ΣτΕ Ολ 2192/2014: αντισυνταγματικές οι περικοπές αποδοχών και συντάξεων στρατιωτικών και σωμάτων ασφαλείας – περιορισμός αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης (μειοψ.)
1. Mε την απόφαση ΣτΕ Ολ 2192/2014 [ΣτΕ Ολ 2192 2014], η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε την από 14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τίτλο “Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, καθ’ ο μέρος με αυτή καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων» ποσών συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1-8-2012, μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012. Τούτο διότι η ως άνω απόφαση στηρίχθηκε στις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1-8-2012, καθώς και στην απολύτως συναφή προς αυτές διάταξη της περίπτωσης 37, οι οποίες αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας) καθώς και προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ. 4.
2.Εκτός από την ιδιαίτερη σημασία της απόφασης ΣτΕ Ολ 2192/2014 λόγω της διαφοροποίησής της από την προηγούμενη νομολογία σχετικά με τη συνταγματικότητα μισθολογικών περικοπών (ΣτΕ Ολ 668/2012) ή επιβαρύνσεων (ΣτΕ Ολ 2527-2530/2013, Ολ 3343-3344/2013) προς αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, επιβάλλεται να τονισθεί το δικονομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η μειοψηφούσα άποψη (σκέψη 24), η οποία πρότεινε τον περιορισμό του ακυρωτικού αποτελέσματος της δικαστικής απόφασης, ειδικότερα δε την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης (και τελικώς ακυρωθείσας) πράξης και τη μετάθεση των αποτελεσμάτων της δικαστικής ακύρωσης της εν λόγω πράξης και, συνακολούθως της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης. Η σκέψη 24 της απόφασης παρουσιάζει με εξαιρετική σαφήνεια την όλη προβληματική του περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος των ακυρωτικών αποφάσεων, όπως αυτή έχει ήδη αποτυπωθεί στη γαλλική νομολογία και στην ανάλυσή της τόσο από τη θεωρία όσο και από τα μέλη του Conseil d’Etat, προσαρμόζοντάς την, φυσικά, στα δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης: «…ως προς το … ζήτημα της ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως οι Σύμβουλοι Μ. Βηλαράς, Π.Καρλή και Ηρ. Τσακόπουλος διετύπωσαν την εξής ειδικότερη γνώμη: Ναι μεν η κείμενη νομοθεσία δεν προβλέπει δυνατότητα περιορισμού των αποτελεσμάτων των ακυρωτικών αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, λαμβανομένου όμως υπόψη ότι η μεν διαμόρφωση των γενικών αρχών και κανόνων του ουσιαστικού και δικονομικού διοικητικού δικαίου υπήρξε προϊόν νομολογιακής επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δε αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως, την οποία εξυπηρετεί η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να εφαρμόζεται σε αρμονία προς τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, πρέπει να αναγνωρισθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η δυνατότητα να ορίζει το χρονικό σημείο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως, ώστε να περιορίζονται οι συνέπειες εκείνες που, ενδεχομένως, έρχονται σε αντίθεση προς τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών ή πλήττουν το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει την μη ανατροπή ήδη παγιωμένων καταστάσεων και τη διατήρηση, προσωρινή ή οριστική, των συνεπειών που έχουν ήδη επέλθει (πρβλ. ΣτΕ 808/2006, 764/2006). Οι λόγοι που … δικαιολογούν τον περιορισμό του ακυρωτικού αποτελέσματος ισχύουν και στην περίπτωση διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας ή αντιθέσεως προς υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με αίτηση ακυρώσεως πράξη. Και τούτο διότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα ή η διαπιστωθείσα αντίθεση προς διατάξεις του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου, έστω και αν δεν θέτει εκποδών την υπό εξέταση νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, έχει, πάντως, ως αποτέλεσμα, λόγω της βαρύτητας των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, να θεωρείται αυτή ανίσχυρη και, μάλιστα, από του χρόνου θεσπίσεώς της, δημιουργώντας, περαιτέρω, αντίστοιχη υποχρέωση της Διοικήσεως να μην εφαρμόζει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 2176-7/2004 Ολ.) Η ανωτέρω δυνατότητα δεν δύναται … να αποκλεισθεί για τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως δε της Ολομελείας του, οι οποίες, κατά το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, αποφαίνονται δεσμευτικά για τους λοιπούς δικαστικούς σχηματισμούς του Δικαστηρίου, ενώ ρητή αναγνώριση της επιδράσεως που ασκούν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των κατωτέρω διοικητικών δικαστηρίων αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, με την οποία εισήχθη σύστημα επιλύσεως μείζονος σημασίας ζητημάτων μετά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ή κατόπιν αιτήματος των διαδίκων. Εξάλλου, η, κατά τα ανωτέρω, δυνατότητα περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος, η οποία δεν απαγορεύεται από ρητές συνταγματικές διατάξεις, δεν αποκλείεται εκ μόνης της συνταγματικής κατοχυρώσεως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της αντίστοιχης υποχρέωσης συμμορφώσεως της διοικήσεως, που, κατά τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών κρατών, μπορούν να υποστούν περιορισμούς τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου, προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών και διαφύλαξης καλόπιστα κτηθέντων δικαιωμάτων, όσο και για την εξυπηρέτηση εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος (πρβλ Α.Ε.Δ. 14/2013). Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι εξαιρετικό δημόσιο συμφέρον που μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να δικαιολογήσει τον περιορισμό των αποτελεσμάτων της απαγγελθείσης ακυρώσεως ή της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας αποτελεί η εκτέλεση του κατ’ άρθρο 79 του Συντάγματος εγκριθέντος προϋπολογισμού και η εν γένει υλοποίηση του δημοσιονομικού προγραμματισμού της χώρας, μέσω του οποίου επιδιώκεται η χρηστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών σε περιόδους σοβαρής και παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3408/2013, 3668/2006 κ.α.), θα έπρεπε στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν σταθμίσεως της φύσεως της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείται στο παρελθόν, του συμφέροντος των αιτούντων και των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος, να αποφασισθεί η προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης [από] 14.11.2012 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, καθ’ό μέρος αυτή κρίθηκε παράνομη, και, κατ’επέκταση, η κατά χρόνο μετάθεση των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως και της εξ αυτής απορρέουσας σχετικής υποχρεώσεως συμμορφώσεως της Διοικήσεως στην αρχή του επομένου, από την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, ημερολογιακού έτους (2015), χρονικό σημείο από το οποίο η δικαστική απόφαση παράγει, πλέον, πλήρη αποτελέσματα. Και τούτο προκειμένου αφενός μεν να μην ανατραπούν ο υπό εκτέλεση προϋπολογισμός του έτους 2014 και, ενδεχομένως, οι ήδη εκτελεσθέντες προϋπολογισμοί των ετών 2012 και 2013 και να μην τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής για τα αντίστοιχα έτη, ενόψει και του σοβαρού δημοσιονομικού κόστους λόγω του μεγάλου αριθμού των στρατιωτικών εν γένει υπαλλήλων, αφετέρου δε να παρασχεθεί στην Διοίκηση επαρκής χρόνος για την εξέταση του ενδεχομένου λήψεως μεταβατικού χαρακτήρα ή άλλων εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου δημοσιονομικού αποτελέσματος. Περαιτέρω δε, λόγω της υποχρεώσεως της Διοικήσεως να μην εφαρμόζει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις, κατά τα προεκτεθέντα, θα έπρεπε, υπό την επιφύλαξη ήδη ασκηθέντων ενδίκων βοηθημάτων, η διαγνωσθείσα με την παρούσα απόφαση αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των περιπτώσεων 31- 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, να μην μπορεί να αποτελέσει την βάση αποζημιωτικών αξιώσεων για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του ανωτέρω χρονικού σημείου, της ενάρξεως δηλαδή του επομένου, από την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, ημερολογιακού έτους και μέχρι της επελεύσεώς του.»
3.Η σχετική δικονομική δυνατότητα του ακυρωτικού δικαστή προβλέπεται πλέον στο άρθρο 22 του Ν. 4274/2014, Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις, με το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 50 του πδ 18/1989 και η ακόλουθη παράγραφος: 3β. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης….3δ. Η εφαρμογή των παραγράφων 3α, 3β, και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις.» (βλ. συναφώς www.prevedourou.gr, Νομοθετικές εξελίξεις για την ενίσχυση του ακυρωτικού ελέγχου: άρθρο 22 του Νόμου 4274/2014 «Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις»)
Βλ. σχόλιο της απόφασης ΣτΕ Ολ 2192/2014 από Αθ. Τσιρωνά, Οι περικοπές των αποδοχών των στρατιωτικών και η «στροφή» στη νομολογία της δημοσιονομικής κρίσης, ΘΠΔΔ 7/2014, σ. 605.