Έλλειψη αναδρομικής ισχύος κανονιστικής πράξης που εκδόθηκε προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση: συνταγματικότητα του περιορισμού της υποχρέωσης συμμόρφωσης λόγω επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2137/2019)
1. H απόφαση ΣτΕ 2137/2019 αποτελεί τη «χαρά» του σχολιαστή, είτε αυτός ανήκει στους «φίλους» του Δικαστηρίου είτε στους επικριτές του! Κατ’ αρχάς, η απόφαση επιτρέπει ή, ακριβέστερα, «επιτάσσει» την άσκηση κριτικής σε πολλές παθογένειες της διοικητικής δικαιοσύνης. Ήδη από μια πρώτη ανάγνωση διαπιστώνεται ότι η αίτηση ακύρωσης ασκήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2008, η υπόθεση δικάστηκε 5 περίπου χρόνια αργότερα (11 Ιουνίου 2013), οι δύο διασκέψεις πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα δύο ετών από τη συζήτηση (19 Ιουλίου 2013 και 7 Ιουλίου 2015) και η απόφαση δημοσιεύθηκε τέσσερα (!) έτη μετά την τελευταία διάσκεψη, δηλαδή στις 5 Νοεμβρίου 2019 (καθαρογράφηκε δε και θεωρήθηκε δύο μήνες αργότερα). Η διάρκεια έντεκα ακριβώς ετών για την εκδίκαση μιας αίτησης ακύρωσης κατά κανονιστικής πράξης που δεν παρουσιάζει μείζονες νομικές δυσκολίες, και μάλιστα ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, καθιστά σαφές ότι η διοικητική δικαιοσύνη όχι μόνο δεν «ανέτρεψε ακόμη τον μύθο της ωραίας κοιμωμένης» [Γ. Δελλή, Η διοικητική δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας. Ανατροπή του μύθου της ωραίας κοιμωμένης, 2013], αλλά εξακολουθεί να εμφανίζεται «βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα» (Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, διαΝέοσις, 2018), ιδίως όσον αφορά υποθέσεις που δεν συνδέονται με την πολιτική επικαιρότητα και δεν γίνονται ευρέως γνωστές στο κοινό, ασκούν όμως σημαντική επιρροή στην καθημερινότητα του πολίτη, ενίοτε και σε ζωτικά αγαθά του, όπως η βιωσιμότητα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Η αντίδραση του ΕΔΔΑ στις συστημικές καθυστερήσεις της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης έχει αποτελέσει αντικείμενο ατέρμονων θεωρητικών αναλύσεων και πληθώρας νομοθετικών πρωτοβουλιών. Περαιτέρω, οι σχετικές μελέτες, διαγνώσεις και προτάσεις, ιδίως από την πλευρά των ίδιων των δικαστικών λειτουργών – τόσο στο πλαίσιο της διοίκησης της δικαιοσύνης ή της νομοπαρασκευαστικής δραστηριότητας όσο και σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας – είναι άπειρες, το πρόβλημα όμως φαίνεται ότι παραμένει.
2. Εκτός από την επισήμανση του «παθολογικού φαινομένου της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης», η απόφαση περιλαμβάνει εφαρμογή, λόγω ακριβώς της μεγάλης διάρκειας εκδίκασης της υπόθεσης, των δικονομικών διατάξεων περί κατάργησης της δίκης για υποκειμενικούς λόγους, οι οποίοι ανάγονται στη μεταβολή στο πρόσωπο των υποκειμένων της δίκης, η οποία παραπέμπει στα αστικού δικαίου περίπλοκα ζητήματα της διαδοχής νομικών προσώπων (E. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, 2012, σ. 124 επ.). Ο διοικητικός δικαστής εφαρμόζει ιδιωτικό δίκαιο (αστικό και εμπορικό) για να διαγνώσει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος ως προς τα πρόσωπα των αιτούντων. Με άλλα λόγια, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης καταλήγει να επιτάσσει την εφαρμογή δικονομικών κανόνων, που, στον χρόνο κατάθεσης του ένδικου βοηθήματος, ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί ότι εντάσσονται στο «δικονομικό αντικείμενο» της δίκης, η ύπαρξη του οποίου παρέχει στο δικαστήριο το δικαίωμα και την υποχρέωση να εξετάσει το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης (σκέψεις 3,4,5 της απόφασης).
3. Περαιτέρω, ως προς τα ζητήματα ουσιαστικού δικαίου, η απόφαση επαναλαμβάνει τη νομολογιακώς παγιωμένη στάθμιση συνταγματικών εννόμων αγαθών: αφενός της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας στον κλάδο παροχής υπηρεσιών υγείας (ιδιωτικές κλινικές) (άρθρα 5 παρ. 1 και 106 Σ) και της παροχής υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 2 Σ) και, αφετέρου, της κοινωνικής ασφάλισης και της βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (22 παρ. 5 Σ). Εν προκειμένω, η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους συνίσταται στην έκδοση ΚΥΑ με την οποία καθορίζεται το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών που καλύπτουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Μια πρώτη σχετική ΚΥΑ(Υ4ε/9044 π.π./11.10.2001 κοινή απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας και των Υφυπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών), που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985 και ανακαθόρισε από 1.1.2002 το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, ακυρώθηκε με την απόφαση ΣτΕ 3551/2005. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι «το τιμολόγιο νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών πρέπει να καθορίζεται κατόπιν συνεκτιμήσεως όχι μόνο του κόστους παραγωγής που επιτυγχάνει μια ορθολογικά οργανωμένη κλινική και δεν μπορεί, πάντως, να είναι κατώτερο του κόστους αυτού, αλλά και ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους, αρκετού για την εξασφάλιση της επιβίωσης της κλινικής ως οικονομικής μονάδας εντός της ανταγωνιστικής αγοράς, ενόψει και του ύψους των αντίστοιχων κρατικών νοσηλίων», ότι «η συνδρομή των όρων αυτών πρέπει να βεβαιώνεται στην κανονιστική απόφαση ή στις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις, προκειμένου να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της εισαγόμενης ρυθμίσεως» και ότι «απόκειται στον ενδιαφερόμενο να αμφισβητήσει ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή τη συνδρομή των ως άνω όρων, προβάλλοντας ότι είναι πεπλανημένη η σχετική τεχνική κρίση της διοικήσεως». Με τα πρακτικά 2 και 45/2007 και την απόφαση 26/2008 του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης διαπιστώθηκε αδικαιολόγητη παράλειψη της Διοίκησης να συμμορφωθεί στην απόφαση ΣτΕ 3551/2005 (σκέψη 8). Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση αίτηση Υ4ε/130675/2008 κοινής υπουργικής απόφασης, η οποία άρχισε να ισχύει στις 14.10.2008. Σημειώνεται ότι, μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω απόφασης, η πολιτεία εισήγαγε το σύστημα των «Ομoιoγενών Διαγνωστικών Κατηγοριών» ή «Ομοειδών Διαγνωστικών Ομάδων» και εφήρμοσε, βάσει του συστήματος αυτού, νέα τιμολόγηση «Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων» (Κ.Ε.Ν.) στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές. Περαιτέρω, η ίδρυση του ΕΟΠΥΥ και η θέση σε ισχύ του ΕΚΠΥ, που αποτέλεσε το αντικείμενο διαδοχικών τροποποιήσεων, είχε ως συνέπεια τον περιορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της προσβαλλόμενης πράξης σε περίπτωση μη ύπαρξης Κ.Ε.Ν. όσον αφορά τις ιδιωτικές κλινικές της χώρας.
4. Στο πλαίσιο μιας πλούσιας μείζονος, το Δικαστήριο παραθέτει (σκέψη 11) τις εφαρμοστέες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 5 παρ. 1 και 106 Σ, άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 2 Σ, και άρθρο 22 παρ. 5 Σ) και προβαίνει στη συνδυαστική ερμηνεία τους (σκέψη 12), επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του, η οποία περιλαμβάνει τις γνωστές «μνημονιακές» αποφάσεις, τόσο της πρώτης φάσης αυτοσυγκράτησης (ΣτΕ Ολ 668/2012) όσο και της δεύτερης του εντονότερου ακτιβισμού του (ΣτΕ Ολ. 2287-2290/2015). Στη συνέχεια, ερμηνεύει την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 1579/1985, επαναλαμβάνοντας, στην ουσία, το σκεπτικό της απόφασης ΣτΕ 3551/2005, η οποία ακύρωσε την προγενέστερη ΚΥΑ με το ίδιο ρυθμιστικό αντικείμενο και έρεισμα την ίδια εξουσιοδοτική διάταξη (σκέψη 13). Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή που υιοθέτησε ο μειοψηφών (τότε) Πάρεδρος θα εκτεθεί στο πλαίσιο της υπαγωγής (σκέψη 16).
5. Ακολουθεί η ελάσσων του δικανικού συλλογισμού, με ανάλυση της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης και του περιεχομένου της προβλεπόμενης σύμφωνης γνώμης του ΚΕ.ΣΥ, την οποία υιοθέτησε η προσβαλλόμενη (σκέψεις 14 και 15). Στην συνέχεια, στην πρώτη υπαγωγή του (σκέψη 16), το Δικαστήριο, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία του, δέχεται κατά πλειοψηφία τη συμβατότητα της πρόσκαιρης αναπροσαρμογής του νοσηλίου των συμβαλλόμενων με φορείς κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικών κλινικών προς τις εφαρμοστέες συνταγματικές διατάξεις και απορρίπτει ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακύρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ερμηνεύοντας, περαιτέρω, την ακυρωτική του απόφαση ΣτΕ 3551/2005, κρίνει ότι από αυτή δεν συνάγεται – όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αιτούσα – ότι, υπό τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και δη επί ουσιώδους μεταβολής τούτων, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτός ο, κατά συνεκτίμηση συντρέχοντος λόγου δημοσίου συμφέροντος αναγόμενου στην προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας, περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων των αυτοβούλως συμβαλλόμενων ιδιωτικών κλινικών, ο οποίος, όπως εν προκειμένω, δεν θίγει τον πυρήνα της επιχειρηματικής ελευθερίας τους. Κατά τη μειοψηφούσα άποψη, πάντως, η οποία υιοθετεί τη φιλελεύθερη προσέγγιση της απόφασης ΣτΕ 3551/2005, η διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, μέσω της θέσπισης μέτρων ελέγχου των συνολικών δαπανών παροχής υπηρεσιών υγείας, αποτελεί συνταγματικώς θεμιτό περιορισμό της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας των ιδιωτικών παρόχων υπηρεσιών υγείας, μέτρα, όμως, προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να ληφθούν μόνο με νόμο ή με κανονιστική πράξη, η οποία ευρίσκει έρεισμα σε ειδική εξουσιοδότηση νόμου, και υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει την προηγούμενη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Ελλείψει τέτοιας ειδικής εξουσιοδότησης, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ με την οποία η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, επικαλουμένη την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, προέβη στην «αναπροσαρμογή» των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών για χρονικό διάστημα, το οποίο δεν καθορίζεται επακριβώς, χωρίς να βεβαιώνεται ούτε να προκύπτει ότι η τιμή των υπηρεσιών, όπως «αναπροσαρμόσθηκε» με την ένδικη πράξη, καλύπτει το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης ιδιωτικής κλινικής, είναι μη σύννομη και συνεπώς ακυρωτέα. Συνεχίζοντας τον συλλογισμό του, το Δικαστήριο απορρίπτει ως αβάσιμο τον λόγο ακύρωσης που ανάγεται στην παραβίαση της αρχής της ισότητας, καθόσον οι συνθήκες των ιδιωτικών κλινικών είναι διαφορετικές έναντι αυτών των δημοσίων νοσοκομείων, αφενός, και των ιδιωτικών νευροψυχιατρικών κλινικών, αφετέρου (σκέψη 17). Ως απαράδεκτος, καθότι προβαλλόμενος εκ συμφέροντος τρίτου, δηλαδή των ασφαλιζομένων και όχι των αιτούντων, απορρίπτεται ο λόγος ακύρωσης που ανάγεται στην προσβολή του πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση και στην ελεύθερη επιλογή ιατρού και θεραπευτηρίου (σκέψη 18). Τέλος, ως αβάσιμοι απορρίπτονται οι λόγοι ακύρωσης περί παραγνώρισης και μη αξιολόγησης των κριτηρίων και όρων που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη και ως απαράδεκτος ο λόγος που ανάγεται στην ευθεία αμφισβήτηση της ουσιαστικής ορθότητας της επιλογής του κανονιστικού νομοθέτη ως προς το ύψος του νοσηλίου (σκέψη 19). Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η σκέψη του Δικαστηρίου είναι μικτή, δηλαδή περιλαμβάνει και μείζονα και υπαγωγή ταυτόχρονα. Αυτό επιβάλλεται, ενίοτε, από την ιδιότυπη δομή του λόγου ακύρωσης και τη διαρκή «επικοινωνία» της μείζονος του Δικαστηρίου με τις μείζονες των προβαλλόμενων λόγων. Στη διοικητική δικαιοσύνη, η σχετική διάκριση (μείζονος/υπαγωγής) δεν είναι πάντοτε εμφανής, ιδίως όταν γίνεται αφηρημένος έλεγχος συνταγματικότητας (επί κανονιστικής πράξης). Επίσης, σε αμιγώς τεχνικό επίπεδο, το Δικαστήριο επιλέγει συχνά να παραθέτει έναν ενιαίο συλλογισμό, επ’ αφορμή επιχειρημάτων του αιτούντος του οποίου απορρίπτει λόγους ακύρωσης χωρίς να είναι σαφές σε ποιο τμήμα του νομικού συλλογισμού εντάσσεται η απόρριψη.
6. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο λόγος ακύρωσης που εντοπίζει παρανομία στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω πλημμελούς συμμόρφωσης στην απόφαση ΣτΕ 3551/2005 (σκέψη 20). Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ αντιβαίνει στα άρθρα 95 παρ. 5 Σ και 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989, διότι δεν περιλαμβάνει ρήτρα αναδρομικής ισχύος της από 1.1.2002, δηλαδή από τον χρόνο έναρξης της ισχύος της ακυρωθείσας με την απόφαση ΣτΕ 3551/2005 προγενέστερης ΚΥΑ που ρύθμισε το αντίστοιχο ζήτημα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο εξετάζει λόγο ακύρωσης με το εν λόγω περιεχόμενο. Mε άλλα λόγια, η πλημμέλεια της συμμόρφωσης έγκειται στην έλλειψη αναδρομικής ισχύος της πράξης που εξέδωσε η Διοίκηση προς αντικατάσταση (ρύθμιση, δηλαδή, του ίδιου αντικειμένου) της ακυρωθείσας κανονιστικής πράξης. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς συμμόρφωσης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Κατά δικονομική ακριβολογία, προβάλλεται λόγος περί παρανομίας της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, η οποία, λόγω της έλλειψης αναδρομικής ισχύος της, συνιστά πλημμελή συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 95 παρ. 5 Σ. Εν προκειμένω, δηλαδή, χωρίς ο δικαστής, με την απόφαση ΣτΕ 3551/2005, να έχει περιορίσει ο ίδιος την αναδρομική ισχύ της ακύρωσης (δυνατότητα που του παρέχει πλέον ρητώς η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3β του ΠΔ 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4274/2014, ΦΕΚ Α΄147, με απώτατο χρονικό σημείο όμως τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης) ούτε να έχει προσδιορίσει το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της πράξης που όφειλε να εκδώσει η Διοίκηση προς συμμόρφωση στην απόφασή του (δυνατότητα που ο Έλληνας δικονομικός νομοθέτης δεν αναγνωρίζει ρητώς στον ακυρωτικό δικαστή και την οποία έχει προ πολλού διαπλάσει νομολογιακώς ο Γάλλος ομόλογός του), η ίδια η Διοίκηση, συμμορφούμενη στην ακυρωτική απόφαση, δεν προσέδωσε –ως ώφειλε– αναδρομική ισχύ στην κανονιστική της πράξη, προκειμένου αυτή να αναχθεί στον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας κανονιστικής (1.1.2002) την οποία αντικατέστησε.
7. Με μια διεξοδική συλλογιστική, που δεν στηρίζεται σε κανένα νομολογιακό προηγούμενο, αφού μέχρι τώρα ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς συμμόρφωσης αφορούσε το περιεχόμενο της νέας διοικητικής πράξης και όχι τον χρόνο έναρξης της ισχύος της (βλ. ΣτΕ 1472/2015), το Δικαστήριο απορρίπτει τη σχετική αιτίαση. Αναγνωρίζει, βεβαίως, τη συνταγματικής περιωπής υποχρέωση της Διοίκησης να αναδράμει με την έκδοση της νέας (κανονιστικής) πράξης στον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας, αφού η ακύρωση έχει αναδρομικό αποτέλεσμα. Η αναδρομή αυτή αποτελεί, δηλαδή, μια συνιστώσα της συνταγματικής υποχρέωσης συμμόρφωσης στις ακυρωτικές αποφάσεις, η οποία στοιχειοθετεί, ταυτόχρονα, εξαίρεση από τη γενική αρχή περί μη αναδρομικής ισχύος των κανονιστικών διοικητικών πράξεων. Μετά την υπόρρητη αυτή αναγνώριση, το Δικαστήριο δέχεται τη συνταγματικότητα του περιορισμού της συμμόρφωσης (ως προς την ανωτέρω πτυχή της αναδρομής στον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης), ενόψει εξυπηρέτησης του επιτακτικού λόγου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που ανάγεται στη διαφύλαξη της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης προς πραγμάτωση της κατά το Σύνταγμα αποστολής τους. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, στο πλαίσιο της υπαγωγής του, ότι η αναδρομική εφαρμογή της προσβαλλόμενης ρύθμισης που προβλέπει αυξημένο νοσήλιο θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας, «μη δυνάμενες να προσδιορισθούν ούτε και κατά προσέγγιση, αφού είναι άγνωστος ο αριθμός των ασφαλισμένων που έχουν νοσηλευθεί σε ιδιωτικές κλινικές, και, κατά λογική συνέπεια, θα οδηγούσε εκ των υστέρων σε αιφνίδια ανατροπή των οικονομικών δεδομένων των οργανισμών, χωρίς προηγούμενη αναλογιστική μελέτη, και μάλιστα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, οπότε έχουν ανατραπεί όλα τα δεδομένα ενόψει των οποίων εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 3551/2005…. (διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του ΚΕ.Σ.Υ. στις 6.7.2007 και έκδοση της προσβαλλόμενης ΚΥΑ στις 14.10.2008)». Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διατυπώνει μια νέα, δυνάμενη να γενικευθεί, μείζονα πρόταση όσον αφορά την έννοια της υποχρέωσης συμμόρφωσης στις ακυρωτικές αποφάσεις την οποία υπέχει μεν η Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 Σ και τον εκτελεστικό Ν. 3068/2002, καθορίζεται όμως από τον νομοθέτη, στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης του άρθρου 43 Σ, όταν η ακυρωθείσα πράξη είναι κανονιστική, στο πεδίο της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων: «από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που απορρέει από το άρθρο 95 παρ. 5 Σ, και τις συναφείς υποχρεώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 1 του εκτελεστικού Ν 3068/2002 και, όσον αφορά ειδικώς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989, ο νομοθέτης, ενόψει και της επιβαλλόμενης από το άρθρο 22 παρ. 5 Σ κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, δεν κωλύεται να θεσπίσει, κατά συνεκτίμηση και στάθμιση των συνταγματικών αυτών απαιτήσεων, κανονιστική ρύθμιση συνεπαγόμενη τον περιορισμό της υποχρέωσης για συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση –με τη μη πρόβλεψη αναδρομής στη θεσπιζόμενη νεώτερη ρύθμιση από τον χρόνο έναρξης ισχύος της ακυρωθείσης πράξης και, εντεύθεν, με ισχύ από τη δημοσίευσή της στην ΕτΚ ή κατ’ άλλο νόμιμο τρόπο, κατ’ απόκλιση του κανόνα περί αναδρομικότητας της ακύρωσης διοικητικής πράξης και της συμμόρφωσης της Διοίκησης– χάριν της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης». Στην υπό κρίση περίπτωση δεν πρόκειται για την εξουσία του ίδιου του δικαστή να περιορίσει την αναδρομική ισχύ της ακυρωτικής του απόφασης (την οποία εξουσία δεν είχε άλλωστε καθιερώσει ρητά ο νομοθέτης κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης ΣτΕ 3551/2005), αλλά για τη διαμόρφωση από τον νομοθέτη (τυπικό και ουσιαστικό) της υποχρέωσης συμμόρφωσής του σε ακυρωτική απόφαση, κατά συνεκτίμηση τόσο των επιταγών του άρθρου 95 παρ. 5 Σ όσο και της ομαλής λειτουργίας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το Δικαστήριο αξιοποιεί περαιτέρω τη δυναμική νομολογία του περί περιορισμού της αναδρομικής ισχύος της αντισυνταγματικότητας νομοθετικής διάταξης (ΣτΕ Ολ 4741/2014), με την οποία έκρινε (μετά βέβαια από τη ρητή νομοθετική κατοχύρωση της σχετικής δικονομικής εξουσίας με το άρθρο 50 παρ. 3β του ΠΔ 18/1989) ότι η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης. Με την υπό εξέταση απόφαση, το Δικαστήριο δέχεται για πρώτη φορά ότι η Διοίκηση δεν υποχρεούται να προσδώσει αναδρομική ισχύ στην κανονιστική πράξη που εκδίδει προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση, ακόμη και αν ο δικαστής δεν περιόρισε ρητώς την αναδρομικότητα του ακυρωτικού αποτελέσματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του ΠΔ 18/1989, εφόσον συντρέχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, που συνεκτιμάται με τη συνταγματικής περιωπής υποχρέωση συμμόρφωσης στις δικαστικές αποφάσεις. Ίσως να πρόκειται για τη νομολογιακή συναγωγή/διατύπωση νέας γενικής αρχής, οπότε ανακύπτει ο γνωστός προβληματισμός της γαλλικής θεωρίας για τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των νομολογιακών μεταστροφών (βλ. J. Rivero, Sur la rétroactivité de la règle jurisprudentielle, AJDA 1968, σ. 15· J.-H. Stahl/A. Courrèges, Note a l’attention de Monsieur le Président de la Section du contentieux, RFDA 3/2004, σ. 438 (451)· B. Seiller, Pour un dispositif transitoire dans les arrêts, AJDA 4/2004, σ. 2425· Rétroactivité de la jurisprudence et recours au juge. Concl. Y. Struillou sur CE 10 mars 2006, Société Leroy-Merlin, RFDA 3/2006, σ. 559· B. Seiller, La modulation des effets dans le temps de la règle prétorienne. Tentative iconoclaste de systématisation, in Le dialogue des juges, Mélanges en l’honneur de Bruno Genevois, Dalloz, 2009, σ. 977. Επίσης Ε. Πρεβεδούρου, Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις ως προς τις υποχρεωτικές διοικητικές προσφυγές στο γαλλικό δίκαιο, ΕΔΚΑ 3/2007, σ. 177 (181)· Ε. Πρεβεδούρου, Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ, 51, υποσημ. 88· Ε. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος, Η μεταστροφή της νομολογίας της Ολομέλειας του ΣτΕ ως προς το παράβολο των ασφαλιστικών μέτρων (από την ΣτΕ ΕΑ Ολ 136/2013 στην ΣτΕ ΕΑ Ολ 475/2013), ΘΠΔΔ 10/2013, σ. 895· βλ. και ΣτΕ 674/2018).
8. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η σχέση μεταξύ, αφενός, της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας των διαφόρων δικαστικών σχηματισμών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολομέλειας ή Τμημάτων 5μελούς ή 7μελούς σύνθεσης) και, αφετέρου, της διοικητικής φύσης αρμοδιότητας των Τριμελών Συμβουλίων Συμμόρφωσης. Ως γνωστόν, τα πρακτικά των Συμβουλίων Συμμόρφωσης αποτελούν διοικητικής φύσης πράξεις δικαστικού οργάνου μη υποκείμενες σε περαιτέρω δικαστικό έλεγχο [Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Πρεβεδούρου), ΕρμΣυντ (2017), άρθ. 94 αρ. 31]. Επαναλαμβάνοντας την κρίση που διατυπώθηκε στην απόφαση ΣτΕ 1472/2015, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «όταν παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης παράλειψη πλήρους συμμόρφωσης της Διοίκησης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ, αρμόδιος να κρίνει αν υπάρχει ακυρωτέα παράλειψη είναι ο δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από τη σχετική κρίση του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, της οποίας υπερισχύει η κρίση του δικαστικού σχηματισμού, δεδομένου, άλλωστε, ότι η κρίση περί της νομιμότητας διοικητικής πράξης ή παράλειψης ανήκει, εν πάση περιπτώσει, αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του οικείου δικαστικού σχηματισμού ως προς όλα τα σχετικά ζητήματα νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της νόμιμης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τα κριθέντα με ακυρωτική απόφαση». Με άλλα λόγια, αποκλειστική αρμοδιότητα για τον δικαστικό έλεγχο της –από κάθε άποψη– νομιμότητας της διοικητικής πράξης που εκδίδεται προς συμμόρφωση σε ακυρωτική δικαστική απόφαση έχει ο καθοριζόμενος από τις οικείες δικονομικές διατάξεις δικαστικός σχηματισμός. Αντίθετα, τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης, που επιλαμβάνονται κατόπιν αίτησης του νικήσαντος ιδιώτη διαδίκου, διαπιστώνουν την έλλειψη συμμόρφωσης της Διοίκησης και της παρέχουν οδηγίες όσον αφορά τις ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβεί, επιβάλλοντας, σε περίπτωση συνεχιζόμενης μη συμμόρφωσης, και πρόστιμο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο επισημαίνει εν προκειμένω ότι η δική του κρίση του όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξης δεν επηρεάζεται από την περί του αντιθέτου κρίση που εξέφερε με το 33/2011 πρακτικό του και την 3/2013 απόφασή του το Τριμελές Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο δέχθηκε ότι «η Διοίκηση εξακολουθεί…να παραλείπει την έκδοση και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κοινής αποφάσεως των ήδη συναρμοδίων Υπουργών για την πρόσδοση αναδρομικής ισχύος, από 1.1.2002, στην [προσβαλλόμενη] κοινή υπουργική απόφαση». Επομένως, νομίμως ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς συμμόρφωσης στην ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 3551/2005 απορρίπτεται ως αβάσιμος.
9. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο λόγος ακύρωσης περί παραβίασης των άρθρων 20 παρ. 1 του Σ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ελλείψει ρήτρας αναδρομικής ισχύος της πράξης που εκδόθηκε προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση. Το Δικαστήριο ενισχύει την κρίση του περί του συνταγματικώς επιτρεπτού της κατ’ εξαίρεση μη πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε ρύθμιση που εκδίδεται προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, τονίζοντας ότι αυτή δεν αποκλείεται ούτε από το άρθρο 20 παρ. 1 του Σ που κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Σ, ασκούμενη ενώπιον του ΣτΕ αίτηση ακυρώσεως, ούτε και από το αντίστοιχο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Επικαλούμενο την πάγια σχετική νομολογία του ΑΕΔ και του ιδίου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, με την επίδικη ρύθμιση, επιτυγχάνεται «δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, η προστασία του οποίου πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να εξασφαλίζεται, και του ατομικού δικαιώματος των διοικουμένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο περιορίζεται για τον προαναφερόμενο λόγο επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, χωρίς ωστόσο να θίγεται ο πυρήνας του».
10. Τέλος, από δικονομική σκοπιά πρέπει να επισημανθεί η εξέταση του βασίμου του παραπάνω λόγου ακύρωσης, κατά παράκαμψη του ζητήματος του παραδεκτού του, δεδομένου ότι υποβλήθηκε μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης. Επιπλέον, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξετάζει τη βασιμότητα όλων των λόγων που αφορούν την μη πρόσδοση αναδρομικής ισχύος από 1.1.2002 στη θεσπιζόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμιση περί αύξησης του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών, καίτοι αυτοί προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το ελληνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, το έννομο συμφέρον εξετάζεται αυτοτελώς όχι μόνον ως προς το ένδικο βοήθημα αλλά και ως προς κάθε προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος. Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, η αιτούσα ένωση δεν επικαλείται ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύει ότι ιδιωτικές κλινικές – μέλη της είχαν κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και έως τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης ενεργές συμβάσεις με ασφαλιστικούς οργανισμούς, των οποίων οι αφορώντες το νοσήλιο όροι θα είχαν επηρεασθεί από την αναδρομική εφαρμογή από 1.1.2022 της θεσπιζόμενης με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμισης, υπό την έννοια ότι και στις παρασχεθείσες με βάση τις συμβάσεις αυτές υπηρεσίες σε ασφαλισμένους κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να εφαρμοσθεί, με βάση όρο των συμβάσεων αυτών, το θεσπισθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση αυξημένο νοσήλιο. Ειδικότερα, αν δεν υπήρχαν συμβάσεις περιέχουσες τέτοιον όρο, η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομική ισχύ στη θεσπιζόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμιση θα ήταν αλυσιτελής, εφόσον οι ιδιωτικές κλινικές, δεσμευόμενες από τις συμβάσεις που είχαν συνάψει ελευθέρως με ασφαλιστικούς οργανισμούς, δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την καταβολή σ’ αυτές του αυξημένου νοσηλίου για χρονικό διάστημα προγενέστερο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Στο πλαίσιο της πρόσφατης τάσης του για πλήρη και ουσιαστική εκκαθάριση των διαφορών που άγονται ενώπιόν του, το Δικαστήριο προβαίνει σε πλήρη έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, απαντώντας στο σύνολο των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Απαγκιστρώνεται έτσι από το αυστηρό περιεχόμενο ρητών δικονομικών νόμων επί τω τέλει της διατύπωσης νέων νομολογιακών δικονομικών κανόνων. Από την άλλη πλευρά, εφόσον οι λόγοι αυτοί αφορούν παράβαση της συνταγματικής υποχρέωσης συμμόρφωσης σε ακυρωτική δικαστική απόφαση, δηλαδή ανάγονται στη συνταγματικότητα της προσβαλλόμενης ρύθμισης, είναι και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι, ανεξαρτήτως (παραδεκτής ή όχι) προβολής από τον αιτούντα.
