Ο ακυρωτικός δικαστής στην υπηρεσία του διαδίκου : ιεράρχηση των λόγων ακύρωσης από τον αιτούντα (με αφορμή την απόφαση CE, sect., 21 décembre 2018, Société Eden (n° 409678)
Με την απόφαση Société Eden, που εντάσσεται στη νομολογία με την οποία το ίδιο το Conseil d’ Etatπροσδιορίζει τη λειτουργία του ακυρωτικού δικαστή («l’office du juge»), είτε αξιοποιώντας στο έπακρο τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις είτε διαπλάσσοντας το ίδιο δικονομικές αρχές σχετικά με την ένταση του ελέγχου του, το Δικαστήριο ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες απόκειται στον ακυρωτικό δικαστή να αποφανθεί σεβόμενος την ιεράρχηση των λόγων ακύρωσης και των αιτημάτων στην οποία έχει προβεί ο ίδιος ο αιτών. Όπως επισημαίνουν οι έγκριτοι σχολιαστές της απόφασης Y. Faure/Cl. Malverti, Le juge de l’excès de pouvoir au service du justiciable, AJDA 5/2019, σ. 271, η ελευθερία του δικαστή όσον αφορά την επιλογή των λόγων ακύρωσης που θα εξετάσει μπορεί να στερήσει την αίτηση ακύρωσης από την πρακτική της αποτελεσματικότητα, αφού οι λόγοι ακύρωσης δεν είναι ισοδύναμοι. Ο λόγος ακύρωσης που γίνεται δεκτός οριοθετεί την εξουσία της Διοίκησης να εκδώσει εκ νέου την ακυρωθείσα πράξη.
Σημειώνεται ότι, στην ελληνική έννομη τάξη, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι η εξέταση των λόγων που ανάγονται στην αρμοδιότητα και τη διοικητική διαδικασία, αφορούν δηλαδή την τυπική ή εξωτερική νομιμότητα, προηγείται της εξέτασης των λόγων που ανάγονται στην εσωτερική νομιμότητα, όπως η νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 3222/2002). Πάντως, γίνεται νομολογιακώς δεκτό ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει πάντοτε την ευχέρεια να προτάξει της εξέτασης λόγων ακύρωσης, οι οποίοι ανάγονται στην τυπική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξης, την εξέταση λόγου αναγομένου στην ουσιαστική νομιμότητα της πράξης αυτής, ιδίως όταν το τιθέμενο με τον λόγο τούτο ζήτημα έχει ήδη αντιμετωπισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι δεν αμφισβητούνται από τα μέρη τα κρίσιμα για την εφαρμογή του νόμου πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 2076/2000, 1317/2009).
1. Νέα εξέλιξη του ρόλου του δικαστή (office du juge) σηματοδοτεί η απόφαση Société Eden της 21ης Δεκεμβρίου 2018, που εκδόθηκε επί αίτησης αναίρεσης σε ακυρωτική διαφορά [1]. Με την απόφαση αυτή, η δικαιοδοτική ολομέλεια (Section du contentieux) του Conseil d’ Etat, αφού υπενθύμισε την ευχέρεια του δικαστή να επιλέγει τον, κατά την κρίση του, καταλληλότερο λόγο ακύρωσης από τους προβαλλόμενους από τον αιτούντα, εισάγει περιορισμούς, πρώτον, όταν το ακυρωτικό αίτημα (conclusions à fin d’annulation) συνοδεύεται από το αίτημα να απευθυνθεί διαταγή (conclusions à fin d’injonction) στη Διοίκηση ως προς το περιεχόμενο της συμμόρφωσής της στην απόφαση και, δεύτερον, όταν ο αιτών επέλεξε να ιεραρχήσει τα αιτήματά του βάσει της νομικής αιτίας στην οποία στηρίζονται.
2. Στον πυρήνα της πρωτοτυπίας του διοικητικού δικαίου, οι ιδρυτές του εντόπισαν, σε δικονομικό επίπεδο, την αίτηση ακύρωσης (recours pour excès de pouvoir), ένδικο βοήθημα που δεν μοιάζει με κανένα, λόγω του αντικειμενικού χαρακτήρα του: η δίκη αυτή, που γίνεται κατά πράξης, κατά τη γνωστή ρήση του E. Laferrière [2], δεν αποσκοπεί στην αναγνώριση της ύπαρξης υποκειμενικού δικαιώματος υπέρ του αιτούντος ή υποχρέωσης σε βάρος της Διοίκησης, αλλά στην κρίση περί της νομιμότητας μιας πράξης. Η εν λόγω ιδιαιτερότητα της αίτησης ακύρωσης είναι η «υπερηφάνεια του διοικητικού μας δικαίου», κατά τον καθηγητή A. De Laubadère [3]. Σημειώνεται ότι κάποιοι διάσημοι συγγραφείς έφτασαν μέχρι την άρνηση του χαρακτήρα ένδικου βοηθήματος στην αίτηση ακύρωσης [4], μέχρι που το Conseil d’Etat, αναγνωρίζοντας την τριτανακοπή κατά απόφασης που ακυρώνει κανονιστική πράξη, κατοχυρώνει το καθεστώς των διαδίκων και των δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης [5],καθιστώντας άνευ αντικειμένου τις εν λόγω θεωρητικές κατασκευές.
3. Παρά τις θεμελιώδεις μεταβολές που υπέστη η αίτηση ακύρωσης τα τελευταία χρόνια [6], ιδίως λόγω της σημασίας που απέκτησαν τα θεμελιώδη δικαιώματα των διαδίκων υπό την επιρροή του δικαίου της Ένωσης και της ΕΣΔΑ, η σχεδόν «μυστικιστική πεποίθηση» των Γάλλων δημοσιολόγων ότι πρόκειται για ουσιωδώς αντικειμενικό ένδικο βοήθημα δεν έχει εξαφανιστεί. Η απόφαση Société Eden, στο μέτρο που καθιερώνει την ευχέρεια του διαδίκου να ιεραρχήσει ο ίδιος τις απαιτήσεις του ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή, καταφέρνει νέο πλήγμα στον «ναρκισισμό των φανατικών οπαδών της αίτησης ακύρωσης».
Η προβληματική ελευθερία του δικαστή όσον αφορά τους λόγους ακύρωσης
4. Παρά τον αντικειμενικό της χαρακτήρα, η αίτηση ακύρωσης είναι ένα ένδικο βοήθημα, δηλαδή δικονομική ενέργεια που παρέχει τη δυνατότητα να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση απόφασης επί της ουσίας μιας αξίωσης που του υποβάλλεται. Πρόκειται για τον ορισμό της αγωγής που χρησιμοποιεί το αστικό δικονομικό δίκαιο : το δικαίωμα του φορέα αξίωσης να ακουστεί επί της ουσίας της αξίωσης αυτής προκειμένου ο δικαστής να κρίνει αν είναι βάσιμη ή όχι. Για τον αντίδικο, η αγωγή παρέχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει το βάσιμο της αξίωσης. Πάντως, ακόμη και στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, εγκαθιδρύεται «έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων και του δικαστή». Επομένως, όταν ο διάδικος προβάλλει μια αξίωση ενώπιον του δικαστή και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού, μπορεί να απαιτήσει από τον δικαστή να αποφανθεί επί της ουσίας της εν λόγω αξίωσης. Ο διοικητικός δικαστής που αρνείται να αποφανθεί σε υπόθεση ώριμη προς εκδίκαση διαπράττει αρνησιδικία, ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του Δημοσίου για πλημμελή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης [7]. Η παράλειψη απόφανσης επί του αιτήματος σημαίνει ότι ο δικαστής αποφάνθηκε infra petita και, κατά συνέπεια, συνεπάγεται την αναίρεσή της [8].
5.Δεδομένου ότι το γαλλικό διοικητικό δίκαιο ουδέποτε αναγνώρισε την actio popularis ούτε υιοθέτησε την άποψη ότι οι διοικούμενοι έχουν υποκειμενικό δικαίωμα στην τήρηση του αντικειμενικού κανόνα δικαίου [9],οι αξιώσεις που υποβάλλονται στον ακυρωτικό δικαστή δεν έχουν αμιγώς αντικειμενικό χαρακτήρα. Αποσκοπούν τόσο στην εξειδίκευση των συμφερόντων των διαδίκων, δηλαδή στον επηρεασμό των υφισταμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσον και στη διασφάλιση της αντικειμενικής νομιμότητας. Όπως τόνισε ο Laferrière ήδη στα τέλη του 19ουαιώνα, δεν υπάρχει ένδικο βοήθημα εάν δεν είναι δυνατόν να αντληθεί κανένα πρακτικό αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης που ζητείται. Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η εκτέλεση απόφασης αποτελεί άρρηκτο μέρος της δίκης υπό την έννοια του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας θα ήταν πλατωνικό εάν η εσωτερική έννομη τάξη ενός κράτους παρείχε τη δυνατότητα να μείνει η δικαστική απόφαση χωρίς αποτέλεσμα έναντι των διαδίκων (ΕΔΔΑ 19.31997, 18357/91, Hornsby κατά Ελλάδας, σκέψη 40).
6.Η λεγόμενη «οικονομία των λόγων ακύρωσης» θίγει τα παραπάνω δομικά χαρακτηριστικά του ενδίκου βοηθήματος. Πράγματι, ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης ακύρωσης η οποία στηρίζεται σε περισσότερους λόγους ακύρωσης μπορεί να περιοριστεί, για να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην ανάδειξη του βασίμου ενός μόνον εξ αυτών. Όταν, ιδίως, πολλοί λόγοι είναι βάσιμοι, ο δικαστής είναι ελεύθερος να δεχτεί τον λόγο ακύρωσης της επιλογής του. Η μέθοδος αυτή παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να εξοικονομήσει χρόνο, αποφεύγοντας να απαντήσει εξαντλητικά στην επιχειρηματολογία του αιτούντος, και να δεχθεί τον λόγο ακύρωσης που θεωρεί τον πλέον σαφή, αποφεύγοντας έτσι να εξετάσει λόγους που μπορεί να τον παρασύρουν σε επικίνδυνα πεδία.
7.Εκτός από τις πραγματολογικές αυτές δικαιολογίες, η οικονομία των λόγων ακύρωσης δεν συνδέεται με κανέναν κανόνα και καμία αρχή που διέπει τις ακυρωτικές διαφορές. Είναι γεγονός ότι, εφόσον μια απόφαση πρέπει να είναι νόμιμη ως προς όλα τα στοιχεία της, αρκεί και μία μόνο πλημμέλεια για την ακύρωσή της, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί ο δικαστής και ως προς άλλες πλημμέλειες. Πάντως, ο αντικειμενικός χαρακτήρας της αίτησης ακύρωσης συνηγορεί μάλλον, από θεωρητικής, τουλάχιστον, απόψεως, υπέρ του πλήρους ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ο οποίος μπορεί να διαφωτίσει πλήρως τη διοίκηση ως προς το περιεχόμενο της νομιμότητας.
8.Ειδικότερα, η ελευθερία του δικαστή όσον αφορά τους λόγους ακύρωσης μπορεί να στερήσει πρακτικής αποτελεσματικότητας την αίτηση ακύρωσης, διότι, για να επιτύχει την έκδοση απόφασης επί της ουσίας των αξιώσεών του, ο διάδικος χρειάζεται να γνωρίζει περισσότερα από όσα ο δικαστής έκρινε σκόπιμο να εκφράσει. Πράγματι, ο διάδικος δεν μπορεί να αδιαφορεί για τον λόγο στον οποίο ο δικαστής στήριξε την ακύρωση της πράξης, στο μέτρο που ο λόγος αυτός καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα της Διοίκησης να επαναλάβει την ακυρωθείσα πράξη. Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης καλύπτει όχι μόνο το διατακτικό αλλά και τους λόγους στους οποίους αυτό στηρίζεται, πράγμα που σημαίνει ότι απαγορεύεται στη Διοίκηση να εκδώσει νέα πράξη της οποίας το διατακτικό θα είναι πανομοιότυπο προς αυτό της ακυρωθείσας πράξης και η οποία πάσχει από την ίδια ή τις ίδιες πλημμέλειες στις οποίες στηρίχθηκε η ακύρωση. Κατά συνέπεια, «η ακύρωση πράξης για τυπική ή διαδικαστική πλημμέλεια δεν απαγορεύει στη Διοίκηση να εκδώσει νέα πράξη όμοια προς την ακυρωθείσα, αφού τηρήσει όμως τις τυπικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις (CE, 5 janvier 1973, Dame Geydan, σ. 9). Αντίθετα, η ακύρωση για ουσιαστικούς λόγους είναι πιο δεσμευτική για τη Διοίκηση, η οποία δεν μπορεί να εκδώσει νέα απόφαση εκτός εάν τη στηρίξει σε διαφορετικό λογο » (CE, 12 octobre 2018, Société Néoen, n° 412104) [10].
9.Τα μειονεκτήματα της οικονομίας των λόγων ακύρωσης οδήγησαν τον νομοθέτη και τον δικαστή να περιορίσουν την εμβέλειά της σε ορισμένες κατηγορίες διαφορών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι πολεοδομικές διαφορές. Για να περιορίσει τη διαδοχική άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά της ίδιας πολεοδομικής άδειας, το άρθρο L-600-4-1 του code de l’urbanisme υποχρεώνει τον δικαστή να απαντήσει στο σύνολο των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν με το δικόγραφο.
10. Γενικώς όμως και εκτός σπανίων υποθέσεων, ο ακυρωτικός δικαστής παραμένει ελεύθερος να δεχτεί τον λόγο ακύρωσης της επιλογής του. Συνιστάται μάλιστα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος Kahn, «να δεχθεί τον λόγο ο οποίος, λόγω της ευρύτητάς του, διαφωτίζει περισσότερο τη Διοίκηση»[11]. Πρόκειται όμως μόνο για κανόνα δικαστικής ευπρέπειας, που δεν επισύρει κυρώσεις, αφού μόνο το διατακτικό και όχι οι αιτιολογίες δικαστικής απόφασης λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί το έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης [12].
Η εξουσία διαταγής ως καταλύτης
11.Η αναγνώριση στον διοικητικό δικαστή της εξουσίας να απευθύνει διαταγές στη Διοίκηση (νόμος της 8ηςΦεβρουαρίου 1995) συνέβαλε στην περαιτέρω διευκρίνιση των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η ελευθερία του δικαστή όσον αφορά τους λόγους ακύρωσης. Ο νόμος αυτός διαμόρφωσε την εξουσία διαταγής του δικαστή σε δύο ξεχωριστά προνόμια, ανάλογα με το αν η απόφαση σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η Διοίκηση λαμβάνει μέτρο εκτέλεσης με συγκεκριμένο περιεχόμενο (άρθρο L911-1, CJA) ή εκδίδει εκ νέου απόφαση μετά από νέα έρευνα (L911-2). Η δυνατότητα εφαρμογής του ενός ή του άλλου τύπου διαταγής εξαρτάται από τον λόγο ακύρωσης που δέχθηκε ο ακυρωτικός δικαστής: ενώ η ακύρωση για λόγους εξωτερικής/τυπικής νομιμότητας περιορίζει κατ’ ανάγκη τη διαταγή στην επανεξέταση της κατάστασης του διαδίκου, η αποδοχή λόγου εσωτερικής/ουσιαστικής νομιμότητας μπορεί, ενδεχομένως, να περιαγάγει τη Διοίκηση σε θέση «μεταδικαστικής δέσμιας αρμοδιότητας» [13],αφού επιτρέπει στον δικαστή να διατάξει τη Διοίκηση να εκδώσει απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, να ρυθμίσει οριστικά τη διαφορά.
12.Το πρόβλημα αυτό επισημάνθηκε δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του νόμου και η οργανική θεωρία [14]πρότεινε δύο λύσεις: είτε ο ακυρωτικός δικαστής να μπορεί να λαμβάνει υπόψη, ήδη από το στάδιο της εξέτασης του ακυρωτικού αιτήματος, την ύπαρξη αιτήματος επιβολής διαταγής, οπότε να δέχεται, μεταξύ των βάσιμων λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος αυτόν που θα μπορούσε να θεμελιώσει την επωφελέστερη διαταγή προς τη Διοίκηση ή, πιο δραστικά, την εγκατάλειψη της πρακτικής της οικονομίας των λόγων ακύρωσης όταν υποβάλλεται και αίτημα διαταγής. Και η πανεπιστημιακή θεωρία εξέτασε το ζήτημα της ελευθερίας του δικαστή ως προς τους λόγους ακύρωσης υπό το πρίσμα της εξουσίας διαταγής, κάνοντας λόγο για παράλυση της εξουσίας αυτής εξαιτίας του κανόνα της οικονομίας των λόγων ακύρωσης [15].Προτάθηκε ακόμη και η αναγνώριση στον δικαστή της δυνατότητας να αποφανθεί κατά το στάδιο της διαταγής επί λόγου ακύρωσης διαφορετικού από αυτόν στον οποίο θεμελιώθηκε η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πράγμα που το Conseil d’Etat απέρριψε ρητώς (CE, 21 févr. 2011, n° 335306, Société Véolia-Propreté, Lebon σ. 1091· AJDA 2011, σ. 1739, note M.-C. Vincent-Legoux).
13. Ωστόσο, όπως επισήμαναν οι J.-H. Stahl/X. Domino, Injonctions: le juge administratif face aux réalités, AJDA2011, σ. 2226, «αν και το αίτημα περί διαταγής του άρθρου L911-1 λειτουργεί εν προκειμένω όπως ο καταλύτης για την επιτάχυνση μιας χημικής αντίδρασης, ο οποίος όμως δεν εμφανίζεται στην τελική εξίσωση της αντίδρασης, στην πραγματικότητα, το ζήτημα [της οικονομίας των λόγων ακύρωσης] τίθεται και επιλύεται καλύτερα σε γενικό πλαίσιο». Με άλλα λόγια, η οντολογική ιδιαιτερότητα της εξουσίας διαταγής πρέπει να σχετικοποιηθεί, εφόσον ο δικαστής που την ασκεί, σε τελική ανάλυση δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να «λέει υπό τη μορφή διαταγής αυτό που ήδη, ενόψει της απόφασης, αποτελούσε υποχρέωση της Διοίκησης»[16]. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν νοείται εξουσία εντολής, όταν δηλαδή ο αιτών αμφισβητεί μια πρωτοβουλία της Διοίκησης και επιζητεί την αποχή της, ο λόγος ακύρωσης καθορίζει πάντοτε τις υποχρεώσεις που υπέχει η Διοίκηση, ιδίως τη δυνατότητα να επαναλάβει την ακυρωθείσα απόφαση. Επομένως, προκειμένου να ληφθoύν πλήρως υπόψη και η άποψη του διαδίκου και οι συγκεκριμένες συνέπειες που έχουν γι’αυτόν οι αποφάσεις του δικαστή, ήταν αναγκαίο να μην περιοριστεί η ανάλυση της ελευθερίας του δικαστή ως προς την εξέταση των λόγων ακύρωσης μόνο στην αποτελεσματικότητα της εξουσίας εντολής [17].
Γενική απάντηση σε γενικό πρόβλημα
14. Η απόφαση Société Eden υιοθετεί, επομένως, γενική λύση στο πρόβλημα. Αφού κατοχυρώνει την ευχέρεια του ακυρωτικού δικαστή να αποφαίνεται μόνον επί του λόγου ακύρωσης που δέχεται ως βάσιμο, η απόφαση περιγράφει –γενικώς και χωρίς να περιορίζεται στην περίπτωση της διαταγής– την πηγή του προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί: «Η έκταση του δεδικασμένου και οι συνέπειες της ακύρωσης διαφέρουν, πάντως, ανάλογα με την ουσία του λόγου που είναι το αναγκαίο έρεισμα της ακύρωσης. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν ο λόγος ακύρωσης που γίνεται δεκτός συνεπάγεται ή όχι ότι η διοικητική αρχή εκδίδει, προς εκτέλεση του δεδικασμένου και υπό την επιφύλαξη αλλαγής των συνθηκών, απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο». Στη συνέχεια, η απόφαση διαλαμβάνει [18]ότι «όταν ο ακυρωτικός δικαστής ακυρώνει διοικητική απόφαση ενώ πολλοί λόγοι είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την ακύρωση, οφείλει, κατ’ αρχήν, να στηρίξει την ακύρωση στον λόγο που θεωρεί ότι μπορεί καλύτερα να ρυθμίσει τη διαφορά». Πρόκειται για τη σύσταση του προέδρου Kahn, μόνο που η υποκειμενικοποίηση της αίτησης ακύρωσης έχει ως συνέπεια ότι στο εξής δεν τονίζεται μόνον ο σκοπός της διαφώτισης της Διοίκησης ως προς τις επιταγές της αρχής της νομιμότητας, αλλά, ευρύτερα, η απαίτηση να διευθετηθεί η διαφορά όσο το δυνατόν πληρέστερα. Η εισφορά της απόφασης Société Edenέγκειται στο ότι διευκρίνισε ότι σε δύο περιπτώσεις, κάμπτεται η εν λόγω ευχέρεια του δικαστή να επιλέξει τον βάσιμο λόγο ακύρωσης στον οποίο θα στηρίξει την απόφασή του.
Α. Σε περίπτωση διαταγής
15.Η πρώτη περίπτωση απαντά «όταν ο αιτών προβάλλει, εκτός από το ακυρωτικό αίτημα, αίτημα διαταγής με αντικείμενο να υποχρεώσει ο δικαστής τη διοικητική αρχή να λάβει απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο»ή, υποπερίπτωση, «όταν το αίτημα διαταγής υποβάλλεται, κυρίως, δυνάμει του άρθρου L911-1 του code de justice administrative και επικουρικώς επί τη βάσει του άρθρου L911-2». Στις περιπτώσεις αυτές, «ο ακυρωτικός δικαστής οφείλει να εξετάσει πρωτίστως τους λόγους που είναι ικανοί, εφόσον είναι βάσιμοι, να δικαιολογήσουν τη ζητούμενη διαταγή».
16.Η λύση αυτή θέτει τέρμα στην τεχνητή (αγγίζουσα τα όρια σχιζοφρένειας) στεγανοποίηση μεταξύ του ρόλου του ακυρωτικού δικαστή και του δικαστή της διαταγής (της συμμόρφωσης). Παραμένει μεν πιστή στο πνεύμα του νόμου της 8ηςΦεβρουαρίου 1995, αφού ο δικαστής της διαταγής δεσμεύεται από την αιτιολογία της ακυρωτικής απόφασης, πλην έχει ως συνέπεια ότι η λειτουργία του δικαστή της διαταγής, της συμμόρφωσης, ανάγεται στη λειτουργία του ακυρωτικού δικαστή, ή ακριβέστερα ότι ο χρόνος επέμβασης του δικαστή της διαταγής ανατρέχει στον χρόνο επέμβασης του δικαστή της ακύρωσης. Περαιτέρω, η προσέγγιση αυτή πρέπει να αξιολογηθεί θετικά, διότι εάν ο δικαστής που επιλαμβάνεται τόσον ακυρωτικού αιτήματος όσο και αιτήματος διαταγής, δεν μπορεί να παρορά ότι μεταξύ των προβαλλομένων λόγων που μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ένας βάσιμος λόγος ενδέχεται να διατηρεί τη δυνατότητα «διόρθωσης» (régularisation) της πράξης, πχ παράλειψη ενός τύπου που μπορεί να τηρηθεί εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, ενώ άλλος λόγος ακύρωσης, εξίσου βάσιμος, αποκλείει την παραπάνω δυνατότητα [19].
17.Περαιτέρω, η λύση που έγινε δεκτή έχει ως συνέπεια την ενίσχυση των δυνατοτήτων της εξουσίας διαταγής, αυξάνοντας τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορεί να δοθεί η διαταγή λήψης συγκεκριμένων μέτρων (άρθρο L911-1). Επισημαίνεται ότι είναι δυνατόν να διατυπωθούν αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας λύσης που θα μετέτρεπε τον δικαστή σε ένα είδος διοικητικής αρχής και θα απειλούσε να αυξήσει ανορθολογικά τον φόρτο εργασίας του. Ωστόσο οι αντιρρήσεις αυτές δεν είναι καθοριστικές. Η έννοια του δικαστή-διοικητικής αρχής (juge-administrateur) δεν είναι ξένη για τον ακυρωτικό δικαστή [20], του οποίου ο ρόλος συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι, προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές των οποίων επιλαμβάνεται, ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των αποφάσεών του και την εκτέλεσή τους από τη Διοίκηση. Θα πρέπει να σχετικοποιηθεί και η αιτίαση περί φόρτου εργασίας των δικαστών λόγω διαταγών, δεδομένου ότι στον διάδικο απόκειται να προσκομίσει στον δικαστή τα στοιχεία που του επιτρέπουν να αποφασίσει για τη συνέχεια που θα δώσει στο αίτημα περί διαταγής: απόδειξη της προβαλλόμενης παρανομίας, δυνατότητα διόρθωσης/άρσης της παρανομίας με υποκατάσταση της αιτιολογίας, απουσία αλλαγής συνθηκών.
18.Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το Conseil d’ Etat, αντίθετα προς τις προτάσεις της rapporteurpublic, επέλεξε να μην εξαρτήσει την προηγούμενη εξέταση των λόγων ακύρωσης που μπορούν να δικαιολογήσουν τη διατύπωση της διαταγής που ζητήθηκε από την προϋπόθεση ότι το αίτημα αυτό διατυπώθηκε πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της αίτησης ακύρωσης. Ο περιορισμός αυτός δυσχερώς συμπλέκεται με την ευχέρεια του αιτούντος την οποία αναγνώρισε το Conseil d’ Etat από το 1996 [21]να υποβάλει ανά πάσα στιγμή, ακόμη και για πρώτη φορά κατ’εφεση, αίτημα διαταγής. Επανεισάγει, τρόπον τινά, μια μορφή στεγανοποίησης ανάμεσα στο αίτημα που υποβάλλεται στον ακυρωτικό δικαστή και στο αίτημα που υποβάλλεται στον δικαστή της διαταγής, η οποία έπρεπε να καταργηθεί.
Β. Πέρα από τη διαταγή
19.Hδεύτερη περίπτωση στην οποία μπορεί να καταργηθεί η ελευθερία του δικαστή ως προς την επιλογή των λόγων ακύρωσης είναι αυτή κατά την οποία «ο αιτών επιλέγει να προβεί σε ιεράρχηση, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της αίτησης ακύρωσης, των απαιτήσεων που υποβάλλει στον ακυρωτικό δικαστή βάσει της νομικής αιτίας στην οποία στηρίζεται, κυρίως, το ακυρωτικό του αίτημα». Στην περίπτωση αυτή, «στον ακυρωτικό δικαστή απόκειται να αποφανθεί σεβόμενος την ιεράρχηση αυτή, δηλαδή εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τους λόγους ακύρωσης που συνδέονται με τη νομική αιτία η οποία αντιστοιχεί στην κύρια απαίτηση του αιτούντος».
20. Επομένως, το Conseil d’ Etat στηρίζεται στην έννοια της νομικής αιτίας (causejuridique), για να επιτρέψει στον αιτούντα να ιεραρχήσει τις απαιτήσεις του. Αν και, όπως επισημαίνουν οι σχολιαστές της απόφασης, η έννοια της νομικής αιτίας είναι αμφιλεγόμενη [22], ο ορισμός της αντιστοιχεί στην μέριμνα του Conseil d’ Etat να λάβει υπόψη το αίτημα του διαδίκου. Πρόκειται για έννοια που μεταφέρθηκε στη διοικητική δικονομία από το αστικό δικονομικό δίκαιο [23] και συνιστά, μαζί με το αντικείμενο (objet de la demande), το έτερο συστατικό στοιχείο του αιτήματος (conclusions) (R. Odent, Contentieux administratif, t. 1, σ. 870). Αντιστοιχεί στο νομικό έρεισμα του αιτήματος, δηλαδή «στη νομική αρχή δυνάμει της οποίας ο αιτών διεκδικεί το αντικείμενο του αιτήματός του» [24]. Η παροχή στον διάδικο της δυνατότητας να ιεραρχήσει τις απαιτήσεις του βάσει της νομικής αιτίας στην οποία στηρίζεται το ακυρωτικό του αίτημα καταλήγει, επομένως, να του παρέχει τη δυνατότητα να διευκρινίσει τη νομική βάση του αιτήματός του, προκειμένου να επιτρέψει στον δικαστή να απαντήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα.
21.Περαιτέρω, ο ουσιαστικός ορισμός της έννοιας της νομικής αιτίας ανταποκρίνεται στη μέριμνα να αποκτήσει η δικαστική ακύρωση χρήσιμο περιεχόμενο για τον διάδικο. Ήδη από την απόφαση της Ολομέλειας της 15.7.1954, Société des aciéries et forges Saint François (Lebon 482), δύο νομικές αιτίες στηρίζουν την αίτηση ακύρωσης: η μία περιλαμβάνει τους λόγους εξωτερικής νομιμότητας, δηλαδή την αναρμοδιότητα και τη διαδικαστική ή τυπική πλημμέλεια, ενώ η άλλη συγκεντρώνει τους λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, δηλαδή τις ουσιαστικές πλημμέλειες που απορρέουν από την ευθεία παράβαση του κανόνα δικαίου, την κατάχρηση εξουσίας και διαδικασίας, καθώς και από νομική ή πραγματική πλάνη. Οι συνέπειες της δικαστικής ακύρωσης μιας πράξης συνδέονται με τα δύο αυτά πεδία ακύρωσης. Όπως επισήμανε ο Πρόεδρος Kahnστις προτάσεις του για την απόφαση Dame veuve Ginestet, «η εξωτερική παρανομία είναι αυτή που αφήνει άθικτη την ευχέρεια της διοίκησης να εκδώσει εκ νέου την πράξη χωρίς να παραβιάσει το δεδικασμένου που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση. Αντίθετα, η ακύρωση για εσωτερική παρανομία μπορεί να νοηθεί ως αυτή που, χωρίς εξαίρεση, απαγορεύει στη διοίκηση να επαναλάβει την ίδια απόφαση»[25].
22.Αν και η σύνδεση της δυνατότητας του διαδίκου να ιεραρχήσει τις απαιτήσεις του με την έννοια της νομικής αιτίας παρουσιάζει εννοιολογική συνοχή, έχει, πάντως, τρεις περιορισμούς.
23.Κατ’ αρχάς, επιτρέπει μόνο την ιεράρχηση των νομικών αιτιών, δηλαδή των δύο κατηγοριών λόγων ακύρωσης (εξωτερικών/τυπικών και εσωτερικών/ουσιαστικών), και όχι των ίδιων των λόγων, οπότε περιορίζει την εμβέλεια της νέας ευχέρειας που παρέχεται στον διάδικο να διασφαλίσει ότι ο δικαστής θα δεχθεί τον λόγο ακύρωσης που μπορεί να υποχρεώσει τη Διοίκηση να ενεργήσει προς την επιδιωκόμενη κατεύθυνση. Πράγματι, όσον αφορά ορισμένες διοικητικές αποφάσεις, όλοι οι λόγοι ακύρωσης που ανάγονται στην εσωτερική νομιμότητα δεν είναι ισοδύναμοι, αλλά προσδίδουν στην ακύρωση διαφορετικό περιεχόμενο ή αποτελέσματα. Η δυσκολία αυτή ξεπερνιέται εν μέρει με την υποβολή αιτήματος διαταγής επί τη βάσει του άρθρου L. 911-1 του CJA εφόσον, στην περίπτωση αυτή, ο ακυρωτικός δικαστής θα πρέπει να επιλέξει από τους βάσιμους λόγους λόγων ακύρωσης που ανάγονται στην ουσιαστική νομιμότητα, εκείνον που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή της διαταγής που ζητήθηκε. Όταν όμως δεν είναι δυνατή η διατύπωση τέτοιας διαταγής, η δυσκολία παραμένει, οπότε η μόνη ελπίδα έγκειται στη βούληση του δικαστή να δεχτεί, μεταξύ των λόγων ακύρωσης που αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα, εκείνον που μπορεί να επιλύσει τη διαφορά.
24.Για την πληρέστερη επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος, δηλαδή για να διασφαλιστεί ότι η επέμβαση του ακυρωτικού δικαστή θα επιλύσει πλήρως τη διαφορά, η πλέον ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η ιεράρχηση των αιτημάτων του αιτούντος όχι βάσει των νομικών αιτιών αλλά των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης. «Η λύση όμως αυτή, εκτός των δυσκολιών που παρουσιάζει για τον διάδικο, θα έθιγε ουσιωδώς την ανακριτική εξουσία του ακυρωτικού δικαστή και θα μπορούσε να επιβαρύνει τον φόρτο εργασίας του»[26]. Περαιτέρω, εάν συνδυαστεί με τη θεωρία του νέου κατ’ έφεση αιτήματος, όπως επισήμανε η Sophie Roussel στις προτάσεις της, «θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος των συμφερόντων των αιτούντων, καθόσον θα περιόριζε υπερβολικά την έκταση της διαφοράς που θα μπορούσε, στη συνέχεια να υποβληθεί στον δικαστή, στον πλαίσιο έφεσης».
25.Στη συνέχεια, η προσφυγή στην έννοια της νομικής αιτίας έχει ως λογική συνέπεια να εξαρτά τη δυνατότητα του αιτούντος να ιεραρχήσει τα αιτήματά του από την προϋπόθεση ότι η ιεράρχηση αυτή πραγματοποιείται πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της αίτησης ακύρωσης. Πράγματι, για τη διασφάλιση του αμεταβλήτου του αιτήματος και την αποκρυστάλλωση της δίκης μετά την εκπνοή της προθεσμίας του ενδίκου βοηθήματος, ο διάδικος δεν μπορεί, δυνάμει της νομολογίας Intercopie (CE, sect., 20.2.1953),να προβάλει παραδεκτώς νέους λόγους αναγόμενους σε διαφορετική νομική αιτία προς στήριξη του αιτήματός του, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, χαρακτηρίζεται ως νέο και, συνακολούθως, απαράδεκτο αίτημα. Επομένως, όπως ακριβώς ένας λόγος θεωρείται νέος και, συνακολούθως, απαράδεκτος, όταν συνδέεται με νέα νομική αιτία, δηλαδή αιτία που προβάλλεται για πρώτη φορά μετά την εκπνοή της προθεσμίας άσκησης του ένδικου βοηθήματος, η ιεράρχηση των αιτημάτων από τον ίδιο τον αιτούντα βάσει της νομικής αιτίας, για να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή, πρέπει να διατυπωθεί εντός της ίδιας προθεσμίας.
26.Όσο συνεπής και αν είναι ο περιορισμός αυτός, συστέλλει πάντως υπερβολικά τη λύση που δέχεται το δικαιοδοτικό τμήμα, στο μέτρο που η προθεσμία των δύο μηνών μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις (ιδίως για τους ελάχιστα ενημερωμένους διοικουμένους που ενεργούν χωρίς δικηγόρο), να αποδειχθεί ανεπαρκής για να μπορέσει ο διάδικος να ιεραρχήσει τα αιτήματά του. Για να αποσυνδεθεί η ευχέρεια ιεράρχησης των αιτημάτων από την τήρηση της προθεσμίας του ενδίκου βοηθήματος, θα πρέπει είτε να επιτραπεί ιεράρχηση βάσει των λόγων ακύρωσης, λύση που παρουσιάζει τα ανωτέρω μειονεκτήματα, είτε να αμβλυνθεί ο κανόνας της νομολογίας Intercopie, δηλαδή το αμετάβλητο της νομικής αιτίας όταν αυτή χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως παράγων ιεράρχησης των αιτημάτων, είτε, ακόμη δραστικότερα, να εγκαταλειφθεί η λύση που απορρέει από τη νομολογία Intercopie, πράγμα που καθιστά αναγκαίο, εφόσον δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραίτησης από την αρχή του αμεταβλήτου της δίκης, τον εκ νέου ορισμό της έννοιας της νομικής αιτίας.
27.Τέλος, διαρθρώνοντας τη λύση γύρω από τη διάκριση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής νομιμότητας, το δικαιοδοτικό τμήμα εισάγει κατ’ ανάγκη τις γνωστές πρακτικές αδυναμίες της [27].Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις η σύνδεση ενός λόγου ακύρωση με τη μία από τις δύο νομικές αιτίες δεν είναι προφανής [28].Τέτοιες ανακρίβειες είναι εγγενείς σε κάθε νομική κατηγοριοποίηση. Πάντως, η συνεισφορά της απόφασης Société Eden , καθόσον προσδίδει νέα πρακτική συνέπεια και μάλιστα σημαντική στη διάκριση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής νομιμότητας, συμβάλλει στην επικαιροποίηση των ορίων της.
Σιωπηρή επανάσταση
28.To Conseil d’Etat διευκρινίζει ότι, «στην περίπτωση που κρίνει ότι κανένας από τους λόγους ακύρωσης που συνοδεύουν το κύριο αίτημα του αιτούντος δεν είναι βάσιμος, αλλά δέχεται, αντιθέτως, ως βάσιμο λόγο που συνοδεύει το επικουρικό αίτημα (δηλαδή το αίτημα να απευθυνθεί διαταγή στη Διοίκηση), ο ακυρωτικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να αποφανθεί ρητώς μόνον επί του λόγου τον οποίον δέχεται για να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη : με τον τρόπο αυτόν, η απόφασή του απορρίπτει, κατ’ ανάγκη, τους λόγους ακύρωσης που συνόδευαν το κύριο (ακυρωτικό) αίτημα». Είναι προφανές ότι η εν λόγω απαλλαγή από την υποχρέωση αιτιολόγησης που παρέχεται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια δημιουργεί επιφυλάξεις.
29.Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατ’ αρχήν, μια δικαστική απόφαση πρέπει να εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την επιλεγείσα λύση, δηλαδή να αποφαίνεται επί όλων των λόγων που προβάλλουν οι διάδικοι και οι οποίοι καθορίζουν την επίλυση της διαφοράς. Σε περίπτωση απόρριψης επί της ουσίας, η απόφαση θα πρέπει να εκθέτει και να τεκμηριώνει το αβάσιμο όλων των λόγων. Οι σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η σιωπή της δικανικής κρίσης ισοδυναμεί με απόφαση δεν προσκρούουν στον θεμελιώδη αυτό κανόνα. Για παράδειγμα, η σιωπή του δικαστή ως προς τους λόγους δημόσιας τάξης [29], ισοδυναμεί με απόφαση περί απόρριψής τους, διότι ο δικαστής έχει την εξουσία να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως συναφώς και οι λόγοι αυτοί δεν προβλήθηκαν από τους διαδίκους. Το ίδιο ισχύει για τη σιωπή του δικαστή ως προς τους αλυσιτελώς προβαλλόμενους λόγους [30], που είναι ξένοι προς το αντικείμενο της διαφοράς και, επομένως, δεν μπορούν να καθορίσουν την έκβασή του.
30. Δυσκολότερα δικαιολογείται, υπό το πρίσμα της αρχής της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, η απαλλαγή από την υποχρέωση αιτιολογίας, την οποία φαίνεται ότι επιτρέπει η απόφαση Société Eden. Πράγματι, όταν ο δικαστής απορρίπτει προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, ο οποίος, εάν είχε γίνει δεκτός, θα είχε επιτρέψει να ευδοκιμήσει το κύριο αίτημα του αιτούντος, πρέπει να θεωρηθεί ότι απέρριψε το αίτημα αυτό. Για τον λόγο άλλωστε αυτόν, όπως διευκρινίζει το Conseil d’ Etat, ο αιτών θα μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, καθόσον αυτή δεν δέχθηκε το κύριο αίτημά του. Στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ο δικαστής της έφεσης θα πρέπει να αποφανθεί επί της σιωπηρής επιλογής των πρωτοβάθμιων δικαστών να απορρίψουν τον λόγο ακύρωσης που προέβαλε ο αιτών προς στήριξη του κύριου αιτήματός του. Επομένως, υπό το πρίσμα των ανωτέρω απαιτήσεων που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων, η ευχέρεια που παρέχεται στον πρωτοβάθμιο δικαστή να μην αναλύσει το αβάσιμο του λόγου ακύρωσης, που αν είχε γίνει δεκτός θα είχε ως συνέπεια την αποδοχή του κύριου αιτήματός του, μπορεί να δημιουργεί αμφιβολίες (βλ. συναφώς την ανάλυση τωνY. Faure/Cl. Malverti, Le juge de l’excès de pouvoir au service du justiciable, AJDA 5/2019, σ. 276-277) .
31.Υποχρεώνοντας τον δικαστή να λάβει υπόψη την ιεράρχηση των αιτημάτων στην οποία προέβη ο διάδικος, η απόφαση Société Eden αποτυπώνει την ιδέα ότι η πρώτη αποστολή του δικαστή, ακόμη κι όταν αποφαίνεται ακυρωτικά, έγκειται στην προστασία των δικαιωμάτων που ο διάδικος επιδιώκει να προβάλει. Η υποκειμενικοποίηση της αίτησης ακύρωσης είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη διότι εγγυάται την επιβίωσή της. Πράγματι, εύστοχα επισημαίνεται ότι μια υπέρμετρα στενή αντίληψη της λειτουργίας του ακυρωτικού δικαστή θα απειλούσε να οδηγήσει στην προοδευτική μεταφορά των πιο «εκτεθειμένων στο φαινόμενο της υποκειμενικοποίησης αιτήσεων ακύρωσης», αυτών δηλαδή που στρέφονται κατά ατομικών πράξεων, στο πεδίο των διαφορών πλήρους δικαιοδοσίας [31]. Κατά τους έγκριτους σχολιαστές της απόφασης, «δεδομένου ότι το συμφέρον του διαδίκου δεν μπορεί να αποτελεί το μέτρο της νομιμότητας», η γενίκευση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν είναι ευκταία. Αντίθετα, έχει σημασία να διασωθεί «το πνεύμα» της αίτησης ακύρωσης που έγκειται στην ικανότητα του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος να καταλαμβάνει το σύνολο των πτυχών της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Όταν ο αιτών βάλλει κατά ατομικής διοικητικής απόφασης για να υπερασπιστεί τα δικά του συμφέροντα, μεταβάλλεται ανεπιγνώτως σε παράγοντα της νομιμότητας (agent de la légalité), δηλαδή της εφαρμογής των γενικών και απρόσωπων κανόνων στους οποίους υπόκεινται οι πράξεις αυτές και των οποίων προβάλλει την παραβίαση, σε αντιδιαστολή προς τη γερμανική διοικητική δικονομία, όπου, δυνάμει της θεωρίας του προστατευτικού σκοπού του κανόνα [Schutznormtheorie], περιορίζονται οι κανόνες που μπορεί να επικαλεστεί ο διάδικος μόνο σε αυτούς που εκδόθηκαν προς διασφάλιση της προστασίας των δικών του συμφερόντων. Ίχνη της προσέγγισης αυτής παρατηρούνται στη γαλλική δικονομία των δημοσίων συμβάσεων [32].
32.Θα είναι αναγκαίο στο μέλλον να υποστηριχθεί η εν λόγω αντικειμενική χροιά της αίτησης ακύρωσης, όχι από αφοσίωση στους μεγάλους δασκάλους ή από εμμονή στην ιδιαιτερότητα του γνωστικού αντικειμένου, αλλά διότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την προστασία των ατομικών ελευθεριών.
[1] Στο γαλλικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, προβλέπεται αίτηση αναίρεσης και στις ακυρωτικές διαφορές. Βλ., αντί πολλών, A. Bretonneau/O. Fouquet/M. Guyomar/J. Massot/J.-H. Stahl, Le Conseil d’Etat, juge de cassation, Berger-Levrault, 2018, σ. 349-366.
[2] Traité de la juridiction administrative et des recours contentieux, Berger-Levrault, t. 2 , 1888, σ. 534
[3] Dalloz 1952, chron. 5
[4] L. Duguit, L’Etat, études de droit public, vol. II, Paris, A. Fontemoing, 1903, 741· P. H. Jagerschmidt, concl. sur CE 8 décembre 1899, Ville d’Avignon, Lebon 719.
[5] CE 29 novembre 1912, Boussuge, n°45893. M. Hauriou, Recevabilité de la tierce opposition contre une décision sur recours pour excès de pouvoir, S 1914.3.33.
[6]J. Sirinelli, La subjectivisation du recours pour excès de pouvoir, RFDA 2016, σ. 529· B. Defoort, Les paradoxes du contentieux des actes administratifs unilatéraux : à propos de quelques arrêts récents, RFDA 6/2018, σ. 1071.
[7] CE, ass., 29 décembre 1978, Darmont, n° 96004.
[8] CE, ass., 26 avril 2018, B. A., n° 408049.
[9]J. Barthélemy, Essai d’une théorie des droits subjectifs des administrés dans le droit administratif français. Contribution à la théorie générale des recours contentieux,Paris, Librairie de la société général des lois et des arrêts et du journal du palais, L. Larose, 1899.
[10]Σημειώνεται ότι και «κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 το δεδικασμένο από τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά όχι μόνο στη νομική ύπαρξη της διοικητικής πράξεως, της οποίας είχε ζητηθεί η ακύρωση, και η οποία με την ακυρωτική απόφαση καταργείται από τότε που εκδόθηκε και θεωρείται εφεξής ότι δεν εκδόθηκε ποτέ, αλλά καλύπτει και κάθε ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση ότι συναρτάται προς το συμπέρασμα που έγινε δεκτό και αποτελεί αναγκαίο του στήριγμα: ΣτΕ 3802/2000 7μ., 5854/1996, 484/1991,2638/1987, 883/1981.
[11]CE, ass., 12 décembre 1969, n°73969, Heli de Telleyrand-Périgord Lebon σ. 574.
[12]CE 28 janvier 166, n° 60273, Société La Purfina française, Lebon σ. 68.
[13]M. Guyomar/B. Seiller, Droit du contentieux administratif, Dalloz, 3eéd., § 923.
[14]D. Chavaux/T.-X. Girardot, Précision quant à l’office du juge de l’injonction, AJDA 1997, 58.
[15] F. Melleray, Essai sur la structure du contentieux administratif français : pour un renouvellement de la classification des principales voies de droit ouvertes devant les juridictions administratives à compétence générale, LGDJ 2001, 92, 95· F. Dieu, La règle de l’économie de moyens doit-elle paralyser le pouvoir d’injonction du juge administratif ? AJDA 2009, 1082· J. Grand d’Esnon,Quel office du juge de l’ injonction dans le cadre de l’article L. 911-1 du code de justice administrative?, AJDA 2010, σ. 36.
[16]C. Broyelle, De l’injonction légale à l’injonction prétorienne: le retour du juge administrateur, Dr. adm. mars 2004, n° 3, étude n° 6, σ. 8
[17] Βλ. προτάσεις της Sophie Roussel.
[18] Βλ. καιαπόφαση CE, sect., 16 décembre 2016, Guionnet, n° 389642.
[19] Βλ. προτάσεις V. Daumas, CE, sect., 1er juillet 2016, n° 363047, Commune d’Emerainville, AJDA 2016, σ. 1365, 1859, chron. L. Dutheillet de Lamothe/G. Odinet.
[20] R. Chapus, Droit du contentieux administratif, Montchrestien, 2008, § 1105.
[21] CE 25 mars 1996, n° 136910, Commune de Saint-François c/Mme Picard
[22] Η έννοια αυτή διατυπώθηκε στην απόφαση CE, sect., 20 févr. 1953, n° 9772, Société Intercopie, για την οποία ο καθηγητής P. Cassiaτόνισε ότι «δεν υπάρχει νομολογία που να έχει επικριθεί περισσότερο από την αυτήν που προκύπτει από την εν λόγω απόφαση», GrandsArrêtsduContentieuxAdministratif, Dalloz, 6e éd., σ. 1045)
[23]CE 16 mai 1924, Jourda de Vaux, Lebon 483.
[24] P. Azard, L’immutabilité de la demande en droit judiciaire français, th., Paris 1936, σ. 25, την οποία παραθέτει ο πρόεδρος Kahn στις προτάσεις του στην απόφαση CE, sect., 23 mars 1956, n° 3587, Dame veuve Ginestet, Lebon 141.
[25] Προτάσεις στην απόφαση CE, sect., 23 mars 1956, n° 3587, Dame veuve Ginestet.
[26]Y. Faure/Cl. Malverti, Le juge de l’excès de pouvoir au service du justiciable, AJDA 5/2019, σ. 275
[27]J. Robbe, De l’intérêt (relatif) de la distinction entre légalité externe et légalité interne, RFDA 2018, σ. 85.
[28] Για παράδειγμα, με την απόφαση CE 12 juill. 1995, n° 154219, Dondi, Lebon T. 994, κρίθηκε ότι η πλημμέλειας της προηγούμενης διαβούλευσης του εργοδότη με την επιτροπή της επιχείρησης καθιστά νομικώς πλημμελή τη διοικητική απόφαση που επιτρέπει ή αρνείται την απόλυση και, συνιστά, επομένως, λόγο ακύρωσης αναγόμενο στην εσωτερική νομιμότητα.
[29]CE 28 déc. 2005, n° 264418, Ville de Dôle c/ Rigaud, AJDA 2006, σ. 391
[30] CE, sect., 25 mars 1960, Sieur Boileau, Lebon σ. 234. CE 28 janv. 1966, n° 64802, Bajon, Lebon σ. 69
[31] Όπως στην περίπτωση της τάσης που παρατηρείται στις διοικητικές κυρώσεις, πχ. CE 16 févr. 2009, n° 274000, Société Atom, AJDA 2009, σ. 583, chron. S.-J. Lieber/D. Botteghi; RFDA 2009. 259, concl. C. Legras, et 2012, σ. 257, étude J. Martinez-Mehlinger, Constitutions 2010, σ. 115, obs. O. Le Bot.
[32] CE 4 avr. 2014, n° 358994, Département de Tarn-et-Garonne, AJDA 2014, σ. 1035, chron. A. Bretonneau /J. Lessi, RFDA 2014, σ. 425, concl. B. Dacosta και σ. 438, note P. Delvolvé).