Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Σημαντικές αποφάσεις της Ολομέλειας ΣτΕ του τελευταίου έτους (ΣτΕ Ολ 1189/2022, 1190/2022, 2046/2022)

Στο τελευταίο μάθημα του ΠΜΣ χειμερινού εξαμήνου, θα αναλυθούν τρείς αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, δηλαδή η ΣτΕ Ολ 1189/2022, η Ολ 1190/2022 και η Ολ 2016/2022.

Ι. ΣτΕ Ολ 1189/2022 [A1189-2022]

Με αφορμή την απόφαση του Δημάρχου νησιωτικού Δήμου με την οποία ορίσθηκε Αντιδήμαρχος σε εκλογική περιφέρεια δημοτικός σύμβουλος εκλεγείς με τον επιτυχόντα συνδυασμό αντί του δημοτικού συμβούλου που εξελέγη, το Δικαστήριο εξέτασε τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 περίπτ. στ΄ του Ν. 4623/2019, που ορίζει τα εξής: «1. Στη δημοτική κοινότητα που εκτείνεται στην εδαφική περιφέρεια ενός νησιού, ο δήμαρχος ορίζει αντιδήμαρχο σύμβουλο της πλειοψηφίας, ο οποίος έχει εκλεγεί στην εκλογική περιφέρεια όπου ανήκει η νησιωτική δημοτική κοινότητα και σε περίπτωση που δεν υπάρχει στην πλησιέστερη εκλογική περιφέρεια. …». Η διάταξη αυτή επανέφερε, μετά τη διενέργεια των εκλογών για την ανάδειξη Δημάρχων και δημοτικών συμβούλων της 26ης Μαΐου και της 2ας Ιουνίου 2019 και πριν από την εγκατάσταση των νέων δημοτικών αρχών την 1η Σεπτεμβρίου 2019 (βλ. άρθρο 9 παρ. 4 περίπτ. γ΄ του Ν. 3852/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 4555/2018), την προηγούμενη ρύθμιση περί ορισμού Αντιδημάρχων στις νησιωτικές δημοτικές κοινότητες, προβλέποντας πλέον τον ορισμό δημοτικού συμβούλου της πλειοψηφούσας δημοτικής παράταξης εκλεγέντος στην οικεία εκλογική περιφέρεια (άλλως, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος, στην πλησιέστερη). Με τη διάταξη, όμως, αυτή καταργήθηκε η ισχύουσα κατά τις ανωτέρω εκλογές ρύθμιση του άρθρου 68 παρ. 2 του Ν. 4555/2018 περί αυτοδίκαιου (υποχρεωτικού), κατ’ αρχήν, ορισμού από τον δήμαρχο ως αντιδημάρχου νησιωτικής δημοτικής κοινότητας, του δημοτικού συμβούλου που εξελέγη στην οικεία -μονοεδρική- εκλογική περιφέρεια, ανεξαρτήτως αν αυτός ανήκει ή όχι στην παράταξη της πλειοψηφίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης επεμβαίνει, μετά τη διεξαγωγή των εκλογών και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο έχουν ήδη εξαχθεί τα εκλογικά αποτελέσματα, στην ανάδειξη οργάνου διοίκησης ΟΤΑ, την οποία είχε εξαρτήσει η ισχύουσα κατά τον χρόνο των εκλογών ρύθμιση (άρθρο 68 παρ. 2 Ν. 4555/2018) από το εκλογικό αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια. Με την επέμβαση, επομένως, αυτή, την οποία δεν προκύπτει ότι υπαγόρευσαν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, μεταβάλλεται εκ των υστέρων το πλαίσιο άσκησης του κατοχυρούμενου στο άρθρο 5 του Συντάγματος δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και νοθεύεται η εκφρασθείσα θέληση των εκλογέων των νησιωτικών δημοτικών κοινοτήτων, η οποία διαμορφώθηκε κατά συνεκτίμηση, εκτός άλλων, και της νομοθετικής πρόβλεψης περί ορισμού στις εν λόγω κοινότητες ως Αντιδημάρχου του εκλεγέντος στην οικεία εκλογική περιφέρεια δημοτικού συμβούλου ανεξαρτήτως του αν έχει αυτός εκλεγεί με τον επιτυχόντα ή με άλλο εκλογικό συνδυασμό. Συνεπώς, υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω διάταξη, καθ’ ο μέρος προβλέπεται η άμεση εφαρμογή της, παραβιάζει τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας των όρων του εκλογικού ανταγωνισμού και της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης του λαϊκού φρονήματος, που διέπουν και τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και απορρέουν από τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 51 παρ. 3, 52 και 102 του Συντάγματος.

 

ΙΙ. ΣτΕ Ολ 1190/2022 [A1910-2022] (να διαβαστεί σε συνδυασμό με την απόφαση ΣτΕ Ολ 3037/2008 [A3037-2008], σκέψη 8)

Με αφορμή την αιτούμενη ακύρωση απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία ανανεώθηκε – τροποποιήθηκε η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων της δραστηριότητας αποθήκευσης υγρών πρώτων υλών της βιομηχανίας χημικών προϊόντων εταιρίας, που είναι εγκατεστημένη στο Δήμο Λαυρεωτικής, για την επαναλειτουργία της με αλλαγή του φορέα λειτουργίας της, το Δικαστήριο εξέτασε τη συνταγματικότητα του άρθρου 17 του Ν. 2308/1995. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι για να εγκριθεί … και να εγκατασταθεί μια βιομηχανία στην περιοχή του Λαυρίου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λαυρεωτικής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 Γ του Ν. 2308/1995, προβλέπουσα σύμφωνη γνώμη του Δήμου Λαυρεωτικής για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων στην εδαφική του περιφέρεια, η οποία, καθ’ εαυτή, είναι όλως εξαιρετική και δεν προκύπτει ότι απαντάται σε κανένα άλλο σημείο του εθνικού χώρου, δεν υπαγορεύεται από τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιοχής, και πολύ περισσότερο από χαρακτηριστικά που έχει λάβει υπόψη και αναδείξει οποιοδήποτε εγκύρως θεσμοθετημένος χωροταξικός σχεδιασμός, του οποίου, άλλωστε, ουδεμία γίνεται επίκληση, περαιτέρω δε, δεν προβλέπει κριτήρια ληπτέα υπόψη από τον οικείο Δήμο κατά την άσκηση την εν λόγω αρμοδιότητας, η οποία παραμένει γνωμοδοτική εφόσον αυτός ταχθεί υπέρ της αδειοδότησης της μονάδας, αλλά μεταπίπτει σε αποφασιστική στην περίπτωση που η γνωμοδότηση, οριζόμενη από το νόμο ως “σύμφωνη”, έχει αρνητικό περιεχόμενο. Τροποποιώντας, επομένως, την πάγια κατανομή περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων που ισχύει για το σύνολο της χώρας, και η οποία δεν είναι μία ασήμαντη τυπική ρύθμιση, αλλά συνδέεται με ουσιώδεις παραμέτρους της βιώσιμης ανάπτυξης, υπέρ μόνου του Δήμου Λαυρεωτικής, η διάταξη δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί στη χορήγηση στο Δήμο αυτόν της δυνατότητας να καθορίζει τα πρόσφορα, κατά τον ίδιο, κριτήρια περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η χορήγηση δε αυτής της δυνατότητας μόνη έννοια μπορεί να έχει τη δυνατότητα διαφοροποίησης των κριτηρίων αυτών έναντι των γενικώς ισχυόντων. Κατά τα λοιπά, η επίμαχη περί αρμοδιότητας ρύθμιση εντάσσεται σε πλέγμα κατευθύνσεων, οι οποίες, πλην του αποσπασματικού χαρακτήρα τους, κατατείνουν στην τροποποίηση του ισχύοντος σχεδιασμού, επιτρεπτή, όμως, κατά το Σύνταγμα, μόνον επί τη βάσει επιστημονικής μελέτης που έχει καταρτισθεί με χωροταξικά κριτήρια (πρβλ. ΣτΕ 936/2017 επταμ., 123/2007 Ολομ., 3500/2009 Ολομ.).

 

ΣτΕ Ολ 3037/2008

Για πρώτη φορά (με αφορμή τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2323/1995) το Δικαστήριο τονίζει κατηγορηματικά ότι θεμελιώδη επιδίωξη του κράτους δικαίου αποτελεί ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο και ότι η δια νόμου χορήγηση στη Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, και μάλιστα κατά την άσκηση αρμοδιότητας που απολήγει στην επιβολή περιορισμού στην άσκηση ατομικού δικαιώματος, είναι ανεκτή από το Σύνταγμα, μόνον κατά το μέτρο που αυτή δικαιολογείται επαρκώς από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως. Εν όψει των ανωτέρω, το άρθρο 10 του Ν. 2323/1995 αντίκειται στο Σύνταγμα, αφού εισάγει ειδικό σύστημα αδειοδότησης των υπεραγορών, σύμφωνα με το οποίο, η Διοίκηση αποφαίνεται επί του αιτήματος χορήγησης άδειας ίδρυσης υπεραγοράς κατ’ εκτίμηση σειράς κριτηρίων, ένα έκαστο των οποίων ανάγεται σε διαφορετικές, εξ ίσου θαλπόμενες από το Σύνταγμα, πτυχές του δημοσίου συμφέροντος [1], χωρίς να είναι δυνατόν να συναχθεί, ούτε από το κείμενο της διάταξης, ούτε από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, ο προέχων σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η εισαγωγή του εν λόγω συστήματος αδειοδότησης. Ο νόμος δεν καθορίζει, εκ των προτέρων και με την επιβαλλομένη σαφήνεια, τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου σκοπεί προεχόντως το θεσπιζόμενο σύστημα, αλλά καταλείπει τις σχετικές σταθμίσεις στη Διοίκηση, με αποτέλεσμα ο προέχων προς εξυπηρέτηση σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος να καθορίζεται, κατά περίπτωση, από τη Διοίκηση, εξ αφορμής της αποφάνσεως επί συγκεκριμένου αιτήματος χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως υπεραγοράς.

[1] Επιπτώσεις στο πρόγραμμα αναπτύξεως της περιοχής και στην αγροτική οικονομία της, επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, ανάγκη συγκρατήσεως του πληθυσμού στη συγκεκριμένη περιοχή, επίδραση στο επίπεδο τιμών των προϊόντων, κανονικότητα του εφοδιασμού των καταναλωτών, συμβολή στη διατήρηση ή αύξηση των θέσεων εργασίας, επιπτώσεις στο περιβάλλον κ.λπ..

 

ΙΙΙ. ΣτΕ Ολ 2046/2022 [A2046-2022-4]

 Με αφορμή την αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ) με την οποία προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πρόσληψη ιδιωτών στην ΕΛΑΣ ως Ειδικών Φρουρών για τη συγκρότηση Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ), οι οποίες συνεστήθησαν με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4777/2021 (Α΄ 25), το Δικαστήριο εξέτασε τη συνταγματικότητα  των άρθρων 18-20 του Ν.  4777/2021, οι οποίες πλήττουν τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, ειδικότερη έκφανση των οποίων και θεσμική εγγύηση συνταγματικής περιωπής συνιστά το πανεπιστημιακό άσυλο, κατά παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος.

Το Δικαστήριο επισήμανε την αποτυχία προηγούμενων ρυθμίσεων και έκρινε ότι από καμία διάταξη του Ν. 4777/2011 δεν προκύπτει ότι η σύσταση των ΟΠΠΙ θέτει σε κίνδυνο την ακώλυτη άσκηση του έργου τους και την ακαδημαϊκή ελευθερία ούτε τις λοιπές ελευθερίες ή την αξία του ανθρώπου, τις οποίες, κατά τα προαναφερόμενα, επικαλούνται οι αιτούντες. Ειδικότερα, οι ΟΠΠΙ δεν έχουν αρμοδιότητα ούτε, συνεπώς, δυνατότητα επέμβασης επί θεμάτων επιστήμης, έρευνας, διδασκαλίας, λειτουργίας των ΑΕΙ, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των τελευταίων∙ αντίθετα έχουν ως αποστολή και αρμοδιότητα την πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων προς διαφύλαξη και ενίσχυση της ακαδημαϊκής  ελευθερίας έναντι αξιόποινων πράξεων κατά της ζωής και σωματικής ακεραιότητας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και κατά των εγκαταστάσεων και της περιουσίας των ΑΕΙ κατ’ εφαρμογή των αρχών της νομιμότητας και αναλογικότητας ιδίως όσον αφορά την παρουσία και δράση τους στους χώρους όπου ασκούνται δραστηριότητες έρευνας και διδασκαλίας. Συνεπώς, με την ένδικη ρύθμιση όχι μόνο δεν πλήττεται αλλά θάλπεται η συνταγματική τάξη.

Κατά την διεξοδικά αιτιολογημένη μειοψηφούσα άποψη, προκύπτει ότι η θεσπισθείσα ρύθμιση εμφορείται από την αντίληψη ότι η σκοπιμότητα υπερέχει της συνταγματικής τάξης. Περαιτέρω, εν όψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης δεν επιτρέπεται ούτε και να καταλείπεται στην αστυνομική ευχέρεια να αποφαίνεται εκείνη, κατά την δική της κρίση και κατά το δοκούν, πότε ο προέχων χαρακτήρας μιας παραβατικής συμπεριφοράς είναι ακαδημαϊκός και πειθαρχικός, και πότε αστυνομικός και ποινικός, αντιθέτως επιβάλλεται αναγνώριση τεκμηρίου ότι, εφ’ όσον, πάντως, πρόκειται για πράξεις και δραστηριότητες που προέρχονται από το εσωτερικό της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας, αυτές εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο της κοινής ακαδημαϊκής ευταξίας. Εξ άλλου, η οριοθέτηση κάθε τέτοιας σύγκρουσης αρμοδιοτήτων δεν επιτρέπεται να είναι παρά μόνο έργο δικαστικής αρχής, σε κάθε δε περίπτωση επιβάλλεται να διενεργείται με τη συνοδεία εγγυήσεων περί τη μορφή, έκταση, και διεξαγωγή της επέμβασης που διασφαλίζουν ότι δεν θίγεται ο ακαδημαϊκός έλεγχος επί των ακαδημαϊκών υποθέσεων και η ακώλυτη ανάπτυξη πάσης εν γένει πτυχής και εκδήλωσης του ακαδημαϊκού βίου. Άλλως, το περιεχόμενο και τα όρια της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτοδιοίκησης θα τελούν υπό και θα καθορίζονται από την εκάστοτε κρίση και διάκριση της αστυνομικής αρχής, κατά κατάλυση ρητών συνταγματικών εγγυήσεων. Από την άποψη δε αυτή είναι συνταγματικά αδιάφορο το ότι υπό συνθήκες συνταγματικής ομαλότητος θα ήταν αδιανόητο η αστυνομική αρχή να μην ασκήσει, εν τοις πράγμασι, τις αρμοδιότητες αυτές με την δέουσα περίσκεψη, αυτοσυγκράτηση και σεβασμό προς την ακαδημαϊκή κοινότητα

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο