου όσον αφορά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 91/676, πράγμα το οποίο θα προκαλούσε μεγαλύτερη βλάβη στο περιβάλλον υπό την έννοια ότι η ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως και, επομένως, θα ήταν αντίθετη προς τον θεμελιώδη σκοπό της οδηγίας αυτής, και – τα έννομα αποτελέσματα της ως άνω πράξεως διατηρούνται κατ’ εξαίρεση μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν τα μέτρα που καθιστούν δυνατή τη θεραπεία της διαπιστωθείσας παρανομίας.»

[21] ΔΕΕ 28 Ιουλίου 2016, C-379-15, Association France nature environnement.

[22] ΔΕΚ 6 Οκτωβρίου 1982, 283/81.

[23] Βλ. στο πνεύμα αυτό, CE 28 mai 2014, n° 324852, Association Vent de colère ! Fédération nationale et autres, AJDA 2014, σ. 1784, note O. Mamoudy, RFDA 2014, σ. 783, concl. C. Legras, RTD eur. 2014, σ. 952-4, obs. E. Muller, η οποία εκδόθηκε μετά την προδικαστική απόφαση του ΔΕΕ 19 Δεκεμβρίου 2013, C-262/12, Vent de colère !, AJDA 2014, σ. 926, note C. Boiteau και σ. 336, chron. M. Aubert/E. Broussy/H. Cassagnabère, RFDA 2014, σ. 335, chron. C. Mayeur-Carpentier/L. Clément-Wilz/F. Martucci, Rev. UE 2014, σ. 305, chron. A. Cudennec/N. Boillet/O. Curtil/C. de Cet Bertin/G. Guéguen-Hallouët/V. Labrot. Βλ. και www.prevedourou.gr, Περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης προς το ενωσιακό δίκαιο. Πρωτοβουλίες του Conseil d’Etat (ΔΕΕ της 13.3.2014, C-512/12, Société Octapharma France – CE 23.7.2014, Société Octapharma France).

[24] « 16. L’annulation d’un acte administratif implique en principe que cet acte est réputé n’être jamais intervenu. Toutefois, s’il apparaît que cet effet rétroactif de l’annulation est de nature à emporter des conséquences manifestement excessives en raison tant des effets que cet acte a produits et des situations qui ont pu se constituer lorsqu’il était en vigueur, que de l’intérêt général pouvant s’attacher à un maintien temporaire de ses effets, il appartient au juge administratif -après avoir recueilli sur ce point les observations des parties et examiné l’ensemble des moyens, d’ordre public ou invoqués devant lui, pouvant affecter la légalité de l’acte en cause- de prendre en considération, d’une part, les conséquences de la rétroactivité de l’annulation pour les divers intérêts publics ou privés en présence et, d’autre part, les inconvénients que présenterait, au regard du principe de légalité et du droit des justiciables à un recours effectif, une limitation dans le temps des effets de l’annulation. Il lui revient d’apprécier, en rapprochant ces éléments, s’ils peuvent justifier qu’il soit dérogé au principe de l’effet rétroactif des annulations contentieuses et, dans l’affirmative, de prévoir dans sa décision d’annulation, ou, lorsqu’il a décidé de surseoir à statuer sur cette question, dans sa décision relative aux effets de cette annulation, que, sous réserve des actions contentieuses engagées à la date de sa décision prononçant l’annulation contre les actes pris sur le fondement de l’acte en cause, tout ou partie des effets de cet acte antérieurs à son annulation devront être regardés comme définitifs ou même, le cas échéant, que l’annulation ne prendra effet qu’à une date ultérieure qu’il détermine. S’agissant d’une annulation résultant d’une méconnaissance du droit de l’Union européenne, cette faculté ne peut être utilisée qu’à titre exceptionnel et en présence d’une nécessité impérieuse. En effet, dans son arrêt “Association France Nature Environnement” du 28 juillet 2016 (affaire C-379/15), la Cour de justice de l’UΕ a dit pour droit qu’une juridiction nationale peut, lorsque le droit interne le permet, exceptionnellement et au cas par cas, limiter dans le temps certains effets d’une déclaration d’illégalité d’une disposition du droit national qui a été adoptée en méconnaissance d’une directive, à la condition qu’une telle limitation s’impose par une considération impérieuse et compte tenu des circonstances spécifiques de l’affaire dont elle est saisie, lorsqu’elle est convaincue, ce qu’elle doit démontrer de manière circonstanciée, qu’aucun doute raisonnable n’existe quant à l’interprétation et l’application des conditions posées par sa jurisprudence à une telle limitation. »

[25] ΔΕΕ 21 Μαρτίου 2013, C-92/11, RWE Vertrieb AG, RTD eur. 2013, σ. 559, παρατηρήσεις C. Aubert de Vincelles, σε σχέση με την αντίθεση προς το δίκαιο της Ένωσης καταχρηστικών ρητρών που περιείχαν οι συμβάσεις προμήθειας αερίου στη Γερμανία [59….μόνον όλως κατ’ εξαίρεση δύναται το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της σύμφυτης με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερόμενου να επικαλεστεί μια ερμηνευμένη από το Δικαστήριο διάταξη για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν καλόπιστα. Για να μπορέσει να αποφασιστεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο ουσιωδών προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα της καλής πίστεως των ενδιαφερομένων και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις Skov και Bilka, σκέψη 51· Brzeziński, σκέψη 56· απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, C-2/09, Kalinchev, Συλλογή 2010, σ. I-4939, σκέψη 50, καθώς και της 19ης Ιουλίου 2012, C-263/11, Rēdlihs, σκέψη 59). 60.Όσον αφορά τον κίνδυνο σοβαρών διαταραχών, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ αρχάς, ότι, εν προκειμένω, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην οποία το Δικαστήριο προβαίνει με την παρούσα απόφαση αφορά τις «καταχρηστικές ρήτρες» κατά τη έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και τα κριτήρια που ο εθνικός δικαστής δύναται ή οφείλει να εφαρμόσει κατά την εξέταση της επίδικης συμβατικής ρήτρας βάσει των διατάξεων της οδηγίας 93/13 λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας 2003/55. Πράγματι, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω κριτήρια, επί του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού ορισμένης συμβατικής ρήτρας βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υποθέσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις VB Pénzügyi Lízing, σκέψη 44, και Invitel, σκέψη 22). 61, Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οικονομικές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις παροχής φυσικού αερίου που έχουν συνάψει με καταναλωτές ειδικές συμβάσεις παροχής φυσικού αερίου δεν μπορούν να προσδιοριστούν μόνο βάσει της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, Συλλογή 2007, σ. I-2107, σκέψη 131)]• ΔΕΕ 23 Οκτωβρίου 2014, C-359/11 και C-400/11, Alexandra Schultz και Josef Egbringhoff, σε σχέση με την αντίθεση προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη Μονομερή αναπροσαρμογή από τον επαγγελματία της τιμής της υπηρεσίας χωρίς έγκαιρη ενημέρωση του καταναλωτή.

[26] CE 12 mai 2010, n° 325657, Fédération départementale des chasseurs de la Drôme, Dr. soc. 2010, σ. 1131, obs. J. Barthélémy, CE 4 juill. 2012, n° 337698, Fédération nationale des transports routiers, AJDA 2012, σ. 1379• διατύπωση της βασικής σκέψης της νομολογίας AC!, όπως προκύπτει από την απόφαση CE, ass., 23 déc. 2013, Société Métropole télévision [M6] et Société Télévision Française 1 [TF1].

[27] Βλ. ιδίως ΔΕΚ της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Amministrazione delle finanze dello Stato c/ Denkavit italiana• ΔΕΚ της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber c/ Guardian Royal Exchange Assurance Group, D. 1991, σ. 130, obs. X. Prétot, Dr. soc. 1991, σ. 453, chron. J. Boulouis, RTD eur. 1991, σ. 425, chron. E. Traversa.

[28] CE 15 juin 2016, n° 386078, ANODE, AJDA 2016, σ. 1261.

[29] Ν° 360212, Association France nature environnement, AJDA 2016, σ. 2136, RTD eur. 2017, σ. 333, obs. A. Bouveresse.

[30] www.prevedourou.gr, H προδικαστική παραπομπή και ο διάλογος των δικαστών, με αφορμή το «δικαίωμα στη λήθη» (αποφάσεις ΔΕΕ, Google Spain, CE, ass., 24.2. 2017, Mme Chupin e. a. και CE 19.7. 2017, Google Inc.)

[31] St. de La Rosa, Les prix réglementés et les marchés de l’énergie: disparition, sursis ou adaptation?. Note sous CdE, ass., 19 juillet 2017. Associatio nationale des opérateurs détaillants en énergie (ANODE), RFDA 6/2017, σ. 1099[1109].

 

 

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο