1. Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε άδεια δόμησης της Υπηρεσίας δόμησης του Δήμου Αθηναίων, στην οποία ενσωματώθηκε έγκριση δόμησης της ίδιας υπηρεσίας. Με τις πράξεις αυτές επετράπη η ανέγερση δεκαώροφου ξενοδοχείου στην περιοχή Μακρυγιάννη, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλης των Αθηνών. Οι πράξεις αυτές κρίθηκαν ακυρωτέες, διότι, κατά παράβαση του Συντάγματος και του Ν. 3028/2002, Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΦΕΚ Α΄ 28) (άρθρα 10 και 50), εκδόθηκαν χωρίς την απαιτούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού κατόπιν γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., παρά το ότι το επίδικο κτίριο ευρίσκεται πλησίον των μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών και εντός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. Με την ακυρωθείσα πράξη είχε αναθεωρηθεί προηγούμενη άδεια δόμησης της ίδιας υπηρεσίας. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η η κρινόμενη αίτηση ακύρωσης είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της αρχικής άδειας δόμησης. Ωστόσο, ο Δήμος Αθηναίων δεν συμμορφώθηκε προς τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019. Οι νικήσαντες διάδικοι υπέβαλαν αίτηση συμμόρφωσης στον αρμόδιο σχηματισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης, με το Πρακτικό Ολ 11/2022 (22 Νοεμβρίου 2022), έκρινε ότι ο Δήμος α) ώφειλε αμελλητί να χαρακτηρίσει τις εκτελεσθείσες βάσει της ακυρωθείσας αναθεώρησης εργασίες του δώματος ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες και να μεριμνήσει για την κατεδάφισή τους και β) δεσμευόμενος από την παρεμπίπτουσα κρίση της απόφασης περί πλημμέλειας της αρχικής οικοδομικής άδειας λόγω έκδοσής της χωρίς την έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ώφειλε, αρχικά μεν, να ανακαλέσει την άδεια αυτή και να υπαγάγει το κτίριο στις διατάξεις περί αυθαιρέτων, ακολούθως δε, μετά την έκδοση της απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία η μελέτη δεν εγκρίθηκε ως προς το ύψος του κτιρίου, ώφειλε να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την οικοδομική άδεια κατά το αντίστοιχο μέρος, να χαρακτηρίσει ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες όλες τις κατασκευές που υπερβαίνουν το ύψος αυτό, να εκδώσει τις αναγκαίες διοικητικές πράξεις για την κατεδάφισή τους και να μεριμνήσει για την υλική εκτέλεση αυτών. Αντί αυτού ο Δήμος προχώρησε μόνο στην «ανάκληση» της πράξης αναθεώρησης, η οποία όμως προδήλως δεν συνιστά συμμόρφωση και είναι περιττή, διότι μετά την ακύρωσή της η ως άνω πράξη δεν υφίσταται στον νομικό κόσμο. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης έκρινε ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης δεν αφορά μόνο την ακυρωθείσα άδεια δόμησης (αναθεώρηση της αρχικής άδειας) αλλά και την αρχική άδεια, της οποίας η νομιμότητα κρίθηκε παρεμπιπτόντως με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019. Με άλλα λόγια, η συμμόρφωση εκτείνεται και στην ανάκληση της αρχικής άδειας δόμησης, η οποία δεν ακυρώθηκε με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 ούτε μνημονεύεται στο διατακτικό της. Tούτο διότι υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης ανακύπτει όχι μόνο σε σχέση με το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης αλλά και σε σχέση με αναγκαίες για τη στήριξη του συμπεράσματος κρίσεις που περιέχονται στο σκεπτικό της. Κατά συνέπεια, ο Δήμος Αθηναίων παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Συμβούλιο Συμμόρφωσης τονίζει ότι με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 κρίθηκε ότι τόσο η πράξη αναθεώρησης 24/2019 όσο και η οικοδομική άδεια 15/2017 εκδόθηκαν παρανόμως χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού μετά γνώμη του Κ.Α.Σ. ιδίως ως προς το ύψος του κτιρίου. Πρόκειται για ευθεία κρίση όσον αφορά την πράξη αναθεώρησης (παρανομία της αναθεώρησης 24/2019 λόγω μη έγκρισης του ΥΠΠΟ) και για παρεμπίπτουσα όσον αφορά την αρχική άδεια (παρανομία της οικοδομικής άδειας 15/2017 για τον ίδιο λόγο, παράλειψη θέσπισης ειδικών όρων δόμησης για την περιοχή). Οι κρίσεις αυτές συνάπτονται στενά με το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα, ήτοι την παράνομη έκδοση της 24/2019 πράξης αναθεώρησης της 15/2017 άδειας δόμησης λόγω έλλειψης εγκρίσεως του ύψους του κτιρίου από τον Υπουργό Πολιτισμού σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έκδοσης των οικοδομικών αυτών αδειών και συνεπώς στηρίζουν αναγκαίως το διατακτικό της απόφασης (ακύρωση της 24/2019 αναθεώρησης). Κατ’ ακολουθίαν, από τις κρίσεις αυτές παράγεται δεδικασμένο που δεσμεύει τους διατελέσαντες διαδίκους στην δίκη εκείνη (μεταξύ των οποίων οι Υπουργοί Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και ο Δήμος Αθηναίων), οι οποίοι, επομένως, υπεχρεούντο να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την πλήρη συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019. Φαίνεται ότι, παρόλο που στην ίδια την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 αυτό δεν αναφέρεται ρητώς, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την παρανομία και της αρχικής άδειας, έστω και αν έκρινε απαράδεκτη την ευθεία ακυρωτική προσβολή της. Λόγω της στενής σύνδεσης της αρχικής άδειας με την αναθεώρησή της, το Δικαστήριο ελέγχει παρεμπιπτόντως την αρχική άδεια χωρίς να κωλύεται από το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων.
2. Παρά το αντικείμενο της υπόθεσης, που αφορούσε στην προστασία του σημαντικότερου μνημείου της κλασικής αρχαιότητας, και την ανάγκη οργάνωσης και υλικής εκτέλεσης της κατεδάφισης στον συντομότερο δυνατό χρόνο, διότι η διατήρηση των επίμαχων αυθαίρετων κατασκευών προκαλούσε σοβαρή βλάβη στα μνημεία του Ιερού Βράχου, το Μουσείο της Ακρόπολης και τον περιβάλλοντα χώρο, ο Δήμος Αθηναίων δεν συμμορφώθηκε προς τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 και το Πρακτικό 11/2022 του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, οπότε, με το νεώτερο Πρακτικό 15/2023 (27 Ιουνίου 2023) του ίδιου σχηματισμού, κλήθηκαν ο Δήμος και οι οριζόμενες στο σκεπτικό υπηρεσίες να προβούν στις αντίστοιχες ενέργειες συμμόρφωσης εντός τριμήνου από την κοινοποίησή του. Λόγω της δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η Διοίκηση να συμμορφωθεί ορθώς παρά την πάροδο τριών και ημίσεος περίπου ετών από την κοινοποίηση της απόφασης ΣτΕ Ολ 2102/2019 και τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση του Πρακτικού 11/2022 του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, ορίσθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 2 του Ν. 3068/2002 και 4 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 61/2004, εντεταλμένος δικαστής, προκειμένου να παρακολουθεί τη διαδικασία συμμόρφωσης και να παρέχει, κατ’ αίτηση της Διοίκησης ή και αυτεπαγγέλτως, την αναγκαία συνδρομή προς τις εμπλεκόμενες διοικητικές αρχές ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο συμμόρφωσης.
3. Μετά τη δημοσίευση και την κοινοποίηση του Πρακτικού 15/2023, οι αιτούντες παραπονέθηκαν εκ νέου για τη μη συμμόρφωση της Διοίκησης. Με το Πρακτικό 19/2023 (20 Οκτωβρίου 2023), το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης διαπίστωσε, πάντως, ότι η Διοίκηση δεν επέδειξε αδράνεια, εφόσον προέβη σε ενέργειες, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο συμμόρφωσης που καθόρισε το Πρακτικό 15/2023. Ειδικότερα, ο Δήμος Αθηναίων προέβη στην ορθή μερική ανάκληση της άδειας δόμησης του ξενοδοχείου εκδίδοντας πράξη με τη μορφή και το περιεχόμενο που περιέγραψε το ως άνω πρακτικό, ενώ το Υπουργείο Τουρισμού εξέδωσε απόφαση ολικής σφράγισης του ξενοδοχείου έστω και εάν αυτή τελικώς δεν εκτελέστηκε λόγω των χορηγηθεισών προσωρινών διαταγών, οι οποίες αυτονοήτως ισχύουν μέχρι την εκδίκαση των αιτήσεων αναστολών. Το Σώμα Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής επελήφθησαν της υπόθεσης καθ’ ό μέρος τους αναλογούσε, ήτοι την πρόοδο της διαδικασίας κατεδάφισης, κατά τα αναφερόμενα στο Πρακτικό 15/2023 αλλά και κατά τα προβλεπόμενα στην οικεία νομοθεσία, εφόσον, όντας ήδη προετοιμασμένοι προς τούτο, προδιέγραψαν το σχέδιο ενεργειών τους στην περίπτωση κατά την οποία ο κύριος του ξενοδοχείου αρνείτο να αναλάβει την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών κατεδάφισης, όπως και έγινε. Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο, εκτιμώντας την πορεία της υπόθεσης και την τεκμηριωμένη δυσχέρεια της διαδικασίας κατεδάφισης, έκρινε ότι πρέπει να παρασχεθεί στη Διοίκηση εξάμηνη προθεσμία, αρχομένη από την κοινοποίηση σε αυτήν του εν λόγω Πρακτικού, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019, με την περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας και κυρίως με την ταχεία προώθηση του διαγωνισμού για την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών για την κατεδάφιση, όπως αυτές περιγράφονται στα σχετικά έγγραφα της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Περαιτέρω, το Συμβούλιο επιφυλάχθηκε να επανέλθει, μετά την πάροδο της τασσομένης, κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας, προκειμένου να εξετάσει εκ νέου το αίτημα συμμόρφωσης και να διαπιστώσει την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας.
4. Με το τέταρτο, πλέον, Πρακτικό 14/2024 (17 Ιουνίου 2024), το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση θα πραγματοποιηθεί σε δύο στάδια, το πρώτο εκ των οποίων θα περιλαμβάνει την εκπόνηση των μελετών κατεδάφισης και των εργαστηριακών ελέγχων (μετά από σχετική χρηματοδότηση, διενέργεια ανοικτού ηλεκτρονικού διαγωνισμού και υπογραφή σύμβασης με τον μειοδότη), ενώ το δεύτερο θα αφορά την υλική εκτέλεση της κατεδάφισης των αυθαίρετων τμημάτων (μετά από πρόσθετη χρηματοδότηση, διενέργεια νέου διεθνούς ηλεκτρονικού διαγωνισμού και την υπογραφή σύμβασης με τον ανάδοχο που θα επιλεγεί). Αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα της διαγωνιστικής διαδικασίας για την εκπόνηση της μελέτης κατεδάφισης και τη διενέργεια των απαιτούμενων εργαστηριακών ελέγχων διατυπώνεται η εκτίμηση ότι, εφόσον δεν ανακύψουν προδικαστικές προσφυγές ή άλλα προσκόμματα (ανάγκη επιτόπιας επίσκεψης για τη σύνταξη των προσφορών, αναζήτηση διευκρινίσεων επί της διακήρυξης ή άλλου σταδίου της διαδικασίας από τους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, αποκλεισμός υποψηφίων λόγω πλημμελειών της εγγυητικής επιστολής), για την υπογραφή της σύμβασης θα απαιτηθούν τουλάχιστον 95 ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που θα απαιτηθεί για τη σύνταξη των μελετών από τον ανάδοχο. Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εξαιτίας του γεγονότος ότι η προετοιμασία και η διενέργεια καθεμιάς από τις απαιτούμενες διαγωνιστικές διαδικασίες απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία και εξειδίκευση, τις οποίες δεν διαθέτει πλήρως η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η υπηρεσία απευθύνθηκε στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) προκειμένου να υπογραφεί προγραμματική σύμβαση, μέσω της οποίας θα καταστεί δυνατή η συμβολή του τελευταίου ως θεσμοθετημένου τεχνικού συμβούλου της Πολιτείας και φορέα του ελληνικού επιστημονικού τεχνικού δυναμικού στην προετοιμασία και τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας για την κατάρτιση της μελέτης κατεδάφισης και μέχρι την υπογραφή της τελικής σύμβασης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης έκρινε ότι έπρεπε να παρασχεθεί στη Διοίκηση (Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής) εξάμηνη προθεσμία, αρχομένη από την κοινοποίηση σε αυτήν του εν λόγω Πρακτικού, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, σε συνάρτηση με το χρονοδιάγραμμα της προγραμματικής σύμβασης με το ΤΕΕ, για την ταχεία προώθηση του διαγωνισμού για την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών για την κατεδάφιση. Περαιτέρω, το Συμβούλιο επιφυλάχθηκε να επανέλθει, μετά την πάροδο της κατά τα ανωτέρω εξάμηνης προθεσμίας!
5. Με την από 20 Δεκεμβρίου 2024 αίτησή της, η ιδιοκτήτρια του ένδικου κτιρίου ζήτησε την ανάκληση ή ακύρωση ή τροποποίηση του Πρακτικού 14/2024, προβάλλοντας ισχυρισμούς οι οποίοι ανάγονται, κυρίως, στη ζημία που υπέστη, λόγω της παράνομης δράσης της Διοίκησης και δημιουργώντας, ίσως, την εντύπωση ότι επιχειρεί να απομειώσει τη σημασία του μηχανισμού συμμόρφωσης, ερμηνεύοντας συσταλτικά τις συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις που τον διέπουν. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης επελήφθη για πέμπτη φορά του ζητήματος της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 και με το Πρακτικό 3/2025, που δημοσιεύθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2025, απέρριψε τους ισχυρισμούς της αιτούσας και εξέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα την αρμοδιότητά του και τη φύση των αποφάσεών του.
6. Ειδικότερα, αντικρούοντας τον ισχυρισμό περί υπέρβασης των αρμοδιοτήτων του, υπενθύμισε ότι στα άρθρα 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ρητώς η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε εκτέλεση δε των ως άνω συνταγματικών διατάξεων εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 και κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 του εκτελεστικού αυτού νόμου εκδόθηκε το π.δ. 61/2004, οι διατάξεις των οποίων διέπουν τη λειτουργία του Συμβουλίου Συμμόρφωσης. Περαιτέρω, το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, που εγγυάται τόσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά και το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιτύχει την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί κατ’ αποδοχήν ασκουμένου από το εν λόγω πρόσωπο ενδίκου βοηθήματος, όπως είναι η αίτηση του ενδιαφερομένου ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης, η οποία συνιστά αποτελεσματική «προσφυγή» κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ προς διασφάλιση των απορρεόντων από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων (Πρακτικά Συμβουλίου ΣτΕ 11 και 12/2009). Έτσι, η εκτέλεση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκης κατά την έννοια των άρθρων αυτών, άλλως το σχετικό δικαίωμα δεν θα είχε νόημα. Οι αρχές αυτές ισχύουν και στο πεδίο των διοικητικών διαφορών [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 21.2.2008, Κανελλόπουλος κατά Ελλάδας, 11325/06, σκ. 23, της 21.6.2007, Γεωργούλης κ.λπ./Ελλάδας, 38752/04, σκ. 23, της 25.1.2007, Ρομποτή και Ρομποτής/Ελλάδας, 14263/04, σκ. 24, της 6.7.2006, Μπέκα–Κουλοχέρη/Ελλάδας, 38878/03, σκ. 21]. Όθεν, η Διοίκηση υποχρεούται να συμμορφώνεται απροφασίστως και προς τις δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων που ο ειδικός νόμος, προς εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής, κατέστησε αρμόδια για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης ή μη της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, με τον τρόπο που εκείνα κρίνουν, βάσει της δικαστικής απόφασης, ως προσήκοντα, καθώς και για την επιβολή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, των κατά τον νόμο κυρώσεων (ΣτΕ Ολ 1125/2016, 201/2024, 235/2021, Πρακτικά Συμβουλίου ΣτΕ Ολ 11/2022, Ολ 6/2016, 11, 12/2009, Αποφάσεις Συμβουλίου ΣτΕ 18-21/2015). Κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 και 3 παρ. 1 και 3 του ν. 3068/2002, η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας προσδιορίζεται κατά περιεχόμενο, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από το διατακτικό της απόφασης και το αντικείμενο της ακύρωσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα τα οποία εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο σκεπτικό της απόφασής του (βλ. μεταξύ άλλων Απόφαση Συμβουλίου 10/2024). Εφόσον διαπιστωθεί ότι η Διοίκηση αρνείται να συμμορφωθεί προς δικαστική απόφαση ή ότι η συμμόρφωσή της είναι ελλιπής ή πλημμελής, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ επί του θέματος, έχει εξουσία να διατάξει επιτακτικώς τη Διοίκηση να συμμορφωθεί εντός τασσομένης εύλογης προθεσμίας προς τη δικαστική απόφαση, προσδιορίζοντας δεσμευτικώς τις δέουσες προς τούτο ενέργειες, ενώ η υποχρέωση της Διοίκησης προς συμμόρφωση και εκτέλεση παραμένει ακέραια και μετά την καταβολή του τυχόν καταλογισθέντος, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, εις βάρος της χρηματικού ποσού (Πρακτικά του Συμβουλίου 11-12/2009). Κατά συνέπεια, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης, στην προκειμένη περίπτωση, υπαγορεύοντας αναλυτικά και με σαφήνεια στη Διοίκηση τις ενδεδειγμένες και υποχρεωτικές, κατά τον νόμο και τη νομολογία του, ενέργειες για τον έλεγχο και την προσαρμογή του ύψους του επίμαχου κτιρίου σε συμμόρφωση προς την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 , δηλαδή, α) την έκδοση της άδειας Υπουργού Πολιτισμού μετά γνώμη Κ.Α.Σ., β) τη μερική ανάκληση της 15/2017 άδειας δόμησης από τον Δήμο Αθηναίων, γ) τη σφράγιση του ξενοδοχείου από το Υπουργείο Τουρισμού, δ) την κίνηση και τον συντονισμό της διαδικασίας κατεδάφισης του τμήματος του κτιρίου που υπερβαίνει το τελικώς εγκριθέν ύψος, ουδόλως υπερέβη την αρμοδιότητά του. Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα ότι το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ν. 3068/2002 εναρμονιζόμενο πλήρως με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, προς διασφάλιση της ταχείας και πλήρους εκτέλεσης της απόφασης ΣτΕ Ολ 2102/2019.
7. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η πράξη μερικής ανάκλησης της επίμαχης οικοδομικής άδειας περιεβλήθη ως πράξη συμμόρφωσης ένα είδος «δικαστικής ασυλίας», κατά παράβαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας της ιδιοκτήτριας του ακινήτου εταιρείας, της αρχής του κράτους δικαίου, της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, επισημαίνεται ότι αποδίδει στο Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας σοβαρότατες μομφές περί δέσμευσης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και περί «παραβίασης της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας». Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης τονίζει ότι τα Πρακτικά του αποτελούν άσκηση αρμοδιοτήτων εκ μέρους οργάνων της δικαιοσύνης [“διοικητικής φύσης πράξεις δικαστικών οργάνων”] εντός των προβλεπομένων ορίων του Συντάγματος και της νομοθεσίας. Το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης άσκησε την αρμοδιότητά του, στο πλαίσιο του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ προσδιορίζοντας ως αναγκαία πράξη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την απόφαση ΣτΕ Ολ 2102/2019 τη μερική ανάκληση της άδειας δόμησης.
8. Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της ιδιοκτήτριας εταιρείας στην περιουσία, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης επισημαίνει ότι η ανάκληση της παράνομης οικοδομικής άδειας αποτελεί μεν επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εφόσον συνεπάγεται περιορισμό στη χρήση του ακινήτου για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν προκειμένω της προστασίας του μνημείου της Ακρόπολης, δεν συνιστά, όμως, στέρηση ιδιοκτησίας ούτε εξομοιούται προς αυτήν, εφόσον το τμήμα του κτιρίου που δεν υπερβαίνει το καθορισθέν ύψος μπορεί να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο. Περαιτέρω, δεν αποτελεί πλημμέλεια της ανακλητικής πράξης η περιουσιακή ζημία που προκαλείται από την ανάκληση παράνομης οικοδομικής άδειας, ενώ είναι διαφορετικό το ζήτημα της δυνατότητας του διοικούμενου να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε αυτόν από την εν λόγω ανάκληση, ασκώντας τα τυχόν προβλεπόμενα για την περίπτωση αυτή ένδικα βοηθήματα (ΣτΕ 1140/2020 σκ. 17). Κατά σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, η παράνομη και ευμενής ανακαλούμενη πράξη και η νόμιμη και δυσμενής ανακλητική αποτελούν ενότητα που αντιστοιχεί στις προϋποθέσεις της ύπαρξης παράνομης και ζημιογόνου πράξης για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου (ενδεικτικά ΣτΕ 980/2002: η μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του ιδιώτη έκδοση της παράνομης ευμενούς πράξης και η ανάκληση της πράξης αυτής αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, η οποία περιέχει τα στοιχεία του παρανόμου και του ζημιογόνου και, επομένως, δύναται κατ’ αρχήν να θεμελιώσει αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ).