Διαχρονικό αποτέλεσμα των νομολογιακών μεταστροφών. Nομολογιακές διευκρινίσεις ως προς το έννομο συμφέρον προσβολής πράξεων διορισμού μελών ΔΕΠ από καθηγητές του ιδίου Τμήματος (ΣτΕ 1491/2015)
Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
1.H απόφαση ΣτΕ 1491/2015 του Γ΄Τμήματος εντάσσεται στην νομολογιακή μεταστροφή που ολοκληρώθηκε το 2011 με την απόφαση ΣτΕ 2303/2011 και παγιώθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ 5066 και 5067/2012, σχετικά με το έννομο συμφέρον προσβολής πράξεων διορισμού μελών ΔΕΠ από καθηγητές του ιδίου Τμήματος. Eιδικότερα, με την ΣτΕ 2303/2011 έγινε δεκτό ότι ενόψει αφενός της οργανωτικής δομής των ΑΕΙ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1268/1982 (ΦΕΚ Α΄ 87), σύμφωνα με την οποία τη μεν βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα αποτελεί το Τμήμα του ΑΕΙ, που καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης με δικό του πρόγραμμα σπουδών και ΔΕΠ και όχι η Σχολή του ΑΕΙ, την δε επόμενη οργανωτική υποδιαίρεση αποτελεί ο Τομέας του ΑΕΙ, στον οποίο διδάσκεται μέρος του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος, και αφετέρου των διατάξεων, με τις οποίες καθορίζονται τα όργανα και οι αρμοδιότητες των ως άνω οργανωτικών μονάδων του ΑΕΙ, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εκλογής μελών ΔΕΠ του ΑΕΙ, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των τελευταίων …, δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα πράξης εκλογής σε θέση μέλους ΔΕΠ σε ΑΕΙ, εφόσον στην οικεία διαδικασία εκλογής μετείχαν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, με άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της σχετικής διοικητικής πράξης, όχι μόνο τα μέλη ΔΕΠ άλλου Τμήματος, σε σχέση με αυτό στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, έστω και αν τα μέλη αυτά ανήκουν στην ίδια Σχολή (βλ. ΣτΕ 2387, 2865/1987, 2008/1994, 4045/1996, 2098/2002, πρβλ. ΣτΕ 349/1986, 1551/1996), αλλά ούτε και τα μέλη ΔΕΠ του ίδιου Τμήματος, στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, διότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις το έννομο συμφέρον τους δεν είναι άμεσο. Πιο συγκεκριμένα, άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση της ως άνω αίτησης ακύρωσης από μέλη ΔΕΠ του ίδιου Τμήματος, στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση μέλους ΔΕΠ, – ανεξαρτήτως του εάν τα μέλη αυτά μετείχαν στην από κοινού συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος, κατά την οποία έγινε η οικεία εκλογή, ή μετείχαν, ως εκλέκτορες, στη διαδικασία εκλογής -, δεν θεμελιώνεται ούτε στο εύλογο ενδιαφέρον αυτών για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος και την εξασφάλιση της νόμιμης εκλογής των μελών ΔΕΠ του Τμήματος, ούτε στην ενότητα του γνωστικού αντικειμένου της επιστήμης, το οποίο καλύπτει το Τμήμα, ούτε, εξάλλου, στο γεγονός ότι, επειδή τα μέλη αυτά είναι ενταγμένα στον ίδιο Τομέα, στον οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, ενδιαφέρονται για τη νομιμότητα της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών ΔΕΠ του Τομέα αυτού. [Βλ. διεξοδική ανάλυση της βαθμιαίας νομολογιακής μεταβολής και της απόφασης ΣτΕ 2303/2011 που την ολοκλήρωσε, με κριτικό πνεύμα, σε Κ. Γώγο, Το έννομο συμφέρον προσβολής πράξεων διορισμού μελών ΔΕΠ από καθηγητές του ιδίου Τμήματος. Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2303/2011, ΕΔΔηΛΥ 3/2011, σ. 438].
2. Την ως άνω μεταστροφή συμπλήρωσε η ΣτΕ 5067/2012, με την οποία κρίθηκε ότι μόνη η επίκληση της ιδιότητας του Καθηγητή Τμήματος ΑΕΙ και του απορρέοντος από αυτήν ευλόγου ενδιαφέροντος για τη νομιμότητα της εκλογής των μελών ΔΕΠ και την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος καθώς και της ιδιότητας του μέλους του εκλεκτορικού σώματος, δεν αρκούν για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους ΔΕΠ του Τμήματος, αλλά απαιτείται ο αιτών, μέλος του Τμήματος, να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη προσωπική και άμεση βλάβη, την οποία υφίσταται από την πράξη αυτή. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν στη σχετική διαδικασία εκλογής δεν μετείχαν και άλλοι υποψήφιοι. Η ανωτέρω έννοια της διάταξης του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, διότι, πάντως, με τη ρύθμιση αυτή, που αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των εν λόγω πράξεων, δεν περιορίζεται ούτε η ακαδημαϊκή ελευθερία, ούτε η πλήρης αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Μ. Πικραμένου, πέραν των ανωτέρω, απαιτείται επιπλέον το αιτούν μέλος του ΔΕΠ του ΑΕΙ να έχει επικαλεσθεί τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την προαναφερθείσα συγκεκριμένη, άμεση και προσωπική βλάβη, την οποία θα υποστεί από την έκδοση πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους του ΔΕΠ του Τμήματός του και κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας έκδοσης της εν λόγω πράξης. Ειδικότερα, το αιτούν μέλος ΔΕΠ πρέπει να προβάλει τις σχετικές αιτιάσεις κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία, ανεξαρτήτως αν μετέχει ή όχι ως μέλος του εκλεκτορικού σώματος, προκειμένου να καθίστανται γνωστές στην ακαδημαϊκή κοινότητα οι θέσεις του έναντι των υποψηφίων σε επίκαιρο χρόνο, ήτοι σε χρόνο που δεν έχει ολοκληρωθεί η εκλογή. Και τούτο διότι η κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος ακαδημαϊκή ελευθερία επιβάλλει, εκτός των άλλων, όπως τα μέλη ΔΕΠ διατυπώνουν γνώμη για ζητήματα εκλογής ή εξέλιξης άλλων μελών ΔΕΠ του Τμήματός τους, πρωτίστως στο πλαίσιο των οργάνων του Τμήματος, ιδίως όταν επικαλούνται στοιχεία που τα θεωρούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δυσμενή για την κρίση των υποψηφίων, προκειμένου στη συνέχεια να αμφισβητήσουν δικαστικά την επιλογή εκ μέρους του αρμοδίου προς τούτο σώματος. Η νομολογία παγιώθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ 4841/2014, 2258, 3379/2013, για τα Πανεπιστήμια και ΣτΕ 4716/2013, 5066/2012 7μ. για τα ΤΕΙ.
3. Τα ανωτέρω επιρρωννύει και συστηματοποιεί η απόφαση ΣτΕ 1979/2018, με την οποία κρίθηκαν τα εξής: “κατά την έννοια του άρθρού 47 παρ. 1 του πδ 18/1989, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας κατά την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, αλλά απαιτείται προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης, από τον σύνδεσμο μεταξύ των έννομων συνεπειών της πράξης αυτής και της συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας του αιτούντος. Ως εκ τούτου, μόνη η επίκληση της ιδιότητας του Καθηγητή Τμήματος Α.Ε.Ι. και του απορρέοντος από αυτήν εύλογου ενδιαφέροντος για τη νομιμότητα της εκλογής των μελών του Δ.Ε.Π. και την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος καθώς και της ιδιότητας του μέλους του εκλεκτορικού σώματος, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος, αλλά απαιτείται ο αιτών, μέλος του Τμήματος, να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη προσωπική και άμεση βλάβη, την οποία υφίσταται από την πράξη αυτή. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν στη σχετική διαδικασία εκλογής δεν μετείχαν και άλλοι υποψήφιοι (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4841/2014, 7μ., σκ. 8, 2258, 3379/2013, 5067/2012, 7μ., σκ. 6). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος Α.Ε.Ι. ούτε η ιδιότητα του μέλους της οικείας εισηγητικής επιτροπής (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4716/2013, σκ. 6), ούτε του μέλους της γενικής συνέλευσης του Τμήματος, η οποία συνεδρίασε από κοινού με το εκλεκτορικό σώμα για την εκλογή του μέλους Δ.Ε.Π. (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 3379/2013, σκ. 6), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η ιδιότητα του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής Πανεπιστημίου (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, πρβλ. 3629/1996, 7μ. σκ. 8), ούτε η εναντίωση του αιτούντος στον επίμαχο διορισμό ή εξέλιξη κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 2622/2015, σκ. 5, 2258/2013, σκ. 6, 5067/2012, 7μ., σκ. 7). Κατά λογική ακολουθία, έννομο συμφέρον δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στην επίκληση των συνεπειών που -κατά τον αιτούντα- θα μπορούσε να έχει ο διορισμός ή εξέλιξη ακατάλληλου υποψήφιου στο δικό του κύρος λόγω της συμβολής του στην οικεία διαδικασία διορισμού ή εξέλιξης.
4. Περαιτέρω, η απόφαση ΣτΕ 1491/2015 επιρρωννύει την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν 4009/2011, σχετικά με τον έλεγχο νομιμότητας του υπουργού, την οποία υιοθέτησε η απόφαση ΣτΕ 4841/2014 7μ. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα κάθε «μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος» να υποβάλει στον Υπουργό Παιδείας αναφορά, με την οποία να επισημαίνει παρανομίες της διαδικασίας της εκλογής και του διορισμού μέλους του ΔΕΠ του οικείου Πανεπιστημίου, κατά το στάδιο του διοικητικού ελέγχου νομιμότητας της εν λόγω διαδικασίας. Με την απόφαση ΣτΕ 4841/2014 έγινε δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του διοικητικού ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος, ούτως ή άλλως, διενεργείται αυτεπαγγέλτως από τον Υπουργό Παιδείας, κατ’ επιταγή, μάλιστα, και του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ 874/1992), χωρίς όμως να επιδιώκεται, ή να συνάγεται από αυτήν, διεύρυνση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών εφετείων, και μάλιστα τέτοιας έκτασης, ώστε κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του οικείου ιδρύματος να δύναται να προσβάλει δικαστικά, προκαλώντας την έναρξη και διεξαγωγή ιδιαίτερης δίκης, κάθε πράξη διορισμού μέλους του ΔΕΠ του Πανεπιστημίου.
5. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση ΣτΕ 1491/2015 ως προς το θέμα των χρονικών αποτελεσμάτων της νομολογιακής μεταστροφής που συντελέσθηκε με την απόφαση ΣτΕ 2303/2011 και παγιώθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ 5066/2012 και 5067/2012 ως προς την έννοια του εννόμου συμφέροντος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ουδεμία επιρροή επί του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος μπορεί να ασκήσει το γεγονός ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες επήλθε μεταστροφή της νομολογίας του, δημοσιεύθηκαν μετά την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης. Επομένως, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι οι παραδοχές των αποφάσεων αυτών δεν μπορούν να υιοθετηθούν και επί των εκκρεμών υποθέσεων, όπως και η προκειμένη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, ενόψει του ότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης ελέγχεται κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, ενώ θα πρέπει να συντρέχει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, η επιγενόμενη του χρόνου κατάθεσης της αίτησης μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν αρκεί να καταστήσει παραδεκτή σε κάθε περίπτωση την αίτηση αυτή. Με κατηγορηματική διατύπωση και άκρως λακωνική αιτιολογία, το Δικαστήριο εφαρμόζει την ερμηνεία του εννόμου συμφέροντος που προέκυψε από τη νομολογιακή μεταστροφή του 2011, παρά το ότι αυτή επήλθε μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης του αιτούντος, δηλαδή αφού ο αιτών είχε ήδη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και την κατάθεση της αίτησής του θεμελιώσει έννομο συμφέρον βάσει της μέχρι τότε ισχύουσας νομολογιακής ερμηνείας.
6. Σημειώνεται, πάντως, ότι διαφορετική προσέγγιση υιοθέτησε το ίδιο Τμήμα με την απόφαση ΣτΕ 2131/2015 ως προς τη νομολογιακή μεταστροφή που επήλθε με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015 όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Κώδικα Δικηγόρων. Ειδικότερα, το άρθρο 61 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν 4194/2013, Α´ 208), όπως η εν λόγω παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. α´ του Ν 4205/2013 (Α´ 242/2013), ορίζει ότι «1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων… και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και την διεξαγωγή της δίκης, … υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III…». Η παρ. 4 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. γ´ του προαναφερθέντος Ν 4205/2013 και άρχισε να ισχύει από 1.11.2013 (βλ. άρθρο 7 παρ. 13 περ. δ´ του Ν 4205/2013), ορίζει ότι «Ο δικηγόρος, για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά την συζήτηση των ανωτέρων… ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, άλλως η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη…». Ερμηνεύοντας προσφάτως τις διατάξεις αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1858/2015, δημοσιευθείσα στις 14.5.2015, δέχθηκε ότι αυτές έχουν την έννοια ότι η μη κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου του γραμματίου προκαταβολής της προβλεπόμενης εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο συνεπάγεται το απαράδεκτο της σχετικής διαδικαστικής πράξης, το εν λόγω απαράδεκτο δε, δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α.
7. Με την απόφαση ΣτΕ 2131/2015, το Γ΄ Τμήμα διαπίστωσε ότι, εάν εφαρμοζόταν η ως άνω ερμηνεία στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, θα έπρεπε το κρινόμενο ένδικο μέσο να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Όμως, ενόψει του ότι η ανωτέρω ερμηνεία του Δικαστηρίου έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της δικασίμου, συνιστά δε μεταστροφή νομολογίας διότι μέχρι τούδε, επί παρομοίου περιεχομένου διάταξης, η σχετική ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 96 παρ. 6 του ΝΔ 3026/1954 (Α´ 235) ήταν ότι η παράλειψη κατάθεσης του γραμματίου καταβολής της δικηγορικής αμοιβής δεν συνεπάγεται ερημοδικία του αιτούντος (βλ. ΑΕΔ 33/1995), το Δικαστήριο κρίνει ότι, για λόγους προστασίας της εκκαλούσας, η εν προκειμένω εκπρόθεσμη κατάθεση των γραμματίων προκαταβολής για την παράστασή της και το υπόμνημα δεν συνεπάγεται απαράδεκτο των εν λόγω διαδικαστικών πράξεων. Παρέπεμψε μάλιστα για το ζήτημα της μεταστροφής της νομολογίας στην απόφαση ΣτΕ 2436/2012 7μ., με την οποία έγινε δεκτό ότι, σε περίπτωση μεταβολής της νομολογίας σε ζητήματα που αφορούν σε προϋποθέσεις παραδεκτού ενδίκων βοηθημάτων, δεν μπορεί, εν όψει της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας (20 παρ. 1 του Συντάγματος) αλλά και του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, να αντιτάσσεται στον διάδικο που τα άσκησε παραδεκτώς κατά τα μέχρι τότε γενόμενα δεκτά από τη νομολογία, το απαράδεκτο, στο οποίο καταλήγει η ερμηνεία που υιοθετείται το πρώτον ως εκ της μεταβολής της νομολογίας και να θεωρείται για τον λόγο αυτό απορριπτέο το ένδικο βοήθημα (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3596/1971, 2475, 4304/2001, 3989/2005, 1587/2007 7μ., 1023/2009 7μ., 5, 193/2010, ΕΑ 1407/2007, 9, 625/2008).
8. Η μετάθεση στο μέλλον των αποτελεσμάτων νομολογιακής μεταστροφής έχει απασχολήσει συχνά το γαλλικό Conseil d’Etat και η δογματική της θεμελίωση έχει προβληματίσει τη θεωρία [βλ. την κλασική μελέτη του J. Rivero, Sur la rétroactivité de la règle jurisprudentielle, AJDA 1968, σ. 15· J.-H. Stahl/A. Courrèges, Note a l’attention de Monsieur le Président de la Section du contentieux, RFDA 3/2004, σ. 438 (451)· B. Seiller, Pour un dispositif transitoire dans les arrêts, AJDA 4/2004, σ. 2425· Rétroactivité de la jurisprudence et recours au juge. Concl. Y. Struillou sur CE 10 mars 2006, Société Leroy-Merlin, RFDA 3/2006, σ. 559· B. Seiller, La modulation des effets dans le temps de la règle prétorienne. Tentative iconoclaste de systématisation, in Le dialogue des juges, Mélanges en l’honneur de Bruno Genevois, Dalloz, 2009, σ. 977· B. Seiller (dir.), La rétroactivité des décisions du juge administratif, Economica, 2007. Βλ. και J. Robbe, Le report dans le temps de la règle jurisprudentielle nouvelle. État des lieux, perspectives, RFDA 2016, σ. 913, με πλήρη εποπτεία της σχετικής προβληματικής]. Κατ’ αρχήν, εφόσον ο δικαστής περιορίζεται στον εντοπισμό του ισχύοντος δικαίου, οφείλει να το εφαρμόσει στο σύνολο των διαφορών επί των οποίων αποφαίνεται, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας γέννησής τους (CE 7 octobre 2009, Société d’équipement de Tahiti et des îles, Lebon σ. 917, AJDA 2009, σ. 2437, chron. Jeannerey, σ. 2480, note J. D. Dreyfus). Η προσέγγιση αυτή υπόκειται σε εξαιρέσεις.
– Αφενός, η άμεση εφαρμογή νέας νομολογίας αποκλείεται εάν έχει ως συνέπεια να θίγει υπέρμετρα τις τρέχουσες συμβατικές σχέσεις (CE ass. 16 juillet 2007, Société Tropic Travaux Signalisation, Lebon σ. 360, concl. Casas), ή το δικαίωμα έννομης προστασίας (CE 17 décembre 2014, Serval, Lebon σ. 392) ή και τα δύο ταυτόχρονα (CE ass. 4 avril 2014, Département de Tarn et Garonne, Lebon σ. 70, concl. Dacosta, RFDA 2014, σ. 425, concl. Dacosta, 438, note P. Delvolvé, AJDA 2014, σ. 1035, Α. Bretonneau/J. Lessi, Contentieux contractuel: la revolution rentre au port, σ. 2043, Mutations du contentieux contractuel). Με την τελευταία απόφαση ο δικαστής αναγνωρίζει, υπέρ των τρίτων σε σχέση με τη σύμβαση και όχι μόνο υπέρ των αποκλεισθέντων από τον διαγωνισμό, τη δυνατότητα παραδεκτής άσκησης προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας με την οποία αμφισβητείται η ισχύς της σύμβασης ή συμβατικών ρητρών, συρρικνώνοντας στο ελάχιστο το πεδίο εφαρμογής της θεωρίας των αποσπαστών πράξεων και της προσβολής τους με αίτηση ακύρωσης. Στη σκέψη 5 της εν λόγω «επαναστατικής» για το δίκαιο της έννομης προστασίας στον τομέα των συμβάσεων απόφασης προβλέπεται ότι, λόγω του επιτακτικού χαρακτήρα της ασφάλειας δικαίου που αποσκοπεί στην προστασία των τρεχουσών συμβατικών σχέσεων, η νέα προσφυγή θα μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά των συμβάσεων που υπογράφονται από την ημερομηνία δημοσίευσης της εν λόγω απόφασης.
– Αφετέρου, στο πλαίσιο αποζημιωτικής διαφοράς όπου είχαν ήδη καταβληθεί ποσά εν αναμονή του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης τα οποία είχαν υπολογισθεί βάσει της προγενέστερης νομολογίας, το Conseil d’Etat δέχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σχετικά με την προστασία των περιουσιακών αγαθών, απαγορεύουν την αμφισβήτηση των εν λόγω ποσών (CE 22 octobre 2014, Centre hospitalier Dinan c. Consorts Etienne, Lebon σ. 316).
[Για το θέμα της άμεσης εφαρμογής των νομολογιακών μεταστροφών βλ. Ε. Πρεβεδουρου, Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις ως προς τις υποχρεωτικές διοικητικές προσφυγές στο γαλλικό δίκαιο, ΕΔΚΑ 3/2007, σ. 177 (181)· Ε. Πρεβεδούρου, Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ, 51, υποσημ. 88· Ε. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος, Η μεταστροφή της νομολογίας της Ολομέλειας του ΣτΕ ως προς το παράβολο των ασφαλιστικών μέτρων (από την ΣτΕ ΕΑ Ολ 136/2013 στην ΣτΕ ΕΑ Ολ 475/2013, ΘΠΔΔ 10/2013, σ. 895].
ΙΙ. Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 1491/2015
Προσβαλλόμενες πράξεις
1. Ο αιτών προσβάλλει 18 συνολικά πράξεις των οργάνων του Παντείου Πανεπιστημίου εκ των οποίων, πλην της πρώτης 206/12-9-2011 πράξης του Πρύτανη του Πανεπιστημίου (Γ΄ 239/1.3.2012) περί διορισμού του παρεμβαίνοντος, είναι αμφίβολο αν είναι υποστατές ή έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλονται παραδεκτώς, πράγμα που δεν εξετάζει το Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη, καθόσον ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος.
Εφαρμοστέες διατάξεις
4. … στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ και παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. … 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει». Τέλος, στο άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, …».
5. … στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν».
6. … στο άρθρο 20 του Ν. 4009/2011 (Α΄ 195/6.9.2011) ορίζεται ότι: «1. α) Ο διορισμός των καθηγητών γίνεται με πράξη του Πρύτανη … 2. Ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ελέγχει τη νομιμότητα οποιασδήποτε εκλογής ή εξέλιξης είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αναφορά που υποβάλλεται είτε από συνυποψήφιο του εκλεγέντος είτε από οποιοδήποτε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος. Ο έλεγχος νομιμότητας από τον Υπουργό ολοκληρώνεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή του φακέλου».
Εννοια του εννόμου συμφέροντος – Έννομο συμφέρον μελών ΔΕΠ για την προσβολή της πράξης εκλογής ή εξέλιξης άλλου μέλους ΔΕΠ στο ίδιο Τμήμα – Ερμηνεία του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν 4009/2011
7. … κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας κατά την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, αλλά απαιτείται προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξεως, από το σύνδεσμο μεταξύ των εννόμων συνεπειών της πράξεως αυτής και της συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας του αιτούντος. Ως εκ τούτου, μόνη η επίκληση της ιδιότητας του καθηγητή Τμήματος ΑΕΙ και του απορρέοντος από αυτήν ευλόγου ενδιαφέροντος για τη νομιμότητα της εκλογής των μελών του ΔΕΠ («καθηγητών» κατά την ορολογία του ν. 4009/2011) και την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος καθώς και της ιδιότητος του μέλους του εκλεκτορικού σώματος, δεν αρκούν για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως διορισμού ή εξέλιξης μέλους ΔΕΠ του Τμήματος, αλλά απαιτείται ο αιτών, μέλος του Τμήματος, να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη προσωπική και άμεση βλάβη, την οποία υφίσταται από την πράξη αυτή. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν στη σχετική διαδικασία εκλογής δεν μετείχαν και άλλοι υποψήφιοι (βλ. ΣτΕ 4841/2014, 2258, 3379/2013, 5067/2012 7μ. για τα Πανεπιστήμια και ΣτΕ 4716/2013, 5066/2012 7μ., για τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα). Εξάλλου, με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του ν. 4009/2011, προβλέφθηκε η δυνατότητα κάθε «μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος» να υποβάλει στον Υπουργό Παιδείας αναφορά, με την οποία να επισημαίνει παρανομίες της διαδικασίας της εκλογής και διορισμού μέλους του ΔΕΠ του οικείου Πανεπιστημίου, κατά το στάδιο του διοικητικού ελέγχου νομιμότητας της εν λόγω διαδικασίας. Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του διοικητικού ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος, ούτως ή άλλως, διενεργείται αυτεπαγγέλτως από τον Υπουργό Παιδείας, κατ’ επιταγή, μάλιστα, και του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολ 874/1992), χωρίς όμως να επιδιώκεται ή να συνάγεται από αυτήν διεύρυνση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών εφετείων, και μάλιστα τέτοιας έκτασης, ώστε κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του οικείου ιδρύματος να δύναται να προσβάλει δικαστικά, προκαλώντας την έναρξη και διεξαγωγή ιδιαίτερης δίκης, κάθε πράξη διορισμού μέλους του ΔΕΠ του Πανεπιστημίου (ΣτΕ 4841/2014).
Iσχυρισμός του αιτούντος περί συνδρομής ηθικού εννόμου συμφέροντος λόγω της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν 4009/2011 – Ισχυρισμός περί μη εφαρμογής, στην περίπτωσή του, της νομολογίας ΣτΕ 2303/2011.
9. … ο αιτών, στρεφόμενος με την υπό κρίση αίτηση κατά της τελευταίας ως άνω πρυτανικής πράξεως περί διορισμού του παρεμβαίνοντος στην επίμαχη θέση ΔΕΠ, επικαλείται για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του την ιδιότητά του ως καθηγητή Γενικής Θεωρίας του Δικαίου (Φιλοσοφίας του Δικαίου) του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, στο οποίο ανήκει η προκηρυχθείσα θέση, και προβάλλει ότι, υπό την ιδιότητα αυτή, λόγω και του ευλόγου ενδιαφέροντός του για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος, έχει ηθικό έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως και την ακύρωση της ανωτέρω αποφάσεως, κατά τη διαδικασία εκδόσεως της οποίας έλαβαν χώρα πολλαπλές πλημμέλειες. Το ηθικό έννομο συμφέρον αποτελούσε, κατά τα προβαλλόμενα από τον αιτούντα με τα κατατεθέντα στις 23-1-2013, 29-5-2014 και 16-6-2014 υπομνήματα, ικανή προϋπόθεση για την κατάφαση του εννόμου συμφέροντος καθηγητή ΑΕΙ προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως διορισμού ή εξέλιξης μέλους ΔΕΠ του Τμήματος, σύμφωνα και με τη διαμορφωθείσα από πολλών ετών πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ υποστηρίζεται ότι εξακολουθεί να στοιχειοθετείται και μετά τη διαφοροποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου με την 2303/2011 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι μέλη ΔΕΠ ακόμη και του ιδίου Τμήματος δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεως εκλογής σε θέση μέλους Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι., εφόσον στην οικεία διαδικασία εκλογής μετείχαν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, διότι στην προκειμένη περίπτωση για την κατάληψη της επίδικης θέσεως μετείχε στη σχετική διαδικασία μόνον ένας υποψήφιος. Περαιτέρω, με τα ανωτέρω υπομνήματα προβάλλεται ότι η επιγενόμενη πλήρης διαφοροποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου με τις 5066 και 5067/2012 αποφάσεις του, δεν μπορεί να καταλάβει και την κρινόμενη αίτηση, κυρίως, διότι οι αποφάσεις αυτές εξεδόθησαν υπό το κράτος της ισχύος διάφορου νομικού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, ο αιτών επικαλείται τη νεότερη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν 4009/2011, η οποία, κατ’ αυτόν, προβλέπει πλέον ρητώς ότι κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του οικείου Πανεπιστημίου, δικαιούται επί διορισμού ή εξέλιξης άλλου μέλους ΔΕΠ όχι μόνο να προσφεύγει ενώπιον του Υπουργού Παιδείας, αλλά και να ασκεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών εφετείων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά περίπτωση.
Απόρριψη ισχυρισμού – Έννοια της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν 4009/2011 – Χρόνος συνδρομής του εννόμου συμφέροντος – Μη εφαρμογή της απόφασης ΣτΕ Ολ 1377/2013
9…. Ο ισχυρισμός … αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθησαν στην σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως, ως προς την έννοια της ως άνω διατάξεως, η δυνατότητα που παρέχεται με αυτήν σε κάθε μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας να υποβάλει αναφορά στον Υπουργό Παιδείας κατά πράξεως περί διορισμού ή εξέλιξης άλλου μέλους ΔΕΠ δεν συνεπάγεται και αντίστοιχο δικαίωμα να προσβάλει την πράξη αυτή δικαστικά με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών εφετείων. Εξάλλου, ουδεμία επιρροή επί του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, μπορεί να ασκήσει το γεγονός ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες επήλθε μεταστροφή της νομολογίας του, δημοσιεύθηκαν μετά την ημερομηνία καταθέσεως της υπό κρίση αιτήσεως και, συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι, πάντως, οι παραδοχές των αποφάσεων αυτών δεν μπορούν να υιοθετηθούν και επί των εκκρεμών υποθέσεων, όπως και η προκειμένη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι ενόψει του ότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ελέγχεται κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως, ενώ θα πρέπει να συντρέχει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, η επιγενόμενη του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν αρκεί να καταστήσει παραδεκτή σε κάθε περίπτωση την αίτηση αυτή. Και ναι μεν με την επικαλούμενη 1377/2013 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά αποφάσεως της Ολομελείας της Ακαδημίας Αθηνών περί μη αναδείξεώς του ως τακτικού μέλους αυτής, κρίθηκε παραδεκτή παρέμβαση τακτικού μέλους της Ακαδημίας υπέρ της ως άνω αποφάσεως περί μη εκλογής του εν λόγω υποψηφίου, πλην αβασίμως υποστηρίζει ο αιτών ότι η απόφαση αυτή αποτελεί νέα μεταστροφή της νομολογίας, η οποία ανέτρεψε ήδη τις κρίσεις των προαναφερθεισών αποφάσεων της 7μελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, και ότι, συνεπώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη και στην παρούσα υπόθεση, διότι η ανωτέρω επικαλούμενη απόφαση έκρινε επί υποθέσεως που δεν ταυτίζεται με την προκειμένη, οι δε παραδοχές της στηρίχθηκαν στο διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει το ανώτατο αυτό πνευματικό ίδρυμα.
Συνταγματικότητα της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος
10. … τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόσβαση στα δικαστήρια και, ειδικότερα, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος ή την ουσιώδη παρεμπόδιση της ασκήσεώς του (βλ. ΣτΕ 3856/2013, 2969/2011, 944/2010, 271/2008, 2531/2005 7μ., πρβλ. ΣτΕ Ολ 647/2004, ΑΕΔ 33/1995). Τέτοια δικονομική προϋπόθεση συμβατή με την ως άνω συνταγματική διάταξη αποτελεί και το καθιερούμενο από το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 έννομο συμφέρον, η συνδρομή του οποίου στο πρόσωπο του αιτούντος είναι απαραίτητη για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι εφόσον κριθεί, υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα, ότι στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως θα παραβιασθεί το κατοχυρούμενο από τα ανωτέρω άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμά του σε δικαστική προστασία.
Τυπικές πλημμέλειες μη στοιχειοθετούσες άμεση και προσωπική βλάβη του αιτούντος
11. …, τέλος, ο αιτών με το από 23-1-2013 υπόμνημα υποστηρίζει ότι από τις πολλαπλές πλημμέλειες που ανέκυψαν κατά την επίμαχη διαδικασία υπέστη άμεση και προσωπική ζημία, η οποία στοιχειοθετεί σε κάθε περίπτωση το έννομο συμφέρον του για την προσβολή των καθ’ ων στρέφεται η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πράξεων. Συγκεκριμένα, ο αιτών υποστηρίζει ότι: α) λόγω της καθυστέρησης να του χορηγηθούν αντίγραφα των πρακτικών της από 7-4-2009 συνεδριάσεως της ΓΣΕΣ του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Πανεπιστημίου και της από 31-3-2009 συνεδριάσεως του Τομέα Δημοσίου Δικαίου, αποστερήθηκε της δυνατότητας να προβάλει αιτιάσεις ενώπιον του Πρύτανη κατά των νομικών πλημμελειών της διαδικασίας της προκειμένης εκλογής και έτσι να αποτρέψει την έκδοση της πράξεως περί προκηρύξεως της επίμαχης θέσεως, β) λόγω της μη σύννομης αναδιάρθρωσης των Τομέων του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Πανεπιστημίου, από την οποία προέκυψε και ο Τομέας στον οποίο ανήκει η προκηρυχθείσα θέση, ζημιώθηκε όσον αφορά τη δραστηριότητά του ως καθηγητή του εν λόγω Τμήματος, γ) λόγω της απόρριψης, κατά τη συνεδρίαση της 10-11-2009 της ΓΣΕΣ του Γενικού Τμήματος Δικαίου, του αιτήματός του να τεθεί σε συζήτηση το θέμα της δυνατότητας συμμετοχής στο Εκλεκτορικό Σώμα καθηγητών του Ευρωπαϊκού Δικαίου, παραβιάσθηκαν τα δικαιώματά του ως πανεπιστημιακού διδασκάλου, δ) εφόσον δεν είχε προηγηθεί νομότυπη πράξη περί ορισμού του ως Προέδρου του Εκλεκτορικού Σώματος, έχει άμεση και προσωπική ωφέλεια να καταδειχθεί ότι δεν καθίστατο δυνατόν, κατά τη συνεδρίασή του εν λόγω Εκλεκτορικού Σώματος, στις 15-12-2009, να αποφανθεί ο ίδιος κατά νόμον επί του κωλύματος που προέβαλε κατά τη συνεδρίαση αυτή ο Β. Κ., ο οποίος απεχώρησε επικαλούμενος λόγους ηθικής τάξεως, αλλά ούτε και να προεδρεύσει του συλλογικού αυτού οργάνου, υπό την ιδιότητά του ως αρχαιοτέρου καθηγητού, όπως και του είχε ζητηθεί, ε) λόγω της ενιαίας αντιμετώπισης με τη γνωμοδότηση του καθηγητή Μ. Μ., των αιτιάσεων που είχε προβάλει αυτός με δύο υπομνήματά του αναφορικά με τη διαδικασία εκλογής τόσο του παρεμβαίνοντος στην επίδικη θέση, όσο και του Ν. Μ. σε θέση επίκουρου καθηγητή, γνωμοδότηση, η οποία συνεπήγετο τη μη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των υποψηφίων αλλά και του ιδίου που δεν ήταν συναφή μεταξύ τους, υπέστη άμεση και προσωπική βλάβη, στ) τέτοια άμεση και προσωπική βλάβη υπέστη περαιτέρω και εκ του ότι η έκθεση του παρεμβαίνοντος προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, η οποία ελήφθη υπόψη και για την έκδοση της προσβαλλόμενης 206/2011 πράξεως διορισμού του, αφενός συνετάγη κατά παράβαση των διατάξεων περί αρμοδιότητας των πανεπιστημιακών οργάνων, αφετέρου περιέλαβε αιτιάσεις ως προς το προσωπικό ήθος του αιτούντος, ενώ αντέκρουσε και ενιαίως τις αιτιάσεις που είχε προβάλλει αυτός ως προς τη διαδικασία εκλογής των προαναφερθέντων προσώπων, με αποτέλεσμα και πάλι τη μη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ζ) κατά τον έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας εκλογής του παρεμβαίνοντος που διενήργησε ο Πρύτανης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3549/2007, δεν ελήφθησαν υπόψη όλοι οι προβληθέντες από τον αιτούντα λόγοι περί ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω διαδικασίας εκλογής και, ως εκ τούτου, υπέστη αυτός και πάλι άμεση και προσωπική βλάβη. Τα ανωτέρω όμως δεν αποδεικνύουν συγκεκριμένη άμεση και προσωπική βλάβη του αιτούντος και, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως, δεν αρκούν για να προσδώσουν σ’ αυτόν το απαιτούμενο, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως.
Απόρριψη αίτησης ακύρωσης καθόσον ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος
12. … ενόψει των προεκτεθέντων, και ανεξαρτήτως εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις, πλην της πρώτης 206/12-9-2011 πράξεως του Πρύτανη του Πανεπιστημίου (Γ΄ 239/1.3.2012) περί διορισμού του παρεμβαίνοντος, είναι υποστατές ή έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλονται παραδεκτώς, ο αιτών, πάντως, άνευ εννόμου συμφέροντος ασκεί την υπό κρίση αίτηση, για τον λόγο δε αυτόν, η αίτηση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, να γίνει δε δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.