Με την απόφαση Ilmārs Rimšēvičs κατά Λεττονίας και C-238/18 ΕΚΤ κατά Λεττονίας,το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του λεττονικού Γραφείου Πρόληψης και Καταπολέμησης της Διαφθοράς, κατά το μέρος που απαγορεύει στον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας να ασκεί τα καθήκοντά του. Περαιτέρω, αναλύει τη νομική φύση και τη σημασία του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 14.2 δεύτερο εδάφιο του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το οποίο ορίζει τα εξής: «Ο διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο εάν δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα. Σχετική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ενδιαφερόμενο διοικητή ή από το Διοικητικό Συμβούλιο, λόγω παράβασης των Συνθηκών ή κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους. Η διαδικασία κινείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα, ή ελλείψει των ανωτέρω, από την ημέρα που ο προσφεύγων έλαβε γνώση, ανάλογα με την περίπτωση. Η απονομή της αρμοδιότητας αυτής στο ΔΕΕ αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των διοικητών των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίοι είναι βεβαίως εθνικές αρχές, αλλά ενεργούν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών» [1].
Ως γνωστόν, το σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης περιλαμβάνει δύο σφαίρες οι οποίες, καίτοι αλληλένδετες, είναι εντούτοις σαφώς διακριτές. Η πρώτη είναι αυτή των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, των οποίων οι πράξεις υπόκεινται στον έλεγχο νομιμότητας και στην εξουσία ακυρώσεως του δικαστή της Ένωσης. Μετά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας ακυρώσεως, η έννομη τάξη της σφαίρας των πράξεων της Ένωσης μεταβάλλεται άμεσα: η ακυρωθείσα πράξη παύει πάραυτα να παράγει αποτελέσματα. Το γεγονός ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως μπορεί να συνεπάγεται άλλα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη ουδόλως επηρεάζει τη διαπλαστικήαυτή συνέπεια της προσφυγής ακυρώσεως.
Αντιθέτως, στη δεύτερη σφαίρα, αυτή των κρατών μελών, ο δικαστής της Ένωσης δεν παρεμβαίνει διαμορφώνοντας άμεσα την εθνική έννομη τάξη, αλλά μόνο διαπιστώνοντας την ασυμβατότητα πράξεως ή έννομης καταστάσεως του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσηςκαι τις υποχρεώσεις που υπέχει το οικείο κράτος μέλος από τις Συνθήκες. Αυτή η διαφορά στη φύση της παρεμβάσεως του δικαστή αντικατοπτρίζει τη συστημική διαφορά μεταξύ της σφαίρας των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και εκείνης των κρατών μελών: ενώ ο δικαστής της Ένωσης ανήκει άμεσα στην πρώτη και παρεμβαίνει σε αυτήν ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, παραμένει εκτός της δεύτερης σφαίρας, η οποία είναι, για κάθε κράτος μέλος, ιδιαίτερο σύστημα εντός του οποίου τα εθνικά όργανα, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις του. Επομένως, στη σφαίρα των κρατών μελών, απόκειται σε αυτά να τροποποιήσουν την εθνική έννομη τάξη συμμορφούμενα προς τις συνέπειες των αποφάσεων του Δικαστηρίου όσον αφορά τη νομική υπόσταση των επίμαχων πράξεων του εθνικού δικαίου.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω σκέψεων, η γενική εισαγγελέας J. Kokottθεώρησε ότι η άσκηση εξουσίας ακυρώσεως από τον δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ θα προκαλούσε σύγχυση της σφαίρας της Ένωσης και εκείνης των κρατών μελών. Βεβαίως, η παροχή στο Δικαστήριο της εξουσίας ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία διοικητής απαλλάσσεται αδικαιολόγητα από τα καθήκοντά του θα ήταν πολύ αποτελεσματικό μέσο για την προστασία του σκοπού του άρθρου 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ήτοι της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, η ακύρωση πράξεως εκδοθείσας από εθνική αρχή θα συνιστούσε επέμβαση όχι μόνο ασυνήθιστη αλλά και εξαιρετικά σημαντική στον τομέα της αρμοδιότητας και στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών. Λαμβανομένης υπόψη, όμως, της συνταγματικής σημασίας των αρχών της επικουρικότητας και της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνονται στα άρθρα 4 και 5 ΣΕΕ, η δυνατότητα τέτοιας επεμβάσεως θα έπρεπε να προβλέπεται ρητώς από τις Συνθήκες. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο δικαστής της Ένωσης καλείται να εκδώσει μόνο αναγνωριστική απόφαση και όχι απόφαση ακυρώσεως, δηλαδή διαπλαστική, ουδόλως μειώνει τη νομική ισχύ της παρεμβάσεώς του: τα κράτη μέλη οφείλουν, όπως και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του. Ως εκ τούτου, εάν, στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το Δικαστήριο διαπιστώσει το απαράδεκτο αποφάσεως απαλλαγής διοικητή από τα καθήκοντά του αντί να την ακυρώσει, τα κράτη μέλη οφείλουν και στην περίπτωση αυτή να εκτελέσουν πάραυτα την απόφαση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει τη διαδικασία των άρθρων 258 έως 260 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστά το προβλεπόμενο από τις Συνθήκες μέσο για να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους (σημεία 58-62 των προτάσεών της).
Το Δικαστήριο, αντίθετα προς τη γενική εισαγγελέα, δέχεται ότι το ένδικο βοήθημα του άρθρου 14.2 συνιστά sui generis προσφυγή ακυρώσεως στο σύστημα των προσφυγών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, διότι παρέχει στον διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας και στην ΕΚΤ το δικαίωμα να υποβάλουν απευθείας στον έλεγχο του Δικαστηρίου πράξη εκδοθείσα από εθνική αρχή, ειδικότερα τηναπόφαση με την οποία ο διοικητής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό όπως η προσφυγή λόγω παραβάσεως, ως προσφυγή με αναγνωριστικό αίτημα, δηλαδή με αίτημα να διαπιστωθεί ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του έστω και εάν, κατά κανόνα, την εξουσία να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης για τέτοια παράβαση έχουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη. Επομένως, πρόκειται για διαπλαστικό ένδικο βοήθημα.
Ειδικότερα, στις 19 Φεβρουαρίου 2018, το Γραφείο Πρόληψης και Καταπολέμησης της Διαφθοράς εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία επέβαλε στον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας διάφορους περιοριστικούς όρους, ήτοι την απαγόρευση άσκησης των καθηκόντων λήψης αποφάσεων, ελέγχου και εποπτείας, την υποχρέωση καταβολής εγγύησης καθώς και την απαγόρευση προσέγγισης ορισμένων προσώπων και εξόδου από τη χώρα χωρίς προηγούμενη άδεια. Τα μέτρα αυτά επιβλήθηκαν προσωρινά στο πλαίσιο προκαταρκτικής ποινικής έρευνας διότι θεωρήθηκε ύποπτος ότι ζήτησε και δέχθηκε, το 2013, να δωροδοκηθεί υπό την ιδιότητα του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας, προκειμένου να ασκήσει επιρροή προς όφελος λεττονικής ιδιωτικής τράπεζας.
Οι προσφυγές που άσκησαν ο I.Rimšēvičs (C-202/18) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) (C- 238/18) κατά της απόφασης αυτής είναι οι πρώτες υποθέσεις όπου το Δικαστήριο επιλαμβάνεται βάσει της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 14.2 δεύτερο εδάφιο του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η απαγόρευση, έστω και προσωρινή, σε διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας, να ασκεί τα καθήκοντά του ισοδυναμεί με απόφαση περί απαλλαγής από τα καθήκοντά του υπό την έννοια του άρθρου 14.2 δεύτερο εδάφιο του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, οπότε απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της. Στην απόφαση τονίζεται ότι η παραπάνω διάταξη, καθόσον αναθέτει ρητώς στο Δικαστήριο τον έλεγχο νομιμότητας πράξης του εθνικού δικαίου υπό το πρίσμα «των Συνθηκών ή κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους», παρεκκλίνει από τη γενική κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του εθνικού δικαστή και του δικαστή της Ένωσης όπως αυτή προβλέπεται στις Συνθήκες και ιδίως στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι προσφυγή δυνάμει του τελευταίου αυτού άρθρου μπορεί να αφορά μόνο πράξεις του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1960, Humblet κατά État belge, 6/60-IMM, EU:C:1960:48). Η ανωτέρω παρέκκλιση εξηγείται, ωστόσο, από το ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο του ΕΣΚΤ στο οποίο αυτή εντάσσεται. Συγκεκριμένα, το ΕΣΚΤ συνιστά, στο δίκαιο της Ένωσης, πρωτότυπο νομικό μόρφωμα στο πλαίσιο του οποίου συνδέονται και συνεργάζονται στενά ορισμένα εθνικά όργανα, δηλαδή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, δηλαδή η ΕΚΤ, και το οποίο χαρακτηρίζεται από διαφορετική διάρθρωση και λιγότερο σαφή διάκριση μεταξύ της έννομης τάξης της Ένωσης και των εσωτερικών έννομων τάξεων (σκέψη 70).
Το άρθρο 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ είναι απόρροια του πολύ ολοκληρωμένου αυτού συστήματος που επέλεξαν οι συντάκτες των Συνθηκών για το ΕΣΚΤ και, ειδικότερα, του διπλού λειτουργικού ρόλου του διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας, ο οποίος, βεβαίως, συνιστά εθνική αρχή, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ και συμμετέχει, όταν είναι διοικητής εθνικής κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, στο κύριο διοικητικό όργανο της ΕΚΤ. Ακριβώς λόγω του υβριδικού αυτού καθεστώτος και προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργική ανεξαρτησία των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ, είναι, κατ’ εξαίρεση, δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά απόφασης η οποία λαμβάνεται από εθνική αρχή και απαλλάσσει έναν από τους διοικητές αυτούς από τα καθήκοντά του (σκέψη 71). Περαιτέρω, τονίζεται ότι μόνον η προσφυγή ακυρώσεως, συμπληρούμενη ενδεχομένως με τα προσωρινά μέτρα τα οποία μπορεί να διατάξει το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, δύναται να ανταποκριθεί στους προβληματισμούς που οδήγησαν στη θέσπιση του ένδικου αυτού βοηθήματος. Αντίθετα, ο αναγνωριστικός χαρακτήρας της απόφασης που εκδίδεται επί προσφυγής κατά παραβάσεως του άρθρου 258 ΣΛΕΕ δεν θα αρκούσε για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την εγκαθίδρυση του ΕΣΚΤ, αφού τα αποτελέσματα της απόφασης αυτής θα έπρεπε, επομένως, να εξαρτηθούν από την εκτέλεσή της εκ μέρους των εθνικών αρχών.
Εξετάζοντας το βάσιμο των προσφυγών, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν εναπόκειται στο ίδιο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής βάσει του άρθρου 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια να αποφανθούν επί της ποινικής ευθύνης του εμπλεκόμενου διοικητή ούτε να επέμβει στην προκαταρκτική ποινική έρευνα που έχει κινηθεί εναντίον του εν λόγω διοικητή από τις αρμόδιες δυνάμει του δικαίου του οικείου κράτους μέλους διοικητικές ή δικαστικές αρχές. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, για τις ανάγκες μιας τέτοιας έρευνας, και ιδίως για να αποτραπεί η παρεμπόδισή της από τον ενδιαφερόμενο διοικητή, μπορεί να είναι αναγκαίο να αποφασιστεί η προσωρινή αναστολή άσκησης των καθηκόντων του τελευταίου. Αντίθετα, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να εξακριβώσει ότι τυχόν προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο διοικητή μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.
Εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν έχει διαπράξει κανένα από τα παραπτώματα για τα οποία κατηγορείται. Φρονεί, όπως και η ΕΚΤ, ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν προσκομίζει την παραμικρή απόδειξη για τα παραπτώματα αυτά. Συγκεκριμένα, κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποτελεί αρχή αποδείξεως των κατηγοριών για δωροδοκία στις οποίες στηρίχθηκε η κίνηση της έρευνας και η έκδοση της επίδικης απόφασης. Επιπλέον, κανένα από τα έγγραφα που προσκόμισε η Δημοκρατία της Λεττονίας μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν περιέχει αποδεικτικά στοιχεία περί της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ως προς το βάσιμο των κατηγοριών εναντίον του ενδιαφερομένου.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή του Ι. Rimšēvičs από τα καθήκοντά του στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης, εκ μέρους του, βαρέος παραπτώματος κατά την έννοια του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, κάνει δεκτό τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η απόφαση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη.
[1]Πρωτόκολλο αριθ. 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ (ΕΕ 2016, C 202, σ. 230).