Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

O διοικούμενος ως αποδέκτης της διοικητικής δράσης

Ο διοικούμενος ως αποδέκτης της διοικητικής δράσης

1. Για τη θεματική της έννοιας της Διοίκησης και των σχέσεών της με τους διοικουμένους, ενδιαφέρον παρουσιάζει το συνέδριο που διοργανώθηκε στη Νομική Σχολή της Nantes τον Οκτώβριο του 2012 με αντικείμενο το νομικό καθεστώς του αποδέκτη της διοικητικής δράσης (διοικούμενου, χρήστη, πολίτη, κοινού…) και τις τροποποιήσεις του (Αdministré, usager, citoyen, public….Les transformations du destinataire de l’action administrative et de son droit). Οι εισηγήσεις του συνεδρίου δημοσιεύθηκαν στα τελευταία τεύχη της RFDA (3/2013, σσ. 477-512, 4/2013, σσ. 709-742). Το μεγαλύτερο μέρος των συμβολών είναι αφιερωμένο στον χρήστη των δημοσίων υπηρεσιών υπό λειτουργική έννοια, ενώ λιγότερες ασχολούνται με τον αποδέκτη, υπό στενή έννοια, της διοικητικής πράξης, τον κλασικό διοικούμενο, και με τη διεύρυνση και ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του και τη σταδιακή μετεξέλιξή του σε πολίτη (citoyen) [σημειωτέον ότι ο καθηγητής Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2012, αναφέρει ότι ο άνθρωπος δεν είναι αντικείμενο της διοίκησης όπως υποδηλώνει ο απολυταρχικής καταγωγής όρος «διοικούμενος», και χρησιμοποιεί, αντ’αυτού, τον όρο ιδιώτης, αρ. περ. 138]. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η ανάδειξη, στις θεματικές του συνεδρίου, της έννοιας της «διοικητικής δημοκρατίας» (démocratie administrative), την οποία φαίνεται ότι χρησιμοποίησε ή τουλάχιστον συνέλαβε πρώτος ο J. Rivero στη δεκαετία του 1960. Όπως προκύπτει από τα έργα του, αρχής γενομένης από τη διατριβή του που αφορά τα μέτρα εσωτερικής τάξης (Les Mesures dordre intérieur administratives. Essai sur les caractères de la vie intérieure des services publics, Sirey 1934. Βλ. και A. Mestre, La démocratie administrative, in Mélanges P. Couzinet, Université des sciences sociales de Toulouse, 1974, σ. 561) η προσέγγιση του διοικητικού δικαίου που υιοθετεί έχει ως αφετηρία όχι μόνο τον συντάκτη της διοικητικής πράξης, δηλαδή τη Διοίκηση, αλλά και τον αποδέκτη της δράσης της. Επιβάλλει, πράγματι, μια «κοπερνίκεια ανατροπή» της σχέσης Διοίκησης-διοικούμενου, αναγνωρίζοντας στον διοικούμενο ένα είδος «διοικητικής ιθαγένειας [citoyenneté administrative]» λόγω ακριβώς της συμμετοχής του στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης (κατ’εικόνα της συμμετοχής του πολίτη στη νομοπαραγωγική διαδικασία μέσω των αντιπροσώπων του). Πραγματιστής και οραματιστής, ταυτόχρονα, ο J. Rivero τονίζει ότι «η ίδια η αποτελεσματικότητα της διοικητικής δραστηριότητας, ιδίως στον οικονομικό τομέα, υποχρεώνει τη Διοίκηση να επιλέξει τον δρόμο του διαλόγου, της συμμετοχής, της διαπραγμάτευσης, της εξήγησης…. Αντί της παθητικής υποταγής του διοικουμένου σε μια απόφαση που εκδίδεται εν κρυπτώ και του επιβάλλεται βάσει των προνομίων δημόσιας εξουσίας, θα πρέπει να αναζητείται η εξασφάλιση της οικειοθελούς και συνειδητής προσχώρησης που μετατρέπει τον υπήκοο σε πολίτη». Ήδη από τη δεκαετία του 1970, οι προτάσεις του J. Rivero βρήκαν αντίκτυπο σε πλείονα νομοθετικά κείμενα που ρύθμισαν τις σχέσεις της διοίκησης με τους πολίτες και τα δικαιώματα των τελευταίων απέναντί της. Επιστέγασμα των νομοθετικών πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση αυτή είναι η βελτίωση και ενίσχυση της γνωμοδοτικής διαδικασίας η οποία, παράλληλα με την παραδοσιακή μορφή των γνωμοδοτικών επιτροπών και των «ομάδων σοφών» που πλαισιώνουν και διαφωτίζουν τα αποφασίζοντα όργανα, περιλαμβάνει και τη διαβούλευση, δηλαδή μια δυναμική και ευρείας εμβέλειας διαδικασία που διασφαλίζει την ενεργητική και ουσιαστική συμμετοχή του αποδέκτη του κανόνα στη διαμόρφωση του περιεχομένου του και όχι απλώς τη διαφάνεια της διαδικασίας παραγωγής του. Η ανωτέρω εξέλιξη αποτυπώνεται στο rapport public 2011 του γαλλικού Conseil dEtat, με τίτλο: Consulter autrement. Participer effectivement. Στο κείμενο αυτό τονίζεται ότι η δημόσια απόφαση, και τέτοια είναι η διοικητική πράξη, δεν μπορεί να απολαύει νομιμοποίησης εάν προηγουμένως δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης, αξιολόγησης, εξέτασης σε συλλογικό πλαίσιο, διαβούλευσης. Οι συντάκτες της έκθεσης επικαλούνται τη σχετική διατύπωση του J. Habermas, Theorie des kommunikativen Handelns, ότι «η διαδικασία» και η «διαβούλευση» καλούνται να επιτελέσουν σημαντικό ρόλο στην ανανέωση των σχέσεων μεταξύ του δικαίου και της δημοκρατίας. Ειδικότερα, οι «διαδικαστικές» προϋποθέσεις καθορίζουν τη διαμόρφωση της γνώμης και της βούλησης. Οι πολίτες πρέπει να μπορούν να νιώθουν ανά πάσα στιγμή ως οι συντάκτες του δικαίου στο οποίο υπόκεινται ως αποδέκτες.  Κατά την άποψη αυτή, η νομιμότητα της απόφασης είναι συνάρτηση λιγότερο του ουσιαστικού της περιεχομένου και περισσότερο των συνθηκών έκδοσής της. Δίδεται, δηλαδή, έμφαση στη νομιμοποίηση διαδικαστικής τάξης, η οποία στηρίζεται στη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης. Η διαβούλευση, λοιπόν, λαμβάνει τη μορφή σύνθετης διαδικασίας, με περισσότερα στάδια διαδραστικού χαρακτήρα. Η διοίκηση δεν ασκεί μοναχική εξουσία: διατυπώνει το κείμενο της πράξης, οργανώνει τη διαβούλευση με τους αποδέκτες, λαμβάνει υπόψη τις αντιδράσεις τους και τις αποτυπώνει στο τελικό της κείμενο. Εννοείται, βεβαίως, ότι η ενεργητική και ουσιαστική συμμετοχή του αποδέκτη στη διαμόρφωση του περιεχομένου της πράξης δεν τον καθιστά συνεκδότη της πράξης, δεν πρόκειται δηλαδή για κοινή απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται αποκλειστικά από την κατά νόμο αρμόδια διοικητική αρχή, ενώ ο αποδέκτης συμμετέχει ενεργητικά στη δυναμική διαδικασία έκδοσής της. Ακομη και αν η διαδικασία διαβούλευσης επιβραδύνει τη διοικητική διαδικασία, ο χρόνος που χάνεται στο στάδιο αυτό αντισταθμίζεται στο στάδιο της υιοθέτησης του τελικού κειμένου και της εφαρμογής της απόφασης.

2. Οι διαπιστώσεις και τα πορίσματα της ανωτέρω έκθεσης του Conseil d’Etat αξιοποιήθηκαν από τις εισηγήσεις του συνεδρίου της Νantes, πολλές δε από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την ελληνική έννομη τάξη, εφόσον εμπνέονται από την ίδια μέριμνα της βελτίωσης της θέσης του διοικούμενου και της συμμετοχής του στη διαμόρφωση του περιεχομένου των αποφάσεων που τον αφορούν.

3. Η βασική διαπίστωση του συνεδρίου είναι ότι δυο πυλώνες στηρίζουν τη “διοικητική δημοκρατία”, αφενός, η διοικητική δικονομία, δηλαδή η διαδικασία δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης και, αφετέρου, η διοικητική διαδικασία που παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να προβάλλουν τα ατομικά και συλλογικά συμφέροντά τους και να συμμετέχουν επωφελώς στη διαμόρφωση των αποφάσεων που τους αφορούν. Επί μακρόν τα προβλήματα του διοικουμένου λύνονταν με την κλασική δικαστική τεχνική και την αυστηρή τήρηση αρχή της νομιμότητας. Η αρχή της νομιμότητας στηριζόταν σε κείμενα που παρείχαν ευρεία διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση. Οι καταστρατηγήσεις, οι καθυστερήσεις και η αναποτελεσματικότητα στη διοικητική δράση προκάλεσαν καταιγισμό μεταρρυθμίσεων. Αυτές εντοπίζονται, αφενός, στη διαρκή ενίσχυση της δικαστικής προστασίας στο όνομα του κράτους δικαίου (στην ελληνική έννομη τάξη βλ., ενδεικτικά Ν. 3655/2008, 3772/2009, 3886/2010, 3900/2010, 4055/2012, 4093/2012, 4111/2013, 4146/2013, νόμος που ψηφίσθηκε στις 24.09.2013, αλλά δεν έλαβε ακόμη αριθμό. Για τις σημαντικότερες νομοθετικές μεταβολές και την αξιολόγησή τους, βλ. Αγγ. Παπαπαναγιώτου-Λέζα,  50 χρόνια από την ίδρυση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων – Μια προσπάθεια αναζήτησης των αιτίων συσσώρευσης σ’αυτά χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων, ΘΠΔΔ 2/2013, σ. 97) και, αφετέρου, στη βελτίωση των διαδικαστικών εγγυήσεων, που διασφαλίζουν τη συμμετοχή των πολιτών όχι μόνο στη λήψη ατομικών αλλά και κανονιστικών πράξεων. Κατά συνέπεια, ο διοικούμενος-διάδικος βλέπει στις προόδους της διοικητικής δίκης μια αποτελεσματική τεχνική πραγματοποίησης της διοικητικής δημοκρατίας, ενώ ο διοικούμενος-πολίτης αποκτά τη δυνατότητα συμμετοχής στον συλλογικό καθορισμό του γενικού συμφέροντος.

4. Στη γαλλική έννομη τάξη και σε μεγάλο βαθμό και στην ελληνική, λαμβανομένου υπόψη του ελλειπτικού χαρακτήρα των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διαπιστώνεται, πάντως, ότι, σε επίπεδο νομοθεσίας, ρυθμίζονται τα διαδικαστικά ζητήματα που δεν είχε την ευκαιρία να επιλύσει ο δικαστής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συναφώς αποτελεί και στις δύο έννομες τάξεις η ανάκληση των διοικητικών πράξεων. Το βασικό ζήτημα των προϋποθέσεων ανάκλησης στηρίζεται σε γενικές αρχές που έχουν διατυπωθεί νομολογιακά, ενώ νομοθετικά ρυθμίσθηκαν ζητήματα αρμοδιότητας και τηρητέας διαδικασίας (άρθρο 21 του ΚΔΔιαδ). Και στη Γαλλία επίσης οι ρυθμίσεις είναι εντελώς αποσπασματικές και αφορούν ειδικές πτυχές της ανάκλησης ορισμένων κατηγοριών πράξεων, ενώ οι βασικοί κανόνες είναι νομολογιακής προέλευσης (αναλυτικά Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σσ. 146-150 [ελληνικό δίκαιο], σσ. 159-167 [γαλλικό δίκαιο]). Σε τελική ανάλυση, η διείσδυση των επιταγών του κράτους δικαίου στις διοικητικές δομές φαίνεται ότι ενίσχυσε τον διοικούμενο-διάδικο μάλλον παρά τον διοικούμενο-πολίτη. Εξακολουθεί να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην έννομη προστασία και βεβαιότητα ότι οι αντιθέσεις θα λυθούν αποτελεσματικότερα στα πλαίσια της δίκης. H διοικητική δημοκρατία φαίνεται να διασφαλίζεται πληρέστερα μέσω της δικονομίας (αναλυτικά B. Faure, Les deux conceptions de la démocratie administrative, RFDA 4/2013, σ. 709). Σημειώνεται, πάντως, ότι στη Γαλλία ψηφίσθηκε από το Κοινοβούλιο νόμος (loi habilitant le Gouvernement à simplifier les relations entre l’administration et les citoyens,) που εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση να ρυθμίσει με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (οrdonnances) την πλειονότητα των ζητημάτων διοικητικής διαδικασίας.

5. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική έννομη τάξη παρουσιάζει το άρθρο της R. Noguellou, La décision administrative et son destinataire, RFDA 4/2013, σ. 732, με αντικείμενο τη διοικητική απόφαση και τον αποδέκτη της. Η μελέτη αποτυπώνει τις νομοθετικές βελτιώσεις της διαδικασίας παραγωγής της διοικητικής πράξης και τις συνέπειές της για τον αποδέκτη της πράξης αυτής.

Α. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται ο αποδέκτης και η διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης (Ι). Αναλύεται η πρωτοβουλία των πολιτών ως προς τη λήψη της απόφασης, με έμφαση στα μέσα που διαθέτουν για να επιβάλουν στη Διοίκηση την έκδοση απόφασης, ιδίως κανονιστικής. Παρουσιάζονται συνοπτικά τα μέσα άμεσης τοπικής δημοκρατίας, δηλαδή η αίτηση που προβλέπει ο κώδικας δήμων και κοινοτήτων και απευθύνει ορισμένο ποσοστό δημοτών στο αρμόδιο συλλογικό όργανο του ΟΤΑ ενόψει έκδοσης συγκεκριμένης πράξης. Πρόκειται για μέσο πίεσης και όχι για πραγματική  νομική υποχρέωση. Μια άλλη δυνατότητα αφορά την υποχρέωση της δημόσιας αρχής να εκδώσει κανονιστική πράξη όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, όταν είναι αναγκαία η λήψη μέτρων εφαρμογής νομοθετικής διάταξης (CE 28 juillet 2000, Association France nature environnement, Lebon 322, AJDA 2000, 959. Στην ελληνική έννομη τάξη, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει απλή ευχέρεια, αλλά υποχρεούται να ασκήσει την αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα που του ανήκει κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του Συντάγματος, προκειμένου να εκδώσει τα αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων διατάγματα, εφόσον οι διατάξεις του νόμου που πρόκειται να εφαρμοστεί δεν αντιβαίνουν προς υπέρτερους κανόνες δικαίου. Βλ. ΣτΕ 779/2007. Αναλυτικά Χ. Μουκίου, Η κανονιστική αρμοδιότητα της Διοίκησης, σ. 256) ή όταν επιβάλλεται η κατάργηση παράνομης κανονιστικής πράξης (αναλυτικά για το θέμα Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, όπ. π., σ. 288). Ο διοικούμενος τον οποίο αφορά η εν λόγω διοικητική πράξη, μπορεί να απαιτήσει από τη Διοίκηση να την εξαφανίσει από την έννομη τάξη. Πάντως το Conseil d’Etat δεν δέχεται ότι η υποχρέωση έκδοσης διοκητικής πράξης μπορεί να ισχύει και υπέρ των χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών.

Ειδικότερα, αρνήθηκε να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να λάβουν μέτρα οργάνωσης της υπηρεσίας (CE 8 mars 2006, Onesto, Lebon 113, AJDA 2006, 5765, RFDA 2006, 1236, concl. R. Keller), κρίνοντας ότι η εξουσία γενικής επίταξης αρκούσε προς εξασφάλιση της αρχής της συνέχειας. Ιδιαίτερη σημασία για τη διαδικασία παραγωγής της απόφασης έχουν τα διαδικαστικά δικαιώματα του διοικουμένου, όπως τα δικαιώματα άμυνας, οι διάφορες εκφάνσεις της αρχής της διαφάνειας, το δικαίωμα πρόσβασης, καθώς και πρόσφατες διατάξεις που επιβάλλουν στα υπουργεία την υποχρέωση να παρέχουν ηλεκτρονικώς πληροφορίες ως προς το στάδιο της διαδικασίας παραγωγής και τον αναμενόμενο χρόνο έκδοσης της απόφασης (νόμος 2000-322, της 12.04.2000). Η συγγραφέας επισημαίνει, πάντως, ότι οι διαδικασίες αυτές δεν αναιρούν την αδιαφάνεια που εξακολουθεί να καλύπτει εν τοις πράγμασι τη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης στη Γαλλία, σε αντιδιαστολή προς την ουσιαστική εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας στις Ηνωμένες Πολιτείες με τoν Administrative Procedure Act και πρόσφατα με την Open Government Initiative καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την εγκατάσταση στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής του Τransparency Portal (επί του παρόντος σε τέσσερις μόνο γλωσσες) που διασφαλίζει την ευχερή αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (http://ec.europa.eu/france/news/transparence_ue_fr.htm).

Tο τρίτο στάδιο της διαδικασίας έκδοσης είναι πλέον η ίδια η συμμετοχή στον μηχανισμό λήψης της απόφασης. Πρόκειται για τις νέες διαδικασίες διαβούλευσης με το κοινό σε περιβαλλοντικά και πολεοδομικά ζητήματα (διαδικασίες που επιβάλλονται κατ’ουσία από το ενωσιακό δίκαιο), τη συμμετοχή των χρηστών των δημοσίων υπηρεσιών στα όργανα διεύθυνσης των φορέων τους, την καθιέρωση του τοπικού δημοψηφίσματος, την ανοικτή διαβούλευση ως προς διάφορα νομοθετήματα κατά το πρότυπο των αμερικανικών notice and comments. Στην ελληνική έννομη τάξη θα μπορούσε να αναφερθεί συναφώς η νομοθετική καθιέρωση της διαβούλευσης με το άρθρο 6 του Ν 4048/2012, ως μέσον καλής νομοθέτησης. Η διαβούλευση γίνεται μέσω του διαδικτυακού τόπου www.opengov.gr, με τη δημοσιοποίηση της σχεδιαζόμενης ρύθμισης, με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και ενεργό συμμετοχή σε αυτήν των πολιτών, κοινωνικών φορέων και κάθε ενδιαφερομένου με τη διατύπωση σχολίων και παρατηρήσεων που ο συντάκτης της πράξης οφείλει αποδεδειγμένα να λάβει υπόψη.

Οι διαδικασίες, πάντως, αυτές, αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και δυσπιστία τόσο από τους ίδιους τους μετέχοντες όσο και από τη θεωρία, παρά το γεγονός ότι συνιστούν το μοναδικό στάδιο κατά το οποίο ο αποδέκτης της διοικητικής δραστηριότητας μπορεί να προβάλει τα επιχειρήματά του πριν από το δικονομικό στάδιο.

Β. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου εξετάζεται κατά πόσον ο αποδέκτης επηρεάζει το περιεχόμενο της απόφασης αλλά και την εφαρμογή της (ΙΙ). Το ρυθμιστικό περιεχόμενο της απόφασης προσδιορίζεται από την αίτηση του ενδιαφερομένου, ιδίως σε αποφάσεις δέσμιας αρμοδιότητας. Η υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει η Διοίκηση βάσει διαφόρων άκρως αποσπασματικών διατάξεων που ρυθμίζουν ιδιαίτερες κατηγορίες πράξεων, ενισχύθηκε δε και από την επιρροή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (άρθρο 41), προφανώς επηρεάζει τη μορφή και το περιεχόμενο της απόφασης, όχι όμως και τη ρυθμιστική επιλογή της Διοίκησης. Αυτή καθορίζεται από την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τον συγκερασμό των συγκρουόμενων συμφερόντων στον οποίο προβαίνει η Διοίκηση. Όσον αφορά τη θέση σε ισχύ της απόφασης, αυτή υπόκειται σε διαδικασίες δημοσιότητας που εξασφαλίζουν ότι περιέρχεται σε γνώση των διοικουμένων. Στην ελληνική έννομη τάξη οι σχετικές διαδικασίες ρυθμίζονται στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρα 18 και 19). Εκτός από τους κλασικούς μηχανισμούς δημοσιότητας, πρέπει να τονισθούν οι πλέον σύγχρονες μορφές που εξασφαλίζει η τεχνολογική εξέλιξη. Τέτοιες είναι οι προβλεπόμενες στον Ν 3861/2010, Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο. “Πρόγραμμα Διαύγεια”. Το άρθρο 2 προβλέπει την ανάρτηση στο διαδίκτυο των νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, αποφάσεων και πράξεων που εκδίδουν ο Πρωθυπουργός, το Υπουργικό Συμβούλιο και τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα, οι Υπουργοί, Αναπληρωτές Υπουργοί, Υφυπουργοί, Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων και Περιφερειών, Ειδικοί Γραμματείς Υπουργείων, τα όργανα διοίκησης των Ν.Π.Δ.Δ., οι ανεξάρτητες και ρυθμιστικές διοικητικές αρχές, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, τα όργανα διοίκησης φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στον παρόντα νόμο, καθώς και τα όργανα των φορέων των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1, oι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, όταν είναι κατά νόμο δημοσιευτέες, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ισχύουν από τη δημοσίευση τους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Ελλείψει δημοσίευσης είναι ανυπόστατες (ΣτΕ ΕΑ 463/2012, ΓΜΔ ΝΣΚ 470/2012). Κατά την παράγραφο 2, οι λοιπές πράξεις που κατά τον παρόντα νόμο αναρτώνται στο Διαδίκτυο δεν εκτελούνται, εάν δεν έχει προηγηθεί η ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 2 δεν θίγουν τις σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις ως προς την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων ούτε τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τις διοικητικές προσφυγές. Ήδη αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και τελεί σε διαβούλευση πρόταση τροποίησης της παραγράφου 2 με το εξής περιεχόμενο: «Με εξαίρεση τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, οι λοιπές πράξεις του άρθρου 2 ισχύουν από την ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις ή στις ίδιες τις πράξεις». Υποστηρίζεται ότι, με την τροποποίηση αυτή θα επιλυθεί ένα σοβαρό ζήτημα ως προς την έναρξη εφαρμογής των αναρτώμενων πράξεων που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη διατύπωση της διάταξης σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένες πράξεις «δεν εκτελούνται εάν δεν έχει προηγηθεί η ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο». Ειδικότερα, μία μερίδα των εμπλεκόμενων φορέων ισχυρίζεται ότι οι πράξεις ισχύουν από την υπογραφή τους και η ανάρτηση είναι αναγκαίος όρος για την εκτέλεσή τους, ενώ η πρόσφατη γνωμοδότηση ΝΣΚ 46/2013 δέχεται ότι τα έννομα αποτελέσματά τους αρχίζουν από την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο.

Γ. Τέλος, όσον αφορά την έννομη προστασία, το διοικητικό δίκαιο παραμένει και στη Γαλλία και στην Ελλάδα ένα εντόνως δικαστικοποιημένο δίκαιο. Ο αποδέκτης της πράξης προβάλλει τα δικαιώματά του μέσω ένδικης προστασίας. Καταβάλλεται, ωστόσο, προσπάθεια πρόβλεψης και ενίσχυσης εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης των διαφορών, με κυριότερο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής των ενδικοφανών προσφυγών (βλ. προσφάτως, Σ. Κυβέλου, Η ενδικοφανής προσφυγή, Εκδ. Σάκκουλα, 2013). Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ενδίκων προσφυγών και διαδικασίας έκδοσης των διοικητικών πράξεων θέτει τρείς κατηγορίες επιχειρημάτων. Κατ’αρχάς, η πρόβλεψη συμβουλευτικών διαδικασιών, ή διαδικασιών διαβούλευσης μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω τυπικές ακυρότητες της εκτελεστής πράξης, λόγω παρατυπιών των διαδικασιών αυτών. Στη Γαλλία, πάντως, τόσο ο νομοθέτης [άρθρο 70 του νόμου 2011-525 της 17ης Μαΐου 2011, για την απλούστευση και τη βελτίωση της ποιότητας του δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες των πλημμελειών της γνωμοδοτικής διαδικασίας επί του κύρους της διοικητικής πράξης] όσο και ο δικαστής [με την απόφαση CE 23 déc. 2011, Danthony, Lebon, σ. 887, RFDA 2012, σ. 284, concl. G. Dumortier, το Conseil d’Etat δέχθηκε ότι η πλημμέλεια της διαδικασίας που προηγείται της προσβαλλόμενης πράξης προκαλεί ακυρότητα μόνον εάν άσκησε επιρροή στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης. Ο κανόνας αυτός συνοδεύεται από δύο εξαιρέσεις: δεν εφαρμόζεται, αφενός, όταν η προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια στέρησε τον ενδιαφερόμενο από κάποια εγγύηση (πράγμα που συμβαίνει σε περίπτωση προσβολής είτε των δικαιωμάτων άμυνας, όπως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, είτε του δικαιώματος συμμετοχής στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης, όπως η συμμετοχή του προσωπικού στον καθορισμό των συνθηκών εργασίας μέσω της νομότυπης διεξαγωγής γνωμοδοτικής διαδικασίας) και, αφετέρου, όταν επηρεάζει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη] επιχείρησαν να περιορίσουν τον κίνδυνο αυτό. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της γνωμοδοτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας διαβούλευσης ενδέχεται να έχουν και δικονομικές συνέπειες, αφού ο δικαστής θα έχει την τάση να λάβει υπόψη τα αποτελέσματά της όταν εξετάζει το γενικό συμφέρον που εξυπηρετεί η προσβαλλόμενη πράξη [βλ. Consulter autrement. Participer effectivement, όπ.π., σ. 125-129]. Τέλος, ανακύπτει το ερώτημα της σχέσης μεταξύ της συμμετοχής του ενδιαφερομένου στη διαδικασία παραγωγής της πράξης και της ευχέρειας μεταγενέστερης προσβολής της. Πράγματι, τα ελλείμματα της διοικητικής διαδικασίας δικαιολογούν την ευρεία ερμηνεία του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης ακύρωσης. Εάν οι διοικούμενοι εμπλέκονται ουσιωδέστερα στη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης και στη διαμόρφωση του περιεχομένου της, θα πρέπει να εξετασθούν σοβαρά οι δικονομικές συνέπειες της συμμετοχής αυτής στη δυνατότητα έννομης προστασίας τους.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο