Στο δωδέκατο μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου (19-12-2016) θα αναλυθούν τα ακόλουθα πρακτικά θέματα:
Θέμα 1ο (= Θέμα Ιουν. 2014):
Ο Φ. με αίτησή του προς το ΣτΕ ζητεί την ακύρωση της πράξης του αρμόδιου Περιφερειάρχη, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του να του χορηγηθεί άδεια ιδρύσεως φαρμακείου στο Δήμο Αθηναίων. Η αίτηση αυτή είχε απορριφθεί με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3457/2006, πληθυσμιακό κριτήριο για την ίδρυση φαρμακείου, δεδομένου ότι η χορήγηση σε αυτόν αδείας θα είχε ως συνέπεια την υπέρβαση της κατά νόμο αναλογίας μεταξύ πληθυσμού και αριθμού φαρμακείων στον Δήμο Αθηναίων. Με την Αίτηση Ακύρωσης, ο Φ υποστηρίζει, ότι η ρύθμιση που εισάγει το πληθυσμιακό κριτήριο θίγει ανεπίτρεπτα την επαγγελματική του ελευθερία, καθώς με αυτήν απαγορεύεται η πρόσβασή του στο επάγγελμα του φαρμακοποιού και ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, σε σχέση με την άδεια ίδρυσης φαρμακείου ασκείται εντός προθεσμίας 20 ημερών ένσταση στη Φαρμακευτική Γνωμοδοτική Επιτροπή που λειτουργεί στο Υπουργείο Υγείας, η οποία κρίνει εκ νέου το τεθέν ζήτημα. Στη δίκη παρεμβαίνει ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αθηνών και, από κοινού με το Ελληνικό Δημόσιο, προβάλλουν τους εξής ισχυρισμούς:
α) η αίτηση ακυρώσεως του Φ είναι απαράδεκτη, επειδή αυτός δεν άσκησε την προβλεπόμενη από την οικεία νομοθεσία ένσταση, β) ο Φ έχει απολέσει το έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης, επειδή κατά την συζήτηση της αίτησής του είχε ήδη λάβει άδεια λειτουργίας φαρμακείου στην Κω και γ) η θέσπιση των πληθυσμιακών κριτηρίων για την χορήγηση άδειας ίδρυσης φαρμακείου συνιστά θεμιτό κατά το Σύνταγμα περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας, καθώς αυτή αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας των φαρμακείων, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία κινδύνων για τη δημόσια υγεία.
Ο Φ αντικρούει τα-παραπάνω επιχειρήματα, υποστηρίζοντας ότι:
α) η άσκηση της ως άνω ένστασης δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, σε κάθε περίπτωση δε η προσβαλλόμενη πράξη δεν ανέφερε τίποτε σχετικό, β) η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των φαρμακείων δεν συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς πρωτίστως αφορά στα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των ήδη λειτουργούντων φαρμακείων και γ) εφόσον, πάντως, θεωρηθεί ότι σκοπός του νόμου είναι η αποτροπή κινδύνων για την δημόσια υγεία, δεν είναι διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής του επίδικου περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού. Τέλος, ο Φ. υποστηρίζει ότι ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αθηνών δεν έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει, εφόσον η ίδρυση ενός ακόμη φαρμακείου δεν θα οδηγήσει σε οικονομική του βλάβη.
Αξιολογείστε τα επιχειρήματα των διαδίκων.
Θέμα 2ο (= Θέμα Σεπτ. 2012):
Σύμφωνα με τον νόμο, οι δημόσιοι υπάλληλοι με ειδικές σπουδές στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι κατέχουν οργανικές θέσεις κλάδου πληροφορικής με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στις υπηρεσίες τους, δικαιούνται επίδομα πληροφορικής ύψους 41 € το μήνα. Εδώ και αρκετά χρόνια ο Α υπηρετεί στο Υπουργείο Οικονομικών ως δημόσιος υπάλληλος και του έχουν ανατεθεί καθήκοντα καθημερινής επεξεργασίας φορολογικών στοιχείων σε ηλ. υπολογιστή, αν και δεν έχει κάνει ειδικές σπουδές. Στις 27.12.2011 ο Α, ο οποίος δεν λάμβανε το ως άνω επίδομα, ασκεί ένδικο βοήθημα κατά του Δημοσίου διεκδικώντας να του καταβληθούν αθροιστικά τα επιδόματα πληροφορικής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως την άσκηση της αγωγής του, συνολικά δηλαδή 2.640 €. Προς θεμελίωση της αξίωσής του ο Α προβάλλει τον ισχυρισμό ότι κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ το Δημόσιο δεν του κατέβαλε το εν λόγω επίδομα, εφόσον και αυτός υπηρετούσε με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση σε θέση με καθήκοντα χρήσης ηλ. υπολογιστή για τη διεκπεραίωση της εργασίας του, όπως ακριβώς και οι υπάλληλοι που είχαν πραγματοποιήσει σχετικές σπουδές.
Ερωτάται:
1. Ποιο είναι το ένδικο βοήθημα που έπρεπε να ασκήσει ο Α και σε ποιο δικαστήριο έπρεπε να ασκηθεί;
2. Ο Α πληροφορείται ότι προκειμένου να εκδικαστεί το ένδικο βοήθημά του, οφείλει να καταβάλει προηγουμένως δικαστικό δαπάνημα, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 4 τοις χιλίοις του ποσού που διεκδικεί. Παραβιάζει η πρόβλεψη του δαπανήματος αυτού το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας του Α;
3. Το Δημόσιο αντιτείνει, ότι σύμφωνα με τον νόμο οι αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων για αποδοχές δεν υπόκεινται στη γενική πενταετή παραγραφή που ισχύει για όλες τις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αλλά σε ειδική διετή παραγραφή. Η αποκλίνουσα ρύθμιση της παραγραφής για αξιώσεις των δημ. υπαλλήλων από αποδοχές παρουσιάζει προβλήματα συνταγματικότητας; Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τον ΑΚ οι μισθολογικές αξιώσεις των ιδιωτικών υπαλλήλων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, ενώ σύμφωνα με τον ν. 2362/1995 οι χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά των ιδιωτών υπόκεινται σε παραγραφή που είναι σαφώς μεγαλύτερη της διετίας.
4. Σε τι διαφέρει η παραγραφή από την αποκλειστική προθεσμία άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων;