Koen Lenaerts, Kooperation und Spannung im Verhältnis von EuGH und nationalen Verfassungsgerichten, EuR 1/2015, σ. 3-27
Σε ένα διεξοδικό άρθρο του για τη συνεργασία και τις εντάσεις στη σχέση του ΔΕΕ και των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, ο αντιπρόεδρος του ΔΕΕ, καθηγητής Koen Lenaerts, επισημαίνει, παραπέμποντας στη σχετική διατύπωση του προέδρου του Bundesverfassungsgericht A. Voßkuhle, ότι στην ευρωπαϊκή πολυεπίπεδη ένωση (Mehrebenenverbund) η σχέση του ΔΕΕ και των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων δεν είναι ιεραρχική, υπό την έννοια του ανώτερου και του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά συνιστά πρόσφορη κατανομή αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του υπερεθνικού μορφώματος της ΕΕ, που λαμβάνει υπόψη τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών, αφενός, και τις επιταγές της ΕΕ ως συνταγματικής ένωσης (Verfassungsverbund), αφετέρου. Ακόμη και στους τομείς που ρυθμίζει το ενωσιακό δίκαιο, υπάρχουν περιθώρια για τον πλουραλισμό των αξιών, ο οποίος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της προστασίας της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών, στο μέτρο που δεν τίθενται εν αμφιβόλω θεμελιώδεις αξίες του ενωσιακού δικαίου και ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει κατοχυρώσει αρχές οι οποίες αποκλείουν την εφαρμογή παρεκκλίνοντος εθνικού προτύπου.
Η συνεργασία των δικαστηρίων εξετάζεται υπό το πρίσμα, πρώτον, της προδικαστικής παραπομπής και, δεύτερον, της λειτουργίας των συνταγματικών δικαστηρίων ως εγγυητών της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ). Οι εντάσεις αναλύονται υπό το πρίσμα της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου (παρουσιάζονται οι θέσεις του ΔΕΕ και των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων διαδοχικά) και των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων.
Στη συνέχεια αναλύονται η έννοια και τα όρια του συνταγματικού πλουραλισμού (Verfassungspluralismus). O συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ΔΕΕ και συνταγματικών δικαστηρίων πρέπει να λαμβάνει υπόψη, αφενός, τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών, αφετέρου, τις ιδιαιτερότητες του ευρωπαϊκού δικαίου και το γεγονός ότι το ΔΕΕ δεν αντιμετωπίζει ένα μόνο συνταγματικό δικαστήριο και μια συνταγματική ταυτότητα, αλλά 28. Τονίζει ότι η δραστηριότητα των δικαστών δεν είναι ποτέ αμιγώς νομική-τεχνική εργασία, αλλά ότι τα δικαστήρια, ιδίως δε τα συνταγματικά, εκφράζουν πάντοτε τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εντός των κρατών μελών. Αρχικά προκλήθηκαν συγκρούσεις, ιδίως σε σχέση με τα ισχυρά συνταγματικά δικαστήρια που ιδρύθηκαν σε κράτη μέλη μετά την απαλλαγή από δικτατορικά καθεστώτα (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία). Σταδιακά, πάντως, διαμορφώθηκε όλο και πληρέστερη αποδοχή των επιταγών του ευρωπαϊκού δικαίου.
Επιστρέφοντας στην ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ της λήψης υπόψη της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών και των επιταγών του ενωσιακού δικαίου, ο συγγραφέας καταλήγει ότι από τις επιταγές της ΕΕ ως συνταγματικής ένωσης και από τη φύση του ενωσιακού δικαίου συνάγεται βεβαίως η ανάγκη υπεροχής του δικαίου αυτού έναντι του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του συνταγματικού. Ταυτόχρονα όμως το ενωσιακό δίκαιο αφήνει περιθώρια για την προστασία της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών και για τον αξιακό πλουραλισμό. Τούτο ισχύει και σε τομείς που ρυθμίζονται από το ενωσιακό δίκαιο, στο μέτρο που δεν θίγονται οι αξίες του και υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή εθνικών συνταγματικών προτύπων δεν θέτει υπό διακύβευση την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Melloni, σκέψη 60).