Κυβερνητικές πράξεις (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 5-10-2015, 22-02-2016, 3-10-2016, 12-02-2018, 5-10-2020, 11-10-2021, 03-10-2022, 26-02-2024)
Στο πρώτο μάθημα των Ειδικών Θεμάτων Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου (03-10-2022) θα εξετάσουμε τις κυβερνητικές πράξεις μέσω της ανάλυσης της απόφασης ΣτΕ Ολ 22/2007 [ΣτΕ-Ολ-22.2007]. Όμοιες και οι ΣτΕ Ολ 22/2006, Ολ 3669/2006. Η ανάλυση των παραπάνω αποφάσεων δίνει την ευκαιρία επανάληψης της έννοιας της εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής που αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των διαπλαστικών ενδίκων βοηθημάτων (άρθρα 95 παρ. 1 στοιχείο α του Συντάγματος, 45 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989, 63 παρ. 1 ΚΔΔ), της έννοιας της διακριτικής ευχέρειας, της σχέσης πολιτικής δικονομίας και διοικητικής δικονομίας καθώς και το θέμα της της δικαιοδοτικής ασυλίας (ετεροδικίας) των κρατών.
Θα αναλυθεί επίσης η απόφαση ΣτΕ Ολ 2787/2015 [ΣτΕ Ολ 2787.2015].
Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.
Διάγραμμα
– Η έννοια της κυβερνητικής πράξης: πράξη οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, πχ. Διάταγμα, εκδοθέν βάσει του άρθρου 41 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος μετά από πρόταση της Κυβερνήσεως και προσυπογραφόμενο από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αφορά στη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογής βουλευτών και τη σύγκληση της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής, δηλαδή στη συγκρότηση και λειτουργία του νομοθετικού σώματος (ΣτΕ 1397/2000).
– Κριτήριο χαρακτηρισμού μιας πράξης ως κυβερνητικής (βλ. συναφώς Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το κριτήριο του “λειτουργικού διχασμού των οργάνων” (dédoublement fonctionnel) του Διεθνούς Δικαίου, ως κριτήριο του φαινομένου της δικαστικής ασυλίας των “κυβερνητικών πράξεων” στο Εσωτερικό Δημόσιο Δίκαιο, ΔιΔικ 1990, σ. 257).
– Δικονομικές συνέπειες του χαρακτηρισμού (M. Vonsy, Actes de gouverment et droit au juge. A propos de l ’arrêt de la CEDH, 14 déc. 2006, Markovic c/Italie, req. n° 1398/03, RFDA 2008, σ. 728)
– Η απόφαση ΣτΕ Ολ 22/2007
— Πραγματικά περιστατικά – προσβαλλόμενη πράξη (τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη αίτησης προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με την οποία ζητείται η χορήγηση της κατ΄άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού Δημοσίου)
— Διοικητική πράξη – δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας
—Μειοψηφία – οι εν λόγω πράξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης (περί χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας), καίτοι προέρχονται από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά στον έλεγχο του φυσικού δικαστή της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ (δικαιοδοσία πολιτικού δικαστή)
— Κυβερνητική πράξη αναγόμενη στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας – μη υπαγωγή στον ακυρωτικό έλεγχο, ανεξαρτήτως επιπτώσεών της σε συνταγματικως προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα
— Μειοψηφία – διάκριση στο πλαίσιο των καλουμένων “κυβερνητικών” πράξεων:
— Πράξεις αμιγούς διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας– απαράδεκτο δικαστικής προσβολής
— Πράξεις που έχουν αντανάκλαση στην άσκηση ατομικού δικαιώματος – υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο (άλλως αντίθεση προς το άρθρο 20 παρ. 1 Σ και το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ)
—Μειοψηφία – η έννοια των κυβερνητικών πράξεων δεν δύναται να θεωρηθεί υφιστάμενη υπό την πλήρη ισχύ του συνταγματικού κράτους δικαίου, θεμέλιο του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της Διοίκησης και ο ακυρωτικός έλεγχος των πράξεών της
— Δυνατότητα αποζημίωσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
– Η απόφαση ΣτΕ 1942/2020
Ο ηττηθείς στην απόφαση ΣτΕ 22/2007 ενδιαφερόμενος άσκησε αγωγή (13.9.2011) αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 659.362,56 ευρώ, άλλως, επικουρικώς, το ποσό των 375.180,18 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για την ζημία που υπέστη από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να του χορηγήσει άδεια, προκειμένου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ιρακινού Δημοσίου, καθώς και το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ίδια ως άνω αιτία. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Η έφεση του ενδιαφερομένου κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την απόφαση ΔΕφΑθ 3206/2016. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι από την απόφαση ΣτΕ Ολ 22/2007 απέρρευσε δεδικασμένο μόνο σχετικά με την κρίση ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης είναι κυβερνητική πράξη που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου και τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το διατακτικό της αποφάσεως και όχι σχετικά με την κρίση περί της δυνατότητας του ενδιαφερομένου να προσφύγει ενώπιον των ΤΔΔ με το ένδικο βοήθημα της αγωγής κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που καθιερώνει την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών. Ως εκ τούτου, το διοικητικό εφετείο έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν δεσμευόταν από την ως άνω κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί της δυνατότητας του αναιρεσείοντος να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία δεν διατυπώθηκε από την πλειοψηφία των μελών της (επί συνόλου 31 μελών), παρά μόνο από ένα τμήμα (11 μελών) της πλειοψηφίας της, απέρριψε δε ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβληθέντα με την έφεση του ενδιαφερομένου. Ακολούθως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο άδεια επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του Ιρακινού Δημοσίου κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ έλαβε χώρα ύστερα από στάθμιση των πιθανών επιπτώσεων από τη χορήγηση της επίμαχης άδειας στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το Ιρακινό Κράτος, με γνώμονα δηλαδή το δημόσιο συμφέρον που είναι η διατήρηση των καλών σχέσεων της Ελλάδας με το Ιράκ. Δεν συνιστά δε περιορισμό, κατά την κρίση του εφετείου, η άρνηση του Υπουργού να χορηγήσει την άδεια, που προβλέπεται από το άρθρο 923 του ΚπολΔ, για την άσκηση ή μη ενός δικαιώματος δημοσίου δικαίου – το οποίο είναι η αξίωση που έχει ο επισπεύδων κατά της Πολιτείας για την ικανοποίηση απαιτήσεών του διά της αναγκαστικής εκτελέσεως και την επιδιωκόμενη με αυτόν συμμόρφωση προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και αποφυγή διαταράξεως των διεθνών σχέσεων της χώρας- και, συνεπώς, δεν είναι δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό. Με τη διαπίστωση αυτή, όπως δέχθηκε το διοικητικό εφετείο, πληρούται και η προϋπόθεση της αναλογικότητας του μέσου προς το σκοπό, που απαιτείται για τη συμβατότητα του περιορισμού του άρθρου 923 του ΚΠολΔ προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επίσης, η επίμαχη υπουργική άρνηση περιορίζει μεν τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου σε πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και στην απόλαυση της περιουσίας του (άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), εντούτοις δεν εκδηλώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγει την ουσία τους, διότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο χορηγήσεως στον ενδιαφερόμενο της άδειας επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως στο μέλλον, ύστερα από νέα εκτίμηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης των διεθνών συνθηκών. Επιπροσθέτως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι, εφόσον η ως άνω άρνηση του Υπουργού υπαγορεύθηκε από τον προπαρατεθέντα σκοπό δημοσίου συμφέροντος (ομαλότητα των διεθνών σχέσεων), δεν δημιουργείται αντίθεση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 13 και 14 της ΕΣΔΑ. Τέλος, με την απόφαση του διοικητικού εφετείου κρίθηκε ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο άδεια επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του Ιρακινού Δημοσίου, αποτέλεσμα του διεξαχθέντος από αυτόν ελέγχου σκοπιμότητας κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ, είναι απόλυτα συνυφασμένη με πολιτικά κριτήρια, όπως είναι η αποφυγή διαταράξεως των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το Ιράκ στην ένδικη υπόθεση, και, για τον λόγο αυτό, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, διότι, άλλως, ο έλεγχος αυτός θα οδηγούσε σε κρίση για την ορθότητα της εκτιμήσεως της επιλογής του Υπουργού και, κατά συνέπεια, θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα ο δικαστής στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων. Ενόψει των ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι οι λόγοι που συναρτώνται με την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για τη χορήγηση στον αναιρεσείοντα της άδειας επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του Ιρακινού Δημοσίου προβάλλονται απαραδέκτως και είναι απορριπτέοι. Η αίτηση αναίρεσης του ενδιαφερομένου κατά της απόφασης ΔΕφΑθ 3206/2016 απορρίφθηκε με την απόφαση ΣτΕ 1942/2020.
Σημειώνεται ότι με τις αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών (πολιτικό δικαστήριο) 1725/1966 και 2448/1969 κρίθηκε ότι,«προκειμένου περί κυβερνητικών πράξεων, που ζημιώνουν ιδιώτες, ευθύνεται το Δημόσιο για αποζημίωση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ». Με την πρώτη εξ αυτών κρίθηκε ότι «ο χαρακτήρας της σχετικής πράξης ως κυβερνητικής ουδαμώς εμποδίζει τον έλεγχον νομιμότητας αυτής και την αναγνώρισιν δικαιώματος αποζημιώσεως του εκ ταύτης υποστάντος παρανόμως ζημίαν». Με τις ως άνω αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι, ναι μεν δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις, τα τακτικά δικαστήρια όμως δεν κωλύονται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των πράξεων αυτών και, εάν τις κρίνουν παράνομες, να επιδικάσουν αποζημίωση υπέρ του ζημιωθέντος με τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Δεν φαίνεται, πάντως, να έχει κριθεί το νομικό ζήτημα της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση από κυβερνητικές πράξεις αποκλειστικά βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος (ισότητα στα δημόσια βάρη), σύμφωνα με το οποίο υπάρχει αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από νόμιμη δράση των οργάνων του, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όταν προκαλούν βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή κατά την οικεία νομοθεσία.
– Η απόφαση ΣτΕ Ολ 2787/2015
- Προσβαλλόμενες πράξεις:
- α) το π.δ. 38/28.6.2015 (Α΄ 63) περί Προκήρυξης Δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα, και, συγκεκριμένα, για να εγκριθεί ή να απορριφθεί το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015·
- β) η από 26.6.2015 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 62) περί υποβολής πρότασης διενέργειας Δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα κατά το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος.
Επισήμανση: ΣτΕ Ολ 1117/2014: Ο χαρακτηρισμός ορισμένων διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, εξαιρουμένων από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου και όχι του νομοθέτη.
“12. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012 αναφέρεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία καθορίζονται οι επιλέξιμοι τίτλοι (εν προκειμένω η Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012) είναι κυβερνητική πράξη που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, κατά το άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο χαρακτηρισμός, όμως, ορισμένων διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, εξαιρουμένων, κατά την ανωτέρω διάταξη, από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου και όχι του νομοθέτη (βλ. ΣτΕ Ολ 2438/1966, 1947/1960), εν προκειμένω δε, η ανωτέρω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περί καθορισμού των επιλεξίμων τίτλων έχει εκδοθεί, όπως και οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις της διαδικασίας τροποποιήσεως των τίτλων τούτων, κατ’ εφαρμογήν διατάξεων του ν. 4050/2012, με τις οποίες ρυθμίζεται κυριαρχικώς η τροποποίηση αυτών, ανεξαρτήτως αν η επιχειρούμενη με τον εν λόγω νόμο αναδιάταξη του δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα είχε αποτελέσει αντικείμενο διεθνών συμφωνιών και διαβουλεύσεων (πρβλ. ΣτΕ 237/1956, 678/1939, 352/1936). Αβασίμως, επομένως, προβάλλεται από το Δημόσιο ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, ως πράξεις κυβερνήσεως, απαραδέκτως πλήσσονται με την κρινόμενη αίτηση”.
ΣτΕ 1209/2014: με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της από 11.10.2013 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία ανακλήθηκε η από 25.6.2009 προηγουμένη απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία είχε χορηγηθεί στον αιτούντα άδεια για την αναγκαστική εκτέλεση δικαστικής απόφασης κατά του Λιβυκού Δημοσίου. … κατά τα ήδη κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 22/2007, η κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης με την προπαρατεθείσα διάταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στον Υπουργό Δικαιοσύνης (και ήδη Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) αρμοδιότητας εκδιδόμενη πράξη δεν αφορά στην επίλυση διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, από την προσβολή δε αυτής προκαλείται, κατ’ αρχήν, διαφορά διοικητικού δικαίου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου. Εξ άλλου, κατά τον σκοπό της θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως, η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος αλλοδαπού δημοσίου, με τη χορήγηση σχετικής αδείας, περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως από της πλευράς της μη διαταράξεως ή της εξυπηρετήσεως των καλών σχέσεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή Πολιτεία. Συνεπώς, οι πράξεις, με τις οποίες, κατ’ επίκληση της εν λόγω διατάξεως, ενεργείται, όπως αξιούται από τη διάταξη αυτή, στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικών πράξεων, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), που δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τούτο δε διότι με τις πράξεις αυτές δεν ασκούνται διοικητικές αρμοδιότητες, αλλ’ αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα όργανα του Κράτους πολιτικής φύσεως ζητήματα, αναγόμενα στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Επομένως, από την φύση τους οι πράξεις αυτές δεν υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι άλλως ο έλεγχος αυτός θα υπεισερχόταν ανεπιτρέπτως στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων, που εκφεύγει από το πεδίο του ασκουμένου από το Συμβούλιο Επικρατείας ελέγχου. Περαιτέρω, ως actus contrarius της χορήγησης αδείας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έχει τον χαρακτήρα της κυβερνητικής πράξεως και η υπουργική απόφαση, με την οποία ανακαλείται η ήδη χορηγηθείσα άδεια, κατ’ επανεκτίμηση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας από τη λήψη αναγκαστικών μέτρων εις βάρος αλλοδαπής Πολιτείας, ουδεμία δε επιρροή ασκεί στην φύση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, ως κυβερνητικής πράξεως, η τυχόν σημειωθείσα εν τω μεταξύ – μέχρι την έκδοση της ανακλητικής πράξεως – πρόοδος της διαδικασίας της εκτελέσεως (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση ή περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης κ.λπ.). Η κατά τα ανωτέρω μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η κατά τα ανωτέρω, όμως, μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από την προπεριγραφείσα φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές. Εξ άλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων και των δεσμεύσεων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχομένων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τους τρόπους και τις διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Η αδυναμία δε ασκήσεως ακυρωτικού ελέγχου στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, μεταξύ των οποίων και οι εν προκειμένω κρίσιμοι, δηλαδή εκείνοι που δικαιολογούνται από το νόμιμο σκοπό του σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας του αλλοδαπού κράτους, οι οποίοι αποτελούν το θεμέλιο της ισότητας των Κρατών και, εντεύθεν, της ομαλότητας των διεθνών σχέσεων (ΣτΕ Ολομ. 22/2007). Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μάλιστα, το οποίο επελήφθη της ιδίας υποθέσεως με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω 22/2007 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση επί του παραδεκτού – décision – της 16.4.2009, Βλαστός κατά Ελλάδας, αριθμός προσφυγής 28803/07), έκρινε (σκέψεις 33 έως 36) ότι δεν υπήρχε λόγος να αποστεί από τα γενόμενα δεκτά με την προηγούμενη απόφασή του επί του παραδεκτού – décision – της 12.12.2002, Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθμός προσφυγής 59021/00). Είχε δε κριθεί με την τελευταία αυτή απόφαση ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια κατάσχεσης ακινήτων αλλοδαπού δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί θεμιτό, κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας περιορισμό των δικαιωμάτων σε δίκαιη δίκη και προστασίας της περιουσίας που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Σημειωτέον ότι, ενώ η ως άνω απόφαση Βλαστός κατά Ελλάδας αφορούσε την άρνηση χορήγησης αδείας για τη λήψη, σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, αναγκαστικών μέτρων εις βάρος περιουσίας αλλοδαπής πολιτείας, μη συνδεομένης, κατά τους ισχυρισμούς του ενδιαφερομένου, με την άσκηση κρατικής κυριαρχίας, για την ικανοποίηση, όπως και εν προκειμένω, απαιτήσεων από την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών (ΕΔΔΑ, Βλαστός, σκέψεις 6 έως 12), η προμνησθείσα απόφαση Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδας αφορούσε την άρνηση χορήγησης αδείας για την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με την οποία είχε γίνει δεκτή εξαίρεση από τον κανόνα της ετεροδικίας στην περίπτωση που αλλοδαπή πολιτεία ενάγεται για αποζημίωση από «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
ΣτΕ Ολ 1129-1155/2016: “η προσβαλλόμενη απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων «Μεταφορά στην Εταιρεία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α΄ 152)», κατά το μέρος που σε αυτή περιλαμβάνεται ο Τουριστικός Λιμένας …, ενόψει του χαρακτήρα των λιμένων και των τουριστικών λιμένων ως κοινοχρήστων πραγμάτων, είναι διοικητική πράξη, περαιτέρω δε έχει χαρακτήρα ατομικής διοικητικής πράξεως γενικού περιεχομένου, η οποία αναλύεται σε πλείονες ατομικές πράξεις αντίστοιχες με τους λιμένες, τους οποίους αφορά. Επομένως, η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και παραδεκτώς ασκείται η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, είναι δε απορριπτέος ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι πρόκειται για κυβερνητική πράξη. Περαιτέρω, εν όψει του χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης ως ατομικής είναι απορριπτέος, προεχόντως ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι πρόκειται για κανονιστική πράξη, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 29Α του ν. 1558/1985 στο προοίμιό της δεν αναγράφεται το μέγεθος της προκαλούμενης δαπάνης. Αν και, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιά, Μ. Σταματελάτου, και Θ. Αραβάνη η προσβαλλόμενη απόφαση έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με αυτή σκοπείται τελικώς η παραχώρηση σειράς δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων σε τρίτους με συνέπεια να τίθεται σε διακινδύνευση ο κοινόχρηστος χαρακτήρας τους.”
ΣτΕ Ολ 2615, 2616/2018: με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση «1. Της από 17.6.2018 διοικητικής πράξεως υπογραφής από τον Υπουργό Εξωτερικών της Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών [όπου αναφερόμενο μέρος η Ελληνική Δημοκρατία και μη αναφερόμενο, αλλά περιγραφόμενο, μέρος η «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (πΓΔΜ)], 2. Κάθε άλλης, αμέσως ή εμμέσως, συναφούς προγενεστέρας ή μεταγενεστέρας πράξεως ή παραλείψεως, καθώς και πράξεως εκτελέσεως και ιδίως: α. της κατατεθείσας στη Βουλή διοικητικής πράξεως με την μορφή επιστολής προς τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ με την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην έναρξη διαδικασίας διαπραγμάτευσης για την ένταξη της πΓΔΜ στη Συμμαχία, β. της κατατεθείσας στη Βουλή διοικητικής πράξεως με την μορφή επιστολής προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ με την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι συναινεί στην έναρξη διαδικασίας διαπραγμάτευσης για την ένταξη της πΓΔΜ στην ΕΕ». …οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν καθεαυτές πράξεις διαχειρίσεως της πολιτικής εξουσίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και συνδέονται ευθέως με τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Ως εκ τούτου, έχουν κυβερνητικό χαρακτήρα, μη υποκείμενες στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από τη φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές. Εξ άλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Το γεγονός δε της, υπό τις ως άνω συνθήκες, αδυναμίας ακυρωτικού ελέγχου των εν λόγω πράξεων δεν προσκρούει στις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται και σε περιορισμούς, μεταξύ των οποίων και οι εν προκειμένω κρίσιμοι, δηλαδή εκείνοι που δικαιολογούνται από τον νόμιμο σκοπό του σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου [ΣτΕ 22/2007 Ολ. σκ. 6, 3669/2006 Ολ. σκ. 6, 1209/2014 σκ. 5-6, 1393-5/2004, ΕΔΔΑ (Μείζων Σύνθεση) απόφαση της 14.12.2006, Markovic και άλλοι κατά Ιταλίας, αριθμός προσφυγής 1398/03, ΕΔΔΑ απόφαση επί του παραδεκτού – décision – της 16.4.2009, Βλαστός κατά Ελλάδας, αριθμός προσφυγής 28803/07, απόφασή του επί του παραδεκτού – décision – της 12.12.2002, Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθμός προσφυγής 59021/00)]. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα ως προς τη φύση των προσβαλλόμενων πράξεων, καθώς και ως προς την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και την αντίθεσή της προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, η έννοια των κυβερνητικών πράξεων αποτελούσε κατάλοιπο του πρώιμου σταδίου του δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσεως και συνεπαγόμενη αδυναμία του ακυρωτικού δικαστού να ελέγξει τη συμφωνία ορισμένου εμπειρικώς διαμορφωμένου καταλόγου διοικητικών πράξεων προς τον νόμο και το Σύνταγμα δεν δύναται να θεωρηθεί υφιστάμενη υπό την πλήρη ισχύ του συνταγματικού κράτους δικαίου θεμέλιο του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της διοικήσεως και ο ακυρωτικός έλεγχος των πράξεών της. Τούτο άλλωστε προκύπτει και εκ του συνδυασμού των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 82 παρ. 1, 87 παρ. 2 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, επί τη βάσει των οποίων δεν καταλείπεται στη διοίκηση στάδιο αυθαιρέτου δράσεως ούτε παρέχεται στον δικαστή ευχέρεια όπως, αυτοπεριοριζόμενος, απέχει του ελέγχου πράξεων, τις οποίες ήθελε χαρακτηρίσει κυβερνητικές. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί μία συμφωνία που υπεγράφη από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών σχετικά με την Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1 παρ. 2 της Συμφωνίας τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Σε συνέχεια αυτών των διαπραγματεύσεων έχουν γίνει αμοιβαίως αποδεκτά και συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, α) ότι το επίσημο όνομα του δευτέρου μέρους θα είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και θα χρησιμοποιείται erga omnes, β) η ιθαγένεια του δευτέρου μέρους θα είναι «μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», γ) η επίσημη γλώσσα του δευτέρου μέρους θα είναι η «μακεδονική γλώσσα». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 4 γίνεται αναφορά στις διαδικασίες ενσωμάτωσης του δευτέρου μέρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Συμφωνίας της 17 Ιουνίου 2018 τα μέρη θέλησαν μέσω αυτής και πριν κυρωθεί με νόμο από την ελληνική Βουλή να έχει έννομες συνέπειες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Εν όψει του περιεχομένου της επίδικης συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 της Συνθήκης της Βιέννης (ν.δ. 402/1974, ΦΕΚ Α΄ 141), με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με την επίδικη συμφωνία όλα τα όργανα της ελληνικής πολιτείας οφείλουν να απέχουν από ενέργειες οι οποίες αντιβαίνουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Με τα ως άνω δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως εκτελεστή διοικητική πράξη κατ’ άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
Βλ. επίσης ΣτΕ 1046, 2397/2019.
Ιδιαίτερα σημαντική η ΣτΕ 943/2023 για τη θεμελίωση της ευθύνης από κυβερνητικές πράξεις
Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 943/2023 αναγνωρίστηκε, για πρώτη φορά, ότι «σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας [κυβερνητικής] πράξης, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις …. να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, … ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος». Το Δικαστήριο δεν θίγει το ζήτημα της νομιμότητας ή όχι της κυβερνητικής πράξης. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής της αποζημίωσης, δηλαδή τα ΤΔΔ σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, δεν μπορούν να εξετάσουν, στο πλαίσιο εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης, παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ζημιογόνου πράξης, αφού σε τέτοιον έλεγχο δεν μπορεί να προβεί ευθέως, βάσει νομοθετικής απαγόρευσης, ο ακυρωτικός δικαστής. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διατυπώνει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αποζημιωτικής ευθύνης. Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί αν ειδικός νόμος προβλέπει την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλεί η εν λόγω πράξη. Ελλείψει τέτοιας πρόνοιας, το Δικαστήριο φαίνεται ότι ταυτίζει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης από κυβερνητικές πράξεις, με αυτές της στοιχειοθέτησης ευθύνης από νόμιμες πράξεις.
Η νομολογία για την έκδοση αλλοδαπών
Η έκδοση, ήτοι η παράδοση υπό Κράτους τινός σε έτερο Κράτος προσώπου ευρισκομένου στο έδαφος του πρώτου και καταζητουμένου από τις αρχές του άλλου Κράτους, προκειμένου να ασκηθεί δίωξη για εγκληματική πράξη ή να εκτιθεί ποινή ή να εφαρμοσθεί μέτρο ασφαλείας, αποβλέπει στη διεθνή συνεργασία των Κρατών επί του ποινικού πεδίου, προκειμένου να καταπολεμηθεί το έγκλημα. Το εκζητούν Κράτος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραβίαση του ποινικού νόμου και έχει στη διάθεσή του ευχερέστερα τα σχετικά αποδεικτικά μέσα προς τον σκοπό της λυσιτελέστερης δίωξης του εγκλήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής aut dedere aut punire.
Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 49/2021, που αποτυπώνει την πάγια σχετική νομολογία, “η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 1509/2010, 3185/2010, 3046/2017 επταμ.). Η απόφαση αυτή δεν εξαιρείται του ακυρωτικού ελέγχου, μη χαρακτηριζόμενη ως κυβερνητική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, καθόσον εκδίδεται εντός των ορίων που χαράσσει το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται σε όλους, ανεξαιρέτως, τους ευρισκομένους στην Ελλάδα αλλοδαπούς, απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, επιτρέπει δε αποκλίσεις από την απόλυτη αυτή προστασία μόνον σε περιπτώσεις προβλεπόμενες από το διεθνές δίκαιο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα καθίστατο ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τις οποίες θεσπίζονται οι εγγυήσεις υπό τις οποίες κρίνεται το αίτημα εκδόσεως που υποβάλλουν αλλοδαπές αρχές (βλ. ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 3046/2017 επταμ.). Εξ άλλου, ούτε η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητος μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως, έχει τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως εξαιρουμένης του ακυρωτικού ελέγχου. Τούτο δε διότι η απόφαση αυτή εκδίδεται κατόπιν εκτιμήσεως αντικειμενικών κριτηρίων προβλεπομένων από τις διατάξεις των εφαρμοζομένων διεθνών συμβάσεων και της συμπληρωματικώς εφαρμοζομένης διατάξεως του άρθρου 439 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Conseil d’ État 119789 της 31.1.1992 και 222654 της 15.6.2001, Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας BGE 124II586 της 8.10.1998, BGE 132II81 της 22.12.2005)”.
Κατά την παραπάνω νομολογία, η διαδικασία εκδόσεως περιλαμβάνει δύο φάσεις: Κατά την πρώτη φάση, ανατίθεται σε όργανα της δικαστικής εξουσίας (Συμβούλιο Εφετών και, επί εφέσεως, Άρειος Πάγος σε συμβούλιο), με προφανή σκοπό την εξασφάλιση μειζόνων εγγυήσεων, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς ως προς το εν λόγω ζήτημα. Και εάν μεν τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως κατά της εκδόσεως, η διαδικασία τερματίζεται, ενώ, εάν γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως υπέρ της εκδόσεως, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται σχετική απαγόρευση και ότι συντρέχουν όλες οι τασσόμενες από τις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις, ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ασκώντας την παρεχομένη επί του ζητήματος αυτού ευρύτατη διακριτική ευχέρεια έχει τη δυνατότητα είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε, αντιθέτως, να απορρίψει το αίτημα των αλλοδαπών αρχών (ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 1654/2008, 1509/2010, 3185/2010, 3046/2017 επταμ., Ολ 110/2020). Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη, για την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης περί εκδόσεως, που ολοκληρώνει τη δεύτερη φάση της σχετικής διαδικασίας και αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, (σκέψη 5), εκτελεστή, μη κυβερνητική διοικητική πράξη, παρέχεται από τον νόμο διακριτική ευχέρεια η οποία ασκείται στον βαθμό που δεν υφίσταται υποχρεωτική ρύθμιση του ίδιου του νόμου ή δεσμευτική κρίση των δικαστικών οργάνων της πρώτης φάσης, οριοθετείται δε, όπως κάθε περίπτωση διακριτικής ευχέρειας, από τις συνταγματικές και λοιπές διατάξεις και δικαιικές αρχές που διέπουν την άσκησή της, και ως προς την τήρηση των οποίων υπόκειται, κατά το Σύνταγμα, σε δικαστικό έλεγχο.
Όσον αφορά την έκταση ακυρωτικού ελέγχου της απόφασης του Υπουργού, κατά την ως άνω νομολογία, από το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι οι πράξεις ή γνωμοδοτήσεις των δικαστικών οργάνων, ακόμη και όταν αφορούν σε διοικητικής φύσεως αντικείμενα, δεν ελέγχονται στο πλαίσιο της ακυρωτικής διαδικασίας, ούτε αμέσως, αλλά ούτε και εμμέσως, επ’ ευκαιρία δηλαδή της προσβολής πράξεων διοικητικών οργάνων, οι οποίες ερείδονται επ’ αυτών (ΣτΕ 386/1986, 2172/1990, 2423/1992, 3668/1996, 212/2003, 419/2005, 1654/2008). Ειδικώς δε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα επί των οποίων έκριναν τα αρμόδια δικαστικά όργανα, κατόπιν γνωμοδοτήσεως των οποίων εκδόθηκε η υπουργική αυτή απόφαση και, γενικότερα, λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα, η κρίση επί των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμο στα εν λόγω δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος έχει, άλλωστε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε συναφή με τα ζητήματα αυτά ισχυρισμό. Τούτο δε διότι η εξέταση των ως άνω λόγων ακυρώσεως θα οδηγούσε σε έμμεσο έλεγχο, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, της νομιμότητος της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών και της, επί της σχετικής εφέσεως κατ’ αυτής εκδοθείσης, αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με τις οποίες διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις οικείες διατάξεις και η έλλειψη των αντίστοιχων κωλυμάτων εκδόσεως (ΣτΕ 2190/2001 επταμ. 1654/2008). Αντιθέτως, ερευνώνται μόνον λόγοι ακυρώσεως αναφερόμενοι σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου (ΣτΕ 110/2020 Ολομ.).
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που προβλέπει η Απόφαση – Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002 (όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009. Βλ. και απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία αποβλέπει στη δημιουργία ενός απλουστευμένου και άμεσου συστήματος παράδοσης, απευθείας μεταξύ των δικαστικών αρχών, των προσώπων που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις ή είναι ύποπτα για την τέλεση τέτοιων πράξεων, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή άσκησης ποινικής δίωξης. Το σύστημα αυτό αντικαθιστά το παραδοσιακό σύστημα συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών, το οποίο προϋποθέτει παρέμβαση και αξιολόγηση της πολιτικής εξουσίας για την ανωτέρω παράδοση. Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που συνιστά δικαστική απόφαση (άρθρο 4 παρ. 1 της Απόφασης – Πλαίσιο), αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ποινικών δικαστικών αποφάσεων εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμβάλλει στον σκοπό που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών – μελών. Αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, στην οποία βασίζεται, και η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και κατ’ εφαρμογή της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να εκτελούν κάθε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών – μελών ως προς το ότι οι εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Σημειώνεται ότι οι σχετικές αποφάσεις-πλαίσια είχαν εκδοθεί στο πεδίο του πρώην Τρίτου Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις). Μετά την κατάργηση των πυλώνων με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, τα σχετικά ζητήματα υπάγονται στο Κεφάλαιο 4 (Δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα, άρθρα 82-86) του Τίτλου V της ΣΛΕΕ (Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, άρθρα 67-89). Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 82 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Την ερμηνεία των παραπάνω αποφάσεων-πλαισίων έχει διασφαλίσει πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία διευκρίνισε, ταυτόχρονα, και άλλα ζητήματα του ενωσιακού δικαίου, όπως η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Poplawski, C-573/17, EU:C:2019:530 (σχέση υπεροχής και αμέσου αποτελέσματος των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, σκέψη 68: η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αφήσει ανεφάρμοστη διάταξη του εσωτερικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης, καίτοι απορρέει από την υπεροχή που αναγνωρίζεται στην τελευταία αυτή διάταξη, εξαρτάται, εντούτοις, από το κατά πόσον αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το ανωτέρω δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης και μόνο, να αφήσει ανεφάρμοστη διάταξη του εσωτερικού δικαίου του που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης, εάν η τελευταία στερείται άμεσου αποτελέσματος.). Ως σημαντικότερες αποφάσεις της σχετικής νομολογίας θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής:
ΔΕΕ της 29ης Ιανουαρίου 2013, C-396/2011, Radu, EU:C:2013:39
ΔΕΕ της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C-399/2011, Melloni, EU:C:2013:107
ΔΕΕ της 5ης Απριλίου 2016, C-404/2015 και C-659/2015 PPU, Aranyosi και Căldăraru (Απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης – Συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης), EU:C:2016:198
ΔΕΕ της 10ης Νοεμβρίου 2016, C-477/2016 R. Kovalkovas (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής), EU:C:2016:861
ΔΕΕ της 25ης Ιουλίου 2018, C-216/18, Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586
ΔΕΕ της 27ης Μαΐου 2019, C-508/2018 και C-82/2019 PPU, OG και OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), EU:C:2019:456
ΔΕΕ της 27ης Μαΐου 2019, C-509/18, PF (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από τον γενικό εισαγγελέα της Λιθουανίας), EU:C:2019:457
ΔΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2019, C-566/19 PPU και C-626/19 PPU, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie κατά JR και YC, EU:C:2019:1077
ΔΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2019, C-627/19 PPU, Openbaar Ministerie κατά ZB, EU:C:2019:1079
ΔΕΕ της 11ης Μαρτίου 2020, C‑314/18, SF (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτελέσεως), EU:C:2020:191
ΔΕΕ της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Generalbundesanwalt beim Bundesgerichtshof (Αρχή της ειδικότητας), C‑195/20 PPU,EU:C:2020:749
ΔΕΕ της 17ης Δεκεμβρίου 2020, C-354/20 PPU και C-412/20 PPU, L και P. (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος), EU:C:2020:1033
ΔΕΕ της 29ης Απριλίου 2021, C-665/20 PPU, Openbaar Ministerie κατά X, EU:C:2021:339
Ενδεικτική βιβλιογραφία για τις κυβερνητικές πράξεις
Βλ. συναφώς Λ. Θεοχαρόπουλος/Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Υφέρπουσα νομολογιακή τάση για την αστική ευθύνη της δημόσιας εξουσίας από τη σύννομη ζημιογόνο υλική ενέργεια, βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος (εξ αφορμής των αποφάσεων 1693/1998 και 774/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας), ΤιμΤομ ΣτΕ, 75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 629· Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το κριτήριο του “λειτουργικού διχασμού των οργάνων” (dédoublement fonctionnel) του Διεθνούς Δικαίου, ως κριτήριο του φαινομένου της δικαστικής ασυλίας των “κυβερνητικών πράξεων” στο Εσωτερικό Δημόσιο Δίκαιο, ΔιΔικ 1990, σ. 257· Χ. Τσιλιώτη, Νέα ενδιαφέροντα δημοσιολογικά ζητήματα μέσα από την επιβεβαίωση μιας παγιωμένης νομολογίας. Παρατηρήσεις στην ΣτΕ Ολ 2787/2015, ΘΠΔΔ 7/2015, σ. 648· Σπ. Βλαχόπουλου, Προσβολή προεδρικού διατάγματος περί προκήρυξης δημοψηφίσματος. Παρατηρήσεις στην ΣτΕ Ολ 2787/2015, ΔιΔικ 5/2015, σ.683· www.prevedourou.gr, Επίκαιρα θέματα για τη μονομερή διοικητική πράξη (Αctualité de l’acte administratif unilateral, AJDA 14/2015, σ. 792-815)