Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Β. Τσιγαρίδα, H αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021. Πρόλογος: Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Β. Τσιγαρίδα, H αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021. Πρόλογος: Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ (σελ. ΧVΙΙΙ+485)
1. Διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Βασίλη Τσιγαρίδα για την αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, ο αναγνώστης ανάγεται αυθόρμητα στα χαρακτηριστικά του ιδεοτυπικού διδάκτορα Νομικής, όπως αποτυπώθηκαν στη γαλλική έκθεση περί διδακτορικών διατριβών και διδακτόρων του 1894: «….le docteur se distingue du licencié. C’est un savant, un professeur. Il ne s’en est pas tenu à l’étude générale des principes et à leurs applications les plus ordinaires. Il les a pénétrés jusqu’au fond ; il sait les combiner, il en a vu l’adaptation à la variété si grande des faits. Il s’est rendu maître du droit surtout en l’éclairant des vives lumières de l’histoire. Il en a cherché les origines aussi loin que possible dans le passé, et en a suivi les développements et les modifications à travers les siècles et sous les formes changeantes de la société. Enfin il ne s’est pas renfermé dans l’horizon des lois de son pays ; son regard s’est porté au-delà ; d’autres systèmes lui sont connus, il les a rapprochés et jugés. … » [1]. Μέσα από την κριτική μελέτη της δικονομικής θεωρίας και τη λεπτολόγο ανάλυση μιας απίστευτα εκτενούς νομολογίας, ο συγγραφέας ανέδειξε με εξαιρετική οξυδέρκεια και ευστοχία τόσο την ουσία μιας γενικής αρχής που, σε αντιδιαστολή με άλλες, δεν μνημονεύεται ρητώς σε καμία δικαστική απόφαση, όσο και τις λεπτομέρειες της λειτουργίας της.
2. Η πρώτη μεθοδολογική επιλογή του κ. Τσιγαρίδα, η οποία οφείλεται στη βασική παραδοχή ότι η δικονομική έννομη τάξη είναι ενιαία, ήταν να στραφεί, πρωτίστως, στην πολιτική δικονομία, προκειμένου να αντιληφθεί το περιεχόμενο της αρχής iura novit curia. Η δεύτερη μεθοδολογική επιλογή αφορούσε την υιοθέτηση της κανονιστικής προσέγγισης. Εστίασε, δηλαδή, στις έννομες συνέπειες της αρχής και όχι στην εννοιολογία της. Σε πρώτο χρόνο, λοιπόν, επιχείρησε να συστηματοποιήσει τις έννομες συνέπειες που αποδίδονται στο iura novit curia και θα μπορούσαν, εντελώς σχηματικά, να συνοψιστούν ως εξής: (α) Το νομικό υλικό της δίκης δεν χρήζει απόδειξης. (β) Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τα νομικά επιχειρήματα των διαδίκων και επιλύει τα νομικά ζητήματα της διαφοράς ex officio. Ωστόσο, οι δύο αυτές διαπιστώσεις –και ιδίως η δεύτερη- λένε τόσα πολλά που καταλήγουν να μην λένε τίποτε. Για να μεταβεί από το απολύτως αφηρημένο στο συγκεκριμένο, δηλαδή στον τρόπο εφαρμογής μίας υπεραιωνόβιας γενικής δικονομικής αρχής στη σύγχρονη ελληνική διοικητική δικονομία, ο συγγραφέας χρειάστηκε να κάνει μία τρίτη μεθοδολογική επιλογή, η οποία είναι κομβική για την εργασία του: να ερευνήσει την τελολογία της αρχής, όπως προκύπτει από την ιστορία της.
3. Η ιστορική έρευνα κατέδειξε ότι προκειμένου να εφαρμοστεί ένας δικονομικός κανόνας όπως το iura novit curia θα πρέπει να συντρέχουν αρκετές προϋποθέσεις, κατ’αρχήν πρακτικές: (1) Οι κανόνες δικαίου πρέπει να είναι προσβάσιμοι και να δημοσιεύονται με προσήκοντα και αναμφισβήτητο τρόπο. (2) Οι δικαστές πρέπει να είναι νομικοί επιστήμονες. (3) Η δικονομική αξίωση του αιτούντος δικαστική προστασία πρέπει να διακρίνεται σαφώς από την ουσιαστική. Η έλλειψη συνδρομής των τριών αυτών προϋποθέσεων στον αρχαίο κόσμο και δη στο Ρωμαϊκό δίκαιο, οπότε και κυριαρχούσε το σύστημα των actiones, είχε ως συνέπεια να μη γεννηθεί η αρχή iura novit curia σε αυτήν την ιστορική περίοδο. Οι απαρχές της τοποθετούνται αρκετούς αιώνες μετά, στον Μεσαίωνα, οπότε και αξιοποιήθηκε ως κανόνας του δικαίου απόδειξης (συγκεκριμένα: ως κανόνας που επέβαλε τη διακριτή δικονομική μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών νομικού υλικού) για την κάλυψη ποικίλων δικαιοπολιτικών αναγκών. Για να αποκτήσει, όμως, τη μορφή με την οποία την γνωρίζουμε σήμερα, χρειάστηκε να φτάσουμε στον 19ο αιώνα –μετά την εμπέδωση του κρατικού φαινομένου, δηλαδή– οπότε και εκπληρώθηκαν δύο ακόμη κρίσιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της: πρώτον, οι δικαστές απέκτησαν, στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών, την αδιαμφισβήτητη θεσμική εξουσία να ερμηνεύουν τον νόμο και, δεύτερον, οι έννομες τάξεις του ηπειρωτικού δικαίου (ιδίως η αυστριακή και η γερμανική) υιοθέτησαν μία πατερναλιστική αντίληψη για την παροχή έννομης προστασίας, σύμφωνα με την οποία το δίκαιο αίτημα ικανοποιείται δικαστικά, ακόμη και αν υποβάλλεται με ελλιπή ή σφαλερό τρόπο ως προς τη νομική του θεμελίωση.
4. Η ιστορική έρευνα ήταν αποκαλυπτική για τη δεύτερη έννομη συνέπεια της αρχής iura novit curia, η οποία αποδίδεται συχνά ως «μη δέσμευση του δικαστή από τα νομικά επιχειρήματα των διαδίκων». Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνονται δύο προσεγγίσεις, οι οποίες, ναι μεν δεν είναι ευθέως αντιπαραθετικές, πλην όμως αντιλαμβάνονται διαφορετικά την τελολογία της αρχής. Η πρώτη, ιστορικά, προσέγγιση θα μπορούσε να ονομαστεί αντικειμενική: σύμφωνα με αυτήν, η αρχή iura novit curia εκφράζει την ερμηνευτική ελευθερία του δικαστή και είναι σύμφυτη με το δικαιοδοτικό του έργο· είναι απόρροια της λειτουργικής του ανεξαρτησίας και συμβάλλει στην εφαρμογή του δικαίου. Η δεύτερη προσέγγιση, την οποία ο συγγραφέας αποκαλεί υποκειμενική, αντιμετωπίζει την αρχή iura novit curia ως εγγυητική για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ως προστατευτική για τον διάδικο. Κατά τον συγγραφέα, πειστικότερη είναι η δεύτερη προσέγγιση, υπέρ της οποίας συνηγορεί ένα συγκριτικό επιχείρημα: Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, η αρχή iura novit curiaδεν ισχύει, όχι επειδή το common law έχει διαφορετική αντίληψη γύρω από την έννοια της λειτουργικής ανεξαρτησίας ή της ερμηνευτικής ελευθερίας του δικαστή, αλλά διότι η δικονομία του στηρίζεται στο φιλελεύθερο πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο η αντιδικία είναι πόλεμος μεταξύ ατόμων, στον οποίο κερδίζει ο καλύτερος (δηλαδή αυτός που εκπροσωπείται από καλύτερο δικηγόρο). Για τον λόγο αυτόν, κατά τον συγγραφέα, το iura novit curia στοιχεί στη λεγόμενη «σύγχυση των νομικών επαγγελμάτων» (fusion of the legal professions).
5. Το πρώτο μέρος της μελέτης αφορά την επιβολή υποχρεώσεων στον δικαστή και ξεκινά με την έρευνα της λειτουργίας της αρχής στο δίκαιο της απόδειξης. Εδώ η αρχή απορρέει από τυπικούς κανόνες δικαίου: Πρόκειται για το άρθρο 144 παρ. 4 ΚΔΔ και το άρθρο 337 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά στην ακυρωτική δίκη. Από τις δύο αυτές ρυθμίσεις προκύπτει ότι υφίστανται δύο δικονομικά συστήματα μεταχείρισης του νομικού υλικού της διαφοράς. Πρόκειται, πρώτον, για το iura novit curia, το οποίο αφορά στις «κλασικές» πηγές του δικαίου και συνεπάγεται ότι ο δικαστής δεν μπορεί να μεταχειριστεί την αποδεικτική διαδικασία προκειμένου να εντοπίσει και να ερμηνεύσει το νομικό υλικό της διαφοράς και, δεύτερον, για την ιδιόμορφη αποδεικτική διαδικασία των προειρημένων διατάξεων, η οποία αφορά στο αλλοδαπό δίκαιο, το έθιμο και τα συναλλακτικά ήθη. Βάσει διαδεδομένης αντίληψης, το iura novit curia δεν εφαρμόζεται ως προς αυτές τις ειδικές κατηγορίες νομικού υλικού. Ωστόσο, η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου απόδειξης για τον προσπορισμό γνώσης π.χ. του αλλοδαπού δικαίου δεν συνεπάγεται την πρόθεση του νομοθέτη να το εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του iura novit curia, αλλά αποσκοπεί στην υπέρβαση προφανών πρακτικών προβλημάτων. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να καταλάβει και την πλέον ιδιαίτερη κατηγορία νομικού υλικού της διοικητικής δίκης, το λεγόμενο soft law της διοίκησης. Και εδώ, για καθαρά πρακτικούς λόγους, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο δικαστής μπορεί να εφαρμόσει τα άρθρα 144 παρ. 4 ΚΔΔ και 337 ΚΠολΔ για να έρθει σε επαφή με τους κανόνες του ηπίου δικαίου που δεν είναι προσβάσιμοι γι’ αυτόν.
6. Στη συνέχεια της έρευνάς του, ο συγγραφέας επικεντρώθηκε στην κύρια όσο και επίκαιρη λειτουργία της αρχής iura novit curia, την ex officio επίλυση των νομικών ζητημάτων της διαφοράς από τον δικαστή, υπό το πρίσμα της εγγυητικής φύσης της αρχής. Η αρχή, λοιπόν, επενεργεί και στα δύο στάδια αξιολόγησης του ένδικου βοηθήματος. Ειδικότερα, δυνάμει της αρχής: (1) Το ένδικο βοήθημα είναι παραδεκτό, ακόμη και αν ο αιτών δικαστική προστασία παραλείψει τη μνεία ή την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου στο εισαγωγικό του δικόγραφο. (2) Το ένδικο βοήθημα είναι βάσιμο, εφόσον υφίσταται κανόνας δικαίου που να θεμελιώνει το αίτημα, ασχέτως αν ο διάδικος τον μνημόνευσε ή αν, τελικά, μνημόνευσε εσφαλμένο κανόνα δικαίου στον προβαλλόμενο νομικό συλλογισμό. Η αρχή λειτουργεί, τελικά, ως κανόνας κατανομής δικονομικών βαρών μεταξύ των παραγόντων της δίκης, θεματική που αναλύεται στο στο δεύτερο μέρος. Ο μεν διάδικος απαλλάσσεται της υποχρέωσης επίκλησης ή/και ερμηνείας του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ο δε δικαστής επιβαρύνεται με τον εντοπισμό και την εφαρμογή του. Έτσι, ο διάδικος δικαιούται να εισφέρει στη δίκη έναν βραχυλογικό νομικό συλλογισμό, ο οποίος δεν διαθέτει μείζονα πρόταση ή υπαγωγικό σκέλος της ελάσσονος πρότασης. Περαιτέρω, δικαιούται να εισφέρει στη δίκη έναν εσφαλμένο νομικό συλλογισμό, ο οποίος, όμως, εκ του αποτελέσματος καταλήγει σε ορθό αίτημα. Τέλος, δικαιούται να μεταχειριστεί το νομικό υλικό της διαφοράς άνευ σημαντικών δικονομικών περιορισμών· μπορεί, δηλαδή, να προβάλει τη νομική θεμελίωση του αιτήματός του το πρώτον με το υπόμνημα. Με άλλες λέξεις και από τη σκοπιά του δικαστή: ο δικαστής θα κρίνει παραδεκτό το ένδικο βοήθημα που δεν μνημονεύει κανόνα δικαίου διότι θα τον εντοπίσει μόνος του. Αν, πάλι, το ένδικο βοήθημα αναφέρεται σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό, τότε ο δικαστής, αφότου τον απορρίψει, θα επαναθεμελιώσει προσηκόντως την μείζονα πρόταση επί τη βάσει του ορθού κανόνα δικαίου. Αυτή είναι η έννοια της αρχής τόσο στη διοικητική δίκη της αγωγής όσο και στη διαπλαστική εκδοχή της διοικητικής δίκης και αυτές είναι οι έννομες συνέπειές της.
7. Η παραπάνω λειτουργία προκύπτει, κατ’ αρχήν, από τους τυπικούς κανόνες δικαίου των δικονομικών νομοθετημάτων που προβλέπουν τα υποχρεωτικά στοιχεία του εισαγωγικού δικογράφου. Περαιτέρω, η λειτουργία της αρχής συνδέεται, ιδίως στην πολιτική δίκη, με την κρατούσα διδασκαλία περί του δικονομικού προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης, ενώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι προκύπτει και από τη λογική της εξέτασης του ενδίκου βοηθήματος σε δύο στάδια: πράγματι, αν υποτεθεί ότι ο διάδικος οφείλει να επικαλεστεί τον ορθό κανόνα δικαίου επί ποινή απαραδέκτου, επέρχεται ταύτιση των δύο σταδίων ελέγχου.
8. Ο συγγραφέας ασχολείται, στη συνέχεια, με το υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της αρχής. Σε καθένα από τα δύο αυτά πεδία, είναι προφανές ότι χρειάστηκε να αναμετρηθεί με δύσκολα ερωτήματα. Ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής, είναι δεδομένο ότι η αρχή καταλαμβάνει τόσο τον ενάγοντα όσο και τον εναγόμενο στην πολιτική δίκη, πρωτίστως για λόγους ισότητας των όπλων. Ισχύει, άραγε, το ίδιο και στη διαπλαστική διοικητική δίκη; Ο συγγραφέας έκρινε πειστικότερη την καταφατική απάντηση, αφού η διοίκηση αντιμετωπίζεται ως διάδικος. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν μπορεί να μεταβάλει την αιτιολογία της διοικητικής πράξης και ότι η ίδια η διοικητική πράξη περιλαμβάνει τον βασικό υπερασπιστικό συλλογισμό του εαυτού της, η πρακτική σημασία της αρχής γι’ αυτό το μέρος της διαφοράς είναι μειωμένη. Ως προς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της αρχής, ο συγγραφέας αντιμετώπισε το ερώτημα αν το iura novit curia καταλαμβάνει μόνον το ουσιαστικό ή και το δικονομικό δίκαιο. Κατέληξε στην άποψη ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση των προϋποθέσεων του παραδεκτού δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχή iura novit curia. Αποτελεί έναν αυτοτελή δικονομικό κανόνα, με ακριβώς αντίθετη τελολογία από την αρχή, αφού αποσκοπεί στην κατάφαση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων παραδεκτού, δηλαδή των περιορισμών του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (σελ. 242 επ.).
9. Η οδός που επέλεξε ο συγγραφέας για να ερευνήσει, στη συνέχεια, τον τρόπο εφαρμογής της αρχής iura novit curia ήταν μέσω των περιορισμών της. Και περιορισμός του iura novit curia σημαίνει τη μερική ανατροπή της κατανομής των δικονομικών βαρών μεταξύ των παραγόντων της δίκης και την υπαναχώρηση από την ιδεοτυπική εφαρμογή της αρχής: υπό το πρίσμα αυτής, ο διάδικος δικαιούται να αγνοεί τον νόμο. Δικαιούται, δηλαδή, να εισφέρει, ενώπιον του δικαστή, μόνον πραγματικό υλικό, αδιαφορώντας για την υπαγωγή του σε κάποιον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Da mihifactum dabo tibi iusΦυσικά, σε καμία δικονομική έννομη τάξη δεν απαντάται αυτή η συνθήκη.
10. Έτσι, ο κυριότερος όσο και αυτονόητος περιορισμός του iura novit curia εμφανίζεται στο στάδιο του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος και έγκειται στην υποχρέωση του διαδίκου να επικαλεστεί τους κρίσιμους πραγματικούς ισχυρισμούς, προκειμένου το ένδικο βοήθημά του να είναι ορισμένο, δηλαδή παραδεκτό. Ειδικότερα, ο διάδικος υποχρεούται να εισφέρει μία πλήρη ελάσσονα πρόταση, το περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από τον ουσιαστικό κανόνα δικαίου, του οποίου την εφαρμογή ζητεί. Με άλλα λόγια, ο διάδικος δεν δικαιούται να αγνοεί πλήρως τον ουσιαστικό νόμο, αλλά χρειάζεται να προσανατολίζει τους νομικούς συλλογισμούς που εισφέρει σε αυτόν. Φυσικά, όσο ευρύτερος είναι ο κύκλος των πραγματικών περιστατικών που χρειάζεται να επικαλεστεί, τόσο περισσότερο περιορίζεται η αρχή iura novit curia.
11. Στη διαπλαστική διοικητική δίκη, ο διάδικος εισφέρει τους ισχυρισμούς του μέσω των λόγων ακύρωσης ή προσφυγής, οι οποίοι αναλύονται σε νομικούς συλλογισμούς που, στην τέλεια μορφή τους, διαθέτουν μείζονα πρόταση, ελάσσονα πρόταση και συμπέρασμα (αίτημα). Στην ελληνική διοικητική δίκη, προϋπόθεση του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος είναι η προβολή τουλάχιστον ενός παραδεκτού λόγου με το εισαγωγικό δικόγραφο. Προκειμένου, δε, ο λόγος να είναι παραδεκτός, οφείλει να είναι ορισμένος, να μνημονεύει, δηλαδή, τη συγκεκριμένη πλημμέλεια της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Αν, λοιπόν, το iura novit curia εφαρμόζεται στη διοικητική δίκη, τότε ο προβαλλόμενος λόγος εισφέρεται παραδεκτώς και χωρίς να περιλαμβάνει μέιζονα πρόταση ή υπαγωγή. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία για τις περισσότερες «κατηγορίες» λόγων ακύρωσης/προσφυγής: έτσι, τα δικαστήρια δεν απαιτούν την μνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου επί ποινή απαραδέκτου του λόγου ακύρωσης/προσφυγής όταν εξετάζουν πραγματικούς λόγους, τυπικούς λόγους και εκείνους τους νομικούς λόγους που ζητούν την εφαρμογή κανόνα δικαίου εξωτερικού του δεδομένου νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, π.χ. τις αρχές της ανάκλησης ή την παραγραφή.
12. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της ειδικότερης έρευνας, ο συγγραφέας εντοπίζει και αναδεικνύει μία νομολογιακή τάση, η οποία αφίσταται των παραπάνω διαπιστώσεων. Πράγματι, υπάρχουν αρκετές δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες λόγος ακύρωσης ή προσφυγής –ο οποίος δεν μνημονεύει τον κρίσιμο κανόνα δικαίου– αντιμετωπίζεται ως αόριστος, δηλαδή απαράδεκτος (σελ. 265). Συνήθως, πρόκειται για νομικούς λόγους που πλήττουν την ερμηνευτική προσέγγιση της διοίκησης όπως αποτυπώνεται στη διοικητική πράξη. Η νομολογιακή αυτή τάση θυμίζει, φυσικά, την προσέγγιση του Αρείου Πάγου στο δίκαιο της αναίρεσης, σύμφωνα με την οποία λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔ, ο οποίος δεν μνημονεύει ενάριθμα τον παραβιασθέντα κανόνα δικαίου απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Επηρεασμένος από τη θεωρία της πολιτικής δικονομίας, η οποία είναι, μάλλον, εχθρική απέναντι σε αυτή τη στάση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, ο συγγραφέας αντιμετώπισε, αρχικά τουλάχιστον, επικριτικά τις εν λόγω αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων. Στη συνέχεια, όμως, μετριάζει την αυστηρή κριτική, διατυπώνοντας την ακόλουθη σκέψη: αν η αρχή iuranovit curia εφαρμοσθεί ως προς τους λόγους ακύρωσης/προσφυγής, οι οποίοι πλήττουν την ερμηνεία του δικαίου όπως λαμβάνει χώρα στον δεδομένο νομικό συλλογισμό της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, τότε ο αιτών δικαστική προστασία απαλλάσσεται από την υποχρέωση προβολής λόγου ακύρωσης ή, αντίστροφα, ο δικαστής υποχρεούται να εξετάσει εντελώς βραχυλογικούς, αν όχι αόριστους, νομικούς συλλογισμούς, οι οποίοι μπορεί να συνίστανται στη φράση, π.χ., ότι η διοικητική πράξη είναι παράνομη. Οπότε, είτε η αρχή iura novit curia εφαρμόζεται περιορισμένα στη διοικητική δίκη, πράγμα που οδηγεί σε ορισμένες παράδοξες συνέπειες, είτε ο δικαστής υποχρεούται να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις νομικές πλημμέλειες του δεδομένου νομικού συλλογισμού της διοίκησης, ως προς τον οποίον ο αιτών αναφέρει απλώς ότι είναι αβάσιμος.
13. Το ερώτημα, λοιπόν, στο οποίο έπρεπε να απαντήσει ο συγγραφέας, είναι αν ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της διοικητικής πράξης ταυτίζεται με το iura novit curia (σελ. 345 επ.). Η απάντηση είναι, κατ’ αρχήν, αρνητική, διότι ο αυτεπάγγελτος έλεγχος αναφέρεται πρωτίστως στη δικονομική μεταχείριση της ελάσσονος πρότασης του λόγου ακύρωσης/προσφυγής. Ωστόσο, η νοηματική ταύτιση των δύο εννοιών (iura novit curia και αυτεπάγγελτου ελέγχου) είναι αναπόφευκτη στο πεδίο των πλημμελειών του δεδομένου νομικού συλλογισμού της διοικητικής πράξης. Πράγματι, στη δίκη ουσίας, η κρατούσα άποψη, στη νομολογία και την θεωρία, αντιλαμβάνεται ότι ο δικαστής της ουσίας υποχρεούται να εξετάσει, δυνάμει του άρθρου 79 παρ.1 στοιχ. β΄ ΚΔΔ/μίας, τις εν λόγω πλημμέλειες της διοικητικής πράξης αυτεπαγγέλτως [2]. Επομένως, στο σημείο αυτό η αρχή iura novit curia εφαρμόζεται. Προβληματισμός ως προς την εφαρμογή της αρχής μπορεί να ανακύψει ενόψει του άρθρου 79 παρ. 5 ΚΔΔ/μίας για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, ζήτημα για το οποίο δεν μπορεί να αντληθεί ακόμη απολύτως ασφαλής απάντηση από τη νομολογία. Στην ακυρωτική δίκη, όμως, η οποία ρυθμίζεται από σαφώς ελλειπτικότερες διατάξεις, η παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, ακόμη και αν αυτή προκύπτει από το σώμα της διοικητικής πράξης, δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, βάσει της κρατούσας άποψης. Άρα, εδώ ανακύπτει ένας έμμεσος, πλην όμως σημαντικός περιορισμός της αρχής iura novit curia.
14. Ειδικότεροι προβληματισμοί προκύπτουν από την περιδιάβαση της νομολογίας, η οποία αφορά στην έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας. Σε έναν ομολογουμένως εντυπωσιακό αριθμό αποφάσεων, οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως αόριστοι. Σε πρώτο χρόνο, το δεδομένο αυτό προκαλεί έκπληξη, ενόψει του αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου συνταγματικότητας κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος. Ωστόσο, η εγγύτερη ανάλυση της σχετικής νομολογίας αποκαλύπτει ότι σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις δεν χωρεί τίποτε περισσότερο από μία αναμενόμενη κάμψη του iura novit curia και του αυτεπάγγελτου ελέγχου αντισυνταγματικότητας, ενόψει του συγκεκριμένου και παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του ελέγχου. Ειδικότερα, ο δικαστής απαιτεί, για το ορισμένο του λόγου ακύρωσης, όταν τούτος αναφέρεται στην αντισυνταγματική εφαρμογή ενός νόμου, την επίκληση μίας πλήρους ελάσσονος πρότασης, η οποία να είναι σε θέση να παραπέμψει τόσο στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος όσο και στον κρίσιμο συνταγματικό κανόνα.
15. Τέλος, ένα βασικό ερώτημα απασχόλησε τον συγγραφέα από την αρχή της έρευνας μέχρι το τέλος της: έχει συνταγματική θεμελίωση η αρχή iura novit curia; Ειδικότερα, από τη στιγμή που θωρακίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, μπορεί να αναχθεί στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος; Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, φαίνεται ότι ακολούθησε την αντίθετη λογική από αυτήν που τον οδήγησε στον προσδιορισμό της τελολογίας της αρχής: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι στη διοικητική δίκη εντοπίζονται διάφοροι έμμεσοι περιορισμοί της αρχής iura novit curia, όπως αυτοί που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και κάποιοι άμεσοι. Για παράδειγμα, στο δίκαιο της αναίρεσης και της ακυρωτικής έφεσης, μετά τον Ν. 3900/2010, η αρχή iura novit curia επ’ ουδενί δεν ισχύει. Αλλά και στον πρωτοβάθμιο δικαστικό έλεγχο παρατηρείται ένα αντίστοιχο φαινόμενο στη δίκη της παράλειψης: εκεί ο έλεγχος του παραδεκτού ταυτίζεται με τον έλεγχο του βασίμου. Και πάλι η συνέπεια είναι η εξαφάνιση της αρχής iura novit curia. Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει στην προσωρινή δικαστική προστασία, όταν αυτή ζητείται με έρεισμα την πρόδηλη βασιμότητα του κύριου ένδικου βοηθήματος. Σύμφωνα με διαδεδομένη άποψη, ο αιτών πρέπει να εξηγήσει για ποιον λόγο το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο, άρα να επικαλεστεί και να ερμηνεύσει τον κρίσιμο κανόνα δικαίου. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν έχει κριθεί ότι τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τα δεδομένα, λοιπόν, οδήγησαν στην αρνητική απάντηση στο αρχικό ερώτημα.
16. Και στο αφηρημένο επίπεδο, όμως, επιβεβαιώθηκε, κατά τον συγγραφέα, η αρνητική απάντηση ως προς τη συνταγματική θεμελίωση του iura novit curia. Το ερώτημα στο οποίο επιχείρησε να απαντήσει έγκειται στο αν το βάρος επίκλησης του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου με το εισαγωγικό δικόγραφο είναι τόσο επαχθές ώστε να περιορίζει υπερβολικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Με δεδομένο ότι ο διάδικος παρίσταται υποχρεωτικά στη δίκη με έναν νομικό επαγγελματία, δικηγόρο, προφανώς όχι. Στο ίδιο πνεύμα, ο συγγραφέας διερωτάται αν η υποχρέωση επίκλησης του ορθού κανόνα δικαίου για την κατάφαση της βασιμότητας του ενδίκου βοηθήματος είναι περιοριστική του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εύστοχα εκτιμά ότι το ερώτημα είναι παραπλανητικό, διότι τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν εγγυώνται ούτως ή άλλως τη βασιμότητα του ένδικου βοηθήματος.
17. Η θεωρητική περιήγηση στους πιο θεμελιώδεις θεσμούς του δικονομικού δικαίου που πρόσφερε ο συγγραφέας είναι αναμφίβολα πιο φιλόδοξη και εντυπωσιακή από το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει. Στο ερώτημα τι είναι, τελικά, το iura novit curia, ο συγγραφέας απαντά ότι πρόκειται για μία εκδήλωση της πρόνοιας του κράτους, το οποίο προστατεύει τον φορέα του εκάστοτε δικαιώματος από κάποια λάθη ή παραλείψεις του ή, ακριβέστερα, από λάθη ή παραλείψεις του νομικού του παραστάτη. Ο νομοθέτης μπορεί να παρέμβει και να περιορίσει την υπό εξέταση αρχή για λόγους, π.χ., οικονομίας της δίκης. Θα πρέπει, όμως, πρώτα να αναλογιστεί κατά πόσο «αναστατώνεται» η δικονομία από την επέμβαση σε μία αρχή που διατρέχει πλείονες κομβικούς δικονομικούς θεσμούς.
18. Σε μια πραγματική thèse de réflexion όπως αυτή του κ. Τσιγαρίδα, ένας σχολαστικός αναγνώστης θα μπορούσε να προσάψει διάφορες «ατέλειες», όπως την ανισομέρεια και, ενδεχομένως, χαλαρότητα του διαγράμματος ή τη διεκπεραιωτική αναφορά στη σχετική προβληματική του ενωσιακού δικαίου. Θα μπορούσε, επίσης, να διαφωνήσει με κάποιες θέσεις του συγγραφέα, όπως η κατηγορηματική διάκριση μεταξύ iura novit curia και αυτεπάγγελτου ελέγχου. Αυτό, όμως, που και ο πιο αυστηρός κριτής δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι η διεισδυτική ανάλυση των βασικών δογματικών κατηγοριών της δικονομίας και η «λεπτολόγος εμβάθυνση» όλων των προβλημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή της αρχής jura novit curia στη διοικητική δίκη, όπως επισήμανε στον πρόλογό του ο καθηγητής Κωνσταντίνος Γώγος  Οι αναπτύξεις του σχετικά με τη βασική δομή των λόγων ακύρωσης, τη διάκριση μεταξύ νομικών και πραγματικών λόγων και, ιδίως, τις εκφάνσεις της αοριστίας στη διοικητική δίκη εντυπωσιάζουν με τη στιβαρότητα και τη συνοχή των συλλογισμών που τις στηρίζουν. Το κείμενο παράγει νέες ιδέες και γνώσεις και εκπέμπει δυναμισμό και ενέργεια [3]. Ακόμη και αν δεν πείθει απόλυτα για την ορθότητα των απόψεων που υιοθετεί, η διατριβή του κ. Τσιγαρίδα προάγει τη νομική σκέψη, φωτίζει τη δικονομική θεωρία και δίνει άπειρα εναύσματα για περαιτέρω συζήτηση. Δεν γράφτηκε σε ιδανικές συνθήκες έρευνας και απομόνωσης, αλλά στο πλαίσιο μιας αξιέπαινης προσπάθειας συγκερασμού διδακτορικών σπουδών και μάχιμης δικηγορίας, που επέτρεψε στον συγγραφέα να δοκιμάσει την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών κατασκευών του. Η παραπάνω συνθήκη σε συνδυασμό με τη μελέτη ενός θεωρητικά ανεπεξέργαστου και απαιτητικού θέματος καθιστούν τη διατριβή «έργο αναφοράς για την ελληνική διοικητική δικονομία»[4].

 

[1] G. Alix, Des Réformes à introduire dans les études de la licence et du doctorat, έκθεση που υπέβαλε ο G. Alix, στο όνομα της επιτροπής. Délibération de la faculté, decrétariat de l’Institut, Paris, 1894, σ. 13.

[2] Ο δικαστής εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νομική βάση της.

[3] Βασικές αρετές μιας διδακτορικής διατριβής, όπως επισημαίνει ο D. Truchet, Le « rayonnement » des thèses en droitadministratif, RFDA, 6/2016, σ. 1078 επ.

[4] Κ. Γώγος, πρόλογος, σ. ΧΙ.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο