Ανάκληση πράξεων “ομοίου” περιεχομένου προς ακυρωθείσα Νομολογιακές εξελίξεις: αποφάσεις ΣτΕ 1659/2021 και 1036/2021
Θα εξετάσουμε το θέμα της υποχρέωσης ανάκλησης πράξεων όμοιου περιεχομένου προς ακυρωθείσα. Θα αναλυθούν οι αποφάσεις ΣτΕ 370.1997, ΣτΕ Ολ 2176.2004 και η παραπεμπτική ΣτΕ 3500.2002. Τέλος, αναφέρεται και η κρίσιμη για το θέμα σκέψη της ΣτΕ Ολ 1175.2008, που συμπληρώνει τη σχετική νομολογιακή κατασκευή, καθόσον αναγνωρίζει την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει, κατόπιν σχετικής αίτησης διοικουμένου, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή ακυρωθείσας, ως αντισυνταγματικής, κανονιστικής πράξης. Τέλος, θα εξετασθούν οι πρόσφατες αποφάσεις ΣτΕ 1659/2021 και ΣτΕ 1036/2021. Η απόφαση ΣτΕ 1659/2021 αφορά το περιεχόμενο συμμόρφωσης της Διοίκησης ως προς τον νικήσαντα διάδικο και ως προς αποδέκτες πράξεων όμοιου περιεχομένου προς την ακυρωθείσα. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 902-907/2021 [βλ. και την απόφαση ΣτΕ Ολ 1363/2021 για τους Δόκιμους Λιμενοφύλακες] κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Έτσι, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος που με αυτή κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, αποφοίτων Λυκείων στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ., η οποία δεν είχε το απαιτούμενο από το άρθρο 1 παρ. 1 του ΠΔ 90/2003 ύψος. Το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι είναι άδηλος τόσο ο αριθμός των γυναικών υποψηφίων που θα υποβάλουν αίτηση προς τη Διοίκηση ζητώντας, κατ’ επίκληση των κριθέντων με την ΣτΕ Ολ. 2176/2004, την ανάκληση των ομοίου περιεχομένου ατομικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει της ίδιας διάταξης, όσο και ο αριθμός εκείνων που θα πληρούν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, προκειμένου να επανεξετασθεί η υπόθεσή τους από τη Διοίκηση. Με την απόφαση ΣτΕ 1036/2021 κρίθηκε ότι η Διοίκηση υποχρεούται να επανεξετάσει τη νομιμότητα ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι μόνο στην περίπτωση ακυρωτικής –αμετάκλητης– δικαστικής απόφασης, αλλά και στην περίπτωση απόφασης του ΣτΕ εκδοθείσας στο πλαίσιο πρότυπης δίκης κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010, με την οποία –μετά τη διαπίστωση αντίστοιχης πλημμέλειας της κανονιστικής πράξης ή διάταξης εφ’ ής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική πράξη– η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Τούτο διότι με την παραπεμπτική αυτή απόφαση επιλύεται το τεθέν γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα που θίγονται από τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις [βλ. σχόλιο Ν. Παπαδόπουλου, Νομολογιακές εξελίξεις στην εφαρμογή της αρχής της υποχρέωσης επανεξέτασης της νομιμότητας διοικητικών πράξεων όμοιων με δικαστικώς ακυρωθείσα, ΘΠΔΔ 11/2021, σ. 1128 επ.].
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Οι γενικές αρχές ανάκλησης των παράνομων ευμενών διοικητικών πράξεων αποτελούν σύνθεση της αρχής της νομιμότητας που επιτάσσει την άρση της παρανομίας και, συνακολούθως, την εξαφάνιση της πράξης από την έννομη τάξη, δηλαδή την αναδρομική ανάκλησή της, και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που απαιτούν τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης.
Στη στάθμιση των ανωτέρω αρχών προέβη με γενική ρύθμιση ο νομοθέτης στο άρθρο μόνο του ΑΝ 261/1968. Η διάταξη αυτή, που προβλέπει ότι οι «[α]τομικαί διοικητικαί πράξεις, εκδοθείσαι κατά παράβασιν νόμου, ανακαλούνται υπό της Διοικήσεως ελευθέρως και άνευ οιασδήποτε δια το Δημόσιον συνεπείας, εντός ευλόγου από της εκδόσεως αυτών χρόνου», ρυθμίζει ειδικότερα το ζήτημα του υπολογισμού του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου μπορεί να χωρήσει η ανάκληση. Το ζήτημα αν η πάροδος χρόνου μεγαλυτέρου της πενταετίας υπερβαίνει τον εύλογο για την ανάκληση χρόνο κρίνεται από τον διοικητικό δικαστή κατά περίπτωση [ΣτΕ 1204/2012, 1501/2008, 3906/2008, 3447/2007, 227/2006, 895, 2566/2002, 1569/2001].
Το αρμόδιο για την ανάκληση όργανο και η τηρητέα διαδικασία ρυθμίζονται στο άρθρο 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Τέλος, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’αρχήν, υποχρέωση, αλλά διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς.
Εξαίρεση από την ανωτέρω αρχή εισάγει, μεταξύ άλλων, η νομολογία περί υποχρέωσης ανάκλησης ατομικών πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα, η οποία θα εξετασθεί κατωτέρω.
Η απόφαση ΣτΕ 370/1997 (Ε΄Τμήμα)
– Προσβαλλόμενη πράξη: α) η παράλειψη του Υπουργού Γεωργίας όπως προβεί σε νόμω οφειλομένη ενέργεια, ήτοι στην έκδοση διαταγής για τη ρητή ανάκληση όλων των νομαρχιακών αποφάσεων, με τις οποίες χαρακτηρίστηκαν ως “βοσκότοποι” τμήματα δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1734/1987 και β) η παράλειψη των νομαρχών του κράτους όπως προβούν σε νόμω οφειλομένη ενέργεια, ήτοι στη ρητή ανάκληση όλων των αποφάσεών τους, με τις οποίες, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1734/1987, χαρακτηρίστηκαν ως “βοσκότοποι” ευρύτατες περιοχές ή τμήματα δασών και δασικών εκτάσεων του κάθε νομού (πλην των νομών Αθηνών και Αττικής). [Με την απόφαση ΣτΕ 664/1990, που εκδόθηκε ύστερα από σχετική αίτηση του και ήδη αιτούντος σωματείου, ακυρώθηκαν 143 νομαρχιακές πράξεις με τις οποίες καθορίστηκαν τα όρια βοσκοτόπων κατ’εφαρμογή του Μ. 1734/1987 καθόσον οι σχετικές διατάξεις του αντίκεινται στα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 του Συντάγματος].
– Γενική αρχή του δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο: η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί πράξεις της, έστω και αν είναι παράνομες.
– Προϋποθέσεις κάμψης της ανωτέρω αρχής για τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις με την ακυρωθείσα οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη τυπικού νόμου ή κανονιστικής πράξης:
α) με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή με αμετάκλητη απόφαση τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη,
β) για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη νόμου αντίθετη προς το Σύνταγμα ή σε κανονιστική πράξη της Διοίκησης που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα,
γ) για την ανάκληση των ομοίου περιεχομένου ατομικών διοικητικών πράξεων με την ακυρωθείσα οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια ανίσχυρη διάταξη τυπικού νόμου ή κανονιστικής πράξης θα υποβληθεί στη Διοίκηση αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον,
δ) με την ανάκληση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης δεν θίγονται δικαιώματα που αποκτήθηκαν καλοπίστως από την εφαρμογή της ή, καίτοι θίγονται τέτοια δικαιώματα, συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους επιβάλλεται η ανάκληση.
–Έννομη συνέπεια: εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ανακαλέσει την παράνομη πράξη της, η σχετική δε παράλειψή της, τεκμαιρόμενη με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 “κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας”. Πράγματι, η διατήρηση παράνομων διοικητικών πράξεων δεν δικαιολογείται από την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, η οποία υπαγορεύει την γενική αρχή του δικαίου περί μη υποχρέωσης ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, ενώ αντιθέτως έρχεται σε οξεία αντίθεση προς τις αρχές του Κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, ενόψει των οποίων ανακύπτει υποχρέωση των διοικητικών οργάνων και για την εκ των υστέρων άρση παράνομων νομικών ή πραγματικών καταστάσεων.
Η απόφαση ΣτΕ 3500/2002 (παραπεμπτική στην Ολομέλεια)
– Προσβαλλόμενη πράξη: το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, με το οποίο η Διοίκηση αρνήθηκε ρητώς να επανεξετάσει την υπόθεση της δυσμενούς κρίσης του αιτούντος, Υποστρατήγου εν αποστρατεία της ΕΛ.ΑΣ. ως ευδοκίμως τερματίσαντος τη σταδιοδρομία του στον βαθμό του Ταξίαρχου και να ανακαλέσει, ως παράνομη, τη σχετική πράξη, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει με αίτησή του.
–Υποχρέωση απάντησης στα αιτήματα των διοικουμένων (άρθρο 4 παρ. 1 και 3 του ΚΔΔιαδ): Με τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 4 του ΚΔΔιαδ ορίσθηκε ότι οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να αποφαίνονται επί όλων των αιτημάτων των ενδιαφερομένων, πλην αυτών που είναι προδήλως παράνομα ή επαναλαμβάνονται με τρόπο καταχρηστικό. Η υποχρέωση αυτή, η οποία εμπνέεται από την αρχή του κράτους δικαίου, επιβάλλεται προεχόντως όταν υποβάλλεται στην Διοίκηση νόμιμο αίτημα. Επομένως, επιβάλλεται και σε περίπτωση υποβολής αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης που διέφυγε μεν τον δικαστικό έλεγχο, αλλά είναι αντίθετη προς τον νόμο σύμφωνα με την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον το αίτημα αυτό είναι νόμιμο, διότι αφορά σε αποκατάσταση της νομιμότητας. Εξ άλλου, δεδομένου ότι οι ως άνω διατάξεις έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα, δεν υποχρεώνουν μεν την Διοίκηση να ανακαλεί την διοικητική πράξη που αντιβαίνει στον νόμο, επιβάλλουν, όμως, σ’ αυτήν να επανεξετάζει την υπόθεση και να αποφασίζει ρητώς για την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος ανάκλησης με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, σχετικά με τη νέα ρύθμιση της υπόθεσης διατηρείται η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η Διοίκηση, εν όψει της ανάγκης σταθερότητας των διοικητικών σχέσεων, αποφασίζει εκείνη για την ανάκληση των παρανόμων πράξεών της κατά διακριτική εξουσία, εφόσον δεν προκύπτει υποχρέωση για την ανάκλησή τους από ειδικό κανόνα δικαίου.
– Υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει την υπόθεση της δυσμενούς κρίσης του αιτούντος: Εν όψει του ότι κατά τη νομολογία του ΣτΕ είναι ανίσχυρες οι διατάξεις του ΠΔ 499/1989, κατ’εφαρμογή των οποίων διενεργήθηκαν οι έκτακτες κρίσεις των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας [εφόσον το ΠΔ 499/1989 δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, όπως κρίθηκε με την ΣτΕ Ολ1467/1995 που ακύρωσε πράξη ομοίου περιεχομένου με το υπ’ αριθμ. 4/1990 Πρακτικό του Συμβουλίου του άρθρου 44 παρ. 2 του Ν. 1481/1984 το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω πδ και με το οποίο ο αιτών κρίθηκε στον βαθμό του Ταξίαρχου ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία του], η Διοίκηση όφειλε να εισαγάγει, κατ’ αρχήν, την αίτηση του αιτούντος στο αρμόδιο για τις κρίσεις των ανωτάτων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, αποδεχόμενη την αντίθεση με τον νόμο του υπ’αριθ. 4/1990 Πρακτικού του Συμβουλίου. Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Κρίσεων όφειλε να σταθμίσει, προεχόντως, αφενός μεν τη σημασία και το μέγεθος των συνεπειών που προκλήθηκαν για τον αιτούντα με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 4/1990 Πρακτικού, αφετέρου δε το μέγεθος των δυσχερειών που θα αντιμετωπίσει, ενδεχομένως, η Διοίκηση σε περίπτωση ανάκλησης του Πρακτικού αυτού και να αποφασίσει ρητώς για την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος ανάκλησης με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, ενεργώντας κατά διακριτική εξουσία σχετικά με τη νέα ρύθμιση της υπόθεσης.
– Επίκληση των κρίσεων της ΣτΕ 370/1997: Με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης ο αιτών επικαλείται τις κρίσεις της ΣτΕ 370/1997 απόφασης του Ε΄ Τμήματος, σχετικά με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων και προβάλλει ότι, εφόσον το ΠΔ 499/1989 δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, όπως κρίθηκε με την ΣτΕ Ολ1467/1995 που ακύρωσε πράξη ομοίου περιεχομένου με το υπ’ αριθμ.4/1990 Πρακτικό, η Διοίκηση όφειλε στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο να επανεξετάσει την υπόθεση αλλά και να ανακαλέσει το παράνομο αυτό Πρακτικό. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης αίτησης ακύρωσης και να παραπέμψει το εκτεθέν ζήτημα, προς επίλυση, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
Η απόφαση ΣτΕ Ολ 2176/2004
– Πλειοψηφία
–Γενική αρχή του διοικητικού δικαίου: η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς.
– Κάμψη της γενικής αρχής (υποχρέωση επανεξέτασης της νομιμότητας ατομικής πράξης όμοιου περιεχομένου με ακυρωθείσα)
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφ` όσον για την ανάκλησή τους υποβληθεί στη Διοίκηση αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμομένης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δεσμίας αρμοδιότητος για την έκδοσή της, κατ’ εκτίμηση των λόγων υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλ’ αντιθέτως είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της, τεκμαιρομένη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989.
1η ειδικότερη γνώμη: η υποχρέωση αυτή συντρέχει μόνο όταν η ακύρωση της ατομικής διοικητικής πράξης έγινε για τον λόγο ότι αυτή στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου, όχι όμως και όταν στηρίχθηκε σε κανονιστική πράξη της Διοίκησης που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, δεδομένου ότι ο δικαιολογητικός λόγος της κατά τα ανωτέρω απόκλισης από τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, δηλαδή η αυξημένη τυπική ισχύς και εντεύθεν η σπουδαιότητα του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου, δεν συντρέχει στην ειδικότερη αυτή περίπτωση.
2η ειδικότερη γνώμη: η υποχρέωση αυτή συντρέχει μόνο όταν η ακυρωτική ομοίου περιεχομένου διοικητικής πράξης δικαστική απόφαση προέρχεται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι μόνο στην περίπτωση αυτή αποτρέπεται, κατ’αρχήν, ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών επί του θέματος αποφάσεων και ο συνακόλουθος κίνδυνος υποχρέωσης της Διοίκησης να προβεί σε αλληλοσυγκρουόμενες, υποχρεωτικές εν τούτοις, ενέργειες.
Μειοψηφία
– 1η γνώμη: Ανάλυση της έννοιας των γενικών αρχών του δικαίου και της σημασίας τους ως πηγών του διοικητικού δικαίου: κάμψη της γενικής αρχής περί διακριτικής ευχέρειας ανάκλησης παράνομων πράξεων μόνο βάσει ρητής, ειδικής και ανενδοίαστης πρόβλεψης του νομοθέτη
Oι γενικές αρχές του δικαίου συνάγονται από το σύνολο της νομοθεσίας, διαπιστώνονται δε απλώς και διατυπώνονται από τα δικαστήρια, στο πλαίσιο της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει σχεδόν από την ίδρυσή του δεχθεί τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου περί ευχερείας της Διοίκησης να ανακαλεί παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις της, όχι όμως και περί υποχρέωσής της προς τούτο, εκτός εάν τέτοια υποχρέωση επιβάλλεται βάσει κανόνα δικαίου ή αν η ανάκληση είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς ακυρωτική δικαστική απόφαση (ΣτΕ 712/1936, 264/1951, 1801/1958, 1662/1959, 1886/1961), κάμψη δε της γενικής αυτής αρχής έγινε δεκτή μόνο για ορισμένες περιπτώσεις κοινωνικής ασφάλισης (ΣτΕ 3042/1970). Η ανωτέρω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, υιοθετηθείσα σιωπηρώς και από τον νομοθέτη για πολλά έτη, καθιερώθηκε στον κλάδο του διοικητικού δικαίου. Εξ άλλου, το Σύνταγμα του έτους 1975 δεν περιέλαβε διάταξη περί του αντιθέτου, υπό την ισχύ του δε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (με την απόφαση 2282/1992) δέχθηκε ότι κάμψη της ανωτέρω γενικής αρχής είναι δυνατή μόνο βάσει ρητής, ειδικής και ανενδοίαστης πρόβλεψης του νομοθέτη και δεν δύναται να συναχθεί από το όλο πνεύμα και το σκοπό των συνταγματικών διατάξεων. Σχετική διάταξη δεν περιελήφθη ούτε στο αναφερόμενο στο ως άνω θέμα νομοθέτημα για τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999) ούτε στο αναθεωρημένο κείμενο του Συντάγματος του έτους 2001, με συνέπεια την επιβεβαίωση της ανωτέρω γενικής αρχής. Αν και το περιεχόμενο των γενικών αρχών του δικαίου δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένο και πρέπει να επαναπροσδιορίζεται στο πλαίσιο των κανόνων που συνθέτουν εκάστοτε την έννομη τάξη, ωστόσο είναι δεδομένο ότι οι θεσμοί της δικαστικής προσβολής διοικητικών πράξεων εντός ορισμένης προθεσμίας και του δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν υποστεί μεταβολή, δεν προκύπτει δε η ύπαρξη άλλου κανόνα δικαίου που να επιβάλλει απόκλιση από την ως άνω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και να δικαιολογεί μεταβολή της νομολογίας. Τουναντίον, πρόσφατες ρυθμίσεις ενισχύουν τη γενική αυτή αρχή. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του αναθεωρημένου Συντάγματος του έτους 2001, καθώς και των άρθρων 196 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), αλλά και οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 προσδιορίζουν με σαφήνεια τις συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων, χωρίς να προβλέπουν επέκταση των αποτελεσμάτων τους σε άλλες (τυχόν όμοιες) περιπτώσεις που δεν απετέλεσαν αντικείμενο της κριθείσης διαφοράς. Συνεπώς, η ανωτέρω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έγινε δεκτή και από το ΔΕΚ (απόφαση 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Assi Domn Kraft Products AB κ.λπ., C-310/97P: «63. Η αρχή της ασφαλείας δικαίου η οποία υπαγορεύει τις λύσεις που διατυπώνονται στις σκέψεις 57 έως 62 δεν επιτρέπει, επομένως, στην περίπτωση που στο πλαίσιο μιας κοινής διαδικασίας εκδόθηκαν πλείονες παρόμοιες ατομικές αποφάσεις περί επιβολής προστίμων και που μόνο ορισμένοι αποδέκτες επιδίωξαν ενώπιον δικαστηρίου και πέτυχαν την ακύρωση των αποφάσεων που τους αφορούν, να υποχρεώνεται το όργανο που εξέδωσε τις αποφάσεις να επανεξετάσει, κατόπιν αιτήσεως άλλων αποδεκτών και υπό το φως του σκεπτικού της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, τη νομιμότητα των αποφάσεων που δεν προσβλήθηκαν και να κρίνει αν, βάσει της εξετάσεως αυτής, πρέπει να επιστραφούν τα καταβληθέντα πρόστιμα».) και απηχεί την κρατούσα αντίληψη στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπεροχή της αρχής της ασφάλειας δικαίου έναντι της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της ίσης μεταχείρισης των διοικουμένων, εξακολουθεί να ισχύει και δεν κάμπτεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται από την κρατήσασα γνώμη, περαιτέρω δε εναπόκειται στον νομοθέτη να θεσπίσει διαφορετική ρύθμιση.
2η γνώμη: γενική υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της. Η παράλειψη συμμόρφωσης στην υποχρέωση αυτή δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης
Κατά γενική αρχή του δικαίου, όταν η Διοίκηση διαπιστώνει την παρανομία πράξης που εξέδωσε, δεν έχει διακριτική ευχέρεια αλλά υποχρέωση να την ανακαλέσει, προς αποκατάσταση της τρωθείσης νομιμότητας. Το αντίθετο, το να αποφασίζει η ίδια αν και πότε, βάσει των δικών της κριτηρίων, θα ανακαλέσει την παράνομη πράξη της, θα αντέβαινε όχι μόνο στην ίδια την έννοια του κράτους δικαίου αλλά και στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Η ως άνω δε υποχρέωση της Διοίκησης αφορά κάθε παράνομη πράξη της, ανεξαρτήτως του λόγου της παρανομίας και της τυχόν δικαστικής ή μη διαπίστωσής της, δεδομένου ότι η έννοια της νομιμότητας είναι ενιαία. Ωστόσο η παράλειψη της Διοίκησης να συμμορφωθεί, επί υποβολής αιτήματος διοικουμένου περί ανάκλησης μιας παράνομης πράξης της, στην ως άνω υποχρέωσή της, ενώ έχει ενδεχομένως άλλες συνέπειες (αποζημίωσης κ.λπ.), πάντως δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια προσβολής της κατά τους όρους του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989. Και τούτο, γιατί συνιστά επιβεβαίωση της ατομικής διοικητικής πράξης, ο έμμεσος έλεγχος της οποίας θα οδηγούσε ευθέως σε καταστρατήγηση της θεσπισμένης από το άρθρο 46 του π.δ. 18/1989 αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς μια τέτοια παράλειψη.
Η απόφαση ΣτΕ Ολ 1175/2008
Υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει, κατόπιν σχετικής αίτησης διοικουμένου, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή ακυρωθείσας, ως αντισυνταγματικής, κανονιστικής πράξης
Kατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή, εφ΄ όσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ΄ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία υποβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφ΄ όσον για την ανάκλησή τους υποβληθεί στην Διοίκηση αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμομένης από το νομοθέτη διακριτικής ευχερείας ή δεσμίας αρμοδιότητος για την έκδοσή της, κατ΄ εκτίμηση των λόγων υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφ΄ όσον η Διοίκηση, κατ΄ εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης, που εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν ανίσχυρης διατάξεως, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά είναι σύμφωνη προς τις αρχές του Κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσεως της Διοικήσεως και της χρηστής διοικήσεως, οι οποίες, δεν ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της, τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8 (Σ.τ.Ε. 2176-7/2004 Ολομ.). Επίσης, η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης ως παράνομης συνιστά, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, εκτελεστή διοικητική πράξη. Τα ως άνω ισχύουν και στην περίπτωση, κατά την οποία με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντίθεσής της προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, στην περίπτωση αυτή υπάρχει υποχρέωση της Διοικήσεως, ερειδόμενη και στην υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση, η οποία, στην περίπτωση αυτή, ισχύει έναντι πάντων, να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ΄ εφαρμογήν της ως άνω αντισυνταγματικής κανονιστικής διοικητικής πράξης, εφόσον υποβληθεί αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασηςαποφάσεως του δικαστηρίου.
Ειδική γνώμη: η απορριπτική του αιτήματος ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης που ερείδεται επί παρανόμου, λόγω αντίθεσης προς το Σύνταγμα, κανονιστικής πράξης, πράξη του οικείου διοικητικού οργάνου στερείται εκτελεστότητος. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή που απλώς γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ότι το αίτημά του απορρίφθηκε και, επομένως ως πληροφοριακή, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, δεν παρακωλύεται η δυνατότητά του να επιδιώξει την ικανοποίησή του με την έγερση αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., κατά την εκδίκαση της οποίας θα εξετασθεί παρεμπιπτόντως και η νομιμότητα της άρνησης της Διοίκησης να προβεί στην ανάκληση της παράνομης ατομικής διοικητικής πράξης.
βλ. και ΣτΕ 933/2012 του Α΄τμήματος, η οποία έκρινε ότι, σε περίπτωση που η νομιμότητα ατομικής διοικητικής πράξης έχει κριθεί από το δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου, αίρεται η υποχρέωση της Διοίκησης για ανάκληση και παρέπεμψε το ζήτημα στην 7μελή σύνθεση (6. Επειδή, κατά τη γνώμη του Τμήματος, από τη διάταξη [του άρθρου 197 του ΚΔΔ], ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις … γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, συνάγεται ότι,ειδικώς σε περίπτωση που η νομιμότητα ατομικής διοικητικής πράξεως έχει κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου, αίρεται η υποχρέωση της Διοικήσεως να ανακαλέσει την πράξη αυτή, έστω και αν μετά τη δημιουργία του δεδικασμένου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες… η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξεως και να προβεί στην ανάκλησή της, δηλαδή ακόμα και όταν επακολούθησε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε ως αντισυνταγματική η κανονιστική διοικητική πράξη που αποτέλεσε το έρεισμα ατομικής πράξεως ομοίου περιεχομένου, και εντός ευλόγου χρόνου μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως υποβλήθηκε, κατ’ επίκλησή της, αίτηση στη Διοίκηση για ανάκληση της ως άνω ατομικής διοικητικής πράξεως, που και αυτή είχε εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της ίδιας κανονιστικής πράξεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1143/1995 7μ., 291/1995 7μ., 2807/1998).
H απόφαση ΣτΕ 19/2015 που εκδόθηκε κατόπιν κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 933/2012 έκρινε τα εξής: (σκέψη 8) : «από την ανωτέρω δικονομική διάταξη (άρθρο 197 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.) και την απορρέουσα από αυτήν δέσμευση των διοικητικών αρχών ως προς το κριθέν από το διοικητικό δικαστήριο ζήτημα, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προεκτεθείσες γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου (βλ. αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2176/2004 και Ολ 1175/2008), συνάγεται ότι σε περίπτωση που η νομιμότητα ατομικής διοικητικής πράξης έχει κριθεί από το διοικητικό δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου, αίρεται, κατ’ αρχήν, η υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει την υπόθεση και είτε να ανακαλέσει είτε να τροποποιήσει την επίμαχη πράξη της (πρβλ. ΣτΕ1143/19957μ., 291/1995 7μ., 2807/1998, 1353/2011)· ανακύπτει όμως η υποχρέωση επανόδου της Διοίκησης, παρά το ότι το κρίσιμο ζήτημα έχει κριθεί με τελεσίδικη (ή αμετάκλητη) δικαστική απόφαση, ειδικώς στην περίπτωση που μετά τη δημιουργία του δεδικασμένου συντρέξουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατά τα γενόμενα δεκτά με την προεκτεθείσα νομολογία, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης. Ειδικότερα, όταν επακολουθήσει αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε ως αντισυνταγματική η κανονιστική διοικητική πράξη που αποτέλεσε το έρεισμα της επίμαχης ατομικής διοικητικής πράξης, και εντός ευλόγου χρόνου μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αυτής απόφασης υποβληθεί, κατ’ επίκλησή της, αίτηση στη Διοίκηση για ανάκληση της πράξης αυτής ως εκδοθείσης κατ’ εφαρμογή της ακυρωθείσης κανονιστικής πράξης, η Διοίκηση οφείλει να επανεξετάσει την υπόθεση, μολονότι αυτή είχε κριθεί με δύναμη δεδικασμένου. Και τούτο, διότι η ακυρωθείσα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κανονιστική διοικητική πράξη θεωρείται, κατ’ αρχήν, ως ουδέποτε εκδοθείσα (πρβλ. ΣτΕ 959/2013, 2191/20067μ., 5854/1996, 484/1991) και, ως εκ τούτου, η πράξη αυτή θεωρείται ως ουδέποτε νομικώς ισχύσασα (πρβλ. ΣτΕ 5339/2012, 1072/2005)
ΣτΕ 1659/2021 (ακυρωτική έφεση
Εφετειακή απόφαση (ΔΕφΑθ 919/2008)
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 919/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας, με την οποία είχε ζητηθεί η ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης να της επιτρέψει τη συμμετοχή στον διαγωνισμό επιλογής υποψηφίων για τις σχολές αξιωματικών και αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας για το ακαδημαϊκό έτος 2007 – 2008, όπως η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε με α) την 6000/2/35/33-α/7.6.2007 πράξη του Α΄ Αστυνομικού Τμήματος Περιστερίου, με την οποία της επεστράφησαν τα δικαιολογητικά που είχε καταθέσει για τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό, για τον λόγο ότι δεν είχε το απαιτούμενο ύψος β) την απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες επιτυχόντων και επιλαχόντων (με το σύστημα ενιαίου απολυτηρίου σε ποσοστό 10% χωρίς εξετάσεις) στις σχολές της ΕΛ.ΑΣ. και γ) την απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με την οποία κλήθηκαν για φοίτηση στις σχολές της ΕΛ.ΑΣ, οι επιτυχόντες υποψήφιοι, κατά παράλειψη της εκκαλούσας.
