Πράξεις παραχώρησης ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων (29-10-2013)
Στο τρίτο μάθημα των Ειδικών Θεμάτων Εμβάθυνσης Δημοσίου Δικαίου (29-10-2013) θα εξετάσουμε, αφενός, τη νομική φύση των πράξεων της Διοίκησης, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και των πράξεων με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος και, αφετέρου, το δικονομικό καθεστώς τους, δηλαδή τη φύση των διαφορών που απορρέουν από τις πράξεις αυτές. Θα αναλυθεί η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 891.2008, η οποία σηματοδοτεί νομολογιακή μεταστροφή σε σχέση με την απόφαση ΣτΕ 3860.2002 και την παραπεμπτική στην Ολομέλεια ΣτΕ 1036.2004 (όμοια η ΣτΕ 1037/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 892/2008. Βλ. και ΣτΕ 1038/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 893/2008). Βλ. και μεταγενέστερες αποφάσεις ΣτΕ 257, 1521, 2478/2011.
Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.
Διάγραμμα
– Προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση
–ΣτΕ 3860/2002
Η προσβαλλόμενη… πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας «ΕΤΑ ΑΕ» περί παραχωρήσεως, … της επίδικης εκτάσεως στην παρεμβαίνουσα εταιρία «ΤΡΑΜ ΑΕ», εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 παρ. 5 περ. γ του Ν. 2636/1998, το οποίο ορίζει ότι η εταιρία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» μπορεί να παραχωρεί τη χρήση των περιουσιακών της στοιχείων σε φορείς του δημόσιου τομέα, δεν είναι διοικητική, διότι αφορά την παραχώρηση κατά χρήση ακινήτου, την διαχείριση του οποίου έχει ΝΠΙΔ, σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού επίσης δικαίου. Δεν καθιστά δε την πράξη αυτή διοικητική το γεγονός ότι το ακίνητο παραχωρείται για την εξυπηρέτηση του έργου του τροχιοδρόμου (τραμ), το οποίο είναι έργο υποστήριξης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, διότι … η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να επιτευχθεί και με μέσα του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται και η ανωτέρω πράξη με την κρινόμενη αίτηση. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Π. Κοτσώνη και Αικ. Χριστοφορίδου και του Παρέδρου Κ. Ευστρατίου, η ανωτέρω πράξη, με την οποία παραχωρείται το επίδικο ακίνητο για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού και συγκεκριμένα για την εκτέλεση έργου αναγκαίου για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι διοικητική, δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι προέρχεται από ΝΠΙΔ, εφόσον τούτο εν προκειμένω ασκεί δημοσία εξουσία.
–ΣτΕ 1036/2004 (παραπεμπτική στην Ολομέλεια)
Προς επίτευξη του κατά τον νόμο σκοπού της, η εταιρία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.», ΝΠΙΔ που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται καταρχήν από το κοινό δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών, δύναται είτε να προβαίνει η ίδια στην αξιοποίηση, είτε να εκμισθώνει και παραχωρεί σε τρίτους δικαιώματα επί της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του ΕΟΤ, μεταξύ των οποίων και οι οργανωμένες ακτές. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη καλούνται επιχειρηματικά σχήματα σε εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη σύναψη συμβάσεως με αντικείμενο την «ανάδειξη και διαχείριση» των ακτών Αλίμου, Α΄ και Β΄ Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρκιζας, του ΕΟΤ. Περιλαμβάνει δε, μεταξύ των άλλων, η «ανάδειξη και διαχείριση» των ακτών την αναβάθμιση των υφισταμένων εγκαταστάσεων, την οργάνωση και βελτίωση των ήδη παρεχομένων στο κοινό υπηρεσιών (ναυαγοσωστική κάλυψη, καθαριότητα και συντήρηση του χώρου κλπ.) και την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών και δραστηριοτήτων (οργάνωση των παραλιών με ομπρέλες, οργάνωση εκδηλώσεων, συναυλιών κλπ.). Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, δεν πρόκειται για την άσκηση δημοσίας εξουσίας εκ μέρους της εταιρίας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» με τη διατύπωση επιταγών ή απαγορεύσεων ή με την παροχή αδείας για ορισμένη ενέργεια, αλλά για άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της συναλλακτικής της δράσης, που κατατείνει στη σύναψη σύμβασης μεταξύ ΝΠΙΔ. Δεν πρόκειται δηλαδή για πράξη διφυούς νομικού προσώπου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτό δημοσίας εξουσίας και ως εκ τούτου δεν προκαλεί διοικητική αλλά ιδιωτική διαφορά υπαγομένη στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, συμφώνως προς το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος …. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο, όπως αβασίμως προβάλλουν οι αιτούντες, εκ του ότι με την προσβαλλόμενη πράξη προβλέπεται η παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης κοινοχρήστων δημοσίων πραγμάτων προοριζομένων για την άμεση εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι στις ανωτέρω ακτές περιλαμβάνονται και τμήματα αιγιαλού. Και τούτο διότι δεν αποκλείεται ούτε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου επί κοινοχρήστου πράγματος, όπως ο αιγιαλός (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1303/1997), ούτε η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού εκ μέρους ΝΠΙΔ με μέσα του ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 3860/2002). Οίκοθεν δε νοείται ότι, επιλαμβανόμενος της υπόθεσης, ο πολιτικός δικαστής είναι αρμόδιος να εξετάσει και τις προβαλλόμενες αιτιάσεις περί αντισυνταγματικότητος. (Μειοψηφούσα γνώμη…. η παραχώρηση δημοσίας υπηρεσίας σε ιδιώτη αποτελεί πράξη που, όπως και η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων, εντάσσεται ομοίως στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, αφού συνεπάγεται, αναγκαίως, ρύθμιση της χρήσης της υπηρεσίας αυτής από τους πολίτες, και, συνεπώς, η εν λόγω κρατική αρμοδιότητα δεν είναι δυνατόν να ασκείται, υφ’ οιανδήποτε νομική μορφή, από ΝΠΙΔ ή ιδιώτη. Ενόψει αυτού, η εταιρία «Ε.Τ.Α. Α.Ε.», κατά την παραχώρηση της διαχείρησης και εκμετάλλευσης των τουριστικών αυτών μονάδων του Ε.Ο.Τ. (ακτών) σε ιδιώτη (η οποία προφανώς διενεργείται σύμφωνα με την ενδεικτική απαρίθμηση του ανωτέρω άρθρου 13 παρ. 5 του ν. 2636/1998), ασκεί δημόσια εξουσία και αποτελεί, και κατά τούτο, ΝΠΔΔ.
– Οι πράξεις παραχώρησης ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις
–ΣτΕ Ολ 891/2008
– Προσβαλλόμενη πράξη
Ζητείται η ακύρωση της από 8.2.2001 πρόσκλησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» (ΕΤΑ ΑΕ) για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό την ανάπτυξη υπηρεσιών διαχείρισης (διαφήμισης-επικοινωνίας-ψυχαγωγίας-επισιτισμού) των οργανωμένων ακτών Αττικής του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ).
– Έννοια κοινοχρήστων πραγμάτων – παραχώρηση δικαιωμάτων – άσκηση δημόσια εξουσίας – αντιδιαστολή προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας
Τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 967 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) 1 και 5 του ΑΝ 2344/1940 και 2 του Ν 2971/2001, περιλαμβάνονται ο αιγιαλός και η παραλία, ανήκουν στη δημοσία κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση του κοινοχρήστου χαρακτήρα τους, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστελλόμενη προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου διενεργείται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Επί των κοινοχρήστων αυτών πραγμάτων είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό κανόνα δημοσίου δικαίου που περιέχεται στο άρθρο 970 ΑΚ, να παραχωρούνται από τη Διοίκηση ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον όμως με τα δικαιώματα αυτά, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή τους χρήση.
– Έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης – νομική φύση ΕΟΤ – ακυρωτικές διοικητικές διαφορές
Από τις διατάξεις του άρθρου 970 του ΑΚ, ερμηνευομένου υπό το φως του άρθρου 5 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ειδικώς δε, όταν πρόκειται για ευαίσθητα οικοσυστήματα, και υπό το φως του άρθρου 24 αυτού, συνάγεται ότι η πράξη, με την οποία, στα πλαίσια της διαχείρισης των κοινοχρήστων πραγμάτων, παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επ’ αυτών, ανήκει στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, αφού η παραχώρηση αυτή έχει ως άμεση και αναγκαία συνέπεια την ευθεία επέμβαση στο δικαίωμα των τρίτων προς ακώλυτη χρήση του κοινοχρήστου πράγματος, σύμφωνα με τον προορισμό του. Κατ’ ακολουθία, η εν λόγω κρατική αρμοδιότητα δεν είναι δυνατόν να ασκείται, υφ’ οιανδήποτε νομική μορφή, από ΝΠΙΔ ή ιδιώτη (ΣτΕ Ολ 1934/1998). Εξάλλου, η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και ναι μεν δεν αποκλείεται η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον όμως δευτερευόντως και εφόσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός. Επομένως, πράξεις της Διοίκησης, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και εκείνες, με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, διότι εκδίδονται κατ’ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπουν σε δημόσιο σκοπό. Συνεπώς οι διαφορές που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές, εφόσον δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω πράξεις εντάσσονται τυχόν σε διαδικασία κατάρτισης σύμβασης, καθώς και ανεξαρτήτως της φύσης της σύμβασης αυτής, εφόσον, πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, προσβάλλονται από τρίτους (ΣτΕ Ολ 1467/1990, Ολ 61/1974, Ολ 2799/1972, Ολ 1377/1971, Ολ 394/1963, Ολ 1102/1957, Ολ 931/1948 ).
Τα αυτά άλλωστε ισχύουν και επί παραχώρησης ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων εκτάσεων που περιλαμβάνονται σε ακίνητα, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί, κατά τις οικείες διατάξεις, ως «τουριστικά δημόσια κτήματα», είτε η παραχώρηση αυτή γίνεται από το Δημόσιο, είτε από τον ΕΟΤ (ΣτΕ Ολ 2799/1972). Από τις διατάξεις που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία του ΕΟΤ, ο οποίος αποτελεί ΝΠΔΔ, προκύπτει ότι ο οργανισμός αυτός, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται την περιουσία του, στην οποία περιλαμβάνονται ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί ως δημόσια τουριστικά κτήματα, καθώς και κοινόχρηστα πράγματα, με παραχώρηση ή εκμίσθωση αυτής σε τρίτους, δεν διαχειρίζεται την ιδιωτική του περιουσία, αλλ’ενεργεί ως δημόσιο όργανο, που αποβλέπει στην οργάνωση και προαγωγή του τουρισμού στην Ελλάδα, δηλαδή σε γενικότερο δημόσιο σκοπό (βλ. ιδίως Ν 2160/1993, ΝΔ 180/1946 και Ν 4109/1960).
– Νομική φύση της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» (νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα)
Σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν 2636/1998 και 2837/2000, η εταιρία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» (ΕΤΑ ΑΕ) διέπεται, κατ’ αρχήν, από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, λειτουργεί όμως χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχει ως σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας του ΕΟΤ, στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, κινητά και ακίνητα πράγματα ή επιχειρηματικές μονάδες που ανήκουν στην κυριότητα του ΕΟΤ ή τα οποία τελούν, απλώς, υπό τη διοίκηση και διαχείριση ή υπό την εκμετάλλευση αυτού, μεοποιαδήποτε νομική μορφή. Για την πραγματοποίηση του σκοπού της, η εν λόγω εταιρία μπορεί να ενεργεί οποιαδήποτε πράξη διαχείρισης ή διάθεσης των περιουσιακών αυτών στοιχείων. Εξάλλου, η εν λόγω εταιρία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού σε αυτό ανήκει το σύνολο των μετοχών της, το Διοικητικό Συμβούλιο, μέλος του οποίου είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος, εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, το δε καταστατικό της καταρτίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και τροποποιείται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, εγκρινομένη με απόφαση του ίδιου Υπουργού (άρθρα 15 και 16 του Ν 2636/1998, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του Ν 2837/2000). Και ναι μεν προβλέπεται αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και δυνατότητα εισόδου της εταιρείας αυτής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε διεθνές χρηματιστήριο, σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται το Δημόσιο να απολέσει την απόλυτη πλειοψηφία (51%) των μετοχών της [ποσοστό που, με το άρθρο 39 παρ. 4 του Ν 3105/2003, περιορίσθηκε σε 34%, το οποίο επιτρέπει πλέον τον έλεγχο της εταιρίας από ιδιώτες. Η διάταξη όμως αυτή δεν καταλαμβάνει την επίδικη περίπτωση και δεν εξετάζεται ως προς τη συνταγματικότητά της]. Υπό τα δεδομένα αυτά, ιδίως δε του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο έλεγχος της εταιρίας «Ε.Τ.Α. Α.Ε.» ανήκει, κατά νόμον, στο Δημόσιο, η εταιρία αυτή, κατά την παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων, τα οποία περιλαμβάνονται στη δημόσια περιουσία του Ε.Ο.Τ. και των οποίων η διαχείριση έχει ήδη περιέλθει σε αυτή, ασκεί δημόσια εξουσία και αποτελεί, κατά τούτο, ΝΠΔΔ, είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι η εν λόγω δράση αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και αποβλέπει και σε επίτευξη κέρδους. Συνεπώς, οι σχετικώς εκδιδόμενες πράξεις της εν λόγω εταιρίας, είτε αναφέρονται αποκλειστικά σε κοινόχρηστα πράγματα είτε περιλαμβάνουν και μη κοινόχρηστα, συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες παραδεκτώς προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανεξαρτήτως του κατά πόσον εντάσσονται σε διαδικασία κατάρτισης σύμβασης, εφόσον πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αιτούντες δεν λαμβάνουν μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία.
– Αίτηση ακύρωσης από τρίτους – παραδεκτή
Η προσβαλλόμενη πράξη της εταιρίας «ΕΤΑ Α.Ε.» εντάσσεται σε διαδικασία κατάρτισης σύμβασης περί παραχώρησης σε ιδιώτες της διαχείρισης και εκμετάλλευσης επιχειρηματικής μονάδας του ΕΟΤ, που αποτελείται από οργανωμένες ακτές, έκταση δηλαδή, στην οποία περιλαμβάνονται κοινόχρηστα πράγματα. Επομένως, η εν λόγω πράξη είναι εκτελεστή και παραδεκτώς προσβάλλεται από τους αιτούντες, οι οποίοι, ως προς τη σύμβαση αυτή, έχουν την ιδιότητα των τρίτων.
– Μειοψηφία στη ΣτΕ Ολ 891/2008
– Προσβολή πράξης ΝΠΙΔ, η οποία εντάσσεται σε διαδικασία που προηγείται της σύναψης σύμβασης γεννά ιδιωτική διαφορά, για τους εξής λόγους:
α. Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος, στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει ο έλεγχος της νομιμότητας των μονομερών εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα ΝΠΔΔ. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από συμβάσεις τις οποίες συνάπτουν οι διοικητικές αρχές υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αν πρόκειται για συμβάσεις διοικητικές, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.
β. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ, θεωρούνται αποσπαστές από την καταρτιζόμενη σύμβαση διοικητικές πράξεις, υποκείμενες σε αίτηση ακύρωσης και οι μονομερείς εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών, οι οποίες εντάσσονται στη διαδικασία που αποβλέπει στη σύναψη, όχι πάντως κάθε συναπτόμενης από τις διοικητικές αρχές σύμβασης, αλλά μόνον εκείνων των συμβάσεων οι οποίες είναι από τη φύση τους διοικητικές.
γ. Προϋποθέσεις (σωρευτικώς συντρέχουσες) για τον χαρακτηρισμό σύμβασης ως διοικητικής: i) ένα από τα συμβαλλόμενα μέλη είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, ii) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, ο οποίος έχει αναχθεί από τον νομοθέτη σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και iii) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση (ΑΕΔ 10/1987, 10/1992, 21/1997, 3/1999 και 10/2003, ΣτΕ Ολ 1031/1995, 4467/1995, 3486/1996, Ολ 2403/1997, 3106/2002, 3774/2003). Εάν δεν συντρέχει μια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε η σύμβαση είναι ιδιωτική.
δ. Κατά την ίδια νομολογία του ΑΕΔ, για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής, και επομένως για τον καθορισμό των αρμόδιων για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών δικαστηρίων, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι το ΝΠΙΔ που συνάπτει τη σύμβαση ανήκει στο Δημόσιο ή είναι δημόσια επιχείρηση. Αποκρούσθηκε από το ΑΕΔ η άποψη, ότι συμβάσεις, αν και συναπτόμενες από ΝΠΙΔ, έχουν διοικητικό χαρακτήρα, όταν τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι δημόσιες επιχειρήσεις που λειτουργούν χάριν του δημόσιου συμφέροντος. Και έτσι δεν υιοθετήθηκε η υποστηριχθείσα από την εκεί μειοψηφία γνώμη ότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το συμβαλλόμενο ΝΠΙΔ αποτελεί φορέα δημόσιας εξουσίας (είναι δηλαδή διαφυές νομικό πρόσωπο) αφού, κατά την γνώμη αυτή, «η έννοια του φορέως δημοσίας διοικήσεως είναι λειτουργική, ανεξαρτήτως της ιδιότητος το νομικού προσώπου ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η διοίκησις δεν ασκείται μόνον από κρατικές υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αλλά δύναται να ανατεθή και εις νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπάρχοντα ήδη ή ιδρυόμενα προς τον σκοπόν αυτόν, αφού η οργανωτική μορφή είναι θέμα πολιτικής σκοπιμότητος ή ευλυγισίας και δεν μεταβάλλει το αντικείμενο των παρεχόμενων υπηρεσιών ούτε καταργεί το εκάστοτε μονοπώλιον, με συνέπειαν τα νομικά αυτά πρόσωπα να είναι φορείς δημοσίας διοικήσεως και οι πράξεις των διοικητικαί» (ΑΕΔ 10/1987).
ε. Όταν ο νομοθέτης επιλέγει ως μέσο για την ικανοποίηση σκοπών, έστω και δημόσιου συμφέροντος, όχι τη μονομερή διοικητική πράξη αλλά τη σύμβαση, τότε, προκειμένου να καθορισθούν τα αρμόδια, για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν, δικαστήρια, πρέπει να εξετάζεται η φύση της συγκεκριμένης σύμβασης, σύμφωνα με τα ανωτέρω τρία κριτήρια. Και αν δεν συντρέχει μια από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, όπως όταν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, η σύμβαση είναι ιδιωτική και οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή των πράξεων οι οποίες προηγούνται της κατάρτισης της σύμβασης, είναι ιδιωτικές υπαγόμενες, κατά το Σύνταγμα, στα πολιτικά δικαστήρια, διότι οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν αποσπαστές από την ιδιωτική σύμβαση διοικητικές πράξεις (ΣτΕ Ολ 2403/1997).
στ. Δεν ασκεί επιρροή στη φύση των μονομερών πράξεων που εντάσσονται στη διαδικασία που κατατείνει στη κατάρτιση μιας σύμβασης και κατά συνεκδοχή στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, το πρόσωπο του αιτούντος, δηλαδή η ιδιότητα του αιτούντος ως μετέχοντος στην εν λόγω διαδικασία ή ως τρίτου προς αυτήν. Ο χαρακτηρισμός των πράξεων αυτών ως διοικητικών πράξεων συναρτάται αποκλειστικά, σύμφωνα με την πάγια και ανεξαίρετη νομολογία του ΑΕΔ, προς την καθοριζόμενη με αντικειμενικά κριτήρια φύση της σύμβασης ως διοικητικής.
ζ. Αυτή είναι και η νομολογία της Ολομέλειας του ΣτΕ, κατά την οποία, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, επί προσβολής πράξεων, που προηγούνται της σύμβασης, από τρίτους, η προκαλούμενη διαφορά είναι διοικητική, υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ, μόνον εφ όσον πρόκειται για σύμβαση διοικητική (ΣτΕ Ολ 3707/1987). [βλ. πάντως άρθρα 1 και 3 του Ν 3886/2010, Δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων – Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 (L 395) και την Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 (L 76), όπως τροποποιήθηκαν με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (L 335) καθώς και άρθρο 47 παρ. 4 του Ν 3900/2010, κατά το οποίο, «με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3886/2010 (ΦΕΚ 173 Α΄), οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων που αποφαίνονται ανεκκλήτως». Αναλυτικά για το θέμα της δικαιοδοσίας ως προς τις σχετικές διαφορές βλ., αντί πολλών, Κ. Γιαννακόπουλου, Η νέα δικονομία των δημοσίων συμβάσεων: ακόμη μια χαμένη ευκαιρία, ΕφημΔΔ 5/2010, σ. 595].
η. Δεν είναι νοητό οι πράξεις αυτές, εντασσόμενες στη διαδικασία για την κατάρτιση σύμβασης ιδιωτικού, σύμφωνα με την πάγια και ανεξαίρετη νομολογία του ΑΕΔ, δικαίου, διότι το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, όταν η νομιμότητά τους αμφισβητείται από διαγωνιζόμενους, να θεωρούνται πράξεις κινούμενες στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, με συνέπεια οι προκαλούμενες από αυτές διαφορές να είναι ιδιωτικές, υπαγόμενες στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ, όταν η νομιμότητά τους αμφισβητείται από τρίτα πρόσωπα, οι ίδιες πράξεις να αποκτούν χαρακτήρα πράξεων δημοσίου δικαίου, δηλαδή να μεταλλάσσονται σε διοικητικές πράξεις, υποκείμενες σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ. Κατά το Σύνταγμα, η διάκριση των διαφορών ως δημόσιων ή ιδιωτικών εξαρτάται «από τη φύση τους» και όχι από το πρόσωπο του αιτούντος δικαστική προστασία (ΑΕΔ 10/1993).
θ. Η νομολογία του ΣτΕ που επικαλείται η πλειοψηφία για τη στήριξη της αντίθετης άποψής της (ΣτΕ Ολ 1467/1990 κ.λπ.) δεν αφορά το ανωτέρω επίμαχο ζήτημα, αφού πρόκειται για αποφάσεις επί διαφορών που προκλήθηκαν από την έκδοση μονομερών πράξεων διοικητικών αρχών μη εντασσόμενων σε διαδικασία που, κατά νόμον, αποβλέπει στη σύναψη σύμβασης. Η απόφαση ΣτΕ Ολ 1467/1990 αφορά την μονομερή πράξη διοικητικής αρχής (Οικονομικού Εφόρου) περί καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος (αιγιαλού και παραλίας), βάσει του άρθρου 115 του από 11/12.11.1929 π.δ/τος «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων», η οποία θεωρήθηκε εκτελεστή διοικητική πράξη, με τη σκέψη, που υιοθετείται από την πλειοψηφία στην κρινόμενη υπόθεση, ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του ΑΝ 2344/1940, 60 παραγρ. 1 του από 11/12.11.1929 π.δ/τος και 967 και 970 του ΑΚ, η διαχείριση των συγκαταλεγόμενων στη Δημόσια κτήση κοινόχρηστων πραγμάτων αντιδιαστέλλεται από τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και «αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας». Το ΑΕΔ ωστόσο, με την απόφασή του 10/1993, έκρινε ότι η ανωτέρω διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στα πολιτικά δικαστήρια, τονίζοντας ότι το άρθρο 94 παραγρ. 3 του Συντάγματος αποκλείει από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες «από τη φύση τους» είναι ιδιωτικές. Η Ολομέλεια του ΣτΕ, με τη νεώτερη απόφασή της 1303/1997, εναρμονιζόμενη πλήρως προς τη νομολογία του ΑΕΔ στο ζήτημα της δικαιοδοσίας, δέχθηκε, αντιθέτως προς την απόφασή της 1467/1990, ότι η προκαλούμενη διαφορά από πράξη κρατικής αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, για αυθαίρετη χρήση των κοινοχρήστων πραγμάτων του αιγιαλού και της παραλίας, είναι διαφορά ιδιωτική.
ι. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η διαχείριση επιχειρηματικών μονάδων, όπως είναι οι τουριστικές μονάδες των οργανωμένων ακτών της Α. και η ανάπτυξη των υπηρεσιών διαφήμισης, επικοινωνίας, ψυχαγωγίας και επισιτισμού, ανήκει στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, έστω και αν οι τουριστικές αυτές μονάδες σχετίζονται με τα κοινόχρηστα πράγματα του αιγιαλού και της παραλίας, πολύ δε περισσότερο αν σχετίζονται με απλώς δημόσια τουριστικά κτήματα. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη πράξη όχι μόνον δεν επιδιώκεται η παραχώρηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί των κοινοχρήστων αυτών πραγμάτων που μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της κοινοχρησίας τους, αλλά αντιθέτως, η ανάθεση της διαχείρισης των τουριστικών αυτών μονάδων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση της κοινής χρήσης, με την αναβάθμιση των προσφερόμενων στο κοινό υπηρεσιών για παραθαλάσσια αναψυχή. Δεν μεταβάλλεται δηλαδή το καθεστώς της κοινοχρησίας του αιγιαλού και της παραλίας, απλώς αλλάζει ο φορέας διαχείρισης των επιχειρηματικών αυτών μονάδων με την ανάθεσή τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο ίδιος ο νομοθέτης μάλιστα με τον Ν. 2636/1998 είχε ήδη παραχωρήσει τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των επιχειρηματικών αυτών μονάδων, που ανήκαν στο ΝΠΔΔ του ΕΟΤ, στην ανώνυμη εταιρεία ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ. Υπό την εκδοχή ότι η διαχείριση των εν λόγω τουριστικών μονάδων ανήκει στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας εφόσον αφορούν και κοινόχρηστα πράγματα, όπως υποστηρίζεται από την πλειοψηφία, τότε η ανάθεση της διαχείρισης αυτής σε ιδιώτες απαγορεύεται. Και τούτο διότι το Σύνταγμα, όπως έχει ερμηνευθεί από την ΣτΕ Ολ 1934/1998, δεν επιτρέπει την άσκηση από ιδιώτες αρμοδιοτήτων που αποτελούν «κατεξοχήν δημόσια εξουσία», δηλαδή ανήκουν στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. [Άλλωστε με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1934/1998 αποκρούσθηκε και η άποψη περί διφυούς νομικού προσώπου, όταν πρόκειται για την ανάθεση αρμοδιοτήτων που ανήκουν στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, αφού δεν έγινε δεκτή η άποψη ότι η ανάθεση της άσκησης αρμοδιοτήτων που αποτελεί «κατεξοχήν δημοσία εξουσία» σε ιδιώτες δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, τα εν λόγω όργανα των ΝΠΙΔ αποτελούν δημόσια όργανα (σκέψη 11)]. Ωστόσο δεν νοείται, κατά το Σύνταγμα, η αποκλειστική από το κράτος ή ΝΠΔΔ διαχείριση επιχειρηματικών μονάδων, επειδή αυτές σχετίζονται με κοινόχρηστα πράγματα. Άλλωστε το Σύνταγμα επιτρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες ευθέως προστατευόμενες από το ίδιο περιοχές του φυσικού περιβάλλοντος (δάση και δασικές εκτάσεις). Δεν είναι νοητό η διαχείριση των εν λόγω τουριστικών μονάδων να εξομοιώνεται με την άσκηση αρμοδιοτήτων όπως η αστυνόμευση, η εθνική άμυνα ή η απονομή δικαιοσύνης. Κάτι τέτοιο ουδόλως προκύπτει από τα άρθρα 5 και 24 του Συντάγματος, ούτε συμβιβάζεται με τον ρόλο του συγχρόνου κράτους. Με τα σημερινά δεδομένα της οικονομικής ανάπτυξης, και ειδικότερα του τομέα της παροχής τουριστικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εξακολουθεί να θεωρείται ως δημόσιος σκοπός η, εκ μέρους του ΕΟΤ ή θυγατρικής του επιχείρησης, κατασκευή και εκμετάλλευση τουριστικών εγκαταστάσεων. Σε αυτόν τον τομέα της εθνικής οικονομίας, ο ΕΟΤ (εκμεταλλευόμενος με αυτεπιστασία εγκαταστάσεις του) δρα ανταγωνιστικά προς ομοειδείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Μόνον η χάραξη και άσκηση τουριστικής πολιτικής είναι πλέον νοητή σήμερα ως δημόσια δράση του ΕΟΤ. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πρόσκλησης δεν πρόκειται για την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους της εταιρίας ΕΤΑ Α.Ε. με τη διατύπωση επιταγών ή απαγορεύσεων ή με την παροχής άδειας για ορισμένη ενέργεια, αλλά για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στα πλαίσια της, προβλεπόμενης από τον ειδικό Ν. 2636/1998, συναλλακτικής της δράσης που κατατείνει στη σύναψη ιδιωτικού χαρακτήρα σύμβασης μεταξύ ΝΠΙΔ.