Συνταγματικότητα αναδρομικής ρύθμισης (Εμβάθυνση Δημ. Δικαίου. Συμπλ. στη θεματική της «παρέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής εξουσίας». ΣτΕ 3613.2013)
Με το άρθρο 26 του Ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου,…» (Α΄ 297), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 56 του ίδιου νόμου από 1.1.2004, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή της οικογενειακής παροχής στους δημοσίους υπαλλήλους για το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 έως 30.6.2002, ανεξαρτήτως του αν είχαν ασκήσει αγωγή ή όχι, και εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του τον τρόπο και χρόνο εξόφλησης των δικαιούχων της παροχής αυτής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε κατάργηση των εκκρεμών δικών για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Με την απόφαση ΣτΕ 3613/2013, το Στ΄ Τμήμα έκρινε ότι με τις ανωτέρω διατάξεις εισάγεται επιτρεπτή αναδρομική ρύθμιση, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου δίκες, οι οποίες καταργούνται ως προς την εν λόγω οφειλή. Κατά το σκέλος τους αυτό, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν θέτουν ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας ή της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. ΕΣΔΑ), ούτε ενέχουν επέμβαση της νομοθετικής στα έργα της δικαστικής εξουσίας (άρθρο 26 του Συντάγματος), δεδομένου ότι αναγνωρίζεται τελικώς με αυτές η υποχρέωση του Δημοσίου να ικανοποιήσει τις οικείες αξιώσεις. Επίσης, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θέτουν ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας των προσώπων (άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), δεδομένου ότι η προβλεπόμενη κατάργηση των εκκρεμών δικών συνάπτεται αμέσως προς την απόσβεση των επίμαχων αξιώσεων με την εξόφληση των αντίστοιχων ποσών από το υπόχρεο Δημόσιο. Διαφορετικά, οι δικαιούχοι της εν λόγω παροχής θα καθίσταντο αδικαιολογήτως πλουσιώτεροι, με την εκτέλεση της ευνοϊκής γι’ αυτούς δικαστικής αποφάσεως. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται κατάργηση των εκκρεμών δικών και ως προς τους οφειλόμενους τόκους επιδικίας, για το μέρος της οικογενειακής παροχής που κατεβλήθη στους δικαιούχους σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης της αγωγής τους, συνεπάγονται πράγματι κατάργηση της σχετικής αξίωσης για καταβολή τόκων επιδικίας, η οποία ήταν επαρκώς θεμελιωμένη στον νόμο κατά τον χρόνο επίδοσης της οικείας αγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω επίδοση είχε λάβει χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3205/2003 (1.1.2004), όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση (πρβλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, σκέψεις 31-32). Ωστόσο, ούτε κατά το μέρος τους αυτό οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με τη θέσπισή τους επιδιώχθηκε αφενός μεν να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις όλων των δικαιούχων κατά τρόπο ορθολογικό και ενιαίο, χωρίς να είναι αναγκαία η από μέρους τους άσκηση αγωγής και λοιπών ενδίκων μέσων, ώστε με τον τρόπο αυτόν να υπάρξει ταχεία εκκαθάριση αξιώσεων που απορρέουν από περιοδικές παροχές, αφετέρου δε να απαλλαγούν τα δικαστήρια από σωρεία αγωγών, που είχαν ασκηθεί με αίτημα την καταβολή της οικογενειακής παροχής, ώστε να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης συνολικώς. Εξάλλου, οι εν λόγω ρυθμίσεις ωφελούν αμέσως και εκείνους που είχαν ασκήσει ή είχαν σκοπό να ασκήσουν αγωγές για οικογενειακή παροχή, δεδομένου ότι αποφεύγουν τη δικαστική δαπάνη που θα ήταν αναγκαία μέχρι να επιτύχουν την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, ενώ λαμβάνουν σε συντομότερο χρόνο τα ποσά που δικαιούνται. Συνεπώς, συντρέχουν λόγοι δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι δικαιολογούν την επίμαχη κατάργηση της αξίωσης για τόκους επιδικίας. Εκτός τούτου, τα ποσά των τόκων που στερήθηκαν οι δικαιούχοι είναι αντικειμενικώς πολύ μικρού ύψους, τόσο καθαυτά όσο και σε σύγκριση με τα ποσά της κύριας απαίτησης που δικαιούνται αυτοί να λάβουν. Επομένως, εν προκειμένω, τηρήθηκε η απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των ενδιαφερομένων, ενώ εξάλλου η στέρηση του συγκεκριμένου δικαιώματός τους ήταν πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίας ωφέλειας και δεν υπερέβη το μέτρο που απαιτείτο από την αρχή της αναλογικότητας.
Με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 3613/2013, το Συμβούλιο της Επικρατείας συνόψισε τους συνταγματικούς και συμβατικούς περιορισμούς της αναδρομικής ισχύος κανόνων δικαίου ως εξής (σκέψεις 6-8 της απόφασης):
Α. Συνταγματικοί περιορισμοί
Από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνονται, αντιστοίχως, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται μεν, κατ’αρχήν, να μεταβάλει ακόμη και αναδρομικά τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, αρκεί η επέμβασή του αυτή α) να μην αποτελεί ευθεία κύρωση της διοικητικής πράξεως, της οποίας η νομιμότητα είναι εκκρεμής ενώπιον των δικαστηρίων, β) να μη προσβάλλει το δεδικασμένο ή την αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που επιβάλλουν κυρώσεις, γ) να αιτιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δ) να μη προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας. Ο νομοθέτης δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ενόψει των συνταγματικών αυτών διατάξεων, επ’ ευκαιρία τέτοιων αναδρομικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, να θεσπίζει απόσβεση των απαιτήσεων που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων ή υπάρχουν εκκρεμείς δίκες, ούτε μπορεί να καταργεί τις δίκες αυτές, γιατί διαφορετικά θα αφαιρείτο η διαφορά από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, θα παραβιαζόταν δε επίσης και η αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και η αρχή της ισότητας των όπλων που διαθέτουν οι διάδικοι, και θα ευνοείτο ο ένας από αυτούς, συνήθως ο φορέας της δημόσιας εξουσίας (ΣτΕ 824/2012 7μ, 338/2011 7μ, 6/2010, Ολ 542/1999).
Β) Περιορισμοί από το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ
Στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, δεν απαγορεύεται μεν, γενικώς, η θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, είναι όμως αντίθετες με την διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις α) μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, β) οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, γ) ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και δ) με την θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 824/2012 7μ, 338/2011 7μ, 6/2010, 1900/2009, 3891/2008, 372/2005 7μ, ΕΔΔΑ, Ελληνικά Διϋλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, απόφαση της 9.12.1994, σκ. 41 επ., Zielinski και λοιποί κατά Γαλλίας, απόφαση της 28.10.1999, σκ. 50 επ., Αγούδημος κατά Ελλάδος, απόφαση της 28.9.2001, σκ. 27 επ., Σμοκοβίτης και λοιποί κατά Ελλάδος, απόφαση της 11.7.2002, σκ. 20 επ., βλ. περίπτωση συνδρομής επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, Ogis-Institute Stanislas κατά Γαλλίας, απόφαση της 27.8.2004, σκ. 56 επ.).
Γ) Περιορισμοί από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α
Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους…». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσης», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι με τις διατάξεις αυτές και τα ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε έχουν αναγνωρισθεί με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε έχουν απλώς γεννηθεί κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον μέχρι τον χρόνο της προσφυγής στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς (ΣτΕ Ολ 1285/2012, 730/2010, 6/2010, 2031/2009, 3428/2006, ΑΠ 40/1998, βλ. ΕΔΔΑ, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, απόφαση της 20.11.1995, σκ. 28 επ., Draon κατά Γαλλίας, απόφαση της 6.10.2005, σκ. 65 επ.). Ειδικότερα, περιουσία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η αξίωση για νόμιμους τόκους, οι οποίοι αναλογούν επί του ποσού που επιδικάζεται στον νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση (βλ. ΕΔΔΑ, Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, απόφαση της 22.5.2008, σκ. 28, πρβλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, απόφαση της 11.2.2010, σκ. 28-30). Αντιθέτως, δεν προστατεύεται με τις ανωτέρω διατάξεις, μεταξύ άλλων, η προσδοκία διαρκούς απόληψης αποδοχών ορισμένου ύψους (ΣτΕ 3151/2008 7μ) ή η απώλεια δικαιώματος για απόληψη μελλοντικών μισθών (ΣτΕ 995/2004), αλλά κατοχυρώνονται μόνον τα ήδη κτηθέντα δικαιώματα και αξιώσεις. Εξάλλου, εναπόκειται στον νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης διαφόρων ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσης (βλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, σκ. 36). Τέλος, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ πρέπει να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, σκ. 41).