11. Διαφορετική προσέγγιση υιοθετεί ως προς την αξιολόγηση των παραπάνω λόγων ακύρωσης η μειοψηφούσα άποψη που δέχθηκε ήδη (σκέψη 16) ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, αφού προέβη σε «αναπροσαρμογή» των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών χωρίς να βεβαιώνεται ούτε να προκύπτει ότι η τιμή των υπηρεσιών, όπως «αναπροσαρμόσθηκε», καλύπτει το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης ιδιωτικής κλινικής. Συνεχίζοντας με συνέπεια τη συλλογιστική της, η μειοψηφούσα γνώμη δέχεται ότι ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς συμμόρφωσης του κανονιστικού νομοθέτη προς την απόφαση προβάλλεται παραδεκτώς από τους αιτούντες, οι σχετικές αιτιάσεις των οποίων εκρίθησαν ως παραδεκτές (αλλά και ως βάσιμες) από την Τριμελή Επιτροπή του ΣτΕ, κατά τη διαδικασία διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την απόφαση ΣτΕ 3551/2005. Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι συνδέει τη διαδικασία διαπίστωσης μη συμμόρφωσης του Ν. 3068/2002, με τον μεταγενέστερο ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο της διοικητικής πράξης που εκδίδεται προς συμμόρφωση. Το βασικό σημείο της μειοψηφούσας άποψης έγκειται, ωστόσο, στην αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 95 παρ. 5 του Σ και 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989, κατά την οποία η κανονιστική πράξη που εκδίδεται μετά από ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ανατρέχει αναγκαίως στον χρόνο ισχύος της ακυρωθείσης από το Δικαστήριο προηγούμενης πράξης της διοικητικής αρχής στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, που ο νομοθέτης δεν ανέχεται κενά στην κανονιστική ρύθμιση ορισμένου, ιδιαιτέρου κοινωνικού ενδιαφέροντος, ζητήματος. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η υποχρεωτική πρόσδοση αναδρομικής ισχύος σε κανονιστική πράξη, κατά παρέκκλιση της σχετικής γενικής αρχής, είναι κατ’ αρχήν σύμφωνη και με την ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, απόφαση επί του παραδεκτού της 30.9.2014, Syndicat des Compagnies Aériennes Autonomes κατά Γαλλίας, αριθμός προσφυγής 52911/10, σκέψη 47). Στη συνέχεια, ερμηνεύει συσταλτικά τη δυνατότητα περιορισμού της αναδρομικής ισχύος της ακυρωτικής απόφασης, δεχόμενη ότι το μεν Δικαστήριο μπορεί να προβεί στον περιορισμό αυτό με την ακυρωτική απόφαση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, που ρυθμίζονται ήδη ρητώς με το άρθρο 50 παρ. 3β του ΠΔ 18/1989, ο δε νομοθέτης σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, και υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς επίρρωση της παραπάνω κρίσης, γίνεται αναφορά στη σχετική προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ από το γαλλικό Conseil d’Etat, με την απόφαση της 26.6.6.2015, Association France Nature Environnement. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, ο περιορισμός της αναδρομικής ισχύος εθνικής δικαστικής απόφασης που ακυρώνει διοικητική πράξη λόγω αντίθεσής της προς το ενωσιακό δίκαιο τελεί υπό προϋποθέσεις που καθορίζει το ίδιο το ΔΕΕ κατόπιν προδικαστικής παραπομπής του εθνικού δικαστηρίου. Η υπό εξέταση υπόθεση δεν παρουσιάζει διασυνοριακό στοιχείο, επομένως, το ενωσιακό δίκαιο δεν έλκεται σε εφαρμογή, οπότε δεν δικαιολογείται και παρέμβαση του ΔΕΕ. Πρόκειται, επομένως, για «αυθόρμητη» επίδραση και άντληση έμπνευσης από το ενωσιακό δίκαιο σε παρεμφερείς θεσμούς. Εφαρμόζοντας με συνέπεια τη μείζονα που διατύπωσε, η μειοψηφούσα γνώμη δέχεται ότι η ακύρωση, με την απόφαση ΣτΕ 3551/2005, της παραγράφου 1 της ΚΥΑ Υ4ε/9044 π.π./11.10.2001 επέβαλλε στην ασκούσα την κανονιστική αρμοδιότητα αρχή την εκ νέου ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος του καθορισμού των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών με κανονιστική πράξη ισχύος από 1.1.2002, όπως έγινε δεκτό και με την απόφαση 3/2013 του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι ούτε η ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 3551/2005 περιόρισε την αναδρομική ισχύ του ακυρωτικού αποτελέσματος, ώστε να απαλλάξει τη Διοίκηση από την αναδρομική ρύθμιση του ζητήματος, ούτε η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 1579/1985 της παρείχε τέτοια εξουσία. Η μειοψηφούσα γνώμη καταδεικνύει ότι πέρα του κατά πόσο το ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να περιορίζει πρωτογενώς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, τίθεται και το ζήτημα αν μπορεί να το περιορίζει ο ίδιος ο κανονιστικός νομοθέτης, ο οποίος μάλιστα στηρίζεται στην ίδια εξουσιοδοτική διάταξη βάσει της οποίας εκδόθηκε και η ακυρωθείσα πράξη του και, κατ’ επέκταση, ποια είναι τα όρια ερμηνείας της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η σχετική ευχέρεια είναι αυστηρά οριοθετημένη. Η εν λόγω δογματικά συνεπής ερμηνεία περιορίζεται στην αυστηρώς νομική διάσταση του ζητήματος, στερώντας ενδεχομένως τον δικαστή, που ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης με την οποία η Διοίκηση συμμορφώθηκε σε προηγούμενη ακυρωτική του απόφαση, από τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την κρίση του με κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους [πρόσφατη ανάλυση της σχετικής εξουσίας του Γάλλου δικαστή, από J. Sirinelli, Les annulations d’application différée, RFDA 2019].
Διάγραμμα της απόφασης
ΣτΕ 2137/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 26 Νοεμβρίου 2008 αίτηση:
των: ….
κατά των: 1. Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2. Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και 3. Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
…
Προσβαλλόμενη πράξη
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Υ4ε/130675/22.9.2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθώς και Οικονομίας και Οικονομικών «Αύξηση τιμολογίου νοσηλίων Ιδιωτικών Κλινικών της χώρας» (Β΄ 2115/14.10.2008), κατά το μέρος που η προβλεπόμενη από αυτήν αύξηση του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, εκτός των νευροψυχιατρικών, περιορίζεται στα ανακαθοριζόμενα, ανά θέση νοσηλείας, ποσά (Γ:34,63 ευρώ, Ββ:38,09 ευρώ, Βα:45,01 ευρώ και Α:51,94 ευρώ) και παραλείπεται η πρόσδοση στη ρύθμιση αυτή αναδρομικής ισχύος από 1.1.2002. Επίσης, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση «της παράλειψης των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Οικονομίας και Οικονομικών να συμπεριλάβει [-ουν] στην πρώτη προσβαλλόμενη ανακοστολόγηση του τιμολογίου των εξόδων ναρκώσεως και χειρουργείου».
Παραίτηση αιτούντων – κατάργηση της δίκης ως προς τους παραιτηθέντες
- Επειδή, με δήλωση επ’ ακροατηρίου της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως οι αναφερόμενοι σε αυτό αιτούντες υπ’ αριθ. 3 έως και 26 ….. Επομένως, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ως προς τους αιτούντες αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). Κατόπιν τούτου, η υπό κρίση αίτηση είναι εξεταστέα ως προς τις λοιπές αιτούσες υπ’ αριθ. 1 και 2 του δικογράφου και συγκεκριμένα την ένωση προσώπων με την επωνυμία «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Πελοποννήσου- Δυτικής Ελλάδας και Νήσων» και την ατομική επιχείρηση ιδιωτικής ορθοπεδικής κλινικής «Γρηγόριος Χ. Σολωμός».
Μετατροπή εταιρικής μορφής – δήλωση περί συνέχισης της δίκης
- Επειδή, η υπογράφουσα το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως δικηγόρος Σ.Π. παρέστη, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, ως πληρεξούσια δικηγόρος της εταιρείας με την επωνυμία «Γ. Σ. Ειδική Ορθοπεδική Κλινική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» και δήλωσε ότι η εταιρεία αυτή συνεχίζει την προκειμένη δίκη, κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ως προελθούσα από μετατροπή της, ασκησάσης την υπό κρίση αίτηση, προαναφερόμενης ατομικής επιχείρησης ιδιωτικής ορθοπεδικής κλινικής «Γ. Χ. Σ.». Ειδικότερα, από την 6375/24.6.2011 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών Ε.Λ. με τίτλο «Μετατροπή ατομικής επιχείρησης σε Ε.Π.Ε. σύμφωνα με τους νόμους 2166/1993 και 3190/1955» (που καταχωρίσθηκε την 1.7.2011 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 5979/7.7.2011, τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ.), προκύπτει ότι η ανωτέρω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ε.π.ε.) συνεστήθη, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, δια συμβάσεως μεταξύ της Λ. Β.-Σ., ιδιοκτήτριας της ατομικής επιχείρησης που είχε ως αντικείμενο την εκμετάλλευση της ευρισκόμενης στην Πάτρα ιδιωτικής κλινικής «Κλινική Ορθοπεδική Γ. Χ. Σ.», καθώς και του Γ. Σ. και του Φ.Π., ο οποίος ενήργησε για τον εαυτό του ατομικώς και ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας «ΟΛ…Α.Ε.». Κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη και το ενσωματωμένο σε αυτήν ιδρυτικό καταστατικό της ε.π.ε., η Λ. Β.-Σ. εισέφερε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων (ενεργητικό-παθητικό-κεφάλαιο) της ατομικής επιχείρησής της «επί σκοπώ μετατροπής της» στην εν λόγω ε.π.ε. «με βάση τις διατάξεις του ν. 2166/1993». Στη συνέχεια, με την 6807/30.5.2012 συμβολαιογραφική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου (που καταχωρίσθηκε στις 19.6.2012 στο Γ.Ε.ΜΗ. και σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 5037/21.6.2012, τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ.), η Λ. Β.-Σ.μεταβίβασε τα ανήκοντα σε αυτήν εταιρικά μερίδια της ως άνω ε.π.ε. και αποχώρησε από την εταιρεία (όπως και ο Γ. Σ.), στη σύνθεση της οποίας, πέραν των ανωτέρω αρχικών εταίρων Φ.Π. και ανώνυμη εταιρεία, μετέχει έκτοτε και η νεοεισελθούσα εταίρος Α.Π. Με το από 22.3.2013 πρακτικό της συνέλευσης των εταίρων της ως άνω ε.π.ε. αποφασίσθηκε η «συνέχιση της [παρούσης] δίκης από την δια μετατροπής συσταθείσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης…, ως καθολικού διαδόχου της [αιτούσης] ατομικής επιχείρησης». Κατ’ επίκληση των προαποδεικτικώς προσκομισθέντων ανωτέρω στοιχείων και της δηλωθείσης σχέσης καθολικής διαδοχής, ο Φ.Π., υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της προαναφερόμενης ε.π.ε., διόρισε με το ….. ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο με αρ. πρωτ:…. τη δικηγόρο Αθηνών Σ.Π. ως πληρεξούσια της εν λόγω εταιρείας, προκειμένου, διαζευκτικώς ή από κοινού με έτερους διορισθέντες δικηγόρους, να παραστεί για λογαριασμό της εταιρείας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και να υποστηρίξει την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Δυνάμει δε του συμβολαιογραφικού αυτού πληρεξουσίου παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος και υπέβαλε δήλωση περί συνεχίσεως της ανοιγείσης δίκης από την εκ μετατροπής της ατομικής επιχείρησης προελθούσα προαναφερόμενη ε.π.ε.
Έλλειψη νομιμοποίησης ΕΠΕ για τη διεξαγωγή της δίκης αντί της ατομικής επιχείρησης που άσκησε την αίτηση ακύρωσης – καθολική ή οιονεί καθολική διαδοχή
- Επειδή, δεν νομιμοποιείται να διεξαγάγει την παρούσα δίκη η ως άνω ΕΠΕ αντί της, ασκησάσης την υπό κρίση αίτηση, ατομικής επιχείρησης της Λ. Β. -Σ., δεδομένου ότι η εταιρεία αυτή δεν κατέστη καθολική ή οιονεί καθολική διάδοχος της στερούμενης, άλλωστε, νομικής προσωπικότητας εν λόγω ατομικής επιχείρησης, δηλαδή του φορέα της ατομικής επιχείρησης φυσικού προσώπου. Τούτο διότι καθολική ή οιονεί καθολική διαδοχή χωρεί μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το προβλέπει ρητώς (βλ. Σ.τ.Ε. 3841/2012, 3516/2011 7μ, 3636/2002 7μ, 1070/2000, 1125/1984, 2900/1973 7μ, 1253/1972 7μ, 1977/1965 7μ), τέτοια δε πρόβλεψη δεν υφίσταται όσον αφορά τη μετατροπή, όπως εν προκειμένω, ατομικής επιχείρησης σε EΠΕ. Συγκεκριμένα, στις διατάξεις του εταιρικού δικαίου (βλ. άρθρα 51 παρ. 1,2 και 53 παρ. 1-4 του ν. 3190/1955 περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, Α΄ 91, όπως το άρθρο 51 τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του ν. 2339/1995, Α΄ 204, καθώς και άρθρα 66 και 67 του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, Α΄ 37, όπως ισχύουν) προβλέπεται μεν η μετατροπή εταιρείας με νομική προσωπικότητα σε εταιρεία άλλης μορφής, η οποία, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, μπορεί να συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες της πρώτης εταιρείας (βλ. Σ.τ.Ε. 4150/2012, 1656/2011, 861/2010, 3470/2007, 2659/1981, Α.Π. 335/1996), δεν προβλέπεται, όμως, η μετατροπή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα (όπως η αστική εταιρεία των άρθρων 741 επ. του Α.Κ.) ή ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα (βλ. Σ.τ.Ε. 3841/2012, 3516/2011 7μ). Περαιτέρω, ούτε η εισφορά ατομικής επιχείρησης ενός των εταίρων σε συνιστώμενη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης προβλέπεται στο νόμο ως περίπτωση καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3841/2012, 3516/2011 7μ., 2958/2000, 3894/1995, 2900/1973 7μ, 1253/1972 7μ, 1977/1965 7μ.), ούτε μπορεί να ιδρυθεί με σύμβαση σχέση καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής (βλ. Σ.τ.Ε. 3841/2012, 2900/1973 7μ, 1253/1972 7μ.). Εξάλλου, ο ν. 2166/1993 (Α΄ 137), κατ’ επίκληση του οποίου (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄) εχώρησε η μετατροπή της αιτούσης ατομικής επιχείρησης – και ο οποίος θέσπισε φορολογικά κίνητρα για τη διευκόλυνση του μετασχηματισμού επιχειρήσεων «οιασδήποτε μορφής», εταιρικών ή ατομικών, σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμη εταιρεία-, ρητώς προβλέπει, στο άρθρο 5 παρ. 1, ότι κατά την εφαρμογή του αναπτυξιακού αυτού νόμου δεν θίγονται, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 1 και 2 και 53 παρ. 1-4 του ν. 3190/1955, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τα ανωτέρω, καθολική ή οιονεί καθολική διαδοχή επέρχεται επί μετατροπής εταιρείας άλλης μορφής σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία, εντεύθεν, συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της μετατρεπόμενης εταιρείας και τις εκκρεμείς δίκες της. Περαιτέρω, ο ν. 2166/1993 δεν προβλέπει εφαρμογή των περί καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 3190/1955 στη ρυθμιζόμενη από αυτόν περίπτωση μετατροπής ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ούτε περιέχει ρύθμιση για τις έννομες συνέπειες του εν λόγω μετασχηματισμού σε ό,τι αφορά την επέλευση καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής. Ενόψει των ανωτέρω, η παράσταση στο ακροατήριο της εταιρείας «Γ. Σ. Ειδική Ορθοπεδική Κλινική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» δεν ήταν νόμιμη και, συνεπώς, ως προς αυτήν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το άρθρο 27 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989. Ούτε, άλλωστε, ανακύπτει εν προκειμένω ζήτημα συνέχισης της παρούσης δίκης από την εν λόγω ε.π.ε. υπό την ιδιότητα της ειδικής διαδόχου της αιτούσης ατομικής επιχείρησης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η επ’ ονόματι της Λ. Β. -Σ. εκδοθείσα Ε2/21417/7.9.1994 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της ως άνω ιδιωτικής κλινικής, όπως αυτή τροποποιήθηκε, έχει μεταβιβασθεί στην ΕΠΕ με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 235/2000 (Α΄ 199), τοιαύτη δε μεταβολή στον δικαιούχο της σχετικής διοικητικής άδειας δεν επήλθε με την, κατά τα ανωτέρω, συναφθείσα σύμβαση περί μετατροπής της αιτούσης ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 387/2008).
Έννομο συμφέρον αιτούσας ένωσης προσώπων
- Επειδή, η, κατ’ άρθρο 107 του Αστικού Κώδικα, αιτούσα ένωση προσώπων με την επωνυμία «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Νήσων» με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την υπό κρίση αίτηση κατά της Υ4ε/130675/2008 κοινής υπουργικής απόφασης «όσον αφορά την αύξηση του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών», ισχυριζόμενη ότι η εν λόγω αύξηση δεν ανέρχεται στο προσήκον, κατ’ αυτήν, ύψος ….. Τούτο διότι η εν λόγω ένωση έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την «προώθηση και αντιμετώπιση των επαγγελματικών και οικονομικών, μη κερδοσκοπικών, συμφερόντων των μελών της», δηλαδή φυσικών και νομικών προσώπων επ’ ονόματι των οποίων έχουν εκδοθεί άδειες λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών εντός των γεωγραφικών ορίων σύμφωνα και με την επωνυμία της ένωσης (….), και, υπό προϋποθέσεις, ιδιωτικών κλινικών εκτός των εν λόγω γεωγραφικών ορίων (άρθρα 4 και 5 του υπ’ αριθ. 48/18.1.2005 καταστατικού).
Παραίτηση από λόγους ακύρωσης
- Επειδή, η ως άνω ένωση προσώπων, ως προς την οποία είναι περαιτέρω εξεταστέα η υπό κρίση αίτηση, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, που επαναλήφθηκε και με το υποβληθέν εντός της ταχθείσης προθεσμίας μετά τη συζήτηση της υπόθεσης από 14.6.2013 υπόμνημα, παραιτήθηκε από τους προβαλλόμενους, με την υπό κρίση αίτηση, υπό τα στοιχεία Β1 και Β2 λόγους ακυρώσεως (σελ. 19 έως 21 του δικογράφου) σχετικά με την προσβαλλόμενη παράλειψη των εκδόντων την Υ4ε/130675/2008 κοινή απόφαση συναρμόδιων Υπουργών να προβλέψουν, για τις ιδιωτικές κλινικές της χώρας (εκτός των νευροψυχιατρικών), ανακοστολόγηση/αύξηση του τιμολογίου των εξόδων νάρκωσης και χειρουργείου.
Έκδοση προσβαλλόμενης πράξης προς συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 3551/2005
- Επειδή, κατόπιν διαδοχικών ανακαθορισμών μέχρι το έτος 1993 (βλ. τα άρθρα 13 παρ. 1 εδ. Α΄ του π.δ. 234/1980, Α΄ 66, 1 του π.δ. 1072/1981, Α΄ 259, 1 παρ. 1 εδ. α΄ και 6 του π.δ. 187/1985, Α΄ 75, τις παρ. 1 εδ. 1α της κ.υ.α. Α3β/Φ.15/18158/1990, Β΄ 839, παρ. 1 εδ. α΄, γ΄ της κ.υ.α. Α3γ/Φ.15/οικ.6795/1992, Β΄ 468 και παρ. 2 της κ.υ.α. Α3α/Υ4α/Φ.15/1130/ 1993, Β΄ 49), με την Υ4ε/9044 π.π./11.10.2001 κοινή απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας και των Υφυπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών (Β΄ 1372/18.10.2001), που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985 (η ρύθμιση της οποίας αναφέρεται στη σκέψη 13), ανακαθορίσθηκε από 1.1.2002 το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, ανά θέση νοσηλείας (Γ: 29,35 ευρώ, Ββ: 32,28 ευρώ, Βα: 38,15 ευρώ και Α: 44,02 ευρώ, βλ. παρ. 1, με τη δε παρ. 2 της αυτής κ.υ.α. ανακαθορίσθηκε το νοσήλιο των ιδιωτικών νευροψυχιατρικών κλινικών). Η κοινή αυτή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε κατά το μέρος που αφορά την προεκτεθείσα ρύθμιση της παρ. 1, κατ’ αποδοχήν αιτήσεως του σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικής Περίθαλψης» (και ήδη «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδος»), με την 3551/2005 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1, 2 του Συντάγματος, η καθοριζόμενη από τον κοινό ή κανονιστικό νομοθέτη ανώτατη τιμή των παρεχόμενων από επιχείρηση υπηρεσιών «αφενός δεν μπορεί να είναι κατώτερη του κόστους παραγωγής και διαθέσεώς τους, ως κόστους παραγωγής νοούμενου του κόστους ορθολογικά οργανωμένης οικονομικής μονάδας του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής υπό συγκεκριμένες, κατά τόπο και χρόνο, οικονομικοτεχνικές συνθήκες και αφετέρου η ανώτατη τιμή πρέπει να περιλαμβάνει και εύλογο για μία ορθολογικά οργανωμένη επιχείρηση ποσοστό κέρδους». Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, με την ως άνω απόφαση, ότι «κατά την έννοια της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985, ερμηνευόμενης στο πλαίσιο των συνταγματικών αυτών διατάξεων, το τιμολόγιο νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών πρέπει να καθορίζεται κατόπιν συνεκτιμήσεως όχι μόνο του κόστους παραγωγής που επιτυγχάνει μια ορθολογικά οργανωμένη κλινική και δεν μπορεί, πάντως, να είναι κατώτερο του κόστους αυτού, αλλά και ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους, αρκετού για την εξασφάλιση της επιβίωσης της κλινικής ως οικονομικής μονάδας εντός της ανταγωνιστικής αγοράς, ενόψει και του ύψους των αντίστοιχων κρατικών νοσηλίων», ότι «η συνδρομή των όρων αυτών πρέπει να βεβαιώνεται στην κανονιστική απόφαση ή στις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις, προκειμένου να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της εισαγόμενης ρυθμίσεως» και ότι «απόκειται στον ενδιαφερόμενο να αμφισβητήσει ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή τη συνδρομή των ως άνω όρων, προβάλλοντας ότι είναι πεπλανημένη η σχετική τεχνική κρίση της διοικήσεως». Με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε, περαιτέρω, ότι «στην κανονιστική αυτή απόφαση [κ.υ.α. Υ4ε/9044 π.π./2001], όπως και στις προπαρασκευαστικές της πράξεις…, δεν βεβαιώνεται η συνδρομή των, κατά τα ανωτέρω, προσδιοριστικών του ανακαθορισμού του εν λόγω νοσηλίου όρων κατά τους οποίους η καθορισθείσα ανώτατη τιμή δεν είναι κατώτερη του κόστους παραγωγής που επιτυγχάνει ορθολογικά οργανωμένη κλινική και περιλαμβάνεται και το προσδοκώμενο από αυτήν εύλογο ποσοστό κέρδους. … Και μάλιστα παρά το γεγονός ότι το ισχύον κατά τον χρόνον εκδόσεως της προσβαλλόμενης [κ.υ.α. Υ4ε/9044 π.π./2001] π.δ.γμα 235/2000 (Α΄ 199/14.9.2000), με το οποίο θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών, επιδρά επιβαρυντικά στο κόστος λειτουργίας των ήδη λειτουργουσών κλινικών, καθόσον προβλέπει, για την συνέχιση λειτουργίας των κλινικών αυτών, υποχρέωση προσαρμογής, εντός σύντομων προθεσμιών, στις ρυθμίσεις του διατάγματος σχετικά με την αναβάθμιση του λειτουργικού τους πλαισίου, του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, των απαιτούμενων χώρων και του απασχολούμενου προσωπικού…». Ενόψει αυτών, με την ανωτέρω 3551/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η Υ4ε/9044 π.π./2001 κοινή υπουργική απόφαση «δεν είναι σύννομη» και ακυρώθηκε «σύμφωνα με το αιτιολογικό…κατά το μέρος που αφορά στον ανακαθορισμό, από 1.1.2002, του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών της χώρας ανά θέση νοσηλείας, εκτός των ιδιωτικών νευροψυχιατρικών κλινικών…». Της ακυρωτικής αυτής απόφασης επακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση αίτηση Υ4ε/130675/2008 κοινής υπουργικής απόφασης, αφού εν τω μεταξύ το κατ’ άρθρο 2 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) Τριμελές Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε διαπιστώσει, κατ’ αίτηση του ως άνω σωματείου «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδος», αδικαιολόγητη παράλειψη της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς την εν λόγω ακυρωτική απόφαση ένεκα του ότι δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί νέα σχετική με το ως άνω ζήτημα κοινή υπουργική απόφαση (βλ. τα 2/2007 και 45/2007 πρακτικά καθώς και την 26/2008 απόφαση του ως άνω Τριμελούς Συμβουλίου).
Περιεχόμενο προσβαλλόμενης ΚΥΑ: ανακαθορισμός του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, εκτός των νευροψυχιατρικών, ανά θέση νοσηλείας
- Επειδή, με την προσβαλλόμενη Υ4ε/130675/22.9.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθώς και Οικονομίας και Οικονομικών, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985 και τιτλοφορούμενη «Αύξηση τιμολογίου νοσηλίων Ιδιωτικών Κλινικών της χώρας» (Β΄ 2115/14.10.2008), ανακαθορίσθηκε το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, εκτός των νευροψυχιατρικών, ανά θέση νοσηλείας, προσδιοριζόμενο για τη Γ θέση σε 34,63 ευρώ, τη Ββ θέση σε 38,09 ευρώ, τη Βα θέση σε 45,01 ευρώ και για την Α θέση σε 51,94 ευρώ. Σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο και κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης σύστημα τιμολόγησης του νοσηλίου των συμβεβλημένων ιδιωτικών κλινικών της χώρας, επί τη βάσει των ημερών νοσηλείας, για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους σε ασφαλισμένους ασθενείς, το αυξηθέν, με την πράξη αυτή (όπως και με τις σχετικές προϊσχύσασες πράξεις, βλ. την προηγούμενη σκέψη), νοσήλιο αποτελεί «ημερήσιο νοσήλιο», το οποίο αντιστοιχεί στο ανωτέρω προσδιοριζόμενο, ως ανώτατη τιμή ανά θέση νοσηλείας, πάγιο ποσό που καταβάλλει ο ασφαλιστικός φορέας σε συμβεβλημένη ιδιωτική κλινική για κάθε ημέρα νοσηλείας του υπαγόμενου σε αυτόν ασθενούς και περιλαμβάνει τις κατά νόμο καθοριζόμενες υπηρεσίες νοσηλείας, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην οικεία σύμβαση [βλ. άρθρο 14 παρ. 1 του π.δ. 234/1980 και παρ. 1 και 3.3. της κ.υ.α. Α3β/Φ.15/18158/1990, επίσης, όσον αφορά το «ημερήσιο ενοποιημένο (κλειστό) νοσήλιο» των δημόσιων νοσοκομείων, βλ. παρ. Ι της κ.υ.α. Υ4α/οικ.1320/1998, Β΄ 99].
Εισαγωγή, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, του συστήματος των «Ομoιoγενών Διαγνωστικών Κατηγοριών» ή «Ομοειδών Διαγνωστικών Ομάδων» και εφαρμογή, βάσει του συστήματος αυτού, νέας τιμολόγησης «Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων» (Κ.Ε.Ν.) στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές – ίδρυση ΕΟΠΥΥ – έκδοση ΕΚΠΥ
- Επειδή, η πολιτεία, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, υιοθέτησε την εισαγωγή του διεθνώς καθιερωμένου συστήματος των «Ομoιoγενών Διαγνωστικών Κατηγοριών» ή «Ομοειδών Διαγνωστικών Ομάδων» («Diagnostic RelatedGroups» –DRGs), που προκύπτει από την ομαδοποίηση των ασθενειών σε κατηγορίες με υποδιαίρεσή τους σε διαγνωστικές κατηγορίες, και την εφαρμογή, βάσει του συστήματος αυτού, νέας τιμολόγησης «Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων» (Κ.Ε.Ν.) στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) και σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές. Η εφαρμογή της εν λόγω τιμολόγησης ήταν αναγκαία -όπως είχε τονισθεί και κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, στο πλαίσιο της θεσπισθείσης αύξησης του προαναφερόμενου νοσηλίου (βλ. σκέψεις 14 και 15)- για τον εξορθολογισμό και την αναμόρφωση του υφιστάμενου και δυσλειτουργούντος συστήματος κοστολόγησης και αμοιβής των υπηρεσιών νοσοκομειακής περίθαλψης καθώς και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ενόψει και των συναφών «μνημονιακών» υποχρεώσεων της χώρας, που αναλήφθηκαν με τους νόμους 3845/2010 (Α΄ 65/6.5.2010, βλ. Παράρτημα ΙΙΙ παρ. 7, 13, 22 και Παράρτημα IV παρ. 2 περ. Ι και παρ. 3 περ. ii και iii και 4046/2012 (A΄ 28/14.2.2012, βλ. Παράρτημα V-1 παρ. ΙΙ περ. 7 και Παράρτημα V-2 παρ. 2 περ. 2.8. Ειδικότερα, μετά τη σύσταση, με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31/2.3.2011), του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχών Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) ως νέου φορέα κοινωνικής ασφάλισης για την παροχή υπηρεσιών υγείας (βλ. άρθρα 72 παρ. 2 ν. 3984/2011, Α΄ 150/27.6.2011 και 18 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 3918/2011) – στον οποίο εντάσσονται, ως προς τις παροχές σε είδος, οι κλάδοι υγείας υφιστάμενων κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (ως προς Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., Ο.Γ.Α., Ο.Α.Ε.Ε., Ο.Π.Α.Δ. βλ. 17 παρ. 2 ν. 3918/2011, επίσης βλ. άρθρο 42 ν. 4075/2012, Α΄ 89/11.4.2012)-, εκδόθηκε η Φ.90380/25916/3294/ 31.10.2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2456/3.11.2011), με την οποία εγκρίθηκε ο «Ενιαίος Κανονισμός Παροχών Υγείας» (Ε.Κ.Π.Υ.) του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που άρχισε να ισχύει, κατ’ άρθρο 25 αυτής, από 1.1.2012. Η κοινή αυτή υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση και της από 26.10.2011 οικονομικής μελέτης της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προέβλεψε, στο υπό τον τίτλο «Νοσοκομειακή περίθαλψη» άρθρο 10 παρ. Δ περ. β΄, ότι για τη νοσηλεία ασφαλισμένων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε συμβεβλημένες με αυτόν ιδιωτικές κλινικές εφαρμόζεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, η νέα τιμολόγηση των Κ.Ε.Ν. ανά διαγνωστική/θεραπευτική κατηγορία, που είχε εν τω μεταξύ θεσπισθεί, για την τιμολόγηση της νοσηλείας ασθενών στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., με την Υ4α/οικ.85649/27.7.2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια και Ημερήσιο Νοσήλιο στο Ε.Σ.Υ.» (Β΄ 1702/1.8.2011), η οποία καθόρισε την, κατόπιν πιλοτικής εφαρμογής, οριστική εφαρμογή του νέου συστήματος τιμολόγησης στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. από 1.10.2011 (κατά δε την 94622/1.8.2011 «εγκύκλιο» του Υπ.Υ.Κ.Α. από 1.1.2012). Σύμφωνα με την εν λόγω κ.υ.α. Υ4α/οικ.85649/2011, η νέα τιμολόγηση βασίζεται στον παρατιθέμενο στην απόφαση αυτή, υπό μορφή πινάκων, ενιαίο και αναλυτικό ελληνικό κατάλογο επτακοσίων (700) Κ.Ε.Ν./GR-DRGs, ο οποίος περιλαμβάνει τον κωδικό και την περιγραφή κάθε Κ.Ε.Ν., αναφορικά με την κατηγορία της διαγνωσθείσης ασθένειας (π.χ. Ε01Α, μεταμόσχευση ήπατος, Ν37Α Κεφαλαλγία, Ο03Α Επεμβάσεις αμφιβληστροειδούς), καθώς και το κόστος νοσηλείας («κόστος ανά Κ.Ε.Ν.»), όπως και τη διάρκεια νοσηλείας («μέση διάρκεια νοσηλείας», Μ.Δ.Ν.), που έχουν καθορισθεί για κάθε επιμέρους κατηγορία. Περαιτέρω, η εισάγουσα το νέο σύστημα τιμολόγησης ως άνω κ.υ.α. Υ4α/οικ.85649/2011 προσδιόρισε το εννοιολογικό περιεχόμενο του Κ.Ε.Ν., το οποίο καλύπτει, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν, το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών νοσηλείας και διέλαβε ρυθμίσεις για την τιμολόγηση και κάλυψη από τα ασφαλιστικά ταμεία αφενός των πρόσθετων ημερών νοσηλείας στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. σε περίπτωση που η πραγματική διάρκεια νοσηλείας υπερβαίνει την πρότυπη Μ.Δ.Ν. του κάθε Κ.Ε.Ν. και αφετέρου της νοσηλείας σε περίπτωση κάθε νέου Κ.Ε.Ν. και μέχρις ότου λάβει την αντίστοιχη κοστολόγηση (με την εφαρμογή, στις περιπτώσεις αυτές, του προβλεπόμενου από την κ.υ.α. Υ4α/οικ.1320/1998 τιμολογίου ημερήσιου νοσηλίου των νοσοκομείων, όπως αυτό αναπροσαρμοσμένο, κατά τομέα νοσηλείας, απεικονίζεται στον οικείο πίνακα της κ.υ.α. Υ4α/οικ.85649/2011). Η κ.υ.α. αυτή, όπως συμπληρώθηκε με την κ.υ.α. Υ4α/οικ.105.604/27.9.2011 (Β΄ 2150/ 27.9.2011) και τροποποιήθηκε με την κ.υ.α. Υ4α/οικ.13.740/27.3.2012 (Β΄ 940/27.3.2012), με την οποία επεκτάθηκε η νέα τιμολόγηση Κ.Ε.Ν. σε νοσηλευόμενους ασθενείς στο Γενικό Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (Ω.Κ.Κ.), τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, με την κ.υ.α. Υ4α/οικ.18.051/27.3.2012 (Β΄ 946/27.3.2012), εκδοθείσα κατ’ επίκληση και του «τελικού πορίσματος για την κοστολόγηση των Κ.Ε.Ν.». Η εν λόγω κ.υ.α. επανακαθόρισε, από 1.3.2012, τα ποσά των εφαρμοζόμενων, στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., Γ.Ν. Παπαγεωργίου και Ω.Κ.Κ., «Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων», καλούμενων εφεξής «Κλειστά Ελληνικά Νοσήλια» (Κ.Ε.Ν.), και περιέλαβε ρυθμίσεις -όμοιες, κατά βάση, προς τις προαναφερόμενες της κ.υ.α. Υ4α/οικ.85649/2011- σχετικά με την έννοια των Κ.Ε.Ν. και την τιμολόγηση της Μ.Δ.Ν. βάσει του περιλαμβανόμενου σε αυτήν ενιαίου καταλόγου Κ.Ε.Ν., καθώς και για την τιμολόγηση στις περιπτώσεις υπέρβασης της Μ.Δ.Ν. και εισαγωγής νέου και μη εισέτι κοστολογημένου Κ.Ε.Ν. Εξάλλου, η, εγκριτική του Ε.Κ.Π.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ως άνω κ.υ.α Φ.90380/25916/ 3294/2011, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις κ.υ.α. Φ.90380/1027/208/19.1.2012 (Β΄ 34/19.1.2012) και Φ. 90380/οικ.2150/ 329/25.1.2012 (Β΄ 56/25.1.2012), αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, στο σύνολό της από την, εγκριτική «νέου» Ε.Κ.Π.Υ., κ.υ.α. Φ. 90380/5383/ 738/10.4.2012 (Β΄ 1233/11.4.2012) και, ήδη, από την κ.υ.α. ΕΜΠ5/ 17.11.2012 (Β΄ 3054/18.11.2012), η οποία ουσιαστικά αποτελεί τον νέο Ε.Κ.Π.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (βλ. Σ.τ.Ε. 3962/2014 Ολ), με ρυθμίσεις αντίστοιχες, ως επί το πλείστον, εκείνων των προηγούμενων Ενιαίων Κανονισμών. Ειδικότερα, η εν λόγω κ.υ.α. ΕΜΠ5/2012 ορίζει, στο υπό τον τίτλο «Νοσοκομειακή περίθαλψη» άρθρο 10, ότι για τη νοσηλεία ασφαλισμένων του ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποζημιώνει σε κάθε συμβεβλημένο, βάσει ειδικής σύμβασης, πάροχο υγείας τις δαπάνες που καθορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τους όρους των συμβάσεων (βλ. και άρθρο 18). Στο ίδιο άρθρο 10 προβλέπεται ότι για τη νοσηλεία ασφαλισμένων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές εφαρμόζεται, μετά από διαπραγμάτευση, η τιμολόγηση των Κ.Ε.Ν. και ότι σε περίπτωση μη ύπαρξης Κ.Ε.Ν. (δηλαδή πάθησης/νοσηλείας μη περιλαμβανόμενης στον κατάλογο των Κ.Ε.Ν.), εφαρμόζεται, όσον αφορά τις ιδιωτικές κλινικές της χώρας, η τιμολόγηση του ημερήσιου κλειστού νοσηλίου, που καθορίζει η προσβαλλόμενη κ.υ.α. Υ4ε/130675/2008 (και ως προς τις ιδιωτικές νευροψυχιατρικές κλινικές, η αντίστοιχη τιμολόγηση της κ.υ.α. Υ4ε/οικ.12971/2007), καλυπτομένης, επιπλέον, της δαπάνης για «τα εξαιρούμενα» της τιμής του εν λόγω νοσηλίου, τα οποία μνημονεύονται στην κ.υ.α. ΕΜΠ5/2012, ενώ προβλέπεται και ποσοστιαία συμμετοχή των ασφαλισμένων επί της συνολικής δαπάνης νοσηλείας που αποζημιώνει, κατά τα ανωτέρω, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές (βλ. παρ. Β, Δ, Ε1. και Ε2.).
Άρθρα 5 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 3, 22 παρ. 5 και 106 Σ
- Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 5 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (παρ. 1) καθώς και ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας …» (παρ. 5, όπως αυτή προστέθηκε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, Α΄ 84). Περαιτέρω, το Σύνταγμα ορίζει, αντιστοίχως, στα άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών …» και ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας» (παρ. 1) και «Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας» (παρ. 2).
Ερμηνεία συνταγματικών διατάξεων : δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης ή, κατ’ εξουσιοδότητή του, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να θεσπίζει ρυθμίσεις περιοριστικές της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας στον κλάδο παροχής υπηρεσιών υγείας για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως οι αναγόμενοι στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών
- Επειδή, από τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη συνταγματικές διατάξεις, συνδυαστικώς ερμηνευόμενες, συνάγονται τα εξής: Οι διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 ιδρύουν ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωση του κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών, προς πραγμάτωση της οποίας επιβάλλεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, ενόψει και της συνταγματικής κατοχύρωσης, με το άρθρο 5 παρ. 5, του ατομικού δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας (βλ. Σ.τ.Ε.3804,3962/2014 Ολ, 1812/2013, 1187-1188/2009 Ολ., 3292/1988 7μ, 400/1986 Ολ. και Α.Π. 6/2013 Ολ.). Περαιτέρω, το Σύνταγμα προστατεύει, με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1 και 2, την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, και αποβλέπει στη διασφάλιση της ελεύθερης οικονομικής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν αυτές να λειτουργούν κερδοσκοπικώς εντός της ανταγωνιστικής αγοράς (βλ. Σ.τ.Ε. 366/2008, 2372/2007, 3055/2007 7μ, 1038/2006 7μ, 3633/2004 Ολ., 3624-3625/2001, 2112/1963 Ολ. και Α.Π. 6/2013 Ολ.). Το Σύνταγμα, όμως, πέραν της προστασίας της υγείας και της οικονομικής ελευθερίας, ανάγει, ωσαύτως, σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία και τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, τον οποίο κατοχυρώνει με το άρθρο 22 παρ. 5, καθιστώντας τη μέριμνα για την προαγωγή του σκοπό του κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω κρατικής μέριμνας αποτελεί η διασφάλιση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης μέσω της λειτουργίας βιώσιμων φορέων, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην, κατά το Σύνταγμα, αποστολή τους. Ειδικότερη δε εκδήλωση της μέριμνας αυτής συνιστά η εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας προς όφελος των ασφαλισμένων και των επόμενων γενεών, με τη θέσπιση ρυθμίσεων που κατατείνουν στη συγκράτηση των δαπανών παροχής υπηρεσιών υγείας εντός των οικονομικών δυνατοτήτων των εν λόγω οργανισμών, καθώς και στην αναδιάρθρωση και τον εξορθολογισμό του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος υγείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 2287-2290/2015, 3962/2014, 668,1285-1286/2012, 2197-2200/2010). Στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης ή, κατ’ εξουσιοδότητή του, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να θεσπίζει ρυθμίσεις περιοριστικές της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας στον κλάδο παροχής υπηρεσιών υγείας για λόγους δημοσίου συμφέροντος -μεταξύ των οποίων και οι αναγόμενοι στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (βλ. Σ.τ.Ε. 2287-2290/2015 Ολ., 3783/2015 7μ, 3962/2014 Ολ., 668/2012 Ολ.)-, τούτο δε κατόπιν συνεκτίμησης και στάθμισης των ανωτέρω συνταγματικών αξιών, οι οποίες δεν βαίνουν, άνευ ετέρου, παραλλήλως, αλλά, υπό τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, άγουν πολλάκις σε αντίθετες κατευθύνσεις. Οι περιορισμοί, όμως, αυτοί δεν επιτρέπεται να φθάνουν μέχρι του σημείου να αναιρείται το δικαίωμα στην προστασία της υγείας ή να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της υγείας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 3016, 3962/2014, 1210/2010, 1187-1188/2009 και Α.Π. 6/2013 Ολ.).
Ερμηνεία εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985
- Επειδή, το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985 με τίτλο «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 217), κατ’ επίκληση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, προβλέπει ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών, ύστερα από σύμφωνη [και κατά το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, Α΄ 123, σε συνδ. με το άρθρο 53 παρ. 7 του ν. 1759/1988, Α΄ 50] γνώμη του ΚΕ.Σ.Υ., καθορίζεται το τιμολόγιο των νοσηλίων των νοσοκομείων και των ιδιωτικών κλινικών». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, ρυθμιστική επέμβαση του κράτους, η οποία, με τον καθορισμό ανώτατης ή και κατώτατης τιμής του ημερήσιου νοσηλίου, αποβλέπει στην αποτροπή της υπέρμετρης επιβάρυνσης του κοινού και παράλληλα στη διασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών προϋποθέσεων ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διάταξη σύμφωνα με τον προορισμό τους, που είναι η παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών της επιστημονικώς ενδεδειγμένης στάθμης. Και ναι μεν το τιμολόγιο νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών πρέπει, κατά την έννοια της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, να καθορίζεται κατόπιν συνεκτιμήσεως τόσο του κόστους παραγωγής που επιτυγχάνει ορθολογικά οργανωμένη ιδιωτική κλινική υπό συγκεκριμένες, κατά τόπο και χρόνο, οικονομοτεχνικές συνθήκες, και δεν μπορεί, πάντως, να είναι κατώτερο του κόστους αυτού, όσο και ενός εύλογου ποσοστού κέρδους ορθολογικά οργανωμένης ιδιωτικής κλινικής (βλ. Σ.τ.Ε. 3347, 3551/2005, πρβλ. Σ.τ.Ε. 368, 369, 1934/1989, 2998/1988 Ολ.). Πλην, όμως, ο κανονιστικός νομοθέτης δύναται, κινούμενος εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985, ερμηνευόμενης στο ανωτέρω διαγραφόμενο πλαίσιο συνταγματικών διατάξεων (βλ. σκέψεις 11 και 12), να προβεί, κατά συνεκτίμηση και στάθμιση των ως άνω συνταγματικών επιταγών, ως προσδιοριστικών της δυνατότητας καθορισμού του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών σε δεδομένη συγκυρία, στον ανακαθορισμό εκείνο με τον οποίο, κατά την υποκείμενη σε οριακό δικαστικό έλεγχο κρίση του, εξασφαλίζεται κατ’ αρχήν ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων ορθολογικά οργανωμένων, υπό τις συγκεκριμένες οικονομοτεχνικές συνθήκες, ιδιωτικών κλινικών και, αφετέρου, των απαιτήσεων συντρέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη της βιωσιμότητας των επιφορτισμένων με την κάλυψη του νοσηλίου οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3962/2014 Ολ., 3619/2008, 671-672/2002 7μ.). Για την εξυπηρέτηση δε του δημοσίου αυτού συμφέροντος είναι συνταγματικώς ανεκτός ο παριστάμενος, κατά την κρίση του κοινού ή κανονιστικού νομοθέτη, ως πρόσφορος και αναγκαίος περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων ιδιωτικών κλινικών από την παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης σε ασφαλισμένους, για την οποία οι εν λόγω κλινικές αποζημιώνονται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς υγείας, κατ’ εφαρμογή της οικείας κ.υ.α (ανα)καθορισμού του νοσηλίου, βάσει συμβάσεων που συνάπτουν αυτοβούλως, αποδεχόμενες και τους όρους αμοιβής τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτές. Αντίθετη δε ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε ματαίωση της αποστολής του νομοθέτη να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2439-2440, 2442-2443, 3447-3450, 3564-3569/2015 7μ.). Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ηλίας Μάζος, η γνώμη του οποίου παρατίθεται κατωτέρω στη σκέψη 16.
Ανάλυση της προσβαλλόμενης πράξης: ανακαθορισμός νοσηλίου ιδιωτικών κλινικών
- Επειδή, εν προκειμένω, με την, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985, εκδοθείσα προσβαλλόμενη Υ4ε/130675/2008 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (14.10.2008), ανακαθορίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών της χώρας εκτός των νευροψυχιατρικών, ανά θέση νοσηλείας (Γ θέση 34,63 ευρώ, Ββ θέση 38,09 ευρώ, Βα θέση 45,01 ευρώ και Α θέση 51,94 ευρώ). Στο προοίμιο της απόφασης αυτής γίνεται, μεταξύ άλλων, μνεία της 3/6.7.2007 «απόφασης» της 212ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.), της 3551/2005 ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της, ακυρωθείσης με αυτήν, Υ4ε/9044/2001 κοινής υπουργικής απόφασης. Η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε κατ’ αποδοχή της ως άνω «απόφασης» της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ., η οποία έχει χαρακτήρα σύμφωνης γνώμης (βλ. την προηγούμενη σκέψη). Της γνωμοδότησης δε αυτής προηγήθηκαν η από 21.11.2006 μελέτη «ειδικού εισηγητού-κοστολόγου», ορισθέντος από την Εκτελεστική Επιτροπή του ΚΕ.Σ.Υ. (βλ. το σχετικό από 29.6.2006 έγγραφο), και οι 2/συν.207/18.12.2006 και 1/συν.211/24.5.2007 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ., με τις οποίες αναβλήθηκε η διατύπωση γνώμης επί της κοστολόγησης του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών (πλην νευροψυχιατρικών), ενόψει του ότι είχε κριθεί επιβεβλημένος ο εξορθολογισμός της εν λόγω κοστολόγησης και εν γένει των δαπανών του συστήματος υγείας και αναγκαία η προς τούτο περαιτέρω διερεύνηση του θέματος από «ομάδα εργασίας», αποτελούμενη από μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΕ.Σ.Υ., ειδικό κοστολόγο και εκπροσώπους ασφαλιστικών φορέων, και η υποβολή σχετικού πορίσματος στο ΚΕ.Σ.Υ. εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και, πάντως, μέχρι την επόμενη συνεδρίαση της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ., χωρίς ωστόσο, ενόψει και της πολυπλοκότητας του θέματος, να υπάρξει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, ολοκληρωμένη αντιμετώπισή του, πέραν της καταγραφής των γενικών απόψεων της «ομάδας εργασίας» στο από 21.3.2007 πρακτικό συνεδρίασης. Σύμφωνα με την από 21.11.2006 μελέτη του «ειδικού εισηγητού-κοστολόγου, ελήφθησαν υπόψη οι τιμές του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών στα αστικά κέντρα και την περιφέρεια της χώρας (πλην νευροψυχιατρικών), όπως αυτές είχαν ανακαθορισθεί, ανά θέση νοσηλείας, κατά τα έτη 1992 και 2001, και συνεκτιμήθηκαν, περαιτέρω, οι μεταβολές του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή κατά το διάστημα 1992-2005 και η διαμόρφωση, βάσει αυτού, του εν λόγω νοσηλίου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με την κατανομή των δαπανών των νοικοκυριών μεταξύ ιδιωτικής και κρατικής νοσοκομειακής περίθαλψης καθώς και με τη μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή των δαπανών των ασφαλιστικών ταμείων υγείας, ανά κατηγορία δαπάνης, κατά το διάστημα 2000-2005 (βλ. πίνακες 1-6). Επίσης, αξιολογήθηκαν οικονομικά δεδομένα, βάσει δημοσιευμένων ισολογισμών τους, 41 γενικών, μικτών και ειδικών ιδιωτικών κλινικών (πλην νευροψυχιατρικών), προκύπτοντα από την κλαδική μελέτη του ICAP Ιουλίου 2005 με θέμα «Ιδιωτικές Υπηρεσίες Υγείας», η οποία, όπως αναφέρεται στη μελέτη, χρησιμοποιήθηκε για την καλύτερη σύγκριση των παραμέτρων του κόστους. Κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μελέτη αυτήν, από τα ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι «η συνολική αύξηση στην περίοδο των 10 ετών ανέρχεται σε 20,07% για το νοσήλιο της Γ θέσης στα Αστικά Κέντρα και 30,06% στην Περιφέρεια. Η μέση ετήσια αύξηση εμφανίζει διακύμανση από 2-0,8% και 3-1,9% για τα Αστικά Κέντρα και την Περιφέρεια, στις τιμές των θέσεων από Γ έως Α. Αντίστοιχα, οι δείκτες τιμών καταναλωτή, όπως αυτές δίδονται από την Ε.Σ.Υ.Ε…., δίδουν αύξηση για το αντίστοιχο διάστημα 77,8%», ότι «τα έσοδα ανά κλίνη, σύμφωνα με την κλαδική μελέτη του ICAP, κυμαίνονται από 13.000 έως 242.000 ευρώ και…το μέσο λειτουργικό και καθαρό περιθώριο κέρδους το 2004 βρέθηκε σε αρνητικά επίπεδα -4,76%», ότι «η ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη έχει μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή των δαπανών», ανερχόμενο, μεταξύ άλλων κατηγοριών, σε 8,8% για όλες τις περιοχές της χώρας, σε 11,1% για το σύνολο των αστικών περιοχών, σε 13,6% για την περιφέρεια πρωτευούσης και σε 7,8% για το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, έναντι των αντίστοιχων ποσοστών 2,9%, 3,1%, 3,8% και 0,1% της κρατικής νοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς και ότι «η μέση ετήσια αύξηση των δαπανών των ασφαλιστικών ταμείων υγείας την τελευταία πενταετία, ανά κατηγορία δαπάνης, είναι κατά πολύ μεγαλύτερη των δεικτών των τιμών καταναλωτή για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα», ανερχόμενη σε 12,5% όσον αφορά τη νοσοκομειακή δαπάνη. Επίσης, επισημαίνεται ότι «από το 1992 κι έπειτα, λόγω της αύξησης των νοσηλίων που πληρώνουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί στα δημόσια και ιδιωτικά συμβεβλημένα νοσοκομεία, εμφανίστηκαν ελλείμματα στους κλάδους υγείας των ασφαλιστικών ταμείων» και ότι «η προοπτική βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων με βάση τις αναλογιστικές μελέτες που έχουν καταρτισθεί θεωρείται αρνητική για το σύνολο των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης της χώρας». Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων εξήχθησαν τα ακόλουθα, διαλαμβανόμενα στη μελέτη, συμπεράσματα: «Οι αυξήσεις [του τιμολογίου νοσηλείας των ιδιωτικών κλινικών της χώρας] που έχουν δοθεί από το 1992 μέχρι το 2001 βρίσκονταν σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό που θα έδιδε η χρησιμοποίηση των δεικτών τιμών καταναλωτή…Η εφαρμογή του π.δ. 235/2000 δημιούργησε συνθήκες υψηλότερου κόστους λειτουργίας τόσο στις πάγιες όσο και στις λειτουργικές δαπάνες [των ανωτέρω κλινικών]…Οι ετήσιες αυξήσεις δαπανών των ασφαλιστικών ταμείων υγείας είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από αυτές που θα έπρεπε να υπάρχουν με βάση τους δείκτες τιμών καταναλωτή, στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα….Θα πρέπει στον χώρο των υπηρεσιών υγείας να διαφυλαχθεί ισορροπία μεταξύ των παραγωγών και των προμηθευτών υπηρεσιών υγείας, κατανέμοντας τις παραμέτρους του κόστους ισόποσα και στα πλαίσια των δυνατοτήτων». Περαιτέρω, με την ως άνω από 21.11.2006 μελέτη εκτιμάται ότι «σε ό,τι αφορά την κοστολόγηση των ιατρικών πράξεων, αλλά και γενικότερα τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, θα πρέπει να αποφασισθεί η διαδικασία που ακολουθείται διεθνώς, με διάφορες παραλλαγές, των διαγνωστικών κατηγορών». Ενόψει δε τούτων, στο πλαίσιο «προσπάθειας ισόρροπης κατανομής των βαρών» και διαφύλαξης «του status των δύο μερών (ιδιωτικός τομέας και ασφαλιστικά ταμεία»)», με την ανωτέρω μελέτη προτείνεται η «αναπροσαρμογή» του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών της χώρας (εκτός των νευροψυχιατρικών), με την αύξησή του κατά τα ειδικώς οριζόμενα σε αυτήν.
Σύμφωνη γνώμη του ΚΕΣΥ
- Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα πρακτικά της 212ης/6.7.2007 συνεδρίασης της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ., κατά την οποία διατυπώθηκε η, υιοθετηθείσα από την προσβαλλόμενη πράξη, γνωμοδότηση (3ο θέμα), ο «ειδικός εισηγητής-κοστολόγος» διευκρίνισε, σχετικά με την από 21.11.2006 μελέτη του, ότι αυτή «αναφερόταν σε αναπροσαρμογή και όχι σε κοστολόγηση. …Γιατί με την αναπροσαρμογή μπορούσαμε να είχαμε μία σχέση μεταξύ των δαπανών των ασφαλιστικών ταμείων στις δυνατότητες οι οποίες υπάρχουν και καθορίζουν τη βιωσιμότητα αυτών. Και γι’ αυτόν τον λόγο έγινε μία αναπροσαρμογή. Και δεν αναφέρεται σε πραγματική κοστολόγηση. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος. …αν πηγαίναμε στις πραγματικές τιμές έβγαιναν κάποιες αυξήσεις οι οποίες ήταν κατά πολύ πάνω από τη δυνατότητα και την κόκκινη γραμμή που καθορίζει και τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων». Περαιτέρω, ο ανωτέρω ανέφερε ότι διατυπώθηκε πρόταση «αναπροσαρμογής», αφού ελήφθη υπόψη και ότι «ο δείκτης τιμών καταναλωτή…[εφαρμοζόμενος επί της] τιμής του ιδιωτικού νοσηλίου έχει επηρεάσει δυσμενέστερα τα ασφαλιστικά ταμεία σε σχέση με το κόστος απ’ ότι τη σχέση και το νοσήλιο των ιδιωτικών κλινικών» καθώς και ότι, σύμφωνα με τη σχετική διατύπωση, «δεν έχουμε πρωτόκολλα …όπως είναι στο εξωτερικό με τις διαγνωστικές κατηγορίες ή με τα ιατρικά πρωτόκολλα. …Να πάμε σε μία αναπροσαρμογή…και από κει και πέρα…να γίνει ένα ενιαίο τιμολόγιο για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με βάση τις διαγνωστικές κατηγορίες. Γιατί διαφορετικά δεν μπορούμε να πάμε σε κοστολόγηση. Θα δημιουργηθούν τεράστια προβλήματα σε ό,τι αφορά ακόμη και τη δυνατότητα πληρωμής. Αυτό σε γενικές γραμμές σαν πλαίσιο…Η τελική λύση δεν μπορεί να βρεθεί τώρα. Θα βρεθεί…με ένα ενιαίο τιμολόγιο ανά διαγνωστική κατηγορία…τώρα δίνεται μία αναπροσαρμογή για να ανακουφιστεί κατά κάποιον τρόπο το κόστος και…η τελική λύση σύμφωνα με την απόφαση [3551/2005] του Συμβουλίου της Επικρατείας θα είναι όταν θα ολοκληρωθεί το κόστος με τις διαγνωστικές κατηγορίες…και γίνει κοστολόγηση με βάση τη διαγνωστική κατηγορία» (βλ. σελ. 28-30, 35, 50). Κατά την επακολουθήσασα εκτενή συζήτηση επί του θέματος αποτυπώθηκε η διαμορφωθείσα μέχρι τότε κατάσταση στον κλάδο παροχής των υπηρεσιών υγείας, χαρακτηριζόμενη, μεταξύ άλλων, από τη δυσλειτουργία του υφιστάμενου συστήματος κοστολόγησης και αμοιβής των υπηρεσιών νοσοκομειακής περίθαλψης που παρέχονται σε ασφαλισμένους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από συμβεβλημένες με τους φορείς αυτούς ιδιωτικές κλινικές, επισημάνθηκε δε η ανάγκη εξορθολογισμού και αναμόρφωσης του εν λόγω συστήματος σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την κοστολόγηση των ως άνω υπηρεσιών κατά διαγνωστική κατηγορία (βλ. σελ. 36, 38-42, 45, 46, 48-50, 53, 56, 63, 64, 66, 67). Παράλληλα, θεωρήθηκε ότι κατά το μεσολαβούν χρονικό διάστημα το τιμολόγιο νοσηλείας των ιδιωτικών κλινικών (εκτός των νευροψυχιατρικών, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της συζήτησης) ανά θέση νοσηλείας έπρεπε να αυξηθεί, ενόψει και των κριθέντων με την 3551/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε να συμβάλλει στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω κλινικών υπό τις επικρατούσες κατά το ως άνω διάστημα οικονομοτεχνικές συνθήκες, εκτιμήθηκε δε ότι η δυνατότητα ανακαθορισμού του τιμολογίου συναρτάται και με την οικονομική κατάσταση και, εντεύθεν, τη βιωσιμότητα των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (βλ. σελ. 38, 41-43, 46, 48-51, 59, 62, 66, 67). Στο πλαίσιο αυτό αξιολογήθηκε, επίσης, ότι κάθε ιδιωτική κλινική συνάπτει, κατά την ελεύθερη βούλησή της, σύμβαση με φορέα κοινωνικής ασφάλισης προς παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης σε ασφαλισμένους του (βλ. σελ.37, 55). Περαιτέρω, εκτιμήθηκε ότι η επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας των ήδη λειτουργουσών ιδιωτικών κλινικών από τις ρυθμίσεις του π.δ. 235/2000 δεν ήταν ανατρεπτική της επιβίωσης των κλινικών αυτών εντός της ανταγωνιστικής αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των διαδοχικών παρατάσεων μέχρι 30.6.2007 της προβλεπόμενης από το άρθρο 19 παρ. 2 αυτού προθεσμίας προσαρμογής της λειτουργίας των ως άνω κλινικών στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος, για θέματα προσωπικού, εξοπλισμού και άλλα τεχνικά θέματα (βλ. άρθρα 15 παρ. 4 ν. 2920/2001, Α΄ 131, έως 14.9.2001, 14 παρ. 2 ν. 2955/2001, Α΄ 256, έως 14.3.2002, 19 παρ. 7 ν. 3106/2003, Α΄ 30, έως 31.12.2003, 33 παρ. 1 ν. 3204/2003, Α΄ 296, έως 30.6.2004, 39 ν. 3252/2004, Α΄ 132, έως 31.12.2004, 32 ν. 3305/2005, Α΄ 17, έως 30.6.2005, 28 ν. 3402/2005, Α΄ 258, έως 31.12.2005, και άρθρο όγδοο παρ.4 ν. 3527/2007, Α΄25/9.2.2007, έως 30.6.2007), καθώς και της επικείμενης περαιτέρω παράτασής της (βλ. σελ. 61, 62/ η προθεσμία δε αυτή πράγματι παρατάθηκε μέχρι 31.12.2008 και τελικώς μέχρι 31.12.2010, βλ. άρθρα 5 εδ. β΄ ν. 3627/2007, Α΄ 292/24.12.2007 και 26 ν. 3846/2010, Α΄ 66). Επίσης, από τους μετασχόντες στην ανωτέρω συνεδρίαση της 6ης.7.2007 εκπροσώπους φορέων κοινωνικής ασφάλισης (υποδιοικητές του Ι.Κ.Α. και του Ο.Γ.Α.) επισημάνθηκε ότι η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων είναι προβληματική, η προοπτική βιωσιμότητάς τους είναι αρνητική καθώς και ότι το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται «εκρηκτικό», καθόσον, όπως ανέφεραν, αναμένεται ότι την επόμενη διετία-τριετία (2009/2010) τα ταμεία δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, διατύπωσαν δε την άποψη ότι, κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την εφαρμογή του νέου συστήματος κοστολόγησης ανά διαγνωστική κατηγορία, είναι υλοποιήσιμη η αύξηση του τιμολογίου νοσηλείας των ιδιωτικών κλινικών σε ποσοστό κυμαινόμενο στο 17% ή 18% του νοσηλίου που προέβλεπε, ανά θέση νοσηλείας, η Υ4ε/9044 π.π./2001 κοινή υπουργική απόφαση, προς αποφυγή περαιτέρω διόγκωσης των οικονομικών ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων και διατάραξης σε σημαντικό βαθμό του προϋπολογισμού τους (βλ. 38, 47, 48, 58, 59). Συναφώς αναφέρθηκε ότι το πρόβλημα της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων καθίσταται εντονότερο, καθόσον, σύμφωνα και με την ανωτέρω από 21.11.2006 μελέτη του «ειδικού εισηγητού-κοστολόγου», η χρήση των υπηρεσιών υγείας, που παρέχονται στον τομέα της ιδιωτικής νοσοκομειακής περίθαλψης, είναι πολύ μεγαλύτερη εκείνων της κρατικής νοσοκομειακής περίθαλψης, με αποτέλεσμα ακόμη και η ελάχιστη αύξηση του τιμολογίου νοσηλείας των ιδιωτικών κλινικών της χώρας (πλην νευροψυχιατρικών) να επιφέρει σημαντική επιβάρυνση στον προϋπολογισμό των ταμείων (βλ. τα πρακτικά συνεδρίασης της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ, από 6.7.2007 σελ. 48 και από 18.12.2006 σελ. 9, 10). Ενόψει των προαναφερομένων στην παρούσα και την προηγούμενη σκέψη, το ΚΕ.Σ.Υ., με την 3/συν.212/6.7.2007 «απόφασή» του εν Ολομελεία (θέμα 3ο), αφού έλαβε υπόψη και τις, μνημονευόμενες στο προοίμιο αυτής, προτάσεις ενδιαφερομένων επαγγελματικών ενώσεων (αιτούσα «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Πελοποννήσου- Δυτικής Ελλάδας και Νήσων» και «Ομοσπονδία Ενώσεων Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδας») σχετικά με την κοστολόγηση του ως άνω νοσηλίου και το προσήκον, κατ’ αυτές, ύψος του, «αποφάσισε ομόφωνα την αναπροσαρμογή του Νοσηλίου των Ιδιωτικών Κλινικών [εκτός των νευροψυχιατρικών] σε ποσοστό 18% επί των τιμών της κοινής Υπουργικής Απόφασης του έτους 2001 (υπ’ αριθ. Υ4ε/9044 π.π./2001…)» και «με τη δέσμευση όπως, εντός ενός (1) έτους, μελετηθεί το θέμα από το ΚΕ.Σ.Υ. και καθορισθούν διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα για κάθε νόσημα, τα οποία θα διέπουν και θα κοστολογούν τη λειτουργία των Ιδιωτικών Κλινικών και των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του Ε.Σ.Υ. και τα οποία θα αντικαταστήσουν το ανοικτό και το κλειστό νοσήλιο, διαμορφώνοντας έτσι ένα ενιαίο τιμολόγιο ανά διαγνωστική κατηγορία». Υιοθετώντας τη σύμφωνη αυτή γνώμη της Ολομέλειας του ΚΕ.Σ.Υ., η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση Υ4ε/130675/2008 κοινή υπουργική απόφαση προέβλεψε, όπως έχει προαναφερθεί, αύξηση του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών της χώρας (εκτός των νευροψυχιατρικών) ανά θέση νοσηλείας σε 34,63 ευρώ για τη Γ θέση, σε 38,09 ευρώ για τη Ββ θέση, σε 45,01 ευρώ για τη Βα θέση και σε 51,94 ευρώ για την Α θέση, κατά ποσοστιαία αναπροσαρμογή 18% του αντίστοιχου, ανά θέση, νοσηλίου που είχε καθορίσει η Υ4ε/9044 π.π./2001 κοινή υπουργική απόφαση.
Συμβατότητα της πρόσκαιρης αναπροσαρμογής του νοσηλίου των συμβαλλόμενων με φορείς κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικών κλινικών προς τις εφαρμοστέες συνταγματικές διαταξεις – αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακύρωσης
- Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη σε συνδυασμό με τα προπαρασκευαστικά στοιχεία της (βλ. σκέψεις 14 και 15), και επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, από μεταγενέστερα της έκδοσής της στοιχεία (βλ. σκέψη 10), η επίδικη «αναπροσαρμογή» του νοσηλίου των συμβαλλόμενων με φορείς κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικών κλινικών (πλην νευροψυχιατρικών) θεσπίσθηκε με την προοπτική της αναδιάρθρωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και της μελέτης του ζητήματος της «κοστολόγησης» των υπηρεσιών νοσοκομειακής περίθαλψης στο πλαίσιο της εφαρμογής του νέου συστήματος τιμολόγησης ανά διαγνωστική κατηγορία. Η θεσπιζόμενη με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. ρύθμιση περί πρόσκαιρης αναπροσαρμογής κατά 18% του νοσηλίου των ως άνω κλινικών, που είχε καθορισθεί, ανά θέση νοσηλείας, με την κ.υ.α. Υ4ε/9044 π.π./2001, αποβλέπει, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί (βλ. σκέψεις 14 και 15), στην αντιμετώπιση των αναγκαίων οικονομικών προϋποθέσεων ομαλής λειτουργίας των κλινικών προς αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών υγείας μέχρι την εξαγγελθείσα ως επικείμενη θεσμοθέτηση και εφαρμογή του νέου συστήματος τιμολόγησης βάσει των Κ.Ε.Ν., κατά τρόπο μη επαγόμενο τη διακινδύνευση της βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, στην οποία θα οδηγούσε, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, που δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, η πλήρως κοστολογημένη αντιστοίχηση του τιμολογίου προς τις δαπάνες λειτουργίας των κλινικών αυτών. Ως εκ τούτου, με την επίμαχη ρύθμιση επιδιώκεται η εξασφάλιση κατ’ αρχήν ισορροπίας ανάμεσα στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη (5 παρ. 1) προστασία των οικονομικών συμφερόντων των εν λόγω κλινικών και στη διασφάλιση, κατά τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του τότε υφιστάμενου κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος προς ομαλή μεταβάσή του στο νέο, μέσω του περιορισμού των χρηματικών απαιτήσεων ιδιωτικών κλινικών (εκτός των νευροψυχιατρικών), που απορρέουν από συμβάσεις παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών σε ασφαλισμένους ασφαλιστικών οργανισμών υγείας, εντός των οικονομικών δυνατοτήτων των οργανισμών. Στον περιορισμό δε αυτόν, ως απότοκο του ως άνω ανακαθορισμού του νοσηλίου, κατέληξε ο κανονιστικός νομοθέτης, αφού έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. σκέψεις 14 και 15), οικονομικά και λοιπά σχετικά στοιχεία που ασκούν κατ’ αρχήν επιρροή στη διαμόρφωση του ύψους του νοσηλίου ορθολογικά οργανωμένης ιδιωτικής κλινικής (πλην νευροψυχιατρικής) υπό τις επικρατούσες οικονομοτεχνικές συνθήκες καθώς και τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο θεσμοθέτησης της επίμαχης αύξησης (Νοέμβριο 2006 έως Οκτώβριο 2008) δυσμενείς, με προοπτική περαιτέρω επιδείνωσης, συνθήκες, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών και εμμέσως τη δυσμενή κατάσταση της εθνικής οικονομίας, της οποίας οι επιπτώσεις κατέστησαν εντόνως εμφανείς, κατά τα κοινώς γνωστά, με την περιέλευση της χώρας σε οξεία δημοσιονομκή κρίση από το έτος 2010 (βλ. Σ.τ.Ε. 668/2012 Ολ.). Ενόψει αυτών καθώς και των γενομένων δεκτών στις δωδέκατη και δέκατη τρίτη σκέψεις, η εκδηλωθείσα με την προσβαλλόμενη κ.υ.α. ρυθμιστική επέμβαση του κράτους για τον ανακαθορισμό του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών (εκτός των νευροψυχιατρικών), κατά το ως άνω μεταβατικό στάδιο, επάγεται συνταγματικώς επιτρεπτό περιορισμό των χρηματικών απαιτήσεων των κλινικών αυτών κατά των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών για παρεχόμενη νοσηλεία σε ασφαλισμένους τους, ο οποίος δικαιολογείται από την ανάγκη ικανοποίησης του συντρέχοντος, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που ανάγεται στη διαφύλαξη της βιωσιμότητας των ως άνω οργανισμών προς πραγμάτωση της κατά το Σύνταγμα αποστολής τους. Ειδικότερα, η επίδικη ρύθμιση επιφέρει μεν, κατά τα ανωτέρω, περιορισμό των χρηματικών απαιτήσεων ιδιωτικών κλινικών, δεν θίγει όμως τον πυρήνα της κατοχυρούμενης, με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, διότι δεν επιβάλλεται η εν γένει παροχή των υπηρεσιών των εν λόγω κλινικών σε ασφαλισμένους ασφαλιστικών οργανισμών υγείας με όρους αμοιβής που οι ίδιες δεν αποδέχονται. Αντιθέτως, κατ’ ενάσκηση της δικαιοπρακτικής ελευθερίας τους, οι επιχειρήσεις αυτές, όπως έχει ήδη εκτεθεί (βλ. σκέψη 13), αυτοβούλως προβαίνουν στη σύναψη των σχετικών συμβάσεων, αποδεχόμενες και την αμοιβή τους βάσει του κανονιστικώς καθοριζόμενου, κατ’ ανώτατη τιμή, νοσηλίου, δύνανται δε να μη συμβληθούν με κοινωνικοασφαλιστικό οργανισμό σε περίπτωση που κρίνουν την εν λόγω αμοιβή ως μη συμφέρουσα για την παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών τους. Περαιτέρω, ενόψει του δημοσίου συμφέροντος σκοπού, ο οποίος υπαγόρευσε την επιβολή του προαναφερόμενου περιορισμού, και λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιγραφόμενων χαρακτηριστικών του καθώς και των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίσθηκε, ο εν λόγω περιορισμός δεν παρίσταται ως προδήλως απρόσφορος ή μη αναγκαίος για την ικανοποίηση του ως άνω σκοπού, ώστε να κριθεί αντισυνταγματική η θέσπισή του, ως παραβιάζουσα την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται, εμμέσως, με την υπό κρίση αίτηση. Τούτο, δοθέντος, άλλωστε, ότι η εκτίμηση του κοινού ή κανονιστικού νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό και μόνο δικαστικό έλεγχο (βλ. Σ.τ.Ε. 668, 1283-1286/2012 Ολ.). Συνεπώς, κατόπιν αυτών, η πληττόμενη ρύθμιση της κ.υ.α. Υ4ε/130675/2008 είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατή με το Σύνταγμα, και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως (πρβλ. Α.Ε.Δ. 25/2012, Σ.τ.Ε. 2439-2440, 2442-2443, 3447-3450, 3564-3569/2015 7μ., 3962/2014 Ολ. και Α.Π. 6/2013 Ολ.). Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω, είναι, επίσης, απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι ο ανακαθορισμός του επίμαχου νοσηλίου δεν είναι σύννομος, καθόσον δεν προκύπτει ούτε βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη κ.υ.α. ή στις προπαρασκευαστικές πράξεις της ότι η ανακαθορισθείσα ανώτατη τιμή καλύπτει το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους ορθολογικά οργανωμένης ιδιωτικής κλινικής, όπως επιβάλλεται σύμφωνα με την 3551/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, από τα κριθέντα με την ακυρωτική αυτή δικαστική απόφαση δεν συνάγεται ότι, υπό τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και δη επί ουσιώδους μεταβολής τούτων, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτός ο, κατά συνεκτίμηση συντρέχοντος λόγου δημοσίου συμφέροντος αναγόμενου στην προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας, περιορισμός των χρηματικών απαιτήσεων των αυτοβούλως συμβαλλόμενων ιδιωτικών κλινικών, ο οποίος, όπως εν προκειμένω, δεν θίγει τον πυρήνα της επιχειρηματικής ελευθερίας τους. Εσφαλμένως δε υπολαμβάνει η αιτούσα ένωση ότι η Διοίκηση, δεσμευόμενη από τα κριθέντα με την 3551/2005 ακυρωτική απόφαση, δεν ηδύνατο να προβεί, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, στην προαναφερόμενη αύξηση του νοσηλίου. Ο δε οιονεί μεταβατικός χαρακτήρας της πληττόμενης ρύθμισης, υπό το πρίσμα του οποίου αποφασίσθηκε η εν λόγω αύξηση, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι μεταγενέστερα, στο πλαίσιο του αναμορφωμένου κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και της εφαρμογής νέου τιμολογίου βάσει των Κ.Ε.Ν., ενιαίου για τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης, προβλέπεται με την κ.υ.α. ΕΜΠ5/2012, που αποτελεί τον νέο Ε.Κ.Π.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., η κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση μη ύπαρξης Κ.Ε.Ν., εφαρμογή του ανακαθορισθέντος, με την προσβαλλόμενη κ.υ.α., ημερήσιου νοσηλίου για τη νοσηλεία ασφαλισμένων ασθενών σε συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές, ενόψει, άλλωστε, και του ότι, κατά ρητή πρόβλεψη της κ.υ.α. ΕΜΠ5/2012, καλύπτεται η επιπλέον δαπάνη για «τα εξαιρούμενα» του εν λόγω νοσηλίου, τα οποία παρατίθενται σε αυτήν (βλ. σκέψη 10).
Μειοψηφία: έλλειψη ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης για τον συνταγματικώς θεμιτό περιορισμό [βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών] της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας των ιδιωτικών παρόχω υπηρεσιών υγείας
Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ηλίας Μάζος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 2998/1988 Ολομ., 368, 369, 1934/1989, 3347, 3551/2005), το τιμολόγιο νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών πρέπει, κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1579/1985 με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση σχετικής κοινής υπουργικής απόφασης, να καθορίζεται κατόπιν συνεκτιμήσεως τόσο του κόστους παραγωγής που επιτυγχάνει ορθολογικά οργανωμένη ιδιωτική κλινική υπό συγκεκριμένες, κατά τόπο και χρόνο, οικονομοτεχνικές συνθήκες, και δεν μπορεί, πάντως, να είναι κατώτερο του κόστους αυτού, όσο και ενός ευλόγου ποσοστού κέρδους ορθολογικά οργανωμένης ιδιωτικής κλινικής. Τούτο επιβάλλει, άλλωστε, κατ’ αρχήν και η κατοχυρουμένη συνταγματικώς ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, δεν δικαιολογείται δε απόκλιση από τον κανόνα αυτόν για μόνο το λόγο ότι τελικώς βαρυνόμενος με την αμοιβή των παρεχομένων υπηρεσιών είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Εξ άλλου, η διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, μέσω της θέσπισης μέτρων ελέγχου των συνολικών δαπανών παροχής υπηρεσιών υγείας, αποτελεί συνταγματικώς θεμιτό περιορισμό της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας των ιδιωτικών παρόχων υπηρεσιών υγείας (και, συνεπώς, και των φορέων που εκμεταλλεύονται ιδιωτικές κλινικές), μέτρα, όμως, προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να ληφθούν μόνο με νόμο ή με κανονιστική πράξη, η οποία ευρίσκει έρεισμα σε ειδική εξουσιοδότηση νόμου, και υπό την αυτονόητη επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει την προηγούμενη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων από τον νομοθέτη ή το ειδικώς εξουσιοδοτηθέν όργανο. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση προεχόντως διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ειδική» εξουσιοδοτική διάταξη, υπό την κατά τα ανωτέρω, έννοια η παράγραφος 1 του άρθρου 16 του ν. 1579/1985. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, θα έπρεπε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, επικαλουμένη κυρίως την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, προέβη στην «αναπροσαρμογή» των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών για χρονικό διάστημα, το οποίο μάλιστα δεν καθορίζεται επακριβώς, χωρίς να βεβαιώνεται ούτε να προκύπτει ότι η τιμή των υπηρεσιών, όπως «αναπροσαρμόσθηκε» με την ένδικη πράξη, καλύπτει το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης ιδιωτικής κλινικής.
Παραβίαση της αρχής της ισότητας – απόρριψη του λόγου ως αβασίμου (διαφορετικές οι συνθήκες των ιδιωτικών κλινικών έναντι αυτών των δημοσίων νοσοκομείων, αφενός, και των ιδιωτικών νευροψυχιατρικών κλινικών, αφετέρου)
- Επειδή, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο η αιτούσα «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Νήσων» ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. πρέπει να ακυρωθεί ως αντιτιθέμενη στη συνταγματική αρχή της ισότητας (4 παρ. 1), για τον λόγο ότι το ύψος του αναπροσαρμοσθέντος με αυτήν, ανά θέση νοσηλείας, νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών, ειδικότερα όσον αφορά τις ιδιωτικές κλινικές-μέλη της, δεν ταυτίζεται, κατ’ άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκρισή τους, με εκείνο του νοσηλίου των δημόσιων νοσοκομείων και ιδιωτικών νευροψυχιατρικών κλινικών, που προβλέπουν, αντιστοίχως, οι κ.υ.α. Υ4α/οικ.1320/1998 (Β΄ 99) και Υ4ε/12971/2007 (Β΄ 143). Και τούτο διότι η διαφορετική, εξ απόψεως ύψους νοσηλίου, μεταχείριση των ιδιωτικών κλινικών έναντι των προαναφερόμενων κατηγοριών είναι κατ’ αρχήν συνταγματικώς επιτρεπτή, δεδομένου ότι οι ιδιωτικές κλινικές δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες παροχής υπηρεσιών υγείας τόσο με τα δημόσια νοσοκομεία, ενόψει των διαφορετικών προϋποθέσεων και υποχρεωτικών όρων λειτουργίας, όπως οι αναγόμενοι στο χρονικό καθεστώς-εφημερίες και τα εξωτερικά ιατρεία, όσο και με τις (νευρο)ψυχιατρικές ιδιωτικές κλινικές, που αποτελούν «χωριστή κατηγορία», κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του π.δ. 235/2000, σε σχέση με τις λοιπές, προβλεπόμενες από τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 6, κατηγορίες (γενικές, μικτές και ειδικές) ιδιωτικών κλινικών. Ούτε, άλλωστε, η αιτούσα επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία περί ταυτότητας των συνθηκών λειτουργίας των ανωτέρω παρόχων νοσοκομειακής περίθαλψης, ώστε να επιβάλλεται η ομοιόμορφη μεταχείρισή τους από τον κανονιστικό νομοθέτη ως προς το ύψος του νοσηλίου.
Προσβολή του πυρήνα των των συνταγματικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση και στην ελεύθερη επιλογή ιατρού και θεραπευτηρίου – απόρριψη του λόγου ως απαραδέκτου (προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, δηλ. των ασφαλιζομένων και όχι των μελών της αιτούσας ένωσης)
- Επειδή, η αιτούσα ένωση προβάλλει, περαιτέρω, ότι η επίμαχη ρύθμιση θίγει τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων των ίδιων των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση και στην ελεύθερη επιλογή ιατρού και θεραπευτηρίου, καθόσον το προβλεπόμενο από αυτήν νοσήλιο ιδιωτικών κλινικών που καταβάλλουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης είναι, κατά τα προβαλλόμενα, δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με το πραγματικό κόστος νοσηλείας και, ως εκ τούτου, τους αποστερεί τη δυνατότητα νοσηλείας στον ιδιωτικό τομέα. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, και συγκεκριμένα των ασφαλιζόμενων προσώπων και δεν σχετίζεται με την προσβολή δικαιωμάτων των, κατά τα ανωτέρω (βλ. σκέψη 6), μελών της αιτούσης ένωσης κλινικαρχών φυσικών και νομικών προσώπων.
Παραγνώριση και μη αξιολόγηση των κριτηρίων και όρων που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη – απόρριψη των λόγων ως αβασίμων
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών και των, αναλυτικώς προπεριγραφόμενων, πραγματικών δεδομένων θεσμοθέτησης της επίμαχης ρύθμισης, η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, συμφώνως προς την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985. Ειδικότερα, νομίμως ελήφθη υπόψη το κριτήριο της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων, διότι η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη επιτάσσει, κατά την προεκτεθείσα έννοιά της, τον καθορισμό του τιμολογίου νοσηλίων ιδιωτικών κλινικών κατόπιν συνεκτίμησης του εν λόγω κριτηρίου και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο το κριτήριο αυτό δεν είναι συνεκτιμητέο, ένεκα του ότι δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του κόστους λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών. Περαιτέρω, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που έλαβε χώρα, παρίσταται, από της εξεταζόμενης απόψεως, νόμιμη η επίμαχη αναπροσαρμογή κατά 18% του νοσηλίου, διότι θεσπίσθηκε κατόπιν αξιολόγησης και δεδομένων αναφερόμενων σε παράγοντες που διαμορφώνουν τις κατ’ αρχήν οικονομικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας των αυτοβούλως συμβαλλόμενων ιδιωτικών κλινικών (εκτός νευροψυχιατρικών), στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης, κατά το μεταβατικό στάδιο, του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Εσφαλμένως δε, ενόψει των διαλαμβανομένων στις δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη σκέψεις, υπολαμβάνει η αιτούσα ένωση ότι για την ως άνω αναπροσαρμογή του νοσηλίου δεν ελήφθησαν υπόψη οι μεταβολές του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή καθώς και η επίδραση των, περί εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης ιδιωτικών κλινικών, ρυθμίσεων του π.δ. 235/2000 επί του κόστους λειτουργίας των ενδιαφερόμενων να προσαρμοσθούν σε αυτές ήδη λειτουργουσών ιδιωτικών κλινικών. Εξάλλου, υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, η νομιμότητα της πληττόμενης ρύθμισης δεν αίρεται εκ του γεγονότος ότι η αύξηση του τιμολογίου διαμορφώθηκε, κατά τα ρητώς δηλούμενα στα σχετικά προπαρασκευαστικά στοιχεία, σε τιμή μη αντιστοιχούσα σε «πραγματική κοστολόγηση», η οποία θα οδηγούσε, κατά τη μη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, σε ύψος νοσηλίου που θα υπερέβαινε σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές δυνατότητες των οργανισμών και θα έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους. Με την κρινόμενη δε αίτηση η αιτούσα ένωση δεν αμφισβητεί, κατά την πραγματική βάση του, τη συνδρομή του στοιχείου αυτού (της διακινδύνευσης της βιωσιμότητας των οργανισμών), ούτε συναφώς πλήττει, κατά τούτο, ως πεπλανημένη την, εξαχθείσα κατά συνεκτίμησή του, κρίση του κανονιστικού νομοθέτη. Επίσης, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της επίμαχης αύξησης το γεγονός ότι με την 3551/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η κ.υ.α. Υ4ε/9044π.π./2001, η οποία είχε ορίσει το νοσήλιο που αποτέλεσε τη βάση διαμόρφωσης του νέου νοσηλίου με την ήδη προσβαλλόμενη κ.υ.α., διότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα σχετικά αποσπάσματα του αιτιολογικού και διατακτικού της (βλ. σκέψη 8, όπως και Σ.τ.Ε. 4015/2014), με τη δικαστική αυτή απόφαση δεν κρίθηκε σε ποιό συγκεκριμένο ύψος πρέπει να ανέρχεται το νοσήλιο για τις ιδιωτικές κλινικές. Εξάλλου, δεν κατοχυρώνεται από καμμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα σε νοσήλιο ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του αναλόγως με τις εκάστοτε συντρέχουσες συνθήκες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3783/2015 7μ., 668/2012 Ολ., 2197-2200/2010 Ολ.). Ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ότι η πληττόμενη ρύθμιση της κ.υ.α. Υ4ε/130675/2008 -η οποία, ως κανονιστική πράξη, δεν ελέγχεται από απόψεως αιτιολογίας, αλλά μόνον από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδότησης βάσει της οποίας εκδόθηκε, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της (βλ. Σ.τ.Ε. 1914/2014 Ολ., 3155/2014 7μ, 1437/2013 7μ., 4799/2012 7μ, 1210/2010 Ολ, 1585/2002 7μ, 400/1986 Ολ.)- θεσπίσθηκε κατά παραγνώριση και μη αξιολόγηση των κριτηρίων και όρων, που, κατά την προεκτεθείσα έννοιά της, θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις σχετικές με το ύψος του ανακαθορισθέντος νοσηλίου και την αντιστοίχησή του προς κοστολογημένη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών, διότι ερείδονται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι τούτο προσδιορίζεται επί τη βάσει στοιχείων αναγόμενων αποκλειστικώς στις οικονομικές προϋποθέσεις λειτουργίας των κλινικών αυτών. Απαραδέκτως δε, κατά τα λοιπά, αμφισβητείται ευθέως, με την υπό κρίση αίτηση, η ουσιαστική ορθότητα της επιλογής του κανονιστικού νομοθέτη ως προς τον καθορισμό του επίδικου νοσηλίου στο συγκεκριμένο ύψος, ανά θέση νοσηλείας. Κατά την γνώμη, αντιθέτως, του Παρέδρου Ηλία Μάζου, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 16, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί εκδόσεως της προσβαλλομένης κατά παράβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985, είναι βάσιμος.
Παράβαση άρθρων 95 παρ. 5 Σ. και 50 παρ. 4 πδ 18/1989 – πλημμελής συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση ελλείψει ρήτρας αναδρομικής ισχύος
- Επειδή, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 4 του π.δ.18/1989 και 1 του ν. 3068/2002, διότι στη θεσπισθείσα με αυτή ρύθμιση περί αυξήσεως του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών (πλην νευροψυχιατρικών) ελλείπει η ρήτρα αναδρομικής ισχύος της από 1.1.2002, δηλαδή από τον χρόνο έναρξης ισχύος της ακυρωθείσης, με την 3551/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχης Υ4ε/9044 π.π./2001 κ.υ.α., και ότι, ως εκ τούτου, η Διοίκηση παρέλειψε να συμμορφωθεί πλήρως προς την ακυρωτική αυτήν απόφαση.
Συνταγματικώς επιτρεπτός ο περιορισμός της υποχρέωσης για συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση-με τη μη πρόβλεψη αναδρομής στη θεσπιζόμενη νεώτερη ρύθμιση από τον χρόνο έναρξης ισχύος της ακυρωθείσης πράξης – αβασιμος ο σχετικός λόγος ακύρωσης
- Επειδή, όπως ευχερώς συνάγεται από τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, η εκ μέρους του κανονιστικού νομοθέτη μη πρόσδοση αναδρομικής ισχύος, από 1.1.2002, στην προσβαλλόμενη κ.υ.α. Υ4ε/130675/2008 υπαγορεύθηκε από την ανάγκη εξυπηρέτησης του συντρέχοντος, κατά την εκτίμησή του, επιτακτικού λόγου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που ανάγεται στη διαφύλαξη της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης προς πραγμάτωση της κατά το Σύνταγμα αποστολής τους. Και τούτο, προδήλως, ενόψει του ότι, για την εκπλήρωση των συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών τους, παρίσταται αναγκαίο οι οργανισμοί αυτοί να γνωρίζουν εκ των προτέρων, κατά τον χρόνο σύναψης συγκεκριμένων συμβάσεων, τις οικονομικές υποχρεώσεις τους έναντι των συνεργαζόμενων με αυτούς ιδιωτικών κλινικών προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων οι εν λόγω οργανισμοί προβαίνουν στον σχεδιασμό του τρόπου παροχής των υπηρεσιών τους προς τους ασφαλισμένους τους, με τη χρήση των παρεχόμενων και από ιδιωτικές κλινικές υπηρεσιών, και τα οποία λαμβάνουν υπόψη κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού τους (βλ. Σ.τ.Ε. 4015/2014). Ειδικότερα, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, η αναδρομική εφαρμογή της προβλέπουσας αυξημένο νοσήλιο επίμαχης ρύθμισης θα είχε ιδιαιτέρως δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας, μη δυνάμενες να προσδιορισθούν ούτε και κατά προσέγγιση, αφού είναι άγνωστος ο αριθμός των ασφαλισμένων που έχουν νοσηλευθεί σε ιδιωτικές κλινικές, και, κατά λογική συνέπεια, θα οδηγούσε εκ των υστέρων σε αιφνίδια ανατροπή των οικονομικών δεδομένων των οργανισμών, χωρίς προηγούμενη αναλογιστική μελέτη, και μάλιστα μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, οπότε έχουν ανατραπείόλα τα δεδομένα ενόψει των οποίων εκδόθηκε η 3551/2005 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεως του σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικής Περίθαλψης» και ήδη «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδος» (διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του ΚΕ.Σ.Υ. στις 6.7.2007 και έκδοση της προσβαλλόμενης κ.υ.α. στις 14.10.2008). Περαιτέρω, από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που απορρέει από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), και τις συναφείς υποχρεώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 1 του εκτελεστικού νόμου 3068/2002 (Α΄ 274) και, όσον αφορά ειδικώς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο άρθρο 50 παρ. 4 του π.δ.18/1989 (Α΄ 8), ο νομοθέτης, ενόψει και της επιβαλλόμενης από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, δεν κωλύεται να θεσπίσει, κατά συνεκτίμηση και στάθμιση των συνταγματικών αυτών απαιτήσεων, κανονιστική ρύθμιση συνεπαγόμενη, όπως η επίδικη, τον περιορισμό της υποχρέωσης για συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση -με τη μη πρόβλεψη αναδρομής στη θεσπιζόμενη νεώτερη ρύθμιση από τον χρόνο έναρξης ισχύος της ακυρωθείσης πράξης και, εντεύθεν, με ισχύ από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή κατ’ άλλο νόμιμο τρόπο, κατ’ απόκλιση του κανόνα περί αναδρομικότητας της ακύρωσης διοικητικής πράξης και της συμμόρφωσης της Διοίκησης (πρβλ. ήδη άρθρο 50 παρ. 3β π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με άρθρο 22 ν. 4274/2014, Α΄ 147/14.7.2014, βλ. και Σ.τ.Ε. Ολ. 4741/2014, κατά την οποία η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης)-, τούτο δε χάριν της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Η δυνατότητα δε θέσπισης, σε εξαιρετικές, πάντως, περιπτώσεις, τοιαύτης ρύθμισης προς εξυπηρέτηση του ανωτέρω λόγου επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος δεν αποκλείεται ούτε από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί η, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, ασκούμενη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως, ούτε και από το αντίστοιχο άρθρο 6 παρ. 1 της, κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.). Τούτο διότι το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, με την επίδικη δε ρύθμιση επιτυγχάνεται, υπό συνθήκες, όπως οι ανωτέρω εκτεθείσες, δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, η προστασία του οποίου πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να εξασφαλίζεται, και του ατομικού δικαιώματος των διοικουμένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο περιορίζεται για τον προαναφερόμενο λόγο επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, χωρίς ωστόσο να θίγεται ο πυρήνας του (πρβλ. Α.Ε.Δ. 14/2013, επίσης πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 2287-2288/2015, 4003, 4741/2014, 2827/1980, 3581/1979 και Σ.τ.Ε. 1763/2009, 1693, 1913/2003, 3336/2001, 3824/2000 7μ, 5030/1997 7μ.). Κατόπιν τούτων, η μη πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην επίμαχη ρύθμιση παρίσταται απολύτως δικαιολογημένη και, ως εκ τούτου, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή. Κατ’ ακολουθίαν, η έλλειψη της εν λόγω ρήτρας δεν συνιστά παράλειψη της Διοίκησης να συμμορφωθεί πλήρως προς την 3551/2005 ακυρωτική απόφαση. Δεν ασκεί δε επιρροή στη νομιμότητα της δικαστικής αυτής κρίσης η περί του αντιθέτου κρίση του προβλεπόμενου, στο άρθρο 2 του ν. 3068/2002 για τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία εξέφερε με την 3/2013 απόφαση -που εκδόθηκε, σε συνέχεια του 33/2011 πρακτικού του, κατά συνεκδίκαση αιτήσεων της αιτούσης ένωσης και του σωματείου «Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδος»-, αφού δέχθηκε ότι «η Διοίκηση εξακολουθεί…να παραλείπει την έκδοση και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κοινής αποφάσεως των ήδη συναρμοδίων Υπουργών για την πρόσδοση αναδρομικής ισχύος, από 1.1.2002, στην [προσβαλλόμενη] κοινή υπουργική απόφαση». Και τούτο διότι, όταν παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως παράλειψη πλήρους συμμόρφωσης της Διοίκησης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρμόδιος να κρίνει αν υπάρχει ακυρωτέα παράλειψη είναι ο δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από τη σχετική κρίση του ως άνω Συμβουλίου Συμμόρφωσης, της οποίας υπερισχύει η κρίση του δικαστικού σχηματισμού, δεδομένου, άλλωστε, ότι η κρίση περί της νομιμότητας διοικητικής πράξης ή παράλειψης ανήκει, εν πάση περιπτώσει, αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του οικείου δικαστικού σχηματισμού ως προς όλα τα σχετικά ζητήματα νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της νόμιμης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τα κριθέντα με ακυρωτική απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 1472/2015). Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο αναφερόμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης, ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής του το πρώτον με το από 14.6.2013 υπόμνημα της αιτούσης, που υποβλήθηκε εντός της ταχθείσης προθεσμίας μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι, ενόψει των προεκτεθέντων, και ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο η έλλειψη ρήτρας αναδρομικής ισχύος ενέχει παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Όλα δε αυτά ανεξαρτήτως του ότι οι προαναφερθέντες λόγοι, που αφορούν την μη πρόσδοση αναδρομικής ισχύος από 1.1.2002 στη θεσπιζόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμιση περί αυξήσεως του νοσηλίου των ιδιωτικών κλινικών (πλην νευροψυχιατρικών), προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, εφόσον η αιτούσα ένωση δεν επικαλείται με την κρινόμενη αίτηση ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύει ότι ιδιωτικές κλινικές – μέλη της είχαν κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και έως τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως ενεργές συμβάσεις με ασφαλιστικούς οργανισμούς, των οποίων οι αφορώντες το νοσήλιο όροι θα είχαν επηρεασθεί από την αναδρομική εφαρμογή από 1.1.2022 της θεσπιζόμενης με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμισης, υπό την έννοια ότι και στις παρασχεθείσες με βάση τις συμβάσεις αυτές υπηρεσίες σε ασφαλισμένους κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να εφαρμοσθεί, με βάση όρο των συμβάσεων αυτών, το μετά την παροχή των υπηρεσιών θεσπισθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση αυξημένο νοσήλιο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4015/2014). Αν δεν υπήρχαν συμβάσεις περιέχουσες τέτοιον όρο, η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομική ισχύ στη θεσπιζόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση ρύθμιση θα ήταν αλυσιτελής, εφόσον οι ιδιωτικές κλινικές, δεσμευόμενες από τις συμβάσεις που είχαν συνάψει ελευθέρως με ασφαλιστικούς οργανισμούς, δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την καταβολή σ’ αυτές του αυξημένου νοσηλίου για χρονικό διάστημα προγενέστερο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4015/2014).
Μειοψηφούσα γνώμη: σε περιορισμό της αναδρομικής ισχύος ακυρωτικής απόφασης μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προβεί το Δικαστήριο (άρθρο 50 παρ. 3β του ΠΔ 18/1989, άρθρο 22 Ν. 4274/2014) και, σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ο νομοθέτης, υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της ΕΕ
Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ηλίας Μάζος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται παραδεκτώς από τους αιτούντες, οι σχετικές αιτιάσεις των οποίων κατά την διαδικασία διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την απόφαση 3551/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ν. 3068/2002) εκρίθησαν ως παραδεκτές (αλλά και ως βάσιμες) από την Τριμελή Επιτροπή του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρακτικό 33/2011 και απόφαση 3/2013). Ως νομιμοποιούμενους δε για την προβολή σχετικών αιτιάσεων, κατά το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, έκρινε και το ΕΔΔΑ ορισμένους από τους ήδη αιτούντες, νομικά και φυσικά πρόσωπα, με την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθμός προσφυγής 6036/07, σκέψεις 30 έως 38). Περαιτέρω, κατά την γνώμη αυτή, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι και βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, η κανονιστική πράξη, η οποία εκδίδεται μετά από ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατρέχει αναγκαίως στον χρόνο ισχύος της ακυρωθείσης από το Δικαστήριο προηγούμενης πράξης της διοικητικής αρχής στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, που ο νομοθέτης δεν ανέχεται κενά στην κανονιστική ρύθμιση ορισμένου, ιδιαιτέρου κοινωνικού ενδιαφέροντος, ζητήματος. Η υποχρεωτική πρόσδοση αναδρομικής ισχύος σε κανονιστική πράξη, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι άλλωστε κατ’ αρχήν σύμφωνη και με την ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση επί του παραδεκτού – décision – της 30.9.2014, Syndicat des Compagnies Aériennes Autonomes κατά Γαλλίας, αριθμός προσφυγής 52911/10, σκέψη 47). Στον περιορισμό της αναδρομικής ισχύος της ακυρωτικής απόφασης μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προβεί το Δικαστήριο με την απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η ακύρωση διοικητικής πράξης – εξουσία, η οποία αναγνωρίζεται ήδη ρητώς και ρυθμίζεται με το άρθρο 50 παρ. 3β του π.δ/τος 18/1989, άρθρο 22 ν. 4274/2014 – και, σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ο νομοθέτης, υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. την σχετική προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας – Conseil d’Etat – με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2015, Association France Nature Environnement). Στην προκειμένη περίπτωση, η ακύρωση με την απόφαση 3551/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας της παραγράφου 1 της Κοινής Υπουργικής Απόφασης Υ4ε/9044 π.π./11.10.2001 επέβαλλε στην ασκούσα την κανονιστική αρμοδιότητα αρχή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την εκ νέου ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος του καθορισμού των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών με κανονιστική πράξη ισχύος από 1.1.2002, όπως έγινε δεκτό και με την προμνησθείσα απόφαση 3/2013 του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφ’ όσον ούτε η ανωτέρω δικαστική απόφαση ούτε διάταξη νόμου απήλλασσε την Διοίκηση από την κατά τα ανωτέρω υποχρέωσή της, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι παρείχε σχετική εξουσία στην κανονιστικώς δρώσα αρχή η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 1579/1985, με την οποία απλώς προβλέπεται ο καθορισμός του τιμολογίου των ιδιωτικών κλινικών με κοινή υπουργική απόφαση. Θα έπρεπε, συνεπώς, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως βασίμως προβάλλεται, και κατά το μέρος που παραλείπει την αναδρομική – από 1.1.2002 – ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος.
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, και μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.