Noμολογιακές διευκρινίσεις σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες ευμενείς πράξεις και με το αντικείμενο της αγωγής (ΣτΕ 7/2016)
1. H απόφαση ΣτΕ 7/2016 [7_2016] επαναλαμβάνει, συστηματοποιεί και διευκρινίζει περαιτέρω τις βασικές πτυχές της θεματικής σχετικά τόσο με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ από παράνομες πράξεις όσο και με το αντικείμενο της αγωγής αποζημίωσης. Κατ’αρχάς, υπενθυμίζει τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των νπδδ, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ενώ αναλύει την έννοια του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και ζημίας. Στη συνέχεια, εξειδικεύει το περιεχόμενο της αποζημίωσης, διευκρινίζοντας ότι όταν ο λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή νπδδ είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της (όπως παράνομη οικοδομική άδεια), στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης), το οποίο περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στη θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νόμιμης πράξης (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξης (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη και, επομένως, στην εν λόγω περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου δεν νοείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη (ΣτΕ 866/2011 7μ). Εν προκειμένω, η ευθύνη είναι ανάλογη προς την κατά τον Αστικό Κώδικα ευθύνη επί αδικοπραξίας (άρθρα 914 επ.), την προσυμβατική ευθύνη (άρθρα 197 επ.) και την ευθύνη λόγω διάψευσης εμπιστοσύνης στο ότι καταρτίσθηκε έγκυρη δικαιοπραξία (άρθρα 132, 145, 153, 171 παρ. 2, 225, 231 παρ. 2, 234 κτλ).
2. Στη συνέχεια, η απόφαση αναλύει το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημίωσης, αναδεικνύοντας εμμέσως τη διάκρισή του από το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ουσίας. Αντικείμενο της αγωγής μπορεί να είναι η αναγνώριση ή η καταψήφιση χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Επομένως, με την αγωγή δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων αλλά μόνον η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξίωσης (ΣτΕ 2112/1995, 1468/2008 σκ. 4, ΣτΕ 3872/2009 σκ. 3, 615/2012 7μ. Βλ. συναφώς Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Θέμις, 2014, αρ. περ. 651, ο οποίος επισημαίνει ότι υπό το διαπλαστικό ένδυμα της προσβολής διοικητικής πράξης με προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης υποκρύπτονται θετικά ή αρνητικά αναγνωριστικά αιτήματα, αλλά τονίζει ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος de lege lata στο ελληνικό διοικητικό δίκαιο για την ύπαρξη γενικής αναγνωριστικής αγωγής έννομης σχέσης διοικητικού δικαίου υπό την τυπική έννοια). Η πράξη ή παράλειψη, την οποία έχει ως βάση η χρηματική αυτή αξίωση, ελέγχεται, ως προς την νομιμότητά της, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 2 του ΚΔΔ, μόνο παρεμπιπτόντως, εφόσον δεν υφίσταται δεδικασμένο (ΣτΕ 615/2012 7μ). Περαιτέρω, δεν είναι νοητή η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας, η οποία να προέρχεται από έννομες σχέσεις ή δικαιώματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση, παρά μόνον η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απότοκος συγκεκριμένης παράνομης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει συγκεκριμένο αίτημα του διοικουμένου, το οποίο προβλέπεται από διάταξη νόμου. Εν προκειμένω, όταν κατεδαφίζεται διατηρητέο κτήριο ύστερα από άδεια των αρμόδιων αρχών, αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες αποκατάστασης του διατηρητέου κτίσματος, ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ή έχει στοιχειοθετηθεί παράλειψη της Διοίκησης να ικανοποιήσει εν όλω ή εν μέρει σχετικό αίτημα του διοικουμένου, αίτημα, δηλαδή, για απόδοση της σχετικής δαπάνης, ύστερα από τον υπολογισμό της. Αντιθέτως, δεν είναι παραδεκτή η άσκηση ευθείας αγωγής με αίτημα την απόδοση των σχετικών δαπανών αποκατάστασης του διατηρητέου κτίσματος χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή σχετικού αιτήματος ενώπιον της Διοίκησης.
3. Δεδομένου ότι η υπόθεση αφορά οικοδομή η οποία χαρακτηρίσθηκε διαδοχικά ως επικινδύνως ετοιμόρροπη και ως διατηρητέα, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε για το ακίνητο στο οποίο βρίσκεται η οικοδομή οικοδομική άδεια, το Δικαστήριο αναλύει τις αυτοτελείς διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών ως διατηρητέων κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) και κατ’ επιταγή των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, αφενός, και χαρακτηρισμού οικοδομών ως επικινδύνως ετοιμόρροπων, αφετέρου, και τη μεταξύ τους σχέση. Εν προκειμένω, για το ίδιο ακίνητο εκδόθηκε στις 9.2.1995 «πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνα ετοιμόρροπης οικοδομής» από υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Αχαΐας, με συνέπεια την υποχρέωση κατεδάφισής του εντός 3 ημερών, στις 31.3.1997 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα κτήρια που βρίσκονταν εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πατρέων, μεταξύ δε αυτών και το επίμαχο κτήριο, και στις 5.3.1998 χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση ΧΟΠ της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας άδεια οικοδομής (κατόπιν της από 22.12.1997 αίτησής του) για την ανέγερση στο ως άνω ακίνητο νέας τετραώροφης οικοδομής. Η άδεια αυτή δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί, εφόσον διατάχθηκε η διακοπή των οικοδομικών εργασιών, η οποία καταλήγει σε ανάκληση της οικοδομικής άδειας (βλ. ΣτΕ 3824/2007: η διακοπή οικοδομικών εργασιών για την ανέγερση οικοδομής πλησίον κτηρίου χαρακτηρισθέντος ως μνημείου συνιστά, ενόψει της αιτιολογίας της, ανάκληση της οικοδομικής αδείας). Πρόκειται για αντιφατική συμπεριφορά συναρμοδίων οργάνων, η οποία καταλήγει, αρχικά, στην έκδοση ευμενούς παράνομης πράξης, δηλαδή της οικοδομικής άδειας, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσής της, πράγμα που καλοπίστως αγνοεί ο ενδιαφερόμενος, και εν συνεχεία στην οιονεί ανάκλησή της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους ως αποζημίωση το ποσό των 13.808,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκαν για την έκδοση της παράνομης οικοδομικής άδειας η οποία, στη συνέχεια, ανακλήθηκε (βλ. συναφώς ΣτΕ 980/2002: η μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου έκδοση της παράνομης πράξης διορισμού του και η ανάκληση της πράξης αυτής αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, η οποία περιέχει τα στοιχεία του παρανόμου και του ζημιογόνου και, επομένως, δύναται κατ’ αρχήν να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ).
4. Τέλος, η απόφαση παρέχει διευκρινίσεις για ορισμένα δικονομικά ζητήματα σχετικά με την έφεση και την αναίρεση. Ως προς το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κρίθηκε ότι, εφόσον, με το δικόγραφο της έφεσης οι αναιρεσείοντες δεν προσέβαλαν το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης περί μη επιδίκασης αποζημίωσης για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου αναιρεσείοντος και δεν αμφισβήτησαν τη σχετική με το κεφάλαιο αυτό κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς το ως άνω αίτημα της αγωγής, απαραδέκτως αμφισβήτησαν τη σχετική κρίση του ως άνω δικαστηρίου το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσαν ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου. Με το υπόμνημα μπορούν μόνο να αναπτύξουν τους προβληθέντες λόγους έφεσης και όχι να προβάλουν νέα παράπονα κατά της πρωτόδικης απόφασης. Όσον αφορά την αναίρεση, κρίθηκε ότι το δικόγραφο της αγωγής, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως από το αναιρετικό δικαστήριο και ότι το αίτημα της αγωγής είναι σαφώς καθορισμένο, εφόσον σε αυτό αναφέρεται το αιτούμενο ποσό και η αιτία για την οποία το ποσό αυτό οφείλεται (ΣτΕ 201/2014 σκ. 8, 1468/2008 σκ. 4, 215/2008 σκ. 4). Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι λόγος αναίρεσης αναγόμενος στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος (ΣτΕ 3362/2013 σκ. 7, 117/2011 σκ. 6). Τέλος είναι ανέλεγκτη η περί πραγμάτων κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, όπως η κρίση ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν εγνώριζαν ότι το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο.
Διάγραμμα της απόφασης
….
1.… με την κρινόμενη αίτηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας (πρώτη αίτηση), για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 – Α΄ 31), καταβολή παραβόλου, η αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, ήδη Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (άρθρα 3 παρ. 1 και 3 περιπτ. ζ΄, 283 παρ. 2 και 286 του ν. 3852/2010 – Α΄87, – ΣτΕ 3809, 2899, 2896/2013), ζητεί την αναίρεση της 242/2009 αποφάσεως του ΔΕφΠατρών, με την οποία, αφού έγινε εν μέρει δεκτή έφεση των αναιρεσιβλήτων και εξαφανίστηκε εν μέρει η 9/2006 απόφαση του ΔΠρΠατρών, περαιτέρω δε, αφού εκδικάστηκε η αγωγή τους και έγινε εν μέρει δεκτή, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει σ’ αυτούς ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 13.808,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αποκατάσταση της ζημίας από τη δαπάνη στην οποία αυτοί υποβλήθηκαν προκειμένου να εκδοθεί άδεια οικοδομής στο όνομα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη με έγγραφο της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας. Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή των αναιρεσιβλήτων είχε απορριφθεί στο σύνολό της.
…
Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ) – Έννοια του αιτιώδους συνδέσμου – Συνέπειες στοιχειοθέτησης ευθύνης – Αποζημίωση – Ευθύνη λόγω έκδοσης παράνομης ευμενούς πράξης – Καλή πίστη του ενάγοντος – Αποκατάσταση αρνητικού διαφέροντος
7. … στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…», στο δε άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΣτΕ 1396/2014 7μ. σκ. 12, 2271/2013 7μ. σκ. 4, 3839/2012 7μ. σκ. 5, 347/2012 σκ. 5 κ.ά.). Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία (βλ. ΣτΕ 1184, 266/2013, 4100/2012 κ.ά.). Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (πρβ. ΣτΕ 322/2009 επτ. κ.ά.). Σε περίπτωση δε συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα. (ΣτΕ 2736/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, στην περίπτωση κατά την οποία ο κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξεως παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων εκδόσεώς της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης) που περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στην θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νομίμου πράξεως (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξεως (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη.
Αντικείμενο της αγωγής: αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξίωσης – παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας της πράξης ή παράλειψης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης
8. Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες, αντιστοίχως, ορίζουν ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος, ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» και ότι: «Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής ή β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης», προκύπτει ότι με την αγωγή δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων αλλά μόνο η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξιώσεως (πρβ. ΣτΕ 2112/1995, 1468/2008 σκ. 4, βλ. ΣτΕ 3872/2009 σκ. 3, 615/2012 7μ.), η δε πράξη ή παράλειψη, την οποία έχει ως βάση η χρηματική αυτή αξίωση, ελέγχεται, ως προς την νομιμότητά της, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 80 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, μόνο παρεμπιπτόντως, εφ’ όσον δεν υφίσταται δεδικασμένο (ΣτΕ 615/2012 7μελούς). Δεν είναι δε νοητή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας, η οποία να προέρχεται από έννομες σχέσεις ή δικαιώματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση, παρά μόνον η άσκηση αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας η οποία είναι απότοκος συγκεκριμένης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει συγκεκριμένο αίτημα του διοικουμένου, το οποίο προβλέπεται από διάταξη νόμου.
Οικοδομική άδεια
9. …, στο άρθρο 52 παρ. 1 και 2 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» (Α΄ 228) ορίζεται ότι: «1. Πάσα οικοδομή και εκτέλεσις οιασδήποτε εργασίας δομήσεως… εντός ή εκτός των πόλεων, κωμών κ.λπ. υπόκειται ως προς την μελέτην, την εκτέλεσιν και την χρησιμοποίησιν αυτής από απόψεως υγιεινής, ασφαλείας, αισθητικής και εν γένει τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος διατάγματος και οιωνδήποτε ετέρων (καθ’ όλα τα στάδια της κατασκευής και μετά ταύτην) εις τον έλεγχον του Κράτους, ασκούμενον υπό της κατά το παρόν διάταγμα αρμοδίας υπηρεσίας κατά τα ειδικώτερον δια διατάγματος κανονισθησόμενα. 2. Προς ανέγερσιν, επισκευήν ή κατεδάφισιν οιασδήποτε οικοδομής και προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε εργασιών δομήσεως … υπό οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, απαιτείται η προηγουμένη έγγραφος άδεια της αρμοδίας υπηρεσίας…». Περαιτέρω, στο άρθρο 22 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. …2. … 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983, όπως ισχύουν. …».
Αρμοδιότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας
10. …, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 12 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 1512/1985 (Α΄ 4), π.δ. της 8/13.7.1993 «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών» (Δ΄ 795): “Η οικοδομική άδεια είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση σε οικόπεδο ή γήπεδο των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που τη συνοδεύουν, εφόσον οι εργασίες αυτές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις.”, στο άρθρο 2 του ίδιου π.δ., το οποίο κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 330 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. 14/27.7.1999- Δ΄ 580), ορίζεται ότι: “ Αρμόδια όργανα για την χορήγηση οικοδομικών αδειών… είναι οι αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή οι αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων ή κοινοτήτων, στις οποίες μεταβιβάζονται… οι σχετικές αρμοδιότητες…”. Επίσης, στο άρθρο 19 του Εσωτερικού Οργανισμού Οργάνωσης και Λειτουργίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας (απόφαση Νομαρχιακού Συμβουλίου Αχαΐας 27/31.3.1995, Β’ 357/4.5.1995), με τίτλο: “Δ/ΝΣΗ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ-ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ” ορίζεται ότι: «Έργο της Δ/νσης είναι ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός των οικισμών, η άσκηση αρμοδιοτήτων που έχουν μεταβιβασθεί στη Ν.Α. από το ΥΠΕΧΩΔΕ καθώς και τα θέματα περιβάλλοντος. 1. ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ… 2. ΤΜΗΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΑΔΕΙΩΝ-ΤΟΠΓΡΑΦΙΚΟ. Τα αντικείμενα του τμήματος αφορούν: Οικοδομικές άδειες… Έκδοση οικοδομικών αδειών. Προέλεγχος για έκδοση οικοδομικών αδειών. Έλεγχος για μελετών και έκδοση οικοδομικών αδειών… 3. ΤΜΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ. Στατικός έλεγχος. Πρωτόκολλα και αποφάσεις ετοιμόρροπων (τήρηση διαδικασίας Δ/γμα 3.4.1929). Αποφάσεις επικινδύνως ετοιμορρόπων (Δ/γμα 13.4.1929, ΦΕΚ 153/Α΄)…”
Διαδικασία χαρακτηρισμού οικοδομών ως διατηρητέων κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) και κατ’ επιταγή των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος
11. …. εξ άλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. …» και στην παρ. 6 ότι: «Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ- ν. 1577/1985, Α΄210) [(άρθρο 110 του ΚΒΠΝ (Δ΄580)], όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000 (Α΄140), ορίζονται τα εξής: «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της κατά περίπτωση αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου, γνώμη του αρμόδιου συμβουλίου χωροταξίας, οικισμού και περιβάλλοντος και γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, μπορεί να χαρακτηρίζονται οικισμοί ή τμήματά τους ως παραδοσιακοί, με σκοπό την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους και να θεσπίζονται περιορισμοί δόμησης και χρήσεις κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 9 του π.δ. 437/1985 “καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των υπουργείων” (Φ.Ε.Κ. 157 Α). … 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να χαρακτηρίζονται κτίρια ή τμήματά του ως διατηρητέα για τους λόγους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. … ….
Διαδικασία χαρακτηρισμού οικοδομών ως επικινδύνως ετοιμόρροπων
12. … περαιτέρω, στο π.δ. 13.-22.4.1929, «Περί επικινδύνων οικοδομών» (Α΄153), ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 1 (άρθρο 422 ΚΒΠΝ): 1. Διακρίνονται 4 περιπτώσεις επικίνδυνων οικοδομών. Επικίνδυνοι από απόψεως στατικής και δομικής από απόψεως υγιεινής, από απόψεως ασφαλείας κατά του πυρός, και από απόψεως κυκλοφορίας του κοινού εις τον εσωτερικόν χώρον συναθροίσεως. 2. Οικοδομή και εν γένει κατασκευή τις θεωρείται επικίνδυνος από απόψεως στατικής και δομικής (κοινώς ετοιμόρροπος) όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελιώσεως κακής ποιότητας ή συνθέσεως των υλικών εξ’ ών αποτελείται κακοτέχνου εργασίας, δομήσεως, υποσκαφής ή διαβρώσεως υπό υδάτων ή ετέρων υγρών ακαταλλήλου διατάξεως ή συνδέσεως ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων αυτής δεν παρουσιάζη εν όλω ή εν μέρει την απαιτουμένην δια τα φορτία τα οποία θα βαστάζη, και εν γένει τον προορισμόν της ασφάλειαν. ….
Διαδικασία αποκατάστασης ζημιών εκ σεισμών
13. …. τέλος, με την υπ’ αριθμ. οικ./1381/ΤΣΕΠ31.2/1993 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων με τίτλο «Σύσταση Τομέα Αποκατάστασης Σεισμόπληκτων (Τ.Α.Σ.) Νομού Αχαΐας» (Β΄649), εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της από 28.7.1978 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ σεισμών Βορείου Ελλάδος κ.λπ. …» (Α΄117), η οποία κυρώθηκε με το ν. 867/1979 (Α΄24), ορίστηκαν τα ακόλουθα: «1. Το έργο της αποκατάστασης των ζημιών από το σεισμό που έγινε στις 14 Ιουλίου 1993 ανατίθεται στη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Αχαΐας και πραγματοποιείται από τον Τομέα Αποκατάστασης Σεισμόπληκτων (Τ.Α.Σ.) με τις οδηγίες και τον άμεσο έλεγχο της Υ.Α.Σ.. 2. Στη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών Νομού Αχαΐας συνιστάται Τομέας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων με έδρα την Πάτρα και με αρμοδιότητες στην περιοχή, που τα όριά της καθορίστηκαν με την Πράξη 117/4.8.93 του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α`133/9.8.93). 3. Διάρθρωση Τ.Α.Σ.: Τον Τομέα Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (Τ.Α.Σ.) που συνιστάται στην Πάτρα, απαρτίζουν τα Γραφεία: α. Γραφείο Μελετών Επισκευών και Ελέγχου Δανείων. β. Γραφείο Κατασκευών και ελέγχου ποιότητας της κατασκευής. γ. Γραφείο Πολεοδομίας. δ. Γραφείο Διοικητικό και Γραμματείας. 4. Αρμοδιότητα Τ.Α.Σ.: Στην αρμοδιότητα του Τομέα Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων υπάγονται τα ακόλουθα θέματα που κατανέμονται στα Γραφεία του ως εξής: α. Γραφείο Μελετών Επισκευών και Ελέγχου Δανείων. Στην Αρμοδιότητα του Γραφείου ανήκουν: – Ο έλεγχος των στατικών και αντισεισμικών μελετών των επισκευών, των κτιρίων, που έχουν βλαφθεί. – Όλες οι τεχνικοοικονομικές διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών επισκευής, η έγκριση δανείων επισκευών και ανακατασκευών, η παρακολούθηση της απορρόφησης δανείων και η τήρηση στατιστικών στοιχείων. … β. Γραφείο Κατασκευών και Ελέγχου Ποιότητας της Κατασκευής: Στην αρμοδιότητα του Γραφείου ανήκουν: – Η εποπτεία και ο έλεγχος των εργασιών για την επισκευή ή ανακατασκευή των φερόντων στοιχείων και τοιχοδομών των ιδιωτικών κτηρίων, η χορήγηση βεβαιώσεων για την πρόοδο των εργασιών για τη δανειοδότηση, η επίβλεψη της βελτίωσης ή εκτέλεσης δημόσιων έργων και κτηρίων που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα της αποκατάστασης σεισμοπλήκτων αν δεν υπάρχει άλλος φορέας για την επίβλεψη αυτή… γ. Γραφείο Πολεοδομίας: Στην αρμοδιότητα του Γραφείου ανήκουν: – Η έκδοση οικοδομικών αδειών και – Η εφαρμογή πολεοδομικών διατάξεων για την ανακατασκευή των κτηρίων που κρίθηκαν κατεδαφιστέα ή η δαπάνη για την επισκευή τους είναι υπέρμετρη. δ. …». Επιπλέον, με την υπ’ αριθμ. 1387/ΤΣΕΠ32/1993 απόφαση των Υφυπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, «Πιστωτικές διευκολύνσεις για την αποκατάσταση των ζημιών από το σεισμό της 14ης Ιουλίου 1993 σε περιοχές του Ν. Αχαΐας» (Β΄648), εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση των ίδιων ως άνω νομοθετικών ρυθμίσεων, ορίστηκαν τα εξής: «Α. ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣ ΙΔΙΩΤΕΣ: Ι. Εγκρίνεται η χορήγηση στεγαστικών δανείων για την αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια οποιασδήποτε χρήσης που προκάλεσε ο σεισμός της 14ης Ιουλίου 1993 σε περιοχές του Νομού Αχαΐας: 1. …».
Σχέση των διαδικασιών χαρακτηρισμού οικοδομών ως διατηρητέων και ως επικινδύνως ετοιμορρόπων – επιδιωκόμενοι σκοποί
14. …., από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας συνάγονται τα εξής: Οι διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών το μεν ως διατηρητέων κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) και κατ’ επιταγή των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος (πρβ. ΣτΕ 744/2003 σκ. 6), το δε ως επικινδύνως ετοιμόρροπων, είναι αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους και αποβλέπουν σε διαφορετικό σκοπό, ήτοι η μεν πρώτη στην προστασία στο διηνεκές στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που κρίνονται διατηρητέα, ενώ η δεύτερη στην προστασία του κοινού από στατικώς επικίνδυνα κτήρια (ΣτΕ 3536/2006 7μ. σκ. 7, 3476/2008 σκ. 4, 1181/2009 σκ. 6, 5416/2012 σκ. 6 κ.ά.). Τούτων παρέπεται ότι η κρατική προστασία των οικοδομών αυτών ως στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, η οποία εκδηλώνεται με την επιβολή εις βάρος των ιδιοκτητών και νομέων τους της υποχρεώσεως επαναφοράς τους στην αρχική τους μορφή (ΣτΕ 774/2003 σκ. 6, 1413/2003 7μ. σκ. 5), δεν περιλαμβάνει μόνο τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της στατικής και δομικής τους επάρκειας εφόσον είναι δεκτικές επισκευών, όπως στην περίπτωση των απλώς ετοιμόρροπων οικοδομών, αλλά εκτείνεται και στην ολική και εξ υπαρχής ανακατασκευή τους μετά την κατεδάφιση (ΣτΕ 1413/2003 7μ. σκ. 7, 3536/2006 7μ. σκ. 7, 3476/2008 σκ. 4, 1181/2009 σκ. 6, 5416/2012 σκ. 6 κ.ά.). Επομένως, ο χαρακτηρισμός μίας οικοδομής ως επικινδύνως ετοιμόρροπης και η συνεπεία του χαρακτηρισμού αυτού κατεδάφισή της δεν καθιστά υποχρεωτική την ανάκληση της πράξεως χαρακτηρισμού της ως διατηρητέας, εφόσον από την ισχύ της τελευταίας εξαρτάται το είδος και η έκταση των επιτρεπόμενων ή επιβαλλόμενων επεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της μερικής ή ολικής ανακατασκευής της (πρβλ. ΣτΕ 3476/2008 σκ. 4, 1181/2009 σκ. 6, 5416/2012 σκ. 5). Το ζήτημα δε της αναλήψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος ρυθμίζεται ειδικώς στις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. της 15.-28.4.1988 και δη αναλόγως του αν η βλάβη ή η κατεδάφιση συνδέονται με νόμιμες ή μη άδειες (ΣτΕ 1413/2003 7μ. σκ. 7, 4559/2005 σκ. 7). Οι διατάξεις του εν λόγω διατάγματος συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων ως προς το ζήτημα της καλύψεως των δαπανών αποκαταστάσεως διατηρητέου κτίσματος, οι δαπάνες δε αυτές βαρύνουν, καταρχήν, τον ιδιοκτήτη ή νομέα του κτίσματος εκτός εάν πρόκειται για δαπάνες: α) που υπερβαίνουν ένα εύλογο όριο, οπότε ανακύπτει υποχρέωση του Δημοσίου ή των ΟΤΑ να αναλάβουν το σύνολο ή μέρος του υπερβάλλοντος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 4 και εκδοθεί η απόφαση της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ή β) που αφορούν στην πλήρη αποκατάσταση οικοδομής κατεδαφισθείσας δυνάμει νόμιμης άδειας. Ειδικώς στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία κατεδαφίζεται διατηρητέο κτήριο ύστερα από άδεια των αρμόδιων αρχών, αγωγή αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος κατ’ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του ως άνω π.δ., ασκείται παραδεκτώς μόνον εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ή έχει στοιχειοθετηθεί παράλειψη της Διοικήσεως να ικανοποιήσει εν όλω ή εν μέρει σχετικό αίτημα του διοικουμένου, αίτημα, δηλαδή, για απόδοση της σχετικής δαπάνης, ύστερα από τον υπολογισμό της, δεν είναι δε παραδεκτή η άσκηση ευθείας αγωγής με αίτημα την απόδοση των σχετικών δαπανών αποκαταστάσεως του διατηρητέου κτίσματος χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή σχετικού αιτήματος ενώπιον της Διοικήσεως (πρβ. ΣτΕ 4627/2013 7μ. σκ. 5) ούτε, άλλωστε, είναι παραδεκτή αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της υποχρεώσεως των αρμοδίων οργάνων να προβούν στην ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κατόπιν νόμιμης άδειας διατηρητέου κτηρίου (και της αναγνωρίσεως αντίστοιχου δικαιώματος υπέρ των ιδιοκτητών του διατηρητέου κτίσματος), κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 7.
Το ιστορικό της διαφοράς – περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης
15. …. στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό προς τα λοιπά, παραδεκτώς ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση, διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο πρώτος αναιρεσίβλητος είχε στην ιδιοκτησία του ένα διώροφο κτήριο επί της οδού Πατρέως, αριθμός 11 στην Πάτρα, το οποίο υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια των σεισμών του έτους 1993. Για την αποκατάστασή τους υπέβαλε την από 30.9.1993 αίτηση ενώπιον του Τομέα Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων (ΤΑΣ) της Νομαρχίας Αχαΐας. Στις 19.7.1994 πραγματοποιήθηκε αυτοψία στο εν λόγω ακίνητο και συνετάγη η 4368/93/6.9.1994 «βεβαίωση αυτοψίας ωμοπλινθόκτιστου κτηρίου» από τον Προϊστάμενο του ΤΑΣ, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «… οι ζημίες του δεν επιδέχονται ουσιαστική αποκατάσταση με επισκευή που θα εξασφαλίζει την αναγκαία αντισεισμική αντοχή του και κρίνεται κατεδαφιστέο». Ωστόσο, με την 898/2.2.1995 απόφαση του Προϊσταμένου της ίδιας υπηρεσίας η προαναφερόμενη βεβαίωση αυτοψίας ανακλήθηκε λόγω μη νόμιμης εκδόσεώς της. Ακολούθως, αρμόδιοι υπάλληλοι του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Αχαΐας, αφού διενήργησαν αυτοψία στην εν λόγω οικοδομή, συνέταξαν το 10155/9.2.1995 (εκ παραδρομής αναγράφεται στην αναιρεσιβαλλόμενη το έτος 1998) «πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνα ετοιμόρροπης οικοδομής». Με το εν λόγω πρωτόκολλο διαπιστώθηκε ότι η επίμαχη οικοδομή συνιστούσε διώροφο λιθόκτιστο κεραμοσκεπές κτίσμα, που παρουσίαζε σοβαρές ζημιές οι οποίες εκδηλώνονταν με διαμπερείς ρηγματώσεις της φέρουσας τοιχοποιίας, αποσάθρωση υλικών και μερική κατακρήμνιση της στέγης, κρίθηκε, δε, περαιτέρω ότι έπρεπε να κατεδαφισθεί μέχρι τα θεμέλια εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση του ως άνω πρωτοκόλλου. …. …. Ακολούθως, εκδόθηκε η 9420/1760/31.3.1997 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄362/7.5.1997), με την οποία χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα κτήρια που βρίσκονταν εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πατρέων, μεταξύ δε αυτών και το επίμαχο κτήριο. Στις 4.6.1997 κοινοποιήθηκε στον πρώτο αναιρεσίβλητο, Νικόλαο Σωτηράκη, το ΑΒΜ/1539/4.6.1997 κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο του αποδόθηκε η κατηγορία ότι στις 11.3.1997 καταλήφθηκε, ως ιδιοκτήτης του διώροφου κτίσματος επί της οδού Πατρέως αριθμ. 11 στην Πάτρα, να μην το έχει κατεδαφίσει, μη συμμορφούμενος προς το 10155/9.2.1995 πρωτόκολλο της Πολεοδομίας Πατρών. Κατά την εκδίκαση, όμως, της υποθέσεως αυτής στις 13.10.1997 στο Πταισματοδικείο, ο εν λόγω αναιρεσίβλητος αθωώθηκε λόγω της επιγενόμενης συμμορφώσεώς του προς το προαναφερόμενο πρωτόκολλο. Μετά την κατεδάφιση του επίμαχου κτηρίου ο Νικόλαος Σωτηράκης υπέβαλε ενώπιον της Διευθύνσεως ΧΟΠ της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως (Ν.Α.) Αχαΐας την από 22.12.1997 αίτηση, με την οποία ζήτησε να του χορηγηθεί άδεια οικοδομής προκειμένου να ανεγείρει στο ως άνω ακίνητό του νέα τετραώροφη οικοδομή με υπόγειο και πατάρι. Το αίτημά του αυτό έγινε δεκτό και του χορηγήθηκε η 204/5.3.1998 άδεια οικοδομής. Ωστόσο, ενώ είχαν ξεκινήσει οι οικοδομικές εργασίες, η Προϊσταμένη της Διευθύνσεως ΧΟΠ της Ν.Α. Αχαΐας ζήτησε, με το 2673/10.3.1999 έγγραφό της, από το Β΄ Αστυνομικό Τμήμα Πατρών να προβεί στη διακοπή τους, διότι κατά την έκδοση της άδειας οικοδομής δεν είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το κτήριο είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο. Κατόπιν αυτού, οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν την από 24.12.2001 αγωγή τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, προβάλλοντας ότι, σε συμμόρφωση προς το 10155/9.2.1995 «πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνα ετοιμόρροπης οικοδομής», κατεδάφισαν το επίμαχο κτίσμα στα τέλη Μαρτίου του έτους 1997, χωρίς ουδέποτε να έχουν λάβει γνώση ότι αυτό επρόκειτο να χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, ισχυριζόμενοι ότι η σχετική σημείωση στο προαναφερόμενο πρωτόκολλο είχε τεθεί εκ των υστέρων, γεγονός που αποτελούσε παραποίηση δημοσίου εγγράφου, με αποτέλεσμα να συνεχισθεί η διαδικασία κατεδαφίσεως του κτίσματος και να εκδοθεί νέα οικοδομική άδεια για την ανοικοδόμησή του. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι ο χαρακτηρισμός του εν λόγω κτίσματος ως διατηρητέου ήταν παράνομος, αφού, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε περίπτωση που μία οικοδομή κριθεί ως επικινδύνως ετοιμόρροπη, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική η κατεδάφισή της μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων λόγω της αμεσότητας των επαπειλούμενων κινδύνων, εμποδίζεται ο χαρακτηρισμός της ως διατηρητέας. Επίσης, υποστήριξαν ότι από την αντιφατική συμπεριφορά των συναρμόδιων υπηρεσιών, οι οποίες, αφενός μεν επέβαλαν την κατεδάφιση του κτηρίου και κατόπιν χορήγησαν νέα οικοδομική άδεια, αφετέρου δε προέβησαν, εν αγνοία των αναιρεσειόντων, στη διαδικασία κηρύξεώς του ως διατηρητέου και διέταξαν τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών, ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων υπέστη ζημία ποσού 5.000.000 δρχ. ή 14.673,50 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό που είχε καταβάλει για την έκδοση της 204/1998 άδειας οικοδομής, την αποκατάσταση της οποίας ζητούσε με την αγωγή του. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι, εξαιτίας των παράνομων αυτών πράξεων και παραλείψεων των οργάνων των αρμοδίων υπηρεσιών, ο ίδιος αναιρεσίβλητος υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, προς αποκατάσταση της οποίας ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό των 29.347,03 ευρώ. Τέλος, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι το Δημόσιο και ο Δήμος Πατρέων όφειλαν με δαπάνες τους να προβούν στην ανακατασκευή του διατηρητέου κτηρίου, κατ’ εφαρμογή της διατάξεώς της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. της 28.4.1988 και να τους καταβληθεί ως αποζημίωση το κόστος ανακατασκευής του διατηρητέου κτηρίου τους, το οποίο υπολόγισαν σε 135.000.000 δρχ. …..Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της με την 9/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, κατά της οποίας οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πατρών. Το τελευταίο, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι τα αρμόδια όργανα της αναιρεσείουσας Ν.Α. Αχαΐας παρανόμως δεν επανεξέτασαν την κατάσταση της χαρακτηρισθείσας ως επικινδύνως ετοιμόρροπης οικοδομής, λαμβάνοντας υπόψη και σταθμίζοντας τον χαρακτηρισμό της ως διατηρητέας, ούτως ώστε, εάν διαπίστωναν ότι ο κίνδυνος ήταν δυνατόν να αποτραπεί με την αποκατάσταση της στατικής επάρκειάς της, να αναθεωρούσαν την έκθεση αυτοψίας επικινδύνως ετοιμόρροπης οικοδομής ή, σε αντίθετη περίπτωση, να προέβαιναν σε ανάκληση του χαρακτηρισμού της ως διατηρητέας. Επομένως, κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού τα ως άνω όργανα «παρανόμως δεν προέβησαν, τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της πράξεως χαρακτηρισμού της ως άνω οικοδομής ως διατηρητέας στις ανωτέρω ενέργειες με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία ως προς το ποια από τις εκδοθείσες πράξεις έπρεπε να εφαρμοσθεί», θεμελιωνόταν ευθύνη της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον συνέτρεχε παρανομία των οργάνων της, που εκδηλώθηκε κατά την άσκηση από αυτά της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί, βρισκόταν σε εσωτερική συνάφεια με αυτήν και τελούσε σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το αναφερόμενο στην αγωγή ζημιογόνο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, εφόσον το 10155/9.2.1995 πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνα ετοιμόρροπης οικοδομής υπεγράφη από τους μηχανικούς στις 9.2.1995 και εμπεριείχε σαφή εντολή κατεδαφίσεως εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίησή του του ως άνω κτίσματος, η δε Διεύθυνση ΧΟΠ της Ν.Α. Αχαΐας στο 14344/3.3.2000 έγγραφό της ανέφερε ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού του κτηρίου ως διατηρητέου είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο- Μάιο του έτους 1995, η πρόταση «έχει ξεκινήσει η διαδικασία χαρακτηρισμού του», που εμπεριεχόταν στο 10155/9.2.1995 πρωτόκολλο, είχε συμπληρωθεί μεταγενεστέρως της εκδόσεώς του και δεν προέκυπτε από κάποιο στοιχείο ότι κατά την κοινοποίηση του πρωτοκόλλου αυτού στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων στις 29.12.1995 είχε ήδη συμπληρωθεί η ανωτέρω φράση. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι οι αναιρεσίβλητοι, ενόψει των ανωτέρω παράνομων ενεργειών των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, εδικαιούντο να λάβουν αποζημίωση για το κόστος εκδόσεως της 204/1998 οικοδομικής άδειας, την οποία, ύστερα από τη διαταχθείσα διακοπή των οικοδομικών εργασιών, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν και το οποίο κόστος, όπως προέκυπτε από το σώμα της ως άνω πρωτοδίκως προσκομισθείσας οικοδομικής άδειας, ανερχόταν σε 4.705.341 δρχ. ή 13.808,77 ευρώ, εξαφάνισε δε ως προς το σχετικό κεφάλαιο την πρωτόδικη απόφαση κατά μερική παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι τα αιτήματα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία είχαν διατυπώσει στην αγωγή τους, να αναγνωρισθεί αφενός μεν ότι το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος Πατρέων όφειλαν με δαπάνες τους να προβούν στην ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κτηρίου και αφετέρου ότι τα ως άνω νομικά πρόσωπα υπείχαν υποχρέωση εις ολόκληρον καταβολής στους αναιρεσιβλήτους ποσού 135.000.000 δρχ. ή 410.858 ευρώ που αντιστοιχούσε στο κόστος της μελλοντικής ανακατασκευής του κτηρίου αυτού, δεν ετίθεντο στην αγωγή ως επικουρικά αιτήματα και συνεπώς ήταν αντιφατικά, άρα απορριπτέα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εάν μεν γινόταν δεκτό ότι το Δημόσιο ή ο Δήμος Πατρέων υπεχρεούντο σε ανακατασκευή του κτηρίου, τότε, προδήλως, οι αναιρεσίβλητοι δεν εδικαιούντο των δαπανών ανακατασκευής, αφού αυτές θα βάρυναν το Δημόσιο ή το Δήμο που θα διενεργούσε αυτή την ανακατασκευή, ενώ εάν επιδικαζόταν στους αναιρεσιβλήτους το προαναφερθέν ποσό (135.000.000 δρχ. ή 410.858 ευρώ) προκειμένου αυτοί να ανακατασκευάσουν το κτήριο, δεν μπορούσε να υλοποιηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου ή Δήμου Πατρέων για ανακατασκευή του κτηρίου. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο επικύρωσε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, την κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί ως προς τα ως άνω αιτήματα ως απαράδεκτη. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο, ως το πρώτον προβαλλόμενο με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιόν του, το λόγο εφέσεως σχετικά με την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματος για καταβολή αποζημιώσεως ποσού 10.000.000 δρχ. ή 29.347,03 ευρώ στον πρώτο αναιρεσίβλητο λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, με τη σκέψη ότι με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε η σχετική απορριπτική κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχτηκε εν μέρει την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της αποκαταστάσεως της δαπάνης για την έκδοση της 204/1998 οικοδομικής άδειας και αναγνώρισε την υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους ως αποζημίωση το ποσό των 13.808,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην ανωτέρω δαπάνη.
Απόρριψη λόγου αναιρέσεως περί αοριστίας της αγωγής – Σαφώςκαθορισμένο αίτημα λόγω αναφοράς του αιτουμένου ποσού και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται – Απόρριψη λόγου αναιρέσεως ως στηριζομένου σε εσφαλμένη προϋπόθεση
16. Επειδή, προβάλλεται από την αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας (πρώτη αίτηση) ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεν έκανε δεκτό το παράπονο της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως περί αοριστίας της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, η αγωγή ήταν αόριστη, τα δε αιτήματά της αντιφατικά. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων ήταν αόριστη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ως άνω αγωγή, όπως προκύπτει από το σχετικό δικόγραφο, το οποίο, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως από το αναιρετικό δικαστήριο και όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, είχε συγκεκριμένα αιτήματα και δεν ήταν αόριστη. Ειδικώς δε ως προς το κονδύλιο των 13.808,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αποκατάσταση της δαπάνης για την έκδοση της 204/1998 οικοδομικής άδειας επ’ ονόματι του πρώτου αναιρεσιβλήτου, ο λόγος αυτός παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το σχετικό αίτημα της αγωγής ήταν σαφώς καθορισμένο, εφόσον σε αυτό αναφερόταν το αιτούμενο ποσό και η αιτία για την οποία το ποσό αυτό οφειλόταν (πρβ. ΣτΕ 201/2014 σκ. 8, 1468/2008 σκ. 4, 215/2008 σκ. 4). Το δικάσαν δε διοικητικό εφετείο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 73 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), θεώρησε το ως άνω αίτημα της αγωγής ως ορισμένο. Περαιτέρω, όπως βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω ποσό των 13.808,77 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, το ύψος της δαπάνης στην οποία αυτοί είχαν υποβληθεί προκειμένου να τους χορηγηθεί η ανωτέρω οικοδομική άδεια, προέκυπτε από το σώμα της πρωτοδίκως προσκομισθείσας 204/1998 οικοδομικής αυτής άδειας. Επομένως, αβασίμως η αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση προβάλλει ότι το ως άνω κονδύλιο της αγωγής εσφαλμένως έγινε δεκτό από το δικάσαν διοικητικό εφετείο, διότι δεν προέκυπταν από την αγωγή οι επί μέρους δαπάνες με ανάλυση κατά ειδικότερο κονδύλιο (αμοιβές μηχανικών για εκπόνηση μελετών, καταβολή εισφορών ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.). Κατά το μέρος δε που με το λόγο αυτό προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι δεν απέρριψε ως αντιφατικά τα λοιπά αιτήματα της αγωγής αφενός μεν περί ανακατασκευής του επίμαχου κτηρίου με δαπάνη των εναγομένων, αφετέρου δε περί καταβολής, ως αποζημιώσεως, του ποσού που αντιστοιχεί στη δαπάνη αυτή, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι ο εν λόγω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως έγινε δεκτός από το δικάσαν δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τα ως άνω αιτήματα της αγωγής ως αντιφατικά.
Παράνομη η έκδοση οικοδομικής άδειας σε οικόπεδο με διατηρητέο κτίσμα από τα όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης- υποχρέωση αποζημίωσης για τις δαπάνες προς έκδοση της άδειας
17. Επειδή, περαιτέρω, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση προβάλλει με την ως άνω πρώτη αίτηση αναιρέσεως ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο η αγωγή απαραδέκτως στρεφόταν κατ’ αυτής ως προς το αίτημα για την αποκατάσταση της ζημίας που αντιστοιχούσε στην απόδοση των δαπανών για την έκδοση της 204/1998 οικοδομικής άδειας. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, υπόχρεοι για την κάλυψη των δαπανών αποκαταστάσεως στην προτέρα κατάσταση κατεδαφισθέντος κτηρίου που χαρακτηρίστηκε διατηρητέο είναι, κατά το π.δ. της 15.-28.4.1988 (Δ΄317), το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος Πατρέων και όχι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, το ίδιο δε ισχύει, κατά συνεκδοχή, και για τις δαπάνες για την έκδοση της ως άνω άδειας οικοδομής και τη σχετική αποζημίωση για την αποκατάσταση της αντίστοιχης ζημίας. Συνεπώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, αφού η αναιρεσείουσα δεν είχε εκ του νόμου ευθύνη να αποκαταστήσει τις επεμβάσεις σε διατηρητέο κτήριο, δεν βαρυνόταν και με τη δαπάνη για την έκδοση της ως άνω οικοδομικής άδειας, το δικάσαν δε διοικητικό εφετείο έπρεπε να είχε απορρίψει το σχετικό κονδύλιο της αγωγής ως προς την αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, εν προκειμένω το δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατά την έννοια της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατέληξε στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ευθυνόταν να αποκαταστήσει τη ζημία των αναιρεσιβλήτων που αντιστοιχούσε στη δαπάνη στην οποία αυτοί υποβλήθηκαν για την έκδοση της ανωτέρω οικοδομικής άδειας προκειμένου αυτοί όχι να αποκαταστήσουν το χαρακτηρισθέν ως διατηρητέο κατεδαφισθέν κτίσμα τους αλλά προκειμένου να ανεγείρουν στο ακίνητό τους τετραώροφη οικοδομή, αφού έκρινε ότι ενέργειες, στις οποίες είχαν προβεί όργανα της ως άνω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως κατά την έκδοση της ανωτέρω οικοδομικής άδειας, ήταν παράνομες και συγκεκριμένα ότι παρανόμως τα αρμόδια κατά νόμο για την έκδοση της ως άνω άδειας όργανα της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως προέβησαν στην έκδοση της 204/1998 οικοδομικής άδειας επ’ ονόματι του πρώτου αναιρεσιβλήτου, παρά το ότι επρόκειτο για διατηρητέο κτίσμα. Ειδικότερα, η Προϊσταμένη της Διευθύνσεως ΧΟΠ της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας ζήτησε, με το 2673/10.3.1999 έγγραφό της, από το Β΄ Αστυνομικό Τμήμα Πατρών να προβεί στη διακοπή των οικοδομικών εργασιών στο ακίνητο των αναιρεσιβλήτων, διότι, κατά την έκδοση της άδειας οικοδομής για την έναρξη οικοδομικών εργασιών στο ως άνω ακίνητο από τα αρμόδια προς τούτο κατά νόμο όργανα της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, τα όργανα αυτά δεν είχαν λάβει υπόψη τους το γεγονός ότι το κτήριο που βρισκόταν στο ακίνητο των αναιρεσιβλήτων είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, με συνέπεια να υποβληθούν οι αναιρεσίβλητοι στη δαπάνη εκδόσεως της ως άνω οικοδομικής άδειας, την υλοποίηση της οποίας, ενόψει του χαρακτηρισμού του κτηρίου τους ως διατηρητέου, ουδέποτε μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον, δηλαδή, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι τα αρμόδια όργανα της ως άνω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως εξέδωσαν παρανόμως, για τον ως άνω λόγο, την ανωτέρω οικοδομική άδεια, ορθώς το δικάσαν δικαστήριο, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατέληξε στην κρίση ότι υπόχρεη να αποζημιώσει τους αναιρεσιβλήτους για τη δαπάνη στην οποία αυτοί είχαν υποβληθεί προκειμένου να λάβουν την ως άνω οικοδομική άδεια, στο κύρος της οποίας οι αναιρεσίβλητοι καλοπίστως πίστεψαν, ήταν η αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Η δαπάνη δε αυτή είναι αυτοτελής δαπάνη και αποτελούσε ξεχωριστό κονδύλιο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, διάφορο από το κονδύλιο της ίδιας αγωγής περί αποδόσεως της δαπάνης ανακατασκευής του κατεδαφισθέντος διατηρητέου κτηρίου των αναιρεσιβλήτων, κατ’ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. της 15.-28.4.1988, η οποία βαρύνει πράγματι είτε το Δημόσιο είτε την αρμόδια δημοτική αρχή, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις επί μέρους διατάξεις του ως άνω π.δ.
Απαραδέκτως προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί εκτίμησης των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας – Αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας
18. Επειδή, προβάλλεται, επίσης, ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο προέβη σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και, ενόψει αυτού, δέχθηκε εν μέρει την έφεση των αναιρεσιβλήτων αντί να την απορρίψει εξ ολοκλήρου. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αναγόμενος στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος (ΣτΕ 3362/2013 σκ. 7, 117/2011 σκ. 6 κ.ά.). Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε με νόμιμη αιτιολογία ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν γνώση του γεγονότος ότι το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο και ότι καλοπίστως το κατεδάφισαν και στη συνέχεια καλοπίστως ζήτησαν να οικοδομήσουν τετραώροφη οικοδομή, για την ανέγερση της οποίας εκδόθηκε η 204/1998 οικοδομική άδεια, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση, ότι, δηλαδή, οι αναιρεσίβλητοι γνώριζαν ότι το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, ότι ήταν εξ αρχής ενήμεροι για την έναρξη της διαδικασίας κηρύξεως του κτηρίου ως διατηρητέου και ότι, παρόλα αυτά, προέβησαν σε κατεδάφισή του και εν συνεχεία ζήτησαν την έκδοση της ως άνω οικοδομικής άδειας προκειμένου να ανεγείρουν στο ακίνητό τους τετραώροφη οικοδομή, με συνέπεια να απορρέει εξ αυτού του γεγονότος συνυπαιτιότητά τους, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, πλήττουν την περί του αντιθέτου ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν εγνώριζαν ότι το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο και πρέπει να απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενα.
Απαράδεκτη η αγωγή ως προς τα αιτήματα, με τα οποία ζητήθηκε η αναγνώριση “δικαιώματος” των αναιρεσειόντων (και αντίστοιχη υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου), κατ’ επίκληση διάταξης νόμου και η επιδίκαση αποζημίωσης, ίσης με τη δαπάνη ανακατασκευής του κτιρίου τους ως συνέπεια της αναγνώρισης του ανωτέρω “δικαιώματος”
19. … στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με την αγωγή τους ζήτησαν, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος Πατρέων όφειλαν, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. της 15.4.1988, με δαπάνες τους να προβούν στην ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κτηρίου τους, περαιτέρω δε ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των ανωτέρω νομικών προσώπων να καταβάλουν εις ολόκληρον στους αναιρεσείοντες το ποσό των 135.000.000 δρχ, το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος της μελλοντικής ανακατασκευής του κτηρίου αυτού. Τα αιτήματα όμως αυτά, με τα οποία αφενός μεν ζητήθηκε η αναγνώριση “δικαιώματος” των αναιρεσειόντων (και αντίστοιχη υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου ή του Δήμου Πατρέων), κατ’ επίκληση διατάξεως νόμου, αφετέρου δε, έστω και επικουρικά, η επιδίκαση αποζημιώσεως, ίσης με τη δαπάνη ανακατασκευής του κτιρίου τους ως συνέπεια της αναγνωρίσεως του ανωτέρω “δικαιώματος” των αναιρεσειόντων χωρίς αυτοί να επικαλούνται ότι έχουν οι ίδιοι ήδη υποβληθεί στη σχετική δαπάνη ανακατασκευής του χαρακτηρισθέντος ως διατηρητέου κτηρίου τους που κατεδαφίστηκε ή ότι απευθύνθηκαν στη Διοίκηση με συγκεκριμένο αίτημα ειδικώς για την απόδοση της δαπάνης ανακατασκευής του κτηρίου τους, επικαλούμενοι τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. της 15.4.1988 και ότι η Διοίκηση αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά τους αυτό, δεν μπορούσαν, κατά τα εκτεθέντα στις σκέψεις 7 και 13, να αποτελέσουν αιτήματα αγωγής του ΚΔΔ, ως προς τα αιτήματα δε αυτά η αγωγή των αναιρεσειόντων ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη. Και ναι μεν οι αναιρεσείοντες προέβαλαν με το δικόγραφο της αγωγής τους ότι απηύθηναν το από 23.2.2001 εξώδικο έγγραφο προς το Τμήμα Πολεοδομίας Πατρών και το Τμήμα Παραδοσιακών του ΥΠΕΧΩΔΕ με περιεχόμενο “να προβούν οι εναγόμενοι στις κατά νόμο υποχρεώσεις τους προκειμένου να ολοκληρωθεί η οικοδομή μας, που εξ υπαιτιότητος και παρανομίας δικής τους, δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε”, πλην, όπως περιγράφουν το έγγραφο αυτό στο ως άνω δικόγραφο, δεν προκύπτει ούτε, άλλωστε, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, ότι με το έγγραφο αυτό ζητήθηκε ειδικώς από το Δημόσιο ή το Δήμο Πατρέων (ο οποίος φαίνεται να μην περιλαμβάνεται μεταξύ των αποδεκτών του εγγράφου αυτού, όπως αυτό περιγράφεται από τους αναιρεσείοντες στην αγωγή τους) να αποδοθεί η δαπάνη για την ανακατασκευή του κατεδαφισθέντος κτίσματός τους, κατ’ επίκληση της παρ. 3 του άρθρου 5 του π.δ. του της 15.4.1988, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι με την αγωγή τους οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να αποκατασταθεί η ζημία τους από την παράνομη σιωπηρή άρνηση του ως άνω Δήμου ή του Δημοσίου να ικανοποιήσει το σχετικό τους αίτημα. Με τα δεδομένα αυτά, ορθώς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων ως προς τα ανωτέρω αιτήματα, οι λόγοι δε αναιρέσεως οι οποίοι προβάλλονται με την υπό κρίση δεύτερη αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 20.11.2009 δικόγραφο πρόσθετων λόγων και οι οποίοι πλήττουν την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε κατά το μέρος αυτό η αγωγή των αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα την κρίση ότι η αγωγή αυτή ήταν απορριπτέα ως προς τα ως άνω αιτήματα, διότι τα αιτήματα αυτά ήταν μεταξύ τους αντιφατικά, εφόσον δεν ετίθεντο στην αγωγή επικουρικά, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. Ειδικότερα, ενόψει, των προεκτεθέντων, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80 και επομ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προέβη στην απόρριψη ως αντιφατικών των αιτημάτων των αναιρεσειόντων για αναγνώριση της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Πατρέων να προβούν στην ανακατασκευή του επίμαχου και χαρακτηρισθέντος ως διατηρητέου κτηρίου με δικές τους δαπάνες και να επιδικασθεί εις βάρος τους και εις ολόκληρον το ποσό των 140.000.000 δραχμών (ή 410.858 ευρώ), που αντιστοιχούσε στην ανωτέρω δαπάνη, ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, εξαιτίας των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως (χαρακτηρισμός της οικοδομής ως επικινδύνως ετοιμόρροπης και διατηρητέας) και ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που διέπει τη διοικητική δίκη, είτε να εξετάσει αρχικώς το πρώτο από τα ως άνω αιτήματα, η αποδοχή του οποίου θα καθιστούσε την απόρριψη του δεύτερου ως αλυσιτελούς, και ακολούθως το δεύτερο, είτε να εξετάσει και να κάνει δεκτό όποιο από τα δύο ήταν, κατά την κρίση του, νόμιμο. Περαιτέρω, ενόψει των προεκτεθέντων, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και οι λόγοι που προβάλλονται με το από 20.11.2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, συναφώς, ότι το κύριο αίτημα της αγωγής ήταν το πρώτο από το ανωτέρω αιτήματα, δηλαδή το αίτημα για αποκατάσταση “in natura”, το δε αίτημα αποζημιώσεως είχε επικουρικό χαρακτήρα καθώς και τα προβαλλόμενα ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τα ανωτέρω αιτήματα διαδοχικά και τέλος ότι η σχετική κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου παρίσταται προϊόν υπέρμετρης τυπολατρίας, κατά παράβαση των σχετικών επιταγών του Συντάγματος (άρθρο 20 παρ. 1 και 25) και της ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 1και 13) για αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης
20. … εξ άλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Δ. που αφορά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως ορίζονται τα εξής: “Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όριο των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης…”, στη δε παρ. 1 του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: “Αν η έφεση κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο, κατά περίπτωση, είτε εξαφανίζει εν όλω ή εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και δικάζει, κατά το μέρος που εξαφανίζει την απόφαση, το ένδικο βοήθημα, είτε τη μεταρρυθμίζει”.
Αυτοτελές αίτημα αγωγής –Η απόρριψη αυτοτελούς αιτήματος της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποτελεί χωριστό κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης – Προσβάλλεται ειδικώς με το δικόγραφο της έφεσης – Απαραδέκτως αμφισβητείται η σχετική κρίση με το υπόμνημα
21….. με το δικόγραφο της κρινόμενης δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, περαιτέρω, ότι παρίσταται εσφαλμένη η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτο και συγκεκριμένα ως το πρώτον προβαλλόμενο με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του εφετείου το παράπονό τους σχετικά με την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματος της αγωγής για καταβολή αποζημιώσεως ποσού 10.000.000 δρχ. ή 29.347,03 ευρώ στον πρώτο αναιρεσείοντα λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι η σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία το σχετικό παράπονο ήταν απαράδεκτο, διότι με το δικόγραφο της εφέσεως δεν αμφισβητήθηκε η σχετική απορριπτική κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως αλλά η κρίση αυτή αμφισβητήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του εφετείου, είναι εσφαλμένη. Ειδικότερα, κατά τους αναιρεσείοντες, η κρίση του εφετείου, ύστερα από αποδοχή της εφέσεως τους, ότι ήταν παράνομη η συμπεριφορά των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αχαΐας, και ότι εξ αιτίας της παράνομης αυτής συμπεριφοράς υπήρχε υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως να αποζημιώσει τους αναιρεσείοντες έπρεπε να οδηγήσει στην εν όλω εξαφάνιση της αποφάσεως του διοικητικού πρωτοδικείου και να καταστήσει εκ νέου εκκρεμή την αγωγή τους ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου στο σύνολό της, ως προς το σύνολο, δηλαδή των αιτημάτων της, επομένως και ως προς το αίτημα της αγωγής που αφορούσε την επιδίκαση στον πρώτο αναιρεσείοντα του ως άνω ποσού ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητάς του. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι το ως άνω αίτημα της αγωγής που αφορούσε την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου αναιρεσείοντος ήταν αυτοτελές αίτημα σε σχέση με τα λοιπά αιτήματα της αγωγής, η απόρριψη δε του αιτήματος αυτού της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποτελούσε χωριστό κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως, το οποίο οι αναιρεσείοντες έπρεπε να προσβάλουν ειδικώς με το δικόγραφο της εφέσεως, ώστε η διαφορά να αχθεί προς κρίση ενώπιον του διοικητικού εφετείου ως προς το κεφάλαιο αυτό της πρωτόδικης αποφάσεως (πρβ. ΣτΕ 322/2014 7μ. σκ. 7, 2021/2010 σκ. 8, 3088/1990 σκ. 2 κ.ά.). Δεν αρκούσε δε για να αχθεί το σχετικό κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου η αμφισβήτηση με την έφεση των αναιρεσειόντων της κρίσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι εν προκειμένω είχαν συντελεστεί ή όχι παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως κατά την έκδοση της 204/1998 οικοδομικής άδειας και η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως ως προς την μη επιδίκαση του κονδυλίου της αγωγής που αντιστοιχούσε στη δαπάνη εκδόσεως της εν λόγω άδειας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, διότι η τελευταία αυτή κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως αποτελούσε αυτοτελές, σε σχέση με την κρίση της ίδιας αποφάσεως περί μη επιδικάσεως αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου αναιρεσείοντος, κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως. Εφόσον, επομένως, με το δικόγραφο της εφέσεως οι αναιρεσείοντες δεν προσέβαλαν το σχετικό κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως περί μη επιδικάσεως αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου αναιρεσείοντος και δεν αμφισβήτησαν τη σχετική με το κεφάλαιο αυτό κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς το ως άνω αίτημα της αγωγής, απαραδέκτως αμφισβήτησαν τη σχετική κρίση του ως άνω δικαστηρίου το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσαν ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου. Με το τελευταίο μόνον να αναπτύξουν τους προβληθέντες λόγους εφέσεως μπορούσαν και όχι να προβάλουν νέα παράπονα κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως ορθώς έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση τα προβαλλόμενα από τους αναιρεσείοντες ότι με την έφεσή τους παραπονέθηκαν για το σύνολο της πρωτόδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι αυτοί με την έφεσή τους παραπονέθηκαν για την κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως ότι αυτοί ήταν “συνυπαίτιοι” για την έκδοση της 204/2008 οικοδομικής άδειας, υπό την έννοια ότι ζήτησαν να τους χορηγηθεί η ως άνω άδεια ενώ γνώριζαν ότι το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο καθώς και για την κρίση της πρωτόδικης αποφάσεως ότι δεν αποδείχθηκε ότι η δαπάνη για την έκδοση της άδειας αυτής ανερχόταν στο ποσό που ανέφεραν οι αναιρεσείοντες, όχι όμως και για την απόρριψη του αυτοτελούς κονδυλίου της αγωγής τους που αφορούσε την επιδίκαση αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου αναιρεσείοντος.
22. … κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.