Στο τέταρτο φροντιστηριακό μάθημα για το Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (31 Μαρτίου 2016), θα αναλυθούν τα εξής δύο πρακτικά θέματα
Ι. Πρακτικό θέμα
(Βάσει της ΣτΕ 3370/2007)
Κατά τον πρώτο χρόνο της θητείας του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ψυχικού, που εκλέχθηκε κατά τις δημοτικές εκλογές του έτους 2002, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 12 παρ. 6 του Κανονισμού Εργασιών του επιτροπές του Δήμου, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Επιτροπή Πολιτιστικών Εκδηλώσεων, συγκροτήθηκαν με την 20/28.1.2003 απόφαση του εν λόγω Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε με τοιχοκόλληση αντιγράφου της στο χώρο δημοσιεύσεων του Δήμου στις 3.2.2003, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό δημοσίευσης. Με την απόφαση αυτή ο Α εκλέχθηκε ως μέλος της εν λόγω επιτροπής.
Ο Α παύθηκε στη συνέχεια, από μέλος της Επιτροπής Πολιτιστικών Εκδηλώσεων, με την 66/24.2.2004 απόφαση του ίδιου Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε με τοιχοκόλληση αντιγράφου της στο χώρο δημοσιεύσεων του Δήμου στις 27.2.2004, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό δημοσίευσης, επειδή απέστειλε την από 24.9.2003 επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή Πολιτιστικών Εκδηλώσεων, στο Διοικητικό Συμβούλιο του Πολιτιστικού Κέντρου Ψυχικού και σε άλλα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση παύσης του Α, θεωρήθηκε ότι με την επίμαχη επιστολή του άσκησε μεν κριτική στον τρόπο λειτουργίας του Πολιτιστικού Κέντρου, όπως είχε δικαίωμα, αλλά σε πολλά σημεία προέβη σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς έναντι μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Κέντρου, μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, του Δημάρχου και άλλων προσώπων, ακόμη και εκλιπόντων, χρησιμοποίησε δε και το χαρακτηρισμό «λαουτζίκος» για τους πολίτες του Ψυχικού και, επομένως, θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε το απαιτούμενο για τα μέλη της Επιτροπής ήθος, καθώς και ότι, από το γεγονός αυτό και από την αντίληψη του Α, όπως διατυπωνόταν στην επιστολή, ότι η Επιτροπή Πολιτιστικών Υποθέσεων έπρεπε να αποφασίζει και όχι απλώς να γνωμοδοτεί, δεν ήταν σε θέση να συνεργασθεί με δημοκρατικό πνεύμα με τα υπόλοιπα μέλη της. Κατά την επίμαχη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου το μέλος αυτού Β, όταν τέθηκε το ζήτημα εάν θα έπρεπε να ακουσθεί ο αιτών πριν από τη λήψη απόφασης, διατύπωσε την ακόλουθη άποψη : «Oχι, δεν δέχομαι. Εάν αποφασίσει το Δημοτικό Συμβούλιο ότι θέλει να ακούσει τον …………… , εγώ θα αποχωρήσω από το Δημοτικό Συμβούλιο. Δεν δέχομαι εγώ να ακούω αυτού του είδους τους ανθρώπους να φέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο για ανθρώπους, οι οποίοι είναι συνάδελφοι, είναι δίπλα μας, έχουν βοηθήσει τον κόσμο του Ψυχικού.» (πρακτικά, σελ. 343).
Ο Α κλήθηκε τελικά να εκφράσει τις απόψεις του, παρά τις αντιρρήσεις του Β, αλλά δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου ούτε υπέβαλε σχετικό υπόμνημα, επειδή θεώρησε ότι ούτως ή άλλως, ο Β θα επηρέαζε και τα υπόλοιπα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και θα τα έπειθε για την ανάγκη παύσης του από μέλος της ως πάνω Επιτροπής. Ο Α προσβάλλει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου την απόφαση με την οποία παύθηκε από μέλος της Επιτροπής Πολιτιστικών Εκδηλώσεων προβάλλοντας ότι η εν λόγω απόφαση του είναι παράνομη διότι: (α) παραβιάζει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, (β) εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, (γ) δεν τηρήθηκε ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης, (δ) είναι αναιτιολόγητη.
Ερωτήματα: 1) Ποια είναι η νομική φύση των υπ’ αριθμ. 20/28.1.2013 και 66/24.2.2004 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου?
2) Ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Α σχετικά με την παρανομία της πράξης με την οποία παύθηκε?
ΙΙ. Πρακτικό θέμα
Mε την από 1.10.2005 πρόσκληση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ετάχθη στους μονίμους υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄ του εν λόγω Υπουργείου προθεσμία για την υποβολή υποψηφιοτήτων για την κάλυψη μιας θέσης Προϊσταμένου της Γνικής Διεύθυνσης Γεωργικών Εφαρμογών και Έρευνας του Υπουργείου. Υποψηφιότητες υπέβαλαν η Α και ο Β. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου και του βιογραφικού σημειώματος των υποψηφίων καθώς και τη γνώμη που σχημάτισαν τα μέλη του για τις ικανότητές τους, επέλεξε τον Β με την από 1.12.2005 απόφασή του. Ακολούθως ο Β τοποθετήθηκε, επί τη βάσει της ως άνω απόφασης, στη θέση Προϊσταμένου της ανωτέρω Γενικής Διεύθυνσης με την από 3.1.2006 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Στο Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετείχε, ως μέλος ορισθέν από τον Πρόεδρο του ΔΣΑ σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, ο δικηγόρος Δ, πρώην σύζυγος της Α. Προκειμένου να επιλέξει έναν υποψήφιο, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο εκτιμά, κατά τον σχετικό νόμο, την άρτια επαγγελματική κατάρτιση και τις επιστημονικές γνώσεις, την ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, την ευχέρεια συντονισμού, καθώς και την ικανότητα υποκίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων. Κατά τον ίδιο νόμο, «για τον σχηματισμό της κρίσης του το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας οκταετίας. Αιτιολογία απαιτείται μόνον στην περίπτωση κατάδηλης υπεροχής υποψηφίου που παραλείπεται».Η Α φρονεί ότι η απόφαση του Υπουργού είναι παράνομη για τους εξής λόγους:α) Μέλος του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου ήταν ο Δ, πρώην σύζυγός της.β) Η απόφαση του Υπουργού δεν περιέχει αιτιολογία, όπως απαιτεί το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ως προς την διενεργηθείσα επιλογή.γ) Η διάταξη του ανωτέρω νόμου η οποία απαιτεί ειδική αιτιολογία μόνο σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής του παραλειφθέντος έναντι του επιλεγέντος, είναι αντίθετη προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 4, 5 παρ. 1 του Συντάγματος).
Ερωτάται: Α. Ποια η νομική φύση των πράξεων της 1.10.2005, της 1.12.2005 και της 3.1.2006;
Β. Ευσταθούν οι ισχυρισμοί της Α;
Γ. Εκτός της δικαστικής οδού, πώς θα μπορούσε η Α να επιδιώξει επίλυση της διαφοράς της με τη Διοίκηση;