Ένας νομικός Λάζαρος… η αξιακή ομοιογένεια και ο συνταγματικός πλουραλισμός ως μέσον άρσης των συγκρούσεων μεταξύ εννόμων τάξεων (παρουσίαση της απόφασης ΣτΕ Ολ 359/2020)
1. Η αρχή ne bis in idem [1] αποτέλεσε βασικό σημείο μεταξύ τριβής του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, σε πρώτη φάση, του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, στη συνέχεια. Πρόκειται για μια συγκρουσιακή σχέση, όπου κάθε δικαστήριο εκκινούσε από διαφορετική τελολογική αφετηρία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας τόνιζε την επιτακτική ανάγκη καταπολέμησης της λαθρεμπορίας [2] τόσο σε διοικητικό όσο και σε ποινικό επίπεδο [3], ενώ το ΕΔΔΑ, σε μια πιο φιλελεύθερη και προεχόντως δικαιωματική λογική, εκκινούσε από μια απόλυτη απαγόρευση της διπλής κύρωσης, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της –ως διοικητικής ή ποινικής– στην εθνική έννομη τάξη. Άλλωστε, η έννοια της ποινικής κατηγορίας είχε αυτόνομο χαρακτήρα στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, προσδιοριζόμενη από τα κριτήρια Engel. Η προσέγγιση του ΔΕΕ, πάλι, εστίαζε στην πρακτική αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου, με συνέπεια την ερμηνεία της απαγόρευσης επιβολής διπλής κύρωσης κατά τρόπο που να μη θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης [4], κρίνοντας, δηλαδή, ανεκτή, υπό προϋποθέσεις, ακόμη και τη σώρευση κυρώσεων [5]. Χαρακτηριστικό στοιχείο στην προσέγγισή του ήταν η έμφαση στο προστατευόμενο έννομο αγαθό, πράγμα που επέτρεπε την επιβολή διπλής κύρωσης για την ίδια πράξη, στην περίπτωση που με την εν λόγω παραβατική συμπεριφορά θίγονταν δύο διαφορετικά αγαθά. Παρά την καθιέρωση της αρχής ne bis in idem τόσο στην ΕΣΔΑ, άρθρο 4 του ΠΠ7 [6], όσο και στο άρθρο 50 του Χάρτη, φαίνεται ότι αυτή αποτελεί το μόνο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου, ελλείψει προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, είναι δυνατόν να υπάρξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις των δυο υπερεθνικών δικαστηρίων. Η εκατέρωθεν επιδεικνυόμενη courtoisieιδίως μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ ΑΒ κατά Νορβηγίας, που υιοθέτησε διαλλακτική στάση απέναντι στις προσεγγίσεις εθνικών δικαστηρίων και στην ανάγκη των εννόμων τάξεων να καταπολεμήσουν με αποτελεσματικότητα φαινόμενα οικονομικής διαφθοράς, φάνηκε να εξομαλύνει την κατάσταση και να διευκολύνει τις σχέσεις των υπερεθνικών δικαστηρίων χωρίς να εξαλείφει πλήρως το πρόβλημα. Έτσι, δεν φαίνεται υπερβολική η παραστατική μεταφορά του Κ. Γιαννακόπουλου, κατά την οποία ο εθνικός δικαστής «κινδυνεύει ως άλλος αργοναύτης να συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ».
I. Μια ταραχώδης σχέση
2. Η σχέση, ειδικότερα, ΣτΕ και ΕΔΔΑ υπήρξε, τρικυμιώδης [7]. Αρχικά το ΣτΕ λειτούργησε επιθετικά, θεωρώντας, σε μια εθνοκεντρική και συντηρητική συλλογιστική, ότι δεν δεσμεύεται από την εξέλιξη του κειμένου της Σύμβασης. Έκρινε ότι η σημερινή έννοια της αρχής, την οποία διαμόρφωσε μια εξελικτική και δυναμική νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν συνάδει προς το κείμενο που υπέγραψε και κύρωσε η Ελλάδα και δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιομορφίες της ελληνικής έννομης τάξης. Υιοθέτησε έτσι αντίθετη προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ ερμηνεία της αρχής ne bis in idem. Βασική απόφαση συναφώς ήταν η ΣτΕ 2067/2011. Η διελκυνστίδα συνεχίστηκε με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Καπετάνιος [8] και Σισμανίδης, από τις οποίες το Συμβούλιο της Επικρατείας απομακρύνθηκε σαφώς με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1741/2015 [9]. Περαιτέρω, δήλωσε, με την απόφαση ΣτΕ 1992/2016 [10], που εκδόθηκε στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας (άρθρο 105Α ΚΔΔ), ότι δεν δεσμεύεται από αποφάσεις του ΕΔΔΑ που είναι εμφανώς ελλιπείς, ασαφείς ή/και αυθαίρετες ως προς τη νόμιμη (ή/και την πραγματική) βάση τους. Το Συμβούλιο της Επικρατείας φαινόταν προθυμότερο να ακολουθήσει τη νομολογιακή προσέγγιση του ΔΕΕ, η οποία, άλλωστε, λόγω της αρχής της υπεροχής, είναι δεσμευτική [11].
3. Χαρακτηριστική της προσπάθειας συνάρθρωσης στο πεδίο της αρχής ne bis in idem είναι η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 [12], που αφορά το ζήτημα της σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων και αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση άτυπου διαλόγου μεταξύ ΕΔΔΑ, ΔΕΕ και ΣτΕ. Παρόλο που το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει εν προκειμένω συνδυαστικά τη νομολογία και των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων (σκέψη 11), δίδει τελικώς το προβάδισμα στη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, πάντως, αφενός, αφορά άλλο τομέα δράσης, την προστασία του ανταγωνισμού, και, αφετέρου, φαίνεται να καταλήγει σε λιγότερο προστατευτικά αποτελέσματα από την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού δέχεται ότι η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων ακόμη και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί, προφανώς, ότι έχει διαφωτιστεί πλήρως και δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για την παροχή διευκρινίσεων ως προς την έννοια της νομολογίας που επικαλείται. Με την απόφαση ΣτΕ 3473/2017 έγινε δεκτό [σκέψη 11] ότι «είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα. Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής non bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος.» Θα πρέπει να τονιστεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει τη συλλογιστική του στη συνταγματική υποχρέωση των οικείων αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την προστασία των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, προσέγγιση που θυμίζει την απόφαση ΣτΕ 2067/2011 σε σχέση με τη διάκριση των δικαιοδοσιών (άρθρα 94 και 96 του Συντάγματος).
4. Συνοψίζοντας την παραπάνω εξελικτική πορεία της νομολογίας του, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής ne bis inidem στο πεδίο των φορολογικών διαφορών, και σε μια εκδήλωση αυτογνωσίας αν όχι και, ίσως, αυτοκριτικής, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση ΣτΕ 1771/2019, επισήμανε τον ουσιωδώς διαφορετικό τρόπο με τον οποίον η παραπάνω αρχή έχει ερμηνευθεί από διάφορα ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήρια, ενωσιακά και μη, την αντίθεση της πλειοψηφίας της απόφασης ΣτΕ 1771/2019 με σειρά αποφάσεων του Β΄ Τμήματος (ενδεικτικά ΣτΕ 951/2018), την αντίθεση των αποφάσεων αυτών με τη μη ανατραπείσα απόφαση ΣτΕ Ολ 1741/2015 και τη μη συμβατότητά τους με πάγια νομολογία του Δ΄ Τμήματος (ΣτΕ 3473/2017, 134, 993/2018), καθώς και τις διαπιστούμενες αποκλίσεις ως προς τα επίδικα ζητήματα μεταξύ της νομολογίας του ΔΕΕ και εκείνης του ΕΔΔΑ. Κατέληξε, λοιπόν, στην παραπομπή των ζητημάτων αυτών προς επίλυση, για λόγους ασφαλείας δικαίου (πρβλ. και απόφαση ΕΔΔΑ Σινέ Τσαγκαράκη Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδας της 23-05-19 R. 17257/13), στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
ΙΙ. Η συνθετική προσέγγιση της απόφασης ΣτΕ Ολ 359/2020
Α. Περί αξιακής ομοιογένειας
5. Επιλαμβανόμενη, κατόπιν της παραπάνω παραπεμπτικής ΣτΕ 1771/2019, η Ολομέλεια του Συμβουλίου επιχειρεί, με την απόφαση ΣτΕ 359/2020, μια εξαιρετική σύνθεση των διαφόρων νομολογιακών προσεγγίσεων, αναδεικνύοντας τη σημασία της αξιακής ομοιογένειας και του συνταγματικού πλουραλισμού, που σήμερα δοκιμάζονται σκληρά [13] λόγω της εθνοκεντρικής στάσης κάποιων συνταγματικών δικαστηρίων και αμφισβητούνται ακόμη και από τους υποστηρικτές τους [14]. Ως γνωστόν, η αξιακή ομοιογένεια αποτρέπει τη σύγκρουση εθνικών Συνταγμάτων και ενωσιακών ρυθμίσεων και αμβλύνει την έννοια, ή ακριβέστερα την ανάγκη προσφυγής στην έννοια της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας [15]. Τούτο καθίσταται εμφανές στον τρόπο με τον οποίο το ΔΕΕ έχει προσεγγίσει την κατηγορία των «κοινών συνταγματικών παραδόσεων» των κρατών μελών προκειμένου να αντλήσει έμπνευση κατά τη θεμελίωση του συστήματος αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο προσέφυγε κατά κόρον στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις, προκειμένου να θεμελιώσει τη δική του παράδοση δικαιωμάτων, την παράδοση των δικαιωμάτων της Ένωσης. Η Ένωση απέκτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο τον χαρακτήρα όχι μόνο κοινότητας δικαίου αλλά και «κοινότητας συνταγματικής παράδοσης» [16]. Η κοινή αυτή συνταγματική παράδοση εμφανίζεται ως μέρος της κοινής ταυτότητας της Ένωσης, έτσι ώστε η συνταγματική ταυτότητα εκάστου κράτους μέλους, με ιδιαίτερα βεβαίως χαρακτηριστικά, στον βαθμό που καταλείπεται προς τούτο χώρος, να μη διαφοροποιείται ριζικά από την εν λόγω κοινή συνταγματική παράδοση. Αντιθέτως, μια καλώς εννοούμενη δεκτική στάση έναντι του δικαίου της Ένωσης θα οδηγούσε μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στη διαπίστωση μιας αρχής ουσιαστικής σύγκλισης μεταξύ της συνταγματικής ταυτότητας της Ένωσης και αυτής εκάστου κράτους μέλους [17]. Το έργο της συνάρθρωσης των εθνικών και υπερεθνικών κανόνων διά του εντοπισμού της αξιακής ομοιογένειας και της διαχείρισης του κανονιστικού πλουραλισμού ανήκει στους δικαστές. Το Δικαστήριο της Ένωσης οργάνωσε και αξιοποίησε τον νομικό πλουραλισμό με εξαιρετική επιδεξιότητα, αναδεικνύοντας την ύπαρξη κοινών αξιών και αρχών μεταξύ ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων και δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας ουσιαστικής ομοιομορφίας, με όριο συνάρθρωσης τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών. Ανάδυση της αξιακής ομοιογένειας των εννόμων τάξεων της Ένωσης και των κρατών μελών της παρατηρούμε στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στις υποθέσεις Société Arcelor Atlantique et Lorraine [18] και Michaniki A.E. [19] : το δίκαιο της Ένωσης δεν απειλεί τις θεμελιώδεις αρχές των συνταγμάτων των κρατών μελών, ακριβώς διότι τις έχει ενσωματώσει, τις έχει οικειοποιηθεί. Οι συνταγματικές αξίες της Ένωσης ως συνταγματικές αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη διευκρινίζονται και αναπτύσσονται από το Δικαστήριο σε συνεχή διάλογο με τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την αυθεντική ερμηνεία των εθνικών συνταγμάτων. Ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτύπωσης της αξιακής ομοιογένειας των εθνικών και υπερεθνικών εννόμων τάξεων αποτελεί και η απόφαση ΣτΕ 2568/2018 για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας: Η τήρηση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας (των επεμβάσεων στην επιχειρηματική ελευθερία και στο δικαίωμα επί της περιουσίας) γενικά γίνεται αντιληπτή και εφαρμόζεται από το ΣτΕ κατά τρόπο παρόμοιο με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αλλά και την αντίστοιχη απαίτηση της ΕΣΔΑ, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του άρθρου 6 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
6. Η αξιακή ομοιογένεια και ο συνταγματικός πλουραλισμός φάνηκαν ότι υποχωρούν ή εν πάση περιπτώσει δεν αρκούν για την επίλυση όλων των συγκρούσεων. Ωστόσο, επανεμφανίζονται δυναμικά, σε ένα μικρό αλλά κρίσιμο πεδίο, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 359/2020. Η Ολομέλεια επιχειρεί μια αξιοπρόσεκτη σύνθεση, που της επιτρέπει να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής έννομης τάξης και να τις προσαρμόσει στις επιταγές των δύο υπερεθνικών έννομων τάξεων, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τα οικεία δικαστήρια, τα οποία καταβάλλουν επίσης προσπάθεια σύγκλισης, βάσει της υπόρρητης ομοιογένειας.
Β. Η νομική φύση και η ενεργοποίηση της απαγόρευσης σώρευσης κυρώσεων κατά το άρθρο 4 του ΠΠ7
7. Το Δικαστήριο αναλύει, κατ’ αρχάς, τη νομική φύση και το περιεχόμενο της αρχής αξιοποιώντας τόσο τη δική του νομολογία όσο και τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ. Επισημαίνει έτσι ότι η αρχή αποτελεί έκφανση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών, επίσης θεμελιωδών, αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων [20]. Για την ενεργοποίηση της απαγόρευσης, πρέπει, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ, να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως [21]: και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως [22]. Από την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ [23], όπως αξιοποιήθηκε από τη νομολογία του ΣτΕ [24], συνάγεται επίσης ότι το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, κατ’αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία.
Γ. Η συμβατότητα της διπλής διαδικασίας με το άρθρο 4 παρ. 1 του ΠΠ 7 ΕΣΔΑ
8. Η συμβατότητα της πρόβλεψης διπλής διαδικασίας με το άρθρο 4 παρ 1 του ΠΠ 7 της ΕΣΔΑ προϋποθέτει τη στενή σύνδεση των δύο διαδικασιών κατ’ ουσία και κατά χρόνον ώστε να αποτελούν συνεκτικό σύνολο, την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και την αντιμετώπιση διαφορετικών πτυχών της παράβασης, την επαρκή διάδραση μεταξύ τους και την αναλογικότητα των κυρώσεων στο πλαίσιο των δύο διαδικασιών. Με άλλα λόγια, όσον αφορά την προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που ανάγεται στο bis, η ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, με απόφασή της στην υπόθεση Α and Β κατά Νορβηγίας, (α) έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παραβάσεως και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού και (β) θεώρησε ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά τον νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ’ ου υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών.
Δ. Η αρχή ne bis in idem κατά το ενωσιακό δίκαιο
9. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνδέει την αρχή ne bis in idem όπως την ερμηνεύει το ΕΔΔΑ με την οικεία γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [25] η οποία έχει πλέον ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, επισημαίνοντας ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά τη θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας [26]. Διαπιστώνει ότι η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου και το άρθρο 50 του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ [27], λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά τους ανωτέρω κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, ο “ποινικός” χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ’ ακολουθίαν, έχουν “ποινική” φύση διοικητικά πρόστιμα σημαντικού ύψους, όπως το πολλαπλό τέλος, που επιβάλλονται για την αποτροπή και την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας [28] και (β) κατά την ως άνω γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και τα άρθρα 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου (“ποινικής” φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, κατ’ αρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της δασμοφοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση [29], είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό [30]. Ειδικότερα, σε υπόθεση τελωνειακής παράβασης λαθρεμπορίας δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση τέτοιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, ενόψει και του ότι (i) οι δύο επίμαχες “ποινικές” διαδικασίες επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς (και όχι πρόσθετους) σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνομης συμπεριφοράς [31], και (ii) το οικείο νομοθετικό πλαίσιο δεν περιέχει κανόνες (εκτός της δεσμεύσεως του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά την ενοχή του δράστη), οι οποίοι να διασφαλίζουν συντονισμό των δύο διαδικασιών, προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους καθ’ ων η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων [32].
Ε. Συμβατότητα του ελληνικού συνταγματικού πλαισίου προς την παραπάνω γενική αρχή της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου
10. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει το ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο, επισημαίνοντας ότι η καταστολή της μεγάλης από απόψεως ποσού φοροδιαφυγής, μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στον νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοικήσεως, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος [33]. Εξάλλου, το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ουδόλως αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση (υπό τον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων) χρηματικών κυρώσεων (που δεν έχουν τον χαρακτήρα στερητικών της ελευθερίας ποινών), για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν τέτοιες διοικητικές κυρώσεις έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Διαπιστώνει, περαιτέρω, ότι και οι μείζονες συνθέσεις του ΕΔΔΑ [34] και του ΔΕΕ [35] έχουν κρίνει ότι η ΕΣΔΑ και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, αντίστοιχα, ουδόλως απαγορεύουν την επιβολή από διοικητικές αρχές των Κρατών Μελών χρηματικών κυρώσεων για φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις και, συνεπώς, δεν ανακύπτει ζήτημα –φιλικής ή εναρμονισμένης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο– ερμηνείας του ημεδαπού Συντάγματος αφού δεν υπάρχει εν προκειμένω σύγκρουση προς τις υπερεθνικές αυτές δικαιοταξίες.
ΣΤ. Προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου προς τις επιταγές της παραπάνω γενικής αρχής
11. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ερμηνεύει τη συνάρθρωση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις φοροδιαφυγής στην ελληνική έννομη τάξη κατά τρόπον ώστε να συνάδουν προς τις παραπάνω επιταγές της κοινής στις ευρωπαϊκές δικαιοταξίες γενικής αρχής ne bis in idem. Επισημαίνει ότι ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στον δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας. Επομένως, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στον νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος φόρου ή δασμού, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από τον διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης [36]. Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας. Πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, οι παραπάνω συνταγματικές διατάξεις δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του ΠΠ 7 της ΕΣΔΑ) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη [37]. Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξης, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακύρωση ή της τροποποίησής της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της [38].
Ζ. Αξιολόγηση των ελληνικών υποθέσεων υπό το πρίσμα της νομολογίας Α και Β κατά Νορβηγίας
12. Το Δικαστήριο αξιολογεί την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία αναγνωρίζοντας ότι οι υποθέσεις που είχαν κριθεί με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας και Σισμανίδης κατά Ελλάδας αποτελούν παραδείγματα περιπτώσεων έλλειψης ουσιαστικού συνδέσμου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας, καθόσον, στις υποθέσεις αυτές, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαριά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά. Ειδικότερα, η έλλειψη συνδρομής στενού ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας και δίκης επιβολής κυρώσεων για παράβαση λαθρεμπορίας προκύπτει από το ότι (Α) οι δύο επίμαχες διαδικασίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσίας αυτοτελείς μεταξύ τους (με εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., την περίπτωση της αμετάκλητης καταδίκης για το ποινικό αδίκημα), με περαιτέρω συνέπεια η κύρωση που τυχόν επιβάλλεται στη μία διαδικασία να μην λαμβάνεται, κατά τον νόμο, υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής που καταλογίζεται στην άλλη διαδικασία, (Β) οι δύο επίμαχες διαδικασίες/δίκες καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κατόπιν διαφορετικής εκτιμήσεως από τον ποινικό και από τον διοικητικό δικαστή της ουσίας της υποθέσεως (περί της τελέσεως ή μη της παραβάσεως από το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει κινηθεί εκάστη διαδικασία, όπως συνέβη και εν προκειμένω), (Γ) το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα ορίζει με τον ίδιο τρόπο την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας και το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας [39] έχει ως βασικό σκοπό, όπως και η αντίστοιχα προβλεπόμενη ποινική κύρωση, τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων παραβάσεων (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τηρήσεως της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/εισπράξεως των οικείων δασμών και φόρων) όσο και τον κολασμό του παραβάτη, ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό (όχι και νομικό) πρόσωπο, δεδομένου ότι, για την επιβολή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται να του καταλογισθεί άμεσος δόλος σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων, τα ανωτέρω δε στοιχεία επιρωννύουν τη θέση ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και δίκης [40]. Επιπλέον, δεν στοιχειοθετείται ούτε αρκούντως στενός χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο επίμαχων διαδικασιών επιβολής κυρώσεων, δεδομένου ότι η ποινική δίκη έχει περατωθεί αμετακλήτως προ δεκαπενταετίας και η διοικητική δίκη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, με την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής αιτήσεως αναιρέσεως [41].
Η. Η σύνθεση της Ολομέλειας : σαφήνεια της γενικής αρχής
13. Το Δικαστήριο διαπιστώνει περαιτέρω ότι η έννοια της ανωτέρω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, όσον αφορά τον «ποινικό» χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις είναι τόσο σαφής (ιδίως, ενόψει της αποφάσεως Menci του ΔΕΕ), ώστε δεν συντρέχει περίπτωση διατύπωσης σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Άλλωστε, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση παραπομπής του αντίστοιχου ερμηνευτικού ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (συνεπεία της απόφασης ΑΠ 938/2016 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, κατά την αληθή έννοια της οποίας, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος και σε αρμονία με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ [42], εφόσον ζήτημα ερμηνείας κανόνα του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη επιλυθεί, κατά τρόπο σαφή, από το ΔΕΕ, δεν ιδρύεται αρμοδιότητα του ΑΕΔ για άρση της ερμηνευτικής αντιθέσεως που προκύπτει από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες αφορούν στον ίδιο ενωσιακό κανόνα, που ισχύει στην εθνική έννομη τάξη βάσει ημεδαπού τυπικού νόμου [43]. Δεδομένου ότι (i) σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στον βαθμό που ο Χάρτης αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατ’ αρχήν, ίδιες με εκείνες που αποδίδει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, (ii) η έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ [44], αναφορικά με τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, ταυτίζεται κατ’ ουσίαν, ως προς το αντίστοιχο ζήτημα, με εκείνη της ως άνω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, καθόσον προσεγγίζεται βάσει των αυτών κριτηρίων, και (iii) η επίμαχη έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ είναι σαφής, ιδίως, ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ [45], δεν συντρέχει, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 28 του Συντάγματος, ούτε περίπτωση παραπομπής του σχετικού ζητήματος ερμηνείας της ως άνω διατάξεως της ΕΣΔΑ στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της αντίθετης απόφασης ΑΠ 938/2016 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος.
14. Τελικώς, το Δικαστήριο με δυναμισμό και τόλμη θεραπεύει τη «βαβέλ» [46] που μπορεί να προκληθεί, από τις δικές του, κυρίως, νομολογιακές διακυμάνσεις, ως προς ένα θεμελιώδες ζήτημα, όπως αυτό της ερμηνείας της αρχής ne bis in idem και την οποία είχε το ίδιο με οξυδέρκεια εντοπίσει στην παραπεμπτική απόφαση ΣτΕ 1771/2019 (ανωτέρω αρ. περ. 4).
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. συναφώς, αντί πολλών, Ε. Νίκα, Η συνύπαρξη παράλληλων κυρωτικών διαδικασιών, ποινικής και διοικητικής, για το αυτό αδίκημα στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εις ΕΔΛ-ΣτΕ, Το ΕΔΔΑ και το ΣτΕ σε διαρκή διάλογο. Νεότερες εξελίξεις, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018, σ. 23· Μ. Μουστάκα, Η αρχή ne bis in idem και το ελληνικό διοικητικό δίκαιο. Το αβέβαιο μέλλον μιας (κάποτε) πολλά υποσχόμενης αρχής, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018. Πλέον πρόσφατα, Ε. Ε. Κουλουμπίνη, Το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή του nebis in idem στην δημοσιονομική δίκη, ΘΠΔΔ 3-4/2020, σ. 222· Π. Αλαβάνου, Η αρχή ne bis in idem στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, ΘΠΔΔ 1/2020, σ. 14.
[2] ΣτΕ 2457, 2462/2018, 680/2017.
[3] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα προς την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου 97 αυτού, (προστεθείσα με το άρθρ. 4 του ν. 1514/1950) καθώς και προς τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως της τελωνειακής παραβάσεως, που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής) έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν ετελέσθη η διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη (βλ. ΣτΕ Ολ 990/2004, 1522/2010, 2067/2011, Ολ 1741/2015).
[4] Για παράδειγμα την είσπραξη του συνόλου των εσόδων από ΦΠΑ.
[5] ΔΕΕ 26.2.2013, C‑617/10, Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105, σκέψη 36 : «Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τα κριτήρια αυτά, αν πρέπει να προβεί σε εξέταση της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία σωρεύσεως φορολογικών και ποινικών κυρώσεων σε σχέση με τα εθνικά πρότυπα κατά την έννοια της σκέψεως 29 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα που θα μπορούσε να το οδηγήσει, ενδεχομένως, να κρίνει ότι η σώρευση αυτή είναι αντίθετη προς τα εν λόγω πρότυπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές».
[6] Το άρθρο 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον Ν. 1705/1987, Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού».
[7] L. Ambrosio/D. Vozza, Chronique Jurisprudences nationales intéressant le droit de l’Union européenne – Le “dialogue des juges” à l’épreuve du ne bis in idem: quelques réflexions à partir de l’expérience italienne, RTD 2015, σ. 235· Ch. Arnaud, Le cumul des poursuites et des sanctions : divergences constitutionnelle et européennes, RFDA 2015, σ. 1019· Ε. Prévédourou, Le dialogue entre le Conseil d’État hellénique et la Cour européenne des droits de l’homme concernant l’application du principe ne bis in idem, Annuaire International des Droits de l’Homme, Sakkoulas/Bruylant, IX/2017, p. 133-152· C. Yannakopoulos, Chronique Jurisprudences nationales intéressant le droit de l’Union européenne – Un «dialogue vivant» des juges hante le droit européen !, RTD 2017, σ. 107.
[8] Σημείωμα Ι. Δημητρακόπουλου, στην απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1741/2015: Η σύντομη (;) ζωή της απόφασης Καπετάνιος σε http://www.humanrightscaselaw.gr
[9] H Oλομέλεια κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με εκείνα της απόφασης ΣτΕ 2067/2011, δηλαδή, αφενός, στη δυνατότητα επιβολής πολλαπλού τέλους για συγκεκριμένη λαθρεμπορική παράβαση παρά την προηγηθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αφετέρου, στην αυτοτέλεια της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας, στηριζόμενη, πάντως, σε άλλη προκείμενη (prémisse), καθόσον δέχεται –με παραπομπή στη νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως δε στις αποφάσεις Bonda και Akerberg Fransson– ότι το προβλεπόμενο στον Τελωνειακό Κώδικα πολλαπλό τέλος που επιβάλλεται επί λαθρεμπορικών παραβάσεων συνιστά διοικητική κύρωση και δεν έχει ποινικό χαρακτήρα (σκέψη 14 της ΣτΕ Ολ 1741/2015), οπότε δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η αρχή ne bis in idem.
[10] I. Δημητρακόπουλος, Η επιρροή της ποινικής δίκης στη διοικητική διαδικασία και δίκη για φορολογικές παραβάσεις, υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ (ΣτΕ 1992-1993/2016, ΕΔΔΑ 15.11.2016 Α και Β κατά Νορβηγίας),www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/ne_bis_in_idem_speech_2016.pdf
[11] Επισημαίνει, άλλωστε, ότι «η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν πρέπει να οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της χώρας από το διεθνές δίκαιο, ιδίως δε από το ενωσιακό δίκαιο, η οποία, ενόψει του περιεχομένου της και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατόπιν στάθμισης των συγκρουόμενων έννομων αγαθών, κρίνεται σημαντικότερη, σε σχέση με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105, σκέψεις 29 και 36)».
[12] Ε. Πρεβεδούρου, «Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων-αρχή της αναλογικότητας-διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017», ΘΠΔΔ 11 (2018), σελ. 34
[13] Αυστηρή κριτική από Κ. Γιαννακόπουλο, Οι μεταλλάξεις του απορρυθμισμένου ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση PSPP του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5ης Μαΐου 2020, www.constitutionalism.gr
[14] Κοινή δήλωση για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά σε: https://verfassungsblog.de/national-courts-cannot-override-cjeu-judgments/)
[15] Βλ. αναλυτικά, Λ. Παπαδοπούλου: Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: Το ζήτημα της «υπεροχής», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2009.
[16] Α. Vosskuhle, Der Europäische Verfassungsgerichtsverbund, TranState Working Papers nº16, Staatlichkeit im Wandel – Transformations of the State, Bremen, 2009, σ. 22.
[17] H.-G. Dederer, Die Grenzen des Vorrechts des Unionsrechts, Juristenzeitung, 7/2014.
[18] Υπόθεση C-127/07, EU:C:2008:292.
[19] Υπόθεση C-213/07, EU:C:2008:544.
[20] ΣτΕ 1102-1104/2018. Βλ. και ΔΕΕ 3.4.2019, C-617/17, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A., EU:C:2019:283, σκέψη 33.
[21] ΣτΕ 1102-1104/2018 και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκέψεις 97-98.
[22] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018, 175/2018, 2987/2017, 680/2017, 167-169/2017, 1992/2016.
[23] ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 (3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11).
[24] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018, 2987/2017, 167-169/2017.
[25] ΣτΕ Ολ 1741/2015 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ
[26] ΣτΕ Ολ1741/2015, 1887/2018.
[27] ΣτΕ 1887/2018, 1102-1104/2018, και ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 60-62.
[28] ΣτΕ 1887/2018, ΔΕΕ 20.3.2018, C-514/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 26-33.
[29] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018, ΔΕΕ 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, EU:C:2018:192, σκέψεις 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 41, 46 και 52.
[30] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018 και ΔΕΕ 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA κ.λπ., EU:C:2018:193, σκέψεις 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 41, 46 και 52
[31] ΔΕΕ 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκέψεις 42-44 και ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 44-45.
[32] ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 52-55.
[34] ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 28.6.2018, G.I.E.M. S.r.l. και άλλοι κατά Ιταλίας, 1828/06 κ.λπ., σκέψεις 253-254.
[35] ΔΕΕ 20.3.2018, C-524/15, Menci, EU:C:2018:197, σκέψεις 28-33 και 44-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, EU:C:2013:105, σκέψεις 34-35.
[36] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018, 680/2017.
[37] ΣτΕ 1887/2018, 951/2018, 680/2017, 1992/2016.
[39] Έστω κι αν θεωρηθεί ότι στοχεύει, σε κάποιο βαθμό, και στην κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει το κράτος για τον εντοπισμό των παραβάσεων λαθρεμπορίας: βλ. ΣτΕ Ολ 1741/2015.
[40] ΣτΕ 1887/2018, σκέψη 6 και 680/2017, σκέψη 17.
[41] ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, σκέψη 134 και ΕΔΔΑ 9.6.2016, Σισμανίδης κατά Ελλάδος, σκέψη 43
[42] ΑΕΔ 29/1999, σκέψη 4, σε συνδυασμό με ΣτΕ Ολ 3470/2011, σκέψη 9.
[43] Όπως του Ν. 3671/2008 (Α΄ 129), με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ή του Ν. 2077/1992 (Α΄ 136), με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
[44] Κυρωθέντος με τον Ν. 1705/1987.
[45] ΣτΕ 1992/2016, σκέψη 21.
[46] Ο χαρακτηρισμός είναι του Κ. Γιαννακόπουλου, Οι μεταλλάξεις του απορρυθμισμένου ευρωπαϊκού συνταγματισμού, όπ. π., υποσημ. 4.