4. Οι βασικές θέσεις των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 799-803/2021 είναι οι εξής:
Το άρθρο 4 παρ. 5 Σ ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από τη ζημιογόνο δράση και των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία – Υποχρέωση νομοθετικής ρύθμισης των προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης
Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ Ολ 1501/2014, 3783/2014 7μ, 1330/2016, 1607/2016 7μ, 1533/2018, 2557/2019).
Αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στη ζημία από πράξη δικαστικού οργάνου – Αδυναμία άσκησης αποζημιωτικής αξίωσης κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος – Υποχρέωση νομοθετικού καθορισμού των όρων αποκατάστασης της ζημίας από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών – Μη δικαστικώς επιδιώξιμες αξιώσεις ελλείψει νομοθετικού καθορισμού
Με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ Ολ 799/2021 υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και όχι από τη διαπίστωση, από την πλευρά του Δικαστηρίου, της ύπαρξης κοινής στις εθνικές έννομες τάξεις προσέγγισης ως προς την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Εξάλλου, μετά την απόφαση Köbler (C-224/01), στις έννομες τάξεις πλειόνων κρατών μελών υφίσταται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τα δικαστήρια, την οποία τα ίδια αναγνωρίζουν, και, αφετέρου, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις, την οποία καταρχήν απορρίπτουν (πρβλ. Conseil d’ Etat αποφάσεις της 18.6.2008, Gestas, n° 295831, της 16.4.2019, Société Fauba France, n° 423643 σκ. 2, Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, απόφαση 10.10.2003, VfGH, A-36/00).
Οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών – Εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης λόγω αποφάσεων ή πράξεων πολιτικών δικαστηρίων από τα πολιτικά δικαστήρια
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 και 94 του Συντάγματος, το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση θέσπισης του νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, σε αρμονία με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν το προαναφερθέν οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, ήτοι ρυθμίζοντας τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο προαναφερθείς έλεγχος λαμβάνει χώρα παρεμπιπτόντως, κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με την οποία η παρανομία αποδίδεται στα όργανα που είναι ενταγμένα στη δικαστική εξουσία και συνίσταται στην παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από αυτά. Επομένως, επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης. Τούτο, διότι, ενόψει του χρόνου δημοσίευσης του Ν. 1406/1983, προδήλως δεν επιδιώχθηκε με τις προεκτεθείσες διατάξεις του η ανάθεση στα διοικητικά δικαστήρια των σχετικών διαφορών -τις οποίες ο νομοθέτης τότε αγνοούσε- χάριν της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, δοθέντος άλλωστε ότι η προβλεπόμενη στην παρ. 3 του άρθρου 94 του Συντάγματος ευχέρεια παρεσχέθη με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Έννοια της πάγιας νομολογίας
Ο κανόνας της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε περίπτωση προδήλου ή βαρέος σφάλματος οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία δεν στηρίζεται σε πάγια νομολογία, διότι τέθηκε για πρώτη φορά με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 απόφαση, η οποία άλλωστε δεν αφορούσε σφάλματα δικαστικών αποφάσεων, αλλά αστυνομικών οργάνων ενεργούντων ως προανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, υιοθετήθηκε δε ακολούθως από τα Τμήματα του Δικαστηρίου σε μικρό αριθμό διαφορών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα εντάσσονται σε ομάδα όμοιων υποθέσεων (ΣτΕ 1330/2016, 1533-4/2018, 2557/2019), μία αφορά σε πράξη δικαστικού οργάνου σχετική με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης (ΣτΕ 48/2016 επταμ.), ενώ άλλες δεν αφορούν καν πρόδηλο σφάλμα οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία (ΣτΕ 3783/2014 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα των κρατικών οργάνων εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 4403/2015, η οποία αφορά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα εθνικά διοικητικά όργανα, ΣτΕ 1607/2016, η οποία σε πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την εποπτεία των επενδυτικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 2168/2016 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα συμβολαιογράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης). Επιπλέον, μεταξύ της δημοσίευσης της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014 (28.4.2014) και της άσκησης των κρινομένων αγωγών, μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου δυόμιση ετών, στο οποίο δεν δημοσιεύθηκε ικανός αριθμός αποφάσεων με αντικείμενο το ίδιο νομικό ζήτημα, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει λόγος για παγίωση της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Κατά τη μειοψηφία, πάντως, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 801/2021, λόγοι αναγόμενοι στις, έχουσες συνταγματικό και υπερνομοθετικό έρεισμα, αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εξέταση της υπό κρίση αγωγής κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι, μετά τη δημοσίευση της 1501/2014 αποφάσεώς του, που και μόνη, ως προερχόμενη από την Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, θα αρκούσε, το μεν Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με τις μνημονευόμενες από την πλειοψηφία αποφάσεις του, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πρόδηλο σφάλμα οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, τα δε διοικητικά δικαστήρια της ουσίας τις εφάρμοσαν τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό (βλ. όλως ενδεικτικώς Δ.Π. Αθηνών 4997/2015, 1297/2017, 3598/2018, 13421/2019, 402/2020, Δ.Π. Πατρών 1225/2016, Δ.Π. Πύργου 345/2019, Δ.Π. Πειραιώς 552/2019, Δ.Π. Κέρκυρας 425/2020, Δ.Π. Θεσσαλονίκης 4407/2020, Δ.Εφ. Αθηνών 2462/2015, 4034/2016,1107/2017, 3601/2020, 3709/2020, Δ.Εφ. Πειραιώς 1691/2018, Δ.Εφ. Λάρισας 352/2019), αναστέλλοντας, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις την πρόοδο των ενώπιόν τους δικών εν αναμονή των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, σε όσους άσκησαν αγωγές για την ικανοποίηση σχετικών αξιώσεων είτε πριν είτε μετά τη δημοσίευση της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014, δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι, πάντως κατά τον -μεταγενέστερο της ως άνω απόφασης- χρόνο συζήτησης των σχετικών υποθέσεων, υφίσταται πλέον πάγια νομολογία ως προς τη δυνατότητα αποκατάστασης ζημίας από δικαστικές αποφάσεις με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Υπό τα δεδομένα αυτά, η επερχόμενη εν προκειμένω μεταστροφή, δυνάμει της οποίας όλες οι αγωγές κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ καθίστανται πλέον απορριπτέες ως απαράδεκτες, είναι ριζική και όχι προϊόν σταδιακής εξέλιξης της νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών οργάνων και, για τον λόγο αυτό, δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη από όσους έχουν ήδη ασκήσει ένδικα βοηθήματα και μέσα επί διαφορών της ίδιας κατηγορίας.
5. Η απάντηση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου: ΕΔΔΑ της 4ης Ιουνίου 2024, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (57246/21)
Με την απόφαση της 4ης Ιουνίου 2024 στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφαση ΣτΕ Ολ 800/2021 είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί ad infinitum δικαστικός έλεγχος στην περίπτωση του προσφεύγοντος. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, και ιδίως της διαπίστωσης ότι, μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία, η παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάθε μελλοντική προσπάθεια του προσφεύγοντος να ζητήσει αποζημίωση από το Δημόσιο για τα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων. Το ΕΔΔΑ, αν και κατανοεί την πολυπλοκότητα του θέματος και την ανάγκη να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και να προστατευθεί το κύρος της δικαστικής εξουσίας, δεν πείθεται από το επιχείρημα ότι, όσον αφορά τη μη έγκαιρη θέσπιση της αναγκαίας νομοθεσίας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από την απόρριψη του ένδικου βοηθήματος του προσφεύγοντος είχε παρέλθει μικρό χρονικό διάστημα. Πράγματι, η ανάγκη θέσπισης ειδικής νομοθεσίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 και η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ανέφερε καμία ενέργεια που να έχει γίνει μέχρι στιγμής προς την κατεύθυνση αυτή. Ως εκ τούτου, η νέα ερμηνεία που διατυπώθηκε στην απόφαση ΣτΕ Ολ 800/2021, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί ως απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα του προσφεύγοντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχει θεσπιστεί νομοθεσία για περισσότερα από επτά έτη, έθεσε περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ο οποίος πρέπει τουλάχιστον να θεωρηθεί ότι δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του.
Ενδεικτική βιβλιογραφία: Π. Μουζουράκη, Η μερική αναθεώρηση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών οργάνων: μια προβλέψιμη (;) νομολογιακή μεταστροφή. Σχόλιο σε ΣτΕ Ολ 799/2021 και ΣτΕ Ολ 800/2021, ΕφημΔΔ 1/2022, σ. 87, Ευ. Παυλίδου, Πράττειν δια του παραλείπειν ή η αδράνεια του νομοθέτη ως μοχλός ανατροπής της ευθύνης από δικαστικό σφάλμα. Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 802/2021, ΘΠΔΔ 2021, σ. 899, Κ. Σαμαρτζή, Αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες αποφάσεις δικαστηρίων – Μεταστροφή της νομολογίας. Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 800/2021, ΘΠΔΔ 2021, σ. 910, Γ. Καράντζιου, Η κρατική αστική ευθύνη λόγω κατάδηλα εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων σε νομολογιακή αποδρομή (σκέψεις με αφορμή τη ΣτΕ Ολ 1361/2021), e-politeia, Ιανουάριος-Μάρτιος 2022, σ. 117.
Πρακτικό θέμα
Σε μεσημεριανή εκπομπή της 15.1.2017 ο τηλεοπτικός σταθμός Χ παρουσίασε ρεπορτάζ με τίτλο «το νησί της αμαρτίας». Στο ρεπορτάζ αυτό έγινε αναφορά στην ερωτική ζωή της τηλεπαρουσιάστριας Ψ, με οπτικό υλικό που είχε ληφθεί από απόσταση και την παρουσίαζε γυμνή σε πισίνα ιδιωτικής έπαυλης, ενώ διάφορα πρόσωπα που βρίσκονταν στο στούντιο προέβαιναν σε χλευαστικά σχόλια σχετικά με τις επιλογές της Ψ στον προσωπικό της βίο. Κατόπιν τούτου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης με το από 5.3.2017 έγγραφό του κάλεσε τον σταθμό να εκφράσει τις απόψεις του εντός 24 ωρών σε σχέση με την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση της τηλεοπτικής νομοθεσίας. Οι εκπρόσωποι του σταθμού δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε έγγραφο, ούτε παρέστησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, και με την από 15.3.2017 απόφασή του το ΕΣΡ αποφάσισε με πέντε ψήφους έναντι τεσσάρων την επιβολή προστίμου ύψους 450.000 ευρώ στον σταθμό Χ, λόγω προσβολής του ιδιωτικού βίου της Ψ. Στις 10.5.2017 ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Μέσων και Ενημέρωσης εξέδωσε απόφαση με την οποία επέβαλε το ίδιο πρόστιμο στον σταθμό Ψ, επικαλούμενος την προηγούμενη απόφαση του ΕΣΡ. Οι εκπρόσωποι του σταθμού θέλουν να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, προβάλλοντας τους εξής ισχυρισμούς: α) Το Σύνταγμα προβλέπει μεν την άσκηση κρατικού ελέγχου επί των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο έλεγχος όμως αυτός, ο οποίος εκδηλώνεται προπάντων μέσω της αδειοδότησής τους, δεν μπορεί να αναφέρεται στο περιεχόμενο των εκπομπών και δεν μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή προστίμων τόσο μεγάλου ύψους, ώστε να οδηγούν εν τοις πράγμασι στο κλείσιμο του σταθμού β) Απολύτως δικαιολογημένα παρουσιάσθηκε το ρεπορτάζ σχετικά με την προσωπική ζωή της Ψ, ενόψει του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του κοινού σε όλα τα ζητήματα που αφορούν μία τηλεοπτική προσωπικότητα όπως η Ψ.
Ερωτάται:
- Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του τηλεοπτικού σταθμού Χ;
- O σταθμός Χ ασκεί τελικά αίτηση ακυρώσεως. Η αίτηση ακυρώσεως μπορεί να στραφεί παραδεκτά: α) κατά της απόφασης του ΕΣΡ; β) κατά της απόφασης του Υπουργού, δεδομένου ότι αυτός επαναλαμβάνει απλώς τα κριθέντα στην απόφαση του ΕΣΡ;
- Ο σταθμός, εκτός των άλλων, προβάλλει και παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως, αναφέροντας στο δικόγραφο μόνο ότι ήταν αδύνατη η προετοιμασία υπεράσπισης εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Θα ευδοκιμήσει αυτός ο λόγος ακυρώσεως;
- Μετά τη συζήτηση, καθώς το Δικαστήριο διασκέπτεται, ο εισηγητής παρατηρεί ότι η απόφαση του ΕΣΡ ελήφθη με πέντε θετικές ψήφους από τους εννέα παρόντες και διερωτάται: δημιουργείται λόγος ακυρώσεως και αν ναι, ποιός; Μπορεί να ληφθεί οίκοθεν υπόψη;
- Το Σύνταγμα στο άρ. 101Α ορίζει ότι η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και “με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της”. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης συγκροτείται από 7 μέλη, εκ των οποίων ένας (1) ορίζεται ως Πρόεδρος και ένας (1) ορίζεται ως Αντιπρόεδρος (άρθρο 2 του Ν. 2863/2000). Θα μπορούσε σε περίπτωση λήξης της θητείας του Προέδρου του ΕΣΡ και λόγω μη συμφωνίας των κομμάτων για την αντικατάστασή του να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του για διάστημα 10 μηνών ώστε να μην διαταραχθεί η λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής; Αν η επίμαχη πράξη εκδιδόταν εντός του εν λόγω διαστήματος θα μπορούσε ο σχετικός έλεγχος να γίνει αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο;
Η διάταξη του άρ. 4 ν. 2328/1995 προβλέπει τα εξής: «1. Σε περίπτωση παραβίασης: α) των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου που διέπουν άμεσα ή έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, (…) γ) των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, το ΕΣΡ αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός έχοντος έννομος συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσοτέρων από τις παρακάτω κυρώσεις: αα) σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής λοιπών κυρώσεων, ββ) πρόστιμο από πέντε έως πεντακόσια εκατομμύρια (5.000.000 έως 500.000.000) δραχμές που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., γγ) προσωρινή αναστολή μέχρι τρεις μήνες ή οριστική διακοπή της μετάδοσης συγκεκριμένης εκπομπής του σταθμού δδ) προσωρινή αναστολή μέχρι τρεις μήνες της μετάδοσης κάθε τηλεοπτικού προγράμματος εε) ανάκληση της άδειας λειτουργίας του σταθμού στ) κυρώσεις ηθικού περιεχομένου (όπως υποχρεωτική μετάδοση ανακοίνωσης σχετικά με τις λοιπές επιβαλλόμενες κυρώσεις). Το ΕΣΡ διαβιβάζει αμελλητί την απόφασή του στον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο οποίος ασκεί έλεγχο νομιμότητας και εκδίδει την πράξη επιβολής. Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου αυτού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν αποκτήσει, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί (…) και η ύπαρξη τυχόν υποτροπών. Η απόφαση του ΕΣΡ για την επιβολή κυρώσεων της προσωρινής αναστολής της ισχύος ή της ανάκλησης της άδειας ή προστίμου άνω των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων μελών του ΕΣΡ (…). Η απόφαση του ΕΣΡ για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου αυτής περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία και διατυπώνεται σε κάθε περίπτωση ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερομένων κατά τη διάρκεια μίας τουλάχιστον συνεδρίασης της Ολομέλειας του οργάνου».