Tο Συμβούλιο της Επικρατείας ως διαρκής δικονομικός νομοθέτης. Με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ 636/2021 και ΣτΕ 2165/2023
ΙΙ. Η «διαμόρφωση» νέων δικονομικών διατάξεων
3. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η διατύπωση νέων δικονομικών κανόνων προς συμπλήρωση νομοθετικών κενών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν, πρώτον, οι προϋποθέσεις του βασίμου της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας μετά από καταδικαστική για την Ελληνική Δημοκρατία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), ένδικου μέσου που προβλέπεται τόσο στις διαφορές ουσίας, όσο και στις ακυρωτικές διαφορές (Α) και, δεύτερον, η συμπλήρωση των διατάξεων περί κατάργησης της δίκης στις διαφορές ουσίας (Β).
Α. Οι προϋποθέσεις του βασίμου της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας
4. Το έκτακτο ένδικο μέσο της επανάληψης της διαδικασίας μετά από καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ, προβλέπεται στα άρθρα 105Α του ΚΔΔ για τις διαφορές ουσίας και 69Α του ΠΔ 18/1989 για τις ακυρωτικές διαφορές. Η ρύθμιση εντάχθηκε πρώτα στον ΚΔΔ και καταλαμβάνει τόσο τις τελεσίδικες αποφάσεις των ΤΔΔ όσο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναίρεσης [7] και, στη συνέχεια, στο ΠΔ 18/1989, για τον λόγο της οµοιόµορφης αντιµετώπισης των διοικητικών διαφορών ουσίας µε τις ακυρωτικές. Με την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας επιδιώκεται η εξαφάνιση (εν όλω ή εν μέρει) αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, προκειμένου να καταστεί εκκρεμές και να κριθεί εκ νέου το ένδικο βοήθημα ή μέσο που απορρίφθηκε (εν όλω ή εν μέρει) με την απόφαση αυτή. Τα ως άνω άρθρα ρυθμίζουν ορισμένα θέματα της άσκησης της εν λόγω αίτησης, ενώ για τα λοιπά ζητήματα παραδεκτού καθώς και για τη διαδικασία εκδίκασής της παραπέμπουν στις διατάξεις που ισχύουν για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αρμοδίως της αίτησης αυτής, σε σχέση με το ένδικο βοήθημα ή μέσο που απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση.
5. Σε πάγια νομολογία του που διαμορφώθηκε από το 2016 και καλύπτεί τόσο διαφορές ουσίας όσο και ακυρωτικές, το ΣτΕ διατύπωσε επτά προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς για να κριθεί βάσιμη η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και να εξαφανισθεί η βλαπτική για τον αιτούντα απόφαση του εθνικού δικαστηρίου [8]: Α) Η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση διάταξης της ΕΣΔΑ να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό και το διατακτικό της οικείας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, εφόσον εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως, μπορεί να είναι ακυρωτική ή απορριπτική, έτσι ώστε η άρση της εν λόγω παράβασης και των συνεπειών της να μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ολικής ή μερικής εξαφάνισης της πληττόμενης απόφασης, η οποία θα καταστήσει εκ νέου εκκρεμή την αίτηση ακυρώσεως και θα οδηγήσει είτε σε μεταβολή του διατακτικού της αρχικής απόφασης είτε/και σε διαφορετική αιτιολογία αποδοχής ή απόρριψης της αίτησης ακύρωσης, συμβατή προς την οικεία απόφαση του ΕΔΔΑ [9]. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει, ειδικότερα, στις περιπτώσεις που η εξαφάνιση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν θα ήταν δυνατόν να άρει τις συνέπειες της διαγνωσθείσης εκ μέρους του ΕΔΔΑ παραβίασης του εκ της ΕΣΔΑ δικαιώματος του αιτούντος (π.χ. λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης). Β) Η συμμόρφωση προς τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ δεν συνεπάγεται παραβίαση κανόνα του Συντάγματος, το οποίο ναι μεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του εφικτού, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ, όπως αυτή ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ [10], τούτο δε έχει, ιδίως, την έννοια ότι, εάν είναι ευλόγως υποστηρίξιμες περισσότερες της μιας εκδοχές ως προς την έννοια ορισμένης συνταγματικής διάταξης, πρέπει, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να προκρίνεται από τον Έλληνα δικαστή εκείνη που μπορεί να “συμβιώσει” με την ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, όχι αυτή που οδηγεί σε σύγκρουση με την τελευταία. Γ) Η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της χώρας από το διεθνές δίκαιο, ιδίως δε από το ενωσιακό δίκαιο, η οποία, ενόψει του περιεχομένου της και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατόπιν σταθμίσεως των συγκρουόμενων έννομων αγαθών, κρίνεται σημαντικότερη σε σχέση με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ [11]. Δ) Η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν προσκρούει, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, σε κάποιον άλλο επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, η εξυπηρέτηση του οποίου, σταθμιζόμενη με την ανάγκη εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, βάσει της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, κρίνεται ότι υπερέχει (πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ Ολ 668/2012).Ε) Η απόφαση του ΕΔΔΑ, που αποδίδει στο Συμβούλιο της Επικρατείας παράβαση μίας ή περισσότερων διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν είναι εμφανώς ελλιπής, ασαφής ή αυθαίρετη ως προς τη νόμιμη ή την πραγματική της βάση σύμφωνα με τα κριτήρια που προκύπτουν από τη νομολογία του ίδιου του ΕΔΔΑ (και, ιδιαίτερα, της ευρείας σύνθεσής του), αλλά και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), τη θεμελιώδη αρχή της επικουρικότητας, διαδικαστικής και ουσιαστικής, του ελέγχου του ΕΔΔΑ, καθώς με τη συναφή υποχρέωσή του για επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών του με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση της ΕΣΔΑ από κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. ΣΤ) Η διαπίστωση των επίμαχων παραβάσεων, που δέχθηκε η σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ, δεν κλονίζεται από οψιγενή στοιχεία, που απορρέουν είτε από απόφαση του ίδιου του ΕΔΔΑ είτε από απόφαση του ΔΕΕ είτε, τέλος, από απόφαση ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, με την οποία γίνεται ερμηνεία ή εφαρμογή του εθνικού δικαίου ικανή να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι, με βάση το νεότερο αυτό νομολογιακό δεδομένο, το ΕΔΔΑ δεν θα ενέμενε στην κρίση του περί της αποδοθείσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας παραβάσεως της ΕΣΔΑ [12]. Ζ) Δεν έχει μεσολαβήσει πράξη κρατικού οργάνου, με την οποία να θεραπεύεται κατ’ ουσίαν η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση και να αίρονται τα δυσμενή για τον αιτούντα αποτελέσματά της, κατά τρόπο ώστε η επιδιωκόμενη από τον αιτούντα επανάληψη της διαδικασίας και εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας να παρίσταται αλυσιτελής για την προστασία των προσβληθέντων δικαιωμάτων του.
6. Οι προϋποθέσεις αυτές εναρμονίζονται με τη φύση και τη λειτουργία της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ως έκτακτου ένδικου μέσου, με το οποίο αποσκοπείται η συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς απόφαση του ΕΔΔΑ, τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, η οποία εξυπηρετείται μέσω της αρχής του δεδικασμένου και της μη ανατροπής των αμετακλήτως κριθέντων με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και τις αρχές που διέπουν τη σχέση της ελληνικής έννομης τάξης με το διεθνές δίκαιο και, ιδίως, με την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [13]. Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι η υπό στοιχείο ε΄ προϋπόθεση καταδεικνύει προφανή έλλειψη courtoisie του εθνικού δικαστή προς έναν υπερεθνικό θεσμό μιας διεθνούς δικαιοταξίας στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε οικειοθελώς χωρίς τη διατύπωση επιφυλάξεων ως προς την αποδοχή των κανόνων της. Ο καταλογισμός ελλείψεων, ασαφειών και αυθαιρεσίας στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ δυσχεραίνει τη διατήρηση σχέσεων σεβασμού και συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων. Πρόκειται για σκληρές εκφράσεις και αιχμηρές κρίσεις που απευθύνονται σε ομοτέχνους δικαστές υψηλού κύρους[14]. Πέρα, όμως, από τις «διπλωματικές» σχέσεις των δικαστηρίων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, μέσω της απαξίωσης της ποιότητάς τους, συνιστά παραβίαση του όποιου δεδικασμένου προκύπτει από τις εν λόγω αποφάσεις. Εν προκειμένω, το ΣτΕ καταλήγει να εξαρτά την εφαρμογή μίας απόφασης (στην οποία η εθνική έννομη τάξη οφείλει να συμμορφωθεί) από στοιχεία που ουδέποτε αποτέλεσαν κριτήριο για τη συμμόρφωση. Δεν θα ήταν δυνατή εν προκειμένω, η ηπιότερη εναλλακτική της υποβολής αίτησης ερμηνείας της ασαφούς απόφασης; Ανακύπτει εύλογα το ερώτημα αν η Διοίκηση θα μπορούσε να θέσει τέτοιες προϋποθέσεις ποιότητας και σαφήνειας σε αποφάσεις των ΤΔΔ ή του ΣτΕ, αρνούμενη να εφαρμόσει τυχόν ασαφή απόφαση ΤΔΔ, παρά τη συνταγματική της υποχρέωση (άρθρο 95 παρ. 5 Σ). Ισχύει το ίδιο για το δικαστήριο του οποίου η απόφαση αναιρέθηκε και η υπόθεση επανέρχεται σε αυτό, κατά το άρθρο 57 ΠΔ 18/1989;
Β. Η συμπλήρωση των διατάξεων της κατάργησης ουσιαστικής δίκης
7. Σε αντίθεση με το άρθρο 32 του ΠΔ, το άρθρο 142 ΚΔΔ που ρυθμίζει την κατάργηση της δίκης στις ουσιαστικές διαφορές δεν προβλέπει δυνατότητα συνέχισης της δίκης. Εν προκειμένω η αντίστιξη των δύο νομοθετημάτων είναι σαφής και δεδομένου ότι ο ΚΔΔ είναι μεταγενέστερο νομοθέτημα, πρόθεση του νομοθέτη ήταν η διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τις ακυρωτικές δίκες. Την εν λόγω πρόθεση του νεότερου δικονομικού νομοθέτη καθιστά σαφέστερη το γεγονός ότι η αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος του ΚΔΔ δικονομικού νομοθετήματος, δηλ. του ΠΔ 341/1978, το οποίο εφαρμοζόταν επί των εκδικαζόμενων από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια διοικητικών διαφορών ουσίας του άρθρου 7 του Ν. 702/1977 [15] και του Ν. 1406/1983 [16], προέβλεπε ρητώς ότι «[…] η δίκη καταργείται εάν μετά την άσκησιν της προσφυγής η προσβαλλομένη πράξις έπαυσεν ισχύουσα εξ οιουδήποτε λόγου, εκτός εάν ο ασκήσας ταύτην επικαλήται ιδιαίτερον έννομον συμφέρον δικαιολογούν την συνέχισιν αυτής». Επομένως, ενώ στην ακυρωτική δίκη παρέχεται στον αιτούντα η δυνατότητα να επιτύχει τη συνέχιση της δίκης και σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος για τη συνέχιση, στη δίκη ουσίας ο νομοθέτης εν επιγνώσει δεν αναγνωρίζει τη σχετική δυνατότητα, αφιστάμενος της προγενέστερης ρύθμισης του εν λόγω ζητήματος. Δεν υπάρχει πρόνοια αντίστοιχη προς αυτή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, κάτι που το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει στη σχετική νομολογία του.
8. Έτσι, λοιπόν, στην απόφαση ΣτΕ 625/2022, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορετική προσέγγιση των δύο δικονομικών νομοθετημάτων δεν δικαιολογείται από τη διαφορετική φύση των ακυρωτικών και των ουσιαστικών διαφορών, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη της τάσης νομοθετικής μετατροπής των ακυρωτικών διαφορών σε διαφορές ουσίας, όπως συνέβη στην υπόθεση που ήχθη ενώπιόν του και αφορούσε την προσβολή πράξης της ΡΑΕ. Η προγενέστερη κατηγορηματική κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι «αν, πριν από το πέρας της τελευταίας συζητήσεως, εκλείψει το αντικείμενο της δίκης, …από καμμία διάταξη του … Κώδικος δεν προβλέπεται δυνατότητα συνεχίσεως της δίκης» είναι ανεπιεικής. Για παράδειγμα, σε υποθέσεις που αφορούν αφαίρεση επαγγελματικής άδειας οδήγησης για μερικούς μήνες ή προσωρινό κλείσιμο καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, η προσφυγή ουσίας εκδικάζεται μετά την πάροδο του χρόνου ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, με συνέπεια η δίκη να καταργείται και ο δικαστής να μη μπορεί να τη συνεχίσει, παρόλο που θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις (ιδιαίτερο έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος). Δηλαδή θίγεται ο διάδικος λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων στα ΤΔΔ. Ούτε είναι βέβαιο ότι λύση αντίστοιχη με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989 θα έδινε η αίτηση αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης ή η αίτηση προτίμησης.
9. Η απόφαση ΣτΕ 625/2022 σηματoδότησε την πλήρη μεταστροφή της νομολογίας ως προς την ερμηνεία του άρθρου 142 του ΚΔΔ και, ταυτόχρονα τη δικαιοπλαστική παρέμβαση του Δικαστηρίου που συμπλήρωσε, δηλαδή έγραψε εκ νέου, το δικονομικό νομοθέτημα. Προς τούτο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, αφορά τα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά των αποφάσεων της ΡΑΕ, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 33 του Ν. 4001/2011 και θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 37 παρ. 17 της Οδηγίας 2009/72, κατά την οποία επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών δικαστικής προστασίας για την αμφισβήτηση των αποφάσεων των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα της ενέργειας. Δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών [17], εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει τους δικονομικούς κανόνες περί άσκησης και εκδίκασης των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων που απονέμει στους πολίτες το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της δικονομικής αυτονομίας περιορίζεται από την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, το Δικαστήριο προσθέτει εν προκειμένω και την απαίτηση να μη θίγει η εθνική (δικονομική) νομοθεσία το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως το δικαίωμα αυτό προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ [18]. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε την κατάργηση της δίκης υπό το πρίσμα των τριών συστημάτων προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, δηλαδή του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 20 του Συντάγματος. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που προβαίνει σε έλεγχο της συμβατότητας του θεσμού της κατάργησης της δίκης και των δικονομικών λεπτομερειών της προς το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται σε όλες τις διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, εθνικού και υπερεθνικού επιπέδου, στο πλαίσιο, δηλαδή, του νομικού πλουραλισμού που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διέκρινε, μάλιστα, μεταξύ των δύο περιπτώσεων κατάργησης ελλείψει αντικειμένου της δίκηςπου προβλέπει το άρθρο 32 του ΠΔ 18/1989, για τις ακυρωτικές διαφορές, στις παραγράφους 1 και 2. Το Δικαστήριο εξήγησε τη διαφορετική ratio των δύο περιπτώσεων (δηλαδή της αναδρομικής και εξ υπ’ αρχής εξάλειψης του αντικειμένου της διαφοράς [παρ. 1] και της παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης για το μέλλον [παρ. 2]) η οποία δικαιολογεί τη διαφορετική δικονομική ρύθμισή τους. Υπογράμμισε ότι έγκειται στην ίδια την φύση των διοικητικών πράξεων να καταλείπουν διοικητικής φύσης συνέπειες δυσμενείς για τους προσφεύγοντες διαδίκους και μετά την τυπική παύση της ισχύος τους, οπότε η αυτόματη κατάργηση της δίκης στην περίπτωση αυτή θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία και θα συνιστούσε κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη όσο και των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τη δικονομική μεταχείριση αυτών ακριβώς των «καταλοίπων» της διοικητικής πράξης, της οποίας η ισχύς έπαυσε κατά την εκκρεμοδικία, ρύθμισε ο νομοθέτης του ΠΔ 18/1989 στο άρθρο 32 παρ. 2.
10. Το Δικαστήριο δέχθηκε, λοιπόν, ότι, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 142 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΔΔ, που προβλέπει την κατάργηση της δίκης λόγω έκλειψης του αντικειμένου της σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, θα συνιστούσε προσβολή του πυρήνα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη, όσο και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιστράτευσε τη δικονομική αρχή που εντόπισε σε προηγούμενη σκέψη του, για να ερμηνεύσει διασταλτικά την παραπάνω ρύθμιση του άρθρου 142 ΚΔΔ, υπό την έννοια ότι αυτή επιτρέπει στον προσφεύγοντα διάδικο να επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, στην περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Ερμηνευόμενη υπό την παραπάνω έννοια, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΔΔ προσλαμβάνει το περιεχόμενο της ομόλογης διάταξης του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989 για τις ακυρωτικές διαφορές και, συνακολούθως, συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικής προστασίας υπό το πρίσμα και των τριών υπερνομοθετικών ερεισμάτων της
11. Παρά το θετικό αποτέλεσμα του συλλογισμού ως προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, πρόκειται αναμφίβολα για περίπτωση δικαιοπλαστικής επέμβασης του δικαστή, ο οποίος ερμηνεύει contralegem μια σαφή και μονοσήμαντη νομοθετική διάταξη, αλλοιώνοντας ή, έστω, συμπληρώνοντας προς την ορθή κατεύθυνση το περιεχόμενό της. Θα ήταν, ίσως, δογματικά συνεπέστερο και οπωσδήποτε σύμφωνο προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών/λειτουργιών, αν ο δικαστής διαπίστωνε την αντίθεση της εφαρμοστέας δικονομικής διάταξης προς τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη και την άφηνε ανεφάρμοστη, καλύπτοντας, εν προκειμένω, το κενό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, που αφορά την ακυρωτική δίκη. H διάταξη του άρθρου 142 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΔΔ είναι προβληματική, πλην όμως δεν είναι βέβαιο ότι απόκειται στον δικαστή να « ξαναγράψει » τον νόμο ή την κανονιστική πράξη που θεωρεί ατελή.
12. Η απόφαση φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τον ρόλο του δικαστή όσον αφορά τη διαμόρφωση και συμπλήρωση του δικαίου, ανατροφοδοτώντας τον προβληματισμό ως προς τα όρια της «δικαιοπλαστικής» εξουσίας του [19]. Σημειώνεται ότι σε ανάλογες πρωτοβουλίες του Γάλλου ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος, ούτως ή άλλως, υπόκειται σε ηπιότερες δικονομικές δεσμεύσεις (συνταγματικές και νομοθετικές), επιφανείς θεωρητικοί άσκησαν αυστηρότατη κριτική, επισημαίνοντας ότι ο δικαστής δεν είναι νομοθέτης [20] και δεν μπορεί να θεσπίζει νόμους ή να διατυπώνει κανόνες δικαίου, αλλά μόνον να ερμηνεύει αυτούς που θεσπίζουν η νομοθετική εξουσία και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση εντός των ορίων των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους. Σε αντίθετη περίπτωση, παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών [21]. Τέλος, επιβάλλεται η επισήμανση –εφόσον το ΣτΕ έθεσε τη συλλογιστική του υπό την αιγίδα του ενωσιακού δικαίου– ότι και το ίδιο το ΔΕΕ έχει δεχθεί ορισμένα όρια στην αρχή της σύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία αποτελεί βασικό εργαλείο εναρμόνισης των εννόμων τάξεων και εξομάλυνσης των συγκρούσεων [22]. Ειδικότερα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ανατρέχει στο δίκαιο της Ένωσης όποτε ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κρίσιμους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας [23]. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο δικαστής προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ένα εδάφιο στο άρθρο 142 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΔΔ, εμπνεόμενος από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989. Φαίνεται να υιοθετεί εν προκειμένω το αξίωμα του γαλλικού δικαίου, l’interprétation est la forme intellectuelle de la désobéisance! [24].
13. Μετά από σύντομη έκθεση του νομικού καθεστώτος της αίτησης αναθεώρησης (Α), εξετάζεται η νομολογιακή διάπλαση νέου λόγου αναθεώρησης με την απόφαση ΣτΕ 636/2021 (Β) και η οριοθέτησή του με την απόφαση ΣτΕ 2165/2023 (Γ).
Α. Η αίτηση αναθεώρησης
14. Η αίτηση αναθεώρησης είναι ένα έκτακτο, μη μεταβιβαστικό ένδικο μέσο, του οποίου η λογική συνάγεται σαφώς από το ά. 103 παρ. 1 ΚΔΔ: Τα πραγματικά δεδομένα στα οποία στηρίχθηκε η υπόθεση ήταν εσφαλμένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι και η απόφαση ήταν εσφαλμένη. Η τελευταία στηρίχθηκε στο εισφερθέν πραγματικό υλικό και, βάσει αυτού, κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Ωστόσο, επειδή τα δεδομένα αυτά δεν ήταν αληθή, η έννομη τάξη δεν μπορεί να ανεχθεί την περιβολή με δεδικασμένο μίας ψευδούς υπόθεσης. Έτσι λοιπόν, η αίτηση αναθεώρησης καθιερώνεται ως έκτακτο ένδικο μέσο στις διαφορές ουσίας [25] προς ανατροπή του δεδικασμένου τελεσίδικης ή ανέκκλητης δικαστικής απόφασης, λόγω του ότι στοιχεία της υπόθεσης δεν είχαν τεθεί υπ’ όψη του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, δηλαδή λόγω της ανατροπής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε. Συνακολούθως, οι αναφερόμενοι στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 103 του Κ.Δ.Δ λόγοι αναθεώρησης δεν ανάγονται σε σφάλματα της καθ’ ης η αίτηση απόφασης αλλά σε στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπ’ όψη του δικαστηρίου και δεν συνιστούν, κατ’ επέκταση, λόγους αναίρεσης [26]. Η αίτηση αναθεώρησης είναι το κύριο μέσον αποκατάστασης της ουσιαστικής δικαιοσύνης [27]. Με αυτήν πλήττεται η δικαιολογημένη «άγνοια» του δικαστηρίου. Το δεδικασμένο μπορεί να ανατραπεί για τους τρεις λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 103 ΚΔΔ κατόπιν της ευδοκίμησης της αίτησης αναθεώρησης: «1. Η αναθεώρηση επιτρέπεται μόνο αν: α) η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή δήλωση διαδίκου, σε ψευδή έκθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα και τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ή β) μετά την έκδοση της απόφασης περιήλθαν σε γνώση του διαδίκου που ζητά την αναθεώρηση κρίσιμα έγγραφα, τα οποία υπήρχαν πριν από τη δίκη, αλλά δεν γνώριζε την ύπαρξή τους, ή γ) η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετακλήτως μετά την τελευταία συζήτηση». Ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπει ο νομοθέτης, ορίζοντας περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, είναι η αποτροπή του κινδύνου ανατροπής του απορρέοντος από αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων δεδικασμένου με την εκ των υστέρων δημιουργία «κρίσιμων» στοιχείων από τους διαδίκους [28]. Επομένως, οι λόγοι αναθεώρησης ορίζονται περιοριστικώς και δεν επιτρέπεται διασταλτική ή αναλογική ερμηνεία τους [29]. Από το κείμενο της διάταξης προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως ότι η αίτηση αναθεώρησης δεν μπορεί να στηρίζεται σε στοιχεία που είναι μεταγενέστερα της δημοσίευσης της απόφασης του δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτά αναφέρονται σε προγενέστερα της συζήτησης δεδομένα. Στην αίτηση αναθεώρησης δεν εφαρμόζεται ο κανόνας της άπαξ άσκησης των ένδικων μέσων [30].
15. Όσον αφορά τις υποκείμενες σε αίτηση αναθεώρησης αποφάσεις, το άρθρο 101 ΚΔΔ ορίζει ότι «[σ]ε αναθεώρηση υπόκεινται μόνο τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις.». Τελεσίδικες αποφάσεις είναι όσες, λόγω παρόδου της προθεσμίας ή προγενέστερης παραίτησης των διαδίκων από τα ένδικα μέσα, δεν υπόκεινται πλέον σε τακτικό ένδικο μέσο καθώς και όσες εκδίδονται επί εφέσεως [31]. Ανέκκλητες είναι οι αποφάσεις επί διαφορών για τις οποίες ο νόμος ορίζει ότι υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό [32], δηλαδή οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε έφεση από τη στιγμή της έκδοσής τους. Κατά συνέπεια, δεν προσβάλλεται με αίτηση αναθεώρησης απόφαση η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη [33]. Ερμηνεύοντας, ωστόσο, τη σχετική διάταξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί τα εξής: «με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται η αίτηση αναθεωρήσεως ως έκτακτο ένδικο μέσο κατά δικαστικής αποφάσεως προς ανατροπή του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από αυτήν, για ορισμένους λόγους, οι οποίοι δεν ανάγονται σε σφάλματα της αποφάσεως και, άρα, δεν συνιστούν λόγους αναιρέσεως. Ορίζοντας, επομένως, ο ΚΔΔ στο άρθρο 101 αυτού ότι σε αναθεώρηση υπόκεινται μόνο τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις δεν αποκλείει την άσκηση αιτήσεως αναθεωρήσεως κατά τελεσιδίκων αποφάσεων, κατά των οποίων ασκήθηκε και απορρίφθηκε αίτηση αναιρέσεως [34], καθ’ όσον η κατ’ αναίρεση κρίση στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται στην τελεσίδικη απόφαση, την ανατροπή δε των πραγματικών περιστατικών έχει ως σκοπό το ένδικο μέσo της αιτήσεως αναθεωρήσεως» [35]. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται μια εννοιολογική ασάφεια: το Δικαστήριο δεν αναφέρει ρητά ότι η απόρριψη της αίτησης αναίρεσης που ασκήθηκε κατά τελεσίδικης απόφασης καθιστά την τελευταία αμετάκλητη. Περιγράφει, ωστόσο, το σαφές περιεχόμενο του όρου «αμετάκλητη», το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί, προφανώς για να αμβλύνει την αντίθεση της κρίσης του προς το γράμμα της διάταξης του άρθρου 101 ΚΔΔ. Ανεξαρτήτως, πάντως, της διατύπωσης που χρησιμοποιεί, δέχεται ότι όταν μια απόφαση καθίσταται αμετάκλητη με την απόρριψη της κατ’αυτής αίτησης αναίρεσης υπόκειται σε αίτηση αναθεώρησης. Η διαπίστωση αυτή έχει σημασία για την κατανόηση της μεταγενέστερης νομολογίας.
Β. Διάπλαση νέου λόγου αναθεώρησης
16. Η αρχή ne bis in idem στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, έδωσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την ευκαιρία να επανεξετάσει τους λόγους αναθεώρησης. Στην απόφαση ΣτΕ 636/2021, το Β΄ Τμήμα, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης αναίρεσης, αντιμετώπισε το εξής ζήτημα, που προβλήθηκε ενώπιόν του με δικόγραφο πρόσθετων λόγων: μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου και την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, δημοσιεύθηκε απόφαση του αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, η οποία κατέστη αμετάκλητη και με την οποία ο ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας λαθρεμπορίας, αφού εξετάστηκε η ουσία της υπόθεσης, για την ίδια παράβαση στην οποία αφορά η αχθείσα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διαφορά. Με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, αφενός, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ και του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και, αφετέρου, της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο [36]. Συναφώς, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο παραπάνω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ως ερειδόμενος σε οψιγενή περιστατικά (αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου). Ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε το σκεπτικό της απόφασης ΣτΕ 400/2020 του ιδίου Τμήματος. Με την εν λόγω απόφαση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση η επίλυση του ζητήματος εάν ο αναιρεσείων μπορεί να προβάλει παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο (αναίρεσης) περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η λυσιτελής προβολή λόγου περί παραβίασης της αρχής αυτής ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου, διότι η σχετική ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης [37]. Πάντως, η 7μελής σύνθεση, με την απόφαση ΣτΕ 340/2021, έκρινε τον σχετικό λόγο αβάσιμο, χωρίς να αποφανθεί ειδικά επί του παραδεκτού.
17. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προβαλλόμενοι πρόσθετοι λόγοι που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ και του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ανεξαρτήτως του εάν προβάλλονται παραδεκτώς [38], είναι απορριπτέοι, διότι δεν αποδίδουν σφάλμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, οπότε δεν μπορούσε να συνεκτιμηθεί από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση [39].
18. Από την άλλη πλευρά, όμως, η κατοχυρούμενη στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αρχή ne bis in idem αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωματωμένη πλέον στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και με ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ [40]. Η αρχή αυτή βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως αυτή που απασχολεί το Δικαστήριο, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από αυτήν, στο πλαίσιο των κυρώσεων που επιβάλλουν για παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή. Λόγω, όμως, της αδυναμίας επίκλησης και τεκμηρίωσης της ύπαρξης αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου που εξέδωσε την απορριπτική προσφυγής κατά πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους για παράβαση λαθρεμπορίας απόφαση μέχρι αυτή να καταστεί αμετάκλητη, προς στήριξη της άσκησης του δικαιώματος που αντλείται από την αρχή ne bis in idem, παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος αυτού.
19. Το Δικαστήριο εντόπισε, στη συνέχεια, το αδιέξοδο που δημιουργείται στην ελληνική διοικητική δικονομική τάξη, όπου οι τελεσίδικες και οι μη υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο ως προς το διοικητικό ζήτημα, δικονομικό ή ουσιαστικό, που κρίθηκε με αυτές (άρθρο 197 παρ. 1 του ΚΔΔ). Προς αποτροπή παραγωγής αμετάκλητου δεδικασμένου παρέχεται το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης, μέσω του οποίου η δικαστική απόφαση ελέγχεται μόνο για νομικά σφάλματα. Προς ανατροπή του δεδικασμένου παρέχεται το ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης (άρθρα 101-105 ΚΔΔ) για τους τρεις περιοριστικά οριζόμενους λόγους του άρθρου 103 ΚΔΔ, οι οποίοι δεν ανάγονται σε αιτιάσεις κατά της δικαστικής κρίσης, αλλά στηρίζονται σε νέα στοιχεία τα οποία, χωρίς υπαιτιότητα του διαδίκου, δεν είχαν τεθεί υπ’όψη του δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνουν σφάλμα της κρίσης του. Η σκέψη αυτή της απόφασης ΣτΕ 636/2021 αποτυπώνει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ αίτησης αναίρεσης και αίτησης αναθεώρησης.
20. Αναγόμενο στα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υπόθεσης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που απορρίπτει προσφυγή κατά διοικητικής πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας δεν μπορεί να ενέχει παραβίαση της αρχής ne bis in idem, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, λόγω παράλληλης σχετικής ποινικής (stricto sensu) διαδικασίας, η οποία περατώνεται αμετάκλητα μετά την δημοσίευση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου [41]. Συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, δεν νοείται αντίστοιχο νομικό σφάλμα της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου ούτε λόγος αναίρεσής της για παραβίαση της αρχής ne bis in idem [42]. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν ιδρύεται ούτε λόγος αναθεώρησης της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου (από τους περιοριστικώς απαριθμούμενους στο άρθρο 103 παρ. 1 ΚΔΔ), αφού το νέο στοιχείο (η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου) ανέκυψε μετά τη δημοσίευση της απόφασης.
21. Ωστόσο, η ανάγκη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, που ο αποδέκτης του πολλαπλού τέλους αντλεί, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, από την αρχή ne bis in idem, επιβάλλει, στην περίπτωση αυτή, την υποχώρηση της εθνικής δικονομικής αυτονομίας [43]. Η υποχώρηση συνίσταται στην παροχή του κατάλληλου ένδικου μέσου προστασίας, που, κατά το Δικαστήριο, είναι η αίτηση αναθεώρησης των άρθρων 101-105 ΚΔΔ. Η επιλογή αυτή στηρίζεται τόσο στη φύση του λόγου επανεξέτασης της απόφασης ο οποίος έχει ως βάση μεταγενέστερη αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, όσο και στο αρμόδιο δικαστήριο, που ως δικαστήριο της ουσίας θα εκτιμήσει το περιεχόμενο της απόφασης αυτής. Συνεπώς, στην ανωτέρω περίπτωση χωρεί αίτηση αναθεώρησης της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, εντός προθεσμίας 60 ημερών από τότε που καθίσταται αμετάκλητη η σχετική ποινική απόφαση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 104 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΔΔ. Με άλλα λόγια, στους τρεις λόγους αναθεώρησης του άρθρου 103 ΚΔΔ, προστίθεται ένας ακόμη που έγκειται στην έκδοση αμετάκλητης απαλλακτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου μετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου η οποία απέρριψε την προσφυγή του απαλλαγέντος κατά της επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω τελωνειακής παράβασης λαθρεμπορίας [44].
22. Ως τάση αυτοσυγκράτησης του δικαστή, θα πρέπει να αναφερθεί η μειοψηφία των παρέδρων της σύνθεσης, που πρότειναν μια ενδιαφέρουσα κατασκευή προς αποφυγή της διάπλασης νέου δικονομικού κανόνα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει σφάλμα και λόγος αναίρεσης της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, για παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή των άρθρων 103 και 104 του ΚΔΔ περί της αίτησης αναθεώρησης, αλλά ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να απευθυνθεί στη φορολογική Διοίκηση, εντός εύλογης προθεσμίας (εξήντα ημερών από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η σχετική ποινική απόφαση), προβάλλοντας, βάσει της αρχής ne bis in idem, οψιγενή νομική πλημμέλεια της επίμαχης πράξης καταλογισμού πολλαπλού τέλους και ζητώντας την ακύρωσή της. Με τον τρόπο αυτό, αφενός, διαφυλάσσεται η αρχή της δικονομικής αυτονομίας, όσον αφορά την αποτελεσματική προστασία του παραπάνω δικαιώματος, και, αφετέρου, διατηρείται η «καθαρότητα» του ένδικου μέσου της αναθεώρησης, όπως το διαμόρφωσε ο δικονομικός νομοθέτης. Πράγματι, στην υπό εξέταση περίπτωση, η ενδεχόμενη πλημμέλεια της πράξης καταλογισμού πολλαπλού τέλους είναι οψιγενής και αφορά σε διοικητικής φύσης ζήτημα που δεν κρίθηκε στη διοικητική δίκη και δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που παράγει η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου επί της προσφυγής κατά της πράξης αυτής. Η προσέγγιση αυτή καταδεικνύει ότι υπήρχε και άλλη οδός διαφυγής από το «αδιέξοδο», συνεπέστερη προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εκτός από τη νομολογιακή συμπλήρωση του δικονομικού κανόνα.
23. Μετά την απόφαση ΣτΕ 636/2021 διαμορφώνεται η ακόλουθη σχέση αίτησης αναίρεσης και αίτησης αναθεώρησης [45]. Ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem λόγω έκδοσης αμετάκλητης απαλλακτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί. Πάντως, ο αναιρεσείων έχει δικαίωμα να εγείρει την προβαλλόμενη με τον λόγο αυτό νομική πλημμέλεια της πράξης καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλού τέλους, ασκώντας αίτηση αναθεώρησης της ήδη αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Δεδομένου, μάλιστα, ότι με την απόφαση ΣτΕ 636/2021 αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά στη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοια δικονομική δυνατότητα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103 ΚΔΔ, και δεδομένου ότι έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα εξήντα ημερών από τότε που κατέστη αμετάκλητη η οικεία ποινική απόφαση, το Δικαστήριο, για να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του δικονομικού κανόνα που διέπλασε, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων δύναται να ασκήσει την ως άνω αίτηση αναθεώρησης εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου της απόφασης ΣτΕ 636/2021.
Γ. Οριοθέτηση του νέου λόγου αναθεώρησης με την απόφαση ΣτΕ 2165/2023
24. Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, με την απόφαση ΣτΕ 636/2021, το Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 103 ΚΔΔ, διέπλασε νέο λόγο αναθεώρησης. Έτσι, καθίσταται πλέον δικονομικώς δυνατή η εκ νέου εξέταση της νομιμότητας πράξης καταλογισμού διοικητικής χρηματικής κύρωσης («ποινικού» χαρακτήρα) –κατά της οποίας ο διοικούμενος είχε ασκήσει προσφυγή, απορριφθείσα με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου– εάν (ο διοικούμενος) επικαλεστεί οψιγενή νομική πλημμέλεια της καταλογιστικής πράξης, συνιστάμενη στην, σε χρόνο μεταγενέστερο της διοικητικής δίκης, δημοσίευση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώνεται από την οικεία ποινική κατηγορία με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Μπορεί, δηλαδή, να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης, έστω και αν η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση αναθεώρησης συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο κατά δικαστικών αποφάσεων, ότι η διατύπωση του άρθρου 101 ΚΔΔ είναι σαφής και αδιάστικτη και ότι στη σκέψη 14 της απόφασης ΣτΕ 636/2021 (:«[…] μέχρι να καταστεί αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου […]») οριοθετείται σαφώς ο χαρακτήρας της υπό αναθεώρηση δικαστικής απόφασης ως μη αμετάκλητης, πρέπει να γίνει δεκτό, εν όψει και της αρχής ασφάλειας του δικαίου, ότι η νομολογιακή αναγνώριση της ανωτέρω δικονομικής δυνατότητας δεν συνεπάγεται κάμψη και της γενικής δικονομικής προϋπόθεσης, ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης [46]. Επιβάλλεται, πάντως, η υπόμνηση ότι, με την απόφαση ΣτΕ 1557/2014, το B΄Τμήμα, σε 5μελή σύνθεση, είχε δεχθεί, κατ’ ουσίαν, έστω και αν δεν το ανέφερε ρητώς, ότι είναι δυνατή η άσκηση αίτησης αναθεώρησης κατά απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε και απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης, επομένως, κατά απόφασης η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Με τις αποφάσεις ΣτΕ 636/2021 και 2165/2023, η 7μελής σύνθεση του Β΄ Τμήματος προσπαθεί να διασφαλίσει την έννομη προστασία δικαιώματος που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο, διαπλάθοντας ένα νέο λόγο αναθεώρησης και, επομένως, συμπληρώνοντας το άρθρο 103 ΚΔΔ, χωρίς ταυτόχρονα να θίξει την προϋπόθεση του παραδεκτού του οικείου ένδικου μέσου που προβλέπει το άρθρο 101 ΚΔΔ, δηλαδήαποκλείοντας την αίτηση αναθεώρησης κατά αμετάκλητης απόφασης. Με τη ρητή κρίση του, το Δικαστήριο θέλησε, προφανώς, να αποδυναμώσει την απόφαση ΣτΕ 1557/2014, να άρει τις αμφιβολίες που αυτή ενδεχομένως δημιούργησε και να επιρρώσει την αυστηρή γραμματική ερμηνεία του άρθρου 101 ΚΔΔ, που είχε υιοθετήσει αξιωματικά η παλαιότερη απόφαση ΣτΕ 2078/2010 του Α΄ Τμήματος, σε κοινωνικοασφαλιστική υπόθεση.
25. Στο πνεύμα επιείκειας έναντι των επιμελών διαδίκων, διατυπώθηκε η ειδικότερη γνώμη που λαμβάνει μέριμνα για όσους ενεργοποιήθηκαν δικονομικά βάσει των κριθέντων με την απόφαση ΣτΕ 636/2021. Κατά τη γνώμη αυτή, ο κανόνας ότι οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στο ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης ισχύει, κατ’αρχήν, και για τον νομολογιακώς διαπλασθέντα λόγο αναθεώρησης περί συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Ενόψει, όμως, των παραδοχών που περιλαμβάνονται στη σκέψη 16 της ΣτΕ 636/2021 περί της ανάγκης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, που ο αποδέκτης του πολλαπλού τέλους αντλεί, κατά το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, από την ως άνω αρχή, την οποία (ανάγκη) θεραπεύει η δικονομική δυνατότητα που αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά με την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου (σκέψη 17), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ εξαίρεση, δεν είναι απαράδεκτες, ως στρεφόμενες κατά αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, όσες αιτήσεις αναθεώρησης με το προεκτεθέν περιεχόμενο έχουν ασκηθεί, κατ’ επίδειξη άκρας επιμέλειας των αιτούντων, εντός εξήντα ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της ΣτΕ 636/2021 (17.5.2021). Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.
26. Συνεπέστερη, ωστόσο, προς την προηγούμενη νομολογία (ΣτΕ 1557/2014) καθώς και προς το πνεύμα του νέου λόγου αναθεώρησης είναι η άποψη της μειοψηφίας. Προκειμένου να μη ματαιωθεί το ωφέλιμο αποτέλεσμα που συνεπάγεται η νομολογιακή διάπλαση του νέου λόγου αναθεώρησης, το μη αμετάκλητο της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου (με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του διοικούμενου) δεν πρέπει να νοηθεί, εν προκειμένω, ως (αρνητική) δικονομική προϋπόθεση παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αίτησης αναθεώρησης εν γένει, κατά το άρθρο 101 ΚΔΔ, αλλά ως προϋπόθεση παραδεκτού της προβολής του νέου λόγου αναθεώρησης περί οψιγενούς πλημμέλειας της καταλογιστικής πράξης, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να «[…] προκύπτει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την απορριπτική απόφαση δικαστηρίου της ύπαρξης οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης […]» (σκέψη 14 της ΣτΕ 636/2021). Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, δεν κωλύεται η άσκηση αίτησης αναθεώρησης και κατά αμετάκλητης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου [47], όταν το εν λόγω αμετάκλητο έπεται χρονικά του αμετακλήτου της οικείας απόφασης του ποινικού δικαστηρίου.
Επίλογος
27. Η εύκολη, επαναλαμβανόμενη και, εντέλει, ανούσια κριτική που ασκείται σε κάθε περίπτωση δικαστικού ακτιβισμού είναι ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά τον νομοθέτη [48].Η προσεκτική μελέτη τόσο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων όσο και των εκτενών και στιβαρών μειζόνων προτάσεων των αποφάσεων, που αναλύουν όλες τις πτυχές των ζητημάτων, κυρίως δε τις συνέπειες αντίθετης –ενδεχομένως δογματικά συνεπέστερης– λύσης [49], πείθουν για την αναγκαιότητα των συγκεκριμένων δικαστικών επιλογών, μάλιστα δε των πιο τολμηρών. Είναι προφανές ότι ο δικαστής δεν έχει, γενικά, ούτε την αρμοδιότητα ούτε και τη δυνατότητα να θεσπίζει κανόνες δικαίου, λόγω, κυρίως, της αποσπασματικής εικόνας την οποία αποκτά για το αντικείμενο μιας ρύθμισης και η οποία βασίζεται στη συγκεκριμένη παθογένεια που άγεται ενώπιόν του. Αντίθετα, ο νομοθέτης έχει ευρύτερη εποπτεία και συνολική γνώση των αναγκών ρύθμισης, όπως, επίσης, και χρόνο επεξεργασίας των κανόνων. Κατά συνέπεια, ο δικαστής διαπλάθει κανόνες δικαίου μόνον όταν υφίσταται πραγματική ανάγκη συμπλήρωσης μιας ελλιπούς ρύθμισης, για να ξεπεράσει τα εμπόδια επίλυσης της διαφοράς [50]. Μεριμνά για τον διάδικο και την αποτελεσματική του προστασία, όχι για τη δικονομική αισθητική ούτε για την προαγωγή του δικαίου. Τη μετριοπαθή αυτή προσέγγιση αποτυπώνουν οι αποφάσεις ΣτΕ 636/2021 και 2165/2023: διάπλαση ενός νέου λόγου αναθεώρησης, υπό ειδικές προϋποθέσεις, για τη διασφάλιση της έννομης προστασίας δικαιώματος που απορρέει από γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και, ταυτόχρονα, σεβασμό στη βούληση του νομοθέτη που επιτρέπει την αίτηση αναθεώρησης «μόνο» κατά τελεσίδικων και ανέκκλητων αποφάσεων, όχι όμως και κατά αμετάκλητων. Μόλις η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, η διαφορά κλείνει οριστικά, η διαταραχθείσα κοινωνική ειρήνη αποκαθίσταται και ο δικαστής απεκδύεται κάθε περαιτέρω εξουσίας.
Υποσημειώσεις
[1] Ενδεικτικά, Ι. Συμεωνίδης, Διαμόρφωση ολοκληρωμένης πρότασης για τις αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν τη διοικητική δικαιοσύνη, εις Ι. Συμεωνίδης, Δώδεκα Δράσεις Θεσμικού Χαρακτήρα για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, Εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 5 επ.
[2] Βλ. διεισδυτική κριτική ο Β. Τσιγαρίδας, Νομολογιακές δικονομικές μεταρρυθμίσεις, ΘΠΔΔ 11/2023, σ. 1216 επ., 1225.
[3] ΣτΕ Ολ 4741/2014, 2287, 2288/2015, 1198, 1199/2017, Ολ 431/2018, Ολ 479-481/2018, Ολ 1888/2019, Ολ 1911/2022, Ολ 1527-1529/2023.
[4] Βλ. παραδείγματα σε Β. Τσιγαρίδα, Νομολογιακές δικονομικές μεταρρυθμίσεις, ό.π., σ. 1226.
[5] ΄Ολες οι αποφάσεις της υποσημείωσης 3 αφορούν την εν λόγω διασταλτική εφαρμογή της νέας διάταξης.
[6] J. de Gliniasti, Les théories jurisprudentielles en droit administratif, LGDJ 2018.
[7] ΣτΕ 1992/2016, σκέψη 5: κατά τη διάταξη του άρθρου 105Α παρ. 1 του ΚΔΔ, χωρεί, ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, αίτηση επανάληψης της ενώπιόν του διαδικασίας, στην οποία εμφιλοχώρησε διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση της ΕΣΔΑ, σε σχέση με (αμετάκλητη) απόφασή του επί διοικητικής διαφοράς ουσίας, όταν είτε η ίδια η απόφαση είτε η επίμαχη, αντίθετη προς την ΕΣΔΑ, κρίση της δεν κατέστη αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως μη υποκείμενη σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 (λ.χ. λόγω του ποσού της διαφοράς). Περαιτέρω, η ίδια διάταξη του άρθρου 105Α παρ. 1 του ΚΔΔ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και σε περίπτωση, στην οποία η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που κρίθηκε με απόφαση του ΕΔΔΑ ως ενέχουσα παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ προσβλήθηκε με αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε την αίτηση, με σκέψεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση προς τα κριθέντα από το ΕΔΔΑ, δεδομένου ότι η διάταξη αφορά γενικά σε «δίκες ουσιαστικών διοικητικών διαφορών», ανεξαρτήτως της περάτωσης της δίκης με απόφαση τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Αναιρετικού Δικαστηρίου, στοιχείο το οποίο παρίσταται συμπτωματικό και δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τις δύο αυτές κατηγορίες υποθέσεων.
[8] ΣτΕ 1992/2016 7μ, 1993/2016 7μ, 680/2017 7μ για διαφορές ουσίας, Ολ 2208/2020, 1670/2021 για ακυρωτικές διαφορές.
[9] Eάν η οικεία απόφαση εκδόθηκε επί αίτησης αναίρεσης, η εν λόγω προϋπόθεση διατυπώνεται ως εξής: (α) η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση διάταξης της ΕΣΔΑ είναι τέτοια ώστε να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό και το διατακτικό της οικείας, απορριπτικής της αίτησης αναίρεσης, απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε η άρση της εν λόγω παράβασης και των συνεπειών της να μπορεί να επιτευχθεί μέσω της (ολικής ή μερικής) εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και, περαιτέρω, μέσω της νέας κρίσης και αποδοχής (εν όλω ή εν μέρει) της αίτησης αναίρεσης.
[10] Βλ. Bundesverfassungsgericht 4.5.2011, 2 BvR 2365/09, σκέψεις 89 και 93-94· 18.8.2013, 2BvR 1380/08, σκέψεις 27-30· 15.12.2015, 2 BvL 1/12, σκέψεις 65-66· 18.4.2016, 2BvR 1833/12, σκέψεις 29-30· 20.4.2016, 2BvR 1488/14, σκέψεις 19-21.
[11] Πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, ECLI:EU:C:2013:105 σκέψεις 29 και 36.
[12] Πρβλ., ιδίως, ΣτΕ 680/2017 7μ, καθώς και ΕΔΔΑ 25.6.2009, 36963/06, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας, σκέψεις 26-37, σε αντιδιαστολή προς την απόφαση ΕΔΔΑ 3.10.2013, 25816/09, Γιαβή κατά Ελλάδας, σκέψεις 34-54, η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση 1/2012 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
[13] I. Δημητρακόπουλος, Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εις Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Διαρκή Διάλογο, Εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 83.
[14] Ε. Πρεβεδούρου, Νομολογιακές αποκλίσεις και αίτηση επανάληψης της ακυρωτικής δίκης. Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 2208/2020, ΘΠΔΔ 4/2021, σ. 327-351, αρ. περ. 23.
[15] Άρθρο 1 του ΠΔ 341/1978.
[16] Άρθρο 4 του Ν. 1406/1983.
[17] ΔΕΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe, EU:C:1976:188, σκέψη 5, και 45/76, Comet, EU:C:1976:188, σκέψη 13, της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑312/93, Peterbroeck, EU:C:1995:437, σκέψη 12), καθώς και τις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, EU:C:2001:465, σκέψη 29, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑13/01 Safalero, EU:C:2003:447, σκέψη 49, της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet, EU:C:2007:163, σκέψεις 39, 43, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, El Hassani, C‑403/16, EU:C:2017:960, σκέψη 26, της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 43, της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia SpA, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58.
[18] Όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott, στην ουσία, η αρχή της αποτελεσματικότητας ως περιορισμός της δικονομικής αυτονομίας αποτελεί έκφανση του άρθρου 47 του Χάρτη, που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (Προτάσεις στην υπόθεση C-243/15, Lesoochranárske zoskupenie VLK κατά Obvodný úrad Trenčín, EU:C:2016:491, σημείο 99).
[19] Σε παρόμοια, άλλωστε, περίπτωση η Ολομέλεια του Δικαστηρίου είχε θέσει η ίδια τα όρια στην εξουσία του αυτή κρίνοντας ότι «το νομοθετικό αυτό κενό, της μη εισέτι εκδόσεως … διατάγματος, δεν μπορεί να πληρωθεί ερμηνευτικά από τον δικαστή, η εξουσία του οποίου να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το νόμο στις επίδικες υποθέσεις δεν περιλαμβάνει και εξουσία, καθ’ υποκατάσταση της νομοθετικής λειτουργίας, να θεσπίζει κανόνες, η θέσπιση των οποίων στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανατίθεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά το άρθρο 43 του Συντάγματος» (ΣτΕ Ολ 689/2019). Βέβαια η υπόθεση εκείνη αφορούσε τη συμπλήρωση του ουσιαστικού διοικητικού δικαίου (δηλαδή διατάξεων της διοικητικής διαδικασίας) και όχι δικονομικών κανόνων οι οποίοι καθορίζουν την ίδια την αρμοδιότητα του δικαστή.
[20] Fr. Julien-Laferrière, Le juge n’est pas législateur », AJDA 32/2016, σ. 1769
[21] www.prevedourou.gr, Η ερμηνεία του νόμου από τον δικαστή συνιστά ανυπακοή… ενίοτε, όμως, αναγκαία και www.prevedourou.gr, Η νομολογιακή διάπλαση των κανόνων του γαλλικού διοικητικού δικονομικού δικαίου (CE, Ass., 23 juillet 2016, M. Czabaj [387763]).
[22] Βλ., αντί πολλών, V. Skouris, Der Vorrang des Europäischen Unionsrechts vor dem nationalen Recht. Unionsrecht bricht nationales Recht, EuR 2021, 3, σ. 8 (9)· Cl. Höpfner, Die systemkonforme Auslegung. Zur Auflösung einfachgesetzlicher, ver- fassungsrechtlicher und europarechtlicher Widersprüche im Recht, Mohr Siebeck, 2008, σ. 216 επ., 249 επ., 321 επ. Σημαντική συναφώς η πρόσφατη απόφαση ελληνικού ενδιαφέροντος Δ.Ε.Ε. 11.2.2021, C-760/18, Μ.Β. κατά Ο.Τ.Α. Δήμος Αγίου Νικολάου, EU:C:2021:113, σκέψεις 65, 66. Βλ. ανάλυση σε Ε. Πρεβεδούρου, Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα μεταξύ υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, συνταγματικής απαγόρευσης και σύμφωνης ερμηνείας: Με αφορμή την απόφαση Δ.Ε.Ε. 11.2.2021, C-760/18, M.Β. κ.λπ. κατά O.T.A. «Δήμος Αγίου Νικολάου», ΕΕργΔ 4/2021, σ. 389 επ.
[23] Aποφάσεις Impact, C-268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 100, Dominguez, C-282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 25, και Association de médiation sociale, C-176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 39.
[24] Βλ. και Ε. Πρεβεδούρου, ΣτΕ 625/2022: η κατάργηση της δίκης στις διαφορές ουσίας, ο δικαιοπλαστικός ρόλος του δικαστή ή «le juge n’est pas législateur».
[25] Η μη θέσπιση τακτικού ενδίκου μέσου (έφεση) σε ορισμένες από τις υπαγόμενες στην ακυρωτική αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων διαφορές και έκτακτου ενδίκου μέσου (αναίρεση, αναθεώρηση) σε όλες τις εν λόγω διαφορές δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος και 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ, εφόσον το δικαίωμα προς παροχή έννομης προστασίας δεν περιλαμβάνει και τη δυνατότητα άσκησης πάντοτε έφεσης ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ Ολ 3621, 3622/1995, Ολ 647/2004, Ολ 3470/2007, 3365, 3742/2008), ούτε αίτησης αναίρεσης (βλ. ΣτΕ Ολ 1304, 1479, 2214/1997, 3937, 4134/2000, επίσης ΣτΕ 3464, 3465/2001, 490, 3957/2003, 4172/2005, 1693, 3478/2007), κατά μείζονα δε λόγο ούτε και αίτησης αναθεώρησης, οι λόγοι της οποίας, άλλωστε, στις περιπτώσεις που προβλέπεται (αίτηση αναθεώρησης άρθρων 101 επ. ΚΔΔ και η αντίστοιχη προς αυτήν αίτηση αναψηλάφησης άρθρων 538 επ ΚΠολΔ) δεν αποδίδουν πλημμέλειες στη δικαστική κρίση καθ’ εαυτήν αλλά αποσκοπούν στην ανατροπή της μέσω της ανατροπής της ελάσσονος πρότασης της δικαστικής απόφασης, που εκδίδεται επί ενδίκου βοηθήματος συνεπαγομένου τον κατ’ ουσίαν έλεγχο της υπόθεσης (2381/2014 ΔΕΦ ΑΘ). Κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων, που εκδίδονται επί υπαγομένων στην ακυρωτική αρμοδιότητά τους διοικητικών διαφορών, δεν προβλέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της αίτησης αναθεώρησης και δεν υφίσταται στις διαφορές αυτές πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 101 επ. του ΚΔΔπου προβλέπουν το έκτακτο αυτό ένδικο μέσο, ενώ η μη θέσπιση με τις διατάξεις του Ν. 702/1977 και του ΠΔ 18/1989 ενδίκου μέσου αντίστοιχου προς αυτό των τελευταίων διατάξεων δεν αντίκειται σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
[26] ΣτΕ 2220/2019.
[27] ΣτΕ 1671/2019.
[28] ΣτΕ 2220/2019.
[29] Βλ. ΣτΕ 4110/2010, 392-393/2015.
[30] Βλ. ά. 102 παρ. 2 ΚΔΔ.
[31] Π Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2014, αρ. περ. 728.
[32] Άρθρο 92 παρ. 2 ΚΔΔ.
[33] Αμετάκλητη είναι η απόφαση που δεν υπόκειται από την αρχή (όπως συμβαίνει με τις αποφάσεις των Τμημάτων και της Ολομέλειας του ΣτΕ) ή δεν υπόκειται πλέον, λόγω παρόδου της προθεσμίας ή προγενέστερης παραίτησης των διαδίκων από τα ένδικα μέσα ή απόρριψης των ασκηθέντων ένδικων μέσων, σε κανένα, τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο.
[34] ΣτΕ 1557/2014.
[35] Παραπομπή σε ΣτΕ 4110/2010, πρβλ. ΣΕ 2577/2008, 3721/2001.
[36] Ειδικότερα, προβλήθηκε ότι (α) βάσει της νέας διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ και της αρχής του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, που κατοχυρώνει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η αμετάκλητη απαλλακτική ποινική απόφαση είναι δεσμευτική για το διοικητικό δικαστήριο, όσον αφορά το ζήτημα της τέλεσης ή μη από τον αναιρεσείοντα της επίμαχης λαθρεμπορικής παράβασης και (β) συνεπεία της αμετάκλητης περάτωσης της οικείας ποινικής διαδικασίας, η επιβολή του επίδικου πολλαπλού τέλους σε βάρος του αναιρεσείοντος παραβιάζει την αρχή ne bis in idem.
[37] Με την απόφαση ΣτΕ 340/2021 7μ, ο λόγος αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, που είχε προβληθεί με δικόγραφο προσθέτων λόγων, απορρίφθηκε ως αβάσιμος χωρίς να επιλυθεί το ζήτημα του παραδεκτού της προβολής του. Το ΣτΕ έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι πρόσθετοι λόγοι που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔ και του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ανεξαρτήτως του εάν προβάλλονται παραδεκτώς, ενόψει, αφενός, του ότι το εισαγωγικό δικόγραφο δεν περιέχει παραδεκτό λόγο (βλ. ΣτΕ 1405/2017 7μ, 2637/2016, 849/2015, 4667/2012 κ.ά. – πρβλ. ΣτΕ Ολ 3372/1977) και, αφετέρου, των οριζομένων στο άρθρο παρ. 3 του π.δ.18/1989 σχετικά με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προβολής λόγων αναίρεσης, είναι απορριπτέοι, διότι δεν αποδίδουν σφάλμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την προαναφερόμενη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, την οποία, επομένως, δεν μπορούσε να συνεκτιμήσει το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (βλ. ΣτΕ 1831/2020 – πρβλ. ΣτΕ 1779/2020).
[38] Ενόψει, αφενός, του ότι το εισαγωγικό δικόγραφο δεν περιέχει παραδεκτό λόγο (βλ. ΣτΕ 1405/2017 7μ, 2637/2016, 849/2015, 4667/2012 κ.ά. – πρβλ. ΣτΕ Ολ 3372/1977) και, αφετέρου, των οριζομένων στο άρθρο παρ. 3 του ΠΔ 18/1989 σχετικά με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προβολής λόγων αναίρεσης.
[38] Βλ. ΣτΕ 1831/2020 – πρβλ. ΣτΕ 1779/2020.
[39] ΣτΕ Ολ 359/2020.
[40] Κατά τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ δεν στοιχειοθετείται, στην περίπτωση αυτή, παραβίαση της αρχής. Προς τούτο απαιτείται η περάτωση της ποινικής διαδικασίας.
[41] Πρβλ. ΣτΕ 1831/2020, 2806/2020.
[42] ΣτΕ 2403/2015.
[43] Η μειοψηφούσα άποψη δύο μελών της σύνθεσης εισάγει μεγαλύτερη ευελιξία στις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης: Οι διατάξεις των άρθρων 95 (παρ. 1) του Συντάγματος και 56 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενες, αφενός, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ και, αφετέρου, σε αρμονία με πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και, ιδίως, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι, εάν δεν ήταν δυνατή η λυσιτελής προβολή λόγου περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου, διότι η σχετική ποινική απόφαση εκδόθηκε ή κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασής του, ο αναιρεσείων μπορεί να προβάλει παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο (αναίρεσης) περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, μολονότι δεν υπάρχει σφάλμα (και πιθανότατα ούτε καν κρίση) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, διότι, σε τέτοια περίπτωση, πρόκειται για προβαλλόμενη οψιγενή (μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής/τελωνειακής Διοίκησης και η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά την μόνη δικονομική δυνατότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσείων προκειμένου να αποτρέψει την (προβαλλόμενη) παραβίαση των δικαιωμάτων που έλκει από την αρχή ne bis in idem (λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 103 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. δεν θεσπίζει αντίστοιχο λόγο αίτησης αναθεώρησης ούτε μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν, ενόψει του περιεχομένου των λόγων αναθεώρησης που προβλέπει), το δε Συμβούλιο της Επικρατείας, έστω και ως Αναιρετικό Δικαστήριο, αποτελεί το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας που μπορεί να θεραπεύσει την (προβαλλόμενη) παράβαση, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 400/2020 παραπ. σε 7μελή).
[44] Για την περίπλοκη αυτή σχέση και όλες τις πιθανές μορφές που μπορεί να λάβει, ανάλογα με τη σειρά άσκησης των δύο έκτακτων ένδικων μέσων και του χρόνου έκδοσης της απόφασης επί εκάστου εξ αυτών, βλ., αναλυτικά, Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2023, Νομική Βιβλιοθήκη, αρ. περ. 1276.
[45] Πρβλ. ΣτΕ 2078/2010.
[46] Παραπομπή στις ΣτΕ 1557/2014 σκ. 4, 4110/2010 σκ. 5.
[47] Εάν η απορριπτική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου καταστεί αμετάκλητη ενόσω διαρκεί η οικεία ποινική δίκη, ο κατηγορούμενος (-διοικούμενος) μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του ποινικού δικαστή το εν λόγω αμετάκλητο και την προστασία που παρέχει η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.
[48] www.prevedourou.gr, Η νομολογιακή διάπλαση των κανόνων του γαλλικού διοικητικού δικονομικού δικαίου (CE, Ass., 23 juillet 2016, B. [387763].
[49] Βλ. ιδίως ΣτΕ 636/2021.
[50] O Κ. Γώγος, Απαγορεύει το Σύνταγμα στον νομοθέτη να καταστήσει ηπιότερους τους όρους του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων; Σκέψεις για τις αποφάσεις Ολομέλειας ΣτΕ 1828-9/2023 ως προς το επιτρεπτό της δεύτερης προσφυγής, ΘΠΔΔ 12/2023, σ. 1241 (1248), κάνει λόγο για «εξουσία διορθωτικών παρεμβάσεων όταν αυτές είναι επιτακτικά αναγκαίες».