…
4. Επειδή, από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με την 6000/930ν.δ./10.5.2007 απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας προκηρύχθηκε διαγωνισμός επιλογής σπουδαστών για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ.. Ο όρος ΙΙ 6 της προκήρυξης επαναλάμβανε αυτούσια τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. στ΄ του π.δ. 4/1995 (Α΄ 1), η οποία αρχικά όριζε ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ. οι άνδρες και 1,65 μ. οι γυναίκες και στη συνέχεια, κατά το κρίσιμο χρόνο, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 (Α´ 82), ορίζοντας ότι “… να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70 μ. χωρίς υποδήματα”. Η εκκαλούσα υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό, ως υποψήφια για τις Σχολές αυτές στο ποσοστό 10% των θέσεων, χωρίς νέα εξέταση, έχοντας βαθμολογία 15.030 μόρια στο 5° Επιστημονικό Πεδίο. Κατά τη μέτρηση του αναστήματός της στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας της διαπιστώθηκε ότι είχε ύψος 1μ. και 65 εκ. Στη συνέχεια, με την 6000/2/35/ 33-α/7-6-2007 πράξη του Α΄ Αστυνομικού Τμήματος Περιστερίου τής επεστράφησαν τα δικαιολογητικά που είχε υποβάλει, γιατί δεν είχε το απαιτούμενο ανάστημα 1,70 μ. και, για τον λόγο αυτόν, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν την συμπεριέλαβε στον πίνακα των ικανών υποψηφίων για τις αστυνομικές σχολές που απέστειλε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Κατά της πράξης αυτής, όπως επίσης και της απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες επιτυχόντων και επιλαχόντων της Σχολής Αστυφυλάκων και της απόφασης του Υπουργού Δημοσίας Τάξης, με την οποία κλήθηκαν για φοίτηση στις σχολές της ΕΛ.ΑΣ. οι επιτυχόντες υποψήφιοι, κατά παράλειψη της εκκαλούσας, η τελευταία άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή, ειδικότερα, απορρίφθηκε λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο είχε προβληθεί ότι η διάταξη που ορίζει ως ελάχιστο ύψος ανδρών και γυναικών για την εισαγωγή τους στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας το 1,70 μ. αντίκειται στην αρχή της ισότητας των φύλων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, όπως επίσης και στο άρθρο 2 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. Και τούτο, διότι κρίθηκε ότι ο καθορισμός του αυτού ελάχιστου αναστήματος (1,70 μ.) για την εισαγωγή ανδρών και γυναικών στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας δεν συνιστά αδικαιολόγητη απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων, ούτε προσκρούει στην αρχή της αξιοκρατίας, διότι αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την εύρυθμη και αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της ΕΛ.ΑΣ., για την εκπλήρωση της οποίας το αστυνομικό προσωπικό ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες για την άσκηση των οποίων απαιτούνται αυξημένα φυσικά και σωματικά προσόντα.
Αποφάσεις ΣτΕ Ολ 902-907/2021: αντίθεση του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 παρ. 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ
5. Επειδή, με τις 902-907/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έλαβε υπόψη (α) τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αναλογικότητας, (β) τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας των φύλων, όπως έχουν ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε (γ) την εκδοθείσα επί προδικαστικού ερωτήματος (αποσταλέντος από το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση) από 18.10.2017 απόφαση (C-409/16) του Δ.Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), «έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη … η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή αφενός περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και αφετέρου δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει». Έκρινε δε βάσει των ανωτέρω ότι η άσκηση της κρατικής εξουσίας στον τομέα τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προϋποθέτει ότι το προσωπικό το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή του, διαθέτει, εκτός των λοιπών αναγκαίων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, αντοχή, ταχύτητα κλπ.), η συνδρομή των οποίων εξακριβώνεται κατ’ αρχήν με την υποβολή των υποψηφίων σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, Διοίκηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών εκάστου σώματος ασφαλείας και της μέριμνας για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του (που αποτελεί θεμιτό, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., σκοπό), δύναται επίσης να θεσπίζει, ως αναγκαία προσόντα για την πρόσβαση σε αυτό, απαιτήσεις αφορώσες σε φυσικά (σωματομετρικά) χαρακτηριστικά των υποψηφίων -όπως το πρόσφορο, ως εκ της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων των εν λόγω σωμάτων, προσόν ενός ελαχίστου αναστήματος-, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση της αποστολής εκάστου σώματος μέτρου, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας. Για τον καθορισμό, ειδικότερα, των ελαχίστων αναγκαίων, για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα, ορίων ύψους πρέπει να συνεκτιμώνται, εκτός των ανωτέρω, σχετικών με τις ανάγκες εκάστου σώματος στοιχείων, τόσο ο μέσος όρος ύψους του πληθυσμού (όπως προκύπτει από κατά το δυνατόν επικαιροποιημένες επιστημονικές μελέτες και έρευνες), από τον οποίο τα τιθέμενα όρια δεν πρέπει να αποκλίνουν υπέρμετρα, όσο και η κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών και μελετών αντικειμενική βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα, η οποία επιτάσσει, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση διαφορετικών ελαχίστων ορίων ύψους για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, με σκοπό την κατά το δυνατόν επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ως προς την πρόσβαση των δύο φύλων στα εν λόγω σώματα. Κατ’ εξαίρεση δύναται να οριστεί απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος, ανεξαρτήτως φύλου, των υποψηφίων, οριζομένου όμως του εν λόγω κοινού ορίου σε ύψος αρκούντως χαμηλό, ώστε να μην προκαλείται εξ αυτού αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών, καθόσον τούτο θα συνιστούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, δυναμένη μόνο κατ’ εξαίρεση να αιτιολογηθεί αντικειμενικώς βάσει λόγων ασχέτων προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αναφερομένων σε ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις των καθηκόντων των μελών του οικείου σώματος ασφαλείας, ικανές να τεκμηριώσουν επαρκώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα της συγκεκριμένης προϋπόθεσης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον αυτού τεθέντα, αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009, επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία (α) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (β) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει, ανεξαρτήτως ηλικίας, το 20% των ανδρών, (γ) ύψος 1,70 μ. και μεγαλύτερο διαθέτει το 19% του γυναικείου πληθυσμού, έκρινε ότι το ποσοστό των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων που κατά τον κρίσιμο χρόνο αποκλείονταν, λόγω ύψους χαμηλότερου του ελαχίστου απαιτουμένου κατά την επίδικη διάταξη, της δυνατότητας πρόσβασης στις σχολές Αστυφυλάκων και Αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ., εμφανίζεται δυσανάλογα μεγαλύτερο [τετραπλάσιο] του ποσοστού των ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν για τον ίδιο λόγο της δυνατότητας αυτής. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε από τις οικείες διατάξεις ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτών, ούτε από άλλα στοιχεία, τεθέντα υπόψη του Δικαστηρίου εκ μέρους του έχοντος το σχετικό βάρος απόδειξης Δημοσίου προκύπτουν αποχρώντες λόγοι, συνδεόμενοι με ειδικές απαιτήσεις των εκτελουμένων από το αστυνομικό σώμα καθηκόντων ή τις συνθήκες άσκησης αυτών, οι οποίοι να υπαγορεύουν ως αναγκαίο προσόν για τις γυναίκες υποψήφιες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, το συγκεκριμένο, κοινό για τα δύο φύλα και σημαντικά υψηλότερο [κατά 7 εκατοστά] του γυναικείου μέσου όρου ύψους ανάστημα.
Εξαφάνιση της εκκαλουμένης εφετειακής απόφασης
6. Επειδή, ενόψει των κριθέντων με τις παραπάνω αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κρίση της εκκαλούμενης απόφασης περί μη αντίθεσης του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 παρ. 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, δεν είναι νόμιμη, όπως βασίμως προβάλλεται. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανισθεί η 919/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης από το ΣτΕ
7. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο προχωρεί, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989, στην εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (έντυπα παραβόλου 2936063, 3990985/2007).
Ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, κατ’ αποδοχήν του προεκτεθέντος λόγου ακυρώσεως πρέπει να ακυρωθεί η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με την αίτηση αυτή Φ.253.4/94764/ Β6/31.8.2007 απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος που με αυτή κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, αποφοίτων Λυκείων στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ., με βάση την επίδοσή τους στην τελευταία συμμετοχή τους το έτος 2006 ή παλαιότερα στις εξετάσεις της Γ´ τάξης Γενικού Λυκείου, κατά παράλειψη της αιτούσας και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Αίτημα του Δημοσίου περί εφαρμογής του άρθρου 50 παρ. 3 εδαφ. β΄ του π.δ. 18/1989
9. Επειδή, με το από 30.6.2021 υπόμνημα, το καθ’ ου Δημόσιο ισχυρίζεται ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ένεκα των οποίων συντρέχει, στην παρούσα υπόθεση, περίπτωση να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3 εδαφ. β΄ του π.δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) και να οριστεί ότι το ακυρωτικό αποτέλεσμα θα ισχύσει σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης είτε των 902-907/2019 αποφάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με τις οποίες μεταστράφηκε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τη συνταγματικότητα του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, είτε της 2055/2019 παραπεμπτικής στην Ολομέλεια απόφασης του Γ΄ Τμήματος. Ειδικότερα, κατά το καθ’ ου, εκτιμάται ότι περίπου 600 γυναίκες (25 υποψήφιες κατά μέσο όρο σε περίπου 25 διενεργηθέντες διαγωνισμούς), που συμμετείχαν κατά τα τελευταία 17 έτη εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 σε διαγωνισμούς κατάταξης στις αστυνομικές σχολές της ΕΛ.ΑΣ. και αποκλείστηκαν λόγω του ότι δεν είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,70 μ., θα ζητήσουν την ανάκληση των σχετικών πράξεων αποκλεισμού τους, στηριζόμενες στα κριθέντα με την 2176/2004 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Τούτο θα έχει, κατά το καθ’ ου, ως δυσμενείς συνέπειες: α) να καταστήσει πιθανή την πρόσληψη μεγάλου αριθμού αστυνομικών σε προχωρημένη αναφορικά με την επίπονη άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων ηλικία, χωρίς να έχουν τη σχετική εμπειρία και επιβαρύνοντας δυσανάλογα με το κόστος τυχόν αναδρομικών αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών τους τον προϋπολογισμό, β) να δημιουργηθούν κατά το στάδιο συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση σοβαρότατα προβλήματα στη λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ. που σχετίζονται με την αναδρομική λήψη βαθμών και τη συνακόλουθη ανάθεση αντίστοιχων θέσεων μεγάλης διοικητικής ευθύνης σε πρόσωπα που, όπως η αιτούσα, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρία, γνώσεις και ικανότητα και γ) να προκληθούν προβλήματα στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των προσλήψεων στην Ελληνική Αστυνομία, με βάση τα μεσοπρόθεσμα πλαίσια δημοσιονομικής στρατηγικής ετών 2015-2018, 2018-2021 και 2019-2022 που εγκρίθηκαν, αντιστοίχως, με τους νόμους 4263/2014 (Α΄ 117), 4472/2017 (Α΄ 74), 4549/2018 (Α΄ 105) και προβλέπουν συγκεκριμένο, ανά έτος, αριθμό προσλήψεων στη Κεντρική Διοίκηση.
Περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης
10. Επειδή, από τον συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος που προστέθηκε με την αναθεώρηση του έτους 2001, με την οποία θεσπίσθηκε και ρητώς η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, και του εκδοθέντος σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διάταξης νόμου 3068/2002 (Α´ 274) προκύπτει ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο τη νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη (βλ. ΣτΕ 2198-2200, 852-855/2019, 1163-1167/2017 Ολ., 677/2010 Ολ., 1536/2016, 276/2016, 3704/2014 κ.ά.). Όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. αποφάσεις του Συμβουλίου αυτού 7/2021, 16/2019 Ολ., 1-2/2019 Ολ., 14/2016, 22/2015, 105, 52/2010, 92/2009, 33/2007 και πρακτικά του ιδίου Συμβουλίου 5-7/2017, 1/2017 Ολ., 12/205, 6/2013, 70/2010, 20/2008, 28/2007), κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 3 του ν. 3068/2002 ως «ενδιαφερόμενος», ο οποίος νομιμοποιείται να επιδιώξει, σύμφωνα με την προδιαγραφόμενη διαδικασία, τη διαπίστωση καθυστέρησης, παράλειψης ή άρνησης συμμόρφωσης ή πλημμελούς συμμόρφωσης προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση, νοείται μόνον εκείνος που διετέλεσε διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, όχι δε και οποιοσδήποτε τρίτος που ενδιαφέρεται για τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την εν λόγω απόφαση. Τούτο, διότι σκοπός των ως άνω διατάξεων του νόμου είναι, εν όψει και των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., να εξασφαλισθεί ότι κάθε πρόσωπο θα έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δηλαδή εκτός από το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, και το συνακόλουθο δικαίωμα να επιτύχει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί, δεν θεσπίζεται όμως με τις διατάξεις αυτές θεσμός «λαϊκής αγωγής», με τον οποίο να παρέχεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για τη νόμιμη δράση της Διοίκησης, να επιδιώξει τη συμμόρφωσή της προς δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε δίκη, στην οποία το πρόσωπο αυτό δεν έχει διατελέσει διάδικος. Το ειδικότερο, εξάλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της Διοίκησης προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακύρωσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης, καθώς και από τα επιτασσόμενα από την ακυρωτική απόφαση (βλ. ΣτΕ 2198-2200, 852-855/2019, 1163-1167/2017 Ολ., 677/2010 Ολ., 1536/2016, 276/2016, 3704/2014 κ.ά). Στην περίπτωση ακύρωσης της παράλειψης διορισμού, η Διοίκηση οφείλει, εφόσον συντρέχει, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, νόμιμη περίπτωση διορισμού του αιτούντος, να τον διορίσει αναδρομικά με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών (βλ. ΣτΕ 2389/2015, 1-2/2015). Η αναγνώριση δε της υποχρέωσης της Διοίκησης να καταβάλει αναδρομικά αποδοχές εξυπηρετεί, περαιτέρω, την αρχή της οικονομίας της δίκης, η οποία επιτάσσει την ταχεία επίλυση της διαφοράς, διότι έτσι αποφεύγεται η άσκηση άσκοπων ένδικων βοηθημάτων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (βλ. πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμμορφ. 20, 17, 10, 1/2020, 10, 9, 7, 5/2019, 21/2018). Επίσης, ως προς το ζήτημα αν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί στην υπηρεσιακή (βαθμολογική) αποκατάσταση στρατιωτικού υπαλλήλου ή υπαλλήλου σώματος ασφαλείας αναδρομικά, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δεχτεί (βλ. πρακτικά του Συμβουλίου αυτού 1, 10/2020, 7/2019, 21/2018, 14, 15/2017, 33/2016, 14/2015, 100/2010) ότι η συμμόρφωση της Διοίκησης δεν επεκτείνεται στην άρση τυχόν προϋποθέσεων που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία για την υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξη του υπαλλήλου αυτού (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας). Εξ άλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί ακόμη και τυχόν παράνομες πράξεις της για τις οποίες έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Ειδικώς όμως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά αντιθέτως είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει, παρά τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, την παράνομη πράξη της, είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (βλ. ΣτΕ 2176 – 2177/2004 Ολ., 1175/2008 Ολ., 2736/2005 7μ., 4763/2014 7μ., 19/2015 7μ., 99/2018 7μ., 1275/2019, 180 – 189/2020 κ.ά.). Εάν δεν πληρούνται όμως οι ανωτέρω εξαιρετικές προϋποθέσεις, η παράλειψη απόφανσης επί αιτήματος ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης ως παράνομης, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου, δεν συνιστά περίπτωση προσβλητής με αίτηση ακυρώσεως παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (βλ. ΣτΕ 3065/2012, 2485/2013, 90, 855/2016, 312/2017, 1274/2018).
Περιεχόμενο συμμόρφωσης ως προς την αιτούσα
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, αφενός η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης γεννάται μόνον ως προς την αιτούσα και όχι ως προς τρίτα πρόσωπα (όπως λ.χ. γυναίκες υποψήφιοι σε διαγωνισμούς κατάταξης στις αστυνομικές σχολές της ΕΛ.ΑΣ. και αποκλεισθείσες λόγω του ότι δεν είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,70 μ., κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003), τα οποία δεν διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη, αλλά ευνοούνται ενδεχομένως από την κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής. Ειδικώς όμως, ως προς την αιτούσα, εφόσον η Διοίκηση κρίνει ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση διορισμού της, οφείλει να τη διορίσει αναδρομικά με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, περιλαμβανόμενης και της υποχρέωσης καταβολής αναδρομικών αποδοχών. Αντιθέτως, δεν αποτελεί περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ακυρωτική απόφαση η βαθμολογική αποκατάσταση της αιτούσας αναδρομικά, εφόσον αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των οριζομένων στην οικεία νομοθεσία για την υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξή της (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας). Ενόψει των ανωτέρω, δεν συντρέχει, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, λόγος εφαρμογής του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β´ του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, ειδικώς ως προς την αιτούσα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου.
Αίτημα ανάκλησης των ομοίου περιεχομένου ατομικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει της ίδιας διάταξης από τις λοιπές υποψήφιες
12. Επειδή, αφετέρου, ανεξαρτήτως αν υπό τις ανωτέρω περιστάσεις της παρούσας δίκης θα μπορούσε να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β΄ του π.δ. 18/1989 ως προς τρίτα, πλην της αιτούσας, πρόσωπα, πάντως δεν είναι βέβαιη ή έστω ενδεχόμενη κατά την κοινή πείρα και την εξέλιξη των πραγμάτων η επέλευση της βλάβης του δημοσίου συμφέροντος, την οποία επικαλείται το καθ’ ου Δημόσιο, από τις συνέπειες της κριθείσης ως αντισυνταγματικής με τις 902-907/2021 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003. Ειδικότερα, πέραν του ότι η εκτίμηση του καθ’ ου Δημοσίου ως προς τον αριθμό (περίπου 600) των γυναικών υποψηφίων που κρίθηκαν μη ικανές λόγω αναστήματος, κατά τα έτη εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, εκφέρεται αορίστως, χωρίς να στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, πάντως είναι άδηλος τόσο ο αριθμός αυτών που θα υποβάλουν αίτηση προς τη Διοίκηση ζητώντας, κατ’ επίκληση των κριθέντων με την ΣτΕ Ολ. 2176/2004, την ανάκληση των ομοίου περιεχομένου ατομικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει της ίδιας διάταξης, όσο και ο αριθμός εκείνων που θα πληρούν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, προκειμένου να επανεξετασθεί η υπόθεσή τους από τη Διοίκηση. Εξ άλλου, τυχόν αποδοχή από τη Διοίκηση των αιτήσεων που θα υποβληθούν και επανεξέταση αυτών δεν συνεπάγεται αυτοθρόως και την κατάταξη των προσώπων αυτών στις Αστυνομικές Σχολές. Σε κάθε περίπτωση, η υπηρεσιακή και βαθμολογική τους εξέλιξη μετά την τυχόν αποφοίτησή τους από τις Αστυνομικές Σχολές τελεί, όπως προαναφέρθηκε, υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των οριζομένων στην οικεία νομοθεσία (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας) και δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής λήψης βαθμών, όπως αβασίμως προβάλλεται από το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο. Συνεπώς, η βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, όπως προβάλλεται από το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, από την επέλευση των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 παρίσταται άδηλη και υποθετική, εξαρτώμενη από μελλοντικούς και αβέβαιους παράγοντες. Για τους λόγους αυτούς,δεν συντρέχει, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, λόγος εφαρμογής του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β´ του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, ούτε και από την άποψη αυτή, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου.
Εύλογος χρόνος υποβολής της αίτησης επανεξετάσης πράξεων όμοιων προς ακυρωθείσα
ΣτΕ 146/2020
Η υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα των πινάκων κατάταξης γυναικών συνοριακών φυλάκων του ένδικου διαγωνισμού του έτους 2000, ώστε να συμπεριλάβει και την εκκαλούσα σ’ αυτούς, θα εγεννάτο αν η από 7.12.2010 αίτησή της για την επανεξέταση της εν λόγω υποθέσεως είχε υποβληθεί εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση των Σ.τ.Ε 1986-1990/2005 Ολομ., στις οποίες άλλωστε παραπέμπει και η επικαλούμενη από την εκκαλούσα 3390/2009 απόφαση του Σ.τ.Ε.. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η εκκαλούσα υπέβαλε την από 7.12.2010 επίμαχη αίτησή της προς τη Διοίκηση μετά την παρέλευση πέντε (5) και άνω ετών από τη δημοσίευση των ως άνω αποφάσεων του Σ.τ.Ε. (πρβλ. ΣτΕ 4652/2013, 1826/2008). Το χρονικό, όμως, αυτό διάστημα δεν δύναται να κριθεί εύλογο, ενόψει και των λόγων υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος που συντρέχουν εν προκειμένω και οι οποίοι συνίστανται στην έγκαιρη ολοκλήρωση του διαγωνισμού για την πρόσληψη συνοριακών φυλάκων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4652/2013, 2736/2005). Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εγεννήθη υποχρέωση επανεξετάσεως της νομιμότητας των πινάκων κατάταξης γυναικών συνοριακών φυλάκων του ένδικου διαγωνισμού του έτους 2000 και η τεκμαιρόμενη, λόγω παρελεύσεως άπρακτης τρίμηνης προθεσμίας, σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989. Συνεπώς, η ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης απόφασης είναι ορθή τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
ΣτΕ 1036/2021
3. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 («πρότυπη δίκη») του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ορίσθηκαν τα εξής: «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής [όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012]. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο [ήδη τέταρτο] εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του. 3. Μετά την επίλυση ζητήματος κατά τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, οι υποθέσεις των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, που θέτουν μόνο αυτό το ζήτημα, εισάγονται υποχρεωτικά προς κρίση σε συμβούλιο κατά τα άρθρα 34Α και 34Β του π.δ. 18/1989 και 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις στις οποίες τίθενται εκτός από το ως άνω ζήτημα και λόγοι, που είναι προφανώς απαράδεκτοι ή αβάσιμοι. Εάν, μετά ταύτα, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου εισαχθούν στο ακροατήριο, και το δικαστήριο κρίνει σύμφωνα με τα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα δαπανήματα που, κατά τις ως άνω διατάξεις, επιβάλλονται στον διάδικο αυτόν, διπλασιάζονται [όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4055/2012]. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, σύμφωνα και με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, εισήχθη ο θεσμός της πρότυπης ή «πιλοτικής» δίκης (δίκης «πιλότου») ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για θέματα που, ως εκ της φύσης τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται άμεσα («απ’ ευθείας») στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και εδραιώνοντας το ταχύτερο δυνατό την ασφάλεια δικαίου (βλ. ΣτΕ 1443/2020Ολ., 1308/2019Ολ. κ.ά.).
4. Επειδή, περαιτέρω, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί ακόμη και τυχόν παράνομες πράξεις της για τις οποίες έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Ειδικώς, όμως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά αντιθέτως είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει, παρά τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, την παράνομη πράξη της, είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (βλ. ΣτΕ 2176 – 2177/2004Ολ., 1175/2008Ολ., 2736/2005 7μ., 4763/2014 7μ., 19/2015 7μ., 99/2018 7μ., 1275/2019, 180 – 189/2020 ).
5. Επειδή, κατά την έννοια της προαναφερόμενης αρχής του διοικητικού δικαίου, η οποία διατυπώθηκε το πρώτον με τις 2176/2004 και 2177/2004 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η Διοίκηση υποχρεούται –υπό προϋποθέσεις– να επανεξετάσει τη νομιμότητα ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι μόνο στην προεκτεθείσα περίπτωση ακυρωτικής –αμετάκλητης– δικαστικής απόφασης, αλλά και στην περίπτωση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδοθείσας στο πλαίσιο πρότυπης δίκης κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010, με την οποία –μετά τη διαπίστωση αντίστοιχης πλημμέλειας της κανονιστικής πράξης ή διάταξης εφ’ ής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική πράξη– η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Τούτο δε, εν όψει (α) του σκοπού και της λειτουργίας του θεσμού της πρότυπης δίκης, που είναι η επίλυση ζητημάτων «γενικότερου ενδιαφέροντος» με συνέπειες «για ευρύτερο κύκλο προσώπων», (β) της ευρείας δημοσιότητας που αυτή λαμβάνει σύμφωνα με τον νόμο και (γ) του αμετάκλητου χαρακτήρα των εκδιδόμενων στο πλαίσιο της δίκης αυτής αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν τόσο τους διαδίκους όσο και το δικαστήριο που τυχόν υπέβαλε σχετικό προδικαστικό ερώτημα. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση έκδοσης, στο πλαίσιο πρότυπης δίκης, παραπεμπτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία διαπιστώνεται ότι προσβαλλόμενη ατομική διοικητική πράξη στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, τυχόν αίτηση ανάκλησης ομοίου περιεχομένου ατομικών διοικητικών πράξεων που έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, πρέπει –σύμφωνα με την προαναφερόμενη αρχή του διοικητικού δικαίου– να υποβάλλεται στη Διοίκηση εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση της εν λόγω παραπεμπτικής –και όχι τυχόν μεταγενέστερης ακυρωτικής– απόφασης, δεδομένου ότι με την παραπεμπτική αυτή απόφαση επιλύεται το τεθέν γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα που θίγονται από τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις.