To δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης ως λόγος δημόσιας τάξης – Αυτεπάγγελτος έλεγχος κατά το αναιρετικό στάδιο – Η αρχή της ισοδυναμίας ως περιορισμός της δικονομικής αυτονομίας (ΔΕΕ της 17ης Μαρτίου 2016, C‑161/15, Abdelhafid Bensada Benallal κατά État belge)
Με την απόφαση Abdelhafid Bensada Benallal το Δικαστήριο δέχεται ότι ισχυρισμός που αντλείται από την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά κατ’αναίρεση, εφόσον η παραβίαση αντίστοιχου κανόνα του εθνικού δικαίου συνιστά λόγο δημόσιας τάξης. Το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το βελγικό Conseil d’Etat, ενεργώντας εν προκειμένω ως αναιρετικό δικαστήριο, αφορά το κατά πόσον ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης της Διοίκησης, έχει τυπική ισχύ αντίστοιχη προς τους κανόνες δημόσιας τάξης του εθνικού δικαίου, ούτως ώστε, δυνάμει της αρχής της ισοδυναμίας, ο διοικητικός δικαστής του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας να οφείλει να αποφανθεί επί λόγου αντλούμενου από προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του, όπως έχει την εξουσία να το πράττει στο εθνικό δίκαιο ως προς τους λόγους δημόσιας τάξης. Η υπόθεση έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει πλείονες διευκρινίσεις όσον αφορά τις εξουσίες του δικαστή στο πλαίσιο των διοικητικών διαφορών, ιδίως δε όσον αφορά τη δυνατότητά του να κρίνει παραδεκτό λόγο αντλούμενο από την προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ο οποίος προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας ή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως έναν τέτοιο λόγο. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε μεν την έννοια της αρχής της ισοδυναμίας που αποτελεί περιορισμό της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών και τόνισε τη σημασία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ως θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, χωρίς, ωστόσο, να κρίνει ρητώς αν το δικαίωμα αυτό αποτελεί λόγο δημόσιας τάξης στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου. Ιδιαίτερα διαφωτιστικός ήταν συναφώς ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi, οι προτάσεις του οποίου αποτελούν μια μικρή πραγματεία ως προς τα διαδικαστικά και δικονομικά ζητήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο σεβασμός του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν συνιστά κανόνα δημόσιας τάξης στο δίκαιο της Ένωσης, μάλιστα δε, στο παρόν στάδιο εξέλιξης της νομολογίας του Δικαστηρίου, ούτε καν ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. Περαιτέρω, επανήλθε στο θέμα του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό απευθύνεται και στα όργανα των κρατών μελών (βλ., αναλυτικά, www.prevedourou.gr, Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης [προτάσεις Mengozzi της 13.1.2016, στην υπόθεση C-161/15, Abdelhafid Bensada Benallal κατά Βελγικού Δημοσίου], ανάρτηση της 17.01.2016). Πάντως, το Δικαστήριο υιοθετεί προσέγγιση που ενισχύει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ως γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, εφόσον το δικαίωμα αυτό αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης στο οικείο εθνικό δίκαιο, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό εισαγγελέα, κατά τον οποίον, η έκταση της αυτεπάγγελτης εξέτασης λόγου αντλούμενου από παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης εξαρτάται από την ισοδυναμία ή την ταυτότητα της βαθμίδας που κατέχει ο κανόνας αυτός στο δίκαιο της Ένωσης σε σχέση με τους κανόνες που ο εθνικός δικαστής έχει την εξουσία να ελέγχει αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης.
Η συλλογιστική του Δικαστηρίου
A. Το ιστορικό της διαφοράς και το νομικό πλαίσιο
H οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή πολίτη της Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας καθώς και να αρνούνται, να τερµατίζουν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωµα αναγνωριζόµενο από την παρούσα οδηγία, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιώµατος ή απάτης. Η οδηγία υποβάλλει τους περιορισμούς αυτούς στην τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων σχετικά, αφενός, με την κοινοποίηση και την αιτιολογία της αποφάσεως και, αφετέρου, με την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα ένδικα βοηθήματα, αλλά δεν ρυθμίζει τους διαδικαστικούς κανόνες, οπότε, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου εφαρμόζεται η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών (αποφάσεις Rewe, 33/76, EU:C:1976:188 και Come, 45/76, EU:C:1976:167). Το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d’État του Βελγίου στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του A. Bensada Benallal, Ισπανού υπηκόου, και της βελγικής Yπηρεσίας Aλλοδαπών [office belge des étrangers] σχετικά με την απόφαση του οργάνου αυτού, με την οποία ανακάλεσε ex nunc την άδεια διαμονής του αναιρεσείοντος και τον διέταξε να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια, αφορούσε την αρχή της ισοδυναμίας που αναγνώρισε το Δικαστήριο, παράλληλα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, ως τη μία από τις δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι διαδικαστικοί και δικονομικοί κανόνες ενός κράτους μέλους για να μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της δικονομικής αυτονομίας στις περιπτώσεις που διέπει το δίκαιο της Ένωσης: «όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμονται στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο, γίνεται κατά πάγια νομολογία δεκτό ότι οι δικονομικές προϋποθέσεις για τα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας)» (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact· της 29ης Οκτωβρίου 2009, C-63/8, Virginie Pontin, σκέψη 43).
Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ένας Ισπανός υπήκοος έλαβε, ως μισθωτός, άδεια διαμονής στο Βέλγιο δυνάμει της οδηγίας 2004/38. Μερικούς μήνες αργότερα, η βελγική Yπηρεσία Aλλοδαπών ανακάλεσε ex nunc την άδεια διαμονής του και τον διέταξε να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια, με το αιτιολογικό ότι «ο ενδιαφερόμενος [είχε κάνει] χρήση ψευδών στοιχείων» όσον αφορά τη σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει. Η προσφυγή που άσκησε κατά της ανακλητικής απόφασης απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου Αλλοδαπών. Το Conseil d’État, το οποίο επελήφθη της αίτησης αναίρεσης που άσκησε ο ενδιαφερόμενος κατά της ως άνω απόφασης, διαπίστωσε ότι ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιόν του λόγο ο οποίος δεν είχε προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Αλλοδαπών. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η βελγική Υπηρεσία Αλλοδαπών θα έπρεπε να τον ακούσει πριν από την έκδοση της ανακλητικής απόφασης. Συναφώς, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης προέβαλε παράβαση των άρθρων 41 και 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (στο εξής: Χάρτης), παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της κατ’ αντιπαράθεση διεξαγωγής της διαδικασίας καθώς και της αρχής audi alteram partem. Όμως, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο, το Conseil d’État δεν μπορεί να κρίνει παραδεκτό έναν τέτοιο λόγο, παρά μόνον εάν πρόκειται για λόγο αναγόμενο σε κανόνες δημόσιας τάξης. Δεδομένου ότι εν προκειμένω εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της Ένωσης, το Conseil d’État διερωτάται εάν η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, καταλαμβάνει στην έννομη τάξη της Ένωσης θέση αντίστοιχη με αυτή που καταλαμβάνουν οι κανόνες δημόσιας τάξης στο εθνικό δίκαιο και εάν η αρχή της ισοδυναμίας επιβάλλει να μπορεί ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Conseil d’État, δικάζοντος κατ’ αναίρεση, όπως είναι δυνατό στο εθνικό δίκαιο για τους λόγους που ανάγονται σε κανόνες δημόσιας τάξης.
Β. Η έννοια της αυτοδυναμίας ως περιορισμός της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, της οδηγίας 2004/38. Στη συνέχεια, επισημαίνει η οδηγία δεν περιέχει διατάξεις ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των διοικητικών και δικονομικών διαδικασιών σε σχέση με απόφαση περί ανάκλησης του τίτλου παραμονής υπηκόου της Ένωσης. Yπενθυμίζει συναφώς την πάγια νομολογία, κατά την οποία, ελλείψει κανόνων της Ένωσης οι οποίοι να διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να τους θεσπίσει, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (Nike European Operations Netherlands, C‑ 310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 28 και Eturas κ.λπ., C‑74/14, EU:C:2016:42, σκέψη 32).
Εν προκειμένω, ο προβαλλόμενος από τον ενδιαφερόμενο λόγος αναίρεσης, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακρόασης εκ μέρους της εθνικής αρχής που εξέδωσε την βλαπτική γι’ αυτόν απόφαση, όπως αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, προσκρούει, όσον αφορά το παραδεκτό του, στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τους λόγους εκείνους που μπορούν να προβληθούν για πρώτη φορά στην κατ’ αναίρεση δίκη. Το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα των κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, να περιορίζουν ή να εξαρτούν από προϋποθέσεις τους λόγους εκείνους που μπορούν να προβάλλονται στις κατ’ αναίρεση διαδικασίες, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ισοδυναμίας προϋποθέτει ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις ένδικες προσφυγές που στηρίζονται στα δικαιώματα που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, όσο και σε εκείνες που στηρίζονται σε παράβαση του εσωτερικού δικαίου και έχουν παρεμφερές αντικείμενο και παρεμφερή αιτία (Agrokonsulting-04, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 39). Η τήρηση της αρχής αυτής συνεπάγεται, επομένως, την ίση μεταχείριση των ενδίκων προσφυγών που στηρίζονται σε παράβαση του εθνικού δικαίου και των παρεμφερών προσφυγών που στηρίζονται σε παράβαση του δικαίου της Ένωσης (Târșia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 34).
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προϋπόθεση σε σχέση με την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας επιτάσσει ότι, οσάκις οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου περί του τρόπου διεξαγωγής της κατ’ αναίρεση διαδικασίας επιβάλλουν στο αναιρετικό δικαστήριο την υποχρέωση να κάνει δεκτό ή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο που αντλείται από παράβαση του εθνικού δικαίου, η ίδια αυτή υποχρέωση πρέπει να ισχύει όσον αφορά έναν ίδιας φύσης λόγο που αντλείται από παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, εφόσον ένα κατ’ αναίρεση αποφαινόμενο εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ο αντλούμενος από προσβολή του δικαιώματος ακρόασης λόγος αναίρεσης μπορεί να εκληφθεί ως λόγος εσωτερικής δημόσιας τάξης που μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιόν του στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς διεπόμενης από το εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει ότι, στο πλαίσιο αντίστοιχης δίκης, μπορεί να προβληθεί επίσης για πρώτη φορά ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, στο στάδιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας, ένας παρεμφερής λόγος που αντλείται από παράβαση του δικαίου της Ένωσης.
Γ. ΄Εννοια κανόνων δημόσιας τάξης κατά το εθνικό δίκαιο
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει σαφώς κατά πόσον το δικαίωμα ακρόασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο βελγικό δίκαιο, συνιστά, αυτό καθαυτό, γενική αρχή του βελγικού δικαίου απορρέουσα από την εσωτερική δημόσια τάξη του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι κανόνες δημοσίας τάξης είναι όσοι έχουν θεμελιώδη σημασία στη βελγική έννομη τάξη, όπως οι κανόνες οι σχετικοί με την αρμοδιότητα των διοικητικών αρχών, την αρμοδιότητα των δικαστηρίων, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας ή ακόμη όσοι άπτονται άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το Conseil d’État εντάσσει τον σεβασμό του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και εκκινεί από την παραδοχή ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως στο εθνικό δίκαιο, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δικαιολογεί ακριβώς το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τις επιταγές που απορρέουν από την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας. Αντίθετα η Βελγική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ορθότητά του χαρακτηρισμού αυτού στις γραπτές παρατηρήσεις της, υποστηρίζοντας ότι υφίσταται διαφορά στο εθνικό δίκαιο μεταξύ, αφενός, της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας στον πειθαρχικό και ποινικό τομέα, η οποία εμπίπτει στην κατηγορία των λόγων δημόσιας τάξης που μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως, και, αφετέρου, της προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης εκ μέρους διοικητικής αρχής πριν από την έκδοση δυσμενούς απόφασης, η οποία δεν είναι δημόσιας τάξης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως. Ως γνωστόν, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι η αποστολή αυτή ανήκει αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο (Târșia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 13).
Δ. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης
Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να καθορίσει εάν ο λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακρόασης του δικαίου της Ένωσης είναι ίδιας φύσης με εκείνον που αντλείται από προσβολή τέτοιου δικαιώματος στην βελγική έννομη τάξη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑287/02, EU:C:2005:368, σκέψη 37), ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει σε έκδοση βλαπτικής πράξης συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρύθμισης σχετικά με την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητά τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους.
Ως εκ τούτου, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι, όταν, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ο αντλούμενος από παράβαση του εσωτερικού δικαίου λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου είναι παραδεκτός μόνον εφόσον συνιστά λόγο δημόσιας τάξης, πρέπει ομοίως να κρίνεται παραδεκτός ο προβαλλόμενος για πρώτη φορά ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, εφόσον το εν λόγω δικαίωμα, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο εσωτερικό δίκαιο, πληροί τους απαιτούμενους από το εσωτερικό δίκαιο όρους ώστε να χαρακτηρισθεί λόγος δημοσίας τάξης, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει. Εν προκειμένω, εφόσον το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στο εθνικό δίκαιο συνιστά κανόνα δημόσιας τάξης που προβάλλεται παραδεκτώς για πρώτη φορά ενώπιον αναιρετικού δικαστηρίου, θα πρέπει να κρίνει παραδεκτώς προβαλλόμενο και τον λόγο που αντλείται από προσβολή του προβλεπόμενου στο δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.
Αντίθετα, κατά τον γενικό εισαγγελέα, στο δίκαιο της Ένωσης, λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, εμπίπτουσα στην κατηγορία των λόγων δημόσιας τάξης τους οποίους ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να εξετάζει αυτεπαγγέλτως. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον διάδικο που θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί να προβάλει την προσβολή του δικαιώματος αυτού ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, χωρίς ο δικαστής να είναι υποχρεωμένος να θεραπεύσει την παράλειψη ή την αμέλεια του διαδίκου αυτού. Eπομένως, κατά τον γενικό εισαγγελέα, η αρχή της ισοδυναμίας δεν απαιτεί να κρίνεται παραδεκτός και να εξετάζεται επί της ουσίας λόγος που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας που αποφαίνεται στο πλαίσιο κατ’ αναίρεση διαδικασίας.
Βλ. E. Broussy/H. Cassagnabère/Chr. Gänser, Chronique de jurisprudence de la CJUE. Moyens d’ordre public en cassation – Autonomie procédurale et effectivité – Droit d’ être entendu, AJDA 19/2016, σ. 1059 (1061). Για ειδική βιβλιογραφία επί των ζητημάτων που εξέτασε το Δικαστήριο (αυτεπάγγελτος έλεγχος, πεδίο εφαρμογής του Χάρτη) βλ. www.prevedourou.gr, Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (προτάσεις Mengozzi της 13.1.2016, στην υπόθεση C-161/15, Abdelhafid Bensada Benallal κατά Βελγικού Δημοσίου], ανάρτηση της 17.01.2016)