Η έννοια της «υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας» στις ενδοθαλάσσιες μεταφορές (ΣτΕ 3302/2013)
Ι. Συμβατότητα του συστήματος προηγούμενης άδειας με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών.
Δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου VI του τρίτου μέρους της ιδίας Συνθήκης, του σχετικού με τις μεταφορές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, που παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την εξουσία να θεσπίσουν τις κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες μεταφορές.
Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, νυν άρθρου 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό 3577/92 με τον οποίο επιδιώκεται η εφαρμογή επί των πλοιοκτητών της Κοινότητας της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών εντός της επικράτειας κάθε κράτους μέλους.
Εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων ενδομεταφορών από τη λήψη προηγούμενης διοικητικής άδειας ενδέχεται, ως εκ της φύσεώς της, να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την παροχή των υπηρεσιών αυτών και, επομένως, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία τους
Εντούτοις, επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος, όπως ο σκοπός της διατήρησης της ασφάλειας εντός των λιμένων, είναι δυνατόν να δικαιολογούν έναν τέτοιο περιορισμό. Για να μπορεί να δικαιολογηθεί μέτρο λαμβανόμενο για λόγους ασφάλειας εντός των λιμένων, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της αναλογικότητας και της μη πρόκλησης δυσμενών διακρίσεων.
Όσον αφορά ιδίως τον έλεγχο της αναλογικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καθιέρωση συστήματος προηγουμένης αδείας, με το οποίο επιδιώκεται να αποτραπεί ο κίνδυνος τον οποίο συνεπάγεται για την ασφάλειά τους η ταυτόχρονη παρουσία πολλών πλοίων στον ίδιο λιμένα, συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη του σκοπού της ασφάλειας εντός των λιμένων.
Περαιτέρω το σύστημα προηγουμένης αδείας δεν μπορεί να νομιμοποιεί ενέργειες κατά διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών που μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως όσων αφορούν θεμελιώδη ελευθερία. Επίσης, για να μπορεί να δικαιολογηθεί, το σύστημα προηγουμένης αδείας, μολονότι συνιστά παρέκκλιση από την εν λόγω ελευθερία, πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά, ώστε να διασφαλίζεται ότι το σύστημα αυτό οριοθετεί επαρκώς την άσκηση της εξουσίας εκτίμσηςη των εθνικών αρχών.
Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 4 του κανονισμού 3577/92 έχουν την έννοια ότι δεν αντίκεινται σε εθνική ρύθμιση εισάγουσα σύστημα προηγούμενης άδειας για την παροχή υπηρεσιών θαλασσίων ενδομεταφορών το οποίο προβλέπει την έκδοση διοικητικών πράξεων που επιβάλλουν την τήρηση συγκεκριμένου ωραρίου δρομολογίων για λόγους αναγόμενους, αφενός, στην ασφάλεια των πλοίων και την τάξη εντός των λιμένων και, αφετέρου, σε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το εν λόγω σύστημα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις και είναι γνωστά εκ των προτέρων, ιδίως σε περίπτωση που περισσότεροι του ενός πλοιοκτήτες επιθυμούν να καταπλεύσουν ταυτοχρόνως στον ίδιο λιμένα. Το περιεχόμενο των ενδεχομένως επιβαλλόμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να καθορίζεται με μέτρο γενικού χαρακτήρα, προκειμένου να καθίστανται εκ των προτέρων γνωστές οι λεπτομέρειες και η έκταση των εν λόγω υποχρεώσεων.
Ανάγκη παροχής δημόσιας υπηρεσίας
Όσον αφορά τις διοικητικές πράξεις με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, είναι απαραίτητο να μπορεί να αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματική ανάγκη για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας λόγω της ανεπάρκειας των παρεχόμενων υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού υπηρεσιών τακτικών μεταφορών. Ειδικότερα, δεν είναι αναγκαίο να επιβάλλονται υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας για το σύνολο των εσωτερικών ακτοπλοϊκών γραμμών. Κατά συνέπεια, σύστημα διοικητικών αδειών επιτρέπεται να προβλεφθεί μόνον εφόσον οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν διαπιστώσει, για κάθε διαδρομή, ότι οι υπηρεσίες τακτικών μεταφορών είναι ανεπαρκείς στην περίπτωση κατά την οποία η παροχή τους καταλείπεται στις δυνάμεις της αγοράς και εφόσον το σύστημα αυτό είναι αναγκαίο και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της επάρκειας των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς προς και από τα νησιά.
(βλ. ΔΕΚ της 18ης Ιουνίου 1998, C-266/96, Corsica Ferries France, Συλλογή 1998, σ. I‑3949, της 20ής Φεβρουαρίου 2001, C-205/99, Analir κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-1271, της 9ης Μαρτίου 2006, C-323/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. I‑2161, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-338/09, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, και της 17ης Μαρτίου 2011, Ναυτιλιακή Εταιρία Θάσου ΑΕ (C-128/10) και Αμάλθεια I Ναυτική Εταιρία (C-129/10) κατά Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας).
ΙΙ. Διαδικαστικά και δικονομικά ζητήματα που θίγονται στην απόφαση.
– Έννοια του ειδικού χαρακτήρα της αιτιολογίας (βλ. Μ. Πικραμένου, Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σ. 137. Βλ. και σχετικό διάγραμμα).
– Έννοια του κλονισμού της αιτιολογίας (βλ. Μ. Πικραμένου, Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, σ. 335).
ΣτΕ 3302/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (Τμήμα Δ΄)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαρτίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ηρ. Τσακόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 15 Οκτωβρίου 2004 αίτηση:
της εταιρείας με την επωνυμία «BLUE STAR FERRIES ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στη Βούλα Αττικής (Λεωφ. Κωνσταντίνου Καραμανλή 157), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Γρηγόριο Τιμαγένη (Α.Μ. 1037 Δ.Σ. Πειραιώς), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1) Εμπορικής Ναυτιλίας και 2) Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και ήδη Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας οι οποίοι παρέστησαν με τον Παντελή Παπαδάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 3314.1/129/2004 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και 2) η υπ’ αριθμ. 3321.1.1/01/16.7.2004 απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Πισπιρίγκου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. Α. 1534583, 2106097/2004 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθμ. 3314.1/129/04/6.8.2005 πράξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία έγινε δεκτή η από 30.1.2004 δήλωση της αιτούσης για δρομολόγηση του πλοίου της «BLUE STAR PAROS» στη γραμμή Πειραιώς – Πάρου – Νάξου – Θήρας – Ίου από 1.11.2004 έως 31.10.2005, κατόπιν τροποποιήσεως, μονομερώς από τη Διοίκηση, των δηλωθεισών τιμών ναύλων οικονομικής θέσεως επιβατών και οχημάτων, β) της υπ’ αριθμ. 3321.1.1./01/04/16.7.2004 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής «Ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές καθαρών ναύλων οικονομικής ή ενιαίας θέσης επιβατών, οχημάτων και εμπορευμάτων … πλοίων ακτοπλοΐας κατά σύνδεση και κατά κατηγορία πλοίου» (Β΄ 1084).
3. Επειδή, κατά της ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως, περί καθορισμού ανωτάτων επιτρεπομένων τιμών ναύλων στην ακτοπλοΐα, η αιτούσα άσκησε ιδία αίτηση ακυρώσεως (Ε. 6731/24.10.2005) κατά χωρισμό από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως. Κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αίτηση ήχθη προς συζήτηση στο ακροατήριο μόνον καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της (πρώτης προσβαλλομένης) υπ’ αριθμ. 3314.1/129/04/6.8.2005 πράξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, κατά τη δικάσιμο της 25.10.2005, ήτοι πριν από τη λήξη της ισχύος της ως άνω πράξεως. Ακολούθησε η έκδοση της αποφάσεως 2926/2007 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι έπρεπε να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως λόγω υποβολής, με την προγενέστερη απόφαση 1387/2005, προδικαστικών ερωτημάτων προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), τα οποία αφορούν το κύρος των διατάξεων του ν. 2932/2001 που αποτελούν το έρεισμα της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 3314.1/129/04/6.8.2005 πράξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Επί των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε η από 28.9.2006 διάταξη του Δ.Ε.Κ. «Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ.». Ακολούθησε η υποβολή προς το Δ.Ε.Κ. και άλλων προδικαστικών ερωτημάτων, που αφορούν το ίδιο ζήτημα και ορισμένα παρεμφερή, με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 3267/2008, 4291/2009 και 4292/2009. Ήδη, μετά την επί των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων έκδοση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.) των αποφάσεων: α) της 22.4.2010, C – 122/09, «Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ.» και β) της 17.3.2011, C – 128/10 και C – 129/10, «Ναυτιλιακή Εταιρεία Θάσου Α.Ε.» και «Αμάλθεια Ι Ναυτική Εταιρεία» (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις), η κρινόμενη αίτηση νομίμως εισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση.
4. Επειδή, ο ν. 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές κ.λπ.» (Α΄ 145) ορίζει ότι από 1ης Νοεμβρίου 2002 οι υπηρεσίες θαλασσίων ενδομεταφορών μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και λιμένων νησιών ή μεταξύ λιμένων νησιών παρέχονται ελευθέρως, υπό την εποπτεία των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου, καθώς και ότι τα πλοία (επιβατηγά και οχηματαγωγά, επιβατηγά ή φορτηγά ολικής χωρητικότητας μέχρι 650 μονάδων υπολογισμού, τα οποία ανήκουν σε πλοιοκτήτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) δρομολογούνται σε γραμμή ή γραμμές εντεταγμένες σε γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, το οποίο καθορίζεται μέχρι την 31η Οκτωβρίου εκάστου έτους, για ετήσια δρομολογιακή περίοδο, η οποία αρχίζει την 1η Νοεμβρίου εκάστου έτους (άρθρα πρώτο, δεύτερο παρ. 1 και 4, τρίτο παρ. 1). Στο άρθρο δεύτερο παρ. 6 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «6. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ. [Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών], μπορεί να επιβάλλονται στους πλοιοκτήτες που ενδιαφέρονται για τη δρομολόγηση πλοίου σε ορισμένη ή ορισμένες γραμμές, υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση λόγων δημοσίου συμφέροντος και περιλαμβάνουν, χωρίς να δημιουργούν διακρίσεις, όρους που αφορούν τους λιμένες, οι οποίοι πρέπει να εξυπηρετούνται, την τακτική εξυπηρέτηση, τη συνέχεια, τη συχνότητα και ικανότητα παροχής υπηρεσιών, το ναύλο και τη στελέχωση των πλοίων. Δεν απαιτείται γνώμη του Σ.Α.Σ. για την επιβολή υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν επείγουσες κοινωνικές ανάγκες ή λόγοι εθνικής ασφαλείας και άμυνας». Τέλος, στο άρθρο τέταρτο του νόμου ορίζονται τα εξής: α) Ότι ο πλοιοκτήτης, προκειμένου να δρομολογηθεί πλοίο του, υποβάλλει σχετική δήλωση, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα δρομολόγια που θα εκτελεί σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές του δικτύου και « …την ανώτατη τιμολόγηση της παρεχόμενης υπηρεσίας για την οικονομική ή υπάρχουσα ενιαία θέση και για τα οχήματα …» (παρ. 1). β) Ότι μέχρι την 31η Μαρτίου κοινοποιείται στον πλοιοκτήτη η πράξη αποδοχής της δηλώσεώς του, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής περιπτώσεως της παραγράφου 4 (παρ. 3). γ) Ότι ο Υπουργός δύναται «…να τροποποιήσει στο αναγκαίο μέτρο τη δήλωση, ως προς μεν τα στοιχεία των δρομολογίων …, ως προς δε τα στοιχεία του ναύλου, αν αιτιολογημένα κρίνεται ότι η ανώτατη τιμολόγηση που προτείνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, σε συγκεκριμένη σύνδεση είναι υπερβολική και αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον» (παρ. 4).
5. Επειδή, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 3314.1/129/04/6.8.2004 πράξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας είχε θεσπισθεί, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 3321.1.1/02/25.4.2002 (Β΄ 845) και 3321.1.2.1/02/25.4.2002 (Β΄ 846) αποφάσεων του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, ναυλολόγιο ισχύον από 15.5.2002, με το οποίο καθορίσθηκαν ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων επιβατών και οχημάτων, μεταφερομένων με τα πλοία της ακτοπλοΐας. Το ναυλολόγιο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, στη συνέχεια, με νεώτερες υπουργικές αποφάσεις. Κατά τον κρίσιμο χρόνο διείπετο από την υπ’ αριθμ. 3321.1.1./01/04/16.7.2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής (Β΄ 1084/16.7.2004), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του ν. 2932/2001, των ως άνω από 25.4. 2002 υπουργικών αποφάσεων (Β΄ 845 και Β΄ 846) περί ναυλολογίου, της από 12.7.2004 γνωμοδοτήσεως του Σ.Α.Σ. και της ανάγκης προστασίας της «παροχής υπηρεσίας μεταφορών από, προς και ανάμεσα στα νησιά στα πλαίσια της κοινωνικοοικονομικής αντοχής του επιβατηγού κοινού» και προέβλεψε ότι οι τιμές των ναύλων, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της, αυξάνονται κατά 3,5%. Ήδη το ναυλολόγιο διέπεται από την υπ’ αριθμ. 3323.1/01/05/26.5.2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής «Ανώτατες Επιτρεπόμενες Τιμές Καθαρών Ναύλων Οικονομικής ή Ενιαίας Θέσης Επιβατών, Οχημάτων και Εμπορευμάτων… Πλοίων Ακτοπλοΐας κατά Σύνδεση και Κατηγορία Πλοίου» (Β΄ 718), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις υπ’ αριθμ. 3323.1/01/08/19.3.2008 (Β΄ 509) και 3323.1/02/08/21.3.2008 (Β΄ 530) αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και άλλες υπουργικές αποφάσεις. Για τις ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων, όπως προκύπτουν από τις διατάξεις των εν λόγω αποφάσεων, ορίσθηκε ότι «…εφεξής αναπροσαρμόζονται την 1η Μαΐου εκάστου έτους, με αρχή το έτος 2009, σε ποσοστό αντίστοιχο του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Δ.Τ.Κ.) των μηνών Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, όπως αυτό επίσημα προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.)» (βλ. παράγραφο 3 της υπ’ αριθμ. 3323.1/01/08/19.3.2008 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Β΄ 509). Τέλος, ορίσθηκε ότι «…δεν υφίσταται ανώτατη επιτρεπόμενη τιμολόγηση σε όλες τις θέσεις επιβατών και σε όλες τις κατηγορίες οχημάτων…», εάν συντρέχει μία από τις εξής προϋποθέσεις: α) Η σύνδεση εξυπηρετείται από πλοία που ανήκουν σε δύο τουλάχιστον ανεξάρτητες εταιρείες και οι λιμένες που προσδιορίζουν τη σύνδεση (αφετήριος λιμένας και λιμένας προορισμού) έχουν έκαστος ετήσιο αριθμό διακινουμένων επιβατών (αποβιβασθέντων και επιβιβασθέντων) άνω των 150.000 βάσει των πρόσφατων στατιστικών στοιχείων ή β) Ο αφετήριος λιμένας και ο λιμένας προορισμού της σύνδεσης έχουν έκαστος ετήσιο αριθμό διακινουμένων επιβατών (αποβιβασθέντων και επιβιβασθέντων) άνω των 300.000 βάσει των πρόσφατων στατιστικών στοιχείων. Οι δε συνδέσεις λιμένων, για τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, «…ανακοινώνονται με εγκύκλιο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία επικαιροποιείται τουλάχιστον μια φορά ετησίως και το αργότερο μέχρι 30 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να έχει ισχύ για την επόμενη δρομολογιακή περίοδο…» (βλ. τις παραγράφους 2 και 3 της υπ’ αριθμ. 3323.1/01/08/21.3.2008 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, Β΄ 530).
6. Επειδή, τέλος, οι θαλάσσιες ενδομεταφορές διέπονται από τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 364). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Από την 1η Ιανουαρίου 1993 εφαρμόζεται η ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών εντός κράτους μέλους (θαλάσσιες ενδομεταφορές – καμποτάζ) για τους πλοιοκτήτες της Κοινότητας, των οποίων τα σκάφη είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος και φέρουν τη σημαία του, υπό τον όρο τα σκάφη αυτά πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εκτελούν ενδομεταφορές στο εν λόγω κράτος μέλος…». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 ορίζεται ότι: «1. Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να συνάψει συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ή να επιβάλει υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, ως προϋπόθεση για την παροχή υπηρεσιών ενδομεταφορών, σε ναυτιλιακές εταιρείες που συμμετέχουν σε τακτικές γραμμές από και προς νησιά καθώς και μεταξύ τους. Κάθε φορά που ένα κράτος μέλος συνάπτει σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ή επιβάλλει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενεργεί κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργούνται διακρίσεις εις βάρος οποιουδήποτε πλοιοκτήτη της Κοινότητας. 2. Τα κράτη μέλη, όταν επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, περιορίζονται σε απαιτήσεις που αφορούν τους λιμένες που πρέπει να εξυπηρετούνται, την τακτική εξυπηρέτηση, τη συνέχεια, συχνότητα, ικανότητα παροχής υπηρεσιών, τα επιβαλλόμενα κόμιστρα και την επάνδρωση του σκάφους. Όλοι οι πλοιοκτήτες της Κοινότητας πρέπει να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε τυχόν αντιστάθμισμα για ανάληψη υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας». Σύμφωνα με σχετικό ορισμό που εμπεριέχεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού, ως «υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας» νοούνται εκείνες, τις οποίες οι πλοιοκτήτες δεν θα ανελάμβαναν στη ίδια έκταση ή με τους αυτούς όρους, εάν ελάμβαναν υπ’ όψιν αποκλειστικά τα δικά τους εμπορικά συμφέροντα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 παρ. 3, η ελληνική νομοθεσία οφείλει να είναι συμβατή με τις διατάξεις του Κανονισμού από 1.1.2004.
7. Επειδή, από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις συνάγονται τα εξής: Α) Ο ν. 2932/2001 παρέσχε στη Διοίκηση τη δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές των ναύλων της ακτοπλοΐας είτε με κανονιστική υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου δεύτερου παρ. 6 και θεσπίζει ναυλολόγιο, είτε με ατομική πράξη που εκδίδεται κατά το άρθρο τέταρτο παρ. 1 και 4 και τροποποιεί τις τιμές των ναύλων που προτείνονται από τον πλοιοκτήτη με τη δήλωση δρομολογήσεως του πλοίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η Διοίκηση επιβάλλει υποχρέωση δημοσίας υπηρεσίας στους πλοιοκτήτες, ήτοι υποχρέωση που δεν θα ανελάμβαναν με αποκλειστικό γνώμονα τα εμπορικά τους συμφέροντα. Η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, διότι πρέπει σε κάθε περίπτωση, υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές που καθιερώνει ο ν. 2932/1992, να γίνεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου και χωρίς να δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των πλοιοκτητών. Β) Με τις αναφερόμενες στην πέμπτη σκέψη υπουργικές αποφάσεις θεσπίσθηκε ναυλολόγιο για τις συνδέσεις των λιμένων στις γραμμές του δικτύου των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, το οποίο στη συνέχεια (μετά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο) διατηρήθηκε μόνο στις συνδέσεις λιμένων με σχετικά μικρή κίνηση επιβατών. Γ) Ο ν. 2932/2001 όρισε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, ως χρόνο ενάρξεως της ισχύος του, την 1η Νοεμβρίου 2002. Όπως, όμως, προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου, κατά την σύνταξη των άρθρων του ελήφθη πρόνοια, ώστε οι διατάξεις του να είναι συμβατές με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92, ο οποίος επρόκειτο να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα από 1.1.2004. Ειδικότερα, ως προς την έννοια της επιβολής υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας και τον συσχετισμό της με τις τιμές των ναύλων, επισημαίνεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου ότι και οι διατάξεις του Κανονισμού (βλ. άρθρο 4 παρ. 2) επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, υπό προϋποθέσεις, στους πλοιοκτήτες υποχρέωση παροχής δημοσίας υπηρεσίας σε σχέση και με τα «κόμιστρα». Εξ άλλου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.), επιληφθέν προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 4291/2009, το οποίο (ερώτημα) αφορά την επί τη βάσει των διατάξεων των άρθρων δεύτερου παρ. 6 και τέταρτου παρ. 4του ν. 2932/2001 επιβολή, με ατομική πράξη, υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας συνισταμένης στην τροποποίηση δηλωθέντος από πλοιοκτήτη ωραρίου δρομολογίου, έκρινε με την απόφαση της 17.3.2011, C–128/10 και C–129/10, «Ναυτιλιακή Εταιρεία Θάσου Α.Ε.» και «Αμάλθεια Ι Ναυτική Εταιρεία» (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις), ότι η επιβολή της εν λόγω υποχρεώσεως είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της μη προκλήσεως δυσμενών διακρίσεων, καθ’ όσον οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν την επιβολή στους πλοιοκτήτες υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας προκειμένου να είναι, εκτός των άλλων, τακτική, συνεχής και συχνή η παροχή των υπηρεσιών τους, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως περιορίζεται στο αναγκαίο (για την εξασφάλιση της συνέχειας και συχνότητας των δρομολογίων) μέτρο και γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις για τους πλοιοκτήτες και είναι εκ των προτέρων γνωστά (βλ. ιδίως τις σκέψεις 52 – 62). Δ) Προδήλως, τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση της, κατ’ αρχήν, επιτρεπτής κατά τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 επιβολής στους πλοιοκτήτες υποχρεώσεως παροχής δημοσίας υπηρεσίας σε σχέση με τα «κόμιστρα» (ναύλους), ήτοι πρέπει και αυτή η υποχρέωση να επιβάλλεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση του (σχετικού με τις τιμές των ναύλων) δημοσίου συμφέροντος χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των πλοιοκτητών. Ειδικότερα, η υπουργική απόφαση περί καθορισμού ανωτάτης επιτρεπομένης τιμής ναύλου σε σύνδεση ή συνδέσεις από και προς νησιωτικούς λιμένες και μεταξύ τους, η οποία συνιστά επιβολή παροχής υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 και του ν. 2932/2001, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ. 6 του ως άνω νόμου δεν επιβάλλει να εκδίδεται ιδιαίτερη υπουργική απόφαση, με το ως άνω περιεχόμενο, για κάθε σύνδεση λιμένων ή για τις συνδέσεις των λιμένων μιας μόνον δρομολογιακής γραμμής, αλλά επιτρέπει να συγκεντρώνονται στο κείμενο μιας υπουργικής αποφάσεως (ναυλολόγιο) οι ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων για όλες τις συνδέσεις των λιμένων που περιλαμβάνονται στο δίκτυο των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, για τις οποίες η Διοίκηση κρίνει ότι η επιβολή της ως άνω υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας είναι επιβεβλημένη για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν οδηγεί η αναφορά της εξουσιοδοτικής διατάξεως σε «ορισμένη ή ορισμένες γραμμές», διότι με αυτήν ο νομοθέτης αξιώνει μόνον να είναι με απόλυτη σαφήνεια προσδιορισμένες οι δρομολογιακές γραμμές, στις οποίες επιβάλλεται από τη Διοίκηση (κανονιστικώς ή ατομικώς δρώσα) υποχρέωση παροχής δημοσίας υπηρεσίας. Ε) Περαιτέρω, εάν οι τιμές των ναύλων που αναφέρονται στη δήλωση του πλοιοκτήτη για τη δρομολόγηση πλοίου υπερβαίνουν τις ανώτατες επιτρεπόμενες κατά το ναυλολόγιο, συντρέχει κατ’ αρχήν νόμιμος λόγος τροποποιήσεως της δηλώσεως με την ατομική πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001. Στην περίπτωση αυτή αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας της τροποποιήσεως, να γίνεται στην ατομική πράξη απλή αναφορά στο ισχύον ναυλολόγιο, διότι ειδικότερη αιτιολογία απαιτείται, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, μόνον εάν δεν ισχύει ναυλολόγιο (λόγω μη θεσπίσεως ή ακυρώσεώς του με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) ή εάν το ισχύον ναυλολόγιο δεν ορίζει ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων για τις συνδέσεις των λιμένων της συγκεκριμένης δρομολογιακής γραμμής. Ο πλοιοκτήτης, όμως, δύναται να ζητήσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας των κανονιστικών διατάξεων του ναυλολογίου με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως που εκδίδεται κατά την παράγραφο 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001. Όπως δε έχει κριθεί από το ΔΕΚ, καθ’ ερμηνείαν του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, ο περιορισμός της επιχειρηματικής ελευθερίας στις θαλάσσιες ενδομεταφορές από και προς νησιά και μεταξύ τους εμπίπτει στο «θεμιτό δημόσιο συμφέρον», χωρίς εκ τούτου να συνάγεται ότι πρέπει όλες οι υπηρεσίες θαλασσίων ενδομεταφορών σε κράτος μέλος με νησιωτικό χαρακτήρα «να θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες» (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 20.2.2001 C–205/99 «Analir», ίδίως τις σκέψεις 27 και 29). Επομένως, με την ως άνω αίτηση ακυρώσεως ο πλοιοκτήτης δύναται να προβάλει, προεχόντως, ότι το πλοίο του δηλώθηκε προς δρομολόγηση σε γραμμή, στην οποία οι συνθήκες της αγοράς επέτρεπαν κατά τον κρίσιμο χρόνο τη συγκράτηση των τιμών των ναύλων σε επίπεδο εύλογο και προσιτό στο ευρύ κοινό ακόμη και χωρίς τη θέσπιση ή τη διατήρηση στο ναυλολόγιο ανωτάτων επιτρεπομένων τιμών. Περαιτέρω, δύναται να προβάλει ότι συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως του αναγκαίου μέτρου λόγω του ότι το ναυλολόγιο επιβάλλει, στις συνδέσεις των λιμένων της γραμμής, ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων που δεν καταλείπουν στις επιχειρήσεις περιθώριο ευλόγου κέρδους κ.ο.κ.
8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα υπέβαλε δήλωση για τη δρομολόγηση του πλοίου της «BLUE STAR PAROS» στη γραμμή Πειραιώς – Πάρου – Νάξου – Θήρας – Ίου κατά τη δρομολογιακή περίοδο 1.11.2004 – 31.10.2005. Με τη δήλωσή της συνυπέβαλε πίνακα ναύλων για την οικονομική θέση επιβατών και για τα οχήματα με τιμές που υπερέβαιναν, κατά 16% περίπου, τις αναφερόμενες στο ναυλόγιο, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο κατελάμβανε όλες τις συνδέσεις της γραμμής και όριζε, χωριστά για κάθε σύνδεση, ανωτάτη επιτρεπομένη τιμή ναύλου για την οικονομική θέση επιβατών και για τα οχήματα. Με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 3314.1/129/04/6.8.2004 πράξη του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ορίσθηκε ότι η δήλωση δρομολογήσεως του πλοίου της αιτούσης γίνεται δεκτή, υπό τον όρο ότι: «Η ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή της οικονομικής ή ενιαίας θέσης επιβατών και οχημάτων κατά σύνδεση, η οποία δεν είναι υπερβολική και δεν αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον, είναι εκείνη που καθορίζεται, ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του Σ.Α.Σ. (σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου δεύτερου του Ν.2932/01) στις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις του Υ.Ε.Ν. περί ανωτάτων ορίων καθαρών ναύλων επιβατών οικονομικής ή ενιαίας θέσης και οχημάτων …». Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί να ακυρωθεί ο ως άνω όρος, με τον οποίο τροποποιήθηκε η υποβληθείσα δήλωση δρομολογήσεως του πλοίου της ως προς τον συνυποβληθέντα πίνακα ναύλων.
9. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στο άρθρο τέταρτο παρ. 4 του ν. 2932/2001, το οποίο κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 παρέχει στον εποπτεύοντα Υπουργό τη δυνατότητα να τροποποιεί τις δηλώσεις των πλοιοκτητών για τη δρομολόγηση των πλοίων με μια «συνήθη διαδικασία … ανεξάρτητα από την επιβολή υποχρέωσης παροχής δημοσίας υπηρεσίας». Αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η τροποποίηση των ναύλων ή / και των άλλων στοιχείων των δηλώσεων που προβλέπονται στο άρθρο τέταρτο παρ. 4 του ν. 2932 / 2001 είναι, καθ’ εαυτήν, υποχρέωση παροχής δημοσίας υπηρεσίας, για την επιβολή της οποίας το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) δεν απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας.
10. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία και, πάντως, αναρμοδίως κατά χρόνο, μετά την 31.3.2005, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου τέταρτου παρ. 3 και 4 του ν. 2932/2001 και του άρθρου 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999). Αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι: α) Εφ’ όσον οι διατάξεις του ισχύοντος ναυλολογίου κατελάμβαναν κατά τον κρίσιμο χρόνο τη γραμμή Πειραιώς – Πάρου – Νάξου – Θήρας – Ίου και όριζαν, χωριστά για τις συνδέσεις των λιμένων της γραμμής, ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων για την οικονομική θέση επιβατών και για τα οχήματα, μόνη η αναφορά στο ναυλολόγιο ήταν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001, όπως ερμηνεύθηκε στην έβδομη σκέψη, αρκετή για να είναι πλήρως αιτιολογημένη η τροποποίηση του συνυποβληθέντος με τη δήλωση δρομολογήσεως του πλοίου της αιτούσης πίνακα ναύλων, καθ’ ό μέρος περιελάμβανε τιμές υψηλότερες των επιτρεπομένων, ο δε κλονισμός της αιτιολογίας αυτής δύναται να γίνει μόνον κατόπιν εξετάσεως και αποδοχής λόγων ακυρώσεως που στρέφονται κατά του ναυλολογίου και ζητούν τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητάς του. β) Εφ’ όσον, κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθένα, συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου (ως είχε αρχικώς και ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 25 του ν. 3153/2003, Α΄153) δεν επέβαλλε την κοινοποίηση της πράξεως αποδοχής της δηλώσεως της αιτούσης για τη δρομολόγηση του πλοίου της μέχρι την 31.3.2005, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η ως άνω προθεσμία προς τη Διοίκηση δεν έχει ενδεικτικό χαρακτήρα.
11. Επειδή, προς κλονισμό της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως δια της αμφισβητήσεως της νομιμότητας του ναυλολογίου, η αιτούσα προβάλλει ότι αντίκειται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 η διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ. 6 του ν. 2932/2001, η οποία παρέχει στον εποπτεύοντα Υπουργό την ευχέρεια να καθορίζει με κανονιστική απόφαση εκ των προτέρων τις ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές των ναύλων για όλες τις συνδέσεις των λιμένων. Κατά την αιτούσα, ο Κανονισμός επιτρέπει μόνο κατ’ εξαίρεση, σε συγκεκριμένες και αυστηρώς προσδιοριζόμενες συνδέσεις λιμένων, να τροποποιούνται με ατομικές διοικητικές πράξεις οι υποβαλλόμενες από τους πλοιοκτήτες δηλώσεις δρομολογήσεως των πλοίων ως προς το ύψος των τιμών των ναύλων. Και αυτός, όμως, ο λόγος ακυρώσεως, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι ως «απαίτηση» του κράτους μέλους που αφορά «τα επιβαλλόμενα κόμιστρα» είναι προδήλως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, η συγκράτηση των τιμών των ναύλων, σε επίπεδο εύλογο και προσιτό στο ευρύ κοινό, σε όλες τις «τακτικές γραμμές από και προς νησιά καθώς και μεταξύ τους», όπως επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Προς τούτο δε το πρόσφορο, αναγκαίο και συμβατό με την αρχή της αναλογικότητας μέτρο ουδόλως αποκλείεται να είναι η κανονιστική δράση της Διοικήσεως με καθορισμό ανωτάτων επιτρεπομένων τιμών ναύλων για όλες τις συνδέσεις λιμένων, στις οποίες το ίδιο αποτέλεσμα δεν θα επετύγχαναν, στον δεδομένο χρόνο, οι δυνάμεις της αγοράς.
12. Επειδή, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι ακυρώσεως. Οι δε λόγοι που προβάλλονται το πρώτον με το από 19.3.2012 υπόμνημα της αιτούσης είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση…..
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2011…
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2013.