Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο – Συμμετοχή τρίτων στην ακυρωτική δίκη (Παρέμβαση, τριτανακοπή) (23.11.2020)

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο – Συμμετοχή τρίτων στην ακυρωτική δίκη (Παρέμβαση, τριτανακοπή) (23.11.2020)

Οι δικονομικοί θεσμοί που προβλέπονται στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο για τη συμμετοχή τρίτων προσώπων (πλην των αρχικών διαδίκων, που είναι ο αιτών και η καθής Διοίκηση, ήτοι η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη) στην ακυρωτική δίκη, δηλαδή για τη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης, είναι η παρέμβαση και η τριτανακοπή. Βλ. ειδικά Ευ. Παυλίδου, Η συμμετοχή τρίτου στη διοικητική δίκη. Παρέμβαση – Τριτανακοπή, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017· Δ. Πυργάκης,Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Χαρακτηριστικά/Προϋποθέσεις/Δικονομική μεταχείριση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 343-351 και 387-406

Παρέμβαση

Έννοια και προϋποθέσεις της παρέμβασης
Στην ακυρωτική δίκη μπορεί να παρέμβει και φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι τρίτο σε σχέση με τους αρχικούς διαδίκους (αιτούντα και αντίδικο Διοίκηση), το οποίο με την άσκηση παρέμβασης γίνεται διάδικος. Η παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και  κοινοποιείται, με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, στους διαδίκους, το βραδύτερο 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, προσωπικό, άμεσο και ενεστώς για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (πρόσθετη παρέμβαση) και την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης, καθώς και ο εποπτεύων υπουργός, για τη διατήρηση ή την ακύρωση της πράξης, εάν προσβάλλεται πράξη νομικού προσώπου επί του οποίου ασκεί διοικητική εποπτεία.
Για το παραδεκτό της παρέμβασης, το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης  της παρέμβασης και κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης (ΣτΕ Ολ 2173/20022265/2007, ΣτΕ Ολ 2036/2011, Ολ 2035/2011 : κατά το άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως μπορεί να παρέμβει, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, “οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον”, δηλαδή οποιοσδήποτε βλάπτεται από την τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ως εκ τούτου για το παραδεκτό της παρεμβάσεως, δεν απαιτείται να συντρέχει το έννομο συμφέρον και κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά αρκεί ότι υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως και κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως, δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή τυχόν ακυρωτική απόφαση είναι βλαπτική για τον παρεμβαίνοντα.
Είναι δυνατή η το πρώτον άσκηση παρέμβασης κατόπιν παραπεμπτικής (σε άλλο τμήμα του ΣτΕ ή σε αυξημένη σύνθεση) ή κατόπιν προδικαστικής απόφασης. Νοείται παραίτηση από παρέμβαση (ΣτΕ 689/2006). Σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, καθίσταται άνευ αντικειμένου η παρέμβαση (ΣτΕ 3823/2008).

Νομικό καθεστώς

Άρθρο 49 του ΠΔ 18/1989

  1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.
  2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του παρόντος και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, έξι τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους.
  3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή.
  4. Οι διατάξεις του άρθρου 18 για τον αντίκλητο έχουν εφαρμογή και στην παρέμβαση.

 

Άρθρο 21 του ΠΔ 18/1989

  1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος.
  2. α) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης, είτε υπέρ είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης.

…..

6. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αν οι διάδικοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το Δικαστήριο χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί ως προς αυτούς οι διατάξεις του παρόντος άρθρου για τις κοινοποιήσεις.

 

Η παρέμβαση του Ν. 2479/1997

Ειδικά σε δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως ή αναιρέσεως ή υπαλληλικής προσφυγής, στην οποία τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας της εφαρμοστέας νομοθετικής διάταξης, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση και τρίτοι, οι οποίοι είναι διάδικοι σε εκκρεμή δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή και του ΣτΕ στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα (Ν. 2479/1997, άρθρο 1 παρ. 1). Με την ιδιότυπη αυτή παρέμβαση αναπτύσσονται μόνον ερμηνευτικές απόψεις και επιχειρήματα για το ζήτημα της συνταγματικότητας (ΣτΕ Ολ 2396/2004, Ολ 189/2007: συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, ΦΕΚ Α 67, εις δίκην ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εις την οποίαν τίθεται, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής αποφάσεως, ζήτημα εάν διάταξις τυπικού νόμου είναι σύμφωνος ή όχι προς το Σύνταγμα, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβασιν, πλην άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομον συμφέρον, εν σχέσει με την κρίσιν του ζητήματος αυτού, εφ΄ όσον, το αυτό ζήτημα, εκκρεμεί εις δίκην ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, εις την οποίαν είναι διάδικοι.με την ιδιότυπον αυτήν παρέμβασιν, αναπτύσσονται ερμηνευτικαί απόψεις και επιχειρήματα, τα οποία αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνον εις ζητήματα συνταγματικότητος, τα οποία έχουν τεθεί, η δε μέλλουσα να εκδοθεί απόφασις, δεν επάγεται εννόμους συνεπείας δια τον παρεμβαίνοντα…». Δικαίωμα παρέμβασης έχει ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε κάθε περίπτωση, δηλαδή σε δίκη επί αίτησης ακύρωσης ή αναίρεσης ή υπαλληλικής προσφυγής, ανεξάρτητα από το αν έχει τεθεί θέμα συνταγματικότητας (Ν. 2479/1997).

Τριτανακοπή

1. Έννοια-Ratio

Η κρίσιμη διάταξη είναι το ά. 51 του π.δ. 18/1989.

Τριτανακοπή είναι το  έκτακτο ένδικο μέσον που ασκείται ενώπιον του ΣτΕ ή των ΔΕφ, με το οποίο επιδιώκεται η εξαφάνιση μιας ακυρωτικής απόφασης. Είναι η συνέπεια της ισχύος κατά παντός τρίτου του ακυρωτικού αποτελέσματος της ακυρωτικής απόφασης και η ανάγκη πρόβλεψής της απορρέει από το δικονομικό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο το δεδικασμένο ισχύει κατ’ αρχήν μόνο κατά των διαδίκων και των καθολικών ή οιονεί καθολικών διαδόχων του. Η έλλειψη δυνατότητας τριτανακοπής θα άφηνε εκείνον που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση και δεν συμμετέσχε στην σχετική δίκη χωρίς δικαστική προστασία. Πρόκειται για την «ύστατη δικονομική ευκαιρία για όσα τρίτα πρόσωπα δεν μετείχαν στην ακυρωτική διαφορά, παρόλο που εδικαιούντο να παρέμβουν.

Βασική συνέπεια της λογικής της τριτανακοπής στην ακυρωτική δίκη είναι το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς και το κρίσιμο πραγματικό πλαίσιο για την εκδίκαση της διαφοράς. Με την άσκηση της τριτανακοπής, η υπόθεση επιστρέφει στο στάδιο της άσκησης της αίτησης ακύρωσης. Συνεπώς, δεν μπορούν να προβληθούν λόγοι που αφορούν σε νομοθετικό καθεστώς, το οποίο τέθηκε σε ισχύ, π.χ., μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης.

Παρέμβαση και τριτανακοπή βρίσκονται, από δικονομική σκοπιά, σε θέση αλληλοαποκλεισμού, αφού η άσκηση παρέμβασης στη διοικητική δίκη, ή έστω η παροχή της δυνατότητας αυτής, αποκλείει τη μεταγενέστερη παραδεκτή προσβολή της απόφασης που θα εκδοθεί με τριτανακοπή.

2. Αρμοδιότητα-Προσβαλλόμενες αποφάσεις

Πρόκειται για μη μεταβιβαστικό ένδικο μέσο. Αρμόδιος σχηματισμός για την εκδίκαση της τριτανακοπής είναι εκείνος που εξέδωσε την ανακοπτόμενη απόφαση.

Με την τριτανακοπή του π.δ. 18/1989 προσβάλλονται μόνον οριστικές ακυρωτικές αποφάσεις (: άρα αποφάσεις που κάνουν δεκτό το ένδικο βοήθημα και αποφάσεις που είναι οριστικές). Το πρώτο είναι συνέπεια της ιδιομορφίας της παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη, η οποία ασκείται μόνον υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης (ά. 49.1 π.δ. 18/1989). Δεν χωρεί τριτανακοπή στην αναιρετική δίκη (ά. 55 π.δ. 18/1989).

Δεν επιτρέπεται, φυσικά, η άσκηση δεύτερης τριτανακοπής από το ίδιο πρόσωπο κατά της ίδιας απόφασης, επιτρέπεται, όμως, η άσκηση διαδοχικών τριτανακοπών από διαφορετικά πρόσωπα (κατά απόφασης που εκδόθηκε επί τριτανακοπής).

3. Νομιμοποιούμενα πρόσωπα/Έννομο συμφέρον

Ειδικές προϋποθέσεις άσκησης της τριτανακοπής είναι οι εξής: Α) Η ιδιότητα του τριτανακόπτοντος ως τρίτου, στον οποίο, κατά την προδικασία της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση δεν είχε κοινοποιηθεί αντίγραφο της αίτησης ακύρωσης με επιμέλεια του εισηγητή της υπόθεσης. Δεν είναι τρίτος εκείνος που ταυτίζεται με τον διάδικο ή τελεί με έναν από τους διαδίκους της ακυρωτικής δίκης (τον αιτούντα, την αρχή που εξέδωσε την πράξη, τον παρεμβαίνοντα) σε τέτοια νομική σχέση, ώστε να θεωρείται ότι εκπροσωπήθηκε από αυτόν κατά τη δίκη. Β) Έννομο συμφέρον όμοιο με αυτό που απαιτείται για την παρέμβαση (υλική ή ηθική βλάβη που υφίσταται ο τριτανακόπτων από την ακύρωση της διοικητικής πράξης ή παράλειψης). Η βλάβη πρέπει να τελεί σε άμεση νομική σχέση  με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, δηλαδή να αποτελεί άμεση συνέπεια της απόφασης και όχι απώτερο ή ενδεχόμενο αποτέλεσμά της. Πρέπει να είναι συγκεκριμένη και ενεστώσα. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της κρατούσας τάσης της νομολογίας, τούτο δεν απαιτείται να συντρέχει στον χρόνο έκδοσης της πράξης (όπως συμβαίνει με την αίτηση ακύρωσης) αλλά κατά τον χρόνο άσκησης της παρέμβασης.

4. Προθεσμία-ανασταλτικό αποτέλεσμα

Η ακυρωτική τριτανακοπή ασκείται εντός προθεσμίας 60 ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης σε εκείνον που έχει το ειδικό έννομο συμφέρον ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Όχι μόνον δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά ούτε και δύναται να ασκηθεί αίτηση αναστολής (ά. 51.3 π.δ. 18/1989, το οποίο ρυθμίζοντας τα της τριτανακοπής δεν παραπέμπει στις διατάξεις του ά. 52 π.δ. 18/1989 για την προσωρινή δικαστική προστασία στις ακυρωτικές διαφορές).

 

5. Το δικόγραφο της τριτανακοπής και η εξέτασή του

Όλοι οι λόγοι τριτανακοπής που στρέφονται κατά της απόφασης πρέπει να προβάλλονται με εισαγωγικό δικόγραφο∙ δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Πρέπει, δε, να αφορούν σε ρυθμίσεις της ατομικής διοικητικής πράξης, που όντως κατήχθησαν στην ακυρωτική δίκη. Ειδικότερα, ο τριτανακόπτων μπορει να προβάλει κάθε νομικό ή πραγματικά ισχυρισμό, που θα προέβαλλε, εάν είχε ασκήσει παρέμβαση: α) για την αποκρουση των λόγων της αίτησης ακύρωσης και ειδικότερα των λόγων ακύρωσης που έχουν γίνει δεκτοί με την ανακοπτόμενη απόφαση και β) για την υποστήριξη του κύρους της πράξης που είχε προσβληθεί με την αίτηση ακύρωσης.

Όπως όλα τα δικόγραφα της διοικητικής δίκης, έτσι και το δικόγραφο της τριτανακοπής ερμηνεύεται προκειμένου να ανευρεθεί ο αληθής του χαρακτηρισμός.

 

  1. Διαπλαστικό αποτέλεσμα

Εάν η τριτανακοπή γίνει δεκτή, εξαφανίζεται η ανακοπτόμενη ακυρωτική απόφαση και αναβιώνει extunc η πράξη που είχε εξαφανιστεί με αυτήν. Επομένως, τα αποτελέσματα της απόφασης που δέχεται την τριτανακοπή έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα και εξομοιώνονται με τα αποτελέσματα της ακυρωτικής απόφασης που εξαφανισθηκε, δηλαδή ισχύει έναντι όλων. Εφόσον η ακυρωτική απόφαση εξαφανίσθηκε με την απόφαση επί της τριτανακοπής, είναι ακυρωτέες οι πράξεις που είχαν εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την απόφαση, δεδομένου ότι δεν έχουν νόμιμο έρεισμα.

Δ. Νομολογία

ΣτΕ 2064/2018

….

2. Επειδή, στο άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι «οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης» και στο άρθρο 51 του ίδιου διατάγματος ότι «1. Τρίτος που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. 2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως, με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση. 3. …». Όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής, από την άποψη του εννόμου συμφέροντος, συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος δικαιούταν να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, επειδή είχε έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης, δεν διατελούσε δε με κάποιον από τους διαδίκους σε νομική σχέση, από την οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (ΣτΕ 1253/2016 7μ. σκ.5, 4753/2014 σκ. 7, 1003/2014 σκ. 6, 568/2012 σκ. 3 κ.ά.).

…Η νομιμότητα, ωστόσο, της τριτανακοπτόμενης απόφασης κρίνεται με βάση τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως 10920/13/2.05.1990 πράξη του Νομάρχη Αν. Αττικής δεν είχε, πράγματι, αποκτήσει νόμιμη υπόσταση λόγω μη συνδημοσίευσης στην ΕτΚ του σχετικού διαγράμματος, όπως ορθά κρίθηκε με την 4789/2013 απόφαση, η μεταγενέστερη δε αναδημοσίευση της ακυρωθείσας με την εν λόγω απόφαση πράξης δεν κλονίζει τη νομιμότητα της ορθής δικαστικής κρίσης. Αντίθετη εκδοχή θα είχε, άλλωστε, ως αποτέλεσμα ο τριτανακόπτων να τύχει αδικαιολόγητα ευμενέστερης δικονομικής μεταχείρισης σε σχέση με τον παρεμβαίνοντα στην αρχική ακυρωτική δίκη, παρότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 2, η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής, από την άποψη του εννόμου συμφέροντος, συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση. Συνεπώς, και αυτός ο λόγος εξαφανίσεως πρέπει να απορριφθεί.

 

ΣτΕ 1252/2016 (Ε΄Τμήμα)

Προσβαλλομένη:

2. Με την τριτανακοπή αυτή ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης ΣτΕ 2738/2014, με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη του Δήμου ………… να προβεί στη σφράγιση της χρήσης «πολυκινηματογράφου» με τον διακριτικό τίτλο «………….» της εταιρείας «……………………», που βρίσκεται σε ακίνητο επί της συμβολής των οδών …………………… .

Μείζων πρόταση:

4. …. Κατά τα παγίως κριθέντα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 (παρέμβαση) και 51 (τριτανακοπή) του ΠΔ 18/1989, η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής, από την άποψη του εννόμου συμφέροντος, συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος δικαιούταν να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, επειδή είχε έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης, δεν διατελούσε δε με κάποιον από τους διαδίκους σε νομική σχέση, από την οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (ΣτΕ 4753/2014 σκ. 7, 1003/2014 σκ. 6, 568/2012 σκ. 3). Επιπλέον, το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή, πρέπει να τελεί σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Πρέπει, δηλαδή, ο ανακόπτων να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση, η επέλευση της οποίας είναι βεβαία, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, όπως συμβαίνει όταν η βλάβη δεν επέρχεται αμέσως από την ακυρωτική απόφαση, αλλά θα επέλθει, ενδεχομένως, από νέα διοικητική πράξη, η οποία θα εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (ΣτΕ 866/2014 7μ. σκ. 6, 4753/2014 σκ. 9, 1147/2011 7μ. σκ. 5 κ.ά.). Τέλος, για το παραδεκτό της παρέμβασης το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται μεν να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης. Κατ’ ακολουθία, δεν νομιμοποιείται σε άσκηση τριτανακοπής ο στερούμενος εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2034/2011 Ολομ. σκ. 6, ΣτΕ 2597/2005 7μ. σκ. 5, ΣτΕ 568/2012 σκ. 3). (…)

 

ΣτΕ 3768/2015 (Τμήμα Ε΄)

Μείζων σκέψη:

6. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 49 παρ. 1 και 51 του π.δ. 18/1989, προκύπτει ότι το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση τριτανακοπής είναι στενά συνδεδεμένο με το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικράτειας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (Σ.τ.Ε. 2036/2011 Ολομ., 886/2004, 2219/2002, 1277/1995), δεν διατελούσε δε με κάποιον από τους διαδίκους σε νομική σχέση, από την οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (Σ.τ.Ε. 886/2004, 2219/2002, 601/2002 7μ., 1102/1999, 4958/1997, 1334/1995 7μ., 2210/1993 Ολομ., 3767/1992 7μ., 2090/1990, 1753/1988, 950/1982, 726/1982, 753/1979, 3632/1978 Ολομ., 4348/1977 Ολομ., 837/1977 Ολομ., 2117/1976, 1652/1960, 1578/1959, 476/1932). Εξάλλου, για το παραδεκτό της παρέμβασης, το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης (Σ.τ.Ε. 2036/2011 Ολομ., 2035/2011 Ολομ., 2173/2002 Ολομ.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., παρέμβαση και, κατά συνέπεια, τριτανακοπή, μπορεί να ασκήσει και ο ειδικός διάδοχος του έχοντος το δικαίωμα τούτο, ανεξάρτητα αν ο δικαιοπάροχός του έχει ασκήσει παρέμβαση ή αν στον δικαιοπάροχο έχει κοινοποιηθεί νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου. Αντιθέτως, στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τριτανακοπή ο ειδικός διάδοχος, εφόσον έχει κοινοποιηθεί σ’ αυτόν νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου ή αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου πλήρης γνώση της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας σε χρόνο απέχοντα τουλάχιστον είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο (ΣτΕ 2036/2011 Ολομ., 2035/2011 Ολομ.), καθώς και ο τρίτος στον οποίο κοινοποιήθηκε με επιμέλεια του εισηγητή αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου είκοσι ημέρες πριν από τη “δικάσιμο, αλλά και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση της αίτησης ακυρώσεως (ΣτΕ 886/2004, 2219/2002).

 7. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τις αυτές διατάξεις του π.δ. 18/1989 που μνημονεύονται στη σκέψη 5, το από ακυρωτική απόφαση βλαπτόμενο συμφέρον του τρίτου, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή, πρέπει να τελεί σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή (Σ.τ.Ε. 147/2011 7μ., 1754/1976, 866/1971). Ο ανακόπτων, κατά συνέπεια, πρέπει να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση, και η επέλευση της οποίας είναι βεβαία αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, όπως συμβαίνει όταν η βλάβη δεν επέρχεται ευθέως από το διατακτικό ακυρωτικής απόφασης και μόνον (πρβλ. Σ.τ.Ε. 147/2011 7μ., 857/2009 7μ., 856/2009, 2179/2004, 3100/1997, 1789/1991, 1669/1987, 1754/1976, 559/1973, 866/1971). Δηλαδή, δεν αρκεί η επίκληση βλάβης, που θα επέλθει ενδεχομένως από τις απώτερες και γενικότερες συνέπειες της ακυρωτικής αποφάσεως όπως είναι οι ενδεχόμενες οικονομικού, περιβαλλοντικού ή άλλης φύσεως συνέπειες επί ευρύτερου κύκλου προσώπων σε μια ή πλείονες περιοχές. Τέτοια, υπό ευρεία έννοια βλάβη δεν εμπίπτει στην έννοια της άμεσης κατά τα ανωτέρω βλάβης, στην οποία και μόνο αναγνωρίζει ο νόμος τη δύναμη να καμφθεί, με το ένδικο μέσο της τριτανακοπής, το δεδικασμένο, με το οποίο ήθελε ο νόμος να εξοπλίσει τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας για λόγους σταθερότητας των εννόμων σχέσεων μεταξύ της Διοικήσεως και των διοικουμένων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2179/2004 Ολομ., 3078/2002, 1655/1996, 1651/1960, 1650/1960 κ.ά., πρβλ. επίσης Σ.τ.Ε. 2631/2010, 1615/2008, 1094/2008, 2717/2007 7μ., 3374/2006, 2905/2005).

 

ΣτΕ 3000/2013 (Τμήμα ΣΤ΄)

3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 45 και επόμενα και 51 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄8), που αφορούν, αντιστοίχως, την αίτηση ακυρώσεως και την τριτανακοπή, προκύπτει ότι αυτές προεβλέφθησαν ως ένδικο βοήθημα και ένδικο μέσο, αντιστοίχως, διάφορα μεταξύ τους, καθένα από τα οποία ασκείται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και στρέφεται το μεν ένα κατά διοικητικών πράξεων, το δε άλλο κατά δικαστικών αποφάσεων. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή κατά νόμο η σώρευση των δύο αυτών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στο ίδιο δικόγραφο. Ενόψει τούτου, σε περίπτωση τέτοιας σωρεύσεως, το δικόγραφο ερευνάται μόνον υπό τον χαρακτήρα αυτού, ο οποίος προκύπτει από το προτασσόμενο σε αυτό αίτημα, και απορρίπτεται κατά τα λοιπά ως απαράδεκτο (βλ. Σ.τ.Ε. 2090/1990, 1234/1989, 2251/1972, 2834/1968). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το παρατεθέν στη δεύτερη σκέψη περιεχόμενο του κρινομένου δικογράφου, το οποίο, άλλωστε, επιγράφεται μόνον ως «τριτανακοπή», σε αυτό ενώνονται τριτανακοπή κατά της αποφάσεως ΣτΕ 467/2012 και αίτηση ακυρώσεως κατά των ειδικώς στο εν λόγω δικόγραφο αναφερομένων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, το κρινόμενο δικόγραφο πρέπει να ερευνηθεί υπό τον προτασσόμενο σε αυτό χαρακτήρα της τριτανακοπής κατά της ανωτέρω αποφάσεως του ΣτΕ, ενώ κατά το μέρος που φέρει τον χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, προεχόντως για τον ανωτέρω λόγο.

4. Επειδή, το άρθρο 51 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 ορίζει ότι «Τρίτος, που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιοδήποτε άλλο τρόπο». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε τριτανακοπή υπόκεινται μόνον οι ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, ενόψει του δεδικασμένου που δημιουργούν έναντι πάντων, και όχι και οι απορριπτικές. Τούτο δε διότι με την έκδοση αποφάσεως απορριπτικής αιτήσεως ακυρώσεως δεν δημιουργείται νομική ή πραγματική κατάσταση διάφορος εκείνης, η οποία είχε προκύψει με την έκδοση της προσβληθείσης με την αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως, την οποία κάθε τρίτος, έχων έννομο συμφέρον και εντός της νόμιμης προθεσμίας, δικαιούται να προσβάλει με το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3922/2010 Ολομ., 856-7/2009, 1457-8/2004, 2090/1990, 2915/1969, 545, 2834/1968, 1020/1963, 1075/1962, 167/1943, 1023/1936, 1072, 1188/1934, επίσης πρβλ. Σ.τ.Ε. 5018/1997). Ενόψει τούτου, η κρινόμενη τριτανακοπή κατά της υπ’ αριθ. 467/2012 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορριπτικής αιτήσεως ακυρώσεως του ……….., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

ΣτΕ 568/2012 (Τμήμα Ε΄)

Μείζων πρόταση:

Από τις διατάξεις των άρθρων 49 και 51 του ΠΔ 18/1989 προκύπτει ότι η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής, από την άποψη του εννόμου συμφέροντος, συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος εδικαιούτο να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, επειδή είχε έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως (ΣτΕ Ολ 3922/2010, ΣτΕ 857/2009, 2965/2006, 2597/2005, 2219/2002). Ως τρίτος, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 51 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί εν όψει και του κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιώματος προς παροχή από τα δικαστήρια έννομης προστασίας σε κάθε δικαιούμενο προς τούτο αλλά και του κατά το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που προϋποθέτει τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτήν κάθε ενδιαφερομένου, νοείται πρόσωπο που είναι πράγματι τρίτος, δηλαδή το οποίο όχι μόνο δεν έχει μετάσχει το ίδιο προσωπικώς στην ακυρωτική δίκη, αλλά που επί πλέον δεν διατελεί προς κάποιον από τους διαδίκους στη δίκη αυτή σε τέτοιας μορφής νομική σχέση, ως εκ της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε πλήρως και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (ΣτΕ 2951-50/2008, πρβλ. ΣτΕ 601-594/2002, ΣτΕ 1129/2008, 2965/2006, 148/2002, 1102/1999, 2210/1993 Oλ. κ.α.). Εξάλλου, για το παραδεκτό της παρεμβάσεως το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως και κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (ΟλΣτΕ 673-2/2010, 3520/2006, 2173/2002, ΣτΕ 2265/2007, 2597/2005). Επίσης, στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, στον οποίο είχε νομίμως κοινοποιηθεί επιμελεία του εισηγητού της υποθέσεως αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως.

 

ΣτΕ Ολ 2034/2011

Μείζων πρόταση 1:

Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 51, σε τριτανακοπή υπόκεινται μόνον αποφάσεις, με τις οποίες περατούται οριστικώς η ακυρωτική δίκη με την έκδοση απόφασης, κατά το διατακτικό της οποίας γίνεται εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, αυτοτελώς σε τριτανακοπή μη οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, έστω και αν αυτές περιέχουν και οριστικές κρίσεις, παρά μόνο μετά την έκδοση οριστικής ακυρωτικής απόφασης, συμπροσβαλλόμενες με αυτήν. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που με απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επιλύονται οριστικώς ζητήματα της υπόθεσης και η υπόθεση παραπέμπεται προς περαιτέρω εκδίκαση στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος εκδίδει την τελική απόφαση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η κρινόμενη τριτανακοπή παραδεκτώς στρέφεται κατά της απόφασης ΣτΕ 335/2004 του Ε΄ Τμήματος, διότι με την απόφαση αυτή, εκδοθείσα μετά την απόφαση ΣτΕ Ολ 535/2003 της Ολομέλειας, ακυρώθηκαν οι οικοδομικές άδειες, βάσει των οποίων είχαν ανεγερθεί οι κατοικίες των τριτανακοπτόντων. Επίσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι παραδεκτώς συμπροσβάλλεται η παραπάνω απόφαση ΣτΕ Ολ 535/2003, η οποία, αν και παραπέμπει την υπόθεση στο Ε΄ Τμήμα, περιέχει οριστικές, δεσμευτικού χαρακτήρα, κρίσεις, κατά των οποίων προβάλλονται συγκεκριμένοι λόγοι.

Μείζων πρόταση 2:

6. Επειδή, με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 του π.δ. 18/1989, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση τριτανακοπής είναι στενά συνδεδεμένο με το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Εξ άλλου, για το παραδεκτό της παρέμβασης, το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης (Σ.τ.Ε. Ολ 2173/2002, 2597/2005). Τέλος, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., παρέμβαση και, κατά συνέπεια, τριτανακοπή, μπορεί να ασκήσει και ο ειδικός διάδοχος του έχοντος το δικαίωμα τούτο, ανεξάρτητα αν ο δικαιοπάροχός του έχει ασκήσει παρέμβαση ή αν στο δικαιοπάροχο έχει κοινοποιηθεί νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου. Αντιθέτως όμως, στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τριτανακοπή ο ειδικός διάδοχος, εφόσον έχει κοινοποιηθεί σ’ αυτόν νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου ή αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου πλήρης γνώση της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας σε χρόνο απέχοντα τουλάχιστον είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα και Μ. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι απαραδέκτως ασκείται τριτανακοπή από ειδικό διάδοχο, αν ο δικαιοπάροχός του παρενέβη υπέρ του κύρους της προσβληθείσας διοικητικής πράξης ή κλήθηκε νομίμως προς τούτο.

 

ΣτΕ 595/2002 ΣΤΕ (Τμήμα Ε΄)

4. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 51 του π.δ/τος 18/1989, σε άσκηση ανακοπής κατά ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας που τον βλάπτει δικαιούται μη παρεμβάς στην δίκη τρίτος, στον οποίο δεν είχε διενεργηθή η κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου κοινοποίηση. Ως τρίτος, κατά την διάταξη αυτή, νοείται πρόσωπο που είναι πραγματικά τρίτος, δηλαδή που όχι μόνο δεν έχει το ίδιο μετάσχει προσωπικώς στην ακυρωτική δίκη αλλά που επί πλέον δεν διατελεί προς κάποιο από τους διαδίκους σε νομική σχέση, ως εκ της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθή ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε στην δίκη και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (πρβλ. ΣτΕ 2210/1993, 2090/ 1990, 1652/1960).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση ήταν η νομιμότητα των δύο προεδρικών διαταγμάτων που μνημονεύθηκαν σε προηγούμενη σκέψη και η στοιχειοθέτηση υποχρεώσεως της Διοικήσεως να προβή στην κατάργησή τους. Υπέρ του κύρους της προσβληθείσης αρνήσεως της Διοικήσεως να προβή στην κατάργηση αυτή είχε παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, μεταξύ άλλων, η “…….”, εταιρεία μικτής οικονομίας με μετόχους την Κοινότητα …….. κατά 51% και τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Διπλωματούχων Μηχανικών Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας του Τ.Ε.Ε. κατά 49%, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε η οικιστική αξιοποίηση της χαρακτηρισθείσης ως ΖΕΠ εκτάσεως και μερίμνη της οποίας είχαν εκδοθή τα δύο διατάγματα. Ο τριτανακόπτων, κατά τα προσκομιζόμενα από αυτόν στοιχεία, αγόρασε ένα από τα οικόπεδα της ΖΕΠ από την εταιρεία “……..”, δεν είχε δε παρέμβει στην ακυρωτική δίκη ούτε του είχε κοινοποιηθή, κατά το άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως που έγινε δεκτή με την τριτανακοπτόμενη απόφαση. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο τριτανακόπτων νομιμοποιείται στην άσκηση της τριτανακοπής, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 51 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, ερμηνευομένης εν όψει και του κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιώματος προς παροχή από τα δικαστήρια έννομης προστασίας σε κάθε δικαιούμενο προς τούτο, αλλά και του κατά το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που προϋποθέτει την δυνατότητα συμμετοχής σ’ αυτήν κάθε ενδιαφερομένου, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεωρηθή ότι αυτός εκπροσωπήθηκε στην ακυρωτική δίκη από την δικαιοπάροχό του “ΑΤΕ Κισσός”, με την οποία, όπως βασίμως προβάλλει με το δικόγραφο της τριτανακοπής και το παραδεκτώς κατατεθέν δικόγραφο προσθέτων λόγων, μπορεί να έχει, λόγω της διαφορετικής νομικής καταστάσεως καθενός, διϊσταμένα ή και αντιτιθέμενα συμφέροντα σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς η τριτανακοπή, που ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι εξεταστέα κατ’ ουσία. (…)

7. Επειδή, με την κρινομένη τριτανακοπή προβάλλεται ότι η ανακοπτομένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθή και η δίκη να διεξαχθή εξ υπαρχής διότι, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 6 της κυρωθείσης με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και του άρθρου 1 του (πρώτου) προσθέτου πρωτοκόλλου αυτής, διεξήχθη η ακυρωτική δίκη χωρίς να έχει κληθή να συμμετάσχει σ’ αυτήν ο ανακόπτων, του οποίου θα προσβαλλόταν περιουσιακό δικαίωμα σε περίπτωση ακυρωτικής αποφάσεως, με τον τρόπο δε αυτόν δεν έτυχε δικαστικής προστασίας ούτε διεξήχθη δίκαιη δίκη σε διαφορά που είχε αντικείμενο προστατευόμενο περιουσιακό του δικαίωμα, ενώ η κλήτευσή του ήταν εφικτή, εν όψει και της επί τετραετία περίπου εκκρεμοδικίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με την άσκηση του ενδίκου μέσου της τριτανακοπής, όπως αυτό οργανώνεται με το άρθρο 51 του π.δ/τος 18/1989, οι διάδικοι επανέρχονται στην νομική κατάσταση που τελούσαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, η δε διαφορά επανεξετάζεται πλήρως από το Δικαστήριο κατά το νομικό και πραγματικό της μέρος με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο και διείπε την υπόθεση. Σε περίπτωση δε που η τριτανακοπή γίνει δεκτή και κριθή ότι η προσβληθείσα διοικητική πράξη είχε εσφαλμένως ακυρωθή, τότε η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζεται αναδρομικώς και η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται. Με τα δεδομένα αυτά, το ως άνω σύστημα, το οποίο θεσπίσθηκε ειδικώς για να καλύψει την περίπτωση διεξαγωγής δίκης χωρίς την επιβαλλόμενη κλήτευση για συμμετοχή σ’ αυτήν ενδιαφερομένου προσώπου, ικανοποιεί πλήρως την αξίωση παροχής πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας στο πρόσωπο αυτό και τις απαιτήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, ο δε ανακόπτων δεν προβάλλει, εν πάση περιπτώσει, ούτε επικαλείται ότι υπέστη συγκεκριμένη δικονομική ή άλλη βλάβη από την ερήμην του διεξαγωγή ή την καθυστέρηση της ακυρωτικής δίκης, που δεν αποκαθίσταται σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της τριτανακοπής.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο