Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου: Aνάκληση υπαγωγής επενδυτικού σχεδίου στον Ν. 1892/1990 – Τεκμήριο αθωότητας – Αρχή ne bis in idem (ΣτΕ 39/2023) (22-04-2024)

Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου: Aνάκληση υπαγωγής επενδυτικού σχεδίου στον Ν. 1892/1990 – Τεκμήριο αθωότητας – Αρχή ne bis in idem (ΣτΕ 39/2023) (22-04-2024)

Η απόφαση ΣτΕ 39/2023 [A39-2023] του Δ΄Τμήματος (βλ. και ΣτΕ 40/2023) εκδόθηκε επί αίτησης ακύρωσης εταιρείας, τελούσας υπό εκκαθάριση, κατά πράξης για την ανάκληση της υπαγωγής επενδυτικού της σχεδίου στις διατάξεις του Ν. 1892/1990 (Α΄ 101) και την επιστροφή στο Δημόσιο του συνόλου της καταβληθείσας επιχορήγησης, προσαυξημένο με τους νόμιμους τόκους. Η απόφαση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι εξετάζει τα εξής ζητήματα:

  1. Κατανομή των διαφορών μεταξύ ΤΔΔ και ΣτΕ: επάνοδος στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας από την έναρξη ισχύος του ν. 4055/2012 [2.4.2012] της εκδίκασης των αναφυομένων από την εν γένει εφαρμογή της νομοθεσίας περί επενδύσεων διαφορών, οι οποίες υπό το προϊσχύσαν του ν. 3900/ 2010 καθεστώς είχαν χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών, υπαγομένων στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετετράπησαν δε με τον ν. 3900/2010 σε διοικητικές διαφορές ουσίας και μεταφέρθηκαν στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (σκέψη 3 της απόφασης).
  2. Αρμοδιότητα διοικητικών οργάνων: Περιέλευση της αποφασιστικής αρμοδιότητα  για την έκδοση πράξεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων σε αναπτυξιακούς νόμους, καθώς και των πράξεων για την ανάκληση της υπαγωγής στις ευεργετικές ρυθμίσεις και για την επιστροφή των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν, στις Περιφέρειες του Ν. 3852/2010 (σκέψη 6).
  3. Δέσμια αρμοδιότητα ανάκλησης: Σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι όροι και προϋποθέσεις της εγκριτικής πράξης αναστέλλεται η πληρωμή των δόσεων και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής, ανακαλεί την εγκριτική πράξη ή αποφασίζει για την μερική ή ολική επιστροφή του ποσού της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που έχει καταβληθεί, προσαυξημένου κατά το ποσό των νόμιμων τόκων από της εκάστοτε καταβολής …” (σκέψεις 8, 9 της απόφασης).
  4. Άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ενώπιον των γνωμοδοτικών οργάνων: οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του κυρωθέντος με τον ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν κατοχυρώνουν την αυτοπρόσωπη παράσταση, σε κάθε περίπτωση, του ενδιαφερομένου ενώπιον των αρμοδίων συλλογικών οργάνων κατά τις συνεδριάσεις, στις οποίες διατυπώνονται οι οικείες γνωμοδοτήσεις ή λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις της Διοίκησης, και την προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών του ενώπιον των οργάνων αυτών (σκέψη 12).
  5. Περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης: Στην περίπτωση, ειδικότερα, κατά την οποία η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για πλημμέλειες της αιτιολογίας, η Διοίκηση μπορεί να επαναλάβει την κρίση της για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης έννομης σχέσης αναδρομικώς και να εκδώσει πράξη ιδίου περιεχομένου με την ακυρωθείσα, πρέπει, όμως, να αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς την νέα κρίση της, βάσει της ακυρωτικής απόφασης ή βάσει στοιχείων που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και κρίσης από τον ακυρωτικό δικαστή, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά ήταν γνωστά ή όχι στη Διοίκηση κατά τον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης. Η νέα κρίση της Διοίκησης πρέπει, πάντως, να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί από την ακυρωτική απόφαση και να εκφέρεται ενόψει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης (σκέψη 13).
  6. Πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ανακλητικής πράξης (σκέψη 14)
  7. Επίδραση προηγούμενης ποινικής απόφασης στην ακυρωτική δίκη: Ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία έπεται τελικής, δηλαδή αμετάκλητης, αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο, δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και εάν η αθώωση εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη στην διάταξη του 7ου ΠΠ απαγόρευση [ne bis in idem], η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων, απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης), και (δ) οι διαδικασίες να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης. Συνακόλουθα, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική ή τελωνειακή [ή άλλη παρόμοιου χαρακτήρα] παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Εν προκειμένω, εφόσον η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αφορούσε μετόχους-φυσικά πρόσωπα, η δε διοικητική διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης αφορά την νομιμότητα ανάκλησης της πράξης υπαγωγής νομικού προσώπου -της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας- στο καθεστώς του ν. 1892/1990, δεν υφίσταται ταυτότητα προσώπων στις δύο αυτές διαδικασίες και, συνεπώς, προεχόντως για τον λόγο αυτόν, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των αρχών που απορρέουν από το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ [τεκμήριο αθωότητας] και το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης [ne bis in idem] (βλ. ΣτΕ 192/2021, 2808/2020, 2254/2020, 1831/2020) (σκέψεις 15-17).

Βλ. για το τελευταίο ζήτημα: Ε. Παυλίδου, Ανάκληση υπαγωγής σχεδίου στον επενδυτικό νόμο και «Οι Τρεις Σωματοφύλακες» της λειτουργικής αυτονομίας της διοικητικής δίκης, www.nomarchia.gr, Apr. 11, 2024

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο