Ι. Εννοια και υπερνομοθετικά θεμέλια της διοικητικής δικαιοσύνης
Α. Διοικητικό δικονομικό δίκαιο – Ορολογικές διευκρινίσεις
Διοικητικό δικονομικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και την παροχή έννομης προστασίας στον ιδιώτη κατά της Διοίκησης από τα διοικητικά δικαστήρια (στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοδοσίας). Είναι, ακόμη, ο κλάδος της νομικής επιστήμης που ασχολείται με τα ζητήματα της οργάνωσης και της παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια (Β. Σκουρής, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 27). Χρησιμοποιούνται συναφώς και οι όροι «Δίκαιον των διοικητικών διαφορών» (Μ. Στασινόπουλος), ή «Διοικητική Δικονομία».
Αντιδιαστέλλεται προς το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο, το οποίο ρυθμίζει την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης και τη δράση της, όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, καθώς και τις έννομες σχέσεις της προς τους πολίτες (διοικουμένους).
Διοικητική δικαιοσύνη, υπό οργανική έννοια, είναι το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που ελέγχουν τη δραστηριότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Τέτοια δικαστήρια είναι τα ΤΔΔ (τακτικά διοικητικά δικαστήρια), δηλαδή το Μονομελές και το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, το Μονομελές και το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, και το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο οποίο υπάγονται ειδικές κατηγορίες διαφορών.
Διοικητική δικαιοσύνη, υπό ευρεία έννοια, με συνδυασμό οργανικού και λειτουργικού στοιχείου, είναι οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια, στο πεδίο του διοικητικού δικαίου (Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμος 2, αρ. περ. 392).
Δικαιοδοσία είναι η εξουσία απονομής δικαιοσύνης.
Διοικητική δικαιοδοσία είναι η εξουσία απονομής διοικητικής δικαιοσύνης, δηλαδή η εξουσία παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια, στο πεδίο του διοικητικού δικαίου, ή η δικαστική επίλυση των διοικητικών διαφορών. Η διοικητική δικαιοδοσία ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα ΤΔΔ, καθώς και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στις ειδικές περιπτώσεις που ορίζουν το Σύνταγμα και οι εκτελεστικοί του νόμοι (βλ. Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Θέμις, 2014, σ. 6).
Οι άλλες δύο δικαιοδοσίες είναι η πολιτική, η οποία έγκειται στην εξουσία παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο των ιδιωτικών διαφορών και ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 94 παρ. 2 Συντ) και η ποινική που ανήκει στα ποινικά δικαστήρια (άρθρο 96 παρ. 1 Συντ).
Η διασταύρωση των δικαιοδοσιών, κατ’ αρχήν, απαγορεύεται. Ειδική εξαίρεση προβλέπει το άρθρο 94 παρ. 3 Συντ: Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
Αμιγώς συνταγματική δικαιοδοσία δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη. Έλεγχο συνταγματικότητας ασκούν παρεμπιπτόντως όλα τα δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρα 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντ. Διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος συνταγματικότητας). Το ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) είναι εν μέρει συνταγματικό δικαστήριο, στην περίπτωση του άρθρου 100 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του Συντ, καθόσον σε αυτό υπάγεται η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διάταξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ιδιότυπα, συνταγματικώς προβλεπόμενα, δικαστήρια, που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων ή ειδικές κατηγορίες διαφορών και οι αρμοδιότητές τους μετέχουν εκ του Συντάγματος περισσοτέρων δικαιοδοσιών:
-Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 Συντ)
-Δικαστήριο Ευθύνης Υπουργών και Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρα 49, 86 Συντ)
-Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (άρθρο 99 Συντ)
-Μισθοδικείο (άρθρο 88 παρ. 2 Συντ)
-Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανώτατων Δικαστών (άρθρο 91 παρ. 2 Συντ)
-Πειθαρχικά Συμβούλια λοιπών δικαστών (άρθρο 91 παρ. 3 Συντ)
Β. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας
α) Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.)
i) Περιεχόμενο του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ
Πλήρης και αποτελεσματική αποκατάσταση θιγομένου ουσιαστικού δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος: πλήρης, όταν δεν υπάρχει διαφορά για την οποία αποκλείεται η δικαστική προστασία (ο νομοθέτης δεν μπορεί να εξαιρέσει διαφορά από την έννομη προστασία) και αποτελεσματική όταν παρέχεται σε χρόνο και κατά τρόπο που εξασφαλίζει την απονομή δικαιοσύνης. Υπερβολική βραδύτητα ισοδυναμεί με άρνηση απονομής δικαιοσύνης.
- Δικαστική προστασία και ακρόαση
Διαδοχικές φάσεις έννομης προστασίας
- Δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο: ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση στο δικαστήριο, δικαίωμα κίνησης της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης
- Δικαίωμα δικαστικής ακρόασης, δικαίωμα του διαδίκου να επικαλεστεί τα κατά την εκτίμησή του κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά μέσα (δικαίωμα απόδειξης), να εκθέσει τις απόψεις του, να πληροφορηθεί και να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του αντιδίκου. Ερήμην δίκη επιτρέπεται όταν ο διάδικος είχε γνώση του χρόνου της δίκης. Από το δικαίωμα ακρόασης απορρέει το δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο.
2. Προσωρινή εξασφάλιση, δεσμευτική διάγνωση και αναγκαστική εκτέλεση
- Αξίωση έκδοσης απόφασης επί της ουσίας, αξίωση δεσμευτικής διάγνωσης του επίμαχου ουσιαστικού δικαιώματος. Το άρθρο 20 παρ. 1 Σ δεν εγγυάται έκδοση ευνοϊκής απόφασης. Δεν αναφέρεται στο βάσιμο, αλλά στο παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος.
- Αξίωση για διάταξη ασφαλιστικών μέτρων. Αποτροπή επέλευσης ανεπανόρθωτης ζημίας.
- Αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Διαφορετικά η παροχή έννομης προστασίας θα ήταν «πλατωνική».
3. Συνταγματικό καθεστώς των ενδίκων μέσων
Διασφάλιση πλήρους δικαστικής προστασίας όχι όμως και εγγύηση δύο ή περισσοτέρων βαθμών δικαιοδοσίας (διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη).
Δικονομικοί περιορισμοί άσκησης ενδίκων μέσων λόγω ποσού δεν προσκρούουν στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.
Άπαξ ο νομοθέτης αναγνωρίσει τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, υποχρεούται να τηρήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που πηγάζουν από το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.
4. Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου στο άρθρο 20 παρ. 1
- Ρύθμιση των όρων και της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας.
- Όχι θέσπιση περιορισμών αλλά ρύθμιση της άσκησης συνταγματικού δικαιώματος. Τέτοια ρύθμιση αποτελούν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων. Οι προϋποθέσεις αυτές συνάδουν προς το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ όταν α) αποσκοπούν στην εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων και την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και β) δεν καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την παροχή έννομης προστασίας.
- Απευθείας κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας από το Σύνταγμα, δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου.
- Ισχύει εντός των ορίων που θέτουν οι δικονομικοί νόμοι.
- Υποχρέωση των δικαστηρίων να ερμηνεύουν τους νόμους κατά τρόπο που να μη ματαιώνει τη δικαστική προστασία.
ii) Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας
- Δικαιώματα και έννομα συμφέροντα
- Δικαίωμα: εξουσία που απονέμει το δίκαιο για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος
- Έννομο συμφέρον: προστατευόμενη από την έννομη τάξη ωφέλεια
- Όχι απλό συμφέρον ή κοινό ενδιαφέρον του ιδιώτη, αλλά επισφράγιση από το δίκαιο.
- Όχι αντανακλαστικά δικαιώματα, δηλαδή οι δυσμενείς επιρροές κανόνων δικαίου ή γενικών διοικητικών μέτρων στην υποκειμενική κατάσταση ιδιώτη, πχ καταστηματάρχες που θίγονται από τη μεταφορά στάσης λεωφορείου που βρισκόταν μπροστά στο κατάστημά τους.
2. Οι πηγές των δικαιωμάτων και συμφερόντων
Το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ προϋποθέτει και απαιτεί ουσιαστικά δικαιώματα και έννομα συμφέροντα.
Το ουσιαστικό δικαίωμα ή συμφέρον απορρέουν από κείμενες ρυθμίσεις ή από τρέχουσες συμφωνίες και τελειοποιούνται με τις δικονομικές εγγυήσεις (πλήρους δικαστικής προστασίας και ολοκληρωμένης ακρόασης) του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ.
iii) Απαγόρευση προσβολής των κυβερνητικών πράξεων (άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8)
- Κατηγορίες κυβερνητικών πράξεων
- Δικαστική προστασία χωρίς εξαιρέσεις
- Έλεγχος νομιμότητας των κυβερνητικών πράξεων {Βλ. ΣτΕ Ολ 3669/2006, 22/2007, 1117/2014, 2787/2015, Ολ 2615, 2616/2018, 1046, 2397/2019 [prevedourou.gr,Κυβερνητικές πράξεις (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 5-10-2015, 22-02-2016, 3-10-2016, 5-10-2020)]. Β. Σκουρή, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 55-72}
β) Το άρθρο 19 ΣΕΕ
- Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ αποσκοπεί στην κάλυψη των κενών δικαστικής προστασίας για τους μη προνομιούχους διαδίκους. Η ρητή καθιέρωση στη ΣΕΕ της εν λόγω υποχρέωσης που ανέκυπτε ήδη από το σύνολο του ενωσιακού δικαίου αποτελεί ευθεία αντίδραση στις αποφάσεις Jégo-Quéré (C-263/02 P) ΔΕΚ της 1.4.2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, EU:C:2004:210]και Union de Pequeños Agricultores (C-50/00 P) [ΔΕΚ της 25.7.2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, EU:C:2002:462]. Πράγματι, μολονότι οι αυστηρές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής ακύρωσης κατά πράξεων γενικής ισχύος θεωρήθηκαν από το ίδιο το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο της Ένωσης) ως παραβίαση της γενικής αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας, με συνέπεια την ανάγκη αναθεώρησής τους [ΠΕΚ της 3.5.2002, Τ-177/01, Jégo-Quéré, EU:T:2002:112,σκέψη 50. Βλ. και διάταξη ΠΕΚ της 23.11.1999, Τ-177/99, Union de Pequeños Agricultores, EU:T:1999:296, σκέψεις 44 επ.], το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αναιρέσεων κατά των σχετικών αποφάσεων, έκρινε ότι η κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών από τον δικαστή θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του [προτάσεις Fr. Jacobs στην υπόθεση C-50/00, Unión de Pequeños Agricultores, EU:C:2002:197, σημεία 71 επ., υπέρ της αναθεώρησης της αυστηρής νομολογίας περί ενεργητικής νομιμοποίησης ως αντίβαρο στην αύξηση των εξουσιών των θεσμικών οργάνων. Βλ. κριτική του δικονομικού συστήματος σε Ν. Simantiras, NetzwerkeimeuropäischenVerwaltungsverbund, Mohr Siebeck, 2016, σ. 167 επ.]. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ο ιδιώτης δεν μπορεί να προσβάλει νομοθετικές πράξεις γενικής και άμεσης ισχύος ενώπιον του ΔΕΕ ούτε ευθέως, λόγω των περιορισμών του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ούτε παρεμπιπτόντως μέσω προσβολής εθνικών εκτελεστικών μέτρων, αφού τέτοια μέτρα δεν προβλέπονται. Δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στερήσει έναν ρητώς προβλεπόμενο στη Συνθήκη περιορισμό από την πρακτική αποτελεσματικότητά του και, αφετέρου, οι επεξηγήσεις για το άρθρο 47 του Χάρτη ορίζουν ότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, το κενό ως προς την πραγματική έννομη προστασία κατά νομοθετικών πράξεων της Ένωσης άμεσης ισχύος θα πρέπει να καλυφθεί σε επίπεδο κρατών μελών. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit [ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101], η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, δεν απευθύνεται στον δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο.
Σημειώνεται ότι το άρθρο 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Από τη συνήθη έννοια του όρου “κανονιστική” προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η τελευταία αυτή δυνατότητα είναι επίσης γενικής ισχύος. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιπτώσεις όπου το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να ενεργήσει παρανόμως προκειμένου να έχει πρόσβαση σε δικαστή. Το γράμμα του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων, όχι όμως και κατά των νομοθετικών πράξεων.
Εκτός από τη συμπλήρωση των ενδίκων βοηθημάτων και την κάλυψη των κενών έννομης προστασίας, το ΔΕΕ προσέδωσε πρόσφατα στο άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ και άλλη πτυχή, καθόσον το ανήγαγε σε έρεισμα της ανεξαρτησίας των μελών των εθνικών δικαστηρίων. Πρόκειται για την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C-64/16) [ΔΕΕ της 27.2.2018, C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατάTribunal de Contas, EU:C:2018:117], με την οποία το ΔΕΕ απάντησε στο ερώτημα που υπέβαλε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Πορτογαλίας αν τα γενικά μέτρα μείωσης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων ενόψει περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας συνιστούσαν προσβολή της ανεξαρτησίας των δικαστών. Παρά την αρνητική απάντηση λόγω των συνθηκών της υπόθεσης, η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ άνοιξε ενδιαφέρουσες προοπτικές για την αξιοποίησή της προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ που επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Στο μέτρο που, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, ο δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ανήκει τόσο στο ΔΕΕ όσο και στα εθνικά δικαστήρια, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα όργανα που εντάσσονται ως δικαστήρια στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Η ανεξαρτησία συνιστά προαπαιτούμενο της συνεργασίας μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, αφού η προδικαστική παραπομπή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία των τελευταίων. Ελλείψει ανεξαρτησίας, θα διακυβευόταν σοβαρά η αμοιβαία εμπιστοσύνη, την οποία το ΔΕΕ χαρακτήρισε, με τη γνωμοδότηση 2/13, ως αρχή συνταγματικής περιωπής [σκέψη 189 της γνωμοδότησης 2/13 του ΔΕΕ της 18.12.2014, EU:C:2014:2454:«η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει, στο δίκαιο της Ένωσης, θεμελιώδη σημασία, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Πάντως, η αρχή αυτή, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 78 έως 80, καθώς και Melloni, EU:C:2013:107, σκέψεις 37 και 63)»]. Το άρθρο 19 ΣΕΕ καλύπτει όλους «τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», οπότε έχει πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από αυτό του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο απευθύνεται στα κράτη μέλη μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 19 ΣΕΕ μπορεί να ισχύσει για όλα τα εθνικά δικαστήρια, εφόσον αυτά «είναι δυνατόν»/«ενδέχεται» να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση που υποβάλλεται στην κρίση του ΔΕΕ, το εθνικό δικαστήριο δεν θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό.
γ) Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ
Αρθρο 47: Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου
Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.
Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται για γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, η οποία έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, από τον τίτλο και το γράμμα του άρθρου 47, προκύπτει ότι ο Χάρτης αναγνωρίζει, αφενός, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο προβλέπεται και στο άρθρο 13 ΕΣΔΑ και, αφετέρου, το δικαίωμα δίκαιης δίκης, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Χάρτη, στο δίκαιο της Ένωσης, η προστασία είναι ευρύτερη από την παρεχόμενη κατά το άρθρο 13 ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι εγγυάται δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστή. Το Δικαστήριο κατοχύρωσε το δικαίωμα αυτό ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης με την απόφασή του της 15.5.1986 (Johnston, 222/84, βλ. επίσης τις αποφάσεις της 15.10.1987, 222/86, Ηeylens, και της 3.12.1992, C-97/91, Borelli). Κατά το Δικαστήριο, αυτή η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ισχύει επίσης για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Με την ενσωμάτωση της σχετικής νομολογίας στον Χάρτη δεν επιδιώχθηκε η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπεται στις Συνθήκες και ιδίως των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό των απ’ ευθείας προσφυγών ενώπιον του ΔΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Συνέλευση εξέτασε το σύστημα δικαστικού ελέγχου της Ένωσης, περιλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό, και το επιβεβαίωσε τροποποιώντας το ως προς ορισμένες πτυχές οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα άρθρα ΙΙΙ-353 έως ΙΙΙ-381 του Συντάγματος, και ιδίως στο άρθρο ΙΙΙ-365, παράγραφος 4. Το άρθρο 47 ισχύει έναντι των οργάνων της Ένωσης και έναντι των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και για όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης. Όπως διευκρινίζεται στις επεξηγήσεις του Χάρτη, στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μία από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου όπως το διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 294/83, Πράσινοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση της 23.4.1986). Ωστόσο, εκτός από το πεδίο εφαρμογής τους, οι εγγυήσεις που προσφέρει η ΕΣΑΔ εφαρμόζονται κατά παρεμφερή τρόπο στην Ένωση.
Μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας έληξε ο ετεροκαθορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενωσιακού δικαίου, υπό την έννοια της αναφοράς στην ΕΣΔΑ όπως ερμηνευόταν από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Κύριο, και όλο και συχνότερα και αποκλειστικό, αντικείμενο αναφοράς είναι ο Χάρτης [Διεξοδικά για τη θεματική αυτή βλ. Β. Σκουρή, Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Αντιφώνηση κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, www.constitutionalism.gr, 12.12.2011. Βλ. επίσης Ε. Πρεβεδούρου, Ο διάλογος ΔΕΕ και ΕΔΔΑ, εις Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε διαρκή διάλογο. Νεότερες εξελίξεις (επιμ. Ευ. Αργυρός), Εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 117 (128), με περαιτέρω βιβλιογραφικές και νομολογιακές παραπομπές]. Eιδικά για την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι το άρθρο 47 θέτει σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης την προστασία που παρέχουν το άρθρο 6 παρ. 1 και το άρθρο 13 ΕΣΔΑ. Επομένως, χωρεί επίκληση μόνο της διάταξης αυτής [Σκέψη 54 της απόφασης ΔΕΕ, 16.5.2017, C-682/15, Berlioz Investment Fund SA. Επίσης ΔΕΕ της 6.11.2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 46 και 47˙της 8.12.2011, C-386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, EU:C:2011:815, σκέψη 51]. Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Villalón στην υπόθεση Samba Diouf (C-69/10), με τη διακήρυξή του μέσω του άρθρου 47 του Χάρτη ως στοιχείου της Ένωσης “το δικαίωμα της αποτελεσματικής προστασίας, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή, αποκτά χωριστή οντότητα και ουσιαστικό περιεχόμενο και δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη του γράμματος των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, αποκτά δικό του περιεχόμενο, στον ορισμό του οποίου συμβάλλουν ουσιωδώς τόσον οι διεθνείς πράξεις από τις οποίες απορρέει…. όσο και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις που προβλέπουν το δικαίωμα αυτό, αλλά, επιπλέον, και το εννοιολογικό σύνολο των αρχών που καθορίζουν το κράτος δικαίου. Τα ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν την ισχύ της ίδιας την κοινοτικής παράδοσης η οποία αντιπροσωπεύεται από το κοινοτικό κεκτημένο μισού αιώνα και πλέον, κοινοτικό κεκτημένο που έχει οδηγήσει, ως νομοθετικό σύστημα, στην ανάπτυξη νομολογιακών αρχών που προσιδιάζουν στο δίκαιο της Ένωσης» [προτάσεις της 1.3.2011, C-69/10, Brahim Samba Diouf κατά Ministre du Travail, de l’Emploi et de l’Immigration, EU:C:2011:102, σημείο 39].
δ) Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ)
Άρθρον 6.- 1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
ε) Το δικαίωμα πραγματικής (αποτελεσματικής) προσφυγής (άρθρο 13 ΕΣΔΑ)
Άρθρον 13. –Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των.
Σημειώνεται ότι η ρύθμιση περί δίκαιης δίκης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ υπερισχύει ως lex specialis της ρύθμισης περί αποτελεσματικής προσφυγής του άρθρου 13 ΕΣΔΑ. Για τον λόγο αυτόν, όπου διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 6 από το ΕΔΔΑ, η εξέταση των ίδιων περιστατικών υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΕΣΔΑ παρέλκει. Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 είναι λιγότερο αυστηρές από αυτές του άρθρου 6 και απορροφώνται εντελώς από το τελευταίο. Το ΕΔΔΑ εξετάζει αυτόνομα τον ισχυρισμό περί παράβασης του άρθρου 13 ΕΣΔΑ ιδίως στις περιπτώσεις όπου η εθνική έννομη τάξη δεν διαθέτει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα σε σχέση με την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) (ΕΔΔΑ, Kudla κατά Πολωνίας).
Γ. Η συνταγματική κατοχύρωση της αίτησης ακύρωσης (άρθρο 95 παρ. 1 α΄ Συντ.)
Τo βασικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο ο συντακτικός νομοθέτης εξόπλισε το Συμβούλιο της Επικρατείας (στο εξής: ΣτΕ), είναι η αίτηση ακύρωσης, η οποία καθιστά κυρίως δυνατή την τήρηση της αρχής της νομιμότητας από τις διοικητικές αρχές. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα περιελήφθη για πρώτη φορά στο άρθρο 82 Σ του 1911, κατά το οποίο «[ε]ις το Συμβούλιον της Επικρατείας ανήκουσιν ιδίως …γ) η κατ’ αίτησιν ακύρωσις διά παράβασιν νόμου των πράξεων των διοικητικών αρχών…», αντίστοιχη δε διάταξη περιέλαβαν τα Συντάγματα του 1927 (άρθρο 102) και του 1952 (άρθρο 83), με την προσθήκη ενός περαιτέρω λόγου ακύρωσης, αυτού της «υπέρβασης εξουσίας», και την απάλειψη του οριστικού άρθρου «των» πριν από τη φράση «πράξεων των διοικητικών αρχών». Και στα τρία συνταγματικά κείμενα, η αίτηση ακύρωσης παρατίθεται τρίτη κατά σειρά, μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ΣτΕ, μετά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων και την εκδίκαση των «κατά τους νόμους υποβαλλομένων εις αυτό διαφορών αμφισβητουμένου διοικητικού» (πρόκειται για την κατά λέξη και ατυχή μετάφραση των γαλλικών όρων «contentieux administratif», που καλύπτει τις διοικητικές διαφορές). Ελλείψει διοικητικών δικαστηρίων, η προβλεπόμενη στις συνταγματικές διατάξεις αναιρετική αρμοδιότητα του ΣτΕ (στοιχείο δ΄ των αντίστοιχων άρθρων των τριών Συνταγμάτων) παρέμεινε νεκρό γράμμα, όπως επίσης και η διά νόμου ανάθεση της εκδίκασης διοικητικών διαφορών πλήρους δικαιοδοσίας (στοιχείο β΄ των ως άνω διατάξεων). Η αίτηση ακύρωσης διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του ΣτΕ ως ακυρωτικού δικαστηρίου, με τις ιδιομορφίες του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος ως προς το αντικείμενο, αφενός, και την έκταση και τις συνέπειες, αφετέρου, του δικαστικού ελέγχου. Η σχετική νομολογία επέτρεψε τη διατύπωση πολλών αρχών του διοικητικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, προς συμπλήρωση των ελλειπτικών και αποσπασματικών γραπτών διατάξεων του δικαίου αυτού. Πράγματι, πολλές από τις αρχές που διατυπώθηκαν και αναπτύχθηκαν νομολογιακά κατοχυρώθηκαν, στη συνέχεια, τόσο από τον συντακτικό (δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης [άρθρο 20 § 2 Σ], αρχή της αναλογικότητας [άρθρο 25 Σ], αρχές και κανόνες που είχαν συναχθεί από τη νομολογία του Ε΄ Τμήματος κατά την ερμηνεία της διάταξης του άρθ. 24 Σ, όπως το ατομικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος, η αρχή της αειφορίας, η εξομοίωση δημοσίων η εξομοίωση δημοσίων και ιδιωτικών δασών ως προς τους όρους της μεταβολής του προορισμού των, η ερμηνευτική δήλωση περί της εννοίας του δάσους που περιελήφθησαν στο ίδιο το κείμενο της διάταξης κατά την αναθεώρηση) όσο και από τον κοινό νομοθέτη (άρθρα 13, 14 και 15 του ΚΔΔιαδ, περί συγκρότησης, σύνθεσης και λειτουργίας των συλλογικών οργάνων της διοίκησης). Ενίοτε, ο έλεγχος που άσκησε το Δικαστήριο με το ένδικο αυτό βοήθημα θεωρήθηκε υπερβολικός και επικρίθηκε από τη θεωρία ως ένδειξη δικαστικού ακτιβισμού που θίγει τη διάκριση των εξουσιών. Σε επίπεδο τυπικού νόμου, οι αρμοδιότητες του ΣτΕ, η ενώπιόν του διαδικασία και το νομικό καθεστώς της αίτησης ακύρωσης ρυθμίστηκαν διαδοχικά από τον ν. 3713/1928, το ν.δ. 170/1973 και το π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Τις εξουσίες του ακυρωτικού δικαστή ενίσχυσε ο ν. 4274/2014.
Δ. Η διάρθρωση των δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα
Άρθρο 93 του Συντάγματος [διάκριση των δικαιοδοσιών]
- Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους.
- Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.
- Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της.
- Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.
Άρθρο 94 του Συντάγματος [διάκριση δικαιοδοσιών, διασταύρωση δικαιοδοσιών, διάκριση διοικητικών δικαστηρίων, εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων]
- Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
- Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
- Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
- Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει.
Το άρθρo 94 Σ, το οποίο εντάσσεται στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Ε΄ Τμήματος του Συντάγματος περί δικαστικής εξουσίας, με τίτλο «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων», αποτελεί εξειδίκευση του κατοχυρούμενου στο άρθρου 93 § 1 Σ συστήματος χωριστών δικαιοδοσιών.
Άρθρο 95 του Συντάγματος (ακυρωτική αρμοδιότητα ΣτΕ, μεταφορά υποθέσεων στα ΤΔΔ, υποχρέωση συμμόρφωσης)
- Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Eπικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει. γ) H εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) H επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.
- Kατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στοιχείου δ΄ της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 2 και 3.
- Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει.
- Oι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Eπικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει.
- Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης.
Άρθρο 98 του Συντάγματος (Ελεγκτικό Συνέδριο)
- Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως:
α. O έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των ΟΤΑ ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό.
β. O έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει.
γ. O έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των ΟΤΑ ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο.
δ. Η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζει ο νόμος.
ε. Η σύνταξη και η υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή για τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους κατά το άρθρο 79 παράγραφος 7.
στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄.
ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους ΟΤΑ ή σε άλλα ΝΠΔΔ.
2. Oι αρμοδιότητες του Eλεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει. Στις περιπτώσεις των στοιχείων α΄ έως δ΄ της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.
3. Oι αποφάσεις του Eλεγκτικού Συνεδρίου για υποθέσεις της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Eπικρατείας.
Ε. Πηγές του διοικητικού δικονομικού δικαίου
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, πηγές του διοικητικού δικονομικού δικαίου είναι το Σύνταγμα (Τμήμα Ε΄: Δικαστική εξουσία, κυρίως άρθρα 87, 88, 93, 94, 95, 98, 99, 100), ο νόμος, το προεδρικό διάταγμα, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικονομικού δικαίου (αντικείμενο ιδιαίτερης θεματικής). Κατά πάγια, πρόσφατη, νομολογία, «η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ερρυθμίζετο παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιάς ευέλικτης νομολογίας» (ΣτΕ Ολ4147/2014, Ολ 2287-90/2015).
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι διακρατικές πηγές της ΕΣΔΑ και του δικαίου της Ένωσης, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής θεματικής.
Όσον αφορά τον τυπικό νόμο, αναφέρονται, κατ’ αρχάς, οι νόμοι με τους οποίους διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε η δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ιδίως ο Ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α΄268) και ο Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α΄ 182), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.
Περαιτέρω, στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κωδικοποιημένα συστήματα που διέπουν τη διοικητική δίκη. Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για το ΠΔ 18/1989, κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το ΣτΕ που αφορά τις ακυρωτικές διαφορές οι οποίες υπάγονται στο ΣτΕ, που τροποποιήθηκε με τους Ν. 4055/2012 ( ΦΕΚ Α΄51), Ν. 4205/2013 (ΦΕΚ Α΄242), και Ν. 4274/2014 (ΦΕΚ Α΄147).
Στη συνέχεια, πρόκειται για τον Ν. 2717/1999, που κύρωσε τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος αφορά τις διοικητικές διαφορές ουσίας οι οποίες υπάγονται στα ΤΔΔ. Το ως άνω νομοθέτημα τροποποιήθηκε κατ’ επανάληψη με τους Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109), 2944/2001 (ΦΕΚ Α΄222), 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄77), 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄213), 4038/2012 (ΦΕΚ Α΄14), 4051/2012 (ΦΕΚ Α΄40), 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51), 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄86), 4079/2012 (ΦΕΚ Α΄ 180), 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄222), 4139/2013 (ΦΕΚ Α΄74), 4152/2013 (ΦΕΚ Α΄107), 4205/2013 (ΦΕΚ Α΄242), 4329/2015 (ΦΕΚ Α΄53), 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240), 4465/2017 (άρθρο 40, ΦΕΚ Α΄47), 4491/2017 (άρθρο 24, ΦΕΚ Α΄ 152), 4509/2017 (άρθρο 25, ΦΕΚ Α΄ 201). Σημειώνεται ότι πριν από τον ΚΔΔ ίσχυε το πδ 341/1978, Περί της ενώπιον των ΤΔΔ διαδικασίας επί των υπαγομένων εις αυτά διοικητικών διαφορών δυνάμει του άρθρου 7 του Ν 702/1977. Βλ. προσφάτως τον Ν. 4700/2020, Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 127), ιδίως άρθρα 360 επ.
Το άρθρο 40 του πδ 18/1989 παραπέμπει για όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από το πδ στον ΚΠολΔ. Τα ζητήματα αφορούν ιδίως τις κοινοποιήσεις, τους λόγους εξαίρεσης των δικαστών και των υπαλλήλων της Γραμματείας και τη διαδικασία της εξαίρεσης, τη συγγνώμη συγγένειας, τη διεξαγωγή των συζητήσεων, την ευταξία του ακροατηρίου και την ενέργεια των αποδείξεων που τυχόν διατάσσονται.
Τονίζεται ότι το πδ 18/1989 δεν παραπέμπει στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, για ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από το πδ. Ομοίως, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε ισχύει, δεν περιέχει παραπομπή σε διατάξεις του πδ 18/1989.
Σημαντικές τροποποιήσεις στο ΠΔ 18/1989 επέφερε ο Ν. 5119/2024, Τροποποίηση του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) Μεταφορά διαφορών στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Ρυθμίσεις για πιλοτική ή κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος δίκη ενώ πιον του Συμβουλίου της Επικρατείας Άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 103). Τέθηκε σε ισχύ στις 16 Σεπτεμβρίου 2024.