Στο μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου (Διοικητικό Δίκαιο-Διοικητική Δικονομία), στις 14 Νοεμβρίου 2016, θα αναλυθούν τα ακόλουθα πρακτικά θέματα:
1. Θέμα
Ο δικηγόρος Α παρέλειψε να εκδώσει απόδειξη για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου και τιμωρήθηκε για τον λόγο αυτό από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων με την ποινή της εξάμηνης παύσης, με απόφαση που του κοινοποιήθηκε στις 12.5.2012. Κατά της απόφασης αυτής ο Α άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως για τους εξής λόγους: 1) Απαραδέκτως ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι εν προκειμένω δημιουργείται διαφορά ουσίας και ο Α όφειλε να ασκήσει προσφυγή ουσίας στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. 2) Σε κάθε περίπτωση, το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 36 ΠΔ 18/1989, διότι δεν καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο των 150 ευρώ. Στον δεύτερο αυτό ισχυρισμό ο Α απάντησε ότι η διάταξη περί επιβολής παραβόλου αντίκειται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ιδίως διότι η μη καταβολή ενός σχετικά χαμηλού ποσού δεν επιτρέπεται να οδηγεί στο απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος.
Απαντήστε στα ακόλουθα ερωτήματα: α) Ποια είναι η δικονομική αποστολή του παραβόλου στις διοικητικές διαφορές; β) Ευσταθεί ο δεύτερος ισχυρισμός του Δημοσίου, ενόψει και της αντίκρουσης από τον Α; γ) Ο Α επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον νόμο το παράβολο βαρύνει μόνον τους ιδιώτες διαδίκους, ενώ το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου απαλλάσσονται από την καταβολή παραβόλου. Ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως, με βάση το Σύνταγμα, να οδηγήσει στην απαλλαγή του Α από το παράβολο; δ) Πρόκειται πράγματι για ακυρωτική διαφορά;
[Πρακτικό θέμα εξετάσεων Σεπτεμβρίου 2013]
2. Θέμα
Στις 24.6.2015 πενήντα (50) Ειδικοί Φρουροί της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), που υπηρετούν σε Αστυνομικά Τμήματα του Νομού Θεσσαλονίκης, κατέθεσαν από κοινού (σε ενιαίο δικόγραφο) αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητώντας να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς, νομιμοτόκως από την άσκησή της, το ποσό των 2.650 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε διαφορά αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως και 31.12.2012, η οποία προκύπτει από τη μη καταβολή σε αυτούς του επιδόματος αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας για νυκτερινή εργασία. Το εν λόγω επίδομα προβλέπεται στο άρθρο 31 παρ. 4 του ν. 2768/1999 (Α΄ 273) και, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, χορηγείται μόνο στα μόνιμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., στα οποία δεν περιλαμβάνονται οι Ειδικοί Φρουροί, που υπηρετούν με σχέση δημοσίου δικαίου επί πενταετή, ανανεώσιμη, θητεία. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η μη χορήγηση του επιδόματος συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας.
Το Ελληνικό Δημόσιο με την έκθεση απόψεών του αντιτείνει ότι το ένδικο βοήθημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι α) πρόκειται για διαφορά ιδιωτικού δικαίου, και β) οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Σε κάθε περίπτωση, κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου, οι Ειδικοί Φρουροί της ΕΛ.ΑΣ. αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, χωρίς δυνατότητα εξέλιξης στην ιεραρχία, ασκώντας ειδικότερα και μερικότερα καθήκοντα σε σχέση με τη γενική αστυνομική αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί στο αστυνομικό προσωπικό.
Ερωτάται:
- Παραδεκτώς και στο αρμόδιο δικαστήριο ασκείται το υπό κρίση ένδικο βοήθημα;
- Ευσταθούν οι ισχυρισμοί των Ειδικών Φρουρών και της Διοίκησης;
- Από ποιο χρονικό σημείο θα οφείλει τόκους το Ελληνικό Δημόσιο;
- Θα ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή τυχόν πρόβλεψη του νόμου ότι στις αγωγές, αναγνωριστικές ή καταψηφιστικές, κατά του Δημοσίου ο κάθε ενάγων καταβάλλει ως προϋπόθεση του παραδεκτού «τέλος αλληλεγγύης» ύψους 1.000 €, το οποίο προορίζεται για την ενίσχυση ασθενών ομάδων του πληθυσμού;
- Υπό ποιους όρους μπορεί να αποφανθεί επί του τεθέντος ζητήματος ουσιαστικού δικαίου το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς να απαιτηθεί η άσκηση ενδίκου μέσου;
- Οι Β και Γ είναι επίσης Ειδικοί Φρουροί, οι οποίοι όμως δεν συμμετέχουν στην ως άνω αγωγή. Θα επωφεληθούν από την τυχόν ευνοϊκή έκβαση της αγωγής;
[Πρακτικό θέμα εξετάσεων Ιουνίου 2015]