Εξέλιξη της κλασικής νομολογίας περί των «διοικητικής φύσεως πράξεων δικαστικών αρχών»: ΣτΕ 1597, 1598/2024
1. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε από νωρίς την έννοια της δικαστικώς απρόσβλητης πράξης οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, τα οποία δεν ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα. Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση
ΣτΕ Ολ 3034/2008, με την οποία κρίθηκε ότι
τα υπηρεσιακά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 92 του Συντάγματος, τα οποία λειτουργούν στους κόλπους των ανωτάτων δικαστηρίων και των εφετείων, εντάσσονται οργανωτικά στον δικαστικό μηχανισμό του Κράτους και αποτελούν δικαστικές αρχές, εν όψει του ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι συμβάλλουν ενεργώς στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων, μετέχοντες και στη σύνθεση αυτών (πρβλ. ΣτΕ Ολ
2001/2003,
189/2007). Η φύση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων ως δικαστικών αρχών δεν μεταβλήθηκε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και την πρόβλεψη ότι στα υπηρεσιακά αυτά συμβούλια μετέχουν ως μέλη και δικαστικοί υπάλληλοι, ο αριθμός των οποίων ορίσθηκε σε δύο με το άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2993/2002, ενώ μέχρι τότε συγκροτούνταν αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς. Τούτο διότι με τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε προκειμένου να καταστεί αντιπροσωπευτικότερη η σύνθεση των υπηρεσιακών αυτών συμβουλίων, ορίζεται ρητώς ότι τα εν λόγω υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς
[1].
2. Επίσης, πράξη οργάνου δικαστικής αρχής που αφορά αντικείμενο αναγόμενο στην οργάνωση της Εισαγγελίας κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού της έργου συνιστά η άρνηση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών να ικανοποιήσει το κατ’ επανάληψη υποβληθέν αίτημα Εισαγγελέως για επεξεργασία δικογραφιών κατ’ οίκον. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, κατ’ αναίρεση, ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, είτε αυτές αφορούν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου είτε αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως, εφόσον η ζημία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τον όρο «διοικητικής φύσεως θέματα» για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της προσβαλλόμενης πράξης και σε αντιδιαστολή με τα «αμιγώς δικαιοδοτικά καθήκοντα» (ΣτΕ 48/2016, 1246/2023).
3. Με τις αποφάσεις ΣτΕ 1597, 1598/2024 (όμοια και η ΣτΕ 1596/2024, που δεν έχει θεωρηθεί ακόμη), το Γ΄ Τμήμα διευρύνει, αφενός, τις περιπτώσεις των μη δικαιοδοτικών πράξεων οργάνων που είναι εντεταγμένα στη δικαστική λειτουργία και, αφετέρου, την ίδια την κατηγορία των εν λόγω οργάνων. Εν προκειμένω χαρακτηρίζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (στο εξής: ΕΣΔι), το οποίο αποτελείται κατά πλειοψηφία αλλά όχι εξ ολοκλήρου από δικαστικούς λειτουργούς, ως αρχή εντεταγμένη στη δικαστική λειτουργία, η οποία ασκεί, κατ’αποκλειστική αρμοδιότητα, όχι δικαιοδοτικά, αλλά εν ευρεία εννοία δικαστικά καθήκοντα. Τα καθήκοντα αυτά ανάγονται στη ρύθμιση των ζητημάτων εκπαίδευσης των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, η λήψη των αποφάσεων, με τις οποίες επιλέγονται οι διδάσκοντες στην ΕΣΔι και ανατίθεται σε αυτούς η διδασκαλία των προβλεπόμενων στο οικείο πρόγραμμα μαθημάτων, συνιστά «ιδιαίτερο δικαστικό καθήκον και ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης, και δη σε εσωτερικό ζήτημα αυτής». Το ζήτημα αυτό συνάπτεται άμεσα προς την εν γένει επιλογή των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 88 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), διότι οι διδάσκοντες στην ΕΣΔι έχουν την ευθύνη για την άρτια προπαρασκευή των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών, την ανάπτυξη του προσήκοντος δικαστικού ήθους και την εμπέδωση σε αυτούς πνεύματος δικαστικής ανεξαρτησίας. Αν και το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφεύγει επιμελώς τη χρήση του όρου «διοικητικής φύσεως καθήκοντα» και προτιμά τον όρο «δικαστικά καθήκοντα», θα μπορούσε να συναχθεί από το κείμενο της απόφασης, πρώτον, ότι οι αρχές που είναι ενταγμένες στη δικαστική λειτουργία δεν συγκροτούνται εξ ολοκλήρου, αλλά κατά πλειοψηφία, από δικαστικούς λειτουργούς (εν προκειμένω, στο Δ.Σ. της ΕΣΔι μετέχουν και μέλη που δεν έχουν την παραπάνω ιδιότητα, όπως καθηγητής Α.Ε.Ι., πρόεδρος δικηγορικού συλλόγου) και, δεύτερον, ότι τα δικαστικά καθήκοντα περιλαμβάνουν, αφενός, καθήκοντα αμιγώς δικαιοδοτικής φύσης, δηλαδή την επίλυση διαφορών και την απονομή της δικαιοσύνης και, αφετέρου, διοικητικής φύσης καθήκοντα, που ανάγονται στην οργάνωση της δικαστικής λειτουργίας, στην οποία εντάσσεται και η επιλογή και εκπαίδευση των λειτουργών της (πρβλ. ΣτΕ 1546/2022 [2], 1157/2020, 1443/2019, 2980/2013, Ολ 1795/2011, 2749/2010 επτ., Ολ 3034/2008, a contrario ΣτΕ Ολ 2011/2003, βλ. και ΣτΕ 11/2010 σε Ολομέλεια και Συμβούλιο). Επομένως, οι αποφάσεις του Δ.Σ. και του Γενικού Διευθυντή της ΕΣΔι, ως πράξεις δικαστικών αρχών, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αναφέρεται αμιγώς σε θέματα δικαιοδοτικής φύσης.
4. Το Δικαστήριο επιχειρεί να αντικρούσει όλους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν για τον χαρακτηρισμό των σχετικών πράξεων ως εκτελεστών και, επομένως, δεκτικών ακυρωτικής προσβολής, προκειμένου να θωρακίσει δογματικά την προσέγγισή του:
Πρώτον, οι προσβαλλόμενες πράξεις ανάγονται σε εσωτερικό ζήτημα λειτουργίας της δικαιοσύνης και εκδόθηκαν από όργανα της Σχολής, κατ’ ενάσκηση ιδιαιτέρου δικαστικού καθήκοντος των δικαστών που τα στελεχώνουν. Ειδικότερα, το Δ.Σ. της Σχολής, το οποίο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, ως εκ της συμμετοχής σε αυτό, κατά πλειοψηφία, ανωτάτων δικαστών, παρέχει μείζονες εγγυήσεις αμεροληψίας και, συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή, από αυτήν την άποψη, το γεγονός ότι σε αυτό μετέχουν και τρία μέλη, τα οποία δεν έχουν τη δικαστική ιδιότητα. Η προσέγγιση αυτή αποδίδει πάγια σχετική νομολογία [πρβλ. ΣτΕ 1157/2020, 1452/2019 επτ., 2980/2013, 320-322/2011 επτ., Ολ 3034/2008]. Άλλωστε, και στα υπηρεσιακά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων μετέχουν ως μέλη και δικαστικοί υπάλληλοι, αλλά συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς (ΣτΕ Ολ 3034/2008, 1157/2020, 2032/2021, 1546/2022).
Δεύτερον, ο Γενικός Διευθυντής της ΕΣΔι, όταν εκδίδει πράξη ανάθεσης διδασκαλίας, δεν ενεργεί ως διοικητικό όργανο, αλλά υπό την ιδιότητα οργάνου ενταγμένου στη δικαστική οργάνωση του Κράτους. Επομένως, η σχετική πράξη διαφέρει από τις πράξεις του ιδίου οργάνου που ανάγονται στην πειθαρχική του εξουσία και υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 4871/2021, σε δικαστικό έλεγχο. Στο σημείο αυτό, η κρίση του Δικαστηρίου γίνεται αξιωματική και κατηγορηματική, χωρίς την αναγκαία για την πειστικότητά της αιτιολόγηση.
Τρίτον, οι υπό εξέταση πράξεις ανάθεσης διδακτικών καθηκόντων στους σπουδαστές της ΕΣΔι διαφέρουν από τις σχετικές με την εισαγωγή σπουδαστών στην ΕΣΔι πράξεις, οι οποίες είναι προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως, όπως έχει γίνει δεκτό με την απόφαση ΣτΕ 1568/2016. Τούτο διότι, σε αντίθεση με τις σχετικές με την εισαγωγή πράξεις, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, συναπτόμενες στενώς με τη διδασκαλία των εκπαιδευομένων στην ΕΣΔι που έχουν ήδη την ιδιότητα του υποψηφίου δικαστικού λειτουργού και προορίζονται να αποτελέσουν το δικαστικό προσωπικό των δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ Ολ 162/2010), εκδόθηκαν κατ’ ενάσκηση ιδιαίτερου δικαστικού καθήκοντος. Ερμηνεύεται, εν προκειμένω, διασταλτικά η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά το οποίο καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά.
Τέταρτον, το γεγονός ότι το Δ.Σ. εφάρμοσε, κατά την εξέταση των αιτιάσεων των παραλειφθέντων υποψηφίων, τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δη τα άρθρα 24 παρ. 1 και 30 αυτού, δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. της ΕΣΔι εκτελεστή πράξη. Και στο σημείο αυτό, η κρίση του Δικαστηρίου είναι λακωνική και ελλειπτική και, συνακολούθως, όχι απολύτως πειστική.
Πέμπτον, το δικαστικώς ανέλεγκτο των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 8 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι το ανέλεγκτο των αποφάσεων των δικαστικών αρχών βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία αίτηση ακυρώσεως ασκείται μόνον κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Επομένως, δεδομένης της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος (ΣτΕ Ολ 1304/2019, Ολ 4308/2015, Ολ 292/1984, ΑΕΔ 11/2003), δεν δύναται να θεωρηθεί μη εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 95 αυτού, λόγω «αντίθεσής» της προς τις συνταγματικές διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση.
Τέλος, το δικαστικώς ανέλεγκτο των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι, ανεξαρτήτως εάν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ο συντακτικός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει το απαράδεκτο προσβολής, με ένδικα βοηθήματα, αποφάσεων εκδιδομένων από όργανα που εντάσσονται στη δικαστική οργάνωση και λειτουργία του Κράτους (πρβλ. ΣτΕ 3385/2017, 4092/2015, 3920/2014, Ολ 3315/2014, 1041/2004 επτ.). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών υπέβαλε νομίμως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 7 του Ν. 4871/2021, ενώπιον του Δ.Σ. της Σχολής, υπόμνημα, εκθέτοντας τους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς του σχετικά με τη νομιμότητα του συνταγέντος από το Συμβούλιο Σπουδών Πίνακα διδασκόντων, κατά το μέρος που είχε παραλειφθεί από αυτόν για τη διδασκαλία μαθήματος. Περαιτέρω, το Δ.Σ., κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, έλαβε υπόψη του τις προβληθείσες, με το υπόμνημα, αιτιάσεις του αιτούντος καθώς και το υπόμνημα ανθυποψηφίου του, επί των οποίων και έλαβε θέση. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της τηρηθείσας, ενώπιον του Δ.Σ. της Σχολής, διαδικασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το εν λόγω Δ.Σ., συγκροτούμενο κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, παρέχει αυξημένες εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης, κατά την άσκηση δε της αρμοδιότητάς του προς έγκριση του Πίνακα διδασκόντων, έχει την εξουσία ουσιαστικής αναμόρφωσης του Πίνακα αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω δεν αποκλείσθηκε η πρόσβαση του αιτούντος σε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ [3]. Τυχόν αιτιάσεις σχετικά με την τήρηση, κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον του Δ.Σ. της Σχολής διαδικασία, των απορρεουσών από το ίδιο ως άνω άρθρο 6 αρχών της δίκαιης δίκης, δεν είναι δυνατόν να εξετασθούν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, διότι τούτο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο, κατ’ άρθρο 95 του Συντάγματος, έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσεων δικαστικών αρχών (βλ. ΣτΕ 1893/2023, 1157/2020).
5. Παρά την προσπάθεια του Δικαστηρίου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των αιτούντων σχετικά με τη φύση των προσβαλλομένων πράξεων, η συλλογιστική του παρουσιάζει άλματα. Πράγματι, όλα τα συλλογικά ή μονοπρόσωπα όργανα τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί από τη νομολογία ως δικαστικές αρχές που ασκούν μη δικαιοδοτικής φύσης καθήκοντα ανήκουν στο κράτος, ενώ, στις υπό εξέταση περιπτώσεις, πρόκειται για όργανα της ΕΣΔΙ, δηλαδή μιας επαγγελματικής σχολής που έχει τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Είναι δυνατόν δικαστικές αρχές επιφορτισμένες με την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης να ανήκουν σε άλλο πλήν του κράτους νομικό πρόσωπο; Επιπλέον, η τήρηση των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν συμβιβάζεται με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων και δικαστικής λειτουργίας. Τέλος, οι ενδιαφερόμενοι των οποίων οι αιτήσεις ανάθεσης διδασκαλίας απορρίπτονται, είτε είναι δικαστικοί λειτουργοί, είτε καθηγητές Α.Ε.Ι., είτε δικηγόροι, στερούνται έννομης προστασίας κατά της δυσμενούς πράξης των αρμοδίων οργάνων της ΕΣΔι. Αυτή η στέρηση δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ. Σημειώνεται ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ που παραθέτει το Συμβούλιο της Επικρατείας αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις από τις υπό εξέταση στις αποφάσεις ΣτΕ 1597, 1598/2024. Ο σκοπός του Δικαστηρίου έγκειται, προφανώς, στην αποτροπή των δικαστικών διενέξεων σε «ευαίσθητα» ζητήματα τα οποία ανάγονται, κατ’ουσίαν, στις σχέσεις μεταξύ δικαστικών λειτουργών (μελών του Δ.Σ. της ΕΣΔι, επιλεγέντων για την ανάθεση διδασκαλίας και απορριφθέντων).
6. Σημειώνεται ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ για τους πειθαρχικώς διωκόμενους δικαστικούς λειτουργούς αποτυπώνεται με ακρίβεια στην απόφαση ΣτΕ 1892/2023 και δεν φαίνεται να μπορεί να αξιοποιηθεί στις υπό εξέταση περιπτώσεις, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από όργανα διοίκησης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΕΣΔι) τα οποιά εφαρμόζουν, μάλιστα, τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας: «σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ –με πρώτη την απόφαση Vilho Eskelinen κ.λπ. κατά Φινλανδίας της 19ης.4.2007 (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) σκ. 61-62– οι διαφορές που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων («civil servants», «fonctionnaires») υπάγονται κατ’ αρχήν, όπως και οι κοινές εργασιακές διαφορές («ordinary labour disputes», «conflits ordinaires du travail»), στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εκτός αν συντρέχουν σωρευτικώς δύο όροι – κριτήρια («Eskelinen test»): (α) να έχει ρητώς αποκλεισθεί από την εθνική νομοθεσία η πρόσβαση σε δικαστήριο για κατηγορία υπαλλήλων ή για διαφορές σχετικές με συγκεκριμένες θέσεις («the State in its national law must have expressly excluded access to a court for the post or category of staff in question») και (β) ο αποκλεισμός αυτός να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος («the exclusion must be justified on objective grounds in the State’s interest»), υπό την έννοια ότι το αντικείμενο της διαφοράς σχετίζεται με την άσκηση κρατικής εξουσίας («exercise of State power») ή θέτει εν αμφιβόλω έναν «ιδιαίτερο δεσμό εμπιστοσύνης και αφοσίωσης» («special bond of trust and loyalty») του δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου με το Κράτος [βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ Ιωσηφίδης κατά Κύπρου της 6.12.2007 σκ. 54, Kübler κατά Γερμανίας της 13.1.2011 σκ. 45, Juričić κατά Κροατίας της 26.7.2011 σκ. 55, Baka κατά Ουγγαρίας της 23ης.6.2016 (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) σκ. 103, Φρεζάδου κατά Ελλάδας της 8.11.2018 σκ. 24, καθώς και ΣτΕ 1070/2008 7μ. σκ. 9, 2664/2018 σκ. 7, 1157/2020 σκ. 7· βλ. επίσης, όσον αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, αποφάσεις ΕΔΔΑ Grzęda κατά Πολωνίας (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) της 15.3.2022 σκ. 264, 326-327, Gumenyuk κ.λπ. κατά Ουκρανίας της 22ας.7.2021 σκ. 66, Bilgen κατά Τουρκίας της 9.3.2021 σκ. 79, 81, Broda και Bojara κατά Πολωνίας της 29ης.6.2021 σκ. 120 – 123, Eminağaoğlu κατά Τουρκίας της 9ης.3.2021 σκ. 78, 80]. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ένα όργανο, ανεξαρτήτως αν εντάσσεται στις τυπικές δικαστικές δομές, μπορεί να συνιστά «δικαστήριο» κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με την ουσιαστική έννοια του όρου, ήτοι εφόσον επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία, η οποία συνίσταται στην επίλυση των διαφορών κατά τρόπο δεσμευτικό και ανεξάρτητο εντός της δικαιοδοσίας του, με βάση κανόνες δικαίου και στο πλαίσιο οργανωμένης και προβλεπόμενης στον νόμο διαδικασίας [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Bilgen κατά Τουρκίας της 9.3.2021 σκ. 73, Eminağaoğlu κατά Τουρκίας της 9.3.2021 σκ. 94, Καμένος κατά Κύπρου της 31.10.2017 σκ. 85, Sturua κατά Γεωργίας της 28.3.2017 σκ. 26, Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας της 9.1.2013 σκ. 88, Olujić κατά Κροατίας της 5.2.2009 σκ. 37]. Εν προκειμένω, τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστικών λειτουργών τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 91 (παρ. 1 – 3) του Συντάγματος και 95 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. – ν. 1756/1988) συγκροτούνται –κατά πλειοψηφία ή εξ ολοκλήρου– από ανώτατους ή ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς, που ορίζονται κάθε έτος με κλήρωση, και, ως εκ τούτου, παρέχουν αυξημένες εγγυήσεις ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης, αποφαίνονται δε κατά τρόπο δεσμευτικό εντός της δικαιοδοσίας τους, με βάση κανόνες δικαίου και στο πλαίσιο οργανωμένης διαδικασίας αναλυτικώς προβλεπόμενης στον νόμο (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), κατά την οποία μπορούν να καλούν και να εξετάζουν μάρτυρες, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης των διωκομένων, να διατάσσουν κρείσσονες αποδείξεις, συμπεριλαμβανόμενης της διενέργειας αυτοψίας, ενώ οι πειθαρχικώς διωκόμενοι δικαστικοί λειτουργοί έχουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να παρίστανται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης –μόνοι ή με δικηγόρο– και να λαμβάνουν τον λόγο (βλ. αποφάσεις και πρακτικά συνεδριάσεων Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου 1/2006, 1/1993, 3, 2/1991, Εννεαμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου ΣτΕ 1/2002, Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου ΣτΕ 4/2003, 2, 1/2001), να υποβάλλουν υπομνήματα και να ασκούν έφεση κατά των οριστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό· εξ άλλου (βλ. αποφάσεις Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου ΣτΕ 4/2003, Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Διοικητικού Εφετείου Πατρών 1/2017, 1/2013, Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Διοικητικού Εφετείου Πειραιά 1/2012), εφόσον τα εν λόγω πειθαρχικά συμβούλια κρίνουν ότι πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης, παραπέμπουν υποχρεωτικά τις αντίστοιχες υποθέσεις στα αρμόδια πειθαρχικά δικαστήρια, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τα άρθρα 88 (παρ. 4) και 93 (παρ. 2 και 3) του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ. 2363/2017, 215, 28/2014, 2395/2004). Εν όψει τούτων, τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστικών λειτουργών αποτελούν «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Καμένος κατά Κύπρου σκ. 73 – 88, Sturua κατά Γεωργίας σκ. 25 – 27, Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας σκ. 87 – 91, Olujić κατά Κροατίας σκ. 37 – 43, καθώς και ΣτΕ 1157/2020 σκ. 7· πρβλ. επίσης απόφαση ΕΔΔΑ Αργυρού κ.λπ. κατά Ελλάδας της 15.1.2009 σκ. 24 – 27, με την οποία κρίθηκε ότι αποτελούν «δικαστήρια» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ οι πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων του ν. 998/1979 (Α΄ 289)· αντιπρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Bilgen κατά Τουρκίας σκ. 73 – 75, Eminağaoğlu κατά Τουρκίας σκ. 94 – 99, καθώς και απόφαση ΕΔΔΑ Paluda κατά Σλοβακίας της 23.5.2017 σκ. 38]. Συνεπώς, στις πειθαρχικές διαφορές των δικαστικών λειτουργών, εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει την πρόσβαση των πειθαρχικώς διωκομένων σε «δικαστήριο» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.
7. Ευλόγως μπορεί να διατυπωθεί αμφιβολία ως προς το αν η διαδικασία ενώπιον του Δ.Σ. της ΕΣΔι, κατά την εξέταση των αιτιάσεων δικαστή του οποίου η αίτηση διδασκαλίας στους σπουδαστές της ΕΣΔι απορρίφθηκε από το ίδιο όργανο, πληροί τις επιταγές που απαιτεί το ΕΔΔΑ για να δεχθεί την ύπαρξη «δικαστηρίου» με την ουσιαστική έννοια του όρου!
8. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι από τα ανωτέρω όργανα που είναι εντεταγμένα στη δικαστική λειτουργία διαφέρουν επιτροπές, έστω συγκροτούμενες εξ ολοκλήρου από δικαστικούς λειτουργούς, που, κατά την νομοθετική πρόνοια σύστασής τους, αποτελούν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας/λειτουργίας, τα οποία ασκούν οιονεί δικαιοδοτικά καθήκοντα. Έτσι, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών των άρθρων 4 και 5 του Ν. 4375/2016 ιδρύθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, περί διαδικασιών, «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» (ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Οι εν λόγω Επιτροπές, οι οποίες ορίζονται ως αρμόδιες για την εξέταση και την έκδοση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στην δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του Κράτους, οι οποίες ασκούν αρμοδιότητες «δικαιοδοτικού χαρακτήρα», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Και ναι μεν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστές των ΤΔΔ, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις Επιτροπές και ασκούν τις αρμοδιότητές τους όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας (βλ. ΣτΕ 2347, 2348/2017, 1580, 1581/2021 Ολ, ΣτΕ 1371/2023). Στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία, δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ήτοι εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα δικαστικής λειτουργίας, ούτε, άλλωστε, ελέγχονται κρίσεις δικαστικών λειτουργών, εξενεχθείσες υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Εξάλλου, ο ως άνω δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί. Περαιτέρω, ενώ οι Επιτροπές αποφαίνονταν αρχικώς υπό τριμελή σύνθεση, με τον Ν. 4636/2019 ορίσθηκε ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών επιλαμβάνονται υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. Κατά τα διαλαμβανόμενα στην σχετική έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων, «συναφώς, προβλέπονται μονομελείς και τριμελείς συνθέσεις των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών διότι, ως έχει αποδειχθεί από τα στατιστικά των δικαστηρίων, η μονομελής σύνθεση έχει ταχύτητα στην έκδοση των αποφάσεων. Για τον λόγο αυτό όλες οι διαδικασίες που προϋποθέτουν ιδιαίτερα μικρές προθεσμίες για την έκδοση της απόφασης εντάσσονται στην αρμοδιότητα της μονομελούς σύνθεσης». Τονίζεται ότι, με την απόφαση ΣτΕ 881/2024 του Δ΄ Τμήματος, κρίθηκε ότι το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου, έστω και αν αυτό ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 του Ν. 4375/2016, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 116 παρ. 2 του Ν. 4636/2019 και η εν λόγω παράγραφος αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του Ν. 4686/2020, αντίκειται στο Σύνταγμα, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν και υπό μονομελή σύνθεση. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, όμως, η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι το μεν τα καθήκοντα που ασκούν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών έχουν «δικαιοδοτικό» χαρακτήρα (ΣτΕ 1371/2023), το δε η λειτουργία τους τόσο υπό τριμελή όσο και -προκειμένου περί υποθέσεων ήσσονος σπουδαιότητος- υπό μονομελή σύνθεση δικαιολογείται από την ανάγκη καλύτερης οργανώσεως της παροχής διεθνούς προστασίας και ταχείας διεκπεραιώσεως των σχετικών υποθέσεων και αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων. Αναμένεται συναφώς η απόφαση της Ολομέλειας!
[1] Για τις νομολογιακές διαφοροποιήσεις ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό τέτοιων οργάνων και της δικονομικής μεταχείρισης των πράξεών τους, οι οποίες παρουσιάζουν, πάντως, συνέπεια και συνοχή, βλ. ενδεικτικά Ε. Πρεβεδούρου, Η έννοια του δικαστικού οργάνου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εις Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Νόμος, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 589 (591-598).
[2] ΣτΕ 1546/2022: την πειθαρχική εξουσία των συμβολαιογράφων, οι οποίοι είναι «μόνιμοι» δημόσιοι λειτουργοί (άρθρο 92 παρ. 4 Συντ.), ασκούν υπηρεσιακά (πειθαρχικά) συμβούλια, που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς· τα συμβούλια αυτά εντάσσονται οργανωτικά στη δικαστική εξουσία του κράτους και αποτελούν δικαστικές και όχι διοικητικές αρχές προεχόντως λόγω της σύνθεσής τους, δεδομένου ότι συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και διότι ασκούν πειθαρχική εξουσία σε μονίμους λειτουργούς οι οποίοι συμβάλλουν στο έργο των δικαστηρίων και υπόκεινται στην εποπτεία των δικαστικών αρχών. Επομένως, οι πράξεις των ως άνω συμβουλίων, με τις οποίες τα τελευταία ασκούν πειθαρχική εξουσία σε συμβολαιογράφους, ως πράξεις μη προερχόμενες από διοικητικές αρχές, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης (πρβλ. ΣτΕ 1919, 611/2009 7μ, 2032/2021, 1157/2020)
[3] Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 8.10.2019 στην υπόθεση Grace Gatt κατά Μάλτας, σκ. 61, απόφαση της 31.10.2017 στην υπόθεση Καμένος κατά Κύπρου, σκ. 73 επ., απόφαση της 28.3.2017 στην υπόθεση Sturua κατά Γεωργίας, σκ. 26 επ., απόφαση της 9.1.2013 στην υπόθεση Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας, σκ. 87, απόφαση της 28.4.2009 στην υπόθεση Savino κλπ κατά Ιταλίας, σκ. 73, απόφαση της 5.2.2009 στην υπόθεση Olujić κατά Κροατίας, σκ. 36 επ., απόφαση της 15.1.2009 στην υπόθεση Αργυρού κατά Ελλάδας, σκ. 24 επ.