Διευκρινίσεις στη νομολογιακή εξειδίκευση των προϋποθέσεων θεμελίωσης και άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (ΣτΕ 1183/2017, ΣτΕ 1877/2016 και ΣτΕ 1620/2017)
Η απόφαση ΣτΕ 1183/2017 παρέχει διευκρινίσεις της προηγούμενης νομολογίας αμβλύνοντας τους περιορισμούς του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, κυρίως όταν πρόκειται για αντικειμενικές παραβάσεις ή παράβαση της τυπικής νομιμότητας. Δέχεται ότι πεδίο προβολής ουσιωδών ισχυρισμών από την υποκειμενική σφαίρα του διοικουμένου και, συνακόλουθα, έδαφος άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης υφίσταται όχι μόνο στις περιπτώσεις κυρώσεων για την επιβολή των οποίων προβλέπεται ρητώς υπαιτιότητα, ή για τον καθορισμό του ύψους των οποίων καταλείπεται στη Διοίκηση ευχέρεια επιμέτρησης ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες διάπραξης της παράβασης (ΣτΕ Ολ 2370/2007), αλλά και σε κάθε περίπτωση που προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο παραβατική συμπεριφορά και επαπειλείται η επιβολή εις βάρος του της αντίστοιχης κύρωσης, ακόμα και αν το ύψος της τελευταίας είναι προκαθορισμένο στον νόμο χωρίς ευχέρεια επιμέτρησης από τη Διοίκηση, η δε στοιχειοθέτηση της παράβασης παρουσιάζεται στον νόμο ως «τυπική». Διότι, και στην περίπτωση αυτή, ο φερόμενος ως παραβάτης δύναται να συμβάλει στην λήψη νόμιμης απόφασης, αμφισβητώντας την ίδια την διάπραξη της παράβασης και προβάλλοντας προς τούτο ισχυρισμούς αναγόμενους στην υποκειμενική του σφαίρα και συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, σε διαφορετική –έναντι της διοικητικής αρχής– εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού της υπόθεσης (ΣτΕ Ολ 4447/2012, 3578/2013, 4587/2013). Η απόφαση ΣτΕ 1183/2017 θα πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με τις αποφάσεις ΣτΕ 1392/2016 του Ε΄ Τμήματος και ΣτΕ 3521/2015 του ΣΤ΄ Τμήματος, όπου γίνεται δεκτό ότι η άσκηση της προβλεπόμενης στον νόμο ενδικοφανούς προσφυγής καλύπτει τη μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση της αρχικής πράξης. Βλ., πάντως, και ΣτΕ 474/2012, με την οποία γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 44 του Ν. 2910/2001 επιβάλλεται στη Διοίκηση η υποχρέωση να παράσχει στον αλλοδαπό προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της απέλασης πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή για οποιοδήποτε λόγο από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του αυτού άρθρου 44, δηλαδή να τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης του άρθρου 20 παρ. 2 Σ και του άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ. Η παράλειψη δε της υποχρέωσης αυτής της Διοίκησης δεν καλύπτεται, ενόψει του άρθρου 6 παρ. 4 του ΚΔΔιαδ, από το γεγονός ότι κατά της απόφασης απέλασης ο αλλοδαπός υπέβαλε την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 44 παρ. 5 του ν. 2910/2001 ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας, ο οποίος αποφαίνεται επ’ αυτής εντός τριημέρου από της ασκήσεώς της (ΣτΕ 1394, 3346, 4298/2009).
Η απόφαση ΣτΕ 1877/2016 παρέχει διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 3 ΚΔΔιαδ για τη δυνατότητα παράλειψης της προηγούμενης ακρόασης προς αποτροπή κινδύνου και ικανοποίηση επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος: πρέπει να προκύπτει από την πράξη ότι η Διοίκηση προβαίνει στην έκδοσή της χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου να εκφράσει τις απόψεις του, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ, διότι η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου επιβάλλεται για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος που πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο. Η Διοίκηση συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλεσθεί εκ των υστέρων, μετά δηλαδή την έκδοση της πράξης, την ανάγκη άμεσης λήψης του δυσμενούς μέτρου, χωρίς την προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ.
Διευκρινίσεις ως προς τους ισχυρισμούς που πρέπει να εκθέσει ο αιτών για τη λυσιτελή προβολή του λόγου περί παράβασης του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 4447/2012, παρέχει η απόφαση του Β΄Τμήματος ΣτΕ 1620/2017 (εκδοθείσα κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 39/2017): “5. …, το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Σ και στο άρθρο 6 του ΚΔΔιαδ, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4447/2012). Συνεπώς, το ως άνω δικαίωμα συνδέεται με την εκτίμηση και αξιολόγηση ζητημάτων πραγματικού, που είναι ουσιώδη για τη νόμιμη έκδοση ορισμένης διοικητικής πράξης. Σε περίπτωση που το επίμαχο πραγματικό αφορά στην τέλεση διοικητικής παράβασης, η οποία αποτελεί έρεισμα για την έκδοση σε βάρος του ίδιου προσώπου πράξεων με διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται, κατ’ αρχήν, άπαξ, σε σχέση με τα οικεία ζητήματα πραγματικού. Συνεπώς, εφόσον έχει τηρηθεί ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης από τη φορολογική Διοίκηση ορισμένης δυσμενούς για τον επιτηδευματία διοικητικής πράξης, η οποία στηρίζεται (και) στην τέλεση από τον επιτηδευματία διοικητικής παράβασης, δεν απαιτείται να του δοθεί εκ νέου η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του για τη διάπραξη της παράβασης, πριν από την έκδοση σε βάρος του άλλης πράξης της φορολογικής αρχής, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει τη διαπίστωση της ίδιας παράβασης. Ειδικότερα, όταν η φορολογική Διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξης, με την οποία αποδίδεται στον επιτηδευματία παράβαση του Κ.Β.Σ., που συνίσταται στην έκδοση ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (λόγω ανυπαρξίας των σχετικών συναλλαγών), και του επιβάλλεται το προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο, ο επιτηδευματίας δικαιούται να εκθέσει στη Διοίκηση τις απόψεις του για την τέλεση της παράβασης, ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το αρμόδιο όργανο της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού. Για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματός του, απαιτείται να του επιδίδεται σημείωμα με τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2370/2007). Ωστόσο, τούτο δεν χρειάζεται, εάν έχει ήδη κοινοποιηθεί στον επιτηδευματία σημείωμα με τις σχετικές διαπιστώσεις του ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., διότι, σε τέτοια περίπτωση, ο επιτηδευματίας πληροφορείται όχι μόνο το ενδεχόμενο απόρριψης των βιβλίων του (αναφορικά με το οποίο μπορεί να υποβάλει αίτηση και να εκθέσει τις απόψεις του στην αρμόδια Επιτροπή), αλλά και τις παραβάσεις έκδοσης ή λήψης εικονικών στοιχείων (ενόψει των οποίων η φορολογική Διοίκηση άγεται τόσο στην απόρριψη των βιβλίων όσο και στην έκδοση φύλλου ελέγχου προσδιορισμού του φόρου), ως προς τις οποίες μπορεί, εντός της οριζόμενης στην ίδια διάταξη προθεσμίας (20 ημερών από την κοινοποίηση του σημειώματος) να εκθέσει στον Προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής τις απόψεις του, ώστε να επηρεάσει την κρίση του περί της τέλεσης (ή μη) των παραβάσεων, η οποία, άλλωστε, αποτελεί αναγκαίο στήριγμα της τυχόν απόρριψης των βιβλίων. Συνεπώς, με την επίδοση του σημειώματος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. χορηγείται στον επιτηδευματία η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του αναφορικά με την τέλεση των παραβάσεων που διαπίστωσε ο φορολογικός έλεγχος, ώστε να αποφύγει τόσο την έκδοση φύλλου ελέγχου και την επιβολή φόρου (ενδεχομένως, κατόπιν απόρριψης των βιβλίων του) όσο και τον καταλογισμό των προβλεπόμενων στο νόμο χρηματικών κυρώσεων, με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας δεν κληθεί να εκθέσει τις απόψεις του επί της τέλεσης των παραβάσεων εκ νέου, κατ’ επίκληση ειδικώς της διατάξεως του εδαφίου α΄ της παρ. 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ., και ιδιαιτέρως πριν από την έκδοση πράξης καταλογισμού σε βάρος του προστίμου για έκδοση ή λήψη των επίμαχων εικονικών φορολογικών στοιχείων. Κατά την άποψη, όμως, του Συμβούλου Κ. Νικολάου και της Παρέδρου Β. Μόσχου, στοιχειοθετείται παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στην περίπτωση που ο επιτηδευματίας δεν κληθεί κατ’ άρθρο 36 παρ. 7 του Κ.Β.Σ. να εκθέσει τις απόψεις του επί της στοιχειοθέτησης των παραβάσεων πριν από την έκδοση πράξης καταλογισμού σε βάρος του προστίμου για έκδοση ή λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, η οποία δεν καλύπτεται από την τυχόν επίδοση του σημειώματος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. στην περίπτωση που οι παραβάσεις αυτές αποτελούν το έρεισμα του χαρακτηρισμού από την ελεγκτική αρχή των βιβλίων και στοιχείων του ως ανεπαρκών ή ανακριβών, με εντεύθεν συνέπεια τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων του. Τούτο δε καταρχήν διότι από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., ενόψει και του ότι αυτή συστηματικά εντάσσεται στο άρθρο 30 που έχει ως τίτλο “Κύρος και αποδεικτική δύναμη βιβλίων και στοιχείων”, συνάγεται ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. περιορίζεται αποκλειστικά στην εκτίμηση του εάν, με βάση την ήδη στοιχειοθετηθείσα από τη φορολογική αρχή αποδιδόμενη στον επιτηδευ-ματία παράβαση του Κ.Β.Σ., i) ορθώς κρίθηκαν τα βιβλία και στοιχεία του ως ανεπαρκή ή ανακριβή και ii) (εάν) συντρέχουν εν προκειμένω οι τασσόμενες από το άρθρο 30 του Κ.Β.Σ. προϋποθέσεις προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων του με την μέθοδο του εξωλογιστικού προσδιορισμού, χωρίς, πάντως, η εν λόγω Επιτροπή να έχει αρμοδιότητα να κρίνει επί ζητημάτων που σχετίζονται με τη διάπραξη και στοιχειοθέτηση των παραβάσεων. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως έχει γίνει νομολογικά δεκτό (ΣτΕ 4489/2012, πρβλ. ΣτΕ 3634/1984, 2995/1988), η φορολογική αρχή υποχρεούται να επιδίδει στον επιτηδευματία το κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 36 του ΚΒΣ σημείωμα σε εύλογο, σύντομο, κατ’ αρχήν, χρόνο από το «πέρας του ελέγχου», δηλαδή από την αποχώρηση των ελεγκτικών οργάνων από την επαγγελματική εγκατάσταση ή το κατάστημα και, πάντως, πριν από τη σύνταξη και κοινοποίηση της έκθεσης ελέγχου επί των παραβάσεων του Κ.Β.Σ., η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής κατόπιν της επίδοσης του σημειώματος του άρθρου 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ., στην οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποστηριχθεί ότι δύναται ο επιτηδευματίας να υποβάλλει τις απόψεις του, κατά λογική ακολουθία έπεται της κρίσης της φορολογικής αρχής περί στοιχειοθέτησης των παραβάσεων, οι οποίες έχουν ως συνέπεια την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων και τη διενέργεια εξωλογιστικού προσδιορισμού. Ως εκ τούτου, η τυχόν διατύπωση ισχυρισμών εκ μέρους του επιτηδευματία σε σχέση με την τέλεση των παραβάσεων στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, κατόπιν της επίδοσης του σημειώματος του άρθρου 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ. είναι αλυσιτελής δεδομένου ότι, επιπλέον, δεν είναι προηγούμενη, όπως επιτάσσει η ως άνω συνταγματική διάταξη, εφόσον η φορολογική αρχή στο χρονικό αυτό σημείο έχει ήδη εκπεφρασμένη κρίση επί της διάπραξης των παραβάσεων του Κ.Β.Σ.. Ενόψει αυτών, το γεγονός ότι η τέλεση παραβάσεων του Κ.Β.Σ. ενδέχεται να κατατείνει στην έκδοση, τουλάχιστον, δύο διαφορετικών κατ’ αντικείμενο καταλογιστικών πράξεων (έκδοση πράξης επιβολής προστίμου του ΚΒΣ, κρίση των βιβλίων ως ανεπαρκών και ανακριβών με εντεύθεν συνέπεια την έκδοση φύλλου ελέγχου με εξωλογιστικό προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων), συνηγορεί υπέρ του ότι ο επιτηδευματίας πρέπει, χάριν διασφάλισης της αποτελεσματικότητας και της λυσιτέλειας στην άσκηση εκ μέρους του του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, προς μείζονα προστασία του, να καλείται αυτοτελώς πριν την έκδοση κάθε καταλογιστικής πράξης, ακόμη και αν τα αντίστοιχα φορολογικά αντικείμενα τελούν σε συνάφεια μεταξύ τους, ούτως ώστε να έχει αυτός αυτοτελή και πλήρη επίγνωση των διαφορετικών συνεπειών που μπορεί να έχουν σε βάρος του οι εκάστοτε διαπιστούμενες παραβάσεις – παρατυπίες, ανακρίβειες ή ανεπάρκειες των βιβλίων και στοιχείων του, προκειμένου να καταστρώσει την άμυνά του.
Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 1183/2017
Αναίρεση
Με την κρινόμενη αίτηση,…ζητείται η αναίρεση της ΔΕφΑθ 990/2009. Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της ΔΠρΑθ 6134/2007, εξαφανίσθηκε η τελευταία αυτή απόφαση, περαιτέρω δε, κατ’ αποδοχή προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η 7/18.10.2002 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αιγάλεω, με την οποία του είχε επιβληθεί πρόστιμο 100.800 ευρώ, λόγω μη επικόλλησης σημάτων διενέργειας παιγνίων σε παιγνιομηχανήματα, κατά παράβαση του άρθρου 8 του ν. 2515/1997. Ειδικότερα, η ακύρωση της ως άνω πράξεως με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε λόγω μη τηρήσεως του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως, «αναπέμφθηκε» δε, κατόπιν αυτού, η υπόθεση από το δικαστήριο στην φορολογική αρχή «για να ενεργήσει τα νόμιμα».
Νομικό πλαίσιο- Ερμηνεία νομικού πλαισίου
- …. στην παράγραφο 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45) ορίζεται ότι «1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα. 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου. 3. […] 4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής». Εξάλλου, στο άρθρο 8 του ν. 2515/1997 (Α΄ 154), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπό τον τίτλο «Ψυχαγωγικά τεχνικά παίγνια», ορίζονται τα εξής: «1. Τα παίγνια, […] συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών […] κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: α. Ψυχαγωγικά τεχνικά και β. Τυχερά. […] 2. Τα ψυχαγωγικά τεχνικά παίγνια διενεργούνται ελεύθερα. Για όσα εξ αυτών προβλέπεται η καταβολή τέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5, χορηγείται άδεια διενεργείας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων. […] 3. Για τη χορήγηση της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου άδειας διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων, καθώς και για τη διατήρησή της σε ισχύ κατ` έτος, επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες των καταστημάτων διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων ετήσιο και αδιαίρετο τέλος, με την ονομασία «Τέλος Διενέργειας Ψυχαγωγικών Τεχνικών Παιγνίων» […][όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2731/1999, Α΄ 138). 4. […] 5. Το ετήσιο τέλος επιβάλλεται σε κάθε παιγνιομηχάνημα, στο οποίο εγκαθίστανται ή λειτουργούν ηλεκτρονικά, ηλεκτρικά ή μηχανικά ψυχαγωγικά παίγνια, με σκοπό την εκμετάλλευση σε δημόσια γενικά κέντρα (ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων πάσης φύσεως και σε κάθε χώρο προσιτό στο κοινό), […] 6. […] 7. Το ετήσιο τέλος καταβάλλεται από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων στις αρμόδιες για τη φορολογία του εισοδήματός τους Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) ή από τους ιδιοκτήτες των παιγνιομηχανημάτων, είτε στις ίδιες πιο πάνω Δ.Ο.Υ. είτε στις αρμόδιες για την φορολογία του εισοδήματός τους Δ.Ο.Υ. με την υποβολή: α)δήλωσης απογραφής, στην οποία αναγράφεται ο αριθμός των παιγνιομηχανημάτων […] Με την καταβολή του τέλους η αρμόδια Δ.Ο.Υ. εκδίδει σχετικό αποδεικτικό καταβολής, προβαίνει στην θεώρηση της δήλωσης απογρα-φής και χορηγεί ειδικό αυτοκόλλητο σήμα για κάθε παιγνιομηχάνημα […]. Το χορηγούμενο σήμα, […] επικολλάται σε εμφανές σημείο σε κάθε μηχάνημα […] και αποτελεί ένδειξη ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους και ότι συμπεριλαμβάνεται στην δήλωση απογραφής […]. 9. […] Σε περίπτωση μη επικόλλησης του σήματος επιβάλλεται πρόστιμο που ισούται με το διπλάσιο του ετήσιου τέλους που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο παιγνιομηχάνημα […]. Πρόστιμο που ισούται με το διπλάσιο του ετήσιου τέλους επιβάλλεται και σε περίπτωση μη επικόλλησης του σήματος σε παιγνιομηχάνημα που έχει υποστεί βλάβη και βρίσκεται εντός του χώρου διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2523/1997 («Διοικητικές-Ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία», Α’ 179) ορίζεται ομοίως, υπό τον τίτλο «Πρόστιμα για παραβάσεις που αφορούν το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων», ότι «[…] Σε περίπτωση μη επικόλλησης του σήματος επιβάλλεται πρόστιμο που ισούται με το διπλάσιο του ετήσιου τέλους που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο παιγνιομηχάνημα […]» και ότι «Πρόστιμο που ισούται με το διπλάσιο του ετήσιου τέλους επιβάλλεται και σε περίπτωση μη επικόλλησης του σήματος σε παιγνιομηχάνημα που έχει υποστεί βλάβη και βρίσκεται εντός του χώρου διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων».
- …, το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, με την έννοια που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και ρυθμίζεται ειδικότερα, υπό την αυτή έννοια, με τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, συνίσταται στην δυνατότητα εκείνου για τον οποίον η Διοίκηση άγεται, μεταξύ άλλων, στην έκδοση πράξης βλαπτικής για τα συμφέροντά του, να εκθέσει σχετικά τις απόψεις του στην αρμόδια διοικητική αρχή έτσι ώστε να επηρεάσει την διαμόρφωση της κρίσης της ήδη στο στάδιο πριν από τον σχηματισμό της και την έκδοση της πράξης. Συνέπεια της φύσης αυτής και του σκοπού του δικαιώματος είναι, αφ’ ενός μεν ότι η παραβίασή του δεν θεραπεύεται με την εκ των υστέρων παροχή στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης (μεταξύ άλλων, ΣτΕ Ολ 2370/2007), αφ’ ετέρου δε ότι για να υπάρχει έδαφος άσκησής του πρέπει, πάντως, να πρόκειται για πράξη για την οποία το ζήτημα αν θα εκδοθεί ή πώς θα διαμορφωθεί το περιεχόμενό της να μην εξαντλείται κατά νόμον στην διάγνωση περί της συνδρομής αμιγώς αντικειμενικών προϋποθέσεων (μεταξύ πολλών, ΣτΕ Ολ 1685/2013, 4254/2009, 1724/2005), αλλά να καταλείπεται κατ’ αρχήν στον διοικούμενο πεδίο προβολής κρίσιμων πραγματικών ισχυρισμών από την σφαίρα της υποκειμενικής του κατάστασης και συμπεριφοράς· συναφώς δε, όταν σε ένδικη αμφισβήτηση της πράξης προβάλλεται λόγος περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, για το λυσιτελές της προβολής του λόγου απαιτείται η αναφορά από τον διοικούμενο των ισχυρισμών που θα προέβαλλε ενώπιον της Διοικήσεως, αν είχε κληθεί σε ακρόαση (ΣτΕ Ολ 4447/2012). Εξ άλλου, πεδίο προβολής, κατά τ’ ανωτέρω, ουσιωδών ισχυρισμών από την υποκειμενική σφαίρα του διοικουμένου και, συνακόλουθα, έδαφος άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, υφίσταται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις κυρώσεων για την επιβολή των οποίων προβλέπεται ρητώς υπαιτιότητα, ή για τον καθορισμό του ύψους των οποίων καταλείπεται στην Διοίκηση ευχέρεια επιμέτρησης ανάλογα με την βαρύτητα και τις συνθήκες διάπραξης της παράβασης (ΣτΕ Ολ 2370/2007). Όχι όμως μόνον στις περιπτώσεις αυτές· αλλά και σε κάθε περίπτωση που προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο παραβατική συμπεριφορά και επαπειλείται η επιβολή εις βάρος του της αντίστοιχης κύρωσης, ακόμα και αν το ύψος της τελευταίας είναι προκαθορισμένο στον νόμο χωρίς ευχέρεια επιμέτρησης από την Διοίκηση, η δε στοιχειοθέτηση της παράβασης παρουσιάζεται στον νόμο ως «τυπική». Διότι, και στην περίπτωση αυτή, ο φερόμενος ως παραβάτης δύναται πάντως να συμβάλει στην λήψη νόμιμης απόφασης, αμφισβητώντας την ίδια την διάπραξη της παράβασης και προβάλλοντας προς τούτο ισχυρισμούς αναγόμενους στην υποκειμενική του σφαίρα και συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, σε διαφορετική – έναντι της διοικητικής αρχής- εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού της υπόθεσης (ΣτΕ 4447/2012Ολ., 3578/2013, 4587/2013). Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η επιβολή προστίμου για μη επικόλληση σημάτων σε παιγνιομηχανήματα κατά τις παρατεθείσες διατάξεις των ν. 2515 και 2523/1997. Συνεπώς, πριν από την έκδοση πράξης επιβολής προστίμου κατά τις διατάξεις αυτές, η Διοίκηση, σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οφείλει να καλεί σε ακρόαση τον φερόμενο ως παραβάτη.
- …, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε έλεγχο, που διενεργήθηκε στις 19.2.2002 στο ευρισκόμενο στην Κυψέλη κατάστημα ηλεκτρονικών παιγνίων του αναιρεσβλήτου, διαπιστώθηκε ότι σε πενήντα έξι (56) παιγνιομηχανήματα δεν είχαν επικολληθεί τα αντίστοιχα σήματα διενέργειας παιγνίων, τα οποία ο αναιρεσίβλητος είχε προμηθευτεί, αξίας εννιακοσίων (900) ευρώ για καθένα. Κατόπιν αυτού, εκδόθηκε η επίδικη πράξη επιβολής προστίμου, για παράβαση του ανωτέρω άρθρου 8 του ν. 2515/1997, ύψους 100.800 ευρώ [(900×56)×2]. Η προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, με την οποία αυτός προέβαλε ότι η καταλογιστική πράξη είναι ακυρωτέα α) διότι εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη ακρόασή του και β) διότι, πάντως, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους πραγματικούς ισχυρισμούς που αναπτύσσει σε αυτήν, δεν στοιχειοθετείται η παράβαση που του αποδόθηκε, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς μεν τον λόγο περί μη προηγούμενης ακρόασης με την σκέψη ότι ο αναιρεσίβλητος είχε την δυνατότητα να ζητήσει την διοικητική επίλυση της διαφοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε παραβιασθεί το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τα λοιπά δε ως αβάσιμη, με την σκέψη ότι, όπως προέκυπτε από το σχετικό σημείωμα ελέγχου, είχε στοιχειοθετηθεί η παράβαση. Η έφεση του αναιρεσιβλήτου, με την οποία αυτός επανέφερε τους λόγους της προσφυγής του, έγινε δεκτή με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, με την σκέψη ότι εσφαλμένα είχε απορριφθεί κατά τ’ ανωτέρω ο λόγος περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, διότι «[…] η τήρηση της διαδικασίας [προηγούμενης ακρόασης] καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση της διοικητικής πράξης είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση […] έστω και αν κατά της […] πράξης προβλέπεται η άσκηση διοικητικής προσφυγής», ισχύει δε και για την περίπτωση προστίμου του άρθρου 8 του ν. 2523/1997.6. … με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ως μόνος λόγος αναιρέσεως ότι η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένη, άλλως πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης είναι υποχρεωτική για την φορολογική αρχή, μόνον εφόσον με την πράξη επιβολής προστίμου αποδίδεται υπαίτια συμπεριφορά στον παραβάτη ή αυτή εκδίδεται κατόπιν επιμέτρησης του ποσού του προστίμου, για την οποία λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα και οι συνθήκες τέλεσης της παράβασης· δηλαδή, προϋποθέσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 8 του ν. 2523/1997 δεν προβλέπει κυμαινόμενα πρόστιμα, αλλά αντιθέτως, επιβάλλει κατά τρόπο αντικειμενικό συγκεκριμένο πρόστιμο για κάθε παράβαση. Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στην σκέψη 4, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 1877/2016
Προσβαλλόμενη πράξη
Με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Α2β/Γ.Π. οικ.:31641/4.5.2016 ΚΥΑ του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, με την οποία ο Θ. Ρ., αναπληρωτής καθηγητής χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, ορίσθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), σε αντικατάσταση του αιτούντος.
Νομικό καθεστώς ΚΕΕΛΠΝΟ
- …, στο άρθρο 26 του ν. 2071/1992 (Α΄ 123) ορίζονται τα εξής: «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία “ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΙΔΙΚΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ” (Κ.Ε.Ε.Λ.), που εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με σκοπό την αντιμετώπιση και παρακολούθηση, συντονισμό και υποβοήθηση των ενεργειών, για την πρόληψη της εξάπλωσης ειδικών μεταδοτικών νοσημάτων και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους….
Νομική φύση των υπουργικών πράξεων κρατικής εποπτείας του ΚΕΕΛΠΝΟ – εκτελεστές διοικητικές πράξεις
- …, από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) αποτελεί ΝΠΙΔ, το οποίο επιδιώκει σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (αντιμετώπιση και παρακολούθηση, συντονισμός και υποβοήθηση των ενεργειών για την πρόληψη της εξάπλωσης ειδικών μεταδοτικών νοσημάτων και θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών) και υπόκειται σε κρατική εποπτεία. Ως εκ τούτου, οι υπουργικές πράξεις κρατικής εποπτείας, οι οποίες αφορούν το διορισμό, την ανάκληση διορισμού ή την πρόωρη λήξη της θητείας του προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω νομικού προσώπου, το οποίο (Διοικητικό Συμβούλιο) αποτελεί όργανο διοίκησης αυτού, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υποκείμενες σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1291/2016, Ολ 3798/2014, 239/2012).
Περιεχόμενο και όρια εποπτείας
- …, ναι μεν στις παρατιθέμενες στη σκέψη 4 διατάξεις που διέπουν την ίδρυση, την οργάνωση και τη λειτουργία του ΚΕΕΛΠΝΟ δεν προβλέπεται ρητώς η αντικατάσταση του προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου πριν από τη λήξη της θητείας τους. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες ενόψει των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκει το ΚΕΕΛΠΝΟ και της κρατικής εποπτείας που ασκεί επί του νομικού αυτού προσώπου το Υπουργείο Υγείας, έχουν την έννοια ότι ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας, οι οποίοι είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 7 παρ. 1 περίπτ. α του π.δ 358/1992 και 1 παρ. 4 της Υ25/2015 απόφασης του Πρωθυπουργού, συναρμόδιοι για τον διορισμό των προσώπων που συγκροτούν το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΕΕΛΠΝΟ, δύνανται να αποφασίσουν την πρόωρη λήξη της θητείας του προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΕΛΠΝΟ για σοβαρό λόγο, που καθιστά τα διορισθέντα πρόσωπα ακατάλληλα για την άσκηση των καθηκόντων τους. Η απόφασηπάντως αυτή πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη (πρβλ. ΣτΕ 1291/2016, 239/2012).
- … με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών προβάλλει ότι ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας αναρμοδίως εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (στο εξής: Κ.Δ.Δ., ν. 2690/1999, Α΄ 45), διότι η εποπτεία τους εξαντλείται στο διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν έχουν την εξουσία αντικατάστασης ή παύσης μελών πριν από τη λήξη της θητείας τους, παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη αναπλήρωσης των ελλειπόντων μελών λόγω παραίτησης. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν γίνει δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μη εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 6 ΚΔΔιαδ
- …, η παρ. 6 του άρθρου 13 του Κ.Δ.Δ., η οποία ορίζει ότι «Όπου ο νόμος προβλέπει θητεία για τα μέλη του συλλογικού οργάνου, η αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για λόγον αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος και πρέπει να βεβαιώνεται στη σχετική πράξη», δεν έχει εφαρμογή στην επίδικη περίπτωση, διότι το άρθρο 13 δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των άρθρων εκείνων του ανωτέρω Κώδικα (άρθρα 4 έως 7 και 12), οι διατάξεις των οποίων, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47), «εφαρμόζονται αναλόγως στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, στα Ν.Π.Ι.Δ. και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (Δ.Ε.Κ.Ο.) του Κεφαλαίου Α΄ του Ν. 3429/2005, καθώς και στα νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., εντός ή εκτός Γενικής Κυβέρνησης». Μόνη όμως η μνεία στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης του μη εφαρμοζόμενου στην επίδικη περίπτωση άρθρου 13 του Κ.Δ.Δ. καμία επιρροή δεν ασκεί στη νομιμότητα της πράξης αυτής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 750 – 751/2008 7μ).
Άρθρο 20 παρ. 2 Σ και 6 ΚΔΔιαδ – ερμηνεία
- … στην παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Στο δε άρθρο 6 του Κ.Δ.Δ. προβλέπονται τα εξής: ….
- …, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. επιβάλλουν, καταρχήν, ως ουσιώδη τύπο της διαδικασίας για την έκδοση δυσμενούς ατομικής διοικητικής πράξης την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, θεσπίζοντας υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του πριν από την έκδοση της πράξης αυτής (πρβλ. ΣτΕ 239/2012, 1711/2011 7μ, 2256/2000, 1713/1994 7μ). Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ. επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου, χωρίς την προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, αν αυτή είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος. Ορίζεται όμως ότι, αν η κατάσταση που ρυθμίσθηκε είναι δυνατόν να μεταβληθεί, η διοικητική αρχή, μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, καλεί τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Άλλως, δηλαδή αν η ως άνω δεκαπενθήμερη προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να ισχύει. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι αφενός μεν με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 θεσπίζεται εξαίρεση από την υποχρέωση σεβασμού του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου, αφετέρου δε επιβάλλεται στη Διοίκηση, εφόσον είναι δυνατή η μεταβολή της κατάστασης που ρυθμίσθηκε, να καλέσει τον ενδιαφερόμενο εντός δεκαπέντε ημερών από τη λήψη του δυσμενούς μέτρου, να εκφράσει τις απόψεις του, άλλως το μέτρο παύει αυτοδικαίως να ισχύει «χωρίς άλλη ενέργεια», οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι πρέπει να προκύπτει από την εκδιδόμενη, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 6, πράξη ότι η Διοίκηση προβαίνει στην έκδοσή της χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου να εκφράσει τις απόψεις του, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ., διότι η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου επιβάλλεται για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος που πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο. Η Διοίκηση συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλεσθεί εκ των υστέρων, μετά δηλαδή την έκδοση της πράξης, την ανάγκη άμεσης λήψης του δυσμενούς μέτρου, χωρίς την προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ.
Υπαγωγή
11. … στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται επίκληση, μεταξύ άλλων, του οικ. 1749/27.4.2016 εγγράφου του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας. Με το έγγραφο αυτό, που απευθύνεται προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας ζήτησαν «την άμεση υποβολή των παραιτήσεών» τους. …. Από το … περιεχόμενο του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι αιτιολογία της αντικατάστασης του αιτούντος Προέδρου του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., πριν από τη λήξη της θητείας του, αποτελεί η υπαίτια πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση όφειλε να καλέσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, τον αιτούντα να εκφράσει τις απόψεις του, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Από κανένα όμως στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει, ούτε η Διοίκηση προβάλλει, ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ο αιτών κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του για την αποδοθείσα σε αυτόν υπαίτια πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων, την οποία πάντως ο ίδιος αμφισβητεί με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, τόσο κατά τη νομική όσο και κατά την πραγματική βάση της, προβάλλοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς, τους οποίους θα μπορούσε να είχε εκθέσει ενώπιον του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη πράξη, αν είχε κληθεί σε ακρόαση. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η παράλειψη της επιβαλλόμενης στη Διοίκηση από τα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωσης αυτής καλύπτεται από τη γνωστοποίηση στον αιτούντα του οικ. 1749/27.4.2016 εγγράφου του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, όπως αβασίμως υποστηρίζει το Δημόσιο …, δεδομένου ότι ο αιτών με το έγγραφο αυτό δεν κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του, αλλά να υποβάλει αμέσως την παραίτησή του, μία ημέρα δε μετά την αποστολή του ως άνω εγγράφου ανακοινώθηκε στον αιτούντα, με το από 28.4.2016 δελτίο τύπου του Υπουργείου Υγείας, η αντικατάστασή του ….
12. …, το Δημόσιο, .., ισχυρίζεται ότι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επέβαλλαν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης χωρίς προηγούμενη κλήση του αιτούντος σε ακρόαση, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά στη σκέψη 10, κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ. πρέπει να προκύπτει από την εκδιδόμενη, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 6, πράξη ότι η Διοίκηση προβαίνει στην έκδοσή της χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου να εκφράσει τις απόψεις του, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ., διότι η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου επιβάλλεται για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος που πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη ότι ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας προέβησαν στην έκδοσή της χωρίς προηγούμενη κλήση του αιτούντος να εκφράσει τις απόψεις του, διότι την άμεση αντικατάστασή του επέβαλλε συγκεκριμένο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., μάλιστα δε στην προσβαλλόμενη πράξη δεν γίνεται μνεία του άρθρου αυτού, ενώ αναφέρονται άλλα άρθρα του Κ.Δ.Δ. (τα άρθρα 13, 14 και 15).
13. …, ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κ.Δ.Δ., τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου. Συνεπώς, … πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση…. Κατόπιν αυτού, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα κρίση, αφού προηγουμένως οι συναρμόδιοι Υπουργοί καλέσουν τον αιτούντα να εκθέσει τις απόψεις του για την αποδιδόμενη σε αυτόν υπαίτια πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του.