Ο διοικητικός δικαστής… ο αίρων τας αμαρτίας του (νομικού) κόσμου
1. Στο editorial πρόσφατου τεύχους της AJDA, o Fabrice Melleray, με τον ευφάνταστο τίτλο «Μια ανησυχητική μελωδία» [1], επισημαίνει ότι δεν περνάει σχεδόν εβδομάδα χωρίς κάποιος πολιτικός να αμφισβητήσει τη νομιμοποίηση των δικαστών. Αναφέρει συναφώς την κριτική που ασκήθηκε στο Conseil constitutionnel μετά την απόφασή του σχετικά με τον νόμο για τον έλεγχο της μετανάστευσης και τη βελτίωση της ένταξης [2] καθώς και στο Conseil d’Etat, επειδή ακύρωσε την απόφαση της Autorité de régulation de la communication audiovisuelle et numérique (Ρυθμιστική Αρχή Οπτικοακουστικών και Ψηφιακών Επικοινωνιών) να μην οχλήσει το κανάλι CNEWS προκειμένου αυτό να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις διασφάλισης της πολυφωνίας και της ανεξαρτησίας της πληροφόρησης [3].
2. Οι επιθέσεις στρέφονται κατά των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων, καθώς και των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, οι οποίες, κατά την άποψη κάποιων πολιτικών, είναι «νομικά φέουδα που δεν λογοδοτούν πλέον σε κανέναν και δημιουργούν τους δικούς τους κανόνες που ισχύουν για όλους», απειλώντας έτσι τη δημοκρατία. Πρόκειται για εκλαϊκεύσεις αυστηρών χαρακτηρισμών που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν, με πλήρη, ωστόσο, επίγνωση και στιβαρή αιτιολογία, κορυφαίοι νομικοί, προκειμένου να επικρίνουν δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, κατά την εκτίμησή τους, αποτέλεσαν έκφανση κατακριτέου δικαστικού βολονταρισμού, όπως το περίφημο “coup d‘Etat de droit“, με ερωτηματικό, του Olivier Cayla [4], που προστέθηκε στον πιο κλασικό αφορισμό της “gouvernement des juges” [5].
3. Όπως επισημαίνει ο Fabrice Melleray, οι παραπάνω αυστηροί όροι, κυρίως όμως ο τρόπος που αξιοποιούνται στη σημερινή συζήτηση, υποδηλώνουν την απροθυμία υποταγής του νόμου σε κανόνες ανώτερης τυπικής ισχύος. Αναφέρεται στην κλασική συλλογιστική του Raymond Carré de Malberg ότι «η ιδέα της κυριαρχίας της γενικής βούλησης έχει αξιοποιηθεί για να θεμελιωθεί η κυρίαρχη εξουσία του ίδιου του Κοινοβουλίου» και όχι του λαού [6]. Ωστόσο, οι εξουσίες του Κοινοβουλίου «δεν μπορούν να έχουν άλλη πηγή από το Σύνταγμα», γεγονός που δικαιολογεί, ειδικότερα, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και, στο εξής, τον έλεγχο της συμβατότητας προς τις διεθνείς συνθήκες που συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος. Έτσι, στη Γαλλία, η συντακτική συνέλευση ήταν εκείνη που θέσπισε τον εκ των προτέρων έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και, στη συνέχεια, πέντε δεκαετίες αργότερα, εισήγαγε την question prioritaire de constitutionnalité, υιοθέτησε τον τίτλο VI του Συντάγματος που είναι αφιερωμένος στις διεθνείς συνθήκες και, αργότερα, τον τίτλο XV που είναι αφιερωμένος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια, ο συντακτικός νομοθέτης έθεσε τα θεμέλια της υποταγής του Γάλλου νομοθέτη σε κανόνες ανώτερης τυπικής ισχύος, υποταγή που σήμερα δεν αρέσει σε ορισμένους.
4. Πολύ εύστοχα, λοιπόν, ο Fabrice Melleray επισημαίνει ότι δεν είναι ασφαλές να κάνουμε μια μανιχαϊστική διάκριση μεταξύ του λαού και των δικαστών. Αναφέρεται δε στον Georges Vedel, ο οποίος είπε το ουσιώδες όταν συνέβαλε στην ενσωμάτωση, στη συνταγματική νομολογία, της μόνιμης μνείας ότι «ο νόμος […] εκφράζει τη γενική βούληση μόνο τηρώντας το Σύνταγμα» [7]. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ο κυρίαρχος. Δεν μπορούμε να του αποδώσουμε μια ιδιότητα που ανήκει μόνο στον κυρίαρχο συντακτικό νομοθέτη, εκτός αν τους συγχέουμε.
5. Οι παραπάνω οξυδερκείς παρατηρήσεις φαίνεται ότι μπορούν άνετα να διατυπωθούν και στην ελληνική πολιτική ζωή, με τις αναγκαίες, φυσικά, και, πάντως, μικρές προσαρμογές. Η επίκριση του δικαστή από την πολιτική εξουσία δεν είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Ο δικαστής είναι ο εύκολος στόχος, αφού, κατά κανόνα, η δικαστική δεοντολογία του απαγορεύει να απαντήσει δυναμικά, συγκεκριμένα και στον τόνο της ασκούμενης κριτικής. Έτσι, ανώτατοι πολιτικοί παράγοντες έχουν χαρακτηρίσει την ενοχλητική για τις επιλογές τους νομολογία ως «κράτος εν κράτει… βραχνά», ως «θεσμικό εμπόδιο» για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, ή ακόμη και ως «δικαστικό πραξικόπημα»! [8]. Οι τυχόν απαντήσεις των δικαστικών ενώσεων είναι ήπιες και προσεκτικές.
6. Ούτε η θεωρία φείδεται απαξιωτικών κρίσεων για τη νομολογία. Ίσως, μάλιστα, η ασφαλέστερη μέθοδος συγγραφής ενός ελκυστικού και πικάντικου κειμένου να είναι η αυστηρή κριτική μιας δικαστικής απόφασης. Οι σχολιαστές της νομολογίας έχουν, κατά καιρούς, κάνει λόγο για «αξιωματικές και αφοριστικές διατυπώσεις» [9], όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση στο Υπερταμείο των μετοχών της ΕΥΔΑΠ που ανήκαν στο ελληνικό Δημόσιο, για «οπισθοδρόμηση» και «αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση» [10], όταν περιόρισε την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, οι πιο τολμηροί, δε, ακόμη και για «υπονόμευση του κράτους δικαίου» [11], όταν δεν ακύρωσε τη διαπιστωτική πράξη έκπτωσης μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Από την άλλη πλευρά, οι δικονομικές πρωτοβουλίες του επικρίνονται ως ένδειξη βολονταρισμού και υπέρβασης των ορίων των αρμοδιοτήτων του, με απώτερη συνέπεια την υποβάθμιση της ασφάλειας δικαίου [12].
7. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι, στο πλαίσιο της επιστημονικής και πολιτικής συζήτησης που διεξάγεται τους τελευταίους μήνες, ενόψει ψήφισης του νομοσχεδίου που επιτρέπει την ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ, δημιουργείται η εντύπωση ότι σχεδόν όλοι περιμένουν τη λύση του προβλήματος (αντι)συνταγματικότητας και τη δικαίωση της προσέγγισής τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας. «Όλα τελικά θα κριθούν από τη δικαστική εξουσία», λέει ο αρμόδιος Υπουργός και παραπέμπει στην προσεγμένη και εμπεριστατωμένη έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, «δεδομένου ότι τα ζητήματα που μπορούν να τεθούν με την ψήφιση του νομοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή». Στο ίδιο πνεύμα, με εξαιρετική courtoisie και μοναδική μαεστρία, ο Γ. Δελλής επιχειρεί να πείσει ότι η φιλοευρωπαϊκή και δυναμική ανάγνωση του Συντάγματος, την οποία ο ίδιος προτείνει, «αναβαθμίζει τον ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας» [13]. Από την αντίθετη πλευρά, ο Ξ. Κοντιάδης προειδοποιεί ότι «τελευταίο πεδίο μάχης είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας…». Είναι, πάντως, βέβαιο ότι η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου θα επικριθεί με οξύτητα, είτε για ενδοτικότητα και ατολμία απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές είτε για εσωστρέφεια και ακτιβισμό.
8. Ο δικαστής είναι ο τελικός κριτής της συνταγματικότητας του νόμου, επομένως, ο αυθεντικός ερμηνευτής του Συντάγματος σε κάθε υπόθεση που άγεται ενώπιόν του. Όμως δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν διαμορφώνει ο ίδιος τη δημόσια πολιτική ούτε ελέγχει τη σκοπιμότητά της [14]. Δείχνει στην εκτελεστική εξουσία (και στον νομοθέτη) τα εμπόδια και όχι τον δρόμο. Δεν είναι μεταρρυθμιστής, αλλά, κατά τις σχετικές συνταγματικές επιταγές, ανεξάρτητος και αμερόληπτος τρίτος [15]. Ο ρόλος του έγκειται στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών εντός των ορίων του Συντάγματος, των λοιπών κανόνων υπέρτερης τυπικής ισχύος και των σύμφωνων με τους παραπάνω κανόνες νόμων. Σίγουρα, όμως, όταν ο νομοθέτης αδρανεί ή δείχνει μειωμένη συνταγματική ευαισθησία, η μοναδική θεσμική σωτηρία του κράτους δικαίου φαίνεται να παραμένει η δικαστική τόλμη και αποφασιστικότητα για την υπεράσπισή του.
Υποσημειώσεις
[1] M. Melleray, Une inquiétante petite musique, AJDA 8/2024, σ. 409.
[2] 25 Ιανουαρίου 2023, 2023-863 DC, AJDA 2024, σ. 180
[3] CE 13 Φεβρουαρίου 2024, n° 463162, Association Reporters sans frontières, AJDA 2024, σ. 295.
[4] Le coup d’Etat de droit?, Le Débat 1998/3, αρ. 100, σ. 108.
[5] J.-E. Schoettl, La démocratie au péril des prétoires. De l’Etat de droit au gouvernement des juges, Gallimard, 2022.
[6] La loi, expression de la volonté générale. Etude sur le concept de loi dans la Constitution de 1875, Sirey, 1931, σ. 215.
[7] Cons. const. 23 Αυγούστου 1985, αριθ. 85-197 DC.
[8] Εξαιρετική η σχετική ανάλυση του Β. Ανδρουλάκη, Ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας, ΘΠΔΔ 4-5/2018, σ. 319, με πλούσια παραδείγματα, οξυδερκή κριτική και θεωρητική τεκμηρίωση.
[9] www.prevedourou.gr, Η υποχρέωση συμμόρφωσης στην απόφαση ΣτΕ Ολ 190/2022 και τα άρθρα 114 και 115 του Ν. 4964/2022 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 31-10-2022).
[10] www.prevedourou.gr, Επί τα χείρω νομολογιακή μεταστροφή ως προς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία: από την ΣτΕ Ολ 1501/2014 στις ΣτΕ Ολ 799-803/2021 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 24-10-2022).
[11] Κ. Γιαννακόπουλος, Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαλαλεί, αλλά υπονομεύει το Κράτος Δικαίου. Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 911 – 917/2021, ΕφημΔΔ 2/2021, σ. 178.
[12] Β. Τσιγαρίδας, Νομολογιακές δικονομικές μεταρρυθμίσεις, παρατ. σε ΣτΕ 2614/2021 7μ, ΘΠΔΔ 11/2023, σ. 1229.
[13] Το Σύνταγμα δεν είναι λείψανο, Καθημερινή, Κυριακή 3 Μαρτίου 2024, σ. 20.
[14] Για τα όρια ελέγχου της οικονομικής πολιτικής και την αποτίμηση της σχετικής νομολογίας, βλ. Ε. Βενιζέλος, Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση. Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των «μνημονιακών» μέτρων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020.
[15] Β. Σκουρής, Σύνταγμα και Ηθική. Οι κανόνες της ηθικής στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, Σάκκουλας, 2024.