H συμμόρφωση σε απόφαση του ΔΕΕ που διαπιστώνει τη σύναψη δημόσιας σύμβασης κατά παράβαση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Εξουσίες του εθνικού δικαστή της αποζημίωσης (ΣτΕ, Στ΄Τμήμα, 2551/2014 και ΣτΕ 2552/2014)
1. Με τις αποφάσεις ΣτΕ 2551/2014 (ΣτΕ 2551.2014) και ΣτΕ 2552/2014 (ΣτΕ 2552 2014), το Στ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 7μελή σύνθεση (κατόπιν των παραπεμπτικών ΣτΕ 557/2014 και ΣτΕ 558/2014, αντιστοίχως) αποφάνθηκε ως προς το ζήτημα αν οι παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης κατά τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης ασκούν επιρροή στο στάδιο της εκτέλεσής της. Το ζήτημα αυτό ανάγεται ιδίως στην προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων του Δημοσίου και, γενικότερα, των αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο σύμβασης που συνήφθη κατά παράβαση των εφαρμοστέων σε θέματα σύναψης δημοσίων συμβάσεων διατάξεων. Με άλλα λόγια, ανακύπτει το ερώτημα αν υφίσταται ο αντισυμβαλλόμενος της αναθέτουσας αρχής, ο οποίος εκπλήρωσε καλόπιστα τις συμβατικές υποχρεώσεις του, τις συνέπειές της παράβασης του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους κρατικών, εν ευρεία εννοία, οργάνων. Σε δικονομικό επίπεδο, ανακύπτει το ερώτημα αν αναιρείται η απόφαση του εθνικού δικαστή της αποζημίωσης, καθό μέρος δεν προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας διοικητικών πράξεων (εγκρίσεων λογαριασμών του αναδόχου στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης) υπό το πρίσμα της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς αποφάσεις του ΔΕΕ, επειδή σε μεταγενέστερη απόφασή του το ΔΕΕ έκρινε ότι οι σχετικές πράξεις στηρίζονται σε σύμβαση που συνήφθη κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (έτσι ΣτΕ 557/2014, σκέψη 8). Εν προκειμένω, μετά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου (δηλαδή του δικαστηρίου της αποζημίωσης), το οποίο δέχθηκε την αγωγή αντισυμβαλλομένου του Δήμου και αναγνώρισε ότι ο Δήμος οφείλει να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό για εκτελεσθείσες εργασίες στο πλαίσιο σύμβασης εκπόνησης μελετών, εκδόθηκε η απόφαση του ΔΕΕ της 27ης Οκτωβρίου 2011, C-601/2010, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτουσα, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς την προηγουμένη δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογράφησης και πολεοδομικού σχεδιασμού, οι οποίες δεν προεβλέποντο στις αρχικές συμβάσεις, τις οποίες είχαν υπογράψει διάφοροι Δήμοι…, παρέβη τις απορρέουσες από τα άρθρα 8 και 11 παρ. 3 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, υποχρεώσεις της.
2. Επιλαμβανόμενο αίτησης αναίρεσης του Δήμου κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, το Στ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε –παραπέμποντας στη νομολογία Unibet (C-432/05 απόφαση 13ης Μαρτίου 2007) και Carl Κühn (C-269/1999, απόφαση της 6-12-2001, σκέψεις 57, 58) κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διέπουν τα ενώπιόν τους ασκούμενα ένδικα βοηθήματα, κατά τρόπο διασφαλίζοντα την αποτελεσματική ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο– ότι, «σε περίπτωση κατά την οποία έχει ανατεθεί σε ανάδοχο, δυνάμει διοικητικής συμβάσεως, η παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο αντικείμενο στην νομοθεσία της Ενώσεως και η παράβαση αυτή έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.), τότε ο εθνικός δικαστής της αποζημιώσεως, επιλαμβανόμενος αγωγής του αναδόχου με αίτημα την εις αυτόν καταβολή ποσού εκκαθαρισμένου εκ μέρους της Διοικήσεως δυνάμει εγκριτικών των υπ’ αυτού υποβληθέντων λογαριασμών πράξεων και έχοντος ως αιτία την σύμβαση, έχει την εξουσία, ακόμη και παρεμπιπτόντως, να ελέγξει την νομιμότητα των εν λόγω εγκριτικών πράξεων και, εάν κρίνει ότι αυτές παραβιάζουν την υποχρέωση συμμορφώσεως προς αποφάσεις του Δ.Ε.Ε., να αρνηθεί να αναγνωρίσει την υποχρέωση καταβολής του αιτουμένου ποσού. Τούτο δε, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι, κατά τους οικείους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, δεν θα είχε την σχετική εξουσία, δεδομένου ότι η δυνατότητα και η υποχρέωσή του αυτή απορρέει ευθέως από τους προπαρατεθέντες κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Περαιτέρω, δέχθηκε ότι, «επί συμβάσεων υπηρεσιών, συναφθεισών μετά την ισχύ της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, η αμοιβή του μελετητού δεν δύναται να αναπροσαρμόζεται απεριορίστως, αλλ’ υπόκειται πάντοτε εις το υπό του άρθρου 11 παρ. 3 της οδηγίας αυτής προβλεπόμενο όριο (50% της αξίας της κυρίας συμβάσεως), τούτο δε είναι ελεγκτό όχι μόνον κατά το στάδιο του ελέγχου της νομιμότητος της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά και κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως και του προσδιορισμού της τελικής αμοιβής του μελετητού. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβάσεως της σχετικής απαγορεύσεως, όταν η παράβαση αυτή έχει διαγνωσθεί με απόφαση του δικαστηρίου της Ε.Ε., δεν είναι δυνατή η συνέχιση της επελεύσεως των αποτελεσμάτων της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων και η εκπλήρωση της αντιπαροχής, προεχόντως για τον λόγο ότι η συνέχιση αυτή θα παραβίαζε τους εν λόγω ορισμούς των κανόνων δικαίου της Ε.Ε. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν νοείται καλή πίστη του αντισυμβαλλομένου ιδιώτη σε περίπτωση όχι απλώς αυξήσεως, αλλά πολλαπλασιασμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, με τη δική του, αναγκαίως, σύμπραξη και χωρίς την τήρηση των σχετικών ανοικτών διαδικασιών».
3.Πάντως, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Συμβούλου, «οι διοικητικές συμβάσεις ενέχουν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία ιδιωτικού δικαίου, αφού προϋποθέτουν παροχή εκ μέρους του ιδιώτη – αναδόχου και αντιπαροχή εκ μέρους της Διοικήσεως. Επομένως, εις αυτές δεν εφαρμόζονται πάντοτε οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, όπως οι σχετικές με την ανάκληση διοικητικών πράξεων. Κατά το άρθρο 11 του ν. 716/1977 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 295), επί αναθέσεως μελέτης η προεκτιμωμένη αμοιβή είναι ενδεικτική και αποσκοπεί μόνον στο να προσδιορίσει την τάξη του πτυχίου του υποψηφίου μελετητού. Ο τρόπος υπολογισμού του κόστους της μελέτης προβλέπεται ειδικώς στις διατάξεις του ιδίου άρθρου. Επομένως, η τυχόν εξίσωση της προεκτιμωμένης αμοιβής μελέτης με την τελικώς προϋπολογιζομένη δαπάνη αυτής, προκειμένου να υπολογισθεί η απαγόρευση αυξήσεως του προϋπολογισμού της μελέτης πέραν του 50%, συνιστά στρέβλωση του εθνικού συστήματος αναθέσεως μελετών. Περαιτέρω, από την υπερνομοθετική αρχή της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σε συνδυασμό με τις ομοίως υπερνομοθετικές αρχές του Κράτους Δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλοπίστου διοικουμένου, της συνεχείας της Διοικήσεως και της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των διοικουμένων συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις συνάψεως παρανόμου δημοσίας συμβάσεως καλοπίστου ιδιώτη με ευθύνη της αντισυμβαλλομένης Διοικήσεως, είναι αδιανόητο η Διοίκηση να αρνείται τις υποχρεώσεις που έχει συμβατικώς αναλάβει και να μετακυλίει την ζημία από την παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της στον ανάδοχο, χωρίς να έχει προηγουμένως τεκμηριώσει τον δόλο του αναδόχου στη σύναψη της παρανόμου συμβάσεως, πολύ δε περισσότερο όταν τα παρανομήσαντα όργανα της Διοικήσεως δεν προκύπτει ότι ελέγχθηκαν προηγουμένως ποινικά και πειθαρχικά. Με τον τρόπο αυτόν η Διοίκηση επικαλείται την ανικανότητα ή εν γένει παράνομη δράση των οργάνων της, τα οποία και αποφεύγει προκλητικά να ελέγξει. Επομένως, παρ’ εκτός και αν τεκμηριώνεται δόλος του ιδιώτη – αναδόχου, η Διοίκηση υποχρεούται να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, δίδοντας και το καλό παράδειγμα στους διοικουμένους και να αποζημιώσει στο ακέραιο τον ανάδοχο για την ζημία που αυτός υπέστη εξ αιτίας των παρανόμων πράξεων των οργάνων της».
4. Σημειώνεται, συναφώς, ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει ρυθμίσει το προσυμβατικό στάδιο, διότι αυτό διασφαλίζει τον ανόθευτο ανταγωνισμό. Αντίθετα, δεν ασχολήθηκε με το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης [R. Noguellou, Les nouvelles directives et l’exécution du contrat, AJDA 15/2014, σ. 853], το οποίο παρουσιάζει σαφώς λιγότερα διασυνοριακά ζητήματα και, επομένως, μικρότερο κοινοτικό ενδιαφέρον [ΣτΕ 2380/2009: «η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ δεν διέπει το στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως»]. Πάντως, οι τρεις νέες οδηγίες [Οδηγίες 23/2014/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, 24/2014/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, και 25/2014/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ] περιλαμβάνουν κανόνες για την εκτέλεση των συμβάσεων, οι οποίοι ρυθμίζουν την τροποποίηση της σύμβασης, τη μονομερή καταγγελία και την υπεργολαβία. Εν προκειμένω ενδιαφέρει η μονομερής καταγγελία της σύμβασης από την αναθέτουσα αρχή και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέψουν την εν λόγω δυνατότητα των αναθετουσών αρχών. Πάντως, και το ΔΕΚ είχε ήδη την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα ζητήματα της εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων, ειδικότερα δε, αφενός, με την εξέλιξή τους μετά τη σύναψη και, αφετέρου, με την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων του Δημοσίου (και, γενικότερα, των δημοσίων φορέων) στο πλαίσιο σύμβασης που συνήφθη κατά παράβαση των εφαρμοστέων σε θέματα σύναψης δημοσίων συμβάσεων διατάξεων.
5. Σημαντική για το υπό εξέταση θέμα είναι κυρίως η απόφαση Braunschweig ΙΙ (ΔΕΚ της 18ης Ιουλίου 2007, C-503/04,Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σκέψεις 28-29 και 35). Η απόφαση αυτή [ηαπόφαση Braunschweig ΙΙ, από το όνομα του γερμανικού Δήμου που ήταν η αναθέτουσα αρχή, εκδόθηκε επί προσφυγής της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ (νυν άρθρου 260 ΣΛΕΕ) λόγω μη συμμόρφωσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C‑20/01 και C‑28/01,Επιτροπή κατά Γερμανίας, με την οποία διαπιστώθηκε η εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων] αφορούσε τα συμπεράσματα που όφειλε να συναγάγει το κράτος μέλος από την προγενέστερη, αναγνωριστική της παράβασής του απόφαση του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αποκατάστασης μιας σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο κατάστασης. Ενώ η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι αρχικώς συναφθείσες συμβάσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας έπρεπε να λυθούν, το κράτος μέλος αρνήθηκε ότι υφίσταται σχετική νομική υποχρέωση, επικαλούμενο το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ δικαίωμα των κρατών μελών να περιορίζουν τις εξουσίες της υπεύθυνης για τις διαδικασίες προσφυγής αρχής στη χορήγηση αποζημίωσης. Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε το περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφασή του που διαπιστώνει την παράβαση των διατάξεων που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. Υπενθύμισε ότι «στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ [νυν άρθρου 258 ΣΛΕΕ], το Δικαστήριο υποχρεούται μόνο να διαπιστώσει ότι παραβιάστηκε διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ [νυν άρθρου 260 παρ. 1 ΣΛΕΕ], απόκειται στη συνέχεια, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου», αντλώντας «τις συνέπειες που θεωρεί ότι απορρέουν από τη διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση» [και] «να δικαιολογήσει το βάσιμο των συνεπειών αυτών, εάν η Επιτροπή τις επικρίνει». Στην περίπτωση, πάντως, της απόφασης που διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα δημόσιας σύμβασης λόγω παράβασης των σχετικών κοινοτικών διατάξεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι «μέτρα … που αφορούν αποκλειστικά την πρόληψη συνάψεως νέων συμβάσεων που θα συνιστούσαν παραβάσεις παρεμφερείς με τις διαπιστωθείσες, δεν εμποδίζουν το ότι η συναφθείσα από τον Δήμο του Braunschweig σύμβαση εξακολουθούσε να παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της…». Επομένως, «εφόσον δεν τέθηκε τέλος στην εν λόγω σύμβαση…, η προσβολή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών εξαιτίας της παράβασης των διατάξεων της οδηγίας 92/50 εξακολουθεί να υφίσταται καθ όλη τη διάρκεια της εκτελέσεως των συμβάσεων που συνάφθηκαν κατά παράβαση της οδηγίας αυτής», οπότε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε λάβει,… τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της διαπιστώνουσας την παράβαση απόφασης του ΔΕΚ της 10ης Απριλίου 2003, C‑20/01 και C‑28/01,Επιτροπή κατά Γερμανίας. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από την απόφαση Braunschweig II, η συμμόρφωση στην πρώτη απόφαση του ΔΕΚ (της 10ης Απριλίου 2003, C‑20/01 και C‑28/01,Επιτροπή κατά Γερμανίας) συνίσταται στην εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής λύση της σύμβασης.
6. Ειδικότερα, με την απόφαση Braunschweig II κρίθηκε, περαιτέρω, ότι το άρθρο 2 παρ. 6 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ επιτρέπει μεν στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση των σχετικών οδηγιών και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων [προφανώς των μη επιλεγέντων διαγωνιζομένων] συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων, διότι άλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, αφορά την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ (νυν 258 ΣΛΕΕ) και 228 ΕΚ (νυν 260 ΣΛΕΕ). Το Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται τις οδηγίες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων ως απλές τυπικές ρυθμίσεις για την κατάρτιση σύμβασης, αλλά τονίζει και τον σκοπό τους που συνίσταται στην πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Ως εκ τούτου, η παράβαση των οδηγιών δεν εξαντλείται με τη σύναψη της σύμβασης, αλλά διαρκεί έως ότου η σύμβαση εκτελεσθεί πλήρως ή λήξει κατ’ άλλο τρόπο. Επομένως, για να μη καταστεί η νομολογία αυτή νεκρό γράμμα, η παράβαση που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παράβασης πρέπει να εξαλειφθεί μέσω της παύσης ισχύος της αντίστοιχης σύμβασης.
7. Επομένως, «η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου» και «η αποτελεσματική ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο» (ΣτΕ 557/2014, σκέψεις 4 και 5) στο στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης αφορούν μέτρα των κρατικών αρχών που συνδέονται με την τύχη της σύμβασης και την προστασία των τρίτων σε σχέση με αυτή. Σκοπός των μέτρων αυτών είναι να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου με την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων για τις παραβιάσεις της υποχρέωσης διαφάνειας και με την αποτροπή επικείμενης παραβίασής της. Συναφώς, η έκδοση διαταγής περί λύσης της σύμβασης είναι, προφανώς, η κύρωση που μπορεί να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Τούτο, ιδίως, στην περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρής παράβασης διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές που απαιτούν τη δέουσα δημοσιότητα ή τη διεξαγωγή διαγωνισμού. Προς τον σκοπό αυτόν, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τις διατάξεις που υιοθέτησε ο κοινοτικός νομοθέτης με το άρθρο 2δ, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια σύμβαση να κηρύσσεται ανενεργή εφόσον έχει ανατεθεί χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, ή αν ο προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης προσυμβατικών διαδικασιών προσφυγής. Το άρθρο 2ε που προστέθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΕ επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εναλλακτικές κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται συνυπολογιζομένης, μεταξύ άλλων, της σοβαρότητας της παράβασης, της συμπεριφοράς της αναθέτουσας αρχής και, ενδεχομένως, του βαθμού στον οποίο μια σύμβαση παραμένει σε ισχύ. Οι εναλλακτικές κυρώσεις περιλαμβάνουν την επιβολή προστίμων ή τη σύντμηση της διάρκειας της σύμβασης. Επισημαίνεται, πάντως, ότι η απόφαση Braunschweig II διαφέρει από τις υποθέσεις που απασχόλησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον στην τελευταία περίπτωση οι συμβάσεις που συνήφθησαν κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου είχαν ήδη εκτελεστεί, οπότε η μόνη δυνατότητα συμμόρφωσης προς την απόφαση του ΔΕΕ που απέμενε εν προκειμένω περιοριζόταν στο στάδιο της εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων.