Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Ζητήματα αστικής ευθύνης φορέων δημόσιας υγείας σε περιόδους πανδημίας

Ζητήματα αστικής ευθύνης φορέων δημόσιας υγείας σε περιόδους πανδημίας [*]
1. Ως γνωστόν, η ευθύνη του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ είναι η υποχρέωσή τους να αποζημιώνουν τρίτα πρόσωπα, τα οποία εθίγησαν υλικώς ή ηθικώς  από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων τους κατά την άσκηση ή επ’ευκαιρία άσκησης των καθηκόντων τους. Στο πλαίσιο της πανδημίας, η ευθύνη του Δημοσίου θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, ευθύνη για την υλική ζημία ή την ηθική βλάβη που προξένησαν σε πολίτες τα αυστηρά μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης και περιορισμού της διάδοσης της νόσου, τα οποία περιορίζουν ουσιωδώς τα θεμελιώδη δικαιώματα. Έτσι προξενεί υλική ζημία η απαγόρευση ή ο περιορισμός της άσκησης της οικονομικής βιοποριστικής δραστηριότητας και ηθική βλάβη πχ έντονη ψυχική και συναισθηματική δοκιμασία η αποκοπή των πιστών από τη λατρευτική κοινότητα λόγω της απαγόρευσης της τέλεσης λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας. Πάντως, στο πλαίσιο ακυρωτικών διαφορών, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι τα παραπάνω προσβαλλόμενα μέτρα δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές διατάξεις, επομένως δεν είναι παράνομα [1]. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ευθύνη  για παράνομες πράξεις, η οποία αποτελεί το βασικό καθεστώς αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Αντίθετα, δέχθηκε ότι σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νόμιμης πραγματοποίησης εμβολιασμού (υποχρεωτικού ενόψει φοίτησης στα σχολεία της χώρας), επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως πχ χορήγηση ελαττωματικού ή ακατάλληλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά τη διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος υπό την έννοια της αποκατάστασης τόσο της τυχόν υλικής όσο και, κατ’ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του.Τούτο διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη της υγείας και προσβολή της προσωπικότητας) χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου [2].

2. Η ευθύνη όμως μπορεί, δεύτερον, να στοιχειοθετηθεί και προς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή λόγω της ανεπάρκειας των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, και αυτή είναι που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Ειδικότερα, ο προβληματισμός αφορά το κατά πόσον η δράση των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, αφενός, και του Δημοσίου, αφετέρου, ήταν σύννομη και επαρκής για την αντιμετώπιση της πανδημίας ή αν η σοβαρή βλάβη που υπέστησαν μέλη του κοινωνικού συνόλου οφείλεται σε σφάλματα και παραλείψεις ικανά να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη των παραπάνω φορέων.

 

Ι. Η ευθύνη των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων

3. Το νομοθετικό καθεστώς της ευθύνης Δημοσίου και ΝΠΔΔ ρυθμίζεται στα άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, που ορίζουν τα εξής: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου [και των ΝΠΔΔ] κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο [ή το οικείο ΝΠΔΔ] ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …». Η ευθύνη του Δημοσίου είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν απαιτείται υπαιτιότητα των φορέων των οργάνων του, έχει δε συνταγματική θεμελίωση στο άρθρο 4 παρ. 5 Σ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όπως έχουν ερμηνευθεί στο πεδίο της ιατρικής ευθύνης, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως (πχ του διοικητή δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος) ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Περαιτέρω, παράνομη πράξη ή παράλειψη υπάρχει όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου (διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ως προς την υποχρέωση συναίνεσης του ασθενούς για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή την απαγόρευση μεταμοσχεύσεων για κερδοσκοπικό λόγο), αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας, τις αρχές της καλής πίστης, τα πορίσματα της επιστήμης και της τέχνης [3]. Το πλέγμα της νομιμότητας στην περίπτωση της λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων εν προκειμένω καθορίζουν βεβαίως κανόνες δικαίου κατά νομική ακριβολογία, κυρίως όμως αναγνωρισμένοι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, διεθνείς χειρουργικές τεχνικές, βέλτιστες πρακτικές, όπως αποτυπώνονται στα ιατρικά πρωτόκολλα και στη διεθνή βιβλιογραφία [πχ, πρόσφορη θεραπευτική μέθοδος, διενέργεια των απαιτούμενων εξετάσεων, κατάλληλος χρόνος χειρουργικής επέμβασης]. Εξάλλου, ο αν. ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», ορίζει στο άρθρο 13 ότι “ο ιατρός οφείλει να ασκεί ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και της εμπιστοσύνης, τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα” και στο άρθρο 24 ότι «ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών». Περαιτέρω στο άρθρο 47 του Ν. 2071/1992 ορίζονται τα εξής: “Τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς. 1. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου, τις πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθενείας του. 2. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα της παροχής φροντίδας σ’ αυτόν με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά του…” [4].
4. Παρανομία συνιστά επίσης και η πλημμελής οργάνωση των υπηρεσιών του δημόσιου νοσοκομείου, όπως η αμελής συντήρηση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και η μη προσήκουσα εκπαίδευση του προσωπικού στη χρήση του, η πλημμελής αποστείρωση των χειρουργικών εργαλείων ή της μονάδας εντατικής θεραπείας, η ανορθολογική κατανομή των ΜΕΘ, η επαρκής προμήθεια ειδικών απολυμαντικών έναντι του COVID-19 στις μονάδες αιμοκάθαρσης κλπ., έλλειψη ειδικού χώρου αποκλειστικά για την αξιολόγηση περιστατικών με συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού κ.λπ.
5. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ είναι να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την ζημία.
6. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, το δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, τα δικαστήρια δε της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα.
7. Νομίζω ότι υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δύσκολο να θεμελιωθεί ευθύνη των δημοσίων νοσοκομείων κατά την πανδημία. Ειδικότερα, δυσχερώς μπορεί να συντρέξει η προϋπόθεση της παρανομίας, αφού οι κανόνες της επιστήμης για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής είναι ακόμη ελάχιστοι και ρευστοί. Δυσχερώς θα μπορεί επίσης να αποδειχθεί έλλειψη ζήλου και ευσυνειδησίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, λαμβανομένων υπόψη των έκτακτων και πρωτόγνωρων συνθηκών που δημιούργησε ο μεγάλος αριθμός εισαγωγών στα δημόσια νοσοκομεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, εξίσου δύσκολο είναι να αποδειχθεί ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς και ζημίας.
ΙΙ. Ευθύνη του Δημοσίου λόγω ανεπαρκών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας
8. Όσον αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, αυτή θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί εάν αποδειχθεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και αφορούν, αφενός, την οργάνωση και ενίσχυση του ΕΣΥ και, αφετέρου, την πρόληψη και τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου δεν ήσαν πρόσφορα και επαρκή για τη διασφάλιση του συνταγματικού δικαιώματος προστασίας της υγείας, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική του έκφανση η οποία το ανάγει σε δημόσιο συμφέρον. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξεταστεί η συνδρομή της προϋπόθεσης της παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους του Δημοσίου, η οποία θα συνίστατο στη με εκπλήρωση, δια της νομοθετικής ή της κανονιστικής οδού, των υποχρεώσεων προστασίας του δικαιώματος στην υγεία.

9. Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από το Σύνταγμα και από άλλα κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος. Ειδικότερα, το Σύνταγμα ορίζει στη διάταξη της παραγρ. 5 του άρθρου 5 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας …» και στην παράγρ. 3 του άρθρου 21 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών …» και στην παράγρ. 5 του άρθρου 22 ότι «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Στο πλαίσιο των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, αφ’ ενός μεν, κατοχυρώνεται υποκειμενικό δικαίωμα προστασίας της υγείας ενός εκάστου, ως στοιχείου της προσωπικότητός του κατ’ εξειδίκευση της αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αφ’ έτέρου δε, ανατίθεται στο κράτος η μέριμνα για την προστασία της υγείας των πολιτών ως συνόλου. Το δικαίωμα στην υγεία έχει και θετικό περιεχόμενο, συνιστά δηλαδή κοινωνικό δικαίωμα του ενδιαφερομένου να αξιώνει από το κράτος τη λήψη μέτρων προς προστασία της υγείας και την διασφάλιση της παροχής υπηρεσιών υγείας του καλυτέρου δυνατού επιπέδου. Γεννάται, δηλαδή, ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου [5], οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Μεταξύ άλλων, η πολιτεία οφείλει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία [6]. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας [7] .

10. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου». Η διάταξη αυτή, που κατατάσσεται μεταξύ των πρωταρχικών της ΕΣΔΑ και κατοχυρώνει μια από τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών που συγκροτούν το Συμβούλιο της Ευρώπης, επιβάλλει στα κράτη όχι μόνο να απέχουν από την “εκ προθέσεως” αφαίρεση ζωής, αλλά και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της ζωής εκείνων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους.Ειδικότερα, στον χώρο της υγείας από το άρθρο 2 παρ. 1 της ΕΣΔΑ απορρέουν ουσιαστικές και διαδικαστικές υποχρεώσεις του Κράτους. Οι ουσιαστικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν τη θέσπιση ρυθμίσεων που επιβάλλουν στα νοσοκομεία, ιδιωτικά ή δημόσια, να υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για την προστασία της υγείας των ασθενών. Ενδέχεται, επίσης, πράξεις και παραλείψεις των αρχών στο πεδίο των πολιτικών δημόσιας υγείας να θεμελιώνουν σε ορισμένες περιπτώσεις την ευθύνη του κράτους προς αποζημίωση βάσει του άρθρου 2. Ευθύνη του Κράτους για παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ από πράξεις και παραλείψεις των παρόχων υγείας μπορεί να θεμελιωθεί, ειδικότερα, όχι στην απλή περίπτωση ιατρικής αμέλειας αλλά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, δηλαδή, η ζωή ενός ασθενούς τίθεται σε κίνδυνο λόγω της άρνησης παροχής επείγουσας ιατρικής φροντίδας (και όχι απλώς σε περιπτώσεις παροχής ελλιπούς, εσφαλμένης ή καθυστερημένης θεραπείας) ή όταν μια συστημική ή δομική δυσλειτουργία των νοσοκομειακών υπηρεσιών έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ένας ασθενής την πρόσβαση σε επείγουσα ιατρική φροντίδα, ενώ οι αρχές γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν τον κίνδυνο και δεν αναλαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να τον αποτρέψουν. Επιπλέον, πρέπει να υφίσταται σχέση ανάμεσα στη δυσλειτουργία και στη βλάβη που υπέστη ο συγκεκριμένος ασθενής [8]. Εξάλλου, οι διαδικαστικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 για τον τομέα της υγείας επιβάλλουν στα κράτη τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού και ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος, προκειμένου να διερευνώνται τα αίτια θανάτου ασθενών που βρίσκονται υπό ιατρική φροντίδα είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα και να λογοδοτούν οι υπεύθυνοι [9].
11. Από τα παραπάνω προκύπτει βεβαίως υποχρέωση του Δημοσίου να μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΥ, δηλαδή για την ύπαρξη δημόσιων υγειονομικών δομών που θα διασφαλίζουν το δικαίωμα λήψης παροχών υγείας για εκείνους τους πολίτες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα πρόσβασης σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, πάντοτε όμως σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους. Η υποχρέωση παροχής υγείας εκ  μέρους του κράτους κατά την έννοια του άρθρου 21 παρ. 3 Σ που συνδέεται με το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία συναρτάται με τις υλικοτεχνικές και οικονομικές δυνατότητες της Πολιτείας. Για παράδειγμα, έχει γίνει δεκτό ότι η ευθύνη του Δημοσίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξικνείται μέχρι του βαθμού της δημιουργίας από την Πολιτεία πλήρους και επαρκούς δικτύου φορέων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης (λχ κέντρων υγείας, νοσοκομείων κ.λπ) σε όλη την ελληνική επικράτεια. Δηλαδή το Δημόσιο δεν μπορεί να εναχθεί για τον λόγο ότι δεν φρόντισε να υπάρχει πλησίον κάθε κατοικημένης περιοχής κέντρο υγείας ή νοσοκομείο, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί οποιοδήποτε ιατρικό περιστατικό ήθελε προκύψει. Αμφιβολία εκφράζεται μόνον προκειμένου για την οριακή εκείνη περίπτωση κατά την οποία, παρά τη διαπιστωμένη ανάγκη, δεν υπάρχει τουλάχιστον μια οργανωμένη ιατρική μονάδα για την αντιμετώπιση σχετικών περιστατικών [10]. Με άλλα λόγια, αντικείμενο δικαστικού ελέγχου μπορεί, βεβαίως, να είναι η ανεπαρκής νομοθετική διασφάλιση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία ή η αντισυνταγματική διοικητική εφαρμογή των διατάξεων που το αφορούν. Ωστόσο, το οικονομικό κόστος της υλοποίησης του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, που είναι το πιο υψηλό σε σχέση με κάθε άλλο κοινωνικό δικαίωμα, αποτελεί ένα όριο των δημόσιων υγειονομικών παροχών [11], πάντοτε όμως υπό τον όρο της μη παραβίασης του «ουσιώδους περιεχομένου του». Κατά συνέπεια, ο δικαστικός έλεγχος των κυβερνητικών μέτρων όσον αφορά την οργάνωση του υγειονομικού συστήματος ώστε να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της πανδημίας δεν μπορεί παρά να είναι οριακός, λόγων των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που διαθέτει ο νομοθέτης, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις συνολικές ανάγκες του κράτους και κάνει γενικότερες σταθμίσεις που εκφεύγουν της αρμοδιότητας του δικαστή. Δυσχερώς ο τελευταίος θα μπορούσε  να καταλήξει στη συνδρομή των προϋποθέσεων, αφενός, της παρανομίας και, αφετέρου, του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και της ζημίας, ώστε να κρίνει ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου για ανεπαρκή αντιμετώπιση της πανδημίας.
12. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη και τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου, όπως η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, ο περιορισμός άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων, η απαγόρευση λειτουργίας θρησκευτικών χώρων ή και διενέργειας συγκεκριμένων λατρευτικών πράξεων, όπως η Θεία Ευχαριστία, η υποχρεωτικότητα αυτοδιαγνωστικών εξετάσεων [12] κ.λπ. Αφενός δεν υπάρχουν αδιάσειστα επιστημονικά δεδομένα που επιτρέπουν την ασφαλή αξιολόγηση των μέτρων και, αφετέρου, για την επιλογή των μέτρων αυτών λαμβάνονται υπόψη, εκτός των υγειονομικών αναγκών, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και η υποχρέωση κάλυψης και των άλλων αναγκών λειτουργίας του κράτους. Οι παράμετροι αυτοί είναι συνάρτηση πολιτικών και οικονομικών εκτιμήσεων που δεν μπορεί να κάνει ούτε και να ελέγξει ο δικαστής, παρά μόνο οριακά. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία, οι κανονιστικές πράξεις ελέγχονται μόνο από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της, ενώ η ουσιαστική ορθότητα των επιλογών του κανονιστικού νομοθέτη, εφόσον οι πράξεις του δεν παραβιάζουν τους όρους της εξουσιοδότησης, εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου νομιμότητας [13]. Κατά μείζονα λόγο, ο δικαστικός έλεγχος των νομοθετικών επιλογών ή της παράλειψης νομοθέτησης είναι εντελώς οριακός, ιδίως όταν οι συνταγματικές επιταγές, όπως αυτές του άρθρου 21 παρ. 3 Σ, είναι μεν δεσμευτικές, πλην στερούνται κανονιστικής πυκνότητας. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος παραβίασης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Ο ρόλος του δικαστή δεν είναι η διόρθωση κάθε διοικητικής παθογένειας ούτε η κάλυψη των κενών της λειτουργίας των δημόσιων φορέων, αλλά η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος και των κανόνων δικαίου.
13. Το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν διευκολύνει τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου και των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων σε συνθήκες πανδημίας. Αντίθετα, για την  ορθολογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας από τη δημόσια εξουσία στο σύνολό της, απαιτείται η θέσπιση μόνιμου καθεστώτος διαχείρισης των εξαιρετικών υγειονομικών καταστάσεων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί και η γνωμοδότηση του Conseil d’ Etat, της 17ης και 20ής Δεκεμβρίου 2020, για το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης που τροποποιεί εκ νέου τον Κώδικα Δημόσιας Υγείας, ως υπόδειγμα ταχύτητας και βάθους επεξεργασίας και, κατά συνέπεια, καλής νομοθέτησης για τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως οι υγειονομικές κρίσεις. Όπως φαίνεται, στη Γαλλία ο αιφνιδιασμός από τις πραγματικές καταστάσεις που δικαιολογεί έκτακτα μέτρα διαρκεί λίγο… σύντομα αρχίζει η προσπάθεια συντεταγμένης και συνεπούς αντιμετώπισης των φαινομένων, όπως η κανονιστική ρύθμιση των ενδεδειγμένων μέτρων,  της διάρκειας των έκτακτων συνθηκών και της παράτασης του εξαιρετικού καθεστώτος, ούτως ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, να διατηρεί η Διοίκηση την αναγκαία ευελιξία και να μπορεί ο δικαστής να ασκήσει πλήρη έλεγχο της τήρησης του συγκεκριμένου και σαφούς νομικού πλαισίου.

 

 

[*] Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο “Πανδημία Covid-19: Ιατρικά, Νομικά και Ηθικά Ζητήματα”, που πραγματοποιήθηκε στις 11-13 Νοεμβρίου 2021 από το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, το ΑΠΘ, τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Το κείμενο έχει τη μορφή προφορικής παρουσίασης και στερείται υπομνηματισμού. Ενδεικτικά για τα ζητήματα αυτά, βλ. το Αφιέρωμα στις νομικές επιπτώσεις της πανδημίας στο περιοδικό ΕφημΔΔ 1/2020.

[1] Οι σχετικές αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο ακυρωτικών διαφορών, δηλαδή αιτήσεων ακύρωσης κατά των σχετικών ΚΥΑ (ΣτΕ 1294-1296/2020) και αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης (ΣτΕ ΕΑ 49, 60/2020, Ολ 262/2020, ΣτΕ ΕΑ Ολ 1, 2, 3/2021).

[2] ΣτΕ 622/2021. Επρόκειτο για τη δεύτερη δόση του τριδύναμου εμβολίου ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς, με την ονομασία «MMR-II» (measles, mumps & rubella). Βλ.συναφώς Πρ. Παυλόπουλου, Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και οι συνέπειές της στην πράξη. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 622/2021 για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από βλάβη λόγω νόμιμου εμβολιασμού, Παραδοση στους φοιητητές της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Μάιος 2021, Τ. Βιδάλη, Σχόλιο για την απόφαση ΣτΕ 622/2021,syntagma watch,  Ι. Κουτσούκου, ΣτΕ 622/2021: Μια απόφαση υπέρ του εμβολιασμού, syntagma watch, Κ. Μποτόπουλου, Εμβολιασμός: υποχρέωση των πολιτών, ευθύνη του Κράτους, ΘΠΔΔ 6/2021, σ. 591. Βλ. και ΣτΕ 2387/2020: «η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περι- πτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του εμβολιασμού νηπίων και παιδιών και εί- ναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, υπό την αυτονόητη προϋπό- θεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ερείδονται επί εγκύρων και τεκμηριωμέ- νων επιστημονικών δεδομένων […]. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, ενδεχομένως και κατά τις περιστάσεις, δύναται να συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης των παθόντων από τις παρενέργειες αυτές για ζημία προκληθείσα όχι από παράνομη αλλά από νόμιμη ενέργεια του Δημοσίου». Βλ. και Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Περί της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε περίο- δο πανδημίας: Μια ηθικο-συνταγματική θεώρηση,  Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2021.

[3] ΣτΕ 1847/2016, 752/2011, 926, 3421/2009, 2739/2007.

[4] ΣτΕ 2115/2019, 1581/2018.

[5] ΣτΕ Ολ 431/2018, Ολ 3802/2014, 9/2016 7μ., 2381/2016, πρβ. ΣτΕ 1187-8/2009, Ολ 400/2016, 3485/2010, 1634/2009.

[6] ΣτΕ 622/2021.

[7] ΣτΕ Ολ 3962/2014, 1812/2013, 2033/2009, Ολ 1187-8/2009, 9/2016 7μ., 2381/2016, 2115/2019. Θεμιτό συνταγματικά συναφή περιορισμό συνιστά, πάντως, η διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας μέσω της θέσπισης μέτρων ελέγχου των συνολικών δαπανών παροχής υπηρεσιών υγείας.

[8] Βλ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Lopes de Sousa Fernandes κατά Πορτογαλίας, 19.12.2017, ευρείας συνθέσεως, σκέψη 164 επ., σκ. 190-196.

[9] Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Lopes de Sousa Fernandes κατά Πορτογαλίας, όπ.π. σκ. 214 επ.

[10] Βλ. Χ. Χρυσανθάκη, Η αστική ευθύνη του δημοσίου νοσοκομείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 30.

[11] ΣτΕ 101/2019 Δ΄ Τμ., ΣτΕ 2156/2018 Δ΄ Τμ.

[12] Βλ. συναφώς τις αποφάσεις ΣτΕ ΕΑ 135/2021 και ΣτΕ 1758 και 1759/2021 και Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Περί της υποχρεωτικότητας αυτοδιαγνωστικών εξετάσεων των μαθητών και η σχετική κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, syntagma watch.

[13] ΣτΕ ΕΑ 162/2020 ως προς την προσβαλλόμενη παράλειψη των οικείων Υπουργών να θεσπίσουν απαγόρευση λειτουργίας θρησκευτικών χώρων ή και συγκεκριμένων λατρευτικών πράξεων, όπως η Θεία Ευχαριστία.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο