Η εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του πδ 18/1989 στις διαφορές του προσυμβατικού σταδίου
1.Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει ασχοληθεί κατ’ επανάληψη με τη συμβατότητα του δικονομικού μηχανισμού της κατάργησης της δίκης προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που αναγνωρίζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ειδικά και διεξοδικά ρυθμισμένο από το δίκαιο αυτό τομέα της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων που υπάγεται στη δικονομική οδηγία 89/665/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 21.12.1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, κρατικών προμηθειών και δημοσίων υπηρεσιών, ΕΕ L 395, σ. 89]. Το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του πδ 18/1989 απασχόλησε το Δικαστήριο και σε υποθέσεις που, λόγω ποσού του αντικειμένου της σύμβασης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.
Γενική προσέγγιση
2. Κατ’ αρχάς, γίνεται δεκτό ότι, όταν με την αίτηση ακύρωσης αμφισβητείται η νομιμότητα πράξεων της Διοίκησης στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη σύμβασης δημόσιας προμήθειας, ούτε η δίκη στερείται του αντικειμένου της ούτε ελλείπει το έννομο συμφέρον του αιτούντος εκ του ότι κατά τον χρόνο της συζήτησης η σχετική σύμβαση είχε καταρτισθεί, ενόψει, προεχόντως, των άρθρων 4 παρ. 2 και 5 παρ. 2 του Ν. 2522/1997 [δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665/ΕΟΚ (ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 12 του Ν 3886/2010, οι διατάξεις του οποίου επίσης καταργούνται από την έναρξη ισχύος των άρθρων 179 έως 194 του Ν. 4281/2014, ΦΕΚ Α 160/8.8.2014, δυνάμει των άρθρων 199 παρ.2.β. και 201 παρ. 7 του αυτού νόμου)], που αναφέρονται σε ακύρωση της σχετικής πράξης μετά τη σύναψη της σύμβασης [ΣτΕ 1927, 3972/2011, 817, 1510, 1679, 3519/2010 (με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μειοψηφούσα γνώμη [βλ. κατωτέρω, αρ. περ. 9]), 266, 4282/2009, 4489/2005, 1327/2003]. Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2522/1997 ορίζουν τα εξής: «4 παρ 2. Αν το δικαστήριο ακυρώσει ή αναγνωρίσει την ακυρότητα πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η τελευταία δεν θίγεται, εκτός αν πριν από τη σύναψη αυτής είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινή διαταγή. Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο επόμενο άρθρο». «5 παρ. 1. Ο ενδιαφερόμενος ο οποίος αποκλείσθηκε από τη συμμετοχή ή την ανάθεση δημόσιου έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας, κατά παράβαση κανόνα του κοινοτικού ή του εσωτερικού δικαίου, δικαιούται να αξιώσει από την αναθέτουσα αρχή αποζημίωση, κατ` εφαρμογή των άρθρων 197 και 198 Α.Κ. Κάθε διάταξη που αποκλείει ή περιορίζει την αξίωση αυτή δεν εφαρμόζεται. 2. Για την επιδίκαση της αποζημίωσης απαιτείται η προηγούμενη ακύρωση ή αναγνώριση της ακυρότητας της παράνομης πράξης ή παράλειψης από το αρμόδιο δικαστήριο. Επιτρέπεται σώρευση της αγωγής αποζημίωσης με την αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας κατά τις κοινές διατάξεις».
Ανάκληση της διακήρυξης του διαγωνισμού
3. Διαφορετική είναι η προσέγγιση του ακυρωτικού δικαστή στην περίπτωση ανάκλησης της προσβαλλόμενης διακήρυξης του διαγωνισμού. Ειδικότερα, με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 3176/2007, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η ανάκληση της έγκρισης διεξαγωγής του διαγωνισμού και της στηριζόμενης σε αυτή διακήρυξης είχε ως συνέπεια την κατάργηση της δίκης η οποία είχε ανοιγεί κατόπιν αίτησης ακύρωσης κατά της διακήρυξης. Πράγματι, το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (σε αντιδιαστολή προς την παράγραφο 2) δεν προβλέπει τη δυνατότητα συνέχισης της δίκης λόγω ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος. Η αιτούσα επιχείρηση όμως, η οποία είχε αποκλεισθεί από τη σχετική διαδικασία του διαγωνισμού, υποστήριξε ότι τέτοιο έννομο συμφέρον υφίσταται και έγκειται στο ότι οι ανταγωνίστριές της επιχειρήσεις απέκτησαν, με τη σύναψη της σύμβασης που έγινε στα πλαίσια του διαγωνισμού, ο οποίος ξεκίνησε με την προσβαλλόμενη διακήρυξη, καθώς και του επακολουθήσαντος νέου, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι αυτής, συνιστάμενο στην απόκτηση εμπειρίας εκ μέρους των, την οποία θα μπορούν να προβάλλουν σε επόμενους διαγωνισμούς. Εκτός αυτού όμως, για την άσκηση και ευδοκίμηση αγωγής αποζημίωσης του αποκλεισθέντος από τον διαγωνισμό, προαπαιτούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν 2522/1997 [που ορίζει ότι ο αποκλεισθείς από τον διαγωνισμό δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση (κατά τα άρθρα 197-198 του Α.Κ.) και ότι απαιτείται για την επιδίκαση αποζημίωσης η προηγούμενη ακύρωση της παράνομης πράξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας (σε περίπτωση που η πράξη αυτή εντάσσεται στην διαδικασία, η οποία κατατείνει στη σύναψη σύμβασης δημοσίου δικαίου)], είναι η ακύρωση της παράνομης πράξης που προκαλεί ζημία. Επομένως, η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης συνεπάγεται δικονομική αδυναμία παραδεκτής άσκησης αγωγής αποζημίωσης.
4. Η απάντηση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν άκρως κατηγορηματική, η συλλογιστική της όμως, η οποία επαναλαμβάνεται σε μεταγενέστερες αποφάσεις, δεν καλύπτει όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα. Κρίθηκε, πράγματι, ότι η υποχρέωση της εξασφάλισης αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών κατά των αποφάσεων των αναθετουσών αρχών, που εντάσσονται στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων του Δημοσίου, την οποία επιβάλλει, με το άρθρο 1 αυτής, η οδηγία 89/665/ΕΟΚ στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουδόλως επιτάσσει στο Συμβούλιο Επικρατείας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, λόγω εξ υπαρχής ανάκλησης της ενώπιόν του προσβαλλόμενης πράξης, να θεωρεί ως συμπροσβαλλόμενες νέες διοικητικές πράξεις, μεταγενέστερες της ανάκλησης αυτής και οι οποίες δεν σχετίζονται καθόλου με την προσβαλλομένη αυτή πράξη. Τούτο δε προεχόντως, διότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν κατά των νέων αυτών πράξεων νέα αυτοτελή αίτηση ακύρωσης, καθώς και τα οικεία, κατά περίπτωση, ένδικα βοηθήματα περί παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας [ΣτΕ Ολ 3176/2007, 1103/2009, ΣτΕ ΕΑ 1103/2009]. Ο ακυρωτικός δικαστής προφανώς θεωρεί ότι δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, επιλαμβανόμενος του ελέγχου πράξεων που δεν προσέβαλε ο διάδικος.
5. Περαιτέρω, αναφερόμενο ειδικά στο άρθρο 5 παρ. 2 του Ν 2522/1997, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή δεν αφορά τις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 32 παρ. 1 και 2, στις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη δεν ισχύει είτε λόγω ανάκλησης είτε λόγω λήξης της ισχύος της. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να εκδικάσει την αίτηση ακύρωσης κατά πράξης που δεν ισχύει κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης και δεν καταργεί τη ρύθμιση του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 για την κατάργηση της δίκης. Άλλωστε, στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής της αποζημίωσης θα εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης που προκαλεί τη ζημία. Τούτο σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν 2522/1997 θα εφαρμοστεί εν προκειμένω κατά τρόπο ευνοϊκό προς τον ενάγοντα, με συνέπεια ότι, παρά την κατάργηση της ακυρωτικής δίκης κατά της ζημιογόνου πράξης κατόπιν της ανάκλησής της, δεν αποκλείεται η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αιτών διαγωνιζόμενος λόγω της συμμετοχής του στον διαγωνισμό, αφού ο επιληφθείς της αγωγής αποζημίωσης δικαστής θα εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ζημιογόνου πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακύρωσης και ανακλήθηκε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας [βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σ. 181 επ.].
Περιορισμένης χρονικής ισχύος αποσπαστές πράξεις στην περίπτωση συμβάσεων συγκεκριμένης διάρκειας
6. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του πδ 18/1989. Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ειδική περίπτωση πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος, υπό την έννοια του άρθρου 32 παρ. 2 του πδ 18/1989, με συνέπεια την κατάργηση της δίκης σε περίπτωση λήξης της ισχύος τους κατά την πρώτη συζήτηση, συνιστούν οι αποσπαστές πράξεις διοικητικών συμβάσεων προμηθειών ειδών [ΣτΕ, 836/2011, 548, 4143/2010, 1103, 4147/2009, 2620/2008, Ολ 3176/2007, 173, 2196/2006] και υπηρεσιών [ΣτΕ 861, 1339, 3854/2010: η διακήρυξη βάσει της οποίας διενεργήθηκε ο επίδικος διαγωνισμός για τη σίτιση μαθητών όριζε ότι η παροχή της υπηρεσίας σίτισης αφορά συγκεκριμένο σχολικό έτος, με δικαίωμα δίμηνης παράτασης, διάστημα το οποίο είχε ήδη παρέλθει κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κατακυρωτική του αποτελέσματος του διαγωνισμού απόφαση είχε την αυτή περιορισμένη χρονική ισχύ, με αποτέλεσμα να έχει εξαντληθεί και το ρυθμιστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, που εκδόθηκε επί προσφυγής νομιμότητας κατά της ως άνω κατακυρωτικής πράξης· βλ. και ΣτΕ 4416/2013, 4147, 1103/2009, 1516/2005, 3258/2004 7μ], εφόσον οι συμβάσεις αυτές έχουν ορισμένη διάρκεια. Εν προκειμένω, η ανοιγείσα ακυρωτική δίκη με αντικείμενο τη νομιμότητα της κατακυρωτικής της προμήθειας ή της υπηρεσίας πράξης καταργείται, εάν έως την πρώτη συζήτηση παρέλθει το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης. Αντίθετα, όταν ο επίδικος διαγωνισμός και η αντίστοιχη σύμβαση δεν αφορούν προμήθεια ειδών τα οποία θα απαιτούνται εντός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος, δεν τίθεται ζήτημα πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος και, συνακολούθως, κατάργησης της σχετικής δίκης [ΣτΕ 717/2011, που αφορούσε διαγωνισμό με αντικείμενο την προμήθεια συστήματος εξυγίανσης νερού (το οποίο)…θα είναι εντελώς καινούργιο…, προκατασκευασμένο και έτοιμο προς λειτουργία, ΣτΕ 715/2011 που αφορούσε διαγωνισμό με αντικείμενο την προμήθεια, εγκατάσταση και δοκιμαστική λειτουργία όλου του απαραίτητου εξοπλισμού για τη μονάδα αφαλάτωσης, με όλες τις απαιτούμενες εργασίες τοποθέτησης για την πλήρη λειτουργία της μονάδας, η οποία θα περιλαμβάνει χώρο στέγασης· βλ. και ΣτΕ 1103/2009: εφόσον ο διαγωνισμός δεν αφορά προμήθεια συγκεκριμένης, εκ των προτέρων καθορισμένης, ποσότητας, αλλά προμήθεια των ειδών που θα απαιτούνται εντός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο έχει ήδη παρέλθει κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης, έχει εκλείψει πλέον το αντικείμενο της δίκης, η οποία πρέπει, κατόπιν τούτου, να καταργηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989]. Εάν όμως η κατακυρωτική απόφαση, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού, ίσχυε έως την πρώτη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, η ανοιγείσα δίκη διατηρεί το αντικείμενό της [ΣτΕ 3972/2011]. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν, όμως, για τις συμβάσεις δημοσίων έργων, λόγω του μόνιμου χαρακτήρα της σύμβασης [βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, όπ..π., σ. 208 επ.].
Ολοκλήρωση της εκτέλεσης της σύμβασης μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης
7. Στην πρόσφατη απόφαση της 7μ του Δ΄ Τμήματος ΣτΕ 3818/2014 [3818/2014] (κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 4867/2013 [4867/2013]), το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιμετώπισε το ζήτημα της κατάργησης της ακυρωτικής δίκης στο πλαίσιο συμβάσεων που δεν εμπίπτουν στον Ν. 2527/1997 και των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση. Ειδικότερα, επιλήφθηκε αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης περί κατακύρωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού με αντικείμενο «Ανάπλαση των 46 στρεμμάτων του στρατοπέδου Καραϊσκάκη και σύνδεσή τους με το Φοίνικα», προϋπολογισθείσης δαπάνης 1.497.000,01 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. Επισήμανε ότι ο ένδικος διαγωνισμός, εν όψει του ύψους της προϋπολογισθείσης δαπάνης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2522/1997 (ήδη Ν. 3886/2010, Α΄ 173 ∙ βλ. άρθρο 6 παρ.1 της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, ΕΕ L 199 και ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής EE C 309/9.12.2003, σύμφωνα με την οποία το ισόποσο των 5.000.000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων σε ευρώ ανήρχετο, για την διετία από 1.1.2004 έως 31.12.2005, σε 5.923.624 ευρώ). Συνεπώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 47 παρ. 4 του Ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η κρινόμενη αίτηση, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση να κρατηθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 34 παρ.1 εδ. τελ. του Ν. 1968/1991 (Α΄ 150).
8. Mε την απόφαση της 5μ σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος, ΣτΕ 4867/2013, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύμβαση για την εκτέλεση του επιμάχου έργου με την ανάδοχο κοινοπραξία υπεγράφη στις 8.10.2004 και η ανάδοχος εγκαταστάθηκε στο έργο στις 20.10.2004. Στις 25.5.2006 ολοκληρώθηκε η εκτέλεση των σχετικών εργασιών και στις 15.10.2007 συντάχθηκε το Πρωτόκολλο Προσωρινής και Οριστικής Παραλαβής του έργου από την ορισθείσα αρμόδια επιτροπή, το οποίο εγκρίθηκε με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του αναθέτοντος ΝΠΔΔ. Έκρινε, ως εκ τούτου, ότι, κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, η ισχύς της προσβαλλόμενης κατακυρωτικής απόφασης είχε λήξει, δεδομένου ότι οι έννομες συνέπειες που αναπτύσσει η απόφαση περί κατακύρωσης των αποτελεσμάτων διαγωνισμού, όπως και η διακήρυξη και οι εν γένει πράξεις της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης της σχετικής σύμβασης, εξαντλούνται, κατ’αρχήν, με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης του αντικειμένου της σύμβασης, της οποίας απετέλεσαν το έρεισμα. Η δε ακύρωση της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελούσε την αιτούσα, στην οποία απομένουν μόνον αποζημιωτικές, ενδεχομένως, αξιώσεις, κατά του ΝΠΔΔ, οι οποίες μπορούν να ικανοποιηθούν με την έγερση αγωγής αποζημίωσης, εντός των ορίων της παραγραφής, ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Ο δικαστής της αποζημίωσης έχει την εξουσία να κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των πράξεων της διαδικασίας του διαγωνισμού. Ρητώς, άλλωστε, πλέον ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3886/2010, προκειμένου περί των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού νόμου, ότι «[α]ν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ανεπιτυχώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση του κύριου ενδίκου βοηθήματος, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989». Δεν υφίσταται δε δικαιολογητικός λόγος υιοθέτησης διαφορετικής λύσης ως προς το ανωτέρω ζήτημα (το ζήτημα, δηλαδή, της επιρροής που ασκεί η ολοκλήρωση της εκτέλεσης της σύμβασης επί του αντικειμένου της δίκης, προκειμένου περί αιτήσεων ακύρωσης που στρέφονται κατά πράξεων του προσυμβατικού σταδίου) επί διαφορών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010 (ή του προϊσχύσαντος νόμου 2522/1997). ΄Ηδη, μάλιστα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται δεκτό (βλ. ΣτΕ 3258/2004, 1516/2005, 1103/2009 κ.α.), ότι συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης, επί προσβολής πράξης που εντάσσεται στο προσυμβατικό στάδιο για την ανάθεση προμήθειας ή υπηρεσίας, όταν η συναφθείσα σύμβαση είχε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, κατά τον χρόνο δε συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο είχε λήξει η διάρκεια ισχύος αυτής. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση κατάργησης της δίκης, κατά το άρθρο 32 παρ.2 του π.δ. 18/1989, λόγω λήξης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου, άλλωστε, ότι η αιτούσα εταιρεία δεν επικαλέσθηκε την ύπαρξη ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος, για την συνέχιση αυτής (σκέψη 6).
9. Το Δικαστήριο όμως επισήμανε ότι, μέχρι τώρα η νομολογία του ήταν αντίθετη ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Ειδικότερα γινόταν παγίως δεκτό ότι, όταν με την αίτηση ακύρωσης αμφισβητείται παραδεκτώς η νομιμότητα πράξεων που προηγήθηκαν της διοικητικής σύμβασης, η δίκη δεν στερείται του αντικειμένου της ως εκ του ότι η σύμβαση έχει ήδη καταρτισθεί ή και εκτελεσθεί [ΣτΕ 489/2011, 4282/2009, 1327/2003, 3066/2002, 3317/1991, 1926/1989, 1748/1988]. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, λόγω λήξης της ισχύος των προσβαλλομένων πράξεων, εκ του ότι … μεταξύ του εκάστοτε ΝΠΔΔ και του αναδόχου, στον οποίο κατακυρώθηκε ο επίδικος διαγωνισμός, υπογράφηκε η σύμβαση ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου για το οποίο διενεργήθηκε ο διαγωνισμός. Εφόσον η αίτηση ακύρωσης ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η απόφαση ΣτΕ 817/2010 του Β΄Τμήματος, η οποία ακολούθησε την πάγια σχετική νομολογία, αλλά περιέχει και ενδιαφέρουσα μειοψηφία ενός παρέδρου: « … όπως έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 4282/2009, 266/2009, 4489/2005, 1327/2003, 1926/1989, 1748/1988 κ.ά.), όταν με την αίτηση ακυρώσεως αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, η νομιμότητα πράξεων της Διοίκησης στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη σύμβασης δημόσιας προμήθειας, η δίκη δεν στερείται του αντικειμένου της ως εκ του ότι κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως η σχετική σύμβαση έχει καταρτισθεί ή και εκτελεσθεί ούτε συντρέχει, για τον λόγο αυτό, απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος, και ειδικότερα έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, λαμβανομένης υπόψη και της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. πρώτο του Ν. 2522/1997. H διάταξη αυτή η οποία θεσπίστηκε ενόψει της σχετικής δυνατότητας που παρέχει στα κράτη μέλη η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ (άρθρο 2 παρ. 5), καθιερώνει δικονομική προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης συναγόμενη από το διατακτικό της σχετικής ακυρωτικής απόφασης ή της αναγνωρίζουσας την ακυρότητα απόφασης και δεν αντιβαίνει ως εκ τούτου στα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ι. Δημητρακόπουλος, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη άποψη: Κατά την έννοια των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, το δικαίωμα ένδικης προστασίας μέσω αιτήσεως ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να διαμορφωθεί από τον κοινό νομοθέτη κατά τρόπο ώστε το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης να είναι αλυσιτελές για τον αιτούντα, έστω κι αν αυτός μπορεί ενδεχομένως να αντλεί ωφέλεια από το σκεπτικό της απόφασης, δεδομένου ότι το Σύνταγμα αναθέτει στον ακυρωτικό δικαστή όχι απλώς την επίλυση νομικών ζητημάτων, αλλά την προστασία, μέσω της ακυρωτικής απόφασης, των δικαιωμάτων ή των εννόμων συμφερόντων του αιτούντος που θίγονται παρανόμως από την ακυρούμενη πράξη. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2522/1997, αν το Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη της αναθέτουσας αρχής μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, ναι μεν η τελευταία δεν θίγεται, εκτός εάν πριν από τη σύναψη αυτής είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινή διαταγή, αλλά ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση. Η παραπάνω ρύθμιση έχει τεθεί ενόψει της σχετικής δυνατότητας που παρέχει στα κράτη μέλη η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ (βλ. άρθρο 2 παρ. 6 και ήδη, κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφερε η Οδηγία 2007/66/ΕΚ, άρθρο 2 παρ. 7), προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 10.4.2003 στις υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 2003 σ. Ι-3609, σκέψη 39 και απόφαση ΔΕΚ της 18.7.2007 στην υπόθεση C-503/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 2007 σ. Ι-6153, σκέψη 33) και να θεραπευθεί η ανάγκη σταθερότητας των συμβατικών εννόμων σχέσεων και, για το λόγο αυτό, είναι θεμιτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2522/1997, για την επιδίκαση της αποζημίωσης απαιτείται η προηγούμενη ακύρωση της παράνομης πράξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε περίπτωση που η πράξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη σύμβασης δημοσίου δικαίου, όπως εν προκειμένω. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι αντισυνταγματική, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για την έννοια των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, δηλ. το ακυρωτικό αποτέλεσμά της, ουδόλως ωφελεί τον αιτούντα, δεδομένου ότι η συναφθείσα σύμβαση δεν θίγεται και δεν χωρεί κατακύρωση του διαγωνισμού και ανάθεση της σχετικής προμήθειας, υπηρεσίας ή έργου σε αυτόν. Στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η οικεία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της αιτούσας απορρίφθηκε με την 816/2008 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, ότι οι σχετικές συμβάσεις είχαν καταρτισθεί πολύ πριν από τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης, ότι το διατακτικό τυχόν ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου ουδόλως θα ωφελούσε την αιτούσα, ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2522/1997, και ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. πρώτο του Ν. 2522/1997 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντιβαίνουσα σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της αιτούσας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης αυτής».
10. Το πνεύμα της μειοψηφούσας άποψης υιοθέτησε η παραπεμπτική ΣτΕ 4867/2013 για σύμβαση μη εμπίπτουσα στον Ν. 2522/1997 και, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος και εν όψει της αντίθετης μέχρι τώρα νομολογίας του Δικαστηρίου, το Τμήμα, υπό την πενταμελή σύνθεσή του, παρέπεμψε την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, στην επταμελή σύνθεση. Με την απόφαση ΣτΕ 3818/2014, η 7μ σύνθεση του Δ΄ Τμήματος επιβεβαίωσε τη λύση που υιοθέτησε η παραπεμπτική. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι σκέψεις 4 και 5 της απόφασης, οι οποίες περιέχουν, αντίστοιχα, ερμηνεία του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του πδ 18/1989 και εφαρμογή του στην περίπτωση προσβολής αποσπαστών πράξεων διαδικασίας σύναψης σύμβασης της οποίας η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον ακροατήριο και η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010.«… σύμφωνα με τις … διατάξεις [του άρθρου 32 παρ. 1 και 2], πέραν των περιπτώσεων καταργήσεως της δίκης λόγω εξ υπαρχής ακυρώσεως ή ανακλήσεως της προσβληθείσης με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως, στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, κατάργηση της ακυρωτικής δίκης προβλέπεται, επίσης, με τη διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου, και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να ισχύει, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως. Εισάγεται, συνεπώς, ο κανόνας ότι δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η ακύρωση πράξεως ή παραλείψεως, η οποία δεν ισχύει κατά το χρόνο εκδικάσεως της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως. Ο κανόνας αυτός είναι συμβατός με το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 285/2012, 4049/2008, 29, 2433/2007, 2599/1998, Ολ.397/1986 ), δεδομένου ότι επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η συνέχιση της δίκης, όταν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο προς τούτο έννομο συμφέρον, προκειμένου να αποτραπούν δυσμενείς, διοικητικής φύσεως, συνέπειες της προσβληθείσης πράξεως ή παραλείψεως, οι οποίες δεν μπορούν να αρθούν παρά παρά μόνον με την ακύρωση αυτή (σκέψη 4)… κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (19.11.2013), η προσβαλλόμενη κατακυρωτική απόφαση είχε παύσει να ισχύει δεδομένου ότι το ρυθμιστικό περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, όπως και της διακηρύξεως και των λοιπών πράξεων της διαγωνιστικής διαδικασίας, εξαντλείται με την ολοκλήρωση της εκτελέσεως της συμβάσεως, της οποίας απετέλεσαν το έρεισμα. Συνεπώς, έχει εν προκειμένω εφαρμογή η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 (πρβλ. και ΣτΕ 3258/2004 επταμ., 1516/2005, 1103/2009, 4416/2013 κ.α., με τις οποίες έχει ήδη γίνει δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης, επί προσβολής πράξεως της διαγωνιστικής διαδικασίας που προηγείται της αναθέσεως προμήθειας ή υπηρεσίας, όταν ο διαγωνισμός αφορά τη σύναψη συμβάσεως συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, κατά τον χρόνο δε συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο η διάρκεια της συμβάσεως έχει λήξει). Άλλωστε, προκειμένου περί των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3886/2010 …, ρητώς πλέον ορίζεται, στο άρθρο 7 παρ. 3 του τελευταίου αυτού νόμου, ότι «Αν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ενεπιτυχώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση του κύριου ενδίκου βοηθήματος, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989». Δεν υφίσταται δε κανένας δικαιολογητικός λόγος υιοθετήσεως διαφορετικής λύσεως ως προς το ανωτέρω ζήτημα (το ζήτημα, δηλαδή, της επιρροής που ασκεί η ολοκλήρωση της εκτελέσεως της συμβάσεως επί του αντικειμένου της δίκης, προκειμένου περί αιτήσεων ακυρώσεως που στρέφονται κατά πράξεων του προσυμβατικού σταδίου), επί διαφορών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3886/2010 (ή του προϊσχύσαντος νόμου 2522/1997), όπως η ένδικη διαφορά. Εξ άλλου, τυχόν αποζημιωτικές αξιώσεις της αιτούσης κατά του … μπορούν να ικανοποιηθούν με την έγερση αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν την εξουσία να κρίνουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των πράξεων της διαδικασίας του διαγωνισμού. Εν όψει των ανωτέρω, η διά της υπό κρίση αιτήσεως ανοιγείσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον η αιτούσα εταιρεία δεν επικαλέσθηκε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση αυτής» (σκέψη 5).
Επομένως, επί διοικητικών συμβάσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010, εάν κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης η προσβαλλόμενη κατακυρωτική απόφαση έχει παύσει να ισχύει διότι το ρυθμιστικό περιεχόμενό της εξαντλήθηκε με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης της σύμβασης, της οποίας αποτέλεσε το έρεισμα, η δίκη κηρύσσεται καταργημένη κατ’εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του πδ 18/1989. Στις περιπτώσεις συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010, το ζήτημα ρυθμίζεται ρητώς με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 3886/2010, που διαλαμβάνει τα εξής: αν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ανεπιτυχώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση του κύριου ενδίκου βοηθήματος, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989.