17 Οκτωβρίου 2017
- Ανάλυση της απόφασης ΣτΕ Ολ 2348/2017 [ΣτΕ Ολ 2348] (κ. Γαβριηλίδου)
Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2348/2017 το Δικαστήριο ερμηνεύει πτυχές του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων, όπως αυτό διαμορφώνεται πρωτίστως από τη Σύμβαση της Γενεύης, καθώς και τις εφαρμοστέες διατάξεις των οδηγιών 2011/95/ΕΚ και 2013/32/ΕΕ που συγκροτούν το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα και εν γένει διεθνούς προστασίας, περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού, ακολουθητέες διαδικασίες), όπως αυτές μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο με τον Ν. 4375/2016, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο Χάρτης και των λοιπών γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο της ερμηνείας αυτής διατυπώνονται κρίσεις για τη νομική φύση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες συνιστούν, κατά το εθνικό δίκαιο, συλλογικά διοικητικά όργανα που επιλαμβάνονται ενδικοφανών προσφυγών και ασκούν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, οπότε, αφενός, αποτελούν «δικαστήρια» κατά την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε αυτές. Περαιτέρω η συγκρότηση των Επιτροπών αυτών και η ενώπιόν τους διαδικασία επιτρέπουν τόσο την ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και τις αρμοδιότητες του Γενικού Επιτρόπου των ΤΔΔ σχετικά με την τοποθέτησή τους όσο και την αξιοποίηση της πάγιας νομολογίας για την έκταση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (ενώπιον του οργάνου που εκδίδει την αρχική πράξη και όχι ενώπιον του αρμοδίου για την «εκδίκαση» της ενδικοφανούς προσφυγής). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση από την Ολομέλεια της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ. Επιβάλλεται να τονισθεί η γνώμη της μειοψηφίας που πρότεινε την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, αφού το εθνικό Δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της έννοιας των όρων «ασφαλής τρίτη χώρα» του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ιδίως δε της έννοιας του συνδέσμου με τρίτη χώρα ως κριτηρίου για τον χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς τρίτης χώρας (παραπομπή στη «θεωρία της acte clair» κατά τη νομολογία CILFIT). Οι ερμηνευτικές αμφιβολίες συνάγονται από το γεγονός ότι διατυπώθηκαν μειοψηφίες ενός Αντιπροέδρου και ενός Συμβούλου ως προς τη σχετική διάταξη καθώς και από το γεγονός ότι δώδεκα μέλη με αποφασιστική ψήφο, διαπιστώσαντα την ύπαρξη των αμφιβολιών αυτών, τάχθηκαν υπέρ της διατύπωσης προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Υποστηρίχθηκε μάλιστα και το ενδεχόμενο στοιχειοθέτησης ευθύνης του κράτους μέλους λόγω παράβασης από εθνικό δικαστήριο της υποχρέωσης του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ
Βλ. συναφώς, E. Ruiz Cairó, Joined cases C-72/14 and C-197/14 X and case C-160/14 Ferreira da Silva: is the ECJ reversing its position on the acte clair doctrine? European Law Blog, 23.9.2015˙ J. Krommendijk, “Open Sesame!”: Improving Access to the ECJ by Requiring National Courts to Reason their Refusals to Refer, EL Rev April, 1/2017˙ G. Odinet /S. Roussel, Renvoi préjudiciel: le dialogue des juges décomplexé, AJDA 2017, σ. 740˙ www.prevedourou.gr, H προδικαστική παραπομπή και ο διάλογος των δικαστών, με αφορμή το «δικαίωμα στη λήθη» (αποφάσεις ΔΕΕ, Google Spain, CE, ass., 24.2. 2017, Mme Chupin e. a. και CE 19.7. 2017, Google Inc.). Βλ. επίσης ειδικότερη μειοψηφούσα γνώμη σε ΣτΕ Ολ 3457/1998, σκ. 16: «η παραπομπή στο ΔΕΚ ήταν εν προκειμένω επιβεβλημένη, κατά την έννοια του άρθρου 177 ΣΕΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΚ με την απόφαση CILFIT (1982), και εκ μόνου του λόγου ότι η ύπαρξη αριθμητικώς σημαντικής μειοψηφούσης γνώμης ως προς το ζήτημα της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος καταδεικνύει ότι το τιθέμενο ζήτημα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου δεν ήταν απολύτως σαφές και ανεπίδεκτο αμφιβολιών, οπότε και μόνον, κατά την νομολογία αυτή, θα συνεχωρείτο η μη παραπομπή».
2. Η έννοια της διοικητικής κύρωσης (κ. Γιασίν)