Διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο – Διάγραμμα 07-04-2014, 08-04-2019)
Ενέργειες της Διοίκησης
Ι. Αυτεπάγγελτη ενέργεια της Διοίκησης (άρθρο 2 ΚΔΔιαδ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 3242/2004)
1. Τα διοικητικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν αυτεπαγγέλτως στις ενέργειες που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, εντός των οριζομένων σχετικών προθεσμιών. Η αυτεπάγγελτη ενέργεια αφορά τόσο τη δέσμια αρμοδιότητα όσο και τη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Ελλείψει ρητής αντίθετης διάταξης, ισχύει ο κανόνας της «οίκοθεν και προς το συμφέρον της δημοσίας υπηρεσίας ενεργείας των διοικητικών αρχών» (ΣτΕ 608/1942).
2. Δεν ισχύει η αυτεπάγγελτη ενέργεια όταν ο νόμος προϋποθέτει αίτηση του διοικουμένου ή δικαστική απόφαση.
3. Οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων πρέπει να γίνονται εντός των εξής προθεσμιών:
– εντός της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος
– αν δεν προβλέπεται σχετική προθεσμία από τον νόμο, η ενέργεια συντελείται εντός ευλόγου χρόνου (δηλαδή εντός προθεσμίας εύλογης που ορίζεται κατά την κοινή πείρα και κρίνεται από τη Διοίκηση και, τελικώς, από το Δικαστήριο) ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο.
– η διάταξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να κριθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ότι, όπως προκύπτει από τη φύση των ενεργειών, η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου είναι απρόθεσμη.
4. Η νομολογία έχει ερμηνεύσει τη διάταξη του άρθρου 2 ως εξής: «…ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999) … όριζε στο μεν άρθρο 2 ότι «τα διοικητικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν, αυτεπαγγέλτως, στις ενέργειες που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις εντός των οριζομένων, σχετικών, προθεσμιών» και ότι «σε περίπτωση που δεν προβλέπεται σχετική προθεσμία, η ενέργεια συντελείται εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο», στο δε άρθρο 10 παρ. 5 εδάφιο δεύτερο ότι «οι προθεσμίες για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, δυσμενών για το πρόσωπο το οποίο αφορούν αμέσως, είναι αποκλειστικές». Η ως άνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 εδ. δεύτερο του ΚΔΔιαδ αναφέρεται σε προθεσμίες που προβλέπονται ρητώς από ειδικές διατάξεις της κειμένης διοικητικής νομοθεσίας για την έκδοση δυσμενών ατομικών διοικητικών πράξεων, καθιερώνοντας στις περιπτώσεις αυτές κατά χρόνο περιορισμό της ασκουμένης διοικητικής αρμοδιότητος εντός των ανωτέρω αποκλειστικών προθεσμιών. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 εδ. δεύτερο του ΚΔΔιαδ δεν δύναται να συσχετισθεί και να τύχει εφαρμογής επί της διατάξεως του άρθρου 2 του ΚΔΔιαδ, η οποία, αποσκοπούσα μόνο στην επιτάχυνσητων διοικητικών ενεργειών, δεν θεσπίζει γενική αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε την οικεία αρχή άνευ ετέρου αναρμόδια κατά χρόνο, αλλά υπόδειξη προς την Διοίκηση για την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση των αυτεπαγγέλτων ενεργειών της [βλ. συναφώς και www.prevedourou.gr, Eννοια της αρμοδιότητας. Μεταβολές στην αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων]. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την άσκηση της αρμοδιότητος επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Ε.Ε.Τ.Τ., όπως η αρμοδιότης αυτή προβλεπόταν από το άρθρο 12 του ν. 2867/2000 και ήδη προβλέπεται από το άρθρο 63 του ν. 3431/2006, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν τάσσουν ειδικώς προθεσμία εντός της οποίας η ΕΕΤΤ οφείλει να εκδίδει τις σχετικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 1967/2011, 3073/2012).
ΙΙ. Αιτήσεις προς τη Διοίκηση (άρθρο 3 του ΚΔΔιαδ, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 25 και 30 παρ. 9 του Ν 3731/2008, το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν 3448/2006, το άρθρο 11 παρ. 7 του Ν 3230/2004 και το άρθρο 5 του Ν 3242/2004)
Α. Έννοια της αίτησης
- Αίτηση του ενδιαφερομένου για την έκδοση διοικητικής πράξης (κυρίως άδειας, έγκρισης, διορισμού, πολιτογράφησης) απαιτείται όταν το προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις. Κατά τα λοιπά ισχύει ο κανόνας της αυτεπάγγελτης ενέργειας της Διοίκησης.
- Η αίτηση του διοικουμένου είναι συνώνυμη προς την αναφορά του άρθρου 10 του Συντάγματος. Αποτελεί νόμιμο όρο για την έκδοση της πράξης (όχι όμως και συστατικό στοιχείο αυτής), αλλά δεν καθιστά τον αιτούντα συνεκδότη της πράξης. Με τη σύμπραξη δηλαδή του διοικουμένου η διοικητική πράξη δεν γίνεται διμερής, αλλά παραμένει μονομερή εκδήλωση δημόσιας εξουσίας.
Β. Έννομες συνέπειες της αίτησης
3. Όταν το διοικητικό όργανο οφείλει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, να εκδώσει εκτελεστή πράξη, μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάσσουν οι διατάξεις αυτές στο όργανο για την έκδοση της πράξης, ή εάν δεν καθορίζεται τέτοια προθεσμία, μετά την παρέλευση τριμήνου, θεωρείται κατά νόμο (άρθρο 45 παρ. 4 του πδ 18/1989, 63 παρ. 4 του ΚΔΔ) ότι υπάρχει σιωπηρή άρνηση του διοικητικού οργάνου να εκδώσει την πράξη,η οποία καλείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και λογίζεται ως εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης. Εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, η πάροδος συγκεκριμένης προθεσμίας από την υποβολή της αίτησης στοιχειοθετεί θετική σιωπηρή πράξη [βλ. αναλυτικά www.prevedourou.gr, Απλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Διοίκησης και πολιτών. Η τάση γενίκευσης της σιωπηρής θετικής πράξης].
4. Κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του πδ 18/1989, παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας προσβλητή με αίτηση ακύρωσης υπάρχει όταν ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να ενεργήσει ή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από την ειδική αυτή διάταξη προϋποθέσεις (ΣτΕ 4531/2009, 1205/2002). Εξ άλλου, για να υπάρξει υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε ορισμένη νόμιμη ενέργεια απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης του διοικουμένου ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, συνοδευομένης από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Εάν τα δικαιολογητικά αυτά δεν υποβληθούν ταυτοχρόνως με την αίτηση ή εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, προς εξέταση του αιτήματος απαιτείται η υποβολή κρίσιμων συμπληρωματικών στοιχείων, αφετηρία του τριμήνου, μετά την άπρακτη παρέλευση του οποίου στοιχειοθετείται παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην οφειλομένη νόμιμη ενέργεια, δεν είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά η μεταγενέστερη ημερομηνία υποβολής των δικαιολογητικών ή των συμπληρωματικών στοιχείων του φακέλου (ΣτΕ 812/2013, 4531/2009, 3573/2003).
Γ. Παραίτηση
5. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να παραιτηθεί από την αίτησή του πριν από την έκδοση της διοικητικής πράξης, χωρίς συνέπειες, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση.
6. Ανάκληση της παραίτησης δεν χωρεί. Ο διοικούμενος μπορεί, πάντως, να υποβάλει νέα αίτηση εφόσον δεν έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία.
Δ. Εντυπα αιτήσεων
7. Για τη διευκόλυνση των ενδιαφερομένων χρησιμοποιούνται έντυπα αιτήσεων τα οποία χορηγούν υποχρεωτικώς οι δημόσιες αρχές για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.
8. Στα έντυπα αναφέρονται οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος, οι εφαρμοστέες διατάξεις, τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος καθώς και ο χρόνος εντός του οποίου θα δοθεί η απάντηση.
9. Αν ο ενδιαφερόμενος δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, ο αρμόδιος υπάλληλος οφείλει να συντάξει ο ίδιος την αίτηση κατόπιν προφορικής έκθεσης του αιτήματος του ενδιαφερομένου.
10. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και με χρήση ΤΠΕ (τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών), σύμφωνα με τον Ν. 3979/2011 (άρθρα 10, 12 και 23).
11. Ο χρόνος υποβολής της αίτησης προσδιορίζει την προτεραιότητα για την ικανοποίηση του ίδιου αιτήματος, όταν έχει διατυπωθεί από περισσότερους διοικουμένους (πχ άρθρο 25 παρ. 1 του Μεταλλευτικού Κώδικα [ΝΔ 210/1973]. Επίσης, κατά γενική αρχή του δικαίου κοινωνικής ασφάλειας, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο θεμελίωσής του και υποβολής της σχετικής αίτησης, ΣτΕ 671/1997).
Ε. Απόδειξη στοιχείων ταυτότητας
12. Τα στοιχεία της ταυτότητας που αναφέρονται στην αίτηση αποδεικνύονται εναλλακτικά:
– όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες
i. από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας
ii. από τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής
iii. από το διαβατήριο
iv. από την άδεια οδήγησης
v. το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων
– όταν πρόκειται για πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης
i. από το δελτίο ταυτότητας
ii. από το διαβατήριο
– όταν πρόκειται για πολίτες άλλων κρατών
i. από το διαβατήριο
ii. από άλλο έγγραφο βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδός τους στη χώρα
iii. από τα έγγραφα που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες ελληνικές αρχές
– Η ταυτότητα των νομικών προσώπων αποδεικνύεται
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις που ισχύουν στην έδρα τους.
ΣΤ. Υποβολή της αίτησης
13. Όταν η αίτηση δεν υποβάλλεται αυτοπροσώπως, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας των αντίστοιχων εγγράφων.
14. Αιτήσεις για την έκδοση διοικητικής πράξης που υποβάλλονται μέσω ΚΕΠ τα οποία έχουν την ευθύνη ελέγχου των στοιχείων της ταυτότητας θεωρείται ότι υποβάλλονται αυτοπροσώπως στην αρμόδια για την έκδοση της πράξης υπηρεσία.
15. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και με χρήση ΤΠΕ (τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών), σύμφωνα με τον Ν. 3979/2011 (άρθρα 10, 12 και 23).
Ζ. Υπεύθυνη δήλωση
16. Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται από το δελτίο ταυτότητας ή από τα αντίστοιχα έγγραφα, γίνονται δεκτά βάσει υπεύθυνης δήλωσης του ενδιαφερομένου, εφόσον ειδικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά. Η υπεύθυνη δήλωση διατυπώνεται στο προβλεπόμενο από τις σχετικές διατάξεις έντυπο.
17. Υπεύθυνη δήλωση υποβάλλεται και όταν έχουν μεταβληθεί τα στοιχεία του δελτίου ταυτότητας για την οικογενειακή κατάσταση, τη διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα.
18. Η νομολογία δέχθηκε συναφώς ότι «από τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 του ΚΔΔιαδ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αυτού, συνάγεται ότι, εφόσον υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του απλού φωτοαντιγράφου, δεν προσαπαιτείται η υποβολή επικυρωμένου φωτοαντιγράφου (ΑΕΔ 48/1997, ΣτΕ Ολ 2283/2000, ΣτΕ 3818/2012)». Περαιτέρω, «εν όψει του ότι η αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής για την κατάληψη των προκηρυχθεισών θέσεων επέχει κατά τον νόμο και την προκήρυξη (βλ. άρθρο 16 παράγραφος 6 του Ν. 2190/1994 και τη … διάταξη του «Κεφαλαίου Γ΄ – Υποβολή αιτήσεων» της προκηρύξεως) θέση υπεύθυνης δηλώσεως, σε συνδυασμό προς τις αναφερθείσες διατάξεις του ΚΔΔιαδ, η προκήρυξη έχει την έννοια ότι γίνονται δεκτά από την Διοίκηση και δικαιολογητικά που υποβάλλονται με την εν λόγω αίτηση συμμετοχής σε απλά φωτοαντίγραφα» (ΣτΕ 384/2013, 2523/2012, 1156, 3003, 4056/2011, 1041/2010, 1308, 46/2009).
Η. Υποβολή δικαιολογητικών – Αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών
19. Όταν για τη διεκπεραίωση υπόθεσης απαιτούνται δικαιολογητικά, πιστοποιητικά ή στοιχεία, που η έκδοσή τους δεν προϋποθέτει τη σύμπραξη του αιτούντος και τα οποία δεν συνυποβάλλονται με την αίτησή του, η αρμόδια υπηρεσία για την έκδοση της τελικής πράξης, το αναζητεί από τις οικείες υπηρεσίες του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των νπδδ ειδικών σκοπών. Προς τούτο παρέχεται σχετική εξουσιοδότηση από τον ενδιαφερόμενο η οποία περιέχεται στην αίτησή του.
20. Με ΚΥΑ του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του καθ’ύλην αρμόδιου υπουργού, καθορίζονται οι υπηρεσίες στις οποίες εφαρμόζεται η αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών, οι κατηγορίες δικαιολογητικών τα οποία, από τη φύση τους, δεν είναι δυνατό να αναζητηθούν αυτεπαγγέλτως, τα δικαιολογητικά τα οποία οι αρμόδιες για την έκδοση της τελικής διοικητικής πράξης υπηρεσίες είναι υποχρεωμένες να αναζητούν αυτεπαγγέλτως χωρίς να απαιτείται εξουσιοδότηση του πολίτη και οι περιπτώσεις υποχρεωτικής αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών (άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 3448/2006).
Το νομικό καθεστώς της υποβολής και αναζήτησης δικαιολογητικών αποτυπώνεται στη διάταξη της παραγράφου 6α του άρθρου 3 του ΚΔΔσίας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν. 4325/2015, Εκδημοκρατισμός της Διοίκησης- Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας – Αποκατάσταση αδικιών, και του άρθρου 33 του Ν. 4369/2016, Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια – αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης), η παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
«6α. Όταν για τη διεκπεραίωση υπόθεσης απαιτούνται δικαιολογητικά ή πιστοποιητικά που εκδίδονται από το δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και των οποίων η έκδοση δεν προϋποθέτει τη σύμπραξη του πολίτη, η αρμόδια υπηρεσία, εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον αιτούντα με την αίτησή του, τα αναζητεί με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο για την έκδοση της τελικής πράξης αυτεπαγγέλτως από τις οικείες υπηρεσίες.
Αν ο πολίτης τηρεί ηλεκτρονική θυρίδα χρήστη της Κεντρικής Διαδικτυακής Πύλης του Ελληνικού Δημοσίου, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει να αναζητεί τα απαραίτητα για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας έγγραφα, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις από τα αποθηκευμένα στην ηλεκτρονική θυρίδα χρήστη, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων της παρ. 2α του άρθρου 13 του ν. 4325/2015.
β. Για το σκοπό αυτόν τεκμαίρεται ότι παρέχεται σχετική εξουσιοδότηση από τον ενδιαφερόμενο, με την κατάθεση της αίτησής του.
γ. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του αρμόδιου, κατά περίπτωση, Υπουργού, καθορίζονται οι διαδικασίες στις οποίες δεν εφαρμόζεται η αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών, λόγω μεγάλου όγκου αιτήσεων ή άλλων λόγων που καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή την αυτεπάγγελτη αναζήτηση.
δ. Η αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών εφαρμόζεται επί αιτημάτων φυσικών και νομικών προσώπων.»
Περαιτέρω, το άρθρο 12παρ. 2 του Ν. 4325/2015 ορίζει τα εξής:
“2α) Δικαιολογητικά, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις τα οποία εκδίδονται μέσω κεντρικών πληροφοριακών συστημάτων υπηρεσιών του Δημοσίου ή μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης των συστημάτων αυτών με το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΜΗΣ – ΚΕΠ», εκδίδονται μέσω των ΚΕΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν.3013/2002 (Α΄102) και αναζητούνται αυτεπάγγελτα μέσω διασύνδεσης των υπηρεσιών του Δημοσίου με το κεντρικό πληροφοριακό σύστημα του φορέα, ο οποίος έχει την ευθύνη ανάπτυξης και συντήρησης του συστήματος. β) Με κοινές υπουργικές αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, καθορίζεται ο χρόνος ένταξης στην ανωτέρω ρύθμιση των πιστοποιητικών και βεβαιώσεων που για τεχνικούς λόγους ή λόγους αναγόμενους στη λειτουργία της οικείας υπηρεσίας δεν είναι εφικτό να ενταχθούν στη ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου εντός του χρόνου πλήρους εφαρμογής της.
21. Για τη συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για την πλήρωση θέσης, η νομολογία έχει δεχθεί ότι κατά την έννοια των όρων της προκήρυξης, «δεν αποκλείεται η υποβολή από τους υποψηφίους και άλλων στοιχείων μετά την εκπνοή της τεθείσας από την προκήρυξη προθεσμίας, εφόσον τα υποβαλλόμενα στοιχεία δεν είναι νέα, αλλά συμπληρώνουν τα ήδη εμπροθέσμως υποβληθέντα δικαιολογητικά και αποσκοπούν στη διευκρίνιση της εννοίας τους ή στην ενίσχυση του αποδεικτικού τους κύρους (βλ. σχετ. ΣτΕ 367/2006, 3374/2002, 3668/1990, 3082/1993, 1252/1995, 447/1997, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3374/2002, 2899, 1757/2001 κ.ά.). Ως υποβολή τέτοιου συμπληρωματικού στοιχείου πρέπει να θεωρηθεί η μετά την εκπνοή της τιθεμένης από την προκήρυξη προθεσμίας και προ του διορισμού προσκόμιση του κατά νόμο πιστοποιητικού (τίτλου σπουδών στην αλλοδαπή), εφόσον έχει προηγηθεί η εντός της νόμιμης προθεσμίας υποβολή υπεύθυνης δηλώσεως του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, η οποία έχει τις συνέπειες του άρθρου 22 παρ. 6 του νόμου αυτού και της οποίας η ακρίβεια, ως προς τα δηλούμενα στοιχεία, μπορεί να ελεγχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του ίδιου νόμου, βάσει του αρχείου άλλων υπηρεσιών (βλ. σχετ. ΣτΕ 3668/1990, 3082/1993). Περαιτέρω, από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως επιβάλλεται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως από την Διοίκηση του περιεχομένου υπεύθυνης δηλώσεως, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μία σύντομη προθεσμία προκειμένου να αποδείξει με πρόσφατα στοιχεία το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεώς του» (ΣτΕ 3373/2007, 367/2006, 1043/2003, 764/2000, 3082/1993, πρβλ. ΣτΕ 3085/1985, 3668/1990, 2819/1992, 1252/1995). Επιπλέον, στο πλαίσιο της επιείκειας που πρέπει να επιδεικνύει η Διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, μια κατηγορία αποφάσεων συνάγει από την αρχή της χρηστής διοίκησης την υποχρέωση, σε περίπτωση αμφισβήτησης από τη Διοίκηση του περιεχομένου υπεύθυνης δήλωσης, αλλά και εν όψει της δημιουργίας ευλόγως σύγχυσης και αμφιβολίας στους υποψηφίους από αντιφατικές ρυθμίσεις του ζητήματος, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μία σύντομη προθεσμία προκειμένου να αποδείξει με πρόσφατα στοιχεία το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του (ΣτΕ 3523/2012, 2463/2012, ΣτΕ 3082/1993, 764, 2923,3903/2000, 1757, 2899/2001, 1675, 3512/2002, 1043, 1862/2003, 367, 1855/2006, 2028, 2034, 3373/2007). Στο ίδιο πνεύμα, έγινε δεκτό ότι η Διοίκηση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης, όφειλε να δεχθεί ως νομίμως υποβληθέντα συμπληρωματικά στοιχεία τις υπεύθυνες δηλώσεις των γονέων υποψηφίου που υποβλήθηκαν μεταγενεστέρως, προκειμένου να εξετάσει στη συνέχεια την υποψηφιότητά του. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο έχει κριθεί ότι αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η υποβολή δικαιολογητικών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, ακόμη και αν αυτά είναι συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά εκείνων που έχουν κατατεθεί εμπροθέσμως, όλως εξαιρετικώς, όμως, ενόψει και των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, δεν αποκλείεται να γίνονται δεκτά ακόμη και τα καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας υποβαλλόμενα δικαιολογητικά στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει εμπροθέσμως και καλοπίστως με την αίτησή του δικαιολογητικά, τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες που οφείλονται αποκλειστικώς σε πταίσμα του διοικητικού οργάνου που τα εξέδωσε (ΣτΕ 4344/2014, 411/2012, 857, 1723/2011, 1000, 1201/2009, 1471-2/2007 7μ.). Τέλος, στην περίπτωση που τα υποβληθέντα από τον υποψήφιο, εμπροθέσμως και καλοπίστως, δικαιολογητικά παρουσιάζουν ελλείψεις ή σφάλματα που οφείλονται αποκλειστικά σε πταίσμα του διοικητικού οργάνου το οποίο τα εξέδωσε, δεν αποκλείεται, ενόψει των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, να γίνονται αποδεκτά και τα εκ των υστέρων και καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας υποβαλλόμενα δικαιολογητικά προς διόρθωση των ελλείψεων ή των σφαλμάτων (ΣτΕ 4837/2013, 372/2013, 411/2012, 1000/2009, 1471/2007κ.ά.). Πολλώ δε μάλλον, όταν τα σφάλματα που έχουν παρεισφρύσει στα υποβληθέντα δικαιολογητικά γίνονται αντιληπτά εκ των υστέρων από το ίδιο το διοικητικό όργανο που διενεργεί την επιλογή, το οποίο στην περίπτωση αυτή διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να ζητήσει διευκρινίσεις από την αρμόδια αρχή που τα εξέδωσε και να λάβει στη συνέχεια υπόψη του τα ορθά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από νεώτερα πιστοποιητικά, έστω και καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας προσκομιζόμενα (ΣτΕ 2939/2015).
ΙΙΙ. Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση (άρθρο 4 ΚΔΔιαδ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του Ν 3242/2004 και 11 παρ. 3 του Ν 3230/2004)
Α. Προθεσμία διεκπεραίωσης υποθέσεων
1.Τα διοικητικά όργανα του Δημοσίου, οι ΟΤΑ, τα νπδδ (και οι ανεξάρτητες αρχές, καθώς και τα νπιδ διφυούς χαρακτήρα κατά το μέρος που ασκούν δημόσια εξουσία) οφείλουν, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για όλα τα αιτήματά τους εντός προθεσμίας 50 ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται συντομότερες προθεσμίες. Η υποχρέωση αυτή εμπνέεται από την αρχή του κράτους δικαίου, επιβάλλεται δε προεχόντως όταν υποβάλλεται στη Διοίκηση νόμιμο αίτημα (ΣτΕ 3500/2002).
Ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με το τρίμηνο του άρθρου 45 παρ. 4 του πδ 18/1989, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε τα εξής: «το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 με τίτλο «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», ορίζει ότι «[σ]τις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης, η οποία υπάγεται στους όρους της παραγράφου 1, η αίτηση ακυρώσεως είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται την ενέργεια αυτή όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στη Διοίκηση,…. Αίτηση ακυρώσεως που ασκείται πριν παρέλθουν οι παραπάνω προθεσμίες είναι απαράδεκτη. Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκείται παραδεκτώς κατά της ανωτέρω αρνήσεως λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η τυχόν μεταγενέστερη ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης, η οποία μπορεί πάντως να προσβάλλεται και αυτοτελώς». Εξ άλλου, το άρθρο 4 του ΚΔΔιαδ, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν από την αντικατάστασή του από τα άρθρα 11 του ν. 3230/2004 και 6 και 7 του ν. 3242/2004, όριζε υπό τον τίτλο «Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση» τα εξής: «1. Οι διοικητικές αρχές, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από τις σχετικές ειδικές διατάξεις, αλλιώς μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία…». Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, εκτελεστή παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας της Διοικήσεως προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως συντελείται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλη ειδική προθεσμία από τον νόμο, δια της παρόδου τριμήνου από της υποβολής σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Το τρίμηνο δε αυτό, διά της παρόδου του οποίου συντελείται εκτελεστή παράλειψη, δεν μεταβάλλεται από την εκ του μεταγενεστέρου άρθρου 4 του ΚΔΔιαδ απορρέουσα γενική υποχρέωση της Διοικήσεως να διεκπεραιώνει ταχέως εντός 60νθημέρου τις υποθέσεις των πολιτών. Τούτο διότι με την εν λόγω διάταξη, αλλά και τις λοιπές ρυθμίσεις του ΚΔΔιαδ που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Κώδικα αυτού, σκοπόν έχουν απλώς την δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών, δεν εισάγεται νέος δικονομικός κανόνας δικαίου και δεν τροποποιούνται οι προαναφερθείσες δικονομικής φύσεως διατάξεις του άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989 ούτε, συνεπώς, καθιερώνεται νέα 60νθήμερη προθεσμία, για την συντέλεση εκτελεστής παραλείψεως της Διοικήσεως. Κατά συνέπεια και μετά τον ΚΔΔιαδ εκτελεστή παράλειψη προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως συντελείται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλη ειδικώτερη προθεσμία από τον νόμο, δια της παρόδου απράκτου τριμήνου από της σχετικής αιτήσεως. Κατά την έννοια δε περαιτέρω του εν λόγω άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989, η πάροδος του τριμήνου αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, εξ αυτού δε παρέπεται ότι αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως απαραδέκτως ασκείται προ της παρόδου τριμήνου και είναι, κατ’ αρχήν, απορριπτέα εξ αυτού του λόγου, άνευ ετέρου, έστω, δηλαδή, και αν, κατά τον χρόνο της συζητήσεως έχει παρέλθει το τρίμηνο» (ΣτΕ 1327/2008).
2. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων.
3. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία εντός 3 ημερών και να γνωστοποιήσει τη διαβίβαση στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία περιέλευσης της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία.
4. Για τις υποθέσεις αρμοδιότητας περισσότερων υπηρεσιών, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται κατά 10 ακόμη ημέρες.
Η νομολογία έχει ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή ως εξής: «… στην ειδικότερη περίπτωση που για την έκδοση της οικείας διοικητικής πράξεως είναι κατά νόμο συναρμόδια δύο ή περισσότερα διοικητικά όργανα, η προθεσμία, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας συντελείται η παράλειψη της Διοικήσεως να άρει την απαλλοτρίωση, κινείται, λόγω της ενότητας της Διοικήσεως, από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως σε οποιοδήποτε συναρμόδιο όργανο, δεδομένου ότι αυτή πρέπει να διαβιβασθεί περαιτέρω και στα λοιπά» (ΣτΕ 1852,203, 1497/2006, 1753/2003).
5. Με ΚΥΑ του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, διαφορετική προθεσμία για τη διεκπεραίωση υποθέσεων εφόσον το επιβάλλουν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται ρητώς σ’αυτήν.
Β. Αντικειμενική αδυναμία διεκπεραίωσης
6. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει, εντός 5 τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα
– τους λόγους καθυστέρησης
– τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υποθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την παροχή πληροφοριών
– κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
Γ. Ανεπίδεκτα εκτίμησης αιτήματα
7. Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση ταχείας διεκπεραίωσης της υπόθεσης κατά το άρθρο 4 παρ. 1 ΚΔΔιαδ εάν το αίτημα είναι εμφανώς
– παράλογο,
– αόριστο,
– ακατάληπτο
– επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό.
Ερμηνεύοντας το άρθρο 4 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δέχθηκε ότι η Διοίκηση δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωση απάντησης σε αιτήματα των διοικουμένων, τα οποία κρίνει, κατ’ επιεική κρίση, ως καταχρηστικώς επαναλαμβανόμενα, όπως συμβαίνει όταν αιτήματα που έχουν απαντηθεί οριστικά και με πληρότητα επανυποβάλλονται χωρίς συνοδεία νέων στοιχείων και με εμφανή διάθεση άσκησης ελέγχου της υπηρεσίας (ΓνωμΝΣΚ 49/2015 γνωμ. νσκ49.2015).
Δ. Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις
8. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν να χορηγούν αμέσως πιστοποιητικά και βεβαιώσεις ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 2724/1994: «στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, φερομένη ως φοιτήτρια του Β’ έτους του τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ., ζήτησε, με την από 3/1/1994 αίτησή της, να της χορηγηθεί πιστοποιητικό αναλυτικής βαθμολογίας των μαθημάτων και ασκήσεων, στα οποία επέτυχε από τη μετεγγραφή της από το Πανεπιστήμιο Ζάγκρεμπ της πρώην Γιουγκοσλαβίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μέχρι τις 25.7.1993 (οπότε δημοσιεύθηκε η απόφαση ΣτΕ 1584/1993 που απέρριψε αίτηση ακυρώσεως της αιτούσης κατά της πράξεως ανακλήσεως της μετεγγραφής της). Η αιτούσα στην αίτησή της προς τη Γραμματεία της Ιατρικής Σχολής ανέφερε ότι ζητούσε το πιστοποιητικό σπουδών “… για την άρτια υπεράσπισή της στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπου εκκρεμεί κατηγορία εναντίον της”. Υπό τα δεδομένα αυτά η Διοίκηση υπεχρεούτο σύμφωνα με τα εκτεθέντα να απαντήσει εντός της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος, στην από 3/1/1994 αίτηση της αιτούσης και μάλιστα αιτιολογημένα σε περίπτωση αρνήσεως ικανοποιήσεως του υποβληθέντος αιτήματος. Συνεπώς η προσβαλλομένη παράλειψη πρέπει να ακυρωθεί, όπως βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για να απαντήσει στην υποβληθείσα αίτηση της αιτούσης»). Εάν η άμεση χορήγηση δεν είναι δυαντή, αυτά αποστέλλονται ταχυδρομικώς στη διεύθυνση που έχει δηλωθεί εντός 10 ημερών, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος έχει δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ταχυδρομική αποστολή και ότι θα παραλάβει τα έγγραφα αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του.
9. Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής στην οποία περιλαμβάνεται:
– ο οικείος αριθμός πρωτοκόλλου
– η προθεσμία εντός της οποίας υφίσταται υποχρέωση προς διεκπεραίωση της υπόθεσης
– επισήμανση ότι, σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων που καθορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 ΚΔΔιαδ, παρέχεται δυνατότητα αποζημίωσης κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 5 παρ. 7 και 8 του Ν. 1943/1991 (βλ. συναφώς www.prevedourou.gr, Επιβολή κυρώσεων στη Διοίκηση λόγω μη εμπρόθεσμης διεκπεραίωσης υπόθεσης, άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 6 του ΚΔΔ/σίας). Ενδιαφέρουσα συναφώς η απόφαση ΣτΕ Ολ 3004/2010: «από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 περ. α΄ και 5 παρ. 1 και 6 του ΚΔΔιαδ, όπως ισχύουν, συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει κανόνες διαδικασίας που αποβλέπουν προεχόντως στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοίκησης και την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχομένων προς τον πολίτη υπηρεσιών, ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών. Εν όψει του ανωτέρω προέχοντος σκοπού των διατάξεων αυτών, το χρηματικό ποσό, το οποίο η αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 5 παρ. 13 του ν. 1943/1991 (άρθρο δεύτερο παρ. 2β του ν.2690/1999) επιβάλλει σε δημόσια υπηρεσία να καταβάλει σε πολίτη, έχει πάντοτε το χαρακτήρα κύρωσης ανεξάρτητα αν υπό το προγενέστερο καθεστώς το ποσό αυτό είχε προβλεφθεί υπό μορφή συμβολικής αποζημίωσης (κυμαινόμενης από 5000 δρχ. έως 200.000 δρχ.), ήδη δε υπό το ισχύον καθεστώς ισούται με πλήρη αποζημίωση…» (έτσι και ΣτΕ 3881/2012).
Mε το άρθρο 25 του Ν. 4210/2013, Ρυθμίσεις Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 254/21-11-2013), καταργήθηκε η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 5 παρ. 7-10, 12 και 13 του Ν. 1943/1991 [Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες συναφείς διατάξεις, ΦΕΚ Α΄50] διαδικασία για τη μη τήρηση προθεσμιών διεκπεραίωσης υποθέσεων από τη Διοίκηση. Το άρθρο 25 ορίζει τα εξής: «1. Η παρ. 7 του άρθρου 5 του N·. 1943/1991 (Α΄ 50) και η παρ. 1 του άρθρου 7 του N. 3242/2004 (Α΄ 102), που αντικατέστησε την πρώτη, καταργούνται. 2. Η παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50) και η παρ. 2α του άρθρου δεύτερου του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), η παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3242/2004 (Α΄ 102) και η παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3230/2004 (Α΄ 44), που αντικατέστησαν ή συμπλήρωσαν την πρώτη, καταργούνται. 3. Οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 5 του ν. 1943/ 1991 (Α΄ 50) καταργούνται. 4. Η παρ. 12 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50) και η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3242/2004 (Α΄ 102), που αντικατέστησε την πρώτη, καταργούνται. 5. Η παρ. 13 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50) και η παρ. 2β του άρθρου δεύτερου του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) και η παρ. 6 του άρθρου 11 του ν. 3230/2004 (Α΄ 44), που αντικατέστησαν την πρώτη, καταργούνται. 6. Η παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3242/2004 (Α΄ 102) καταργείται.
Bλ. και Β. Γκέρτσου/Δ. Πυργάκη, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 53 επ.· www.prevedourou.gr, Επιβολή κυρώσεων στη Διοίκηση λόγω μη εμπρόθεσμης διεκπεραίωσης υπόθεσης (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 6 του ΚΔΔ/σίας)· www.prevedourou.gr, Kατάργηση της διοικητικής διαδικασίας αποζημίωσης του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (άρθρο 25 του Ν. 4210/2013) [Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 30-11-2015].
E. Εξαιρέσεις
10. Οι προθεσμίες των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του ΚΔΔιαδ δεν ισχύουν
– για την αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου εφόσον υφίσταται σχετική εκκρεμής δίκη
– για τις περιπτώσεις όπου απαιτείται εμφάνιση του ενδιαφερομένου ενώπιον συλλογικού οργάνου και η μη προσέλευσή του οφείλεται σε υποκειμενικούς ή αντικειμενικούς λόγους.
11. Οι προθεσμίες του άρθρου 4 του ΚΔΔιαδ δεν ισχύουν για υποθέσεις που αφορούν κτήση, αναγνώριση, απώλεια και ανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας (άρθρο 31 του Ν. 3284/2004).
IV. Προθεσμίες προς ενέργεια (άρθρο 10 του ΚΔΔιαδ)
Α. Προθεσμίες για τον διοικούμενο
1. Οι προθεσμίες για την υποβολή αίτησης, αναφοράς, δήλωσης ή άλλου εγγράφου του ενδιαφερομένου καθώς και για οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του είναι αποκλειστικές, εκτός εάν χαρακτηρίζονται ενδεικτικές από τις διατάξεις που τις προβλέπουν (ΣτΕ 1557/2009: «όπως έχει ήδη κριθεί (Σ.τ.Ε. 3453/2006, 4334/1996, 1427/1994), η προβλεπόμενη από το άρθρο 21 παρ. 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων προθεσμία των έξι μηνών για την υποβολή αιτήσεως διορισμού ή επαναδιορισμού δικηγόρου είναι αποκλειστική, ο χαρακτήρας δε αυτός της προθεσμίας δεν περιορίζει, κατά τρόπο που να παραβιάζει τις περί επαγγελματικής ελευθερίας διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 5 παρ. 1), την δυνατότητα ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος από τους δικαστικούς λειτουργούς που αποχωρούν από την υπηρεσία, αφού το θεσπιζόμενο χρονικό όριο, μέσα στο οποίο ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εκδηλώσει την βούλησή του για την άσκηση του λειτουργήματος αυτού, είναι εύλογο.)
2. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, να υποβάλει την αίτησή του ή άλλο έγγραφο με μηχανικό μέσο. Στη συνέχεια, όμως, οφείλει να υποβάλει, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 3 και 11 του ΚΔΔιαδ, το αργότερο εντός 5 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας, έγγραφο, που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του και έχει όμοιο περιεχόμενο με αυτό το οποίο παρέλαβε η υπηρεσία με το μηχανικό μέσο (ΣτΕ 204/2012, 1328/2011, 545/2010, 271, 2636/2007).
3. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει το έγγραφό του με αποστολή συστημένης επιστολής (ΣτΕ 2799/2012, 3211/2010), εφόσον δεν το αποκλείουν οι ειδικές διατάξεις. Στις περιπτώσεις αυτές, ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της επιστολής στην ταχυδρομική υπηρεσία (ΣτΕ 3211/2010, 2569/2004).
4. Αν οι διατάξεις επιβάλλουν τη συνυποβολή πιστοποιητικών, δικαιολογητικών ή άλλων δημόσιων εγγράφων και αυτά δεν συνυποβάλλονται για λόγους που αφορούν την αρμόδια για την έκδοσή τους διοικητική αρχή, αρκεί η εμπρόθεσμη υποβολή του εγγράφου του διοικουμένου. Στο εν λόγω έγγραφο, πρέπει να γίνεται μνεία του λόγου της μη συνυποβολής των δημοσίων εγγράφων, τα οποία, πάντως, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να προσκομίσει όταν εκλείψει η αιτία που κατέστησε αδύνατη τη συνυποβολή τους (ΣτΕ 1472/2007).
Β. Προθεσμίες για τη Διοίκηση
5. Οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές (ΣτΕ 652, 2809, 4311, 4876/2012, 3762/2009), εκτός εάν από τις διατάξεις που τις προβλέπουν προκύπτει ότι είναι αποκλειστικές. Δεν αποκλείεται, πάντως, ο χαρακτηρισμός αυτός να έχει την έννοια της έντονης υπόδειξης προς τη Διοίκηση να περατώσει ταχέως τη διαδικασία και μάλιστα εντός ευλόγου χρόνου.
– Έτσι κρίθηκε ότι «η ρύθμιση του άρθρου 10 παρ. 5 του ΚΔΔιαδ δεν αναφέρεται, κατά την έννοια του συνόλου των διατάξεων του άρθρου αυτού, σε προθεσμίες που προβλέπονται για την έκδοση πειθαρχικών αποφάσεων, μετά από ορισμένη πειθαρχική διαδικασία, η οποία, από τη φύση της, δεν μπορεί να περιορίζεται χρονικά, χωρίς να απειλείται η ουσιαστική ορθότητα της υπό έκδοση πειθαρχικής απόφασης» (ΣτΕ 4311/2012, 1652/2008, 1553/2008, 2336/2004, 92/2003, 1740/1994). Βλ. και ΣτΕ 1390/2014: προβάλλεται ότι το κατ’ άρθρο 234 παρ. 2 του ν. 3852/2010 πειθαρχικό συμβούλιο αποφάνθηκε σε χρόνο που ήταν αναρμόδιο, δεδομένου ότι κατά το χρόνο εκδόσεως της γνωμοδοτήσεώς του είχε παρέλθει η κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή του σχετικού παραπεμπτικού εγγράφου, εντός της οποίας όφειλε, κατά την ίδια παρ. 3, να εκδώσει τη γνωμοδότησή του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η ως άνω προθεσμία δεν είναι αποκλειστική, αλλά ενδεικτική, με την έννοια ότι περιέχει έντονη υπόδειξη, προκειμένου το συμβούλιο να εκδώσει το ταχύτερο δυνατό τη γνωμοδότησή του (πρβλ. ΣτΕ 4311/2012, 1652/2008).
– Κατά τη σχετική με το πριν από τον Ν. 4009/2011 νομοθετικό καθεστώς για τα ΑΕΙ νομολογία, «η Διοίκηση, κατά την άσκηση της κανονιστικής της αρμοδιότητας, με βάση τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1, τελευταίο εδάφιο, του ν. 3549/2007, με την οποία παρέχεται στον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων εξουσιοδότηση για τον καθορισμό των ειδικότερων λεπτομερειών σε σχέση αφενός μεν με τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, που διενεργεί ο πρύτανης επί των πρακτικών εκλογής εξέλιξης και μονιμοποίησης ή μη των μελών ΔΕΠ των Α.Ε.Ι., αφετέρου δε με τον κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας, που ασκεί ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων επί της σχετικής, κατά περίπτωση, πρυτανικής πράξης, μπορούσε μεν να ορίσει στον πρύτανη προθεσμία για να ενεργήσει μέσα σε αυτή τον προαναφερόμενο έλεγχο νομιμότητας, έστω και αν η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1, τελευταίο εδάφιο, του ν. 3549/2007 δεν προβλέπει ειδικώς τούτο, προκειμένου, όμως, να καθορίσει την προθεσμία αυτή ως αποκλειστική, θα έπρεπε να περιέχεται ρητή προς τούτο πρόβλεψη στην ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη. Νομίμως, επομένως, θεσπίσθηκε, με την παρ. 6 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. Φ.122.1/171/89650/Β2/13.8.2007 απόφασης της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1, τελευταίο εδάφιο, του ν. 3549/2007, η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών για την άσκηση από τον πρύτανη του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας επί των πρακτικών εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή μη μελών ΔΕΠ των Α.Ε.Ι., πλην, όμως, εφόσον η ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη για τον καθορισμό της προθεσμίας αυτής, ως αποκλειστικής, η εν λόγω προθεσμία των εξήντα (60) ημερών, παρά τον χαρακτηρισμό της, ως αποκλειστικής, στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση, έχει ενδεικτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι περιέχει έντονη υπόδειξη προς τον πρύτανη να ολοκληρώσει τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας εντός ευλόγου χρόνου (βλ. ΣτΕ 1750/1997, 619/2001, 954/2002, 3363/2004, 2657/2008, 652/2012, πρβλ. 4628/1976 Ολ., 2314/2002, 92/2003, 1955/2008, 812/2009, 837/2010, 4358/2011, 4311/2012). Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 3549/2007 προληπτικός έλεγχος νομιμότητας, που ασκεί ο πρύτανης επί των πρακτικών εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης ή μη των μελών ΔΕΠ των Α.Ε.Ι., αναφερόμενος σε πράξεις πανεπιστημιακών οργάνων, εναρμονίζεται με την κατά το άρθρο 16 παρ. 5 αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι., η οποία έχει ως περιεχόμενο την εξουσία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις με δικά τους αποκλειστικά όργανα (ΣτΕ 1083/2013, 1401/2010, ΠΕ Ολ 144/2008, 255/2009). Αντίθετα, η προθεσμία άσκησης ελέγχου εποπτείας από τον Υπουργό Παιδείας είναι αποκλειστική, η τυχόν δε εκδιδόμενη σχετική απόφασή του ειναι παράνομη ως εκδοθείσα καθ’υπέρβαση των χρονικών ορίων άσκησης της αρμοδιότητάς του (ΣτΕ 2206/1997, 3597/1996).
– Για την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης, βλ. ΣτΕ 1932/2013: «κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου (ΣτΕ Ολ 3973/2009, ΣτΕ Ολ 1535/1952), η οποία αποτυπώνεται ήδη στο άρθρο 10 (παράγραφος 5) του ΚΔΔιαδ, η προθεσμία προς άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοικήσεως είναι, κατ’ αρχήν, ενδεικτική, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο από την εξουσιοδοτική διάταξη. Εν προκειμένω …, η εξάμηνη προθεσμία που τάσσεται από την διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 4 του Ν. 3919/2011 δεν προβλέπεται στον νόμο ως αποκλειστική ούτε προκύπτει ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να έχει τέτοιο χαρακτήρα η προθεσμία αυτή. Επομένως η εξάμηνη προθεσμία που προβλέπει η προαναφερθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση προεδρικού διατάγματος δεν έχει αποκλειστικό, αλλά ενδεικτικό χαρακτήρα, με την έννοια της έντονης υποδείξεως προς την Διοίκηση να περατώσει το ταχύτερο την σχετική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η πάροδος της προθεσμίας αυτής δεν αποτελεί εμπόδιο για την μετά την πάροδό της και πάντως εντός ευλόγου χρόνου από αυτήν έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, με το οποίο, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 8 του Ν. 3919/2011 και του άρθρου 17 παράγραφος 4 του προαναφερθέντος κώδικα συμβολαιογράφων, ο αριθμός των οργανικών θέσεων των συμβολαιογράφων στο σύνολο της Χώρας αυξήθηκε κατά 400 θέσεις (άρθρο 1 παράγραφος 1), στο πλαίσιο δε της κατανομής των θέσεων αυτών στις ειρηνοδικειακές περιφέρειες (άρθρο 1 παράγραφος 2), μεταξύ άλλων, αυξήθηκε κατά μία (1) θέση ο αριθμός των οργανικών θέσεων συμβολαιογράφων στους Αγίους Θεοδώρους της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Κορίνθου. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα είναι ακυρωτέο, ως εκδοθέν αναρμοδίως κατά χρόνο».
Πάντως, με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 3748/2013 έκρινε τα εξής: “από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 4 και 3 παρ. 2 του Ν.3919/2011 «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» προκύπτει ότι ο νομοθέτης παρέχει στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση ευχέρεια, και μάλιστα περιορισμένη χρονικώς, για να προβεί στην έκδοση προεδρικού διατάγματος, με το οποίο ορισμένο επάγγελμα θα εξαιρεθεί από τον θεσπιζόμενο με αυτές κανόνα της άρσης των περιορισμών που ισχύουν για την άσκησή του και της κατάργησης της προηγουμένως απαιτουμένης διοικητικής αδείας. Τούτο ισχύει και για το επάγγελμα του οδοντιάτρου, το οποίο ναι μεν συνάπτεται στενώς προς το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα των πολιτών στην υγεία (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος), εξ αυτού, όμως δεν συνεπάγεται αναγκαίως και υποχρέωση του κανονιστικού νομοθέτη να το εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3919/2011, ο οποίος λόγω της αδιάστικτης διατύπωσής του και των νομοθετικών ρυθμίσεων που επακολούθησαν καταλαμβάνει και το επάγγελμα αυτό που δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων για τα οποία θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ του νόμου αυτού. Πράγματι, ο νομοθέτης, εμφορούμενος από διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν αντίληψη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, έχει την δυνατότητα, στο πλαίσιο των, κατά το Σύνταγμα, επιτρεπτών ορίων να οργανώσει το καθεστώς που διέπει τα επαγγέλματα στον τομέα της υγείας, με την άρση απαγορεύσεων και περιορισμών, όπως οι καταργούμενοι με τον Ν. 3919/2011, οι οποίοι ανάγονται σε αντικειμενικά δεδομένα που συνάπτονται με τη άσκησή του και οι οποίοι λόγω του απόλυτου χαρακτήρα τους επέφεραν σοβαρούς περιορισμούς στην επαγγελματική ελευθερία και, κατά την κρίση του νομοθέτη δεν εξυπηρετούν το γενικότερο συμφέρον των πολιτών. Περαιτέρω, ενόψει της αρχής της ασφαλείας δικαίου, η οποία επιτάσσει την άρση σε σύντομο χρονικό διάστημα της εκκρεμότητας ως προς το ισχύον καθεστώς άσκησης ορισμένου επαγγέλματος και, ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αν αυτό εξαιρείται από την κατάργηση των περιορισμών, επιτρεπτώς ο νομοθέτης προέβλεψε την σύντομη αποκλειστική τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση προεδρικού διατάγματος με το οποίο βάσει κριτηρίων που κατ’ επιταγή του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου προβλέπονται από τον ίδιο τον νόμο –δηλαδή τη συνδρομή επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και τον σεβασμό των αρχών της αναλογικότητας και της μη διακρίσεως– εισάγονται εξαιρέσεις από τον κανόνα της κατάργησης των περιορισμών. Συνεπώς, με τα δεδομένα αυτά, δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από την άρνηση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, κατόπιν της … αίτησης των αιτούντων, να προτείνουν την έκδοση προεδρικού διατάγματος περί εξαίρεσης του επαγγέλματος του οδοντιάτρου από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Ν.3919/2011″.
– Για τη σχέση των κανόνων του άρθρου 10 παρ. 5 και του άρθρου 2 του ΚΔΔιαδ, βλ. τις προπαρατεθείσες ΣτΕ 3073/2012 και 1967/2011: «η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 εδ. δεύτερο του ΚΔΔιαδ δεν δύναται να συσχετισθεί και να τύχει εφαρμογής επί της διατάξεως του άρθρου 2 του ΚΔΔιαδ, η οποία, αποσκοπούσα μόνο στην επιτάχυνση των διοικητικών ενεργειών, δεν θεσπίζει γενική αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε την οικεία αρχή άνευ ετέρου αναρμόδια κατά χρόνο, αλλά υπόδειξη προς την Διοίκηση για την εντός ευλόγου χρόνου ολοκλήρωση των αυτεπαγγέλτων ενεργειών της».
Γ. Γενικές ρυθμίσεις
6. Υπέρβαση των προθεσμιών συγχωρείται σε περίπτωση ανώτερης βίας (ΣτΕ 3383/2005), καθώς και όταν ο ενδιαφερόμενος επικαλείται τη συνδρομή γεγονότων γνωστών στην υπηρεσία.
7. Για τον υπολογισμό των προθεσμιών, εφόσον ειδικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 241-246 ΑΚ (ΣτΕ 209, 2982/2012, 2233/2011).