Η διοικητική διαδικασία ως παράγων ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου, ΘΠΔΔ 6/2023, σ. 601
Ι. Έννοια και σκοποί της διοικητικής διαδικασίας
1. Για την κατανόηση της λειτουργίας του κράτους δικαίου στο πλαίσιο της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας [2] είναι αναγκαία η κατάβαση από τις «αλπικές χιονοκορφές» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που αναγνωρίζουν οι συνταγματικές διατάξεις και οι διεθνείς συνθήκες, στα δύσβατα και ενίοτε άχαρα μονοπάτια της διοικητικής διαδικασίας. Προσήκει η επισήμανση ότι, παρά την παραμέλησή της, με λίγες εξαιρέσεις, από τη θεωρία, η διοικητική διαδικασία είναι βασικός παράγων ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου καθώς και ότι η καθημερινή διοικητική πρακτική μπορεί να αποβεί σημαντικότερη για την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών από τις πιο φιλόδοξες και μεγαλόστομες συνταγματικές ή διεθνείς διακηρύξεις. Eίναι, άλλωστε, γνωστό ότι, κατ’ αναστροφή της πυραμίδας των κανόνων του εθνικού δικαίου, ο υπάλληλος υπακούει, κατ’ αρχάς, στην εγκύκλιο, μετά στην υπουργική απόφαση, μετά στο διάταγμα και, τέλος, στον νόμο. Αν και δογματικά ορθή είναι η ευρεία προσέγγιση, που αντιλαμβάνεται τη διαδικασία σε συσχετισμό τόσο με την εκτελεστή διοικητική πράξη όσο και με άτυπες μορφές δράσης της Δημόσιας Διοίκησης [3], δηλαδή ανεξάρτητα από τη λήψη απόφασης από διοικητικό όργανο, για τις ανάγκες της εισήγησης θα ακολουθηθεί ο στενός ορισμός της διαδικασίας που υιοθετεί η κλασική θεωρία του ελληνικού διοικητικού δικαίου: πρόκειται για τις ενέργειες των διοικητικών αρχών που κατατείνουν στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης [4]. Η συσταλτική αυτή προσέγγιση οφείλεται στο γεγονός ότι το κλασικό διοικητικό δίκαιο εστιάζει στην έννοια της διοικητικής πράξης και, εν συνεχεία, της κατ’ αυτής έννομης προστασίας [5]. Οι ως άνω ενέργειες και δραστηριότητες [6] έχουν ως αντικείμενο είτε τη συγκέντρωση, από το αρμόδιο για την έκδοση πράξης όργανο, στοιχείων και πληροφοριών, από άλλες διοικητικές αρχές, ιδιώτες ή εμπειρογνώμονες, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την ένταξη υλικού στη διοικητική διαδικασία, είτε τη διαμόρφωση της βούλησης του εκδότη της πράξης [7]. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται η προηγούμενη ακρόαση του θιγόμενου ιδιώτη [8], η διαβούλευση με το κοινό [9], οι γνωμοδοτικές διαδικασίες [10], η συνέντευξη του υποψηφίου στο πλαίσιο επιλογής προσωπικού [11], η σύνταξη κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος πριν από την πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης [12], η σύνταξη έκθεσης αυτοψίας πριν από την επιβολή προστίμων λόγω παραβίασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας [13]. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι διαδικαστικές ενέργειες που ανάγονται στον τρόπο λήψης αποφάσεων εντός των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης. Οι σχετικές υποχρεώσεις ρυθμίζονται από τους κανόνες που διέπουν τη συγκρότηση, τη σύνθεση και τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων [14], καθώς και από τις διατάξεις για την αποχή προσώπων από τον χειρισμό υποθέσεων ελλείψει αμεροληψίας [15].
2. Οι λειτουργίες που επιτελούν οι παραπάνω διαδικαστικές ενέργειες είναι πολλαπλές [16]. Κατά κανόνα συναρθρώνονται, αλλά ενδέχεται και να συγκρούονται. Οι κυριότερες από αυτές, που συνδέονται με τις βασικές πτυχές του κράτους δικαίου, θα μπορούσαν να αποτυπωθούν ως εξής [17]:
i) Διασφάλιση της νομιμότητας, της ορθότητας και της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με την εισαγωγή πληροφοριακού υλικού και ενημέρωσης στη διαδικασία λήψης της απόφασης. Καθοριστικός συναφώς είναι ο ρόλος του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και των γνωμοδοτικών διαδικασιών.
ii) Εγγύηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ιδιώτη μέσω μιας αντικειμενικής, αμερόληπτης και τεκμηριωμένης κρίσης της υπόθεσής του, στην οποία έχει την ευκαιρία να συμμετάσχει. Οι διαδικαστικές ενέργειες που εξυπηρετούν την παραπάνω λειτουργία είναι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, η συμμετοχή ιδιοκτητών στην κατάρτιση σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών ή και κατά την κύρωση των πράξεων εφαρμογής [18].
iii) Φιλελεύθερη διαμόρφωση των σχέσεων Διοίκησης και πολίτη, διαφάνεια και δημοκρατική νομιμοποίηση της διοικητικής πράξης, με συνέπεια την αποδοχή της από τους αποδέκτες. Πρόκειται για τη νομιμοποιητική λειτουργία της διοικητικής διαδικασίας [19]. Για παράδειγμα, γίνεται δεκτό ότι η σύμβαση του Άαρχους σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματααποτελεί «εμβληματικό νομικό μέσο για την περιβαλλοντική δημοκρατία» [20].
iv) Αντιστάθμιση των πεδίων ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης. Κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις απόψεις του ενδιαφερομένου κοινού, όπως στο πλαίσιο διαβούλευσης κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Η διαδικασία επιτελεί ελεγκτική λειτουργία υπέρ της κοινωνίας [21].
ΙΙ. Συνταγματικά θεμέλια της διαδικασίας – σύνδεση με θεμελιώδη δικαιώματα
5. Το ελληνικό Σύνταγμα προφανώς δεν περιέχει γενική διάταξη υποχρεώνουσα τη Διοίκηση να τηρήσει συγκεκριμένη διαδικασία [25]. Τέτοιες επιταγές θα μπορούσαν, ωστόσο, να αντληθούν από την αρχή του κράτους δικαίου, από την οποία απορρέουν τα δικαιώματα ακρόασης, η υποχρέωση αιτιολόγησης και διαφάνειας των σύνθετων διοικητικών διαδικασιών και, βεβαίως, η απαίτηση να μην καθίσταται αδύνατη ή να μη δυσχεραίνεται υπέρμετρα η μεταγενέστερη δικαστική προστασία [26]. Είναι ενδιαφέρον ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ανέπτυξε την έννοια της προστασίας των ουσιαστικών θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω πτυχών της διοικητικής διαδικασίας, συνδυάζοντας έτσι τη διοικητική νομιμότητα με την ελευθερία [27]. Με άλλα λόγια, τα συνταγματικά δικαιώματα περιλαμβάνουν και μια διαδικαστική διάσταση, υπό την έννοια ότι απαιτούν τη νομοθετική διαμόρφωση της διοικητικής διαδικασίας κατά τρόπο που να προάγει την προστασία του δικαιώματος [28]. Τούτο δεν σημαίνει οπωσδήποτε δημιουργία νέων κανόνων, αλλά την ερμηνεία και κατάλληλη διάπλαση των υφισταμένων υπό το παραπάνω πρίσμα [29].
ΙΙΙ. Η σημασία της διαδικασίας στο πεδίο του ευρωπαϊκού δικαίου
8. Η διαδικασία αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πεδίο του ευρωπαϊκού δικαίου. Η ευρωπαϊκή «διοικητική συνομοσπονδία» είναι σε μεγάλο βαθμό διαδικαστική ένωση. Τούτο οφείλεται σε δύο λόγους που συμπλέκονται. Πρόκειται για την αποκεντρωμένη εκτέλεση του ενωσιακού δικαίου (Α) και για την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κρατών μελών (Β). Η σημασία της διαδικασίας αποτυπώνεται σε συγκεκριμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, ενώ κάποιες διαδικασίες ρυθμίζονται ειδικά και διεξοδικά σε κείμενα του παραγώγου δικαίου (Γ).
Α. Η αποκεντρωμένη εκτέλεση του ενωσιακού δικαίου
Β. Η θεμελιώδης σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κρατών μελών
10. Ο δεύτερος λόγος ενίσχυσης της διαδικασίας στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου ανάγεται στο ότι θεμελιώδη σημασία για τη λειτουργία της Ένωσης έχει η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, ή, πιο παραστατικά, διευκολύνει τη «διάβαση των συνόρων», χωρίς να είναι αναγκαία η πλήρης εναρμόνιση των έννομων τάξεων [55]. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης συνιστά αυτόνομη αρχή του δικαίου, που θεμελιώνει την υποχρέωση, στο πλαίσιο διακρατικής συνεργασίας, της αποδοχής της νομιμότητας κυρίαρχων ενεργειών άλλων κρατών μελών χωρίς έλεγχο, στο μέτρο που το δευτερογενές δίκαιο δεν περιλαμβάνει, κατ’ εξαίρεση, επιφύλαξη του ελέγχου [56]. Η αρχή αυτή, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό [57]. Η πτυχή αυτή έχει αναλυθεί διεξοδικά ιδίως σε σχέση με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τη διαδικασία Δουβλίνο [58], στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής και τη δικαστική συνεργασία στις οικογενειακές υποθέσεις. Μια άλλη διάσταση αφορά την εσωτερική αγορά και επιτάσσει να δέχονται τα κράτη μέλη ότι έκαστο διαθέτει αποτελεσματική και αμερόληπτη διοίκηση που πληροί τις επιταγές των αρχών του κράτους δικαίου και ενεργεί σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.
Γ. Κρίσιμες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου
ΙΙΙ. Προκλήσεις για τη διοικητική διαδικασία
Α. Η χρήση νέων τεχνολογιών
Β. Ο έλεγχος του δικαστή
18. Το ζήτημα των ορίων και της πυκνότητας του δικαστικού ελέγχου ανακύπτει τόσο στο κλασικό πεδίο των διαδικαστικών σφαλμάτων όσο και στο πεδίο της χρήσης νέων τεχνολογιών. Στην πρώτη περίπτωση, η σημασία των διαδικαστικών σφαλμάτων επιτρέπει στον δικαστή να αποδώσει τον σωστό ρόλο στη διοικητική διαδικασία για την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου. Αυτό ισχύει, ιδίως, στην περίπτωση της ακυρωτικής δίκης, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη ένταση ελέγχου της ουσιαστικής νομιμότητας, στην περίπτωση πράξεων διακριτικής ευχέρειας καθώς και όσον αφορά τις ουσιαστικές κρίσεις της Διοίκησης που εξετάζονται μόνον ως προς την αιτιολογία και την τήρηση ορισμένων άκρων ορίων. Στις περιπτώσεις αυτές οι διαδικαστικοί τύποι αποτελούν αναγκαίες εγγυήσεις νόμιμης κρίσης, οι οποίες πρέπει να προστατευθούν προς αντιστάθμιση των μειωμένων δυνατοτήτων ελέγχου του ουσιαστικού περιεχομένου της διοικητικής πράξης [77].
19. Από την άλλη πλευρά, είναι αναμφίβολο ότι η πρόβλεψη περίπλοκων διαδικασιών (κατά κανόνα σύνθετων διοικητικών ενεργειών), οι οποίες περιλαμβάνουν σειρά εκτελεστών και μη εκτελεστών πράξεων, εμπλοκή πλειόνων συλλογικών οργάνων, ενίοτε χωρίς απολύτως σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, διαδοχικές συνεδριάσεις των ως άνω οργάνων με τις αναγκαίες προσκλήσεις των μελών τους, έκδοση πολλών ενδιάμεσων πράξεων με διαφορετικές προϋποθέσεις δημοσιότητας, προθεσμίες διενέργειας των διαφόρων πράξεων, δημιουργεί, αναπόφευκτα, τυπικές πλημμέλειες δυνάμενες να καταλήξουν σε ακυρώσεις. Στο μέτρο, όμως, που οι πλημμέλειες αυτές δεν θίγουν διαδικαστικά δικαιώματα των διοικουμένων, ούτε επηρεάζουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της απόφασης που πρόκειται να ληφθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πνεύμα επιείκειας από τον δικαστή. Θετική προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή συνιστά η απόφαση ΣτΕ 4078/2014 του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας που δέχθηκε, προς απόρριψη λόγου ακύρωσης αναγόμενου στην πλημμελή σύνθεση συλλογικού οργάνου, ότι, «σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι τυπικές πλημμέλειες της συγκρότησης συλλογικού οργάνου επιφέρουν την ακυρότητα της απόφασής του μόνον εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι πλημμέλειες αυτές είτε μπορούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ασκήσουν επιρροή στο περιεχόμενο της ληφθείσας απόφασης, είτε αποστέρησαν τον διοικούμενο από μία διαδικαστική εγγύηση, τεθείσα υπέρ του από το νομοθέτη (πρβλ. Conseil d’Εtat Γαλλίας, 335033, απόφαση της 23.12.2011, Claude Danthony κ.λπ.)». Πρόκειται για –εμπνευσμένη από τη γαλλική νομολογία– διευρυμένη χρήση της έννοιας της « διαδικαστικής πλημμέλειας που δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης» («vice de procédure sans incidence, en l’espèce, sur le sens de la décision attaquée»), η οποία θα εφαρμόζεται παράλληλα με την κλασική διάκριση μεταξύ ουσιωδών και μη ουσιωδών τύπων και θα αξιοποιείται ακριβώς όταν η πλημμέλεια αφορά ουσιώδη τύπο [78].
20. Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή της ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στη διοικητική διαδικασία, είναι προφανές ότι, ακόμη και χωρίς την πρόθεση επιβολής υπερβολικών απαιτήσεων στον διοικητικό δικαστή, αυτός θα κληθεί και πάλι να οριοθετήσει, μέσω του διαπλαστικού του ρόλου, τη Διοίκηση στην ψηφιακή της διάσταση με τη νομολογιακή αναγνώριση νέων εγγυήσεων και την ανανοηματοδότηση των υφισταμένων [79]. Στην ελληνική έννομη τάξη υπέρτατο δικαιοκρατικό αντίβαρο έναντι των κινδύνων και των ενδεχόμενων αυθαιρεσιών από την πλήρη αυτοματοποίηση της διοικητικής διαδικασίας είναι πάντοτε ο δικαστικός έλεγχος [80]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε την ευκαιρία να τονίσει τα παραπάνω στην υπόθεση που αφορούσε τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων τακτοποίησης των αυθαίρετων κατασκευών στο πλαίσιο της πλήρως αυτοματοποιημένης διαδικασίας του Ν. 4178/2013, για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης και το περιβαλλοντικό ισοζύγιο, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα προσβολής αυτόματης πράξης περί περαίωσης της διαδικασίας τακτοποίησης [81]. Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι ο λυσιτελής δικαστικός έλεγχος νομιμότητας πράξεων στηριζόμενων σε αυτοματοποιημένη διαδικασία, ιδίως δε εκείνων που εκδίδονται κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, καθιστά αναγκαία τη διάπλαση ενός κανονιστικού πλαισίου, το οποίο, αφενός, να διέπει τον σχεδιασμό και την ενεργοποίηση των αλγορίθμων με άξονα τις αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αυτονομίας, της πρόληψης, της προφύλαξης, της διαφάνειας και επεξηγησιμότητας και της λογοδοσίας και, αφετέρου, να θέτει τις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, η μη τήρηση των οποίων θα έχει ως συνέπεια την ακύρωσή τους [82]. Η κατά τα ανωτέρω διάπλαση είναι σύμφυτη με τη θεμελιώδη επιδίωξη του κράτους δικαίου για τον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο [83].
Επίλογος
21. Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων συνάγεται ότι, πέρα από την «υπηρετική» λειτουργία των διαδικαστικών τύπων, που συνίσταται στη διασφάλιση της έκδοσης νόμιμης από ουσιαστική άποψη απόφασης, οι περισσότεροι τύποι αποκτούν αυτόνομη αξία, αφού κατοχυρώνουν δικαιώματα συμμετοχής των ιδιωτών στην έκδοση διοικητικής πράξης. Η ενίσχυση της διαδικασίας οφείλεται, σε εθνικό επίπεδο, στη συνταγματική κατοχύρωση των διαδικαστικών δικαιωμάτων και, σε ενωσιακό επίπεδο, στη νομιμοποιητική τους λειτουργία, στην αποκεντρωμένη εκτέλεση του ενωσιακού δικαίου και στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Λαμβανομένων υπόψη των προκλήσεων που θέτει στη διοικητική δράση η τεχνολογική έξαρση, είναι αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση των τεχνολογικών μέσων που εντάσσονται στη διοικητική διαδικασία και αξιοποιούνται στη λήψη αποφάσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και η τήρηση των επιταγών του κράτους δικαίου.
Υποσημειώσεις
[1] Το κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη εισήγηση στο συνέδριο “Η ενδυνάµωση του κράτους δικαίου στις ευρωπαϊκές έννοµες τάξεις και στην Ελλάδα”, που διοργάνωσαν το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, σε συνεργασία µε την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπουκαι τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, στις 17 και 18 Μαρτίου 2023, στη Θεσσαλονίκη.
[2] Βλ., αντί πολλών, Λ. Παπαδοπούλου, Το κράτος δικαίου στην Ευρώπη και ο αυταρχικός λαϊκισμός ως «δούρειος ίππος» για την άλωσή του, εις Το βιώσιμο κράτος. Τιμητικός Τόμος για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 51 (55).
[3] E. Schmidt-Aßmann/A.-K. Kaufhold, §27. Der Verfahrensgedanke im deutschen und europäischen Verwaltungsrecht, in Voßkuhle/Eifert/Möllers (Hg.), Grundlagen des Verwaltungsrechts, C.F. Beck, 2022, αρ. περ. 1. Για τις μορφές αυτές βλ., αντί πολλών, Kahl/Ludwigs (Hg.), Handbuch des Verwaltungsrechts, Bd. V. Maßstäbe und Handlungsformen im deutschen Verwaltungsrecht, C. F. Müller, 2023.
[4] Βλ. διεξοδικά, Κ. Γώγου, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 27 επ.
[5] Ε. Πρεβεδούρου, Άρθρο 30 του ΚΔΔιαδ, εις Γκέρτσου/Πρεβεδούρου/Πυργάκη (επιμ.), Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, αρ. περ. 7.
[6] Οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων που συνδέονται με την έκδοση ορισμένης διοικητικής πράξης ονομάζονται «τύποι της διαδικασίας» (άρθρο 48 του ΠΔ 18/1989). Αντίθετα, δεν περιλαμβάνεται στη διαδικασία ο τύπος της διοικητικής πράξης, δηλαδή η μορφή εξωτερίκευσης (υλική ή άυλη, γραπτή, προφορική ή ψηφιακή) της βούλησης του διοικητικού οργάνου, ούτε τα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της πράξης, όπως περιγράφονται στο άρθρο 16 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[7] Πρόκειται για τις δύο ομάδες διαδικαστικών υποχρεώσεων της Διοίκησης που εντοπίζει ο Κ. Γώγος Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ. 46 επ., διάκριση η οποία υιοθετείται για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας.
[8] Άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[9] Στο άρθρο 6 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26), αναφέρεται ότι «στο κοινό παρέχονται έγκαιρα και πραγματικά δυνατότητες να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον». Ορίζεται ακόμη ότι «οι αναλυτικές ρυθμίσεις για να ενημερώνεται το κοινό, παραδείγματος χάριν, με τοιχοκόλληση σε ορισμένη ακτίνα ή δημοσίευση στις τοπικές εφημερίδες και για τη διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό, παραδείγματος χάριν, με την υποβολή γραπτών προτάσεων ή τη διενέργεια δημοσκοπήσεων, καθορίζονται από τα κράτη μέλη», καθώς και ότι «για καθένα από τα διαφορετικά στάδια, προβλέπονται εύλογα χρονικά πλαίσια, τα οποία παρέχουν επαρκή χρονικά διαστήματα για την ενημέρωση του κοινού καθώς και για την προετοιμασία και την αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου κοινού στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον». Βλ. και Ν. 4014/2011, Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΦΕΚ Α΄ 209).
[10] Αντί πολλών, άρθρο 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[11] Άρθρο 86 παρ. 3 εδ. δ΄ του Ν. 3528/2007, Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ΦΕΚ Α΄ 26).
[12] Άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2882/2001, Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΦΕΚ Α΄ 17).
[13] Άρθρο 30 του Ν. 1650/1986, για την προστασία του περιβάλλοντος (ΦΕΚ Α΄ 160), σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 3 του Ν. 4014/2011, περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος (ΦΕΚ Α΄ 205), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 50 του Ν. 4843/2021 (ΦΕΚ Α΄193).
[14] Άρθρα 13, 14, 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[15] Άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[16] Ε. Schmidt-Aßmann, Der Verfahrensgedanke im deutschen und europäischen Verwaltungsrecht, ό.π., αρ. περ. 56 και 64. Σε ορισμένες περιπτώσεις μόνον η διαδικασία μπορεί να διασφαλίσει τον ορθολογισμό και την ορθότητα της διοικητικής δράσης.
[17] Βλ., αντί πολλών, Κ. Γώγου, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ. 48 επ.· Σ. Δεληκωστόπουλου, Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων, 1970, σ. 12· Π.-Μ. Ευστρατίου, Το δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας και των εννόμων συνεπειών των διαδικαστικών ελαττωμάτων, ΕΔΔΔΔ 2005, σ. 245 (249).
[18] Άρθρο 12 παρ. του Ν. 1337/1983, Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (ΦΕΚ Α΄ 33), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
[19] N. Luhmann, Legitimation durch Verfahren, 1969. Απλουστευτικά και σχηματικά, η βασική σκέψη του Luhmann είναι ότι η συμμετοχή των ιδιωτών στη διοικητική διαδικασία εξασφαλίζει την εκ μέρους τους αποδοχή της απόφασης που θα εκδοθεί, ακριβώς λόγω της συμμετοχής τους στη διαδικασία έκδοσής της.
[20] Δελτίο τύπου του Συμβουλίου ΕΕ, της 18ης Ιουνίου 2018. Με τη διεθνή σύμβαση που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 1998 στην πόλη Άαρχους της Δανίας από τριάντα πέντε Κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατοχυρώνονται τα ακόλουθα δικαιώματα στον τομέα του περιβάλλοντος: α) της πρόσβασης σε πληροφορίες για θέματα περιβάλλοντος, τις οποίες κατέχουν οι δημόσιες αρχές, β) της συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που αφορούν τα θέματα αυτά, και γ) της δικαστικής προστασίας σε περίπτωση παραβίασης των παραπάνω δύο δικαιωμάτων. Η διεθνής αυτή σύμβαση, την οποία υπέγραψαν εκ των υστέρων ή στην οποία προσχώρησαν άλλα δέκα κράτη, κυρώθηκε από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2005 με τον Ν. 3422/2005 (ΦΕΚ Α΄303) και, επομένως, αποτελεί θετικό δίκαιο με τυπική ισχύ υπέρτερη των κοινών νόμων. Στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η υποχρέωση των αρχών να παρέχουν στους πολίτες πληροφορίες σε θέματα περιβάλλοντος και το δικαίωμα των τελευταίων να συμμετέχουν, με τη διατύπωση απόψεων και προτάσεων, στις διαδικασίες αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων που ενδέχεται να έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν θεσπίστηκε για πρώτη φορά με τη Σύμβαση του Άαρχους. Σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε προγενέστερα κοινοτικά νομοθετήματα, κυρίως στις Οδηγίες 90/313/ ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ που συμπληρώθηκε με την Οδηγία 97/11/ΕΚ. Οι Οδηγίες αυτές είχαν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, αντιστοίχως, με την κοινή απόφαση 77921/1440/1995 των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (ΦΕΚ Β΄ 795) αφενός και με το άρθρο 5 του Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ Α΄160), που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3010/2002 (ΦΕΚ Α΄ 91), και την κοινή απόφαση 75308/5512/1990 των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β΄ 691) αφετέρου (βλ., αντί πολλών, Κ. Μενουδάκου, Η Σύμβαση του Άαρχους και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ενημέρωση και τη συμμετοχή των πολιτών, Νόμος και Φύση, Νοέμβριος 2007).
[21] Είναι προφανές ότι ειδικές διαδικασίες, όπως η ενδικοφανής προσφυγή, επιτελούν επιπλέον λειτουργίες: έννομη προστασία των ιδιωτών, αυτοέλεγχο της Διοίκησης και αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
[22] Κ. Μενουδάκος, «Νομιμότητα, δημόσιο συμφέρον και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος (θεσμικά όρια της εξουσίας του διοικητικού δικαστή μεταξύ φορμαλισμού και δικαστικού ακτιβισμού)», ΘΠΔΔ 7/2014, σ. 670 επ.
[23] Αναλυτικά για το θέμα της σύγκρουσης μεταξύ του φορμαλισμού και της αποτελεσματικότητας της Διοίκησης, αλλά και για την αναβάθμιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων, στη γαλλική και την ελληνική έννομη τάξη, βλ. V. Kapsali, Les droits des administrés dans la procédure administrative non contentieuse. Etude comparée des droits français et grec, LGDJ 2015, σ. 35 επ.
[24] H. A. Wolff, Die dienende Funktion der Verwaltungsrechte – eine dogmatische Figur mit Aussagekraft und Entwicklungspotential, in: FS Rupert Scholz, 2007, σ. 977· Chr. Quabek, Dienende Funktion des Verwaltungsverfahrens und Prozeduralisierung, 2009, σ. 52· E. Curlit/Μ. Fehling, Eigenwert des Verfahrens im Verwaltungsrecht, VVdStRL, Bd 70 (2011), σ. 227 επ., 278 επ.· P. Hilbert, Erkenntnisfunktionen und Richtigkeitsgewähr von Verwaltungsverfahren, DV, Bd. 51 (2018), σ. 31 (317).
[25] Σε αντιδιαστολή προς το Σύνταγμα των ΗΠΑ με τις εγγυήσεις της Due Process στην Πέμπτη και Δέκατη Τέταρτη Τροποποίηση του 1791. Βλ. συναφώς E. Schmidt-Aßmann, Due Process und Grundrechtsschutz durch Verfahren. Eine vergleichende Untersuchung zum amerikanischen und deutschen Verwaltungsverfahrensrecht, AöR, Bd. 142 (2017), σ. 325 (338). Ως προς τη σημασία της Administrative Procedure Act (APA) για την οργάνωση και λειτουργία του Διοικητικού Κράτους στις ΗΠΑ και του χαρακτηρισμού της ως οιονεί Συντάγματος του Διοικητικού Κράτους, βλ. Μ.-Χρ. Βλάχου-Βλαχοπούλου, Ο δικαστικός έλεγχος του Διοικητικού Κράτους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εις Α. Ράντου/Ε. Πρεβεδούρου (επιμ.), Η αίτηση ακυρώσεως, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023 (υπό δημοσίευση).
[26] Βλ. διεξοδικά, για το γερμανικό δίκαιο, E. Schmidt–Aßmann/A.-K. Kaufhold, §27. Der Verfahrensgedanke im deutschen und europäischen Verwaltungsrecht, ό.π., αρ. περ. 31.
[27] J. Held, Der Grundrechtsbezug des Verwaltungsverfahrens, 1984, σ. 64 επ.· H.-W. Laubinger, Grundrechtschutz durch Gestaltung des Verwaltungsverfahrens, VerwArch, Bd. 73 (1982), σ. 60 (62)· Ε. Schmidt-Aßmann, Der Verfahrensgedanke im deutschen und europäischen Verwaltungsrecht, ό.π., αρ. περ. 33-36. Βλ. και Κ. Γώγο, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ. 59 επ.
[28] Χαρακτηριστική συναφώς η απόφαση για τον πυρηνικό σταθμό του Mülheim-Kärlich, BVerfG 53, 30 (65 επ.).
[29] Για τη σχετική προβληματική στη Γαλλία, η οποία οψίμως άρχισε να απασχολεί τη θεωρία, βλ. M. Morales, La constitutionnalisation de la procédure administrative non contentieuse, RFDA 2021, σ. 1077.
[30] Ν. Νικολάκη, Άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, εις Σπυρόπουλος/Ανθόπουλος/Κοντιάδης/Γεραπετρίτης, ΕρμΣυντ, 2017· Η. Κουβαρά, Άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, εις Βλαχόπουλος/Κοντιάδης/Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Syntagma Watch.
[31] Ο Ν. Νικολάκης, Άρθρο 6 ΚΔΔ, εις Γκέρτσου/Πρεβεδούρου/Πυργάκη (επιμ.), Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, αρ. περ. 5, επισημαίνει ότι η φύση της προηγούμενης ακρόασης είναι διττή, καθόσον αυτή κατοχυρώνεται τόσο ως ατομικό (διαδικαστικό) δικαίωμα (ΣτΕ 555/2019, σκέψη 10, 2703/2017, σκέψη 16) όσο και ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (ΣτΕ Ολ 869/2018, σκέψη 7, 598/2020, σκέψη 15).
[32] Ι. Συμεωνίδη, Η πρόσβαση στα έγγραφα και λοιπά στοιχεία της Διοίκησης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 30 επ. Όπως εκθέτει η Χ. Τζέμου, Άρθρο 5 ΚΔΔιαδ, εις Γκέρτσου/Πρεβεδούρου/Πυργάκη (επιμ.), Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη [ως προς τη νομολογία πρβλ. και αποφάσεις ΑΠ 148/2013, ΔΕφΑθ 1258/2009, 1473/2009, 368/2011], το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα ερείδεται πλέον ρητώς στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του Συντ. σε συνδυασμό με το άρθρο 5Α Συντ., ενώ εντάσσεται στην κατηγορία των ονομαζόμενων και δικαιωμάτων διαδικασίας [Χρυσόγονος, 2006, σελ. 413, δικαιώματα αναφοράς, δικαστικής προστασίας και προηγούμενης ακρόασης]. Κατ’ άλλη γνώμη [Μουζουράκη σε Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, ΕρμΣυντ (2017), σελ. 245], η παρ. 3 του άρθρου 10 του Συντ. αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του δικαιώματος της αναφοράς της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και κατοχυρώνει μόνο την υποχρέωση απάντησης, και όχι κατ’ αρχήν ικανοποίησης, επί των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων [πρβλ. και ΣτΕ 1590/2012, Ολ 94/2013], ενώ το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα κατοχυρώνεται με πιο θεμελιακό τρόπο σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, στην αρχή του Κράτους δικαίου, ως επιμέρους έκφανση της αρχής της φανεράς δράσης της Διοίκησης και της δημοσιότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, στη δημοκρατική αρχή (άρθρο 1 Συντ.), στα δικαιώματα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1), αναφοράς (άρθρο 10 παρ. 1), έκφρασης (άρθρο 14 παρ. 1), δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1), προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2) και πληροφόρησης (άρθρο 5Α). Βλ. και γνωμ. ΝΣΚ 19/2017, καθώς και ΕγκΕισΑΠ 6/2006, όπου παρατίθεται (μεταξύ άλλων) το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων και αρχών, επί των οποίων ερείδεται το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα (βλ. και ειδική σχετική αντίκρουση της τελευταίας αυτής θέσης ότι το άρθρο 10 παρ. 3 Συντ. κατοχυρώνει μόνο την υποχρέωση απάντησης και τίποτα περισσότερο σε Χ. Ντουχάνη, Πρόσβαση στα έγγραφα και διαφάνεια της διοικητικής δράσης, επιμ. Σπανού, 2010, σελ. 195).
[33] ΣτΕ 2251/2013, 2243/2011 7μ, 894, 2318/2007, 2364/2006, 620/2004 7μ σκέψη 8, 664/2006, 1165, 1555/2004, 2522/2001 7μ, 1117/2000 7μ, 915/2014. Οι κανόνες αυτοί διατυπώθηκαν πολύ πριν τη νομοθετική κατοχύρωση της αρχής της αμεροληψίας [ήδη με την ΣτΕ 1187/1950 αρχικώς], η οποία αποτελούσε γενική αρχή του δικαίου (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 7 του ΚΔΔιαδ). Πριν την απόφαση αυτή, δεν αναγνωριζόταν η αρχή της αμεροληψίας στην Ελλάδα [ΣτΕ 609-610/1945 κατά τις οποίες οι κανόνες περί εξαιρέσεως των διοικητικών οργάνων ετύγχαναν εφαρμογής «μόνο όταν και όπου ο νόμος ειδικώς προβλέπει λόγους εξαιρέσεως από της συμμετοχής εις επιτροπάς ή συμβούλια ωρισμένων προσώπων, οπότε και καθορίζονται και οι όροι ως και η διαδικασία της εξαιρέσεως και αναπληρώσεως αυτών»]. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχή της αμεροληψίας υποχωρεί ενόψει αντίθετης ρητής ή και συναγόμενης νομοθετικής διάταξης [ΣτΕ 4238-4240/1986]. Ο κανόνας αυτός βρήκε εφαρμογή στην ειδική περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 6 του ΚΔΔιαδ, όταν δηλαδή δηλώνεται αποχή ή ζητείται εξαίρεση τόσων μελών συλλογικού οργάνου, ώστε τα απομένοντα μέλη να μην σχηματίζουν απαρτία. η αρχή της αμεροληψίας, ενόψει μάλιστα του ευρέος περιεχομένου της, δεν χρησιμεύει ως ερμηνευτικό εργαλείο για την ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης και την εφαρμογή ειδικών διατάξεων άλλης νομοθεσίας που θάλπουν την εν λόγω αρχή [ΣτΕ 1117/2000 7μ με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική και άρα ανεφάρμοστη διάταξη που προέβλεπε συμμετοχή του Πρύτανη, ο οποίος άσκησε την πειθαρχική δίωξη, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΑΕΙ] ή για την ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης υπό το φως της αρχής της αμεροληψίας [ΣτΕ 2364/2006, περίπτωση συμμετοχής προϊσταμένου διεύθυνσης πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως προέδρου του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου της ενώ ο ίδιος παρέπεμψε εκπαιδευτικό στο συμβούλιο αυτό]. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμενοποίηση της αρχής κατά την κείμενη νομοθεσία δεν μπορεί να έχει αποκλειστικό αλλά απλά ενδεικτικό χαρακτήρα, επομένως, οι τρεις προβλεπόμενοι στο άρθρο 7 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ λόγοι αποχής ή εξαίρεσης έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα. Βλ. και εξαντλητικά για το ζήτημα αυτό, Ι. Μαθιουδάκη, Η αρχή της αμεροληψίας της Διοίκησης, Ανιόν, 2008.
[34] Συναφώς βλ. ΣτΕ 4635/1977 7μ. Πρβλ. και ΠΕ 186/2013. Αναλυτικά, Β. Καψάλη, Άρθρο 17 ΚΔΔιαδ, εις Γκέρτσου/Πρεβεδούρου/Πυργάκη (επιμ.), Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019.
[35] Ειδικότερα, η εν λόγω υποχρέωση θεμελιώνεται στην αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και στην αρχή της νομιμότητας ως ειδικότερη έκφανση της προηγούμενης, καθώς και στην αρχή της φανερής δράσης και της διαφάνειας της διοίκησης (άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος)⋅ ερείδεται επίσης στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και στην ίδια την εγγύηση της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ (άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος), ενώ συνδέεται με τις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και, σανιότερα, με την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος).
[36] Το δικαίωμα άσκησης των διοικητικών προσφυγών, που δεν προβλέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων, απορρέει από το συνταγματικό δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 του Συντ. [βλ. Κ. Ρέμελη, Οι άτυπες διοικητικές προσφυγές, σελ. 17 και ΣτΕ 3826/2007 σκ. 6]. Για το εύρος του δικαιώματος αναφοράς βλ., αντί πολλών, Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Μουζουράκη), ΕρμΣυντ (2017), άρθ. 10 αρ. 1 επ. Η συνταγματική θεμελίωσή τους συνεπάγεται την αδυναμία κατάργησης του δικαιώματος άσκησής τους με νομοθετική διάταξη, αφού το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει ένα minimum προστασίας του διοικουμένου σε επίπεδο Διοίκησης. Το μόνο που μπορεί να πράξει ο νομοθέτης είναι να επαυξήσει την παρεχόμενη προστασία με τη νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας άσκησης των λεγόμενων τυπικών προσφυγών, που ρυθμίζονται στο άρθρο 25 του Κώδικα. Βλ. Σ. Κυβέλο, Η ενδικοφανής προσφυγή, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σ. 47.
[37] ΦΕΚ Α΄146.
[38] Άρθρο 67 του Ν. 4961/2022.
[39] Σε αυτό καταγράφονται όλες οι διοικητικές διαδικασίες του δημόσιου τομέα σύμφωνα με το άρθρο 90 του Ν. 4727/2020 (ΦΕΚ Α΄ 184).
[40] Προβλέπεται στο άρθρο 45 του Ν. 4635/2019 (Α΄ 167), βάσει του οποίου επιλέγονται προς αξιολόγηση, απλούστευση και ψηφιοποίηση οι διοικητικές διαδικασίες του δημόσιου τομέα.
[41] Προβλέπεται στο άρθρο 47 του Ν. 4635/2019 (ΦΕΚ Α΄ 167) και καταγράφει και παρακολουθεί τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εξέλιξη της γραφειοκρατίας στην Ελλάδα με ποσοτικούς και ποιοτικούς όρους, εκπονεί μελέτες βελτίωσης των διοικητικών υπηρεσιών, διενεργεί έρευνες αποτύπωσης της κοινής γνώμης και υποστηρίζει τους φορείς του δημόσιου τομέα για τη βελτίωση των διαδικασιών τους μέσα από την παροχή στοιχείων και τεκμηρίωσης.
[42] Κανονισμός (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, ΕΕ L 55.
[43] Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ΕΕ L 11. Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας, οι ΕΑΑ και η Επιτροπή, από κοινού, συγκροτούν ένα δίκτυο δημόσιων αρχών που εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης σε στενή συνεργασία (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού).
[44] Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ και Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κωδικοποίηση) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ), ΕΕ L 248.
[45] Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, ΕΕ L 1, Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ΕΕ L 11.
[46] Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), Ταμείο Συνοχής (ΤΣ), Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ).
[47] Οδηγίες 23/2014/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, οδηγία 24/2014/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 , σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και 25/2014/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, ΕΕ L 94.
[48] Για τις σχέσεις μεταξύ των αρχών αυτών, βλ. διεξοδικά N. I. Simantiras, Netzwerke im europäischenVerwaltungsverbund, Mohr Siebeck, Tübingen, 2016.
[49] Ενδεικτικά E. Schmidt-Aßmann/B. Schöndorf-Haubold, §5. Verfassungsprinzipien für den Europäischen Verwaltungsverbund, in Voßkuhle/Eifert/Möllers (Hg.), Grundlagen des Verwaltungsrechts, C.F. Beck, 2022.
[50] K. Pabel, Unionsrechtliche Einwirkungen auf das Verfahren, W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, IV, § 115.
[51] Βλ., ενδεικτικά, Ε. Πρεβεδούρου, εις Β. Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας. Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Εκδ. Σάκκουλα, 2020, Άρθρο 4 ΣΕΕ, αρ. περ. 49 επ.
[52] Βλ., ανωτέρω, την περιβαλλοντική δημοκρατία που εγκατέστησε η σύμβαση του Άαρχους.
[53] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 160) και Ν. 4636/2019, Περί διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 169), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4939/2022, Κύρωση Κώδικα Νομοθεσίας για την υποδοχή, τη διεθνή προστασία πολιτών τρίτων χωρών και ανιθαγενών και την προσωρινή προστασία σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων αλλοδαπών (ΦΕΚ Α΄ 111). Βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 119-130, ΣτΕ 689/2021, σκέψη 10.
[54] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα, ΕΕ L 140.
[55] Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 2/13, το νομικό μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές (ECLI:EU:C:2014:2454, σκέψη 168).
[56] Α.-Κ. Kaufhold, Grundsätze der gegenseitigen Anerkennung und des gegenseitigen Vertrauens, W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, ΙI, § 48.
[57] ΔΕΕ αποφάσεις N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 78 έως 80, καθώς και Melloni, EU:C:2013:107, σκέψεις 37 και 63.
[58] Βλ., ενδεικτικά, τον κανονισμό (ΕΕ) 604/2013, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ L180) και τις οδηγίες 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ L 337) και 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180). Στην ελληνική έννομη τάξη, τα ανωτέρω ρυθμίζονται με τον Ν. 4636/2019, περί διεθνούς προστασίας (ΦΕΚ Α΄ 169), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4939/2022.
[59] Ως συμπληρωματικές πηγές λειτουργούν συναφώς οι Κώδικες που συντάσσουν τα θεσμικά όργανα για τη συμπεριφορά των υπαλλήλων τους. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εν προκειμένω δύο κείμενα ηπίου δικαίου του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, δηλαδή ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, για την ουσιαστική εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης (με τις γενικές αρχές ορθής διοικητικής συμπεριφοράς οι οποίες εφαρμόζονται σε όλες τις σχέσεις των θεσμικών οργάνων και των διοικήσεών τους με το κοινό) και οι Θεμελιώδεις αρχές της δημόσιας διοίκησης για τους υπαλλήλους της ΕΕ (αφοσίωση στην ΕΕ και τους πολίτες της, ακεραιότητα, αντικειμενικότητα, σεβασμός προς τους άλλους, διαφάνεια). Πολλοί από τους κανόνες αυτούς αποτελούσαν γραπτές ή άγραφες αρχές.
[60] H. Pünder, Verwaltungsverfahren in rechtsvergleichender Perspektive”, σε W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, IV, § 116.
[61] Βλ. συναφώς J.-P. Schneider/H. C. F. Hofmann/J. Ziller, Die ReNEUAL Model Rules 2014: Ein Verwaltungsverfahrensrecht für Europa, JZ 2015, σ. 265 και τις συμβολές σε J.-P. Schneider/K. Rennert/N. Marsch (Hrsg.), ReNEUAL. Musterentwurf für ein EU-Verwaltungsverfahrensrecht. Tagungsband, 2016· K. Rennert, ReNEUAL-Musterentwurf für ein EU-Verwaltungsverfahrensrecht aus der Sicht des BVerwG, DVBl 2016, σ. 69· St. Augsberg, Verwaltungsverfahrensrecht der Europäischen Union. Der Kodifikationsentwurf des „Research Network on European Administrative Law“ in rechtsvergleichender Perspektive. Einige Anmerkungen aus deutscher Sicht, DV, Bd. 50 (2017), σ. 1 επ.
[62] Τη σημασία της κωδικοποίησης του ευρωπαϊκού διοικητικού δικαίου αναδεικνύει ο J.-P. Schneider, “Κodifikation des europäischen Verwaltungsrechts“, σε W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, II, § 56. Μια δογματική ανάλυση της έννοιας της κωδικοποίησης για τη νομοθετική παραγωγή στο ευρωπαϊκό διοικητικό δίκαιο περιέχει η διατριβή του L. Hartmann, DieKodifikation des Europäischen Verwaltungsrechts. Theoretische und dogmatische Grundlagen, Mohr Siebeck, 2020.
[63] Βλ. διεξοδικά P. Lazaratos, Rechtliche Auswirkungen der Verwaltungsautomation auf das Verwaltungsverfahren, Duncker & Humblot, Berlin, 1989.
[64] Και η ελληνική Διοίκηση χρησιμοποιεί τα πληροφοριακά συστήματα στα πεδία της φορολογίας, της κοινωνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας. Γενικά οι αυτοματοποιημένες πράξεις που εκδίδονται ηλεκτρονικά χωρίς τη μεσολάβηση δημοσίων υπαλλήλων είναι ελάχιστες και η έκδοσή τους προϋποθέτει α) ηλεκτρονική αίτηση με την οποία ο ενδιαφερόμενος τροφοδοτεί το πληροφοριακό σύστημα με τα στοιχεία που αντιστοιχούν στις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης και β) ειδικό λογισμικό, δηλαδή τον αλγόριθμο, που εξετάζει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων και εκδίδει αυτοματοποιημένα θετική ή αρνητική ψηφιακή πράξη. Με τον Ν 3979/2011, Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση (ΦΕΚ Α΄ 138), προβλέφθηκε ως δυνατότητα η έκδοση «ηλεκτρονικών» διοικητικών πράξεων, οι οποίες φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ασφαλή χρονοσήμανση και έχουν την ίδια νομική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα. Με τον Ν 4495/2017, Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος (ΦΕΚ Α΄ 167), προβλέφθηκε η ηλεκτρονική έκδοση οικοδομικών αδειών. Περαιτέρω, στον Ν 4727/2020, Ψηφιακή Διακυβέρνηση (Ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2102 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024) Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972) και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 184), προβλέπεται ότι όλες οι διαδικασίες για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων από τους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως η σύνταξη, η προώθηση για υπογραφή, η θέση υπογραφής, η έκδοση, η χρέωση προς ενέργεια εισερχομένων εγγράφων, η εσωτερική και η εξωτερική διακίνηση, η πρωτοκόλληση, καθώς και η αρχειοθέτησή τους πραγματοποιούνται αποκλειστικάμέσω ΤΠΕ. Ειδικότερα, τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα παράγονται είτε πλήρως αυτοματοποιημένα μέσω ειδικού πληροφοριακού συστήματος που συνθέτει κατάλληλα στοιχεία δεδομένων, είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής γραφείου, είτε μέσω ψηφιοποίησης έντυπου εγγράφου και φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Βλ. και Η. Κουβαρά, Το παραδεκτό στη διοικητική δίκη. Η πρόσβαση στο δικαστή υπό το φως των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 374.
[65] «Ein Verwaltungsakt kann vollständig durch automatische Einrichtungen erlassen werden, sofern dies durchRechtsvorschrift zugelassen ist und weder ein Ermessen noch ein Beurteilungsspielraum besteht».
[66] Απλουστευτικά και σχηματικά αναφέρεται ότι ο αλγόριθμος είναι μια πεπερασμένη σειρά ενεργειών, αυστηρά καθορισμένων και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο, που στοχεύουν στην επίλυση ενός προβλήματος, δηλαδή μια συστηματική διαδικασία αριθμητικών χειρισμών, αποτελεί δε τη βάση και της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), καθώς τροφοδοτούμενος με δεδομένα, μέσα από την κατάλληλη υπολογιστική διαδικασία, δημιουργεί ένα νέο επιθυμητό αποτέλεσμα. Για τα προβλήματα διαφάνειας που δημιουργεί η χρήση των αλγορίθμων στη διοικητική διαδικασία, βλ. E. Mouriesse, L’opacité des algorithmes et la transparence administrative, RFDA 2019, σ. 45. Για τη Γερμανία, βλ. U. Schliesky, Digitalisierung des Verwaltungsverfahrens, W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, IV, 2022, § 113, ο οποίος παρουσιάζει, αφενός, τα ενωσιακά και συνταγματικά ερείσματα της διαμόρφωσης της ψηφιακής διαδικασίας που αποδυναμώνει την κλασική γερμανική διάκριση μεταξύ οργάνωσης και διαδικασίας και, αφετέρου, τα προβλήματα ένταξης της τεχνητής νοημοσύνης, επισημαίνει δε την ανάγκη θέσπισης νέων κανόνων προς αντικατάσταση πολλών παρωχημένων ρυθμίσεων του κώδικα διοικητικής διαδικασίας. Για τα νέα πεδία αναφοράς του διοικητικού δικαίου, στη γερμανική θεωρία, βλ. βιβλιοπαρουσίαση της Ε. Πρεβεδούρου για το συλλογικό έργο Ηandbuch des Verwaltungsrechts των καθηγητών Wolfgang Kahl και Markus Ludwigs,: Ο ιδανικός πλοηγός στην επιστήμη του γερμανικού Διοικητικού Δικαίου, e-politeia, τεύχος 6/2023, σ. 291 (316). Για την εφαρμογή ης τεχνητής νοημοσύνης στη λήψη της δικαστικής απόφασης, βλ. την ορθολογική και αντικειμενική προσέγγιση του Προέδρου Ι. Σαρμά, Το μέλλον της δικαστικής απόφασης σε εποχές τεχνητής νοημοσύνης, e-politeia, τεύχος 6/2023, σ. 136. Για τη σχετική συζήτηση στη Γαλλία, βλ., ενδεικτικά, J.-M. Sauvé, Le jugeadministratif et l’intelligence artificielle, intervention du 20 avr. 2018 lors de Conférence des présidents des juridictionsadministratives, κατά τον τον οποίον, ο νομικός συλλογισμός είναι υπερβολικά ανθρώπινος ώστε η έννοια μιας δικαστικής απόφασης να μπορεί να προβλεφθεί από έναν αλγόριθμό όσο ισχυρός και αν είναι. Την άποψη αυτή συμμερίζεται σε μεγάλοβαθμό το Conseil d’État (βλ. και B. Stirn, Premières réflexions sur le juge administratif et le droit prédictif, APD, 2018, t. 60,σ. 218 : « Il existe en outre une irréductible singularité du procès administratif qu’aucun algorithme ne saurait prétendre remplacer ». M. Guyomar, Le point de vue du juge, in La justice prédictive, Dalloz 2018, σ. 98 : « Je ne crois pas que l’intelligence artificielle puisse nous aider en quoi que ce soit à apprécier la validité d’une norme »). Η συντριπτικήπλειονότητα των θεωρητικών είναι της ίδιας άποψης (ενδεικτικά Y. Meneceur, Quel avenir pour la “justice prédictive” ?, JCP févr. 2018, n° 7, 190· L.-M. Augagneur, D’où jugez-vous ?, JCP mars 2018, n° 13, 341· I. Sayn, Connaître la production des juridictions ou prédire les décisions de justice ?, Les cahiers de la justice, 2019. 229). Βλ. και F. Alhama, Vers une plus grande accessibilité des décisions rendues par les juridictions administratives ; RFDA 2019, σ. 695.
[67] Y. Hermstrüwer, Artificial Intelligence and Administrative Decisions under Uncertainty, in T. Wischmezer & T. Radmacher (ed.), Regulating Artificial Intelligence, Springer Nature (2020), σ. 199-223.
[68] Βλ. διεξοδικά για τα ζητήματα αυτά Λ. Μήτρου, Μπορεί ο αλγόριθμος να διοικεί; Τεχνητή νοημοσύνη και διοίκηση: μια όχι και τόσο προφανής σχέση, εις Λ. Μήτρου (επιμ.), Μπορεί ο αλγόριθμος…Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2023, σ. 235.
[69] Aναλυτικά Μ. Martini, Digitalisierung der Verwaltung, in W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, I, 2021, § 28, ο οποίος εξετάζει τις προκλήσεις που θέτει η ΤΝ για τη δημοκρατική νομιμοποίηση και το κράτος δικαίου καθώς και τις επιταγές ελέγχου που απορρέουν από την έννομη τάξη. Για μια πανοραμική θεώρηση του νέου δικαίου της τεχνητής νοημοσύνης στις πολλαπλές εφαρμογές της, βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Το «εγωιστικό» γονίδιο του δικαίου και το δίκαιο της τεχνητής νοημοσύνης. Από τον ανθρωποκεντρισμό στον οικοκεντρισμό και στους έξυπνους αλγόριθμους, Εκδ. Ευρασία, 2023, σ. 85 επ., με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές.
[70] Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη) και για την τροποποίηση ορισμένων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης {SEC(2021) 167 final} – {SWD(2021) 84 final} – {SWD(2021) 85 final}.
[71] Βλ. και κατευθυντήριες γραμμές δεοντολογίας για αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη, κείμενο ήπιου δικαίου που εκπονήθηκε από την ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για την ΤΝ. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 8 Απριλίου 2019.
[72] Αναλυτικά Η. Κωστή, Μπορεί ο αλγόριθμος να είναι δίκαιος; Ο αλγόριθμος και ο λευκός άνδρας: προκαταλήψεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη, εις Λ. Μήτρου (επιμ.), Μπορεί ο αλγόριθμος…Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2023, σ. 97 (132 επ.).
[73] Άρθρο L-311-3-1 του CRPA: «Sous réserve de l’application du 2° de l’article L. 311-5, une décision individuelle prise sur le fondement d’un traitement algorithmique comporte une mention explicite en informant l’intéressé. Les règles définissant ce traitement ainsi que les principales caractéristiques de sa mise en œuvre sont communiquées par l’administration à l’intéressé s’il en fait la demande.
Les conditions d’application du présent article sont fixées par décret en Conseil d’Etat.
Άρθρο R-311-3-1 του CRPA: L’administration communique à la personne faisant l’objet d’une décision individuelle prise sur le fondement d’un traitement algorithmique, à la demande de celle-ci, sous une forme intelligible et sous réserve de ne pas porter atteinte à des secrets protégés par la loi, les informations suivantes : 1° Le degré et le mode de contribution du traitement algorithmique à la prise de décision; 2° Les données traitées et leurs sources; 3° Les paramètres de traitement et, le cas échéant, leur pondération, appliqués à la situation de l’intéressé ; 4° Les opérations effectuées par le traitement». Για τα προβλήματα διαφάνειας που δημιουργεί η χρήση των αλγορίθμων στη διοικητική διαδικασία, βλ. E. Mouriesse, L’opacité des algorithmes et la transparence administrative, ό.π., σ. 45.
[74] Πρόκειται για απόρρητα που ανάγονται στις συσκέψεις της κυβέρνησης και των αρμόδιων αρχών της εκτελεστικής εξουσίας, στην εθνική άμυνα, στην εξωτερική πολιτική της χώρας, στην κρατική ασφάλεια, στην ασφάλεια των συστημάτων πληροφόρησης των πολιτών, στο νόμισμα, σε ένδικες διαδικασίες κ.λπ.
[75] Cons. const., décision n° 2018-765 DC, du 12 juin 2018. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απηύθυνε προειδοποίηση για τηχρήση αλγορίθμων αυτοοργανούμενης μάθησης: : « Ne peuvent être utilisés, comme fondement exclusif d’une décision administrative individuelle, des algorithmes susceptibles de réviser eux-mêmes les règles qu’ils appliquent, sans le contrôle et la validation du responsable du traitement. ».
[76] “…(2) Einer Begründung bedarf es nicht,
….
- wenn die Behörde gleichartige Verwaltungsakte in größerer Zahl oder Verwaltungsakte mit Hilfe automatischer Einrichtungen erlässt und die Begründung nach den Umständen des Einzelfalls nicht geboten ist….“
[77] Βλ. διεξοδική ανάλυση της προβληματικής με ανάδειξη όλων των πτυχών και λεπτές διακρίσεις σε Κ. Γώγο, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ. 312 επ.
[78] X. Domino/A. Bretonneau, Jurisprudence Danthony : bilan après 18 mois, AJDA 2013, σ. 1733˙ St. Douteaud, Jurisprudence Danthony : théorie des moyens inopérants, des formalités non substantielles ou des vices non substantiels ?, RFDA 2018, σ. 109˙ V. Kapsali, Les droits des administrés dans la procédure administrative non contentieuse. Étude comparée des droits français et grec, ό.π., σ. 614˙ G. Roux, La notion de personnes «intéressées» au sens de la jurisprudence Danthony, AJDA 2017, σ. 1649˙ Κ. Γώγου, Διαδικαστικά Σφάλματα και Ακύρωση των Διοικητικών Πράξεων, ό.π, σ. 105 επ. Τη βασική σκέψη της απόφασης Danthony επικαλείται και η μειοψηφία στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3632/2015, προς στήριξη της κρίσης ότι η υπό εξέταση πλημμέλεια της διαδικασίας (απλή γνωμοδότηση, η οποία δεν προέκυψε από ψηφοφορία των μελών του γνωμοδοτούντος συλλογικού οργάνου) δεν επιφέρει την ακύρωση της τελικώς εκδοθείσης αποφάσεως, εφ’ όσον δεν προσδιορίζεται ειδικώς η επιρροή που άσκησε η εν λόγω πλημμέλεια στην διαμόρφωση του περιεχομένου της παραδεκτώς προσβαλλομένης πράξεως.
[79] Ενδεικτικά, E. Barbin, Le contrôle juridictionnel de l’outil numérique d’aide à la décision administrative, RFDA 2021, σ. 491. Για το ζήτημα της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης από την ίδια τη δικαιοσύνη για την έκδοση της δικαστικής απόφασης, βλ. υποσημ. 66.
[80] Βλ. διεξοδικά Ν. Νικολάκη, Ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης στην εποχή του ψηφιακού κράτους, εις Το βιώσιμο κράτος. Τιμητικός Τόμος για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 35.
[81] ΣτΕ Ολ 2210/2020, σκέψη 9. Βλ. και αποφάσεις ΣτΕ Ολ 665/2021 (διεξαγωγή δειγματοληπτικού ελέγχου των προσώπων που εισέρχονται από την αλλοδαπή προς περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού), ΣτΕ Ολ 580/2021 (εκκαθάριση δαπανών παρόχων υγείας κατόπιν του προβλεπόμενου στον Ν. 4638/2016 δειγματοληπτικού ελέγχου), ΣτΕ Ολ 2649/2017, σκέψη 31 (πλήρες ηλεκτρονικό οπλοστάσιο με συνεχή αύξηση της υπολογιστικής δύναμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και δυνατότητα ταχύτατης επεξεργασίας δεδομένων για τις ελεγκτικές αρχές), ΣτΕ 637/2020, σκέψη 8 (διαδικτυακή ανάρτηση δασικών χαρτών), ΣτΕ Ολ 519/2015 (ψηφιοποίηση εκλογικής διαδικασίας). Εξαιρετική απόφαση υπό το παραπάνω πρίσμα είναι η ΣτΕ 497/2021, με την οποία το Γ΄ Τμήμα προστάτευσε τον ιδιώτη, με το σκεπτικό ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης επιβάλλει στη Διοίκηση ουσιώδεις υποχρεώσεις, συνιστάμενες, κατ’ αρχήν, στην πρόσδοση στα πληροφοριακά συστήματα της μεγαλύτερης, κατά το δυνατόν, «αντιληπτικότητας, χρηστικότητας, κατανοησιμότητας και στιβαρότητας». Η απόφαση παραπέμπει στην οδηγία 2016/2102/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα (ΕΕ 2016, L 327).
[82] Ν. Νικολάκη, Ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης στην εποχή του ψηφιακού κράτους, ό.π., σ. 44, με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές.
[83] ΣτΕ Ολ 3037/2008: “δοθέντος ότι θεμελιώδη επιδίωξη του κράτους δικαίου αποτελεί ο περιορισμός της διακριτικής ευχερείας της Διοικήσεως στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, η δια νόμου χορήγηση στη Διοίκηση διακριτικής ευχερείας, και μάλιστα κατά την άσκηση αρμοδιότητος που απολήγει στην επιβολή περιορισμού στην άσκηση ατομικού δικαιώματος, είναι ανεκτή από το Σύνταγμα, μόνον κατά το μέτρο που η χορήγηση διακριτικής ευχερείας δικαιολογείται επαρκώς από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως”.