Συνύπαρξη πλειόνων διοικητικών διαδικασιών ελέγχου της νομιμότητας της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Αποφάσεις ΣτΕ 770/2021 και ΕλΣυν Ολ 1384/2021 και άρθρο 45 του Ν. 4873/2021
1. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνύπαρξη, αφενός, του ελέγχου νομιμότητας που ασκούν, στα πλαίσια της εποπτείας, οι περιφερειακές κρατικές αρχές επί των πράξεων των οργάνων των ΟΤΑ που αφορούν την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και, αφετέρου, της προδικαστικής προσφυγής, η οποία έχει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής και ασκείται κατά των σχετικών πράξεων ενώπιον της ΕΑΔηΣΥ (πρώην Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, ΑΕΠΠ, συγχώνευση με τον Ν. 4912/2022) από τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι ενδιαφέρονται να τους ανατεθεί η οικεία σύμβαση. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση ΣτΕ 770/2021 [ΣτΕ 770:2021], όπου το Δικαστήριο φαίνεται να καταλήγει στην ισοδυναμία των δύο διοικητικών διαδικασιών, οι οποίες κινούνται από διαφορετικά πρόσωπα, διεξάγονται ενώπιον διαφορετικών οργάνων και συνεπάγονται έλεγχο διαφορετικής έντασης από τα αρμόδια όργανα (εποπτικές αρχές, από τη μία πλευρά, και ΕΑΔηΣΥ, από την άλλη). Κατά των πράξεων που εκδίδονται κατά τη λήξη αμφοτέρων των ως άνω διαδικασιών μπορούν να ασκηθούν τα ένδικα βοηθήματα προσωρινής και οριστικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Στις παραπάνω διοικητικές διαδικασίες ελέγχου προστίθεται και ο προληπτικός έλεγχος των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας που ασκεί κατά το Σύνταγμα (άρθρο 98 παρ. 1 στοιχ. β΄) και τη σχετική νομοθεσία το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η απόφαση ΣτΕ 770/2021 διευκρινίζει την επιρροή των πράξεων των αρμόδιων σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις αποφάσεις των λοιπών ελεγκτικών οργάνων και τη σχέση του προσυμβατικού ελέγχου με άλλες μορφές ελέγχου νομιμότητας της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στην εθνική έννομη τάξη. Παρόλο που επιλύει σημαντικά ζητήματα στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων, η απόφαση ΣτΕ 770/2021 προσφέρεται για την ανάλυση βασικών θεσμών του Γενικού Διοικητικού Δικαίου, όπως είναι η εποπτεία του κράτους επί των ΟΤΑ, το περιεχόμενο του ελέγχου στο πλαίσιο ειδικών και ενδικοφανών διοικητικών προσφυγών και η φύση των αρμοδιοτήτων και των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου [Μ.-Χρ. Βλάχου-Βλαχοπούλου, Δημόσιες συμβάσεις ΟΤΑ: Πώς διαμορφώνεται η κρατική εποπτεία επί των πράξεων των οργάνων των ΟΤΑ, όταν αυτές εντάσσονται σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης υπαγόμενης στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4412/2016;, ΘΠΔΔ 7/2021, σ. 692].
2. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3852/2010 (πρόγραμμα Καλλικράτης), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4555/2018 (πρόγραμμα Κλεισθένης Ι), στο πλαίσιο της κρατικής εποπτείας επί των πράξεων των ΟΤΑ, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές, δηλαδή οι Αυτοτελείς Υπηρεσίες Εποπτείας ΟΤΑ, ασκούν: 1) υποχρεωτικό έλεγχο των αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, ανάθεση έργων, υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών, αν το τίμημα υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς ΦΠΑ [άρθρο 116 του Ν. 4555/2018 σε αντικατάσταση του άρθρου 225 του Ν. 3852/2010], 2) αυτεπάγγελτο έλεγχο των παραπάνω πράξεων [άρθρο 117 του Ν. 4555/2018 σε αντικατάσταση του άρθρου 226 του Ν. 3852/2010»] και 3) έλεγχο νομιμότητας στο πλαίσιο ειδικής διοικητικής προσφυγής, κατά αποφάσεων των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των δήμων, των περιφερειών, των νομικών τους προσώπων καθώς και των συνδέσμων τους [άρθρο 118 του Ν. 4555/2018 σε αντικατάσταση του άρθρου 227 του Ν. 3852/2010]. Δικαίωμα για την άσκηση ειδικής διοικητικής προσφυγής τεκμαίρεται ότι έχουν όλοι οι αιρετοί του οικείου δήμου ή περιφέρειας, ανεξάρτητα από το εάν έλαβαν μέρος στη συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον δεν την υπερψήφισαν. Επιπλέον, δικαίωμα έχουν και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς και νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιδιώκουν σύμφωνα με το καταστατικό τους περιβαλλοντικούς, πολιτιστικούς και εν γένει κοινωνικούς σκοπούς. Κατά το μεταβατικό στάδιο μέχρι την έναρξη λειτουργίας των Αυτοτελών Υπηρεσιών Εποπτείας, τον έλεγχο νομιμότητας ασκούν ο Συντονιστής της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και οι Ειδικές Επιτροπές του άρθρου 152 του ΚΔΚ. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ, η άσκηση ειδικής διοικητικής προσφυγής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων ενώπιων των αρμόδιων δικαστηρίων (άρθρο 238 παρ. 6 του Ν. 3852/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 131 του Ν. 4555/2018. Βλ. συναφώς εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών 27 της 13ης Αυγούστου 2018, ΑΔΑ: 6ΖΝ1465ΧΘ7-Δ51).
3. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 360 του Ν. 4412.2016, δικαίωμα άσκησης προδικαστικής προσφυγής κατά πράξεων που εκδίδονται πριν από τη σύναψη δημόσιας σύμβασης ενώπιον της ΑΕΠΠ έχει κάθε ενδιαφερόμενος ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του νόμου αυτού και έχει ή είχε υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εκτελεστή πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής κατά παράβαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας. Κατά την ίδια διάταξη, η άσκηση της προδικαστικής προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των ένδικων βοηθημάτων κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων των αναθετουσών αρχών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 367 του Ν. 4412/2016, «[η] ΑΕΠΠ αποφαίνεται αιτιολογημένα επί της βασιμότητας των προβαλλόμενων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών της προσφυγής και των ισχυρισμών της αναθέτουσας αρχής και, σε περίπτωση παρέμβασης, των ισχυρισμών του παρεμβαίνοντος και δέχεται (εν όλω ή εν μέρει) ή απορρίπτει την προσφυγή». Η προδικαστική προσφυγή χαρακτηρίζεται από τη θεωρία ως ενδικοφανής προσφυγή ή, ακριβέστερα, προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, η οποία παρέχει στο αρμόδιο όργανο την εξουσία ουσιαστικής επανεκτίμησης όλων των πραγματικών δεδομένων και όχι απλού ελέγχου νομιμότητας. Ως γνωστόν, η βασική λειτουργία της ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού του προβλεπόμενου κατά της προσβαλλόμενης πράξης ενδίκου βοηθήματος, συνίσταται στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, είτε διότι ο διοικούμενος θα πειστεί από την αιτιολογημένη απόρριψη, εκ μέρους της αρμόδιας επί της ενδικοφανούς προσφυγής αρχής, του συνόλου των αιτιάσεων που προσάπτει στην προσβαλλόμενη πράξη, είτε διότι, εάν ο διοικούμενος θελήσει να προσφύγει στο δικαστήριο, η υπόθεση θα αχθεί ενώπιον του δικαστή πλήρως εκκαθαρισμένη [Βλ. ενδεικτικά, Χρ. Δετσαρίδης, Η προδικαστική προσφυγή στο στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, Εκδ. Σάκκουλα, 2019· Α. Τσιρωνάς, Ο ενδικοφανής χαρακτήρας της προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της ΑΕΠΠ και οι ιδιαιτερότητές του, ΘΠΔΔ 2/209, σ. 97].
4. Τέλος, το Ελεγκτικό Συνέδριο ερευνά τη νομιμότητα των επί μέρους φάσεων της σύνθετης διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της σύναψης της δημόσιας σύμβασης, την οποία πρέπει να έχει ολοκληρώσει εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη διαβίβαση στο οικείο Κλιμάκιο του σχετικού φακέλου. Ως προς το περιεχόμενο του ελέγχου, αυτός δεν αναφέρεται στη σκοπιμότητα της σύναψης της σύμβασης ή των κατ’ ιδίαν ενεργειών της διοίκησης, ούτε στην ορθότητα των συναφών τεχνικών κρίσεων των οργάνων της, αλλά αποκλειστικά στη (δημοσιονομική) νομιμότητα των φάσεων κατάρτισης της σύμβασης και του σχεδίου αυτής. Έχει τον χαρακτήρα εξωτερικού ελέγχου, διοικητικής φύσης, που είναι ανεξάρτητος από οποιονδήποτε ενδοδιοικητικό έλεγχο, και εστιάζεται οπωσδήποτε στη νομιμότητα της σχετικής δαπάνης (“δημοσιονομική νομιμότητα”), δηλαδή στη νόμιμη πρόβλεψη πίστωσης και την τήρηση των διατάξεων του Δημοσίου Λογιστικού, καθώς και των διατάξεων κάθε άλλου νόμου ή κανονιστικής πράξης που ρυθμίζει την ανάληψη αυτής. Επομένως, ο έλεγχος που ασκείται εν προκειμένω από το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος και έχει τα χαρακτηριστικά ελέγχου νομιμότητας με στοιχεία ουσιαστικής κρίσης, στο μέτρο που, αποβλέποντας στη διαπίστωση τυχόν ουσιωδών νομικών πλημμελειών στις πράξεις της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης της οικείας σύμβασης, εκτείνεται στο σύνολο των υπαγωγικών συλλογισμών της αναθέτουσας αρχής, με εξαίρεση τα τεχνικής φύσης ζητήματα. Ως ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες θεωρούνται εκείνες που αφορούν τη νόθευση του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, τη διαφάνεια των διαδικασιών και εν γένει την προσβολή εννόμων αγαθών, τα οποία συνθέτουν την έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Συναφής είναι η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την οποία ο παρεμπίπτων έλεγχος της διοικητικής πράξης επιτρέπεται όχι μόνο όταν ανάγεται σε θέμα αποκλειστικής δικαιοδοσίας αυτού, αλλά και επί ελέγχου της νομιμότητας των δαπανών εν γένει. Έτσι, λοιπόν, αντικείμενο ελέγχου αποτελεί η τήρηση τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών όρων νομιμότητας της οικείας διοικητικής πράξης της σύνθετης διοικητικής διαδικασίας ανάδειξης του ανάδοχου, όπως είναι, όλως ενδεικτικά, η νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη διεξαγωγή της αντίστοιχης διοικητικής φάσης (βλ. Πρακτ. 46/2000), η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου (Πρακτ. ΕΣ 6/2002), η έλλειψη ή πλημμέλεια της αιτιολογίας της πράξης (Πρακτ. ΕΣ 23 και 79/2002, 125/2000 κ.α.), η κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η παράβαση του νόμου (μη νόμιμη συμμετοχή κ.λπ.). Κατά των αποφάσεων των κλιμακίων ή των επιτρόπων χωρεί, από όποιον έχει έννομο συμφέρον, προσφυγή ανάκλησης ενώπιον τμήματος (άρθρο 328 ν. 4700/2020) και κατά απόφασης του Τμήματος προσφυγή αναθεώρησης (άρθρο 329 ν. 4700/2020), η οποία εξετάζεται από Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επταμελούς (μείζονος) σύνθεσης. Τονίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν διεξάγει δίκη, ούτε επιλύει διαφορές, ενώ η πράξη την οποία εκδίδει κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητάς του δεν είναι απόφαση δικαιοδοτούντος οργάνου, δηλαδή δεν είναι δικαστική απόφαση από την οποία απορρέει δεδικασμένο [ΑΕΔ 32/2001, ΕΔΔΔ 2004, σ. 78 επ., ΑΕΔ 20/2005, ΕλΣυν Ολ. 2822/2011, ΣτΕ Ολ. 2472 – 2473/2008, ΣτΕ ΕΑ 249/2011, 32/2012 και 311/2012]. Πάντως, παρότι δεν εξετάζεται ευθέως η ορθότητα των τεχνικών κρίσεων της Διοίκησης, γίνεται δεκτό ότι το Σώμα «μπορεί να προβαίνει και σε ουσιαστικό έλεγχο των αποφάσεων τεχνικής αξιολόγησης των προσφορών», ερευνώντας «αν είναι νομικά υποστηρίξιμη» η ερμηνευτική εκδοχή στην οποία στηρίχθηκαν οι διοικητικές πράξεις ή το σχέδιο σύμβασης [ΕλΣυν Ολ. Πρακτ. 15ης ΓενΣυν/21.5.2003]. [Ενδεικτικά για τον προσυμβατικό έλεγχο, βλ. Κ. Γιαννακόπουλος, Η σχέση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο με άλλες μορφές ελέγχου νομιμότητας της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στην εθνική έννομη τάξη, ΕφημΔΔ 4/2013, σ. 457· Γ. Δελλής, Το εύρος του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ΕφημΔΔ 4/2013, σ.450· Π. Λαζαράτος, Η έκταση του ελέγχου νομιμότητας μεγάλων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο (γνωμ.), ΘΠΔΔ 10-11/2008, σ. 1154 και Ν. Μηλιώνης, Η διελκυστίνδα περί του φυσικού δικαστή επί του προσυμβατικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων, ΘΠΔΔ 2010, σ. 1001].
5. Το ΣτΕ προσπάθησε να επιλύσει ορθολογικά το πρόβλημα της συνάρθρωσης περισσοτέρων διαδικασιών προδικαστικού ελέγχου της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων από ΟΤΑ. Όπως προαναφέρθηκε, οι οικονομικοί φορείς που είχαν συμφέρον να τους ανατεθεί η σύμβαση οφείλουν να ασκήσουν προδικαστική προσφυγή ενώπιον της ΑΕΠΠ κατά των σχετικών πράξεων των ΟΤΑ. Η διαδικασία ενώπιον της εν λόγω αρχής αποβλέπει στην επίλυση ζητημάτων της διαγωνιστικής διαδικασίας και μόνο. Αντίθετα, τρίτα πρόσωπα (όχι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς), όπως δημοτικοί σύμβουλοι, νομιμοποιούνται να ασκήσουν ειδική διοικητική προσφυγή ενώπιον του οικείου Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά το άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δυνάμενοι να προβάλουν και άλλες, ενδεχομένως, πλημμέλειες (λ.χ. αναγόμενες στην τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας). Επομένως, η διαδικασία ενώπιον της Αποκεντρωμένης Διοίκησης άγει σε ευρύτερο έλεγχο νομιμότητας. Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται στην περίπτωση που οι τρίτοι επαναλάβουν αιτιάσεις που είχαν προβάλει και οι οικονομικοί φορείς ενώπιον της ΑΕΠΠ και απορρίφθηκαν, καθόσον είναι πρόδηλος ο κίνδυνος η διαδικασία ενώπιον του Συντονιστή να μεταπέσει σε επανάληψη της διαδικασία ενώπιον της ΑΕΠΠ. Η απόφαση ΣτΕ 770/2021 δεν έλαβε θέση επ’ αυτού, αφού δεν κλήθηκε να το αντιμετωπίσει. Περαιτέρω, κατά των πράξεων των ΟΤΑ που εκδίδονται πριν από τη σύναψη ορισμένων συμβάσεων ασκείται υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος έλεγχος νομιμότητας στα πλαίσια της κρατικής εποπτείας επί των πράξεων των ΟΤΑ. Σε μια προσπάθεια απλοποίησης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά των πράξεων που εκδίδονται στα πλαίσια της κατά τα ανωτέρω κρατικής εποπτείας και κατόπιν του προβλεπόμενου ελέγχου νομιμότητας δεν απαιτείται η άσκηση και προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της ΑΕΠΠ από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα, ο οποίος μπορεί είτε να ζητήσει απευθείας προσωρινή (και οριστική) δικαστική προστασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (Διοικητικού Εφετείου ή Συμβουλίου της Επικρατείας) είτε να παρέμβει στη σχετική δίκη που κινείται με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου ΟΤΑ ή οργάνου αυτού κατά της απόφασης επί της ειδικής διοικητικής προσφυγής. Αυτονοήτως, τα ένδικα αυτά μέσα δύνανται να ασκήσουν και οι τρίτοι, μετά την απόρριψη της ειδικής προσφυγής από τον Συντονιστή. Εν προκειμένω, φαίνεται ότι, για το Δικαστήριο, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι διαφέρουν σε ένταση και πυκνότητα, αφενός, ο έλεγχος που διενεργείται στο πλαίσιο της κρατικής εποπτείας επί των πράξεων των οργάνων των ΟΤΑ και περιορίζεται στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης (γι’ αυτό και η προβλεπόμενη διοικητική προσφυγή είναι ειδική, υπό την έννοια του άρθρου 25 του ΚΔΔιαδ) και, αφετέρου, ο έλεγχος που ασκεί η ΑΕΠΠ, η οποία αποφαίνεται αιτιολογημένα επί της βασιμότητας των προβαλλόμενων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών της προσφυγής και των ισχυρισμών της αναθέτουσας αρχής, έστω και αν δεν μπορεί να τροποποιήσει την προσβαλλομένη πράξη, αλλά μόνον να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει, εκκαθαρίζοντας, πάντως, την υπόθεση. Σημειώνεται ότι το δικαιοδοτικό πεδίο της ΑΕΠΠ είναι στενότερο, αφού ο αυτεπάγγελτος ή κατόπιν προσφυγής νομιμότητας έλεγχος κρατικής εποπτείας επί των ΟΤΑ περιλαμβάνει και άλλα ζητήματα, π.χ. περιβαλλοντικά. Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι, κατά το Δικαστήριο, η κρατική εποπτεία επί των ΟΤΑ στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων γεννά διαφορές από συμβάσεις κι όχι από παράβαση της νομοθεσίας περί ΟΤΑ.
6. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχέση του προληπτικού ελέγχου που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο και του ελέγχου νομιμότητας των εποπτικών αρχών, διευκρινίζοντας (σκέψη 17 της απόφασης ΣτΕ 770/2021) ότι η κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου «δεσμεύει κατ’ αρχήν τις αναθέτουσες και λοιπές (περιλαμβανομένων και των εποπτικών) αρχές. Και τούτο διότι συνιστά άσκηση, έστω και μη δικαιοδοτικής, αλλά πάντως διοικητικής (ελεγκτικής) φύσεως (Α.Ε.Δ. 4/2019, 20/2005) αρμοδιότητας, η οποία μάλιστα προβλέπεται από το Σύνταγμα και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 53 του ν. 4700/2020 και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να καταργηθεί ή να περιορισθεί αμέσως ή εμμέσως από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη. Κατά συνέπεια, πράξη του αρμοδίου σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδιδόμενη κατά τον έλεγχο σχεδίου δημόσιας σύμβασης («προσυμβατικός» ή «προληπτικός» έλεγχος) με Ο.Τ.Α. ως αναθέτουσα αρχή, δεσμεύει καταρχήν τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και την Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 κατά την ενάσκηση του προβλεπομένου από την οικεία νομοθεσία (ν. 3852/2010 και 3463/2006) ελέγχου νομιμότητας των σχετικών με την διαδικασία σύναψης της σύμβασης πράξεων του Ο.Τ.Α…..Δεν δημιουργείται δε στην περίπτωση αυτή έλλειμμα δικαστικής προστασίας για τους θιγόμενους από τις πράξεις των εποπτικών αρχών, εφόσον οι τελευταίοι μπορούν να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των πράξεων αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας και διοικητικών εφετείων, κατά περίπτωση), τα οποία δεν δεσμεύονται από τα κριθέντα από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου (βλ. Α.Ε.Δ. 20/2005 και ΣτΕ 2472, 2473/2008 Ολομ., 3376/2017 επταμ.)». Με άλλα λόγια, ο φυσικός δικαστής της σύμβασης (ΣτΕ ή ΔΕφ, κατά περίπτωση), επιλαμβανόμενος αίτησης αναστολής κατά της επί της ειδικής διοικητικής προσφυγής απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ, ελέγχει παρεμπιπτόντως το περιεχόμενο των πράξεων των Κλιμακίων και των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία στηρίζεται η εκ μέρους των εποπτικών οργάνων απόρριψη ή αποδοχή της ειδικής διοικητικής προσφυγής που προσβάλλεται. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πράξη κατ’ ουσίαν διοικητική, η οποία, ως ατομική, δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως ως προς τη νομιμότητά της, τουλάχιστον κατά τη γενική θεωρία διοικητικού δικαίου. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο φαίνεται να υπολαμβάνει ότι η πράξη του αρμοδίου οργάνου του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί του ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης, καθίσταται κατά περιεχόμενο, η αιτιολογία της πράξης των κρατικών οργάνων που ασκούν εποπτεία επί των ΟΤΑ, μολονότι τα ίδια δεν εκφέρουν κρίση ως προς τα αμφισβητούμενα ζητήματα. Η θέση αυτή της νομολογίας δημιουργεί προβληματισμό στην περίπτωση που το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης χωρίς καμία ειδικότερη αιτιολογία. Προβληματισμό δημιουργεί, επίσης, ο προσδιορισμός «κατ’ αρχήν» που χρησιμοποιεί δύο φορές το Δικαστήριο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η δέσμευση των εποπτικών αρχών από τις πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι το συνήθως συμβαίνον, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, τις οποίες δυσχερώς μπορεί να σκεφτεί κανείς.
7. Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος να κινηθούν ταυτόχρονα κατά της ίδιας πράξης οργάνου του ΟΤΑ δύο διοικητικές διαδικασίες, δηλαδή μία ενώπιον του Συντονιστή κατόπιν άσκησης ειδικής διοικητικής προσφυγής από δημοτικό σύμβουλο ή άλλο πρόσωπο που νομιμοποιείται συναφώς (ενδεχομένως και κατόπιν προτροπής οικονομικού φορέα) και μία ενώπιον της ΑΕΠΠ από θιγόμενο οικονομικό φορέα, με ενδεχόμενη συνέπεια την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από τα αρμόδια για κάθε διοικητική διαδικασία όργανα. Αν τυχόν προσβληθεί δικαστικώς μία από τις αποφάσεις αυτές (είτε αυτή των οργάνων εποπτείας είτε της ΑΕΠΠ), ανακύπτει το ερώτημα ποια θα είναι η τύχη της έτερης και πώς θα διασφαλιστεί η συμμόρφωση της Διοίκησης στην απόφαση του Δικαστηρίου. Επίσης, το δαιδαλώδες της διαδικασίας επέτεινε, εν προκειμένω, η ενέργεια του Κλιμακίου να προβεί, μετά την απόφαση του Συντονιστή περί ακυρώσεως των πράξεων της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου, στην ανάκληση οίκοθεν της προηγούμενης πράξης του περί του ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης, υπολαμβάνοντας ότι η αρχική του πράξη δεν παράγει δέσμευση προς τη Διοίκηση. Του ζητήματος της δυνατότητας ανάκλησης οίκοθεν πράξης κλιμακίου περί μη κωλύματος υπογραφής σύμβασης επελήφθη η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατόπιν ερωτήματος που υπέβαλε το Έβδομο Τμήμα, για θέμα γενικότερης σημασίας, σύμφωνα με το άρθρο 328 παρ. 6 του Ν. 4700/2020. Με την απόφαση ΕλΣυν Ολ 1384/2021 κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι θετικές πράξεις των Κλιμακίων και των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο πλαίσιο διενέργειας του προσυμβατικού ελέγχου, παράγουν οριστικότητα και δεν δύνανται να ανατραπούν είτε οίκοθεν είτε κατόπιν υποβολής αιτήσεως εκ μέρους των ενδιαφερομένων, ακόμη και σε περίπτωση που, εκ των υστέρων, τεθούν υπόψη τους οψιγενή γεγονότα, τα οποία ανατρέπουν το πραγματικό θεμέλιο της κρίσης τους, καθώς η αρμοδιότητά τους έχει εξαντληθεί (σκέψη 29). Κατά τη μειοψηφούσα άποψη, πάντως, στην όλως εξαιρετική περίπτωση της ακύρωσης, στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας διοικητικού ή δικαστικού ελέγχου της δράσης της αναθέτουσας αρχής, της διοικητικής πράξης ανάθεσης της υποκείμενης στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου δημόσιας σύμβασης, δηλαδή στην περίπτωση της εξαφάνισης της πράξης ανάθεσης από τον νομικό κόσμο, δικαιολογείται η κάμψη του κανόνα της οριστικότητας και η, ασχέτως της μη ρητής νομοθετικής πρόβλεψής της, οίκοθεν ή κατ’ αίτηση του ενδιαφερομένου ανάκληση της πράξης του Κλιμακίου από το ίδιο, υπό τον έλεγχο του αρμοδίου για τις προσφυγές ανάκλησης Τμήματος, ενώπιον του οποίου μπορεί η ανακλητική πράξη του Κλιμακίου να προσβληθεί και τελικώς της Ολομέλειας. Πράγματι, σε αντίθεση με το συνήθως συμβαίνον, είναι ακριβώς η ασφάλεια δικαίου που εν προκειμένω επιβάλλει τη μη διατήρηση σε ισχύ μια κενής περιεχομένου και στερούμενης εννόμων αποτελεσμάτων πράξης του Κλιμακίου. Το Έβδομο Τμήμα επανήλθε με την απόφαση 1703/2021 και ανακάλεσε την ανακλητική πράξη του Κλιμακίου.
8. Απέναντι σε ένα corpus κανόνων που κατέστη άκρως περίπλοκο, ο νόμος, με την τάση του προς τη γενικότητα, είναι καταλληλότερος από τη νομολογία στο να διευκρινίσει, να επιβάλει και να καταστήσει προσιτό το οικείο νομικό καθεστώς. Η νομολογία δεν μπορεί πάντα να αποφύγει την επιτήδευση (“sophistication”) και τον βυζαντινισμό, παρασυρόμενη τόσο από τη μέθοδο εργασίας του δικαστή όσο και, κυρίως, από την ποικιλία των καταστάσεων τις οποίες αντιμετωπίζει. Όταν λοιπόν το φάσμα ή οι περαιτέρω διαφοροποιήσεις των νομολογιακών λύσεων καθίστανται υπερβολικά περίπλοκες με την προσθήκη διαρκώς νέων στοιχείων και προϋποθέσεων, η νομολογία αγγίζει τα όριά της: μπορεί να αφαιρέσει κάποιες συγκεκριμένες περιττολογίες, αλλά, εφόσον έχει ως σημείο αφετηρίας συγκεκριμένες υποθέσεις που δεν καλύπτουν το σύνολο των περιπτώσεων και πτυχών τις οποίες έχουν διαμορφώσει οι προηγούμενες αποφάσεις, δεν έχει πάντα τη δυνατότητα να μεταρρυθμίσει τις γενικές γραμμές του οικοδομήματος που κατασκευάσθηκε προοδευτικά. Εν προκειμένω, το ζήτημα της συνύπαρξης πλειόνων διοικητικών διαδικασιών ελέγχου φαίνεται να επιλύει το άρθρο 45 του Ν. 4873/2021, Προστασία του εθελοντισμού, ενίσχυση της δράσης της Κοινωνίας των Πολιτών, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της κοινωφελούς δράσης των Ο.Κοι.Π. και λοιπές διατάξεις (ΦΕΚ Α΄286), το οποίο τροποποιεί το άρθρο 225 παρ. 1 του Ν. 3852/2010 και καθορίζει ανώτατο όριο εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης για έλεγχο νομιμότητας στις ΑΥΕ ΟΤΑ. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, αποστέλλονται υποχρεωτικά στις ΑΥΕ ΟΤΑ για έλεγχο νομιμότητας οι πράξεις συλλογικών οργάνων ΟΤΑ που αφορούν «(βα) την ανάθεση συμβάσεων μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών και παροχής γενικών υπηρεσιών η εκτιμώμενη αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και μέχρι το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., (ββ) την ανάθεση συμβάσεων έργων και υπηρεσιών, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 107 έως 110 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), η εκτιμώμενη αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και μέχρι το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α…..». Με άλλα λόγια, στον υποχρεωτικό έλεγχο νομιμότητας των εποπτικών αρχών υπάγονται μόνον οι πράξεις οργάνων των ΟΤΑ που αφορούν σύναψη συμβάσεων οικονομικού αντικειμένου χαμηλότερου αυτού των συμβάσεων που υπάγονται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.