Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Προτάσεις για τη διασφάλιση συνοχής της νομολογίας του ΔΕΕ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (υποθέσεις C-117/20, C-151/20 και C-203/20)

Προτάσεις για τη διασφάλιση συνοχής της νομολογίας του ΔΕΕ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (υποθέσεις C-117/20, C-151/20 και C-203/20)
1. Στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem αποτελεί δύσκολο εγχείρημα [1]. Έχοντας, πλέον, προσλάβει τη μορφή γραπτού κανόνα δικαίου [2], η αρχή κατοχυρώνει την απαγόρευση νέας ποινικής δίωξης ή καταδίκης ενός προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν αμετακλήτως κριθεί στο πλαίσιο άλλης ποινικής διαδικασίας και έχουν οδηγήσει στην καταδίκη ή αθώωση του εν λόγω προσώπου και, συνακολούθως, το δικαίωμά του να μη καταδικαστεί  εκ νέου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, η έννοια της ποινικής διαδικασίας και της ποινής έχει αυτόνομο χαρακτήρα, τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) όσο και της ενωσιακής έννομης τάξης. Καλύπτει, δηλαδή, και τις διοικητικές διαδικασίες και κυρώσεις, εφόσον αυτές πληρούν τα κριτήρια της νομολογίας Engelκατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων. Ειδικότερα, τα κριτήρια αυτά είναι, πρώτον, ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, δεύτερον,η φύση της παράβασης και, τρίτον, η φύση και η σοβαρότητα της κύρωσης που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση. Επομένως, το πρόβλημα της απαγόρευσης των δυαδικών κυρώσεων που καλύπτει η αρχή ne bis in idem ανακύπτει και στην περίπτωση σώρευσης διοικητικής και ποινικής κύρωσης ή και μόνο διοικητικών κυρώσεων, αρκεί οι κυρώσεις αυτές να πληρούν τα κριτήρια Engel. Οι δυσκολίες εφαρμογής της αρχής οφείλονται, πρώτον, στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο νομικό χώρο, όπου οι σχέσεις διαμορφώνονται τόσο σε οριζόντιο (μεταξύ κρατών μελών) όσο και σε κάθετο (μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών) επίπεδο, δεύτερον, στη δημιουργία νέων τομέων δράσης και στη συνακόλουθη αύξηση των φορέων που επιφορτίζονται με τον έλεγχό τους με συνέπεια αλληλεπικάλυψη και σύγχυση αρμοδιοτήτων και, τρίτον, στον πολλαπλασιασμό των οιονεί ποινικών διαδικασιών λόγω των κριτηρίων Engel.
2. Η ερμηνεία και η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem αποτέλεσε βασικό σημείο τριβής μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, σε πρώτη φάση, του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, στη συνέχεια. Τούτο διότι κάθε δικαστήριο εκκινούσε από διαφορετική τελολογική αφετηρία. Έτσι, στις υποθέσεις λαθρεμπορίας, όπου ανέκυψε το πρόβλημα, το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας τόνιζε την επιτακτική ανάγκη καταπολέμησης της λαθρεμπορίας [3]τόσο σε διοικητικό όσο και σε ποινικό επίπεδο [4], ενώ το ΕΔΔΑ, σε μια πιο φιλελεύθερη και προεχόντως δικαιωματική λογική, εκκινούσε από μια απόλυτη απαγόρευση της διπλής κύρωσης, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της –ως διοικητικής ή ποινικής– στην εθνική έννομη τάξη. Η προσέγγιση του ΔΕΕ, πάλι, εστίαζε στην πρακτική αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου, με συνέπεια την ερμηνεία της απαγόρευσης επιβολής διπλής κύρωσης κατά τρόπο που να μη θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης [5]. Με άλλα λόγια, η σώρευση κυρώσεων  ενδέχεται να κρίνεται ανεκτή, υπό προϋποθέσεις [6]. Χαρακτηριστικό στοιχείο στην προσέγγισή του ήταν η έμφαση στο προστατευόμενο έννομο αγαθό, πράγμα που επέτρεπε την επιβολή διπλής κύρωσης για την ίδια πράξη, στην περίπτωση που με την εν λόγω παραβατική συμπεριφορά θίγονταν δύο διαφορετικά αγαθά. Παρά την καθιέρωση της αρχής ne bis in idem τόσο στην ΕΣΔΑ, όσο και στο άρθρο 50 του Χάρτη, φαίνεται ότι αυτή αποτελεί το μόνο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου, ελλείψει προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, είναι δυνατόν να υπάρξουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις των δυο υπερεθνικών δικαστηρίων. Η εκατέρωθεν επιδεικνυόμενη courtoisie ιδίως μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ ΑΒ κατά Νορβηγίας, που υιοθέτησε διαλλακτική στάση απέναντι στις προσεγγίσεις εθνικών δικαστηρίων και στην ανάγκη των εννόμων τάξεων να καταπολεμήσουν με αποτελεσματικότητα φαινόμενα οικονομικής διαφθοράς, φάνηκε να εξομαλύνει την κατάσταση και να διευκολύνει τις σχέσεις των υπερεθνικών δικαστηρίων χωρίς να εξαλείφει πλήρως το πρόβλημα. Έτσι, δεν φαίνεται υπερβολική η παραστατική μεταφορά του Κ. Γιαννακόπουλου, κατά την οποία ο εθνικός δικαστής «κινδυνεύει, ως άλλος αργοναύτης, να συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ».
3. Με οξυδέρκεια και αυτογνωσία, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας επισήμανε, με την απόφαση ΣτΕ 1771/2019, τον ουσιωδώς διαφορετικό τρόπο με τον οποίον η παραπάνω αρχή έχει ερμηνευθεί από διάφορα ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήρια, ενωσιακά και μη, την αντίθεση της πλειοψηφίας της απόφασης ΣτΕ 1771/2019 με σειρά αποφάσεων του Β΄ Τμήματος (ενδεικτικά ΣτΕ 951/2018), την αντίθεση των αποφάσεων αυτών με τη μη ανατραπείσα απόφαση ΣτΕ Ολ 1741/2015 και τη μη συμβατότητά τους με πάγια νομολογία του Δ΄ Τμήματος (ΣτΕ 3473/2017134993/2018), καθώς και τις διαπιστούμενες αποκλίσεις ως προς τα επίδικα ζητήματα μεταξύ της νομολογίας του ΔΕΕ και εκείνης του ΕΔΔΑ. Κατέληξε, λοιπόν, στην παραπομπή των ζητημάτων αυτών προς επίλυση, για λόγους ασφάλειας δικαίου (πρβλ. και απόφαση ΕΔΔΑ Σινέ Τσαγκαράκη Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδας της 23-05-19 R. 17257/13), στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Με δυναμισμό και τόλμη, η απόφαση ΣτΕ Ολ 359/2020 φαίνεται ότι θεραπεύει τη «βαβέλ» [7] η οποία μπορεί να προκληθεί από τις νομολογιακές διακυμάνσεις, ερμηνεύοντας τη συνάρθρωση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις φοροδιαφυγής στην ελληνική έννομη τάξη κατά τρόπον ώστε να συνάδουν προς τις επιταγές της κοινής στις ευρωπαϊκές δικαιοταξίες γενικής αρχής ne bis in idem [8].
4. Στο πλαίσιο της νομολογίας των δικαστηρίων της Ένωσης, τα ζητήματα που δημιουργούν ερμηνευτικές δυσκολίες για την εφαρμογή της αρχής ανάγονται τόσο στο στοιχείο του idem, δηλαδή στη συμπεριφορά, όσο και στο στοιχείο του bis, δηλαδή στις διαδικασίες που καταλήγουν στην επιβολή των κυρώσεων. Πρόσφατες αιτήσεις προδικαστικής απόφασης έδωσαν την ευκαιρία σε δύο γενικούς εισαγγελείς να προτείνουν διευκρινίσεις όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής. Στο πλαίσιο των υποθέσεων bpost SA κατά Αutorité belge de la concurrence (C-117/20) και Bundeswettbewersbehörde κατά Nordzucker και AG Südzucker AG (C-151/20), ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek πρότεινε την υιοθέτηση ενιαίου κριτηρίου για την εκτίμηση της συνδρομής της προϋπόθεσης του idem, αναγόμενου στην ταυτότητα παραβάτη, πραγματικών περιστατικών και προστατευόμενου έννομου συμφέροντος (Ι). Στην υπόθεση AB κ.λπ. (ανάκληση αμνηστίας), C-203/20,  η γενική εισαγγελέας J. Kokott θεώρησε ότι η χορήγηση αμνηστίας χωρίς να έχει εξετασθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων τα οποία αφορά δεν αντιτίθεται στην έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης των εν λόγω προσώπων (ΙΙ).

Ι. «Αποσπασματικό και αντιφατικό [νομολογιακό]μωσαϊκό» ως προς την έννοια του idem

Α. Οι υπό εξέταση υποθέσεις

5. Στην νομολογία του ΔΕΕ, η αρχή ne bis in idem ερμηνεύεται και εφαρμόζεται διαφορετικά στα διάφορα πεδία του ενωσιακού δικαίου. Τη διάσπαση αυτή και τις αρνητικές της συνέπειες ανέδειξε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση bpost SA κατά Αutorité belge de la concurrence (C-117/20) και Bundeswettbewersbehörde κατά Nordzucker και AG Südzucker AG(C-151/20). Το Cour d’appel de Bruxelles (Εφετείο Βρυξελλών) και το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας), επιλαμβανόμενα υποθέσεων ανταγωνισμού, ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την προστασία που ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν προκειμένω το άρθρο 50 αυτού, παρέχει έναντι της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή
ne bis in idem).
6. Στο πλαίσιο της υπόθεσης C-117/20, επιβλήθηκαν στην εταιρία bpost, τον παλαιόθεν πάροχο ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Βέλγιο, διαδοχικώς πρόστιμα από δύο βελγικές αρχές. Πρώτον, της επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 2,3 εκατομμυρίων ευρώ από τον εθνικό ρυθμιστικό φορέα της αγοράς των ταχυδρομείων, ο οποίος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοζόμενο το 2010 από την bpost σύστημα εκπτώσεων εισήγε δυσμενή διάκριση εις βάρος ορισμένων πελατών της bpost. Ειδικότερα, η bpost παρείχε ποσοτική έκπτωση υπολογιζόμενη με βάση τον κατατιθέμενο όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων, η οποία χορηγούνταν τόσο στους αποστολείς όσο και στους μεσάζοντες. Η έκπτωση όμως που χορηγούνταν στους μεσάζοντες υπολογιζόταν όχι με βάση τον συνολικό όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων που προέρχονταν από το σύνολο των αποστολέων στους οποίους παρείχαν τις υπηρεσίες τους, αλλά με βάση τον όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων που δημιουργούσε ατομικά ο καθένας από τους εν λόγω αποστολείς. Η σχετική απόφαση ακυρώθηκε, στη συνέχεια, από το αρμόδιο βελγικό δικαστήριο, κατόπιν αίτησης προδικαστικής απόφασης που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και κατέληξε στην απόφαση ΔΕΕ της 11ης Φεβρουαρίου 2015, C-340/13, bpost (EU:C:2015:77), καθώς η επίμαχη περίπτωση δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση βάσει της τομεακής ταχυδρομικής νομοθεσίας. Δεύτερον, στην bpost επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους περίπου 37,4 εκατομμυρίων ευρώ από τη βελγική αρχή ανταγωνισμού για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, λόγω της εφαρμογής του ίδιου συστήματος εκπτώσεων μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Ιουλίου 2011. Η bpost αμφισβητεί τη νομιμότητα της δεύτερης αυτής διαδικασίας επικαλούμενη την αρχή ne bis in idem.
7. Στην υπόθεση C-151/20 , το αιτούν αυστριακό δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας η Bundeswettbewerbsbehörde, η αυστριακή αρχή ανταγωνισμού, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι οι εταιρίες Nordzucker και Südzucker, δύο γερμανικές εταιρίες παραγωγής ζάχαρης, παρέβησαν την απαγόρευση της Ένωσης σχετικά με τις συμπράξεις (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και το αυστριακό δίκαιο ανταγωνισμού. Όσον αφορά την Südzucker, η εν λόγω αρχή ζητεί επίσης την επιβολή προστίμου. Προηγουμένως, η Bundeskartellamt, η γερμανική αρχή ανταγωνισμού, είχε αποφανθεί ότι οι εν λόγω δύο επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το γερμανικό δίκαιο ανταγωνισμού και είχε επιβάλει στην Südzucker πρόστιμο ύψους 195,5 εκατομμυρίων ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτουν πλείονα ζητήματα όσον αφορά την αρχή ne bis in idem.
8. Με τις προτάσεις του στις δύο αυτές υποθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek διατυπώνει τη θέση ότι το άρθρο 50 του Χάρτη, στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem, πρέπει να έχει το ίδιο περιεχόμενο ανεξάρτητα από τον τομέα του δικαίου της Ένωσης στον οποίο εφαρμόζεται, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ειδική διάταξη εγγυάται ρητώς υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Επισημαίνει επίσης ότι σκοπός της αρχής ne bis in idem είναι η προστασία του πολίτη από τη διεξαγωγή δεύτερης διαδικασίας, η οποία απαγορεύεται. Η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να είναι καθορισμένη εκ των προτέρων με κανονιστικά μέσα και δεν μπορεί να εξαρτάται από στοιχεία που αφορούν τις περιστάσεις συγκεκριμένης (μεταγενέστερης) διαδικασίας.
Β. Ενιαίο κριτήριο ερμηνείας της προϋπόθεσης του idem, στηριζόμενο σε τριπλή ταυτότητα
9. Σύμφωνα με την κλασική προσέγγιση, για την εφαρμογή της αρχής, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις συνίστανται στην ταυτότητα, αφενός, προσώπων και, αφετέρου, πραγματικών περιστατικών (idem factum) για τα οποία έχει προηγηθεί καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ωστόσο η στάση του ΔΕΕ δεν φαίνεται να είναι η ίδια σε όλα τα πεδία, εξελίσσεται δε και στην προσπάθειά του να λάβει υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ο γενικός εισαγγελέας κάνει λόγο για διαδοχικά νομολογιακά ρεύματα. ΄Ετσι, σε υποθέσεις ανταγωνισμού, το ΔΕΕ δέχεται, κατά πάγια νομολογία, ότι η προστασία της αρχής του ne bis in idem ενεργοποιείται μόνον όταν συντρέχει η τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, του παραβάτη και του προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος, οπότε θα μπορούσε να γίνει λόγος για
idem crimen, δηλαδή για ταυτότητα παράβασης: «[απαγορεύεται η] επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού» [9]. Το κριτήριο αυτό έχει δεχθεί επικρίσεις από τρεις γενικούς εισαγγελείς, δηλαδή την J. Kokott [10], τον Ν. Wahl [11] και τον Ε. Tanchev [12]. Παρόμοιες αμφιβολίες διατυπώνονται και σε θεωρητικό επίπεδο [13]. Αντιθέτως, στις φορολογικές διαφορές φαίνεται ότι για τη συνδρομή του idem αρκεί η ταυτότητα προσώπων και πραγματικών περιστατικών, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών [ΔΕΕ της 26.2.2013, C‑617/10, Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105]. Τέλος, στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η νομολογία επί του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ) και των αντίστοιχων διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ στηριζόταν πάντοτε στην παραδοχή ότι το προστατευόμενο έννομο συμφέρον και ο νομικός χαρακτηρισμός των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών δεν επηρεάζουν εκτιμήσεις σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem [ΔΕΚ της 9.3.2006, van Esbroeck, C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψη 27]. Άλλωστε, από το γράμμα του άρθρου 54 ΣΕΣΣ προκύπτει ότι για την εφαρμογή της αρχής αρκεί η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών. Η νομολογία του Δικαστηρίου επί του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ επηρέασε το ΕΔΔΑ στην απόφασή του στην υπόθεση Zolotukhin, με την οποία δέχθηκε ότι η ύπαρξη «πραγματικών περιστατικών που είναι ταυτόσημα ή κατ’ ουσίαν ίδια»  αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο για την εκτίμηση του αν η δεύτερη διαδικασία απαγορεύεται ή όχι [ΕΔΔΑ της 10.2.2009, Sergey Zolotukhin κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2009:0210JUD001493903, § 82)]. Το ΕΔΔΑ επανεξέτασε την νομολογία Zolotukhin στην απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας, όπου ενέμεινε, κατ’ αρχήν, στην προσέγγιση του idem factum, αλλά εκτίμησε ότι η σώρευση διαδικασιών είναι δυνατή όταν οι επίμαχες διαδικασίες «συνδυάζονται κατά τρόπο ολοκληρωμένο ώστε να σχηματίζουν ένα συνεκτικό σύνολο» [ΕΔΔΑ της 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας (CE:ECHR:2016:1115JUD002413011, § 130)]. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στην πραγματικότητα δεν έλαβε χώρα μια πραγματική δεύτερη διαδικασία [14]. Το Δικαστήριο απάντησε στη μεταβολή της προσέγγισης που υιοθέτησε το ΕΔΔΑ με δέσμη αποφάσεων οι οποίες συνθέτουν τη νομολογία Menci [ΔΕΕ της 20.3.2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193 και Di Puma και Zecca, C‑596/16 και C‑597/16, EU:C:2018:192]. Οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν δεύτερη (ποινική ή διοικητική) διαδικασία, η οποία κινήθηκε για λόγους φοροδιαφυγής, χειραγώγησης της αγοράς και παράνομων πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη κινηθεί προηγούμενες (ποινικές ή διοικητικές) διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Έκρινε ότι είναι επιτρεπτή η διεξαγωγή δεύτερης διαδικασίας υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση βάσει της οποίας επιτρέπεται η σώρευση διαδικασιών «επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει μια τέτοια σώρευση […], δεδομένου ότι αυτές οι διώξεις και αυτές οι κυρώσεις πρέπει να επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς, περιέχει κανόνες διασφαλίζοντες έναν συντονισμό που περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο την πρόσθετη επιβάρυνση που απορρέει για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα από τη σώρευση διαδικασιών, και προβλέπει κανόνες δυνάμενους να διασφαλίσουν ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλόμενων κυρώσεων περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο σε σχέση προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως» (τήρηση της αρχής της αναλογικότητας). Διενεργώντας την ανάλυση βάσει του άρθρου 52 παρ. 1 του Χάρτη, το Δικαστήριο έλεγξε αν ο επίμαχος περιορισμός προβλεπόταν από τον νόμο, αν διαφύλασσε το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και αν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.
10. O γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία διαμορφώθηκε σε στενή αλληλεπίδραση με το ΕΔΔΑ, μπορεί να περιγραφεί ως μωσαϊκό παράλληλων καθεστώτων, θεωρεί δε ότι είναι δύσκολο να υποστηριχθεί σε εννοιολογικό επίπεδο ότι η ίδια διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή το άρθρο 50 του Χάρτη, μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με τον τομέα του δικαίου της Ένωσης στον οποίο εφαρμόζεται. Αυτό, όμως, φαίνεται να συμβαίνει αν τα στοιχεία ορισμού της απαγόρευσης που διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δηλαδή το idem και το bis, ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς τομείς του δικαίου της Ένωσης. Προς αντικατάσταση του «αποσπασματικού και εν μέρει αντιφατικού μωσαϊκού» που επί του παρόντος ισχύει, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει την εφαρμογή ενιαίου κριτηρίου για την προστασία που παρέχει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έναντι της επιβολής διπλής ποινής για την ίδια αξιόποινη πράξη. Επισημαίνει ότι η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «ποινικού» ζητήματος λόγω της εφαρμογής των κριτηρίων Engel και από το ΔΕΕ έχει σημαντικό αντίκτυπο στο κριτήριο του idem που πρέπει να ακολουθήσει. Όσο μεγαλώνει ο κατάλογος των διαφόρων διοικητικών διαδικασιών και κυρώσεων που θεωρούνται ποινικές, τόσο αυξάνεται και το εύρος των διαδικασιών και των κυρώσεων ως προς τις οποίες απαιτείται η πραγματοποίηση εκτίμησης του idem. Για να μη γίνει δεκτό ότι η προστασία που παρέχεται από την αρχή ne bis in idem περιλαμβάνει τα πάντα ανεξαιρέτως, τότε σε κάποιο σημείο πρέπει να πραγματοποιηθεί επιλογή: είτε κατά το στάδιο του καθορισμού του τι αποτελεί «ποινικό», είτε κατά το στάδιο του καθορισμού του idem. Δεδομένου ότι, επί του παρόντος, δεν είναι πιθανή η επανεξέταση των κριτηρίων Engel, θα πρέπει να τεθούν πιο αυστηρές προϋποθέσεις για τον ορισμό του idem, εκτός αν κρίνονται απαράδεκτες όλες ανεξαιρέτως οι δεύτερες διαδικασίες διοικητικού-ποινικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως των διαφόρων στόχων ή σκοπών που ενδέχεται να επιδιώκουν. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, ο ορισμός τόσο του ποινικού χαρακτήρα όσο και του idem είναι υπερβολικά ευρύς, τότε η πλειονότητα των παράλληλων διοικητικών καθεστώτων στα κράτη μέλη θα αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα όσον αφορά την επιβολή. Από την άλλη πλευρά, με το κριτήριο της νομολογίας Menci, που μετατοπίζει την ανάλυση από το άρθρο 50 στο άρθρο 52 παρ. 1 του Χάρτη,μόνον όταν έχει περατωθεί η δεύτερη διαδικασία καθίσταται δυνατό να εξακριβωθεί αν πληρούνται κάποιες από τις προϋποθέσεις του κριτηρίου και, επομένως, αν η δεύτερη διαδικασία είναι νόμιμη ή όχι. Πράγματι, μπορεί να εμποδιστεί η συνέχιση κάποιων από τις «δεύτερες» διαδικασίες λόγω έλλειψης σκοπού γενικού συμφέροντος ή λόγω έλλειψης επιδιωκόμενων συμπληρωματικών σκοπών. Ωστόσο, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται, η αναλογικότητα του προκύπτοντος περιορισμού εξαρτάται από τις συνθήκες υπό τις οποίες θα λάβει χώρα η δεύτερη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού της κύρωσης. Με άλλα λόγια, το κριτήριο Menci δεν διασφαλίζει εκ των προτέρων προστασία του πολίτη από τη διεξαγωγή της δεύτερης διαδικασίας, ενώ η συνδρομή του εξαρτάται από τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης. Όμως, σκοπός του άρθρου 50 του Χάρτη είναι ακριβώς η προστασία του πολίτη από τη διεξαγωγή της δεύτερης διαδικασίας, οπότε η απαγόρευσή της πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να είναι καθορισμένη εκ των προτέρων και κανονιστικά. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η εκτίμηση του idem θα πρέπει να στηρίζεται σε τριπλή ταυτότητατου παραβάτη, των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και του προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος. Η πρόταση αυτή στηρίζεται και στο γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη, το οποίο χρησιμοποιεί τον όρο «αδίκημα» και όχι πραγματικά περιστατικά: η λέξη «αδίκημα» αναφέρεται όχι μόνον στα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία, αλλά και στον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων συμπεριφορών, ή τουλάχιστον στις επιπτώσεις ή στον αντίκτυπο που μια τέτοια συμπεριφορά έχει στα συμφέροντα που κρίνονται άξια προστασίας από την κοινωνία. Όταν η ίδια συμπεριφορά θίγει διαφορετικά προστατευόμενα έννομα ή κοινωνικά συμφέροντα, συνεπάγεται συχνά τη διάπραξη πολλών διαφορετικών αδικημάτων. Όταν τα διαπραχθέντα αδικήματα αφορούν διαφορετικούς τομείς του δικαίου, καθένας από τους οποίους υπόκειται στον έλεγχο διαφορετικής ρυθμιστικής αρχής (ελευθέρωση των αγορών, ανταγωνισμός), δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι η δεύτερη διαδικασία είναι πάντοτε απαράδεκτη, επειδή αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Μια τέτοια προσέγγιση αποκλείει, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα παράλληλης επιδίωξης διαφορετικών εννόμων συμφερόντων [15].
11. Εφαρμόζοντας το παραπάνω κριτήριο στην υπόθεση bpost, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει να δοθεί στο βελγικό δικαστήριο η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στον Χάρτη δεν αποκλείει την επιβολή προστίμου από την αρμόδια διοικητική αρχή κράτους μέλους για παράβαση του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, όταν το ίδιο πρόσωπο έχει ήδη απαλλαγεί αμετακλήτως στο πλαίσιο προγενέστερης διαδικασίας διεξαχθείσας από τον εθνικό ρυθμιστικό φορέα της αγοράς των ταχυδρομείων για φερόμενη παράβαση της νομοθεσίας περί ταχυδρομικών υπηρεσιών, εφόσον η μεταγενέστερη διαδικασία διαφέρει είτε ως προς την ταυτότητα του παραβάτη, είτε ως προς τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, είτε ως προς το προστατευόμενο έννομο συμφέρον, την προστασία του οποίου επιδιώκουν οι κρίσιμες στο πλαίσιο των σχετικών διαδικασιών νομοθετικές πράξεις.
12. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, αμφότερες οι παραβάσεις, για τις οποίες ασκήθηκαν διαδοχικές διώξεις στο πλαίσιο της τομεακής διαδικασίας και της διαδικασίας του δικαίου του ανταγωνισμού, φαίνεται να συνδέονται με την προστασία διαφορετικού εννόμου συμφέροντος και με νομοθεσία η οποία επιδιώκει διαφορετικό σκοπό. Πρώτον, ως προς το προστατευόμενο έννομο συμφέρον, η απελευθέρωση ορισμένων αγορών, οι οποίες στο παρελθόν ήταν μονοπωλιακές, υπακούει σε διαφορετική λογική από τη διαρκή και οριζόντια προστασία του ανταγωνισμού. Δεύτερον, τούτο προκύπτει επίσης από το μη επιθυμητό αποτέλεσμα του οποίου η αποτροπή επιδιώκεται με την τιμωρία εκάστης των παραβάσεων. Αν ο σκοπός έγκειται στην απελευθέρωση ενός τομέα, τότε η ενδεχόμενη βλάβη που προκαλείται στον ανταγωνισμό σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί από το κανονιστικό πλαίσιο. Αντιθέτως, η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, η οποία έχει ως συνέπεια τη στρέβλωση του ανταγωνισμού σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, αποτελεί πράγματι ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των κανόνων του ανταγωνισμού.
13. Στην υπόθεση Nordzucker κ.λπ.ο γενικός εισαγγελέας επιβεβαιώνει ότι το ενιαίο κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται για την ερμηνεία της αρχής ne bis in idem θα ισχύει επίσης και στον συγκεκριμένο τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Κατά την άποψή του, το κατά πόσον το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον πρέπει να διαπιστώνεται με εξέταση των συγκεκριμένων εφαρμοζόμενων κανόνων. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, πρέπει να εκτιμάται κατά πόσον οι εκάστοτε εθνικοί κανόνες αποκλίνουν από εκείνους της Ένωσης. Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού δύο κρατών μελών εφαρμόζουν την απαγόρευση της Ένωσης για τις συμπράξεις και την αντίστοιχη διάταξη του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον.
14. Περαιτέρω, το γεγονός ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού έλαβε υπόψη σε προγενέστερη απόφαση τα εξωεδαφικά αποτελέσματα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συγκεκριμένης συμπεριφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι βάσει του εθνικού δικαίου δικαιούτο να το πράξει, ασκεί επιρροή στην εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στη μεταγενέστερη διαδικασία. Η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στον Χάρτη δεν επιτρέπει την εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή δικαστηρίου επιβολή κυρώσεων για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά η οποία έχει ήδη αποτελέσει το αντικείμενο προγενέστερης διαδικασίας, περατωθείσας με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης άλλης εθνικής αρχής ανταγωνισμού. Εντούτοις, η εν λόγω απαγόρευση εφαρμόζεται μόνο στον βαθμό που τα αντικείμενα αμφοτέρων των διαδικασιών ταυτίζονται από χρονικής και γεωγραφικής απόψεως. Η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στον Χάρτη εφαρμόζεται επίσης στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών οι οποίες κινήθηκαν επί τη βάσει αίτησης για υπαγωγή σε πρόγραμμα επιείκειας και δεν κατέληξαν στην επιβολή προστίμου.
15. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η παραπάνω πρόταση του γενικού εισαγγελέα θυμίζει την προσέγγιση που υιοθέτησε συναφώς η απόφαση ΣτΕ 3473/2017 [16], η οποία αφορά το ζήτημα της σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων από ανεξάρτητες αρχές [εν προκειμένω ΑΔΑΕ και ΕΣΡ] και αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση άτυπου διαλόγου μεταξύ ΕΔΔΑ, ΔΕΕ και ΣτΕ. Παρόλο που το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει εν προκειμένω συνδυαστικά τη νομολογία και των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων (σκέψη 11), δίδει τελικώς το προβάδισμα στη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, πάντως, αφενός, αφορά άλλο τομέα δράσης, την  προστασία του ανταγωνισμού, και, αφετέρου, φαίνεται να καταλήγει σε λιγότερο προστατευτικά αποτελέσματα από την αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού δέχεται ότι η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων ακόμη και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί, προφανώς, ότι έχει διαφωτιστεί πλήρως και δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για την παροχή διευκρινίσεων ως προς την έννοια της νομολογίας που επικαλείται. Ειδικότερα, με την απόφαση ΣτΕ 3473/2017 έγινε δεκτό [σκέψη 11] ότι «είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα. Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής non bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η μια από αυτές θα καθιστούσε ανενεργή την υποχρέωση που έχουν από το Σύνταγμα διαφορετικά κρατικά όργανα να προστατεύουν τους θιγομένους στα ατομικά τους δικαιώματα. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο θα κριθεί στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητος.» Θα πρέπει να τονιστεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει τη συλλογιστική του στη συνταγματική υποχρέωση των οικείων αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την προστασία των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, προσέγγιση που θυμίζει την απόφαση ΣτΕ 2067/2011 σε σχέση με τη διάκριση των δικαιοδοσιών (άρθρα 94 και 96 του Συντάγματος).
ΙΙ. Η χορήγηση αμνηστίας ως προϋπόθεση ενεργοποίησης της αρχής ne bis in idem
16. Ενδιαφέρον για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem παρουσιάζουν οι προτάσεις της 17ης Ιουνίου 2021 της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑203/20, AB κ.λπ.(ανάκληση αμνηστίας, EU:C:2021:498), με αφορμή Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την απαγωγή του γιού πρώην προέδρου της Σλοβακίας το οποίο εκδόθηκε με την ανάκληση αμνηστίας. Ειδικότερα, το 1995, μέλη των σλοβακικών υπηρεσιών ασφαλείας φέρεται να έχουν διαπράξει σωρεία ποινικών αδικημάτων, μεταξύ των οποίων αρπαγή προς τον σκοπό μεταφοράς του θύματος στην αλλοδαπή, ληστεία και εκβιασμό. Θύμα των εν λόγω πράξεων ήταν ο υιός του τότε Προέδρου της Σλοβακίας. Στις 3 Μαρτίου 1998 ο τότε Πρωθυπουργός της Σλοβακίας, ως εκπρόσωπος του Προέδρου, χορήγησε αμνηστία για τις κατηγορίες αυτές. Ως εκ τούτου, το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπαυσε την ποινική δίωξή σε βάρος όλων των κατηγορουμένων για τον λόγο ότι τους χορηγήθηκε αμνηστία και η σχετική διάταξη επικυρώθηκε με την απόφαση του δευτεροβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Μπρατισλάβας και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επρόκειτο για αμετάκλητη απόφαση η οποία έχει χαρακτήρα απόφασης επί της ουσίας και παράγει τα αποτελέσματα αθωωτικής απόφασης. To Κοινοβούλιο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ανακάλεσε την προαναφερθείσα αμνηστία με ψήφισμα της 5ης Απριλίου 2017. Με απόφασή του της 31ης Μαΐου 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας αποφάνθηκε ότι το ψήφισμα του Κοινοβουλίου είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, έπρεπε να ακυρωθεί και η αμετάκλητη διάταξη του δικαστηρίου περί παύσης της ποινικής δίωξης. Δεδομένου ότι ο πρόεδρος του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της τρίτης περιφέρειας της Μπρατισλάβας, εξετάζει το ενδεχόμενο να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για έναν εκ των κατηγορουμένων, ζητεί από το Δικαστήριο  να διευκρινίσει κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η ανάκληση της αμνηστίας συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οι επιφυλάξεις του αιτούντος δικαστηρίου συνδέονται, ειδικότερα, με την αρχή ne bis in idem, καθόσον η διαδικασία έχει ήδη περατωθεί οριστικά λόγω χορήγησης αμνηστίας.
17. Με τις προτάσεις που υπέβαλε, η γενική εισαγγελέας εξετάζει, πρώτον, το ζήτημα αν η περάτωση της ποινικής διαδικασίας λόγω αμνηστίας πρέπει, παρά τη μεταγενέστερη ανάκληση της αμνηστίας, να θεωρηθεί ως οριστική καταδίκη ή ως οριστική αθώωση, που ενεργοποιεί την αρχή ne bis in idem. Η γενική εισαγγελέας υπενθύμισε συναφώς ότι μια τέτοια οριστική απόφαση πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις: πρώτον, πρέπει με αυτή να έχει εξαλειφθεί αμετάκλητα η ποινική αξίωση της πολιτείας και, δεύτερον, η απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Κατά τη γενική εισαγγελέα, η πρώτη προϋπόθεση συντρέχει, διότι η αμνηστία είχε ως αποτέλεσμα την οριστική παύση των ποινικών διώξεων και, συνακολούθως, την αμετάκλητη εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας. Όσον αφορά, όμως, τη δεύτερη προϋπόθεση, οι ενδείξεις που περιέχει η αίτηση προδικαστικής απόφασης δεν επιτρέπουν τη συναγωγή οριστικού συμπεράσματος. Πράγματι, οι έννοιες της «καταδίκης» και της «αθώωσης» υποδηλώνουν ότι η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστώθηκε κατόπιν αξιολόγησης των περιστάσεων της υπόθεσης, συνεπώς, ότι εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας. Η απόφαση, όμως, περί παύσης της ποινικής δίωξης λόγω αμνηστίας δεν στηρίζεται σε αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης των προσώπων τα οποία αφορά, δηλαδή δεν περιλαμβάνει έλεγχο επί της ουσίας. Έτσι, η γενική εισαγγελέας θεώρησε ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη δεν αντιτίθεται στην έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει της απόφασης-πλαισίου 2002/584, οσάκις η ποινική δίωξη έχει παύσει κατ’ αρχάς οριστικά λόγω αμνηστίας χωρίς να έχει εξετασθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων τα οποία αφορά, η δε απόφαση περί παύσης της ποινικής δίωξης κατέστη ανίσχυρη λόγω ανάκλησης της αμνηστίας.

Υποσημειώσεις

[1] Τις εν γένει δυσχέρειες ερμηνείας και εφαρμογής της «γηραιάς» πλέον αρχής καταδεικνύουν οι πρόσφατες μονογραφίες των Μ. Μουστάκα, Η αρχή ne bis in idem και το ελληνικό διοικητικό δίκαιο. Το αβέβαιο μέλλον μιας (κάποτε) πολλά υποσχόμενης αρχής, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018 και Ν. Σημαντήρα, Διοικητικές Κυρώσεις. Δικαιοκρατικές εγγυήσεις και όρια επιβολής, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021 (κεφάλαιο Δ΄ Σωρευτική επιβολή κυρώσεων και «δυαδικές διαδικασίες»).

[2] Η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται στον κανόνα του άρθρου 7 (παρ. 1) του 4ου ΠΠ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο ορίζει τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ [Δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη], με την ακόλουθη διατύπωση: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».

[3] ΣτΕ 2457, 2462/2018, 680/2017

[4] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα προς την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου 97 αυτού, (προστεθείσα με το άρθρ. 4 του ν. 1514/1950) καθώς και προς τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως της τελωνειακής παραβάσεως, που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής) έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν ετελέσθη η διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη (βλ. ΣτΕ Ολ 990/20041522/20102067/2011, Ολ 1741/2015)

[5] Για παράδειγμα την είσπραξη του συνόλου των εσόδων από ΦΠΑ

[6] ΔΕΕ 26.2.2013, C‑617/10, Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105, σκέψη 36 : «Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τα κριτήρια αυτά, αν πρέπει να προβεί σε εξέταση της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία σωρεύσεως φορολογικών και ποινικών κυρώσεων σε σχέση με τα εθνικά πρότυπα κατά την έννοια της σκέψεως 29 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα που θα μπορούσε να το οδηγήσει, ενδεχομένως, να κρίνει ότι η σώρευση αυτή είναι αντίθετη προς τα εν λόγω πρότυπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές».

[7] Ο χαρακτηρισμός είναι του Κ. Γιαννακόπουλου, Οι μεταλλάξεις του απορρυθμισμένου ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση PSPP του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 5ης Μαΐου 2020, www.constitutionalism.gr, υποσημ. 4.

[8] Ε. Πρεβεδούρου, Ένας νομικός Λάζαρος…. Η αξιακή ομοιογένεια και ο συνταγματικός πλουραλισμός ως μέσα άρσης των συγκρούσεων μεταξύ εννόμων τάξεων (Παρουσίαση της απόφασης ΣτΕ Ολ 359/2020), ΘΠΔΔ 6/2020, σ. 487· Ν. Σημαντήρα, Ισχύς, στάθμιση και όρια της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος δυαδικών κυρώσεων μετά την ΣτΕ Ολ 359/2020, ΘΠΔΔ 6/2020, σ. 495.

[9] ΔΕΚ 7.1.2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338, και 14.2.2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 97.

[10] Προτάσεις στην υπόθεση Toshiba Corporation, C‑17/10, EU:C:2011:552, σημεία 114 έως 122.

[11] Προτάσεις στην υπόθεση Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie, C‑617/17, EU:C:2018:976, σκέψη 45.

[12] Προτάσεις στην υπόθεση Marine Harvest, C‑10/18 P, EU:C:2019:795, σημείο 95.

[13] D. Sarmiento, Ne Bis in Idem in the Case-Law of the European Court of the Justice, σε B. Van Bockel (επιμ.), Ne Bis in Idem in EU Law, Cambridge University Press, Cambridge, 2016, σ. 130· R. Nazzini, Parallel Proceedings in EU Competition Law. Ne Bis In Idem as a Limiting Principle, σε B. Van Bockel (επιμ.), Ne Bis in Idem in EU Law, Cambridge University Press, Cambridge 2016, σ. 143 έως 145. Βλ., επίσης, M. Luchtman, The ECJ’s Recent Case Law on Ne Bis in Idem: Implications For Law Enforcement in a Shared Legal Order, Common Market Law Review, 55, 2018, σ. 1724.

[14] Το ΕΔΔΑ καθιέρωσε το κριτήριο του επαρκούς ουσιαστικού και χρονικού συνδέσμου των δύο διαδικασιών. Διευκρίνισε ότι η ικανοποίηση της απαίτησης περί ουσιαστικού συνδέσμου εξαρτάται από τα ακόλουθα στοιχεία: i) από τους συμπληρωματικούς σκοπούς που επιδιώκονται με τις δύο διαδικασίες σε σχέση με διάφορες πτυχές της βλαπτικής για την κοινωνία πράξης· ii) από το αν η σχετική διπλή διαδικασία συνιστά προβλέψιμη συνέπεια, τόσο από νομική όσο και από πρακτική άποψη, της ίδιας καταλογιζόμενης συμπεριφοράς · iii) από το αν υπάρχει συντονισμός μεταξύ των σχετικών διαδικασιών που πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται επαναλήψεις στο πλαίσιο τόσο της συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων όσο και την εκτίμησή τους· και iv) από την αναλογικότητα των συνολικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν. Ο χρονικός σύνδεσμος παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστος, με εξαίρεση τη γενική κατεύθυνση ότι «όσο αυξάνεται η χρονική απόσταση, τόσο δυσχερέστερη καθίσταται για το κράτος η εξήγηση και η δικαιολόγηση της τυχόν καθυστέρησης».

[15] Είναι γεγονός ότι και στην απόφαση Menci το προστατευόμενο έννομο συμφέρον ενσωματώθηκε στις εκτιμήσεις που αφορούν τους συμπληρωματικούς σκοπούς που επιδιώκουν οι εφαρμοστέες στις δύο επίμαχες διαδικασίες νομοθεσίες, δηλαδή εντάσσεται στο πλαίσιο της εκτίμησης του κριτηρίου bis.

[16] E. Πρεβεδούρου, H εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων - Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, ΘΠΔΔ 6/2015, σ. 524

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο