H αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων και η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου [ΔΕΕ της 11.07.2014, C-213/13, Impresa Pizzarotii & C.SpA]
1.Στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, C-213/2013, Impresa Pizzarotii & C.SpA, το Δικαστήριο διευκρίνισε, βασιζόμενο στα πορίσματα που συνάγονται από την υπόθεση «KölnMesse» [Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑536/07, EU:C:2009:664, όπου το Δικαστήριο κλήθηκε να προσδιορίσει αν η πτυχή της «μισθώσεως» που περιλάμβανε η σύμβαση μεταξύ του Δήμου της Κολωνίας και της Grundstücksgesellschaft Köln Messe 8‑11 GbR υπερίσχυε του σκοπού εκτελέσεως οικοδομικών έργων], αν η σύμβαση μισθώσεως μελλοντικού πράγματος, η οποία συνάπτεται υπό μορφή αναλήψεως δεσμεύσεως για εκμίσθωση, ισοδυναμεί, παρά την ύπαρξη χαρακτηριστικών στοιχείων συμβάσεως μισθώσεως, με σύμβαση δημοσίων έργων που δεν εμπίπτει στην ειδική εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18. Περαιτέρω το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το εύρος του κανόνα του απροσβλήτου του δεδικασμένου που δημιούργησε εθνική δικαστική απόφαση, καθόσον οδηγεί σε κατάσταση μη συνάδουσα προς το περί συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων δίκαιο της Ένωσης.
Ι. O χαρακτηρισμός της συμβάσεως
2. ΄Oσον αφορά τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως, το Δικαστήριο αναδιατύπωσε το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο σε συνάρτηση με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που είχαν εφαρμογή ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ειδικότερα εξέτασε αν το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37 έχει την έννοια ότι σύμβαση περιέχουσα δέσμευση για εκμίσθωση ακινήτων τα οποία δεν έχουν ακόμα ανεγερθεί συνιστά δημόσια σύμβαση έργων, παρά την ύπαρξη στοιχείων χαρακτηριστικών της συμβάσεως μισθώσεως, και δεν εμπίπτει, συνεπώς, στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 92/50.
3. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το κατά πόσον μια πράξη συνιστά σύμβαση δημοσίων έργων, υπό την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης (σκέψη 40, με παραπομπή στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑536/07, EU:C:2009:664, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Περαιτέρω, όταν μια σύμβαση περιλαμβάνει τόσο στοιχεία συμβάσεως δημοσίων έργων όσο και στοιχεία δημόσιας συμβάσεως άλλου τύπου, λαμβάνεται υπόψη, προς τον σκοπό του νομικού χαρακτηρισμού της και του καθορισμού των εφαρμοστέων κανόνων της Ένωσης, το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως (σκέψη 41 με παραπομπή στις αποφάσεις Auroux κ.λπ., C‑220/05, EU:C:2007:31, σκέψη 37· Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑412/04, EU:C:2008:102, σκέψη 47, και Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:2009:664, σκέψη 57). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το κύριο αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως συνίσταται στην υλοποίηση του έργου, η οποία αποτελεί όντως την αναγκαία προϋπόθεση της μεταγενέστερης εκμισθώσεώς του (σκέψη 42 με παραπομπής στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:2009:664, σκέψη 56). Για να θεωρηθεί ότι πρόκειται περί «συμβάσεως δημοσίων έργων», κατά την έννοια της οδηγίας 93/37, πρέπει ακόμα το σχεδιαζόμενο έργο να ανταποκρίνεται στις προσδιοριζόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες (σκέψη 43 με παραπομπή στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:2009:664, σκέψη 55). Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν η αναθέτουσα αρχή έχει λάβει μέτρα ώστε να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του έργου ή, τουλάχιστον, να ασκήσει καθοριστική επιρροή στον σχεδιασμό του (σκέψη 44 με παραπομπή στην απόφαση Helmut Müller, C‑451/08, EU:C:2010:168, σκέψη 67). Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση έχει ως κύριο αντικείμενο την υλοποίηση έργου ανταποκρινόμενου στις ανάγκες που έχει καθορίσει η αναθέτουσα αρχή (σκέψη 48). Ασφαλώς, το σχέδιο «αναλήψεως δεσμεύσεως για εκμίσθωση» περιλαμβάνει και ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία συμβάσεως μισθώσεως. Το χρηματικό αντιστάθμισμα που βαρύνει τη διοίκηση αντιστοιχεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 του σχεδίου αυτού, σε «ετήσιο μίσθωμα» 3,5 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέου κατά τα 18 έτη της διάρκειας της ισχύος της συμβάσεως. Σύμφωνα με τα παρασχεθέντα στοιχεία, αυτή η συνολική αντιπαροχή, ύψους 63 εκατομμυρίων ευρώ, υπολείπεται σαφώς του συνολικού εκτιμωμένου κόστους του έργου, το οποίο εγγίζει το ποσό των 330 εκατομμυρίων ευρώ (σκέψη 49).
4. Το Δικαστήριο υπενθύμισε συναφώς ότι το καθοριστικό στοιχείο για τον νομικό χαρακτηρισμό της επίμαχης συμβάσεως είναι το κύριο αντικείμενό της και όχι το ύψος της αμοιβής του εργολήπτη ή ο τρόπος καταβολής της αμοιβής αυτής (σκέψη 50 με παραπομπή στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:2009:664, σκέψη 61). Έτσι, στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου δόθηκε η απάντηση ότι «το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37 έχει την έννοια ότι σύμβαση που έχει ως κύριο αντικείμενο την κατασκευή ενός έργου ανταποκρινομένου στις ανάγκες που έχει καθορίσει η αναθέτουσα αρχή αποτελεί σύμβαση δημοσίων έργων και δεν εμπίπτει, ως εκ τούτου, στην εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, της οδηγίας 92/50, έστω και αν περιλαμβάνει ανάληψη δεσμεύσεως για εκμίσθωση του συγκεκριμένου έργου».
II. Σεβασμός του δεδικασμένου επί καταστάσεως που κρίνεται αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης
Η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών
5. Oσον αφορά τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να κηρύξει ανίσχυρο το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με απόφασή του η οποία προκάλεσε κατάσταση ασυμβίβαστη με την περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσία της Ένωσης, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του κατά την οποία, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών εναπόκειται ο καθορισμός των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, δυνάμει της αρχής της [δικονομικής] αυτονομίας των κρατών μελών, τηρουμένων πάντως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (σκέψη 54 με παραπομπή στην απόφαση Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Αξιοποίηση των δικονομικών δυνατοτήτων που παρέχει το εθνικό δίκαιο για την υλοποίηση της ενικής δικαστικής απόφασης κατά τρόπο σύμφωνο προς το ενωσιακό δίκαιο
6. Εν προκειμένω, βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο, το Consiglio di Stato, ανέφερε ότι, σύμφωνα με τη δική του νομολογία, έχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συμπληρώσει το αρχικό διατακτικό μιας αποφάσεώς του με αποφάσεις περί εκτελέσεως, δυνατότητα που επιτρέπει τη δημιουργία αυτού που χαρακτηρίζει ως «προοδευτικώς διαμορφούμενο δεδικασμένο» (giudicato a formazione progressiva) (σκέψη 55). Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, αν η κρίση που περιέχεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου η οποία οριοθετεί το δεδικασμένο στην υπό κρίση υπόθεση, εμπίπτει στις προϋποθέσεις εφαρμογής της δικονομικής αυτής δυνατότητας, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ισοδυναμίας, να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής ευνοώντας, μεταξύ των «πολυάριθμων και διαφορετικών λύσεων για την υλοποίηση» αυτής της δικαστικής κρίσεως σύμφωνα με τις δικές του υποδείξεις, εκείνη η οποία, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, εγγυάται την τήρηση της περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσίας της Ένωσης (σκέψη 56). Η λύση αυτή θα μπορούσε να συνίσταται στο να διαταχθεί, συμπληρωματικώς προς την εν λόγω απόφαση, η περάτωση της διαδικασίας έρευνας αγοράς χωρίς αποδοχή καμιάς από τις προτάσεις, πράγμα που θα επέτρεπε την κίνηση νέας διαδικασίας, τηρουμένης της περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσίας της Ένωσης (σκέψη 57).
Κατίσχυση των εθνικών δικονομικών διατάξεων περί δεδικασμένου, έστω και αν καταλήγουν σε αδυναμία ορθής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας
7. Αν, αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμήσει ότι η ορθή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας προσκρούει, λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων εσωτερικών δικονομικών κανόνων, στο δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφασή του ή με τις αποφάσεις περί εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, ο τρόπος υλοποιήσεως της ισχύος του δεδικασμένου εμπίπτει στη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών, με την επιφύλαξη του σεβασμού των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Μάλιστα το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη σημασία την οποία έχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή του δεδικασμένου. Πράγματι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων (σκέψη 58 με παραπομπή στις αποφάσεις Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 38· Kapferer, C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 20· Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑526/08, EU:C:2010:379, σκέψη 26, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 123). Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένη απόφαση, έστω και αν η μη εφαρμογή αυτή θα επέτρεπε να αποφευχθεί κατάσταση εσωτερικού δικαίου μη συνάδουσα προς το δίκαιο της Ένωσης (σκέψη 59 με παραπομπή στις αποφάσεις Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 46 και 47· Kapferer, EU:C:2006:178, σκέψεις 20 και 21· Fallimento Olimpiclub, EU:C:2009:506, σκέψεις 22 και 23· Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 35 έως 37, καθώς και Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C‑507/08, EU:C:2010:802, σκέψεις 59 και 60). Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία κρίσιμης διατάξεως του δικαίου αυτού την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο σε χρόνο μεταγενέστερο της αποφάσεως δικαιοδοτικού οργάνου έχουσας ισχύ δεδικασμένου, να υποχρεούται, καταρχήν, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή (σκέψη 60).
Οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης Lucchini
8. Το Δικαστήριο διευκρινίζει, στη συνέχεια τους λόγους της διαφορετικής προσέγγισής του στην απόφαση Lucchini (C‑119/05, EU:C:2007:434), η οποία φαίνεται ότι επέφερε πλήγμα στην ισχύ του δεδικασμένου. Σε μια όλως ιδιαίτερη κατάσταση, η οποία αφορούσε αρχές διέπουσες την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης η εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 2909 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, σκοπούσας στη θέσπιση της αρχής του δεδικασμένου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της εμποδίζει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως χορηγηθείσας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και της οποίας το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά έχει διαπιστωθεί με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατέστη απρόσβλητη (σκέψη 61 με παραπομπή στην απόφαση Fallimento Olimpiclub, EU:C:2009:506, σκέψη 25). Πράγματι, η Επιτροπή διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση της συμβατότητας εθνικού μέτρου κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή. Δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν θέτει τέτοια ζητήματα κατανομής των αρμοδιοτήτων, δεν έχει εφαρμογή η νομολογία Lucchini.
Παρέκβαση: σύγκριση με τη νομολογία Kühne & Heitz
9. Ο γενικός εισαγγελέας Wahl εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας Kühne & Heitz και θεώρησε ότι δεν είναι πειστική η αναλογία μεταξύ των υποχρεώσεων που υπέχουν τα διοικητικά όργανα δυνάμει του καθήκοντος αγαστής συνεργασίας, όπως διευκρινίστηκαν, μεταξύ άλλων, με την απόφαση Kühne & Heitz [(C‑453/00, EU:C:2004:17, σκέψη 28· βλ. και αποφάσεις i-21 Germany και Arcor (C‑392/04 και C‑422/04, EU:C:2006:586, σκέψεις 51 έως 55), και Kempter (C‑2/06, EU:C:2008:78)] και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται, λόγω του ίδιου καθήκοντος, στα εθνικά δικαστήρια. Ασφαλώς, ο σεβασμός τόσο του απρόσβλητου χαρακτήρα διοικητικής αποφάσεως όσο και της ισχύος δεδικασμένου δικαστικής αποφάσεως θεμελιώνεται στην ανάγκη, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου, να διαφυλάσσεται η σταθερότητα των έννομων καταστάσεων. Υπό την ίδια έννοια, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την ιδιόμορφη κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας το Consiglio di Stato, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το ίδιο, μπορεί να συμπληρώσει το διατακτικό μιας από τις εν λόγω αποφάσεις που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και, αν συντρέχει λόγος, να επανεξετάσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν για την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων. Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει μετριασμό του απαραβίαστου της ισχύος του (οριστικού) δεδικασμένου, υφίσταται σημαντική διαφορά μεταξύ της δυνατότητας επανεξετάσεως διοικητικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη και της δυνατότητας ανατροπής δικαστικής αποφάσεως που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Η υποχρέωση την οποία υπέχει υπό ορισμένες προϋποθέσεις το διοικητικό όργανο να επανεξετάσει διοικητική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη και η οποία αναγνωρίστηκε με την απόφαση Kühne & Heitz (EU:C:2004:17) θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι η επανεξέταση αυτή δεν είναι βλαπτική για τους τρίτους. Ο όρος αυτός δεν πληρούται στην περίπτωση αναθεωρήσεως δικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εφόσον δικαστική απόφαση, ενδεχομένως μέσω των αποτελεσμάτων μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται για την εκτέλεσή της, δημιουργεί κατάσταση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται κατ’ αρχήν να την επανεξετάσει. Θεωρεί, πάντως, ότι υπάρχει δυνατότητα να αποκατασταθεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία το δεδικασμένο καθιστά αδύνατη την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα να ασκηθεί αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στους ιδιώτες (Köbler, EU:C:2003:513, σκέψεις 51 επ).
Επάνοδος στην αρχική προσέγγιση περί αξιοποίησης των δικονομικών δυνατοτήτων
10. Το Δικαστήριο, πάντως, σαν να έχει «τύψεις» για την φιλική προς το εθνικό δικονομικό δίκαιο προσέγγιση [D. Simon,Autorité de chose jugée des decisions juridictionnelles nationales, Europe, octobre 2014, n° 371], επανέρχεται στην περίπτωση που θα ήταν δυνατόν για τον εθνικό δικαστή να επανεξετάσει απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου. Επισημαίνει ότι, αν οι εφαρμοστέοι εσωτερικοί δικονομικοί κανόνες προβλέπουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να αναθεωρήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου προκειμένου να δημιουργήσει κατάσταση συμβατή με το εθνικό δίκαιο, η δυνατότητα αυτή πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να υπερισχύσει ώστε να αποκατασταθεί το συμβατό της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης καταστάσεως με την περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσία της Ένωσης (σκέψη 62), η οποία μάλιστα περιλαμβάνει ουσιώδεις κανόνες του δικαίου της Ένωσης, καθόσον αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εφαρμογής των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας με στόχο την εγκαθίδρυση ανόθευτου ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη (σκέψη 63, με παραπομπή στις αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑70/06, EU:C:2008:3, σκέψη 40· Μηχανική, C‑213/07, EU:C:2008:731, σκέψη 55· Επιτροπή κατά Κύπρου, C‑251/09, EU:C:2011:84, σκέψεις 37 έως 39, καθώς και Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 28). Επομένως, εφόσον το δικαστικό όργανο έχει την εξουσία να διευκρινίσει ή να επανεξετάσει προηγούμενη απόφαση, η δυνατότητα αυτή πρέπει να αναγνωριστεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ. και σημείο 90 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα). Αυτό που χρειάζεται σε τελική ανάλυση να πράξει το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων που επιδέχονται διάφορες ερμηνείες είναι να προκρίνει την ερμηνεία που εξασφαλίζει ότι η διοίκηση ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.
11. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον οι εφαρμοστέοι κανόνες του εσωτερικού δικονομικού δικαίου το επιτρέπουν, εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει αποφανθεί επί υποθέσεως σε τελευταίο βαθμό χωρίς να υποβάλει προηγουμένως στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οφείλει είτε να συμπληρώσει το δεδικασμένο που απορρέει από απόφασή του η οποία δημιούργησε κατάσταση ασυμβίβαστη με την περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσία της Ένωσης είτε να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η υιοθετηθείσα μεταγενεστέρως από το Δικαστήριο ερμηνεία της νομοθεσίας αυτής.
12. H απόφαση επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία ως προς το δίκαιο των συμβάσεων. Όσον αφορά την αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων, οι κανόνες που συνάγονται από τη συλλογιστική του Δικαστηρίου μπορούν να συνοψιστούν ως εξής. Το εθνικό δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να καθορίσει τους ακριβείς όρους δικαστικής αποφάσεως που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθώς και τις συνέπειές της. Ο τρόπος εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου άπτεται της εσωτερικής έννομης τάξεως των κρατών μελών, με την επιφύλαξη του σεβασμού των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Αν το εθνικό δικαστήριο διαθέτει, δυνάμει των εθνικών κανόνων, την εξουσία να συμπληρώσει, ή ακόμα και να αντικαταστήσει, τους όρους του δεδικασμένου, σε αυτό εναπόκειται να ασκήσει την εξουσία του αυτή προς τον σκοπό της πρόσφορης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, αν το εθνικό δίκαιο δεν παρέχει σχετική δικονομική δυνατότητα, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την υποχώρηση της αρχής του δεδικασμένου υπέρ της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Κατά τον D. Simon, η διατύπωση αυτή της αποφάσεως δεν φαίνεται απολύτως σαφής ως προς το μήνυμα που απευθύνει στον εθνικό δικαστή.
Βιβλιογραφία, B. Elsner/Μ. Kos, Innerstaatliche Möglichkeit zur Korrektur einer rechtskräftigen, unionsrechtswidrigen Entscheidung muss genutzt werden, Zeitschrift für Vergaberecht und Beschaffungspraxis 2014, σ. 445· Chr. Krönke, Die Verfahrensautonomie der Mitgliedstaaten der Europäischen Union, Mohr Siebeck, 2013· Chr. Krönke, Anmerkung zu EuGH: Vergaberecht: Ausschreibungspflicht von Mietverträgen mit Bauverpflichtung – Rechtskraft nationaler Entscheidungen trotz Unvereinbarkeit mit Unionsrecht, EuZW 2014, σ. 790· D. Simon,Autorité de chose jugée des decisions juridictionnelles nationales, Europe, octobre 2014, n° 371. Bλ. και Α. Hatje, Gemeinschaftsrechtliche Grenzen der Rechtskraft gerichtlicher Entscheidungen – zur Entscheidung des EuGH in der RS. C-119/05 (Lucchini) vom 18. Juni 2007, EuR 2007, σ. 654.