Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Noμολογιακές εξελίξεις ως προς την ευθύνη των κρατών μελών λόγω των δικαστικών αποφάσεων (ΔΕΕ της 15.9.2015, C-160/14, Ferreira da Silva e Brito)

Noμολογιακές εξελίξεις ως προς την ευθύνη των κρατών μελών λόγω των δικαστικών αποφάσεων (ΔΕΕ της 15.9.2015, C-160/14, Ferreira da Silva e Brito)

1.Στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ 100 περίπου εναγόντων (του Ferreira da Silva e Brito και άλλων 96 προσώπων) και του Estado português (Πορτογαλικού Δημοσίου), με αφορμή την ερμηνεία της οδηγίας 2001/23/ΕΚ με την οποία κωδικοποιήθηκε η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 201, σ. 88), οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο) διέπραξε κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της  Ένωσης, αναγόμενη στην άρνησή του να προβεί σε προδικαστική παραπομπή για την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου αυτού.

Ερμηνεία του όρου «μεταβίβαση εγκαταστάσεως»

2.Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια του όρου «μεταβίβαση εγκαταστάσεως» του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ, δεχόμενο ότι «καλύπτει περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην αγορά των ναυλωμένων πτήσεων λύεται με απόφαση του πλειοψηφούντος μετόχου της, ο οποίος είναι επίσης επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον τομέα της αεροπορίας, και στην οποία, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως, η δεύτερη εταιρία υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της λυθείσας εταιρίας στις συμβάσεις μισθώσεως αεροσκαφών και στις τρέχουσες συμβάσεις ναυλωμένων πτήσεων που συνήφθησαν με διοργανωτές ταξιδίων, ασκεί τη δραστηριότητα που προηγουμένως ασκούσε η λυθείσα εταιρία, επαναπροσλαμβάνει ορισμένους από τους εργαζομένους που απασχολούνταν έως τότε στην εταιρία αυτή και τους αναθέτει όμοια καθήκοντα, και λαμβάνει στοιχεία ελαφρού εξοπλισμού από την εν λόγω εταιρία» (σκέψη 35 της απόφασης. Βλ. συναφώς και την ανάλυση του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, ιδίως σημεία 48, 51, 53, 56 και 58).

Υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής και ευθύνη του κράτους μέλους λόγω παράβασης της ως άνω υποχρέωσης από ανώτατο δικαστήριο

3. Η σημαντικότερη συμβολή της απόφασης Ferreira da Silva e Brito έγκειται, πάντως, στις περαιτέρω διευκρινίσεις που παρέσχε το Δικαστήριο ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής και την ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του κράτους μέλους λόγω της άρνησης ανώτατου δικαστηρίου να συμμορφωθεί στην ως άνω υποχρέωση.

4. Όσον αφορά την υποχρέωση παραπομπής από ανώτατο δικαστήριο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει (σκέψη 38) τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτή που προβλέπει η νομολογία Cilfit (283/81, EU:C:1982:335): «τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου οφείλουν, στην περίπτωση κατά την οποία ανακύπτει ενώπιόν τους ζήτημα σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης, να τηρούν την υποχρέωσή τους να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα, εκτός αν διαπιστώνουν ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν είναι ουσιώδες ή ότι η οικεία διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ή ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες». Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι «η εξέταση του ενδεχομένου αυτού πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά του δικαίου της Ένωσης, τις ιδιάζουσες δυσχέρειες που παρουσιάζει η ερμηνεία του και τον κίνδυνο αποκλίσεων της νομολογίας στο εσωτερικό της Ένωσης» (απόφαση Intermodal Transports, C‑495/03, EU:C:2005:552, σκέψη 33). Το Δικαστήριο απορρίπτει, κατ’ αρχήν, το επιχείρημα περί σημαντικής απόκλισης μεταξύ των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων, δεχόμενο ότι «αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων δεν συνιστά στοιχείο αποφασιστικής σημασίας ικανό να επιβάλει την υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατά το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ» (σκέψη 41). Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμών προδικαστικών παραπομπών που έχουν προκαλέσει οι διατάξεις της οικείας οδηγίας στο σύνολο της Ένωσης, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι «[ο]ι αμφιβολίες αυτές καταδεικνύουν όχι μόνο την ύπαρξη ερμηνευτικών δυσχερειών αλλά και τον κίνδυνο να υπάρξουν αποκλίσεις στη νομολογία στο επίπεδο της Ένωσης», πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «εθνικό δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου οφείλει να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα και τούτο προκειμένου να αποτραπεί κίνδυνος εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης» (σκέψεις 43 και 44).

5. Όσον αφορά την ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους μέλους λόγω της άρνησης του ανώτατου δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστική παραπομπή, ανακύπτει το ερώτημα εφαρμογής της νομολογίας Köbler, (C‑224/01, EU:C:2003:513), λαμβανομένου υπόψη ότι στο εθνικό δίκαιο, ένας δικονομικός κανόνας επιβάλλει ως προαπαιτούμενο της αγωγής αποζημίωσης την προηγούμενη ακύρωση της βλαπτικής απόφασης που εξέδωσε το εν λόγω δικαστήριο. Ειδικότερα το άρθρο 13 του νόμου 67/2007 περί θεσπίσεως του καθεστώτος αστικής ευθύνης του Δημοσίου και άλλων δημόσιων φορέων (στο εξής: RRCEE) προβλέπει ότι «το Δημόσιο υπέχει αστική ευθύνη για τις ζημίες που απορρέουν από τις προδήλως αντισυνταγματικές ή παράνομες ή αναιτιολόγητες δικαστικές αποφάσεις λόγω πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών» και ότι «[η] αγωγή αποζημίωσης «θεμελιώνεται» στην προηγούμενη ακύρωση της βλαπτικής απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο». Τούτο σημαίνει ότι οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης κατά του Πορτογαλικού Δημοσίου λόγω παράβασης της υποχρέωσης την οποία προβλέπει το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ασκείται απαραδέκτως σε περίπτωση που δεν έχει ακυρωθεί η επίμαχη βλαπτική απόφαση. Περαιτέρω, οι περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει δυνατότητα επανεξέτασης των αποφάσεων του Supremo Tribunal de Justiça είναι εξαιρετικώς περιορισμένες. Τούτο σημαίνει ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 13, παράγραφος 2, του RRCEE δικονομικός κανόνας μπορεί να καταστήσει αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που προκάλεσε η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από την απόφαση εθνικού δικαστηρίου. Καθοριστική σημασία έχει εν προκειμένω να προσδιοριστεί αν ο ζημιωθείς ιδιώτης μπορεί ή όχι να ασκήσει ένδικα μέσα κατά ζημιογόνου απόφασης του Supremo Tribunal de Justiça. Η επαλήθευση του περιεχομένου των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ζημιωθείς ιδιώτης δεν διαθέτει ένδικα μέσα κατά ζημιογόνου απόφασης του Supremo Tribunal de Justiça, θα πρέπει να θεωρήσει ότι η δικονομική ρύθμιση την οποία προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του RRCEE αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον καθιστά αδύνατη την αποζημίωση του ιδιώτη.

6. Το Δικαστήριο, αφού υπογράμμισε τη σημασία που το ίδιο αποδίδει στην αρχή του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις (απόφαση Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψεις 22 και 24), επαναλαμβάνει τη συλλογιστική που ανέπτυξε στην απόφαση Köbler, κατά την οποία ο ασκών αγωγή αναγνώρισης ευθύνης του Δημοσίου επιτυγχάνει, σε περίπτωση ευδοκίμησής της, να υποχρεωθεί το Δημόσιο σε αποκατάσταση της ζημίας την οποία αυτός υπέστη, όχι όμως αναγκαστικώς και την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου της δικαστικής εκείνης απόφασης η οποία προκάλεσε τη ζημία. Εν πάση περιπτώσει, η αναπόσπαστη προς την έννομη τάξη της Ένωσης αρχή της ευθύνης του Δημοσίου επιβάλλει μια τέτοια αποζημίωση, όχι όμως και αναθεώρηση της δικαστικής αποφάσεως η οποία προκάλεσε τη ζημία (βλ. απόφαση Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 39).  Όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η επίκλησή της δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι η αρχή αυτή μπορεί να συνεκτιμηθεί, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από καταλογιζόμενες σε αυτά παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα ότι «μια σημαντική παρεμπόδιση, όπως η προερχόμενη από την επίμαχη εθνική διάταξη, της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, μιας τόσο θεμελιώδους αρχής όπως είναι η αρχή της ευθύνης του κράτους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την αρχή του δεδικασμένου ούτε από την αρχή της ασφάλειας δικαίου» (σκέψη 59). Με άλλα λόγια, η σχετική με την ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων εμπλουτίζεται με τις εξής δύο διαπιστώσεις: 1) η ευθύνη του κράτους μέλους στοιχειοθετείται λόγω παράβασης της υποχρέωσης του ανωτάτου δικαστηρίου να υποβάλει αίτηση προδικαστικής απόφασης για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης ως προς την οποία υπάρχουν αντιφατικές νομολογιακές τάσεις σε εθνικό επίπεδο, περαιτέρω δε δημιουργεί επαναλαμβανόμενα ερμηνευτικά προβλήματα στα διάφορα κράτη μέλη· 2) δικονομική διάταξη που θέτει ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής αποζημίωσης κατά του κράτους λόγω παράβασης της υποχρέωσης την οποία προβλέπει το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την προηγούμενη ακύρωση της βλαπτικής απόφασης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, ενώ τέτοιου είδους ακύρωση αποκλείεται στην πράξη, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στις αρχές που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Köbler, σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από εθνικό δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται στα ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.

7. Έτσι, η ανάλυση αυτή, που επαναλαμβάνει τη συλλογιστική του γενικού εισαγγελέα Y. Bot, επιφέρει καλοδεχούμενη «διόρθωση» στο «αμφιλεγόμενο» τμήμα της απόφασης Köbler, με την οποία κρίθηκε ότι η έλλειψη παραπομπής, υπό συνθήκες κατά τις οποίες φαίνεται ότι έπρεπε να επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν συνιστούσε αρκούντως κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη του  κράτους μέλους (σκέψη 124 της απόφασης Köbler) (D. Simon, Responsabilité des Etats membres du fait des décisions de justice, Europe 2015, novembre, n° 404, σ. 12). Πράγματι, στην απόφαση Köbler το Δικαστήριο διατύπωσε τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από απόφαση εθνικού δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας την κλασική νομολογία για τη δέσμη ενδείξεων την οποία προσάρμοσε στις ιδιαιτερότητες της δικαστικής λειτουργίας. ΄Εκρινε δηλαδή ότι η ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης αποδιδόμενες σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, θεμελιώνεται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο παρέβη προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο. Για να εξακριβωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως πρέπει, συναφώς, να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία της υποθέσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση του, και ιδίως τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, την υποκειμενική υπόσταση της παραβάσεως, το αν η πλάνη περί το δίκαιο είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, την άποψη που ενδεχομένως εξέφρασε όργανο της Ένωσης, καθώς και τη μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωση του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ) [αποφάσεις Köbler, σκέψεις 53-55, και Traghetti del Mediterraneo (C‑173/03, EU:C:2006:391, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)].

8. Επομένως, με την απόφαση Köbler ο δικαστής της Ένωσης αναγνώρισε μεν ρητώς για πρώτη φορά ότι η ευθύνη του κράτους μέλους μπορεί να θεμελιωθεί λόγω μη συμμόρφωσης ανωτάτου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, πλην όμως έκρινε ότι  ενόψει των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, η εν λόγω παραβίαση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ενέχουσα πρόδηλο χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, ως κατάφωρη (σκέψη 124 της απόφασης Köbler). Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof ανακάλεσε την αίτηση του για την έκδοση προδικαστικής απόφασης κρίνοντας ότι δεν ήταν πλέον χρήσιμη για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς η εμμονή στην αίτηση αυτή, έστω και αν η επίλυση του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος δεν προέκυπτε από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και χωρούσε σχετικώς εύλογη αμφιβολία, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, καθόσον η ανάκληση της αίτησης προδικαστικής απόφασης δεν οφειλόταν σε πρόθεση καταστρατήγησης του τότε άρθρου 234 ΕΚ, αλλά σε πεπλανημένη κατανόηση της απόφασης της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-15/96, Schöning-Κουγεβετοπούλου (Συλλογή 1998, σ. Ι-47). To συμπέρασμα αυτό κρίθηκε ατυχές, καθόσον, αντίθετα προς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger, το Δικαστήριο έδειξε υπερβολική αυτοσυγκράτηση (ο D. Simon έκανε λόγο για «pusillanimité», «ολιγοψυχία»), αποφεύγοντας να χαρακτηρίσει την παράβαση κατάφωρη, εις βάρος της προστασίας που υποτίθεται ότι επιθυμούσε να διασφαλίσει στα δικαιώματα των ιδιωτών. «Τρομαγμένο από την ίδια του την τόλμη ως προς τη συμβολή της απόφασής του στο πεδίο των γενικών αρχών του δικαίου,  το Δικαστήριο υπέκυψε στον πειρασμό που αντιμετωπίζουν συχνά τα ανώτατα δικαστήρια και συνίσταται στην απόρριψη των αιτημάτων του διαδίκου, παρά την πλήρη δικαίωσή του σε θεωρητικό επίπεδο….[Η] ενισχυμένη αυτοσυγκράτηση (self restraint) του Δικαστηρίου δικαιολογείται από τη μέριμνα να μην υπερβεί τα όρια ανοχής των κρατών μελών σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα όπως η ευθύνη του Δημοσίου για δικαστικές αποφάσεις… και να αποτρέψει τον κίνδυνο αποδυνάμωσης της νομολογίας του μέσω εθνικών συνταγματικών διατάξεων προορισμένων να τιθασσεύσουν αυτό που ορισμένα κράτη  μέλη εκλαμβάνουν ως δικαστικό ακτιβισμό του κοινοτικού δικαστή». Σε τελική ανάλυση, ο Gerhardt Köbler δεν έτυχε άλλης αποζημίωσης, πλην της ηθικής ικανοποίησης ότι έδωσε το όνομά του σε μια απόφαση-σταθμό που θα περάσει στην αιωνιότητα! (D. Simon, La responsabilité des Etats membres en cas de violation du droit communautaire par une juridiction suprême. (A propos de l’arrêt Köbler, CJCE, 30 sept. 2003, aff. C-224/01), Europe 2003, novembre, chron. nº 12 σ. 3).

9. Σημειώνεται ότι στις προτάσεις του στην υπόθεση Köbler, ο γενικός εισαγγελέας Leger τόνισε ότι η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής είναι θεμελιώδης, καθόσον συμβάλλει σημαντικά στη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από την κοινοτική έννομη τάξη. …. Περαιτέρω υπενθύμισε ότι η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής τείνει να περιληφθεί στη λογική του «δικαιώματος για δικαστή». Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «καίτοι το δικαίωμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο δεν είναι απόλυτο […], εντούτοις δεν αποκλείεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρνηση ενός εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, όταν αυτό αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό, μπορεί να αποτελέσει προσβολή της αρχής της δίκαιης δίκης, όπως η αρχή αυτή απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος [1], της συμβάσεως, ιδίως όταν μια τέτοια άρνηση παρίσταται ως αυθαίρετη» [βλ., ιδίως, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1999 περί του παραδεκτού της προσφυγής του André Desmots κατά Γαλλίας (αριθ. 41358/98, σκέψη 2)· της 25ης Ιανουαρίου 2000, Peter Moosbrugger κατά Αυστρίας (αριθ. 44861/98, σκεψη2), και επί της ουσίας απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου (αριθ. 32492/96, 32547/96, 33209/96 και 33210/96, § 114), καθώς και τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2001 περί του παραδεκτού της προσφυγής του Nicolas Calena Santiago κατά Ισπανίας (αριθ. 60350/00), και της 13ης Ιουνίου 2002, περί του παραδεκτού της προσφυγής του Lambert Bakker κατά Αυστρίας (αριθ. 43454/981 σκέψη 2). Σε όλες αυτές τις υποθέσεις το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η μη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος δεν ήταν αυθαίρετη]. Εξάλλου, … το συμπλήρωμα αυτό του «δικαιώματος για δικαστή» έχει λάβει μια ιδιαίτερη έκφραση στη Γερμανία [το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Δικαστήριο αποτελεί «νόμιμο δικαστή» κατά την έννοια του άρθρου 101 του γερμανικού Συντάγματος. Συνεπώς, στην περίπτωση που ανώτατο δικαστήριο δεν υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, κατά παράβαση του άρθρου 234, παράγραφος 3, ΕΚ, το συνταγματικό δικαστήριο έχει αρμοδιότητα αναίρεσης μιας τέτοιας απόφασης για παράβαση του Συντάγματος. Βλ., π.χ. διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2001 του Bundesverfassungsgericht αναφορικά με απόφαση του Bundesverwaltungsgericht περί ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο του ιατρικού επαγγέλματος (BvR 1036/99).]. Ο γενικός εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι η προφανής παράλειψη εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης παραπομπής εκ μέρους ανωτάτου δικαστηρίου μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου (σημείο 148). Αναγνώρισε, πάντως, ότι η προσπάθεια θεμελίωσης ευθύνης του Δημοσίου μπορεί να προσκρούσει σε ορισμένες δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης παραπομπής και της προβαλλόμενης ζημίας. Πράγματι, η απόδειξη μιας τέτοιας αιτιώδους συνάφειας προϋποθέτει ότι ο ιδιώτης δύναται να αποδείξει ότι η έλλειψη προδικαστικής παραπομπής είχε οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας πραγματικής, βεβαίας και όχι υποθετικής, η οποία δεν θα είχε επέλθει αν το ανώτατο δικαστήριο είχε αποφασίσει την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος (σημεία 144- 149).

10. Στην απόφαση Ferreira da Silva e Brito το ΔΕΕ προχώρησε σε έλεγχο της παράλειψης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ως αυτοτελούς κατάφωρης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου και όχι απλώς ως στοιχείου για την εκτίμηση του κατάφωρου χαρακτήρα της διαπραχθείσας παραβίασης της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ), όπως στην απόφαση Köbler.

Ενδεικτική βιβλιογραφία: D. Simon, La responsabilité des Etats membres en cas de violation du droit communautaire par une juridiction suprême. (A propos de l’arrêt Köbler, CJCE, 30 sept. 2003, aff. C-224/01), Europe 2003, novembre, chron. nº 12 σ. 3· D. Simon, Responsabilité des Etats membres du fait des décisions de justice, Europe 2015, novembre, n° 404, σ. 12· Αντ. Μεταξά, Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, 2005· Ε. Πρεβεδούρου, Επέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον διάλογο μεταξύ εθνικού δικαστή και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου 2014, 17120/09, Dhabi κατά Ιταλίας, ΔιΔικ 2/2015, σ. 161.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο