Το διοικητικό δίκαιο στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου; [F. Rollin, Le droit administratif est-il au service du Grand Capital?, AJDA 17/2016, σ. 921]
1.Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις, που δεν αποτελούν μόνο θεαματικές μεταστροφές αλλά και σαφείς εκδηλώσεις της δικαιοπλαστικής λειτουργίας του διοικητικού δικαστή και του νομολογιακού χαρακτήρα του διοικητικού δικαίου [βλ. ενδεικτικά για το θέμα, G. Vedel, Le droit administratif peut-il rester indéfiniment jurisprudentiel ? », EDCE 1979, n° 31, σ. 31· F. Melleray, Le droit administratif doit-il redevenir jurisprudentiel ?, AJDA, 2005, σ. 637· P. Gonod/O. Jouanjan, A propos des sources du droit administratif. Brèves notations sur de récentes remarques, AJDA, 2005, σ. 992· M. Deguergue, La jurisprudence et le droit administratif : une question de point de vue, AJDA, 2005, σ. 1313], αποτέλεσαν αφορμή για έναν ενδιαφέροντα επιστημονικό διάλογο τριών εκπροσώπων της θεωρίας. Με τον εκ πρώτης όψεως «προβοκατόρικο» τίτλο που διατυπώνεται υπό μορφή ερώτησης [Le droit administratif est-il au service du Grand Capital?], ο καθηγητής F. Rollin εντοπίζει στην πρόσφατη νομολογία του Conseil d’Etat την τάση του δικαστηρίου αυτού να ενισχύσει την προστασία μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
2.Ειδικότερα, η νομολογία στην οποία στηρίζει τη διαπίστωση αυτή είναι οι πρόσφατες αποφάσεις με τις οποίες το δικαστήριο δέχθηκε να εξετάσει την νομιμότητα ορισμένων συνιστωσών του ηπίου δικαίου (soft law), τις οποίες είχε ήδη αναλύσει στην ετήσια μελέτη του για το «droit souple» του 2013 [CE, ass., 21 mars 2016, n° 390023, Société NC Numericable, AJDA 2016, σ. 717 chron. L. Dutheillet de Lamothe/G. Odinet. Βλ. αναλυτικά www.prevedourou, Το «ήπιο δίκαιο», αντικείμενο ευθέος ακυρωτικού ελέγχου (CE, ass., 21 mars 2016, Société Fairvesta international GMBH και Société NC Numericable)]. Εκρινε ότι οι γνωμοδοτήσεις, συστάσεις και άλλες προειδοποιήσεις των ρυθμιστικών αρχών μπορούν να ελεγχθούν από τον δικαστή, εφόσον «παράγουν σημαντικά αποτελέσματα [des effets notables]». Στο σημείο αυτό της απόφασης εμφιλοχωρεί μια παράξενη διατύπωση : «σημαντικά αποτελέσματα οικονομικής, ιδίως, φύσης [des effets notables notamment de nature économique]» (σκέψη 5). Η ουσία του ζητήματος, κατά τον F. Rollin, έγκειται στο γιατί και επί τη βάσει ποιάς αρχής δικαιολογείται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου ενός διοικητικού μέτρου με κριτήριο στηριζόμενο στα οικονομικά του αποτελέσματα. Σημαίνει αυτό ότι μια γνωμοδότηση, σύσταση ή προειδοποίηση αφορώσα δικαίωμα ή ελευθερία που δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα έχουν για το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο μικρότερη σημασία επειδή δεν συνδέονται με το μεγάλο κεφάλαιο;
3.Ο F. Rollin αναγνωρίζει ότι οι προηγούμενες σκέψεις θα φαίνονταν απλώς «προβοκατόρικες» εάν η προσέγγιση του Conseil d’Etat σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο του ηπίου δικαίου δεν ερχόταν να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει μια εξέλιξη που παρατηρείται εν σπέρματι σε ορισμένες σημαντικές νομολογιακές μεταστροφές των τελευταίων ετών. Αναφέρεται συναφώς στην περίφημη νομολογία Département Tarn et Garonne, της 4ης Απριλίου 2014 [(CE, ass., 4 avr. 2014, n° 358994, AJDA 2014, σ. 1035, chron. A. Bretonneau/J. Lessi· αυτόθι, σ. 945, S. Braconnier· RFDA 2014, σ. 425, concl. B. Dacosta· αυτόθι, σ. 438, note P. Delvolvé· RUE 2015, σ. 370, étude G. Eckert] η οποία, κατά τον συγγραφέα, περιορίζει τη δυνατότητα των τρίτων ως προς τη σύμβαση να ασκήσουν ένδικο βοήθημα, καθόσον απαιτεί, στο πνεύμα της νομολογίας SMIRGEOMES, της 3ης Οκτωβρίου 2008, με την οποία συμπληρώθηκε το προβλεπόμενο υπέρ των αποκλεισθέντων τρίτων πριν από τη σύναψη της σύμβασης στο άρθρο L 551-1 του CJA ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας και ταχείας διαδικασίας του référé précontractuel [CE 3 oct. 2008, n° 305420, Syndicat mixte intercommunal de réalisation et de gestion pour l’élimination des ordures ménagères du secteur est de la Sarthe (SMIRGEOMES), Lebon με τις προτάσεις, AJDA 2008, σ. 2161, chron. E. Geffray/S.-J. Lieber, και σ. 2374, étude P. Cassia× RFDA 2008, σ. 1128, concl. B. Dacosta, αυτόθι, σ. 1139, note P. Delvolvé], να θίγονται από τη σύμβαση στα συμφέροντά τους κατά τρόπο αρκούντως άμεσο και βέβαιο [de façon suffisamment directe et certaine] και περιορίζει τους λόγους ακύρωσης σε αυτούς που συνδέονται με συγκεκριμένο θιγόμενο συμφέρον. Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία αυτή έχει αποτιμηθεί θετικά από τη θεωρία, η οποία διαπιστώνει ότι με την απόφαση Département Tarn et Garonne το Conseil d’Etat διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της νομολογίας Tropic, παρέχοντας σε περισσότερους τρίτους τη δυνατότητα ευθείας προσβολής της ήδη συναφθείσας σύμβασης με προσφυγή ουσίας ενώπιον του δικαστή της σύμβασης, εγκαταλείποντας, πρακτικώς, τη θεωρία των αποσπαστών πράξεων (F. Brenet, L’avenir du contentieux des actes détachables en matière contractuelle, AJDA 2014, σ. 2061, ο οποίος εξετάζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ως άνω θεωρία διατηρεί το πρακτικό ενδιαφέρον της, όπως οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου της Διοίκησης) και περιορίζοντας στο ελάχιστο τον ρόλο του ακυρωτικού δικαστή στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Εξαιρετική παρουσίαση του συστήματος έννομης προστασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων όπως διαμορφώνεται μετά τις αποφάσεις Tropic (η οποία χαρακτηρίσθηκε ως révolution conceptuelle) και Département Tarn et Garonne (révolution pratique) περιλαμβάνουν οι προτάσεις του rapporteur public O. Henrard για την απόφαση CE, Section, 5 février 2016, Syndicat mixte des transports en commun Hérault transport, με την οποία κρίθηκε το διαχρονικό αποτέλεσμα της νομολογιακής μεταστροφής που επέφερε η απόφαση Département Tarn et Garonne σε σχέση με την απόφαση Tropic όσον αφορά το ένδικο βοήθημα του αποκλεισθέντος συνυποψηφίου σε διαγωνισμό (Le recours du concurrent évincé: Le maintien provisoire de la jurisprudence Tropic, RFDA 2/2016, σ. 301).
4.Είναι προφανές ότι το εν λόγω ενισχυμένο έννομο συμφέρον [intérêt à agir], το οποίο στηρίζεται στα ιδιαίτερα «συμφέροντα» ενός προσώπου, ευνοεί τα ένδικα βοηθήματα των επιχειρηματιών, όπως των αποκλεισθέντων διαγωνιζομένων, θέτοντας σε δυσμενή θέση τους συνήθεις τρίτους, για τους οποίους η απόδειξη της βλάβης των συμφερόντων τους θα είναι πιο περίπλοκη.
5.Το ως άνω νομολογιακό ρεύμα που αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, επιφυλάσσοντάς τους ευνοϊκή δικονομική μεταχείριση, συνιστά διάρρηξη του δημοκρατικού συμφώνου [pacte républicain], όχι με την έννοια που του δίδει η σύγχρονη δημόσια συζήτηση, αλλά με την έννοια που του προσέδωσε ο commissaire du gouvernement Romieu στις προτάσεις του στην υπόθεση Martin : “το δημοκρατικό αυτό σύμφωνο […] κατέστησε τη διοικητική δικαιοσύνη, η οποία συνόδευε τη θέσπιση των μεγάλων νόμων περί δημοσίων ελευθεριών της ΙΙΙης Γαλλικής Δημοκρατίας, ένα δημοκρατικό όργανο επιφορτισμένο με τον έλεγχο της Διοίκησης, στο οποίο είχαν ευρέως πρόσβαση οι πολίτες που αντιμετωπίζονταν ως φορείς της πρωτοβουλίας του ελέγχου αυτού [initiateurs, voire les agents de ce contrôle], ο οποίος αποσκοπούσε να κολάσει την παρανομία, να διαφωτίσει την κοινή γνώμη και να προλάβει την επιστροφή των καταδικασθεισών πρακτικών» (D. 1907. III. 49). Εγκαταλείποντας τη βασική αυτή λογική του ελέγχου νομιμότητας, υπέρ μιας ενισχυμένης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, το Conseil d’Etat διακόπτει αυτή την παράδοση που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της νομιμοποίησής του. Σε μια περίοδο όπου η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους δημόσιους θεσμούς είναι όλο και πιο σαφής, η νομολογιακή αυτή τάση που καταλήγει να τους αντιμετωπίζει ως κατώτερη τάξη στον τομέα του δικαστικού ελέγχου της Διοίκησης δεν είναι από τις πιο καλοδεχούμενες.
6.Απαντώντας στις ανωτέρω διαπιστώσεις του F. Rollin, οι καθηγητές Aurélien Antoine και Thomas Perroux (Le Capital au XXIe siècle et le droit administratif, AJDA 25/2016, σ. 1361) διατυπώνουν τρεις βασικές σκέψεις, αναγνωρίζοντας, κατ’αρχάς, ότι πρόκειται για μια εποχή όπου ο λόγος ύπαρξης των δημοσίων πολιτικών φαίνεται να περιορίζεται δραματικά στην επιδίωση της μερικής ικανοποίησης οικονομικών και δημοσιονομικών στόχων. Η σχετική συζήτηση και η αυστηρή κριτική του F. Rollin όσον αφορά τον προσανατολισμό της νομολογίας του Conseil d’Etat, λίαν ανοικτής στα οικονομικά συμφέροντα για τη διασφάλιση πρόσβασης στο δικαστήριο, είναι μια χρήσιμη συνειδητοποίηση ενός προβλήματος που βαίνει πέρα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
7. Κατ’αρχάς, με την απόφαση Société NC Numericable, το Conseil d’Etat κρίνει παραδεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης κατά των μέτρων του ηπίου δικαίου της Autorité de la concurrence. Η αναφορά στο οικονομικό συμφέρον, έστω και αδέξια διατυπωμένη, δικαιολογείται για να εξηγήσει το άμεσο και βέβαιο συμφέρον που μπορεί να προβληθεί προς στήριξη ενδίκου βοηθήματος κατά πράξεων διοικητικής αρχής επιφορτισμένης με τη ρύθμιση του ανταγωνισμού. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο σκοπός του δικαστή είναι να δικαιολογήσει τον έλεγχό του σε σχέση με νέες εκφάνσεις της δημόσιας δράσης που θα μπορούσαν ευχερώς να εξελιχθούν σε αυθαίρετη άσκηση εξουσίας. Περαιτέρω, εφόσον στην έννομη τάξη υπάρχουν κανόνες με σκοπό και αντικείμενο τη ρύθμιση και την προστασία της αγοράς, πώς είναι δυνατόν να μην μπορούν τα δικαστήρια να επικαλεστούν το οικονομικό συμφέρον των επιχειρηματιών ή γενικότερα παραγόντων της αγοράς που είναι και οι πρώτοι αποδέκτες των κανόνων αυτών;
8. Με τις αποφάσεις FFSA (CE, 8 novembre 1996), Million et Marais (CE, Sect., 3 novembre 1997) το 1997 και Société des eaux du Nord (CE, Sect., 11 juillet 2001) το 2001, ο διοικητικός δικαστής δέχθηκε ότι το δίκαιο της αγοράς αντιτάσσεται στα προνόμια δημόσιας εξουσίας των διοικητικών αρχών [prérogatives de puissance publique]. Εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον, πολλές αποφάσεις αποτυπώνουν τη σύγκρουση των οικονομικών συμφερόντων με άλλες συνιστώσες του γενικού συμφέροντος, ενώ παράλληλα το Conseil constitutionnel χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά την έκφραση «ordre public économique» (προσφάτως, 14 oct. 2015, n° 2015-489 QPC (D. 2015. 2068, RTD com. 2015, σ. 703, obs. E. Claudel). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καλή λειτουργία της αγοράς και η προστασία των φορέων της αποτελούν άρρηκτο τμήμα του γενικού συμφέροντος. Δεδομένου ότι η αντίληψη αυτή παγιώθηκε σχετικά πρόσφατα, δεν μπορεί παρά να γνωρίσει ένα στάδιο ανάπτυξης και επέκτασης.
9.Παρά τις έντονες διαφωνίες για τις σχέσεις μεταξύ οικονομικών συμφερόντων και γενικού συμφέροντος, στο πλαίσιο μιας “καπιταλιστικής” οικονομίας είναι επικίνδυνο να παροράται η συμβολή της ρυθμισμένης αγοράς στο γενικό συμφέρον. Εκτός αν υπάρχει επιθυμία εγκατάλειψης του ως άνω συστήματος υπέρ κάποιου άλλου πιο δίκαιου, το οποίο, πάντως, η Δύση δεν έχει κατορθώσει ακόμη να δημιουργήσει, το βασικό είναι να λαμβάνεται μέριμνα ώστε ούτε οι δικαστές αλλά ούτε και οι άλλες δημόσιες εξουσίες να μπορούν να διασφαλίζουν εσαεί την κατίσχυση του οικονομικού συμφέροντος –συμπεριλαμβανομένου και του δικού τους– έναντι άλλων συνιστωσών του γενικού συμφέροντος (κοινωνικής, εκπαιδευτικής, πολιτιστικής περιβαλλοντικής). Πάντως, ακόμη και αν η επιχειρηματική προσέγγιση κερδίζει έδαφος στα δικαστήρια, πόρρω απέχει από το να δεσπόζει στην επίλυση ακόμη και των διαφορών που έχουν οικονομική διάσταση. Ο συγκερασμός που επιδιώκει ο δικαστής μεταξύ των δημοσίων και των ιδιωτικών συμφερόντων δεν οδηγεί συχνά στην προώθηση του οικονομικού συμφέροντος –αν, για παράδειγμα, ληφθεί υπόψη η τύχη της οικονομικής ελευθερίας [liberté du commerce et de l’industrie] ή η περιορισμένη χρήση της φράσης «ελεύθερος ανταγωνισμός» εκτός των διαφορών από δημόσιες συμβάσεις και τη ρύθμιση των αγορών.
10. Ο δικαστής είναι “πραγματιστής”, έστω και αν η ανάδειξη της πλειονότητας των δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων δυσχεραίνει την κατανόηση της δημόσιας δράσης. Ο συγκερασμός και η συμφιλίωση των συμφερόντων δεν μπορεί να υπηρετεί μόνο το “μεγάλο κεφάλαιο” ούτε, άλλωστε, οποιαδήποτε άλλη κοινωνική τάξη. Πάντως, δεν είναι εύλογο να αντιμετωπίζονται το διοικητικό δίκαιο και η διοικητική δικονομία υπό ένα τέτοιο πρίσμα, άκρως διχαστικό και οπωσδήποτε ξεπερασμένο.