Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Συνταγματικότητα νομοθετικών ρυθμίσεων που καταλαμβάνουν εκκρεμείς δίκες (ΣτΕ Ολ 167/2016 – Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο, 21-12-2016)

Συνταγματικότητα νομοθετικών ρυθμίσεων που καταλαμβάνουν εκκρεμείς δίκες (ΣτΕ Ολ 167/2016 – Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο, 21-12-2016)

Με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 167/2016 έκλεισε μια μακρά σειρά δικαστικών διενέξεων τις οποίες προκάλεσε ο Ν. 1386/1983 –με τον οποίο ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) και καταστρώθηκε ειδική διοικητική διαδικασία για την εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων– και στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψαν πλείονα νομικά ζητήματα διακλαδικού χαρακτήρα, ενώ των σχετικών διαφορών επελήφθησαν τόσον εθνικά δικαστήρια και των δύο δικαιοδοτικών κλάδων (ενδεικτικά αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1093/1987, ΑΠ Ολ 13/2001), ακόμη δε και το ΑΕΔ, όσο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα ζητήματα αυτά αφορούσαν, αφενός, τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο της επιβαλλόμενης με διοικητική πράξη αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου προβληματικών ΑΕ και, αφετέρου, την παρέμβαση του νομοθέτη στά έργα της δικαστικής εξουσίας με την αναδρομική ρύθμιση, δια του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, εννόμων σχέσεων (εν προκειμένω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ που πραγματοποιήθηκαν με διοικητικές πράξεις) οι οποίες είχαν ήδη κριθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις [“Θεωρούνται έγκυρες και δεν θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους, μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν.1386/1983, δυνάμει υπουργικών αποφάσεων, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του ν. 1386/1983, όπωςίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 47 και 49 του ν.1882/1990 και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες”]. Το πρώτο θέμα, της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο, επιλύθηκε με αποφάσεις του ΔΕΚ που εκδόθηκαν κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων των εθνικών (διοικητικών και πολιτικών) δικαστηρίων [ΔΕΚ της 30ης Μαΐου 1991, C–19/90 και C-19/91, Καρέλλας και Καρέλλα, ECLI:EU:C:1991:229˙ ΔΕΚ της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-134/91 και C-135/91, Κεραφίνα κ.λπ., ECLI:EU:C:1992:434˙ ΔΕΚ της 12ης Μαρτίου 1996, C-441/93, Παφίτης κ.λπ., ECLI:EU:C:1996:92˙ ΔΕΚ της 23ης Μαρτίου 2000, C–373/97, Διαμαντής, ECLI:EU:C:2000:150], ενώ το δεύτερο ζήτημα, αυτό της συνταγματικότητας του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, επιλύθηκε από το ΑΕΔ, λόγω αντιφατικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου (ΑΠ Ολ 13/2001, στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων είχε ασκηθεί αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ η οποία αποφασίσθηκε από το ΔΣ του ΟΑΕ και εγκρίθηκε με απόφαση του καθ’ύλην αρμοδίου Υφυπουργού) και του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ 161/2010, στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης ΔΕφ με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή κατά της υπουργικής απόφασης που επέβαλε αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή μετοχοποίηση των οφειλών). Μετά την έκδοση της απόφασης του ΑΕΔ 14/2013 που κατέληξε στη συνταγματικότητα της σχετικής διάταξης, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης με την απόφαση ΣτΕ Ολ 167/2016.

Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ Ολ 167/2016

Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2… με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως ΔΕφΑθ 3533/2000. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η από 16.6.1987 προσφυγή μετόχων της ανώνυμης εταιρείας «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε.» κατά της αποφάσεως 360/9.6.1987 του Υφυπουργού Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας (Β ́ 294), με την οποία αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής αφ’ ενός μεν με κεφαλαιοποίηση μέρους των οφειλών της προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και της συνολικής οφειλής της προς την Εμπορική Τράπεζα Α.Ε., την Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., το Ελληνικό Δημόσιο, τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.), οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και ιδιώτες πιστωτές, αφ’ ετέρου δε με εισφορά χρημάτων από τον Ο.Α.Ε.

Νόμος 1386/1983

3. … με τον ν. 1386/1983 (Α ́ 107) ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) με σκοπό, μεταξύ άλλων, την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων (βλ. άρθρα 1 και 2 παρ. 2 περ. α ́). Ο νόμος αυτός προέβλεψε ότι στις διατάξεις του ήταν δυνατόν να υπαχθούν με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας επιχειρήσεις, οι οποίες: «α. Έχουν αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους. β. Είναι σε κατάσταση παύσης των πληρωμών. γ. Έχουν πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής. δ. Το σύνολο των οφειλών τους είναι πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών τους και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους… ε. Ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα ή έχουν ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους. στ. Ζητούν την υπαγωγή τους» (βλ. άρθρο 5 παρ. 1). ε την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ήταν δυνατόν να προβλεφθεί: «1. Η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από το Ο.Α.Ε. … 2. Η ρύθμιση των υποχρεώσεων της επιχείρησης κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την βιωσιμότητά της, δηλαδή α. Αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου με νέες εισφορές ή και με μετοχοποίηση υφιστάμενων υποχρεώσεων… β. Αναδιάρθρωση υφιστάμενων υποχρεώσεων… 3. Η εκκαθάριση…» (βλ. άρθρο 7). Περαιτέρω, ο ίδιος ν. 1386 / 1983 όρισε στο άρθρο 8 τα εξής: «Ανάληψη διοίκησης. 1. Σε περίπτωση που αποφασίζεται η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από τον Οργανισμό για ορισμένο χρόνο, η διοίκηση γίνεται κατά περίπτωση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που διορίζονται από αυτόν… ε τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης παύει η εξουσία των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης. Η γενική συνέλευση των μετόχων ή η συνέλευση των εταίρων διατηρείται, αλλά δεν μπορεί να αποφασίζει την ανάκληση της διοίκησης που γίνεται από τα πρόσωπα που διορίζει ο Ο.Α.Ε. … 2. … 3. … 4. Η διοίκηση, που ορίζεται από τον Οργανισμό, ενεργεί όλες τις διαχειριστικές πράξεις, συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης … προβαίνει σε απογραφή, σύνταξη ισολογισμού και διαπιστώνει την καθαρή θέση της επιχείρησης. ατά το χρονικό διάστημα της παραπάνω διοίκησης και διαχείρισης μπορεί, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, να ορίζεται ότι αναστέλλονται η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών της επιχείρησης έναντι οποιουδήποτε τρίτου και του Δημοσίου, τα μέτρα ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και το τοκοφόρο των κάθε είδους απαιτήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. 5. ατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. καταρτίζει μελέτη βιωσιμότητας για την επιχείρηση και διαπραγματεύεται με τους μετόχους και τους πιστωτές για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης. Για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας απαιτείται η έγγραφος σύμφωνη γνώμη α) των πιστωτών… β) των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης … και γ) του Ο.Α.Ε. Η συμφωνία έχει ισχύ από την έγκρισή της με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της υβερνήσεως. 6. ε τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που εγκρίνει τη σχετική συμφωνία παύει η προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε. και αίρεται η τυχόν διαταχθείσα αναστολή ατομικών διώξεων ή τα επιβληθέντα μέτρα κατά την παρ. 4 του άρθρου αυτού… Η παραπάνω συμφωνία δεσμεύει όλους τους πιστωτές της επιχείρησης… 7. Εάν εντός ορισμένης προθεσμίας, κατά την κρίση του Ο.Α.Ε., δεν επιτευχθεί συμφωνία, ακολουθεί η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου διαδικασία εκκαθάρισης. 8. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. μπορεί με απόφασή του, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύεται στην ΕτΚ, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες για την ανώνυμη εταιρεία διατάξεις, να αυξάνει το κεφάλαιο της εταιρείας. Η αύξηση του κεφαλαίου μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς είτε με εισφορές σε είδος. Η καταβολή της εισφοράς επιτρέπεται να γίνει και με συμψηφισμό. άθε σχετική λεπτομέρεια με την αύξηση του κεφαλαίου καθορίζεται με την παραπάνω υπουργική απόφαση. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν το δικαίωμα προτιμήσεως που ασκείται μέσα σε προθεσμία και καθορίζεται με την υπουργική απόφαση…». Το άρθρο 9 του ν. 1386/1983 ρύθμισε τα σχετικά με την ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, ορίζοντας στην παρ. 1 ότι «εφόσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, με αίτηση του Ο.Α.Ε. ή καθενός που έχει έννομο συμφέρον ζητείται από το Εφετείο … ο διορισμός εκκαθαριστή που προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης…». Τέλος, στο άρθρο 10 του ν. 1386/1983 ορίσθηκαν τα εξής: «1. Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή η κεφαλαιοποίηση των οφειλών της επιχείρησης προς τράπεζες ή πιστωτικούς οργανισμούς, ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και των κάθε μορφής οφειλών της προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Οργανισμού στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 και γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής στις περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 2 και δημοσιεύεται στην ΕτΚ. 2. Με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται ο αριθμός και η τιμή των νέων μετοχών που πρέπει να εκδοθούν για την αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή την κεφαλαιοποίηση των οφειλών, με βάση την καθαρή θέση της επιχείρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται στην πρόταση του Οργανισμού. ε την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα διάθεσης των νέων μετοχών στους παλαιούς μετόχους, στους πιστωτές, στον Οργανισμό, στους εργαζόμενους στην επιχείρηση και σε συνεταιριστικούς φορείς, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η αναλογία και η μορφή της συμμετοχής των παραπάνω προσώπων, οργανισμών και φορέων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. 3. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης των απαιτήσεων των παραπάνω πιστωτών, με την απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζεται αν το σύνολο ή μέρος των μετοχών θα περιέλθει στους πιστωτές αυτούς ή στον Οργανισμό. Στην πρώτη περίπτωση οι απαιτήσεις αποσβέννυνται. Στη δεύτερη περίπτωση ο Οργανισμός εκδίδει και παραδίδει στους πιστωτές ομόλογο έναντι μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεών τους… 4. κατά της υπουργικής απόφασης που επιβάλλει αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου ή μετοχοποίηση των οφειλών οι παλαιοί μέτοχοι … και τα μέλη του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου έχουν δικαίωμα αίτησης ακυρώσεως για λόγους ακυρότητας της απόφασης και δικαίωμα προσφυγής για λόγους ουσίας, αναφερόμενους στον καθορισμό του αριθμού και της τιμής των νέων μετοχών και γενικά στην κεφαλαιοποίηση των οφειλών της εταιρίας. Η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή ασκούνται με το ίδιο δικόγραφο … ενώπιον του Πενταμελούς Διοικητικού Εφετείου, το οποίο οφείλει να συζητήσει την υπόθεση κατά προτεραιότητα και να εκδώσει την απόφασή του σε ένα μήνα από την κατάθεσή της… Η απόφαση του δικαστηρίου είναι ανέκκλητη και υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας…».

Ιστορικό της διαφοράς – Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας

4. … από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: ε την απόφαση 2544/1984 του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας αποφασίσθηκε η υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε.» στις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 1386/1983 με ανάθεση της προσωρινής διοικήσεώς της στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.). Η εν λόγω υπουργική απόφαση ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 παρ. 1 περ. δ ́ του ν. 1386/1983, διότι, κατά την κρίση της Διοικήσεως, η «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε.» παρουσίαζε σύνολο οφειλών πενταπλάσιο του αθροίσματος του εταιρικού κεφαλαίου της και των εμφανών αποθεματικών της, καθώς και έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών της. Αίτηση ακυρώσεως μετόχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» κατά της αποφάσεως 2544/1984 του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας απορρίφθηκε με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1093/1987, με την οποία κρίθηκε ότι νομίμως η εταιρεία αυτή υπήχθη στις διατάξεις του ν. 1386/1983, ως επιχείρηση με ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική σημασία, με σκοπό την οικονομική εξυγίανση και επιβίωσή της χάριν του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας. Ακολούθως, το έτος 1986 αποφασίσθηκε από τον Ο.Α.Ε. και εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» κατά 940.000.000 δραχμές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 παρ. 8 του ν. 1386/1983. Αίτηση ακυρώσεως μετόχων της εταιρείας κατά των σχετικών με αυτή την αύξηση κεφαλαίου αποφάσεων απορρίφθηκε με την απόφαση ΣτΕ 1398/1987, με την οποία κρίθηκε ότι η κατ’ άρθρο 8 παρ. 8 του ν. 1386/1983 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών (που εν προκειμένω είχε ως συνέπεια την αλλοίωση της θέσεως των παλαιών μετόχων λόγω μη ασκήσεως του εις αυτούς παρεχομένου δικαιώματος προτιμήσεως) αποσκοπεί στην επιβίωση επιχειρήσεων για λόγους προστασίας της εθνικής οικονομίας και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, το οποίο δεν εμποδίζει την για τους ως άνω λόγους λήψη γενικών νομοθετικών μέτρων που θίγουν τη θέση της πλειοψηφίας στη γενική συνέλευση των μετόχων. Μεταγενεστέρως, ο Υφυπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας ενέκρινε, με την απόφαση 360 / 9.6.1987, συμφωνία που επετεύχθη, κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 1386 / 1983, μεταξύ του Ο.Α.Ε., πιστωτών και μετόχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» για την επιβίωση της εταιρείας και αποφάσισε, σε εκτέλεση συμφωνηθέντος όρου, την κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του ν. 1386/1983 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της αφ’ ενός μεν με κεφαλαιοποίηση μέρους των οφειλών της προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και της συνολικής οφειλής της προς την Εμπορική Τράπεζα Α.Ε., την Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., το Ελληνικό Δημόσιο, τον Ο.Α.Ε., οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και ιδιώτες πιστωτές, αφ’ ετέρου δε με εισφορά χρημάτων από τον Ο.Α.Ε. Συγκεκριμένα, όροι της συμφωνίας για την επιβίωση της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» και την επανένταξή της στην παραγωγική διαδικασία ήσαν: 1) η μείωση, με απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, του υφισταμένου κατά τον χρόνο εκείνο μετοχικού κεφαλαίου από 1.408.000.000 δραχμές σε 5.000.000 δραχμές λόγω του ότι η καθαρή θέση της εταιρείας ήταν αρνητική και το μετοχικό κεφάλαιό της είχε ουσιαστικώς εξανεμισθεί και 2) η αύξηση, στη συνέχεια, του μετοχικού κεφαλαίου κατά 30.900.000.000 δραχμές αφ’ ενός μεν με την κατά τα ανωτέρω κεφαλαιοποίηση οφειλών που ανέρχονταν σε 24.917.650.000 δραχμές, αφ’ ετέρου δε με εισφορά 5.982.350.000 δραχμών από τον Ο.Α.Ε. επί σκοπώ δημιουργίας κεφαλαίου κινήσεως και ιδίων κεφαλαίων, καταβολής αποζημιώσεων σε εργαζομένους και εξοφλήσεως διαφόρων άλλων οφειλών. ε την απόφαση ΣτΕ 1911/1995 κρίθηκε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή του Ο.Α.Ε. και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. στη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας για την επιβίωση της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» και ότι παρίστατο νομίμως αιτιολογημένη η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, η οποία έγινε κατόπιν διαπιστώσεως (με προηγηθείσα μελέτη βιωσιμότητας) της αρνητικής καθαρής θέσεώς της και της ανυπαρξίας κεφαλαίου. Περαιτέρω, με την απόφαση ΣτΕ 1912/1995, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως 3849/1987 του νομάρχη Αθηνών περί εγκρίσεως τροποποιήσεως του καταστατικού της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.», κρίθηκε νόμιμη η μετά την επίτευξη της συμφωνίας για την επιβίωση της εταιρείας σύγκληση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, η οποία έγινε προς λήψη αποφάσεως για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.

Το άρθρο 28 του Ν. 2685/1999

5. … οι παλαιοί μέτοχοι της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» … προσέβαλαν την απόφαση 360/9.6.1987 του Υφυπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας με προσφυγή του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 1386/1983, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση 3533/2000 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η εν λόγω προσφυγή, με την οποία αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» κατά 30.900.000.000 δραχμές, κατέστη απορριπτέα λόγω της θεσπίσεως των νεωτέρων διατάξεων του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 (Α ́ 35) που ορίζουν τα εξής: «1. Θεωρούνται έγκυρες και δεν θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους, μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 1386/1983 δυνάμει υπουργικών αποφάσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του ν. 1386/1983, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 47 και 48 του ν. 1882/1990 και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες, εφόσον: α) Οι σχετικές με τις ανωτέρω αυξήσεις, τροποποιήσεις του καταστατικού έχουν εγκριθεί από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές εποπτείας. β) Οι σχετικές εγκριτικές αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή του νομάρχη έχουν δημοσιευθεί, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, στο τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της ΕτΚ και γ) Οι ανωτέρω δημοσιευθείσες εγκριτικές αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι κατά το χρόνο αυξήσεως του κεφαλαίου μέτοχοι των ανωτέρω εταιρειών, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί τους, διατηρούν μόνον αξίωση πλήρους αποζημιώσεως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τις τυχόν ζημίες που υπέστησαν συνεπεία των ανωτέρω αυξήσεων. 2. Η αγωγή αποζημίωσης στρέφεται αποκλειστικά κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αποκλειομένης οποιασδήποτε ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας την οποία αφορούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, των μετόχων που απέκτησαν τις μετοχές, των φυσικών προσώπων που καθ’ οιονδήποτε τρόπο άσκησαν διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας μετά την υπαγωγή της στις ρυθμίσεις του ν. 1386/1983, καθώς και όσων απέκτησαν νομίμως περιουσιακά στοιχεία των ανωτέρω εταιρειών. Η αγωγή, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την 31.12.1998 είτε εκκρεμούσε, ασκηθείσα από τα πρόσωπα του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, αίτηση ή προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αναγνωρίσεως της ακυρότητας της αυξήσεως κεφαλαίου, είτε είχε εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή τέτοια αίτηση ή προσφυγή ή αγωγή των ανωτέρω προσώπων. 3. … 4. … 5. … 6. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην ΕτΚ. Από την έναρξη ισχύος του το άρθρο 54 του ν. 2000/1991 … καταργείται αφότου ίσχυσε». Το καταργηθέν άρθρο 54 του ν. 2000/1991 (Α ́ 206) όριζε στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής: «1. Όταν δυνάμει απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης άλλου δικαστηρίου κηρυχθεί ή κριθεί ως άκυρη αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή κεφαλαιοποίηση οφειλών ανώνυμης εταιρείας προς δανειστές της του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 1386/1983 … επανέρχεται αυτοδικαίως η κεφαλαιακή κατάσταση και μετοχική σύνθεση της εταιρείας που υφίστατο πριν από … την αύξηση του κεφαλαίου ή κεφαλαιοποίηση των οφειλών … οι απαιτήσεις που αποσβέσθηκαν με τη μετοχοποίησή τους αναβιώνουν και λογίζονται ως ουδέποτε αποσβεσθείσες … η ατομική και συλλογική ευθύνη των πριν από την αύξηση του κεφαλαίου ή μετοχοποίηση απαιτήσεων μελών των διοικητικών συμβουλίων της εταιρείας για οφειλές έναντι του Δημοσίου και οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αναβιώνει. 3. Οι … έννομες συνέπειες της επαναφοράς της κεφαλαιακής κατάστασης και μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας στην πριν από την αύξηση του κεφαλαίου ή κεφαλαιοποίηση οφειλών κατάσταση προϋποθέτει ότι η γενική συνέλευση της εταιρείας … θα αποφασίσει την παραπάνω επαναφορά…».

Λόγοι αναίρεσης

6. … οι παλαιοί μέτοχοι της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» … άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως ΔΕφΑθ 3533/2000…. Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται ότι η προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της αποφάσεως 360/9.6.2007 του Υφυπουργού Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας έπρεπε να γίνει δεκτή, διότι δεν αποφασίσθηκε νομίμως η αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας με διοικητική πράξη κατά το άρθρο 10 του ν. 1386/1983, το οποίο αντιβαίνει στην Οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Περαιτέρω, με το ίδιο δικόγραφο προβάλλεται ότι οι νεώτερες διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 δεν έπρεπε να εφαρμοσθούν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, διότι αντιβαίνουν στα άρθρα α) 4 παρ. 5, 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 παρ. 1 του Συντάγματος, β) 6, 13 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), γ) 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δ) 86, 94 και 98 επ. της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η αίτηση αναιρέσεως συμπληρώθηκε με το από 19.3.2003 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με το οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 θεσπίσθηκαν κατά παράβαση: α) του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος ως άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου, β) των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της διακρίσεως των λειτουργιών λόγω του ότι είχαν ήδη αναγνωρισθεί με δικαστικές αποφάσεις δικαιώματα των αναιρεσειόντων ως παλαιών μέτοχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» και γ) του άρθρου 28 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 της Οδηγίας 77/91/ΕΟ του Συμβουλίου. Τέλος, οι αναιρεσείοντες ζητούν να υποβληθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) το προδικαστικό ερώτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 αντιβαίνουν στην Οδηγία 77/91/ΕΟ του Συμβουλίου και γενικότερα στο κοινοτικό δίκαιο.

Παραπομπή στο ΑΕΔ με την απόφαση ΣτΕ Ολ 161/2010

7. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 8.4.2003 ενώπιον του Δ ́ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την απόφαση ΣτΕ 808/2006 παρέπεμψε στην Ολομέλεια, προς επίλυση, ζητήματα που αφορούν το συμβατό των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 προς το Σύνταγμα, το κοινοτικό δίκαιο και την Ε.Σ.Δ.Α. Ακολούθως, η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 1.6.2007 ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία με την απόφαση ΣτΕ Ολ 161/2010 έκρινε… τα εξής: α) Ότι είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών όφειλε να μην εφαρμόσει το άρθρο 28 του ν. 2685/1999 ως κατά παράβαση του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος περιληφθέν σε νόμο με άσχετο κύριο αντικείμενο. β) Ότι με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 θεσπίσθηκαν διατάξεις που είναι ανεφάρμοστες, διότι αντιβαίνουν στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος. Ήδη, όμως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου είχε κρίνει, με την απόφαση ΑΠ Ολ 13/2001, ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 2685/1999 δεν αντιβαίνουν στις συνταγματικές αρχές της διακρίσεως των λειτουργιών και της ίσης μεταχειρίσεως. Για τον λόγο αυτό η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας παρέπεμψε, με την ως άνω απόφαση ΣτΕ Ολ 161/2010, το ζήτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 αντιβαίνουν στα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος, προς επίλυση, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε ́ του Συντάγματος και 6 περ. ε ́, 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με τον ν. 345/1976 (Α ́ 141) Κώδικος περί Α.Ε.Δ.

Η απόφαση ΑΕΔ 14/2013

8. Επειδή, το Α.Ε.Δ., επιληφθέν του παραπεμφθέντος με την απόφαση ΣτΕ Ολ 161/2010 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ζητήματος, εξέδωσε την απόφαση ΑΕΔ 14/2013. Κατόπιν αυτού, με την από 23.10.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια προς περαιτέρω συζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο.

10. … με την απόφαση ΑΕΔ 14/2013 το Α.Ε.Δ. δέχθηκε τα εξής: Α) Ότι είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η ρύθμιση από τον νομοθέτη, με νέους κανόνες δικαίου και κατά τρόπο διαφορετικό, εννόμων σχέσεων που έχουν γεννηθεί και δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί βάσει προϊσχυσάντων κανόνων δικαίου, ακόμη και αν οι έννομες σχέσεις και τα δικαιώματα κρίνονται σε δίκες που είναι εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν ήδη αναγνωρισθεί με τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω νέοι κανόνες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση. Δεν αποκλείεται δε και η θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων που καταλαμβάνουν εκκρεμείς επί προσφυγών ουσίας ή αιτήσεων ακυρώσεως δίκες και επηρεάζουν την έκβαση τους, εφ’ όσον οι ρυθμίσεις αυτές είναι γενικής εφαρμογής, υπαγορεύονται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν προσβάλλουν τον πυρήνα και την ουσία του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, σεβόμενες και την αρχή της αναλογικότητας. Β) Ότι οι διατάξεις του ν. 1386/1983 θεσπίσθηκαν για επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, ήτοι με σκοπό την προστασία της εθνικής οικονομίας με την εξασφάλιση της συνεχίσεως της λειτουργίας κρισίμων γι’ αυτήν επιχειρήσεων χάριν της διατηρήσεως ενεργού του παραγωγικού δυναμικού της Χώρας και της απασχολήσεως μεγάλου αριθμού εργαζομένων. Γ) Ότι οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ν. 2685/1999 θεσπίσθηκαν για να καθορισθούν οι συνέπειες των κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας 77/91 ΕΟ του Συμβουλίου γενομένων αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στον ν. 1386/1983 εταιρειών, οι οποίες (συνέπειες) συνίστανται, κατά τη ρύθμιση του νομοθέτη, αφ’ ενός μεν στη διατήρηση της εγκυρότητας των προελθουσών από τις ως άνω αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου μετοχών, αφ’ ετέρου δε στην αναγνώριση δικαιώματος πλήρους αποζημιώσεως στους τυχόν θιγομένους από τις αυξήσεις αυτές παλαιούς μετόχους των εν λόγω εταιρειών. Δ) Ότι με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2685/1999 θεσπίσθηκε ρύθμιση γενική και αφηρημένη και δεν εσκοπήθη η επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς, διότι η ρύθμιση αφορά αδιακρίτως όλες τις υποθέσεις με κοινό χαρακτηριστικό τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στον ν. 1386/1983 εταιρειών (ήτοι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου χωρίς σχετική απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων) και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρυθμίσεως καθορίζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο. Ε) Ότι η εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 δικαιολογείται από εξαιρετικούς και επιτακτικούς λόγους υπέρτερου γενικού συμφέροντος συνισταμένους πρωτίστως στην προστασία της εθνικής οικονομίας με τη διασφάλιση της συνεχείας της λειτουργίας εταιρειών, των οποίων η μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία έχει αναγνωρισθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και έχει επιβεβαιωθεί με την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγκριση – δια της αποφάσεώς της 88/167/7.10.1987 – των κρατικών ενισχύσεών τους μέσω του ν. 1386/1983. Τυχόν δε ακύρωση των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών αυτών (αυξήσεων που επωμίσθηκαν αμέσως το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ο.Α.Ε. και εμμέσως οι πιστωτές των εταιρειών με την κεφαλαιοποίηση οφειλών προς αυτούς) συνεπαγομένη την ακυρότητα και των προελθουσών από τις αυξήσεις αυτές μετοχών, θα οδηγούσε, δεδομένης της αρχικής αρνητικής κεφαλαιακής καταστάσεως των εταιρειών σε συνδυασμό με τα χρέη τους, με βεβαιότητα στην κατάρρευσή τους και στη συνεπεία αυτής πρόκληση δυσανάλογης βλάβης τόσο στην εθνική οικονομία όσο και στα έννομα συμφέροντα τρίτων (ήτοι των εργαζομένων, των προμηθευτών, των νέων μετόχων και των εν γένει συναλλαγέντων καλή τη πίστει με τις εταιρείες) κατά παράβαση των αρχών της ασφαλείας του δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία ως προς την «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε.» δημιουργήθηκε και από απορριπτικές αιτήσεων ακυρώσεως αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. ΣΤ) Ότι με τη ρύθμιση του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 δεν αναιρείται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, καθ’ όσον στους τυχόν βλαπτομένους από τις κατά τα ανωτέρω αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου παλαιούς μετόχους παρέχεται αποτελεσματική δικαστική προστασία, συνισταμένη στο δικαίωμα επιδικάσεως πλήρους αποζημιώσεως, αντί της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την αναγνώριση της ακυρότητας ή την αναδρομική ακύρωση των σχετικών με τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου πράξεων και των προελθουσών από τις αυξήσεις αυτές μετοχών. Πρόκειται για περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ο οποίος, ένεκα των ως άνω εξαιρετικών και επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος και της επί έτη μη εφαρμογής του άρθρου 54 του ν. 2000/1991 που παρείχε δυνατότητα επαναφοράς της κεφαλαιακής καταστάσεως και της μετοχικής συνθέσεως των εταιρειών στην πριν από τις ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου θέση τους, παρίσταται απολύτως δικαιολογημένος και συνταγματικώς επιτρεπτός. Ζ) Ότι, συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999, κατά το εξεταζόμενο σύμφωνα με την παραπεμπτική απόφαση 161/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας μέρος της, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, διότι με τη διάταξη αυτή διασφαλίζεται ο σεβασμός των συνταγματικών αρχών της ασφαλείας του δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και επιτυγχάνεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, του οποίου η προστασία πρέπει κατά το Σύνταγμα να εξασφαλίζεται, και του ατομικού συμφέροντος των παλαιών μετόχων με το εις αυτούς παρεχόμενο δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως (αποκλειομένης της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση), το οποίο υπό τα ανωτέρω δεδομένα συνιστά αποτελεσματική και επαρκή δικαστική προστασία.

Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης που αντλούνται από την αντισυνταγματικότητα του ά. 28 του Ν. 2685/1999

11. … σύμφωνα με την ανωτέρω κρίση, την οποία εξέφερε το Α.Ε.Δ. και η οποία είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με τον ν. 345/1976 Κώδικος περί Α.Ε.Δ.), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και δεν έπρεπε να εφαρμοσθούν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.

Συμβατότητα της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ με διοικητική πράξη προς την οδηγία 77/91/ΕΟΚ – Ανάλυση της σχετικής νομολογίας του ΔΕΚ

12. … όπως έχει ήδη εκτεθεί, ο Υφυπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας ενέκρινε με την απόφαση 360/9.6.1987 συμφωνία που επετεύχθη, κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 1386/1983, μεταξύ του Ο.Α.Ε., πιστωτών και μετόχων της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» για την επιβίωση της επιχειρήσεως και αποφάσισε, σε εκτέλεση συμφωνηθέντος όρου, την κατ’ άρθρο 10 του ν. 1386/1983 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 30.900.000.000 δραχμές αφ’ ενός μεν με κεφαλαιοποίηση οφειλών της που ανέρχονταν σε 24.917.650.000 δραχμές, αφ’ ετέρου δε με εισφορά 5.982.350.000 δραχμών από τον Ο.Α.Ε. Αυτή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας Α.Ε.» (γενομένη με διοικητική πράξη και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών) ήταν σύμφωνη με το άρθρο 10 του ν. 1386/1983, διότι με την απόφαση 2544/1984 του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας είχε ήδη αποφασισθεί η υπαγωγή της επιχειρήσεως στις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου νόμου με ανάθεση της προσωρινής διοικήσεώς της στον Ο.Α.Ε. Δεν ήταν, όμως, σύμφωνη με την Οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου και, ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 της Οδηγίας, στην οποία ορίζεται ότι: « Κάθε αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση…». Τούτο έγινε δεκτό το πρώτον με την απόφαση του ΔΕΚ της 30ης Μαΐου 1991, C–19/90 και C-19/91, Καρέλλα και Καρέλλας, την οποία ακολούθησαν και μεταγενέστερες αποφάσεις του ΔΕΚ. Ειδικότερα, το ΔΕΚ έκρινε ότι αντιβαίνει στην ως άνω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 της Οδηγίας 77/91 ΕΟΚ του Συμβουλίου «εθνική ρύθμιση η οποία, προς εξασφάλιση της εξυγιάνσεως προβληματικών επιχειρήσεων που έχουν, από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, ιδιαίτερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, προβλέπει ότι μπορεί να αποφασισθεί με διοικητική πράξη η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου τους υπό την επιφύλαξη της διατηρήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων κατά την έκδοση νέων μετοχών». Για να καθορισθούν οι έννομες συνέπειες αυτής της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου θεσπίσθηκαν, αρχικώς, οι διατάξεις του άρθρου 54 του ν. 2000/1991, οι οποίες παρείχαν δυνατότητα επαναφοράς της κεφαλαιακής καταστάσεως και της μετοχικής συνθέσεως των εταιρειών στην πριν από τις ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου θέση τους. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόσθηκαν μέχρι την κατάργησή τους και τη θέσπιση των νεωτέρων διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 του ν. 2685/1999, με τις οποίες αποκλείσθηκε η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και ορίσθηκε ότι οι παλαιοί μέτοχοι των εταιρειών, οι οποίοι τυχόν υπέστησαν ζημία από τις αυξήσεις κεφαλαίου, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την πλήρη αποζημίωσή τους.

13. … το ΔΕΚ έχει δεχθεί ότι, όταν μια κοινοτική οδηγία δεν προβλέπει τις έννομες συνέπειες της παραβάσεως των διατάξεών της, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να επιλέξει μεταξύ διαφόρων λύσεων εκείνες, οι οποίες είναι κατάλληλες για την πραγματοποίηση του σκοπού της (βλ. ΔΕΚ της 2ας Αυγούστου 1993, C–271/91, Marshall). Περαιτέρω, με την απόφαση του ΔΕΚ της 23ης Μαρτίου 2000, C–373/97, Διαμαντής, κρίθηκε ότι η Οδηγία 77/91/ΕΟ του Συμβουλίου δεν προβλέπει ειδική κύρωση για την περίπτωση της παραβάσεως των διατάξεών της ούτε επιβάλλει στα κράτη – μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν ειδική κύρωση. Τέλος, το ΔΕΚ έχει δεχθεί ότι, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους – μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες ασκήσεως προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας δικαιωμάτων αντλουμένων από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου, τηρουμένης όμως της αρχής της ισοδυναμίας των ενδίκων μέσων, σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές προϋποθέσεις προσφυγής στη Δικαιοσύνη και δικαστικής θεραπείας σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει να είναι ολιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής εννόμου τάξεως (βλ. ΔΕΚ της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Ρeterbroeck). Στην ελληνική έννομη τάξη, η παράβαση των διατάξεων περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας γεννά, κατά κανόνα, αξίωση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Ο κανόνας ισχύει ανεξαρτήτως του ζητήματος αν πρόκειται περί παραβάσεως διατάξεως της εθνικής ή της κοινοτικής νομοθεσίας. Εξαίρεση, όμως, από αυτόν τον κανόνα επέβαλαν, όπως έκρινε το ΑΕΔ, οι συνταγματικές αρχές της ασφαλείας του δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ειδικώς στην περίπτωση των κατά παράβαση της Οδηγίας 77/91/ΕΟK του Συμβουλίου γενομένων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των υπαχθεισών στον ν. 1386/1983 ανωνύμων εταιρειών, διότι η ακύρωση ή η αναγνώριση ακυρότητας των σχετικών διοικητικών πράξεων, συνεπαγομένη την ακυρότητα και των προελθουσών από τις αυξήσεις αυτές μετοχών, θα οδηγούσε, δεδομένης της αρχικής αρνητικής κεφαλαιακής καταστάσεως των εταιρειών σε συνδυασμό με τα χρέη τους, με βεβαιότητα στην κατάρρευσή τους και, κατ’ ακολουθίαν, στην πρόκληση δυσανάλογης βλάβης τόσο στην εθνική οικονομία όσο και στα έννομα συμφέροντα τρίτων (εργαζομένων, προμηθευτών, νέων μετόχων και εν γένει συναλλαγέντων καλή τη πίστει με τις εταιρείες). Όπως δε είχε ήδη κρίνει το ΔEK με την ανωτέρω αναφερομένη απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, C–373/97, Διαμαντής, η ανόρθωση καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί λόγω παραβάσεως της Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου δεν απαγορεύεται, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, να γίνει με άλλο μέσον από εκείνο, το οποίο προκαλεί στα συμφέροντα τρίτων τόσο σοβαρή βλάβη ώστε να κρίνεται προδήλως δυσανάλογο, όπως η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Τέλος, σε περίπτωση αποκλεισμού της αξιώσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση για λόγους αναγομένους στις συνταγματικές αρχές της ασφαλείας του δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αναγνώριση του δικαιώματος πλήρους αποζημιώσεως είναι, σύμφωνα με την ελληνική έννομη τάξη, το ευνοϊκότερο μέσον αποκαταστάσεως της σχετικής περιουσιακής βλάβης, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν τη βλάβη αυτή προκάλεσε παράβαση διατάξεως της εθνικής ή της κοινοτικής νομοθεσίας. Συνεπώς, με την πρόβλεψη, στο άρθρο 28 του ν. 2685/1999, της πλήρους αποζημιώσεως ως μέσου αποκαταστάσεως της βλάβης, την οποία τυχόν υπέστησαν οι παλαιοί μέτοχοι των υπαχθεισών στον ν. 1386/1983 ανωνύμων εταιρειών λόγω των κατά παράβαση της Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου γενομένων αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών αυτών, δεν εθίγη η επιβαλλομένη από το κοινοτικό δίκαιο αρχή της ισοδυναμίας των ενδίκων μέσων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 δεν αντιβαίνουν στην Οδηγία 77/91 ΕΟ του Συμβουλίου και γενικότερα στο κοινοτικό δίκαιο, όπως έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΚ. Δεν συντρέχει δε λόγος υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος, όπως ζητούν οι αναιρεσείοντες.

Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης που αντλούνται από την αντίθεση του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 προς το κοινοτικό δίκαιο

14. … σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο και δεν έπρεπε να εφαρμοσθούν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.

Συμβατότητα του ά. 28 του Ν. 2865/1999 προς το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και προς το ά. 1 του ΠΠΠ – ανάλυση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ

15. … η κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 (Α ́ 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως … υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος…», στο άρθρο 13 ότι «Παν πρόσωπον, του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής…» και στο άρθρο 17 ότι «Ουδεμία διάταξις της παρούσης συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι’ έν κράτος … οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων…». Περαιτέρω, το κυρωθέν με το ν.δ. 53/1974 Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους…». Στις διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνει το άρθρο 28 του ν. 2865/1999 για τους εξής λόγους: Α) Όπως δέχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι αρχές της νομιμότητας της κρατικής δράσεως και της «δίκαιης δίκης» που κατοχυρώνονται από την Ε.Σ.Δ.Α. δεν αποκλείουν τη θέσπιση κανόνων δικαίου εφαρμοστέων σε εκκρεμείς δίκες με διάδικο το Δημόσιο, ακόμη και αν η εφαρμογή τους έχει ως συνέπεια την έκβαση των εκκρεμών δικών υπέρ του Δημοσίου, αλλά επιβάλλουν την εξέταση του συνόλου των χαρακτηριστικών τους και, ιδίως, την τυχόν συνδρομή επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος που υπαγόρευσαν τη θέσπισή τους. Εάν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, η θέσπιση των κανόνων αυτών δεν αντιβαίνει στις ως άνω αρχές της ΕΣΔΑ. (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997 Building Societies και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 27ης Μαΐου 2004 ΟGIS – Institut Stanislas κατά Γαλλίας). Β) Όπως έκρινε το Α.Ε.Δ. με την απόφαση ΑΕΔ 14/2013, οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999, οι οποίες κατέλαβαν μια κατηγορία εκκρεμών ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης διαφορών, υπαγορεύθηκαν από εξαιρετικούς και επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος συνισταμένους στην ανάγκη προστασίας αφ’ ενός μεν της εθνικής οικονομίας με τη διασφάλιση της συνεχείας της λειτουργίας απειλουμένων με κατάρρευση εταιρειών, των οποίων η μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία έχει αναγνωρισθεί και με σειρά δικαστικών αποφάσεων, αφ’ ετέρου δε των εννόμων συμφερόντων τρίτων (εργαζομένων, προμηθευτών, νέων μετόχων και εν γένει συναλλαγέντων καλή τη πίστει με τις εταιρείες) χάριν ασφαλείας του δικαίου και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συνεπώς, συνέτρεξαν εν προκειμένω λόγοι, οι οποίοι καθιστούν συμβατή τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 με τις αρχές της νομιμότητας της κρατικής δράσεως και της «δίκαιης δίκης», όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ. Γ) Εξ άλλου, η συνδρομή των λόγων αυτών καθιστά συμβατή τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο δεν αποκλείει ακόμη και μείωση περιουσίας κατά τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαιτέρως δε υπό εξαιρετικές περιστάσεις που επιβάλλουν τη λήψη γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την εκτίμηση των κρατικών αρχών, οι οποίες είναι και οι κατ’ αρχήν αρμόδιες να εκτιμήσουν σε κάθε περίσταση σε τι συνίσταται το δημόσιο συμφέρον και ποια είναι τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την εξυπηρέτησή του έχοντας ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, αρκεί να τηρείται η αρχή της «δίκαιης ισορροπίας» μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το σύνολο και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1986 James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 7ης Νοεμβρίου 2002 Olczak κατά Πολωνίας, της 10ης ουλίου 2012 Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Στην προκειμένη δε περίπτωση η αρχή της «δίκαιης ισορροπίας» τηρήθηκε, διότι αναγνωρίσθηκε νομοθετικώς το δικαίωμα της πλήρους αποζημιώσεως των παλαιών μετόχων των υπαχθεισών στον ν. 1386/1983 ανωνύμων εταιρειών ως αντιστάθμισμα της περιουσιακής απώλειας, την οποία είναι ενδεχόμενο να έχουν υποστεί λόγω των (κατά τα εκτεθέντα) γενομένων αυξήσεων κεφαλαίου των εταιρειών αυτών.

Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης που αντλούνται από την αντίθεση του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 προς τα άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 17 της ΕΣΔΑ και 1 του ΠΠΠ

16. …, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 αντιβαίνουν στα άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 17 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δεν έπρεπε να εφαρμοσθούν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.

Απαράδεκτοι οι λοιποί λόγοι αναίρεσης

17. …, τέλος, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι οι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι: α) δεν πλήσσουν σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και β) προβάλλονται με υπόμνημα.

Εκδίκαση της υπόθεσης από την Ολομέλεια του ΣτΕ και απόρριψη της αίτησης αναίρεσης

18. …, κατόπιν των ανωτέρω, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να εκδικάσει εξ ολοκλήρου την υπόθεση (άρθρο 14 παρ. 3 του π.δ. 18/1989) και να απορρίψει την κρινόμενη αίτηση.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο