H έννοια της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (ΔΕΕ της 29ης Μαρτίου 2022, BN, DM,ENκατά Getin Noble Bank S.A. C‑132/20, EU:C:2022:235)
1. Με την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, BN, DM,EN κατά Getin Noble Bank S.A. C‑132/20, το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένες συνθήκες διορισμού των Πολωνών δικαστών, ως προς τις οποίες υποβλήθηκαν προδικαστικά ερωτήματα από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είναι αφεαυτών ασύμβατες προς τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου στον τομέα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, ιδίως όσον αφορά τη διατήρηση στην υπηρεσία δικαστή που διορίστηκε υπό το κομμουνιστικό καθεστώς. Η απόφαση παρέχει νέες διευκρινίσεις σχετικά με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα εξετάζονται ζητήματα σχετικά τον τρόπο λειτουργίας του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου της Πολωνίας, στο μέτρο που το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα του νόμου βάσει του οποίου συγκροτήθηκε το εν λόγω Συμβούλιο.
2. To αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης στην παρούσα δίκη, δηλαδή η προσθήκη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, είναι εντελώς επικουρικό σε σχέση με το διακύβευμα των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το ανώτατο πολωνικό δικαστήριο και αφορά τις αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τριών δικαστών του εφετείου, το οποίο αποφάνθηκε επί της διαφοράς, υπό το πρίσμα των επιταγών του κράτους δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για την ερμηνεία των άρθρο 2, 4 παρ. 3, 6 παρ. 1 και 3 και 19 παρ. 1 ΣΕΕ, των άρθρων 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, η προδικαστική παραπομπή εντάσσεται στο πνεύμα της απόφασης του τμήματος μείζονος σύνθεσης επί της υπόθεσης που αποκαλείται «η ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου» (της 19ης Νοεμβρίου 2019, C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A.K. κ.λπ.) [1]. Η σημασία της υπό εξέταση απόφασης ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση υπαγωγής της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία. του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, ο ευαίσθητος και σύνθετος χαρακτήρας των νομικών ζητημάτων που εγείρει η υπό κρίση υπόθεση συμβιβάζεται δυσχερώς με την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας [2]. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στο Δικαστήριο σχεδόν τρεις μήνες μετά την έκδοσή της, στοιχείο που καταδεικνύει ότι η υπόθεση δεν αφορά εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση. Τούτου δοθέντος, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά προτεραιότητα, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.
3. Πρώτον, το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί της επιχειρηματολογίας του Συνηγόρου του Πολίτη, που είναι εντελώς παράδοξη. Υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι απαράδεκτη, λόγω πλημμελειών τις οποίες ενέχει ο διορισμός στο δικαστικό σώμα του δικαστή από τον οποίο συγκροτείται το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και των αμφιβολιών που μπορούν ευλόγως να προκληθούν όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του. Η φύση και η σοβαρότητα των πλημμελειών που ενέχει ο διορισμός στο δικαστικό σώμα του δικαστή από τον οποίο συγκροτείται το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέστησαν ανενεργή τη διαδικασία διορισμού και, ως εκ τούτου, στερούν από τον δικαστή την ιδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου. Συγκεκριμένα, οι πλημμέλειες αυτές είναι τέτοιες ώστε να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω δικαστής συνιστά δικαστήριο εγκύρως συσταθέν, το οποίο πληροί το κριτήριο περί δικαστηρίου «που έχει […] συσταθεί νομίμως», κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο, ως ανεμένετο, έκρινε ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται στο ίδιο, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και του εθνικού δικαστηρίου, να διακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί οργανώσεως των δικαστηρίων και με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες [3]. Συνεπώς, δεσμεύεται από την απόφαση περί παραπομπής που εξέδωσε δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον η απόφαση αυτή δεν έχει εξαφανιστεί διά της ασκήσεως μέσου ένδικης προστασίας που ενδεχομένως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο [4]. Εφόσον η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προέρχεται από εθνικό δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι το συγκεκριμένο δικαστήριο πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης συνθέσεώς του. Πάντως, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί σε περίπτωση κατά την οποία από αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εκδοθείσα από εθνικό ή διεθνές δικαστήριο, προκύπτει ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47 δεύτερο εδ. του Χάρτη. Περαιτέρω, το παραπάνω τεκμήριο ισχύει αποκλειστικώς για την εκτίμηση του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ [5]. Εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι συνθήκες διορισμού των δικαστών που συγκροτούν το αιτούν δικαστήριο πληρούν κατ’ ανάγκην τα εχέγγυα πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ., ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, θα μπορούσε να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα αν η σημασία των στοιχείων που αφορούν την προσωπική κατάσταση ενός ή περισσοτέρων δικαστών εθνικού δικαστηρίου που υποβάλλουν επισήμως αίτηση βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δεν περιοριζόταν μόνον στο ή στα συγκεκριμένα άτομα, αλλά είχε αντίκτυπο στη συνολική λειτουργία του εθνικού οργάνου στο οποίο ανήκουν οι δικαστές. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να ανακύψει, επί παραδείγματι, στην περίπτωση δικαιοδοτικού οργάνου που είναι δέσμιο ή τελεί υπό ομηρεία σε κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, πολύ απλά δεν μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται ως «δικαστήριο». Θα μπορούσε να ανακύψει σε περίπτωση που η συσσώρευση ζητημάτων σχετικών με τους διορισμούς στο ως άνω (επισήμως δικαιοδοτικό) όργανο, με την ύπαρξη πολιτικής επιρροής στις αποφάσεις του ή και με άλλα στοιχεία αποκαλύπτει τη λειτουργία ενός μηχανισμού στο πλαίσιο του οποίου δεν υφίσταται πλέον ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο άξιο να φέρει αυτόν τον τίτλο. Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, ωστόσο, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο όργανο δεν μπορεί πλέον να θεωρείται «δικαστήριο», ακόμη και στο πλαίσιο της πλέον επιεικούς προσεγγίσεως του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί πλέον να έχει σχέσεις μαζί του. Τότε το όργανο αυτό θα αποκλειόταν εντελώς από κάθε διάλογο [6].
4. To Δικαστήριο εξετάζει, στη συνέχεια, από κοινού τα τρία πρώτα ερωτήματα, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία της αρχής της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, η οποία απορρέει από το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 της οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στον χαρακτηρισμό ως ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου του δικαστικού σχηματισμού ενός δικαστηρίου κράτους μέλους στον οποίο μετέχει δικαστής ο οποίος διορίσθηκε αρχικώς στο δικαστικό σώμα ή μεταγενέστερα σε ανώτερο δικαστήριο δυνάμει αποφάσεως εκδοθείσας από όργανο μη δημοκρατικού καθεστώτος που κατείχε την εξουσία στο εν λόγω κράτος μέλος πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως κατά την οποία οι διορισμοί του συγκεκριμένου δικαστή σε δικαστήρια μετά την πτώση του καθεστώτος αυτού στηρίζονταν στην προϋπηρεσία που είχε αποκτήσει ο εν λόγω δικαστής κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κατείχε την εξουσία το ως άνω καθεστώς ή εφόσον έδωσε όρκο δικαστή μόνον κατά τον αρχικό διορισμό του στο δικαστικό σώμα δυνάμει αποφάσεως οργάνου του ίδιου καθεστώτος. Στο μέτρο που ο δικαστής αυτός εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ένωση, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αν εξετάσει, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, αν η αρμοδιότητα αυτή ασκείται τηρουμένων των αρχών του δικαίου της Ένωσης [7]. Εξετάζεται, ειδικότερα, αν τηρούνται οι επιταγές της μνημονευόμενης στο άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και, σήμερα πλέον, με το άρθρο 47 του Χάρτη [8]. Ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένα δικαιοδοτικό όργανο δύναται να παρέχει αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47 δεύτερο εδ. του Χάρτη, το οποίο μνημονεύει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο ως μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής Η απαίτηση αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου [9].
5. Πάντως, οι περιστάσεις που αφορούν τον αρχικό διορισμό δικαστή σε τέτοια καθήκοντα κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κατείχε την εξουσία το μη δημοκρατικό καθεστώς της ΛΔΠ δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφ’ εαυτών, ικανές να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή κατά την άσκηση των μεταγενέστερων δικαιοδοτικών καθηκόντων του. Άλλωστε, για να προσχωρήσει στην Ένωση, η Δημοκρατία της Πολωνίας έπρεπε να πληροί τα κριτήρια που απαιτούνταν από τα υποψήφια προς προσχώρηση κράτη, όπως αυτά καθορίσθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης στις 21 και 22 Ιουνίου 1993. Τα κριτήρια αυτά απαιτούν από το υποψήφιο κράτος, μεταξύ άλλων, «να διαθέτει σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, την υπεροχή του δικαίου, τα δικαιώματα του ανθρώπου, τον σεβασμό των μειονοτήτων και την προστασία τους». Ομοίως, με το άρθρο 49 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα κάθε ευρωπαϊκού κράτους να ζητήσει να γίνει μέλος της Ένωσης, διευκρινίζεται ότι η Ένωση περιλαμβάνει κράτη τα οποία προσχώρησαν ελευθέρως και οικειοθελώς στις κοινές αξίες που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αξία του κράτους δικαίου, τα οποία σέβονται τις αξίες αυτές και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τις προωθήσουν [10]. Ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, κρίθηκε ότι, καταρχήν, το δικαστικό σύστημα ήταν σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το αιτούν δικαστήριο δεν προβάλλει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ο λόγος για τον οποίο οι συνθήκες του αρχικού διορισμού, πριν από την πτώση του μη δημοκρατικού καθεστώτος της ΛΔΠ, ενός δικαστή που εξακολουθεί να υπηρετεί στο δικαστικό σώμα μετά την πτώση αυτή θα μπορούσαν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του. Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει καμία σαφής και συγκεκριμένη εξήγηση καταδεικνύουσα για ποιον λόγο οι συνθήκες του αρχικού διορισμού του ως άνω δικαστή θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου, θεσμικού οργάνου ή φορέα άσκηση αθέμιτης επιρροής επί του εν λόγω δικαστή.
6. Τα δύο επόμενα ερωτήματα αποσκοπούν στη διευκρίνιση του κατά πόσον το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 της οδηγίας 93/13 αντιτίθενται στον χαρακτηρισμό ως ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, του σχηματισμού ενός δικαστηρίου κράτους μέλους στον οποίο μετέχει δικαστής του οποίου ο αρχικός διορισμός σε θέση δικαστή ή ο μεταγενέστερος διορισμός σε ανώτερο δικαστήριο πραγματοποιήθηκε είτε κατόπιν της επιλογής του ως υποψηφίου δικαστή από όργανο συγκροτηθέν βάσει νομοθετικών διατάξεων οι οποίες κηρύχθηκαν μεταγενέστερα αντισυνταγματικές από το συνταγματικό δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους είτε κατόπιν της επιλογής του ως υποψηφίου δικαστή από όργανο συγκροτηθέν νομίμως, αλλά κατά το πέρας διαδικασίας η οποία δεν ήταν ούτε διαφανής, ούτε δημόσια, ούτε δεκτική ένδικης προσφυγής.
7. Το Δικαστήριο προβαίνει σε εκτενή υπόμνηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και της δικής του. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έχει επισημάνει ότι μολονότι το δικαίωμα σε «δικαστήριο νομίμως λειτουργούν» το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ συνιστά αυτοτελές δικαίωμα, συνδέεται στενότατα με τα εχέγγυα «ανεξαρτησίας» και «αμεροληψίας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Ειδικότερα όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, το ΕΔΔΑ, στην απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418 § 227 και 232), επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών συνεπειών της εν λόγω διαδικασίας στην ορθή λειτουργία και στη νομιμότητα της δικαστικής εξουσίας σε ένα δημοκρατικό κράτος το οποίο διέπεται από την υπεροχή του δικαίου, η διαδικασία αυτή συνιστά, κατ’ ανάγκην, εγγενές στοιχείο της έννοιας του «δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος», κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι η ανεξαρτησία ενός δικαστηρίου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εκτιμάται με βάση, μεταξύ άλλων, τον τρόπο διορισμού των μελών του [11]. Εξάλλου, στη σκέψη 73 της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής (C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232), το Δικαστήριο υπενθύμισε συναφώς, απηχώντας την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι, με την προσθήκη της φράσεως «νομίμως λειτουργούντος» στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της ΕΣΔΑ, επιδιώκεται να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αφεθεί η οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας και να διασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός θα διέπεται από νόμο θεσπιζόμενο από τη νομοθετική εξουσία κατά τρόπο σύμφωνο προς τους κανόνες που διέπουν την άσκηση της αρμοδιότητάς της. Η φράση αυτή απηχεί, μεταξύ άλλων, την αρχή του κράτους δικαίου και αφορά όχι μόνον τη νομική βάση της ίδιας της υπάρξεως του δικαστηρίου, αλλά και τη σύνθεση της έδρας σε κάθε υπόθεση, καθώς και κάθε άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου της οποίας η μη τήρηση καθιστά μη νόμιμη τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων δικαστών στην εξέταση της υποθέσεως, διατάξεις στις οποίες καταλέγονται, ειδικότερα, οι σχετικές με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των μελών του οικείου δικαστηρίου [12]. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, επομένως, ότι τυχόν πλημμέλεια κατά τον διορισμό των δικαστών εντός του οικείου δικαστικού συστήματος συνιστά παράβαση της απαιτήσεως περί δικαστηρίου νομίμως συσταθέντος, ιδίως όταν η πλημμέλεια αυτή είναι τέτοιας φύσεως και σοβαρότητας ώστε να προκαλεί πραγματικό κίνδυνο ασκήσεως αθέμιτης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους άλλων εξουσιών, ιδίως δε της εκτελεστικής, με συνέπεια να διακυβεύεται το αδιάβλητο του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και να δημιουργείται με τον τρόπο αυτό εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ή των συγκεκριμένων δικαστών, όπερ συμβαίνει οσάκις πρόκειται για θεμελιώδεις κανόνες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεσπίσεως και της λειτουργίας του εν λόγω δικαιοδοτικού συστήματος [13].
8. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι δεν μπορεί κάθε πλημμέλεια δυνάμενη να ανακύψει κατά τη διαδικασία διορισμού δικαστή να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή και, ως εκ τούτου, ως προς την ιδιότητα του δικαστικού σχηματισμού στον οποίο αυτός μετέχει ως «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Εν προκειμένω, η κήρυξη ως αντισυνταγματικών των νομοθετικών διατάξεων βάσει των οποίων είχε συγκροτηθεί το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, δεν δύναται, αφ’ εαυτής, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του εν λόγω οργάνου ούτε να προκαλέσει στους πολίτες αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία των οικείων δικαστών έναντι εξωγενών στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982), και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, EU:C:2021:596). Πράγματι, αντιθέτως προς τις νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων είχε συγκροτηθεί το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, τα πορίσματα του οποίου είχαν ως αποτέλεσμα τους επίμαχους στην υπόθεση της κύριας δίκης διορισμούς δικαστών, η νομοθεσία που ήταν επίμαχη στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο ως άνω αποφάσεις, βάσει της οποίας τροποποιήθηκε η σύνθεση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, ενίσχυσε την επιρροή της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας στην επιλογή των μελών του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει στους πολίτες εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες ως προς την επίμαχη στις εν λόγω υποθέσεις ανεξαρτησία του οργάνου αυτού και ως προς τον ρόλο του στη διαδικασία διορισμού των δικαστών τους οποίους αφορούσαν οι υποθέσεις εκείνες, καθώς και, κατά συνέπεια, ως προς την ανεξαρτησία τους και την ανεξαρτησία του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν. Η τελευταία αυτή διαπίστωση επικυρώθηκε από το ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε ότι η διαδικασία διορισμού των μελών του Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικού τμήματος) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατόπιν προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, όπως αυτό είχε συγκροτηθεί βάσει της επίμαχης νομοθεσίας στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις, επηρεάσθηκε αδικαιολόγητα από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, στοιχείο το οποίο, αυτό καθεαυτό, δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ [14]. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν προέβαλε συγκεκριμένα στοιχεία δυνάμενα να τεκμηριώσουν την πρόκληση εύλογων και σοβαρών αμφιβολιών στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των συγκεκριμένων δικαστών για τον λόγο ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων είχε συγκροτηθεί το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο που μετέσχε στη διαδικασία διορισμού των εν λόγω δικαστών. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι ότι ένα από τα μέλη δικαστηρίου κράτους μέλους επελέγη ως υποψήφιος δικαστής από όργανο το οποίο κρίθηκε ως συγκροτηθέν νομίμως, αλλά κατά το πέρας διαδικασίας η οποία δεν ήταν, τότε, ούτε διαφανής, ούτε δημόσια, ούτε δεκτική ένδικης προσφυγής. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι το Εθνικό δικαστικό Συμβούλιο, όπως είχε συγκροτηθεί μετά την πτώση του μη δημοκρατικού καθεστώτος της ΛΔΠ, στερούνταν ανεξαρτησίας έναντι της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.
9. Η απόφαση αυτή του Τμήματος μείζονος συνθέσεως καταδεικνύει ότι, αντίθετα προς ορισμένα επιχειρήματα που προβάλλονται στην Πολωνία, το Δικαστήριο δεν θέτει εν αμφιβόλω, κατά ολιστικό και αδιάστικτο τρόπο, το πολωνικό δικαστικό σύστημα, αλλά, αντιθέτως, επιχειρεί να αναδείξει τις σοβαρές και επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις της ανεξαρτησίας των δικαστών και των αρχών του κράτους δικαίου [15].
10. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει και η ρεαλιστική προσέγγιση του γενικού εισαγγελέα Bobek, όσον αφορά την ανάγκη προσήλωσης του Δικαστηρίου στην κλασική ερμηνεία του όρου «δικαστήριο» του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ως θεσμικού συνομιλητή του. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, τυχόν νέα ερμηνεία του όρου «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία θα υποχρέωνε το Δικαστήριο να εξετάσει τη συγκεκριμένη κατάσταση των προσώπων που μετέχουν στα εν λόγω εθνικά όργανα θα ήταν αντίθετη τόσο προς τη φύση όσο και προς τον σκοπό της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής. Σε αντίθεση με το άρθρο 47 του Χάρτη, και ενδεχομένως, εάν η υπόθεση εμφανίζει ορισμένο βαθμό σοβαρότητας, και με το άρθρο 19 παρ. 1, ΣΕΕ, η ανάλυση βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αφορούσε πάντοτε απλώς τον προσδιορισμό των κατάλληλων θεσμικών συνομιλητών του Δικαστηρίου και όχι τη νομιμότητα καθενός από τα επιμέρους στοιχεία της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Πράγματι, η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής είναι, σε κάποιο βαθμό, διαδικασία τυποποιημένη και, ως εκ τούτου, τυπική: το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθιερώνει διάλογο μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων και όχι μεταξύ των ατόμων από τα οποία αυτά απαρτίζονται. Ο γενικός εισαγγελέας παραθέτει τέσσερις επιπλέον συστημικού χαρακτήρα λόγους για τους οποίους αυτό πρέπει να ισχύει, ακόμη και σε αρκετά προβληματικές περιπτώσεις όπως η υπό κρίση. Πρώτον, θα ήταν αντιφατικό (και αντιπαραγωγικό) εκ μέρους του Δικαστηρίου να αρνηθεί κατηγορηματικώς να προχωρήσει σε δικαστικό διάλογο με όργανα τα οποία, πράγματι, τουλάχιστον επισήμως, ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα σε εθνικό επίπεδο και ζητούν συνδρομή για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχουν επιληφθεί. Δεύτερον, η ύπαρξη (προβαλλόμενων, ενδεχόμενων ή πιθανών) ζητημάτων ως προς τη νομική και την ηθική ακεραιότητα του εθνικού δικαστή ή δικαστών που αποφαίνονται σε συγκεκριμένη υπόθεση δεν στερεί από τους διαδίκους το ατομικό δικαίωμά τους σε ορθή εφαρμογή των οικείων διατάξεων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μια θεσμική και γενική προσέγγιση της έννοιας του «δικαστηρίου» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνάδει περισσότερο με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47 του Χάρτη. Τρίτον, στην πράξη, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα μέσα για να προβαίνει σε αξιολόγηση της αμεροληψίας και της ηθικής ακεραιότητας συγκεκριμένων δικαστών σε εθνικό επίπεδο υπό τη μορφή εκτιμήσεως του παραδεκτού βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Τέλος, τέταρτον, υπάρχει το ζήτημα της οριζόντιας συνοχής της νομολογίας του Δικαστηρίου. Υπό κανονικές συνθήκες, θα προκαλούσε κατάπληξη το να υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εκτιμά την «ποιότητα» των επιμέρους δικαστών εθνικού δικαστηρίου που υποβάλλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση αυτή.
Yποσημειώσεις
[1] ΔΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2019, C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A.K. κ.λπ., Europe 2020, comm. 2, obs. Denys Simon] καθώς και των μεταγενέστερων αποφάσεων σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην Πολωνία [ΔΕΕ της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, Europe 2021, comm. 145, obs. Denys Simon, ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, Europe 2021, comm. 424, obs. Denys Simon, ΔΕΕ της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, Europe 2022, comm. 1, obs. Denys Simon.
[2] Βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2017, Weiss κ.λπ., C‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:792, σκέψη 13.
[3] Πρέπει να συντρέχουν τα κριτήρια της αποφάσεως Dorsch: το ΔΕΕ ελέγχει αν έχει συσταθεί νομίμως, τη μονιμότητά του, τον δεσμευτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του, τον κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της ενώπιόν του διαδικασίας, την εκ μέρους του εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.
[4] ΔΕΚ της 14ης Ιανουαρίου 1982, Reina, 65/81, EU:C:1982:6, σκέψη 7, και ΔΕΕ της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 44.
[5] Στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η έννοια του «δικαστηρίου» έχει λειτουργικό χαρακτήρα: χρησιμεύει στον προσδιορισμό των εθνικών οργάνων τα οποία –στον βαθμό που ασκούν δικαιοδοτική λειτουργία– μπορούν να αποτελέσουν συνομιλητές του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής. Η εν λόγω διαδικασία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του θεσπιζόμενου από τις Συνθήκες δικαιοδοτικού συστήματος, το οποίο, καθιερώνοντας τον διάλογο μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, καθιστώντας δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του, καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες. Ο δικαστικός αυτός διάλογος έχει συνταγματική σημασία, καθώς, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ, το Δικαστήριο και τα δικαστήρια των κρατών μελών ενεργούν, έκαστο εντός της αρμοδιότητάς του, ως «θεματοφύλακες» της έννομης τάξεως της Ένωσης (σημείο 50 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα). Επομένως, στο μέτρο που η έννοια του «δικαστηρίου» αποσκοπεί στη διάκριση μεταξύ των οργάνων που ενεργούν υπό δικαιοδοτική ιδιότητα και των οργάνων που ενεργούν υπό άλλη ιδιότητα, η ανάλυση του ζητήματος αν εθνικό όργανο πληροί τα κριτήρια της αποφάσεως Dorsch πρέπει κατ’ ανάγκη να επικεντρώνεται σε ζητήματα διαρθρωτικού και θεσμικού χαρακτήρα. Συναφώς, καθοριστική σημασία έχει η φύση του οργάνου, η θέση που κατέχει καθώς και η λειτουργία την οποία επιτελεί εντός του θεσμικού πλαισίου των κρατών μελών. Αντιστρόφως, ουδέποτε διερευνήθηκε στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής κατά πόσον συγκεκριμένα άτομα (ένα ή περισσότερα) τα οποία υπηρετούν στο εν λόγω θεσμικό όργανο και μετέχουν στον δικαστικό σχηματισμό που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληρούν, έκαστο ατομικά, τα κριτήρια της αποφάσεως Dorsch. Η ανάλυση επικεντρωνόταν ανέκαθεν στο αιτούν όργανο, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες συγκροτούνταν από ένα και μόνον πρόσωπο. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον έλεγχο των δύο συγκεκριμένων κριτηρίων της αποφάσεως Dorsch τα οποία ενδέχεται να προβληματικά στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως: δηλαδή το να πρόκειται για δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, καθώς και το να είναι ανεξάρτητο. Πρώτον, όσον αφορά το κριτήριο του να πρόκειται για δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως», σύμφωνα με την (όντως όχι ιδιαιτέρως πλούσια) νομολογία, για να πληρούται το συγκεκριμένο κριτήριο, εκείνο το οποίο πρέπει να προβλέπεται στο δίκαιο κράτους μέλους είναι το ίδιο το αιτούν όργανο όπου υπηρετούν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που υπέβαλαν την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Σκοπός του κριτηρίου αυτού ήταν ανέκαθεν να αποκλείεται το παραδεκτό προδικαστικών παραπομπών από όργανα που έχουν συσταθεί βάσει συμβάσεων (ιδίως ορισμένες μορφές διαιτητικών οργάνων). Επί παραδείγματι, στην εμβληματική απόφαση Nordsee, το Δικαστήριο επικέντρωσε την ανάλυσή του στη νομική βάση από την οποία εκπήγαζε η δραστηριότητα του αιτούντος οργάνου (διαιτητικού δικαστηρίου συσταθέντος με σύμβαση μεταξύ των μερών) και έκρινε ότι το τελευταίο δεν είχε δικαιοδοτικό χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των ασθενών δεσμών μεταξύ της διαιτητικής διαδικασίας και του συστήματος παροχής έννομης προστασίας μέσω των τακτικών δικαστηρίων στο κράτος μέλος. Είναι αληθές ότι ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο εξετάζει τη φύση του αιτούντος οργάνου έχει εξελιχθεί και ότι ο έλεγχός του έχει γίνει, στο πρόσφατο παρελθόν, αυστηρότερος. Ίσως δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί, όπως είχε καυστικά παρατηρήσει ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer σε ένα διάσημο απόσπασμα προτάσεών του μερικά χρόνια πριν, ότι «[π]ρόκειται για περιστασιακή νομολογία, πολύ ελαστική και ανεπαρκώς συστηματική, το περίγραμμα της οποίας είναι τόσο ευρύ ώστε θα μπορούσε να δοθεί απάντηση ακόμη και σε προδικαστικό ερώτημα του Sancho Panza, κυβερνήτη της νήσου Barataria». Εντούτοις έχει συγχρόνως διατηρηθεί (ορθώς) κάποια ελαστικότητα, προκειμένου να επιτρέπεται σε εθνικά όργανα τα οποία ασκούν πράγματι δικαιοδοτική λειτουργία να κάνουν χρήση της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής, ανεξαρτήτως του ονόματος ή του χαρακτηρισμού που δίδεται στα όργανα αυτά βάσει του εθνικού δικαίου. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το κριτήριο «της νόμιμης συστάσεως» για τους σκοπούς του άρθρου 267 ΣΛΕΕ εκφράζεται, σε πολλές γλώσσες, με όρους που παραπέμπουν στην «εκ του νόμου προέλευση» του οργάνου που υποβάλλει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως . Τούτο αναδεικνύει για μία ακόμη φορά το γεγονός ότι το βασικό ζήτημα είναι αν το όργανο ιδρύθηκε βάσει εθνικής νομοθεσίας και όχι αν ο συγκεκριμένος σχηματισμός εντός του οργάνου στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεργεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, ο πολυσήμαντος χαρακτήρας του αγγλικού όρου «law» –ο οποίος μπορεί να αναφέρεται τόσο σε νομοθεσία (νομοθέτημα) όσο και σε ένα σύστημα κανόνων– μπορεί να είναι παραπλανητικός στο παρόν πλαίσιο. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται κατ’ ουσίαν να επεκτείνει περαιτέρω το κριτήριο της «συστάσεως με νόμο» για τους σκοπούς του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, το ανωτέρω κριτήριο δεν θα σήμαινε πλέον απλώς ότι το αιτούν όργανο έχει συσταθεί νομίμως, δηλαδή από τη νομοθεσία και όχι με σύμβαση, αλλά επιπλέον θα απαιτούσε να εξετάζεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος δικαστής που υποβάλλει τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως έχει διοριστεί νομίμως, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο ενδεχομένως αφορά τη νομιμότητα της λειτουργίας του οργάνου. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν εύλογη. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω όσον αφορά την επίμαχη έννοια, το τι σημαίνει δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως», στο πλαίσιο των κριτηρίων του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ήταν ανέκαθεν κάτι ρευστό. Βεβαίως, υφίσταται μια έννοια η οποία έχει την ίδια (ή πολύ παρόμοια) ονομασία, ήτοι «δικαστήριο […] νομίμως λειτουργούν», και αποτελεί μέρος της εξετάσεως του κατά πόσον συντρέχει προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στην εκάστοτε υπόθεση για τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως έχει πλέον κατ’ ουσίαν ενσωματωθεί στο άρθρο 47 του Χάρτη. Εντούτοις, ο σκοπός των δύο διατάξεων, αφενός, του άρθρου 47 του Χάρτη και, αφετέρου, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ διαφέρουν. Πράγματι, ο προσδιορισμός των κατάλληλων συνομιλητών του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του δικαστικού διαλόγου, υπό την έννοια του ποια όργανα κράτους μέλους μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, διαφέρει από τη διαπίστωση παραβιάσεων της νόμιμης συνθέσεως της έδρας σε κάθε χωριστή υπόθεση προς τον σκοπό της προστασίας ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Στη δεύτερη περίπτωση, η εξέταση της νομιμότητας της συνθέσεως της έδρας πρέπει φυσικά να φθάνει στο επίπεδο της κάθε χωριστής υποθέσεως, ενώ αυτό δεν ισχύει κατ’ ανάγκην ως προς την πρώτη. Επομένως, δεν θα ήταν και πολύ συνετή ως προσέγγιση η απλή και μηχανική «αντιγραφή και επικόλληση» της έννοιας του δικαστηρίου «που έχει […] συσταθεί νομίμως» από το άρθρο 47 του Χάρτη στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απλώς επειδή οι δύο διατάξεις φαίνονται σε μεγάλο βαθμό όμοιες, χωρίς όμως να λαμβάνονται δεόντως υπόψη το διαφορετικό περιεχόμενο και ο διαφορετικός σκοπός τους. Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο της ανεξαρτησίας σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως ότι το κριτήριο απαιτεί «την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαιρέσεως και παύσεως των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο του εν λόγω οργάνου από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντικρουόμενων συμφερόντων». Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, κατ’ αρχήν, δεν απόκειται στο ίδιο να συναγάγει ότι οι εθνικές διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία των δικαστηρίων μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο που αντιβαίνει προς τις αρχές οι οποίες κατοχυρώνονται στην εσωτερική έννομη τάξη ή προς τις αρχές κράτους διεπομένου από το κράτος δικαίου. Κατά συνέπεια, η ανάλυση του Δικαστηρίου –και επί του ζητήματος αυτού– εστιάζει στο νομικό πλαίσιο και στις εγγυήσεις που αυτό προβλέπει, για την προστασία της ικανότητας των δικαστών να ασκούν το λειτούργημά τους ελεύθεροι από κάθε μορφή (άμεσων ή έμμεσων, πραγματικών ή δυνητικών) πιέσεων. Το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν ανέκαθεν στο κατά πόσον το όργανο που υποβάλλει την προδικαστική παραπομπή είναι ανεξάρτητο από διαρθρωτικής απόψεως από αμφότερα τα μέρη της ενώπιόν του διαφοράς, καθώς και από κάθε εξωτερική καθοδήγηση, λόγω παραδείγματος χάριν της υπαγωγής του, από θεσμικής απόψεως, στη Διοίκηση. Επί παραδείγματι, σε πρόσφατη υπόθεση, ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία διατύπωσαν αμφιβολίες ως προς το αν ο αιτών δικαστής, επιλαμβανόμενος σε μονομελή σχηματισμό, πληρούσε τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της Ένωσης για τον λόγο ότι –στον βαθμό που το προδικαστικό ερώτημα αφορούσε την κατάσταση των Ιταλών ειρηνοδικών– φυσικά είχε συμφέρον στην έκβαση της διαφοράς. Ωστόσο, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους κρίσιμους εσωτερικούς κανόνες, απέρριψε τη σχετική ένσταση και έκρινε παραδεκτή την παραπομπή. Διαπίστωσε ότι οι Ιταλοί ειρηνοδίκες «ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αυτονομία, με την επιφύλαξη των πειθαρχικών κανόνων, και χωρίς εξωτερικές πιέσεις ικανές να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους». Χωρίς να διερωτηθεί ως προς τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος δικαστή, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «τα στοιχεία […] δεν δίνουν λαβή για αμφιβολίες ως προς το ότι ο ειρηνοδίκης ικανοποιεί [το κριτήριο] της ιδρύσεως της θέσεώς του με νόμο» (ΔΕΕτης 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών Ειρηνοδικών) C‑658/18, EU:C:2020:572, ιδίως σκέψεις 43 και 55).
[6] Βλ ανάλυση των προτάσεων σε www.prevedourou.gr, Οι διαστάσεις της ανεξαρτησίας των δικαστών των κρατών μελών : το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ότι «η «πληθώρα» νομικών βάσεων όσον αφορά την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών (άρθρα 19 παρ. ΣΕΕ, 47 του Χάρτη και 267 ΣΛΕΕ) αντανακλά τη συνταγματική και οικουμενική σημασία της σε μια κοινωνία η οποία διέπεται από το κράτος δικαίου. Ωστόσο, μπορεί επίσης να προκαλέσει και σύγχυση. Ευλόγως ανακύπτει το ερώτημα αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετικά είδη «ανεξαρτησίας των δικαστών», όπερ θα σήμαινε, για παράδειγμα, ότι είναι δυνατόν κάποιο εθνικό δικαστήριο να θεωρείται ανεξάρτητο υπό το πρίσμα μίας εκ των εν λόγω διατάξεων, αλλά όχι επαρκώς ανεξάρτητο υπό το πρίσμα μιας άλλης» (σημείο 35 των προτάσεών του).
[7] ΔΕΕ της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 48
[8] ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
[9] ΔΕΕ της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψεις 65, 66.
[10] Πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 61.
[11] ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 125.
[12] ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 129.
[13] ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 130.
[14] Πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2021:0722JUD004344719 § 27.
[15] Europe, 5/2022, comm. 146, obs. Denys Simon.