To 15ο πρωτόκολλο για την την τροποποίηση της ΕΣΔΑ
To 15ο πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (Protocol No 15) υιοθετήθηκε στις 16 Μαΐου 2013 και μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2013 είχε υπογραφεί από 21 κράτη ενώ έχει μέχρι σήμερα κυρωθεί μόνον από την Ιρλανδία. Στο προοίμιο του πρωτοκόλλου κατοχυρώνονται ρητώς η αρχή της επικουρικότητας και η συναφής προς αυτήν αρχή του εθνικού περιθωρίου εκτίμησης, δηλαδή το περιθώριο ελιγμών που αναγνωρίζεται νομολογιακά στις εθνικές αρχές κατά την εφαρμογή ορισμένων από τις κυριότερες υποχρεώσεις που υπέχουν από την ΕΣΔΑ. Όπως αναφέρει η L. Burgorgue-Larsen, Actualité de la Convention européenne des droits de l’homme (janvier-juin 2013), AJDA 31/2013, σ. 1794, πρόκειται για την «κωδικοποίηση» της φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει ένα περιφερειακό σύστημα εγγύησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου (όσον αφορά την επικουρικότητα) αλλά και του νομολογιακού κεκτημένου όσον αφορά το περιθώριο εκτίμησης. Tο πρωτόκολλο σηματοδοτεί την αναδιάρθρωση των σχέσεων του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια. Το εθνικό περιθώριο εκτίμησης αμβλύνει τη δυσπιστία των συμβαλλομένων κρατών έναντι του Δικαστηρίου και η επικουρικότητα νομιμοποιεί την αυτοσυγκράτησή του, αναγνωρίζοντας σημαντικό ρόλο στα εθνικά δικαστήρια και στις εθνικές αρχές. Την τάση αυτή αποτυπώνει και η πρόσφατη απόφαση του τμήματος μείζονος σύνθεσης της 7ης Φεβρουαρίου 2013, (AFFAIRE FABRIS c. FRANCE) Fabris c. France (n° 16574/08), σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ελέγχει την εκτέλεση των αποφάσεών του, με την οποία καταδίκασε τη Γαλλία για παράβαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου, επειδή τα εθνικά δικαστήρια δεν εφάρμοσαν την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2000, Mazurek c. France (no 34406/97) (βλ. για το θέμα της, κατ’αρχήν, αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να ελέγχει την εκτέλεση των αποφάσεών του και τις εξαιρέσεις της: G. Malinverni, La compétence de la Cour pour surveiller l’exécution de ses propres arrêts, in La Convention européenne des droits de l’homme, un instrument vivant/The European Convention on Human Rights, a living instrument, Mélanges en l’honneur de C. L. Rozakis, Bruylant, 2011, σ. 361). Ενδιαφέρον παρουσιάζει, υπό το πρίσμα των εξεταζόμενων αρχών, η σκέψη 75 της απόφασης Fabris: «καίτοι ο αναγνωριστικός χαρακτήρας των αποφάσεων του Δικαστηρίου αφήνει στο κράτος την επιλογή των μέσων άρσης των συνεπειών της παράβασης… πρέπει να υπομνησθεί ταυτόχρονα ότι η θέσπιση γενικών μέτρων σημαίνει ότι το κράτος έχει την υποχρέωση να προλάβει, με επιμέλεια, νέες παραβιάσεις όπως αυτές που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Τούτο συνεπάγεται την υποχρέωση για τον εθνικό δικαστή να διασφαλίσει, σύμφωνα με τη συνταγματική τάξη και τηρώντας την αρχή της ασφάλειας δικαίου, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Σύμβασης όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο». Ο ρόλος τον οποίον αναγνωρίζει στον εθνικό δικαστή, δηλαδή στον «συμβατικό δικαστή του κοινού δικαίου», είναι χαρακτηριστικός της νέας σχέσης εποικοδομητικής συνεργασίας που το Δικαστήριο επιδιώκει να καθιερώσει. Στην εκτενή συγκλίνουσα γνώμη του, πάντως, ο δικαστής Pinto de Albuquerque εξέφρασε ανησυχίες για τον ενδεχόμενο κίνδυνο αποδόμησης του ευρωπαϊκου οικοδομήματος της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που εμπερικλείει η παραπομπή στη συνταγματική τάξη των κρατών μελών και στην ασφάλεια δικαίου, τονίζοντας το άμεσο αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα erga omnes των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Για τα κριτήρια προσδιορισμού της έκτασης του εθνικού περιθωρίου βλ. την απόφαση της 22ας Απριλίου 2013, Animal Defenders International c. Royaume-Uni (no 48876/08), σκέψεις 104 και 123, και της 27ης Μαΐου 2013, Eweida et autres c. Royaume-Uni (nos 48420/10, 59842/10, 51671/10 et 36516/10), σκέψη 99.
Εκτός από την αναφορά στις αρχές της επικουρικότητας και του περιθωρίου εκτίμησης των κρατών μελών, το πρωτόκολλο επιφέρει τέσσερις τροποποιήσεις στην ΕΣΔΑ. Η πρώτη αφορά την ηλικία υποψηφιότητας των δικαστών, οι οποίοι δεν πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος κατά την ακρόαση ενώπιον της κοινοβουλευτικής συνέλευσης. Η δεύτερη συνδέεται με τη διαδικασία παραίτησης, η οποία δεν μπορεί να παρεμποδιστεί από ενδεχόμενη αντίρρηση ενός των διαδίκων. Η τρίτη τροποποίηση αφορά την προθεσμία άσκησης ατομικής προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία από έξι μήνες μειώνεται σε τέσσερις και η τέταρτη έγκειται στην εξαφάνιση της μιας από τις δύο ρήτρες διασφάλισης στο πλαίσιο της εκτίμησης της «σημαντικής ζημίας» με την απάλειψη της φράσης «δεδομένου ότι καμία υπόθεση δεν μπορεί να απορριφθεί επ’αυτής της βάσης αν δεν έχει δεόντως εξετασθεί από τα εθνικά δικαστήρια» του άρθρου 35 παρ. 3 στοιχ. β) της ΕΣΔΑ.